TLG 4292 001 :: LEXICON DE ATTICIS NOMINIBUS :: De Atticis nominibus (= Περὶ Ἀττικῶν ὀνομάτων) (sub nomine cuiusdam Theaeteti grammatici) (e codd. Laur. gr. 57,24 + Ambros. gr. M 51 sup.) LEXICON DE ATTICIS NOMINIBUS Lexicogr. De Atticis nominibus (= Περὶ Ἀττικῶν ὀνομάτων) (sub nomine cuiusdam Theaeteti grammatici) (e codd. Laur. gr. 57,24 + Ambros. gr. M 51 sup.) Citation: Entry — (line) | ||
t | Θεαίτητος περὶ ἀττικῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων | |
1 | διωλύγιος φλυαρία (Pl. Tht. 162a). μεγάλη, ἐπὶ πολὺ διήκουσα. | |
2 | οὐ μόνον αὐτὸς ὑηνεῖς (Pl. Tht. 166c). ὑϊκόν τι καὶ ζωῶδες ποιεῖς. | |
3 | πολλοῦ δέω τὸ μὴ φάναι εἶναι (Pl. Tht. 166d). πόρρω λίαν εἰμί, οὐ βούλο‐ μαι λέγειν, σιωπῶ. | |
4 | βλαύτας ὑποδεδεμένον (Pl. Smp. 174a). ὑποδήματα. οἱ δὲ σανδάλια. | |
5 | ἀσκωλιάζοντες (Pl. Smp. 190d). ἀσκωλιάζειν κυρίως μὲν ἐπὶ τῶν ἀλη‐ λιμμένων ἀσκῶν ἅλλεσθαι, γελοίου ἕνεκεν· τινὲς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν συμπεφυκόσι τοῖς σκέλεσιν ἁλλομένων· ἢ ἐφ’ ἑνός. | |
6 | λίσπαι (Pl. Smp. 193a). αἱ λίαν ἐκτετριμμέναι καὶ ἄπυγοι, καὶ οἱ δια‐ πεπρισμένοι ἀστράγαλοι. λίσποι οἱ Ἀθηναῖοι, ἐκ τῆς ἐν τῷ κωπηλατεῖν συνεχείας ἀπόγλουτοι ὄντες. | |
7 | ὀκρίβας (cf. Pl. Smp. 194b). τὸ λογεῖον ἐφ’ οὗ οἱ τραγῳδοὶ ἠγωνίζοντο. | |
8 | σπαργῶντι (Pl. Smp. 206d). ὁρμῶντι, ὀργῶντι, ταραττομένῳ, ἀνθοῦντι. λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν πεπλησμένων μαστῶν γάλακτος. | |
9 | ψυκτήρ (cf. Pl. Smp. 213e). ἔνθα διανίζουσι τὰ ποτήρια, ἢ ποτηρίου εἶδος, ὡς Εὐριπίδης (Nauck fr. 726). | |
10 | κοτύλη (cf. Pl. Smp. 214a). τρίτον μέρος τῆς χοινικίδος. | |
11 | Σάτυροι (cf. Pl. Smp. 215b). Διονύσου ὀπαδοί· ἢ διὰ τὸ ἐν ὄρεσιν οἰκεῖν καὶ ἀλουτεῖν, τράγων σκέλη καὶ τρίχας ἔχειν παραδίδονται, καὶ ταύτῃ καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι (Ael. V.H. 3, 40) τῷ οἴνῳ, τουτέστι κεχηνέναι· φίλοινοι γάρ 〈εἰσι〉. | |
12 | ἀρνακίδες (cf. Pl. Smp. 220b). τὰ τῶν ἀρνῶν κώδια. | 108 |
13 | ὄνοι κανθήλιοι (cf. Pl. Smp. 221e). οἱ βραδεῖς ἢ ἀφυεῖς, ἀπὸ κάνθωνος ὄνου, ὃς οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῶν κανθηλίων, τῶν ἐπιτιθεμένων αὐτῷ καμπτῶν ξύλων, ὅ ἐστι σαγμάτων. | |
14 | κατὰ σχολήν (Pl. Phdr. 228a). ἐπ’ αὐτὸ τοῦτο· ἐν εὐκαιρίᾳ. | |
15 | ἁμῶς γέ πως (Pl. Phdr. 228c). ὁπωσδήποτε, καθ’ ὁντιναοῦν τρόπον. | |
16 | ὦ φιλότης (Pl. Phdr. 228d). ὦ φίλε. | |
17 | Τυφῶνος πολυπλοκώτερον (Pl. Phdr. 230a). θηρίον ἔχον εἶδος ἀνδρὸς καὶ θηρίου. | |
18 | συνεβάκχευσα (Pl. Phdr. 234d). σὺν σοὶ ἐπὶ τὸ κρεῖττον παρήλλαξα· ὅτι σαφῆ καὶ στρογγύλα, ἀκριβῶς ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται (cf. Pl. Phdr. 234e). | |
19 | ἄγετε δή, ὦ Μοῦσαι. εἴτε δι’ ᾠδῆς εἶδος Λίγειαι, εἴτε διὰ γένος μουσικὸν τὸ Λιγύων (cf. Pl. Phdr. 237a). | |
20 | λογογράφους (cf. Pl. Phdr. 257c). τοὺς ἐπὶ μισθῷ λόγους γράφοντας εἰς δικαστήρια, ῥήτορας δὲ τοὺς δι’ ἑαυτῶν λέγοντας. ἡ ῥητορικὴ οὐκ ἔστι τέχνη ἀλλ’ ἄτεχνος τριβή· τέχνη γὰρ ἄνευ τοῦ ἀληθείας ἧφθαι οὔτ’ ἔστιν οὔτε μή ποτε γένηται (cf. Pl. Phdr. 260e). ἐὰν μὴ ἱκανῶς φιλοσοφήσῃ τις, οὐδὲ ἱκανός | |
5 | ποτε λέγειν ἔσται περὶ οὐδενός. ἡ ῥητορικὴ ἂν εἴη τέχνη ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, οὐ μόνον ἐν δικαστηρίοις καὶ ὅσοι ἄλλοι δημόσιοι σύλλογοι, ἀλλὰ καὶ ἐν ἰδίοις, ἡ αὐτὴ σμικρῶν τε καὶ μεγάλων πέρι; (cf. Pl. Phdr. 261a—b). | |
---|---|---|
21 | {ὅτι} Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα (cf. Pl. R. 617c). | |
22 | ἐνδύματα ἀμόργινα (cf. Pl. Ep. 363a). ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποστάθμη καὶ ἡ τοῦ οἴνου τρύξ. | |
23 | Ἰσθμός (cf. Pl. Criti. 110d). γῆ στενὴ ἀμφιθάλασσος. | |
24 | σᾶ (Pl. Criti. 111c). τὰ σῶα, καὶ σῶν, τὸ σῶον Ἀττικῶς. | |
25 | δίκη (Pl. Euthphr. 2a). ἡ ὑπὲρ ἰδιωτικῶν ἀδικημάτων κρίσις. | |
26 | γραφή (cf. Pl. Euthphr. 2a). ἡ ὑπὲρ δημοσίων. | |
27 | ἦ που (Pl. Euthphr. 4a). ἴσως, σχεδόν. | |
28 | πελάτης (Pl. Euthphr. 4c). ὁ ὑπηρετῶν καὶ προσπελάζων. | 109 |
29 | αὐτοσχεδιάζοντα (Pl. Euthphr. 5a). ἐκ τοῦ αὐτομάτου λέγοντα. | |
30 | ἵνα αἰδώς. ἔνθα καὶ δέος (cf. Euthphr. 12b). | |
31 | Ὀρέστης διὰ τὸ θηριῶδες καὶ ἄγριον καὶ ὀρεινόν (cf. Pl. Cra. 394e; Sch. pr. 45, 18). | |
32 | Ἀγαμέμνων. ἀγαστὸς κατὰ τὴν ὑπομονήν (cf. Pl. Cra. 395a—b; Sch. pr. 45, 21). | |
33 | Ἀτρεύς. διὰ τὸ ἄτρεστον καὶ ὠμόν (cf. Pl. Cra. 395b—c). | |
34 | Πέλοψ. διὰ τὸ τὰ ἐγγὺς ὁρᾶν (cf. Pl. Cra. 395c). | |
35 | Τάνταλος. ταλάντατος· ἀτυχέστατος· καὶ διὰ τὴν ὑπὲρ κεφαλῆς τοῦ λίθου τανταλείαν (cf. Pl. Cra. 395e—d). | |
36 | Ζεύς. ὁ αἴτιος τοῦ ζῆν (cf. Pl. Cra. 396a). | |
37 | Κρόνος. ὁ καθαρώτατος καὶ ἀκήρατος νοῦς (cf. Pl. Cra. 396b). | |
38 | Οὐρανός. ἡ τὰ ἄνω ὁρῶσα ὄψις (cf. Pl. Cra. 396b—c; scr. pr. 63, 25). | |
39 | θεός. ἀπὸ τοῦ θεῖν (cf. Pl. Cra. 397d). | |
40 | ἥρως. ἀπὸ τοῦ ἔρωτος· ἢ ‛γὰρ‛ οἱ θεοὶ θνηταῖς ἢ οἱ θνητοὶ θεαῖς συνερ‐ χόμενοι, τούτους ἔτικτον. ἢ ἀπὸ τοῦ εἴρειν, ὅ ἐστι λέγειν· διαλεκτικοί τινες ὄντες καὶ ῥήτορες (cf. Pl. Cra. 398c—d; Sch. pr. 71, 8). | |
41 | ἄνθρωπος. παρὰ τὸ ἄνω ἀθρεῖν ἃ ὄπωπεν· ὅ ἐστι λογίζεσθαι ἃ ἑώρακεν (cf. Pl. Cra. 399c). | |
42 | ψυχή. παρὰ τὸ ψύχω· ἡ τὸ σῶμα ἀναψύχουσα. ἢ παρὰ τὸ τὴν φύσιν ὀχεῖν, φυσέχη (cf. Pl. Cra. 399d—400b). | |
43 | σῶμα. οἱονεὶ σῆμα τῆς ψυχῆς, ὡς τεθαμμένης ἐν αὐτῷ· ἢ ὅτι 〈ὃ〉 ἂν σημαίνῃ 〈ἡ〉 ψυχὴ τοῦτο σημαίνει (cf. Pl. Cra. 400b—c; grg. 493a). | |
44 | Κρόνος καὶ Ῥέα. ἀπὸ τοῦ ῥεῖν· καὶ γὰρ τὰ ὄντα ποταμοῦ ῥοῇ ἀπείκασται (cf. Pl. Cra. 401e—402a). | |
45 | Τηθύς. παρὰ τὸ δϊάπτειν καὶ δϊηθεῖν· πηγῆς γὰρ ἀπείκασμά ἐστι (cf. Pl. Cra. 402c—d; Sch. pr. 83, 7). | |
46 | Ποσειδῶν. ποσίδεσμος· ἢ πολλὰ εἰδώς· ἢ ὁ σείων (cf. Pl. Cra. 402e—403a). | |
47 | Ἅιδης ὁ καὶ Πλούτων. ἀπὸ τοῦ πάντα τὰ καλὰ εἰδέναι καὶ παρέχειν· μέγας γὰρ σοφιστὴς καὶ εὐεργέτης τῶν παρ’ αὐτῷ (cf. Pl. Cra. 403a, 404b, 403e). | |
48 | Δημήτηρ. παρὰ τὴν δόσιν τῆς ἐδωδῆς (cf. Pl. Cra. 404b). | |
49 | Ἥρα. ἐρατή τις (cf. Pl. Cra. 404b—c). | 110 |
50 | Ἀπόλλων. Ἁπλῶν διὰ τὴν μαντικήν, Ἀειβάλλων διὰ τὴν τοξικήν, Ἀπο‐ λύων διὰ τὴν ἰατρικήν, Ὁμοπολῶν διὰ τὴν μαγικήν· τὰ πάντα γὰρ ἁρμονίᾳ πολεῖ. οὗτος δὲ ἐπιστατεῖ τῇ ἁρμονίᾳ (cf. Pl. Cra. 405a—d). | |
51 | Ἄρτεμις. διὰ τὸ ἀρτεμὲς καὶ κόσμιον· ἡ μισήσασα τὸν τοῦ ἀνδρὸς ἄροτον. ἢ ἀρετῆς ἵστωρ (cf. Pl. Cra. 406b). | |
52 | Διόνυσος. Διδοίνυσος (cf. Pl. Cra. 406c). | |
53 | Ἀθηνᾶ. Θεονόη· ἡ τὰ θεῖα νοοῦσα (cf. Pl. Cra. 407b). | |
54 | Ἥφαιστος. φάεος ἵστωρ· φαῖστος ὤν (cf. Pl. Cra. 407c). | |
55 | Ἄρης. διὰ τὸ ἄρρεν καὶ ἀνδρεῖον. ἢ τὸ ἄρρατον· ὅ ἐστι σκληρὸν καὶ ἀμε‐ τάστροφον (cf. Pl. Cra. 407d). | |
56 | Ἑρμῆς. Εἰρέμης. ὁ τὸ εἴρειν, ὅ ἐστι λέγειν, μησάμενος (cf. Pl. Cra. 408 a—b). | |
57 | Πάν. ὁ τοῦ Ἑρμοῦ διφυὴς υἱός. ὁ γὰρ λόγος τὸ πᾶν περιπολῶν ἀψευδής τε καὶ ἀληθής. τὰ μὲν ἄνω, ὅ ἐστι τὰ θεῖα, λεῖος· τὰ δὲ κάτω, ὅ ἐστι τὰ ἀνθρώπινα, τραχὺς καὶ τραγοειδής (cf. Pl. Cra. 408b—d). | |
58 | ἥλιος. ἀπὸ τοῦ ἁλίζειν εἰς αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους· ἢ ἀπὸ τοῦ ποικίλλειν καὶ αἰολεῖν τὰ γινόμενα (cf. Pl. Cra. 409a). | |
59 | σελήνη. σέλας νέον ἔχουσα (Pl. Cra. 409a—b). | |
60 | ἀστραπή. ἀναστρωπή τις· ἡ τὰ ὦπα ἀναστρέφουσα (cf. Pl. Cra. 409c). | |
61 | ἀήρ. ἀεὶ ῥεῖ· ἢ ὅτι αἴρει τὰ ἀπὸ τῆς γῆς (cf. Pl. Cra. 410b). | |
62 | φρόνησις. φορᾶς κίνησις (cf. Pl. Cra. 411d). | |
63 | θῆλυ. ἀπὸ τῆς θηλῆς, τοῦτο ἀπὸ τοῦ θάλλειν καὶ ποιεῖν (cf. Pl. Cra. 414a). | |
64 | τέχνη ἐχονόη τις· ὅ ἐστι ἕξις (cf. Pl. Cra. 414b—c). | |
65 | κακία. ἀπὸ τοῦ κακῶς ἰέναι (cf. Pl. Cra. 415b). | |
66 | ἀρετή. αἱρετή· ἢ ἀειρείτη. ἡ ἀσχέτως καὶ ἀκωλύτως ῥέουσα (cf. Pl. Cra. 415c—d). | |
67 | ἵμερος. ὅτι ἱέμενος ῥεῖ (cf. Pl. Cra. 420a). | |
68 | ἐπιθυμία. ἐπὶ τὸν θυμὸν ἰοῦσα (cf. Pl. Cra. 419d). | |
69 | βέβαιον. βάσεως καὶ στάσεως μίμημα (cf. Pl. Cra. 437a). | |
70 | ἁμῇ γέ πῃ (Pl. Sph. 259d). ἀμωσγέπως. ὁπωσδήποτε, καθ’ ὁτιοῦν, | |
λέγεται δὲ καὶ ἁμόθεν. | 111 | |
71 | εἶεν (Pl. Plt. 257a). ἄγε δή. ἐγκατάθεσις μὲν τῶν εἰρημένων, συναφὴ δὲ πρὸς τὰ μέρη. | |
72 | νεαλής (cf. Pl. Plt. 265b). ὁ πρόσφατος. | |
73 | ἦ που (Pl. Plt. 285d). ἴσως, σχεδόν. ἤπουγε· πολλῷ πλέον. | |
74 | κύρβεσι (Pl. Plt. 298e). τριγώνοις πίναξιν ἐν οἷς τοὺς ἱεροὺς καὶ πολιτικοὺς ἔγραφον νόμους. εἰσί δε καὶ τετράγωνοι πίνακες, οὓς ἔλεγον ἄξονας. | |
75 | βλακικῷ (cf. Pl. Plt. 307c). εὐήθη, μωρά, ἀπὸ ἰχθύος βλακός. | |
76 | λήθη. ἔστι μνήμης ἔξοδος, μνήμη δὲ σωτηρία αἰσθήσεως (cf. Pl. Phlb. 33e, 34a). | |
77 | προσαγώγιον (cf. Pl. Phlb. 56c). τεκτονικὸν ὄργανον, ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα. | |
78 | τευταζόντων (Pl. Phlb. 56e). φροντιζόντων. | |
79 | τρίβων (cf. Pl. Smp. 219b). στολὴ ἔχουσα σημεῖα ὡς γραμμάτια. τρι‐ βώνιον δὲ ἱμάτιον παλαιόν. | |
80 | δολιχοδρόμοι (cf. Pl. Prt. 335e) καὶ δρομοκήρυκες. οἱ ταῖς βασιλικαῖς διατάξεσι ταχύτητα διακονούμενοι. | |
81 | ἴτας (Pl. Prt. 349e). τοὺς ἐπὶ πάντας ὁρμῶντας. | |
82 | στλεγγίς (cf. Pl. Hp. Mi. 368c). ἡ ξύστρα καὶ τὸ κτένιον, καὶ στλεγγιζό‐ μενοι οἱ ἀποξυόμενοι καὶ κτενιζόμενοι. | |
83 | λήκυθος (cf. Pl. Hi. Mi. 368c). ἄγγος ἐν ᾧ τὸ μύρον ἔφερον τοῖς νεκροῖς. φάσκωλος, δερμάτιον ἐν ᾧ τὰ ἱμάτια ἐμβάλλεται. | |
84 | σκληφ〈ρ〉ός (Pl. Euthd. 271b). ὁ τῷ μὲν χρόνῳ πρεσβύτερος, τῇ δὲ ὄψει νεώτερος δοκῶν. | |
85 | σκολύθρια (Pl. Euthd. 278b). ταπεινὰ διφρία. ἢ ὑποπόδια. | |
86 | κορυδοὶ (cf. Pl. Euthd. 291b) καὶ κορυδαλλοί. ὄρνιθες ὄρτυξι παραπλήσιοι. | |
87 | ἕρκη (cf. Pl. Euthd. 302d). τοὺς οἴκους φασὶ τῶν Ἀθηναίων· ὅθεν Ζεὺς ἕρκιος, ὁ φύλαξ τῆς οἰκίας. | |
88 | φορμίσκων (Pl. Ly. 206e). καλαθίσκων. | 112 |
89 | ἀρτιασμὸς καὶ ἀρτιάζειν (cf. Pl. Ly. 206e). ἔστι τὸ δραξάμενον ἀστρα‐ γάλων ἤ τινων ἄλλων ἐξετάζειν τὸν συμπαίζοντα πότερον ἀρτίους ἢ περιττοὺς κατέχει. | |
90 | ἐπηλυγισάμενος (Pl. Ly. 207b). ἐπικρυψάμενος· ἡ λύγη γὰρ ἡ σκιά. | |
91 | παιδοτρίβης (cf. Pl. Ly. 207d). ἀλείπτης, γυμναστής. | |
92 | αἰεὶ γηράσκω πολλὰ διδασκόμενος (cf. Pl. Amat. 133c; sol. fr. 18 west). | |
93 | γέρρα (cf. Pl. La. 191c). τὰ σκεπάσματα πάντα οἱ Ἀττικοὶ λέγουσι. τινὲς δὲ τὰ δέρματα· ἔστι δέ τινα καὶ Περσικά, οἷς ἀντὶ ἀσπίδων ἐχρῶντο. οἱ δὲ τὰς σκηνάς, καὶ γερροφόρους τοὺς τὰ εἰρημένα φέροντας. | |
94 | αἰξωνεύεσθαι (cf. Pl. La. 197c). τὸ βλασφημεῖν· ἀπὸ Αἰξωνίδος φυλῆς Ἀθηναίων, οἳ βλάσφημοι ἐκωμῳδοῦντο. | |
95 | πένταθλος (cf. Pl. Amat. 135e). ἀγών· πέλτη, σίγυννος, ἅλμα, δίσκος καὶ δρόμος· σίγυννός ἐστι δόρυ ξυστόν· παρ’ Ἡροδότῳ (V 9) δὲ ὁλοσίδηρον ἀκόντιον. πέλτη δὲ ἀσπὶς τετράγωνος ἴτυν οὐκ ἔχουσα. | |
96 | ἐντέτηκεν (Pl. Mx. 245d). ἐγκεκόλληται, πέπηγεν. | |
97 | Λεχεώς (cf. Pl. Mx. 245e). ἐπίνειον Κορίνθου, ὥσπερ ὁ Πειραιεὺς Ἀθη‐ ναίων. | |
98 | τὸ γῆρας ὑμνοῦσιν ὡς κακῶν αἴτιον (cf. Pl. R. 329b). ἀντὶ τοῦ μέμφονται, κατ’ εὐφημισμόν. | |
99 | τήθη (cf. Pl. R. 343a). ἡ μάμμη. τίτθη ἡ τροφός. | |
100 | κορυζῶντα (Pl. R. 343a). μωραίνοντα, μυζῶντα· κόρυζα γὰρ ἡ μύξα, ἣν Ἀττικοί φασι κατάρρουν. | |
101 | πράγματα ἔχειν (Pl. R. 347d). φροντίδας· ἐξ οὗ καὶ πολυπράγμων ὁ φροντιστής. | |
102 | τέγγεσθαι (Pl. R. 361c). ἐνδιδόναι, εἴκειν, βρέχεσθαι. | |
103 | σμινύην (Pl. R. 370d). σκαφίον. τινὲς δὲ ἀξίνην ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους | |
δικελλοειδῆ. | 113 | |
104 | ἄλφιτα (Pl. R. 372b). τὰ ἐκ κριθῶν ἄλευρα. ἄλευρα δὲ τὰ ἀπὸ τῶν πυρῶν. | |
105 | μάξαντες (Pl. R. 372b). ζυμώσαντες. | |
106 | φλεγμαίνουσαν (Pl. R. 372e). τρυφῶσαν, ἐπῃρμένην, μεγαλαυχοῦσαν. | |
107 | κόμμι (cf. Pl. R. 373c). λέγεται τὸ ἐκ δένδρων δάκρυον, ᾧ χρῶνται αἱ γυναῖκες πρὸς τὸ μὴ διαχεῖσθαι τὰς τρίχας αὐτῶν ἀλλ’ εἷναι συνημμένας. | |
108 | εἱλήσεων (Pl. R. 380e). τῶν 〈ὑπὸ〉 τοῦ ἡλίου ἐκκαύσεων. | |
109 | ἔνι (Pl. R. 382d). Ἀττικῶς, ἀντὶ τοῦ ἔστιν. | |
110 | ἐνέρους (Pl. R. 387c). νεκρούς, ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ γῇ κεῖσθαι. | |
111 | ἀλίβαντας (Pl. R. 387c). τόπος ἐν Ἅιδου, διὰ τὴν ἀμεθεξίαν τῶν νεκρῶν. | |
112 | ἀπερεῖν (Pl. R. 392b). ἀπαγορεύειν. | |
113 | ἡ ἁπλότης. κατὰ μὲν μουσικὴν σωφροσύνην ἐμποιεῖται ταῖς ψυχαῖς, κατὰ δὲ γυμναστικὴν ὑγεῖαν ἐν σώματι (cf. Pl. R. 404e). | |
114 | ἡ ποικιλία (Pl. R. 404e). κατὰ μὲν μουσικὴν ἀκολασίαν ἐμποιεῖ ταῖς ψυχαῖς, κατὰ δὲ γυμναστικὴν νόσον σώματος (cf. Pl. R. 404e). | |
115 | δευσοποιόν (Pl. R. 429e). οὐδετέρως, ἔμμονον, δυσαπόβλητον· ἀρσενικῶς δὲ τὸν βαφέα. | |
116 | ἐκπλήττομαι. τὸ θαυμάζω. καταπλήττομαι δὲ τὸ φοβοῦμαι. | |
117 | τετριγυῖα. ἐπὶ ψυχῆς καὶ νυκτερίδων, ι· ἐπὶ δὲ χελιδόνων, η· ἀπὸ τοῦ τρῶ. | |
118 | τὰ τρίτα πρόσωπα τῶν πληθυντικῶν τοῦ εἶμι ἀεὶ προπαροξύνονται, εἰ προσλάβωσι τὸ α, οἷον προσίασιν, ἀπίασιν· ὅσα δὲ γίνονται ἀπὸ τοῦ ἵημι, προπερισπῶνται, οἷον ἀφιᾶσιν. | |
119 | τὸ ἄπωθεν πάντοτε μέγα. | |
120 | ὅπερ ἐγκώμιον ἐπὶ ἀνθρώπων, τοῦτο ὕμνος ἐπὶ θεοῦ. | |
121 | ἐκεχειρίας. ἀναπαύσεως, ἀπραξίας. | |
122 | σχολή. ἡ ἡσυχία καὶ ἠρεμία, ὡς φαμὲν ἐπὶ σχολῆς ποιῶ τόδε, τουτέστι μετὰ ἠρεμίας καὶ ἡσυχίας. | |
123 | ἄδεια. λέγεται ἡ ἀφοβία, ὥς φαμεν ἔξεστί μοι βαδίσαι τὴν ὁδὸν ἐπ’ ἀδείας, τουτέστιν ἀδεῶς καὶ ἀφόβως. | |
124 | καὶ σχολάζω τὸ ἠρεμῶ καὶ ἡσυχίαν ἔχω, ὅπερ συντάσσεται μετὰ γενικῆς, | |
ὡς τὸ σχολάσας τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, τουτέστιν ἠρεμίαν σχών. σχολάζω καὶ τὸ προσμένω, ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς, ὡς τὸ σχολάζει τοῖς πόνοις. ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα. | 114 | |
125 | μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα, ὃ ταῖς χερσὶ περιεῖχεν, εἶτ’ ἀπέρριψεν· ἀφῆκε δὲ ἐπὶ κτημάτων, οἷον ἀφῆκε τὸν ἀγρὸν μηλόβοτον, ἀφῆκε τῆς φυλακῆς τὸν δέσμιον· τάττεται δὲ καὶ ἐπὶ βέλους, οἷον ἀφῆκε τὸ βέλος· καὶ ἐπὶ φωνῆς, οἷον ἀφῆκε φωνήν. | |
126 | πτοοῦμαι. σημαίνει τὸ δέδοικα· ἠπτόημαι δὲ καὶ ἠπτόηται εἰς τόδε τὸ πρᾶγμα, οἷον ὁ νέος ἐπτόηται περὶ παίγνια, τουτέστι πρόσκειται τοῖς παιγ‐ νίοις· ᾧ δὲ πρόσκειταί τις, δέδοικε μή πως ἀπολέσῃ αὐτό. | |
127 | ἀβασάνιστος. ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος. εἴρεται δὲ ἀπὸ τῆς βασάνου τῆς χρυσοχοικῆς λίθου, ἐν ᾗ δοκιμάζουσι τὸ χρυσίον. | |
128 | ἁβροδιαίτῃ. τρυφερᾷ ζωῇ καὶ ἁπαλῇ. | |
129 | ἄπαγε. παῦσαι, μὴ γένοιτο. | |
130 | ἀκρότομος. σκληρὸς καὶ ὑψηλός. | |
131 | ἀσέλγεια. πορνεία, ἀκαθαρσία (N.T. Ep. ad Gal. 5, 19; ad Cor. II 12, 21). παρῆκται δὲ ἀπὸ τῆς πόλεως Σέλγης. πόλις δέ ἐστι τῆς Πισιδίας, ὅπου κακῶς ἔζων οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀλλήλοις ἐκοινώνουν. κατ’ ἐπίτασιν οὖν τὸ ἀσελ‐ γαίνω. | |
132 | βαλανάγρα. ἡ κλείς, παρὰ τὸ ἀγρεύειν τὴν βάλανον. βάλανος δέ ἐστι τὸ εἰς τὸν μοχλὸν σιδήριον, ὃ καλοῦμεν μάγγανον. | |
133 | βλεπεδαίμων. ὁ διεστραμμένος τὰς ὄψεις καὶ οἷον ὑπὸ δαίμονος πεπληγ‐ μένος. | |
134 | δῆθεν. προσποίησιν μὲν ἔχει ἀληθείας, δύναμιν δὲ ψεύδους. | |
135 | δωδεκαμήχανος. πόρνη δώδεκα σχήμασι χρωμένη. | |
136 | ἐγκεκοισυρωμένη. τρυφῶσα· ἀπὸ Κοισύρας γυναικὸς πλουσίας, Ἀλκ‐ μαίωνος γυναικός. | |
137 | ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις. ἐπὶ τῶν μὴ καθ’ ὥραν τοῖς ἀναγκαίοις χρωμένων. | |
138 | ἐπανακροῦσαι. ἀπὸ τῶν ἐρετῶν, ὅταν στρέψαντες τὴν πρύμναν ἀνακρού‐ σωνται, ἵνα τὸ πλοῖον ὀπίσω ἀναχωρήσ〈ῃ〉. | |
139 | ἐπίτιμον. τὸ ἔνδοξον, τὸ ἔντιμον· οὕτω δηλοῖ. | |
140 | ἐπαφρόδιτος. ἐπιχαρής, ἡδύς. | 115 |
141 | ἐπωφελία. ὁ τόκος ὑπὸ Πλάτωνος (cf. Pl. Lgg. 843c). | |
142 | ἠκαιρεῖσθε. ἐκωλύεσθε, καιρὸν οὐκ εἴχετε. | |
143 | ὁ Ἀποστόλιος· ἥλῳ τὸν ἥλον ἐκκρούεις (Diogen. V 16, CPG I 253). ἀντὶ τοῦ ἁμαρτήματι ἁμάρτημα σπεύδεις ἐξελάσαι· τὸ δὲ οὐχ οἷόν τε. | |
144 | Ἡράκλεις. ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν. | |
145 | ἡράκλειαν λίθον. τὴν μαγνησίαν. | |
146 | ἐσκληκότα. προσλιπαροῦντα. μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν προσξηραινομένων· οἷον προσεσκληκότα. | |
147 | φίλον. τὸ προσφιλές, τὸ ἴδιον, καὶ τὸ σύνηθες. | |
148 | παίζω. ἀμεταβάτως, προσπαίζω δὲ μεταβατικῶς δοτικῇ, ὡς παρὰ Συνεσίῳ (Ep. 44, Hercher 656). μηδὲ προσπαίζειν με νομίσῃς σαυτῷ· καὶ παρὰ Φιλο‐ στράτῳ (Imag. 364, 9 Kayser) ἐπιπαίζω δοτικῇ· ὧν δρέπεσθαι καὶ τὰς Νηρηίδας εἰκός, ὅταν τῇ θαλάττῃ ἐπιπαίζωσιν. | |
149 | ἡ σύνθετος ἀντωνυμία ἐπὶ ἐνεργείας καὶ πάθους λαμβάνεται, οἷον τύπτω ἐμαυτόν, ἐνέργεια καὶ πάθος· καὶ ἐπὶ ἰδίου πράγματος, οἷον αἱ χεῖρες ἐμαυτοῦ. | |
150 | τὸ παύομαι. μετὰ μετοχῆς, καὶ μετὰ ἀπαρεμφάτου, καὶ μετὰ γενικῆς. | |
151 | συκοφάντης. ὁ ἀποδεικνύων τὰ μὴ ὄντα. | |
152 | ἀπολογοῦμαι. τῷ δεῖνι. | |
153 | ἐπικαλέσασθαι. τὸ ὀνομάσαι, ἐκκαλέσασθαι τὸ εἰς ἔλεον, προκαλέσασθαι τὸ εἰς πόλεμον. | |
154 | τὸ θαρρῶ. ὅτε σημαίνει τὸ ἐλπίζω, δοτικῇ· ὅτε δὲ τὸ ἀποτολμῶ, αἰτιατικῇ. | |
155 | τὸ ἐλπίζω. μετὰ ἀπαρεμφάτου, ἢ μετὰ ἐνεστῶτος καὶ μέλλοντος πρώτου. | |
156 | προστίθημί σοι τόδε, προστίθεμαι δὲ τοῖσδε. | |
157 | θρασύτης. ἡ ἄλογος ὁρμή, θράσος ἐπὶ κακοῦ, θάρρος ἐπὶ καλοῦ. | |
158 | δειλία. ὁ παράλογος φόβος. | |
159 | νόμος. ἡ ἔγγραφος συνήθεια, συνήθεια δὲ ἄγραφος νόμος. | |
160 | λογίζομαι. τὸ ἀναλογίζομαι καὶ τὸ ἀριθμῶ· παρὰ δὲ τοῖς κοινοῖς τὸ ἡγοῦμαι. | |
161 | ἡ ἐπί. ὅτε δηλοῖ κίνησιν, αἰτιατικῇ, ὅτε δὲ αἰτίαν, δοτικῇ. | |
162 | πρότερος ἐκ δύο, πρῶτος ἐκ πολλῶν· πότερος ἐκ δύο, τίς ἐκ πολλῶν· | |
θάτερος καὶ ἕτερος ἐκ δύο, εἷς ἐκ πολλῶν· οὐδέτερος ἐκ δύο, οὐδείς ἐκ πολλῶν. | 116 |