TLG 4286 002 :: LEXICA SYNTACTICA :: Lexicon syntacticum (= Ἀρχὴ σὺν θεῷ τῆς συντάξεως) (e cod. Laur. 59,16)

LEXICA SYNTACTICA Lexicogr.
(Varia)

Lexicon syntacticum (= Ἀρχὴ σὺν θεῷ τῆς συντάξεως) (e cod. Laur. 59,16)

Source: Positano, L.M., Arco Magrì, M. (eds.), Lessico sintattico Laurenziano. Naples: Libreria Scientifica Editrice, n.d.: 15–74.

Citation: Alphabetic letter — page — (line)

alpha

15

(1t)

ΑΡΧΗ ΣΥΝ ΘΕΩ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
2tΑ
3 γενική· 1. ἀγάζομαί σου. αἰτιατική· ἀγάζω δέ σε. 2. ἄγαμαί σε τῶν τρόπων· ἄγαμαι δέ σου τὸν τρόπον. —δοτι‐
5κή· 3. ἀγάλλομαί σοι. 4. ἀγαπῶ, τὸ ἀρκοῦμαι· τὸ δὲ φιλῶ, αἰτιατικῇ. 5. ἀγγείλω καὶ ἀγγελῶ σοι, δοτικῇ. —αἰτιατική· 6. ἁγιάζω σε. —δοτική· 7. ἀγλαΐζομαί σοι. —αἰτιατική· 8. ἁγνίζω σε. 9. ἀγνοῶ σε. —γενική· 10. ἀγορανομῶ σου. —δοτική· 11. ἀγορεύω σοι. —αἰτιατική· 12. ἀγοράζω σε.
10—δοτική· 13. ἀγχιστεύω σοι. —αἰτιατική· 14. ἄγχω σε.
—γενική· 15. ἀγωνίζομαι· «ἐὰν τῶν ψευδομαρτύρων ἀγω‐

alpha

16

νίσωνται»· «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγωνίσαντο», αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 16. «ἀγώμενος ἦν τὸν ἄνδρα». 17. ἄγω σε. 18. ἀδικῶ σε. —γενική· 19. ἀδολεσχῶ σου. —δοτική· 20. ᾄδω σοι. —αἰτιατική· 21. ἀθετῶ σε. 22. αἰδοῦμαί σε. 23. αἴθω.
524. ἀθανατίζω. 25. αἰνῶ σε τούτῳ. 26. ἀϊστῶ σε. 27. αἰσχύ‐ νομαί σε. 28. αἰκάλλω σε. —δοτική· 29. αἰπολῶ σοι. 30. αἱροῦμαί σοι, τὸ κρατοῦμαι· τὸ δὲ προκρίνω, αἰτιατικῇ. —〈αἰτιατική·〉 31. αἴρω σε· (32) καὶ αἱρῶ σε. 33. αἱρετίζω. 34. αἴσθομαί σοι καί σε. —γενική· 35. αἰσθάνομαί σου. —αἰτιατική·
1036. αἰτιῶμαί σε τούτῳ· «εἰ μὴ καὶ τὸν ἰατρὸν αἰτιῶταί τις τῷ συγκύπτειν ἐπὶ τὰ πάθη». 37. αἰτῶ σε. 38. αἰχμαλωτίζω σε. —γενική· 39. ἀκροῶμαί σου. 40. ἀκηδῶ. 41. ἀκούω· ἔστι δὲ καὶ αἰτιατική, ὡς τὸ «ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους» καὶ
παρὰ Διονυσίῳ «συνεκρότησεν ἀσπὶς καὶ τὸν ψόφον τις ἀκού‐

alpha

17

σας». —δοτική· 42. ἀκολουθῶ. —αἰτιατική· 43. ἀκριβῶ σε. 44. ἀκοντίζω. 45. ἀκρωτηριάζω σε. —γενική· 46. ἀλο‐ γῶ· εἰς δὲ τὸν Προκόπιον τὸν Καισαρέα, αἰτιατικῇ. 47. ἁλῶ, τὸ κρατηθῶ. 48. ἀλλοτριοῦμαί σου· αἰτιατικῇ ἀλλοτριῶ σε δέ.
5—γενική· 49. ἀλαζονεύομαί σου. —δοτική· 50. ἀληθεύω σοι. 51. ἀλαλάζω. —αἰτιατική· 52. ἀλείφω σε. —γενική· 53. ἀ‐ μνημονῶ σου. 54. ἀμοιρῶ σου. 55. ἀμελῶ. 56. ἁμαρτῶ, καὶ αἰ‐ τιατικῇ. —γενική· 57. ἀμφισβητῶ σου. —δοτική· 58. ἁμιλ‐ λῶμαί σοι. 59. ἀμύνω, τὸ βοηθῶ· τὸ δὲ ἀποσοβῶ, αἰτιατική. —
10δοτική· 60. ἅμα σοι. 61. ἀμφιβολῶ σοι. —αἰτιατική· 62. ἀμβλύνω σε. 63. ἀμέλγω. 64. ἀμφιέννυμί σε· ὁ δὲ Ἀπολ‐ λώνιος, δοτικῇ «ῥάκει τε ἠμφίεστο». —γενική· 65. ἀναχω‐
ρῶ σου 66. ἀνακύπτω. 67. ἀναπνέων θυμοῦ· καὶ αἰτιατικῇ

alpha

18

«οὐδὲ αὐτὸν ἐώμενοι ἀναπνεῖν ἀέρα». —γενική· 68. ἀνά‐ σχωμαί σου. 69. ἀναπίμπλαμαι. 70. ἀνέχομαι, ὅτε σημαίνει τὸ καταφρονῶ, ὡς τὸ «ἀνέχομαί σου τοῦ θράσους» καὶ παρὰ τῷ Θεοδωρήτῳ ἐν τοῖς 〈Περὶ〉 τῇς προνοίας λόγοις ἀεὶ γε‐
5νικῇ· τὸ δὲ ἀνέχομαι, τὸ ὑπομένω, αἰτιατικῇ· «κρύη καὶ θάλπη ἀνέχεται» ὁ μέγας Βασίλειός φησι. 71. ἀντιλαμβάνο‐ μαί σου. 72. ἀντέχω. 73. ἀντιποιοῦμαι. 74. ἀνιέναι θυμῶν. 75. ἀνίσχω. 76. ἀνενέγκω. 77. ἀναμιμνήσκω. 78. ἀνθεκτέον. 79. ἀντιπολιτεύομαι. 80. ἀντικαταλλάσσω. 81. «ἀνενείκαντο
10οἱ πρέσβεις τῶν τοῦ βασιλέως λόγων». —δοτική· 82. ἀναγ‐ γέλλω. 83. ἀναλογῶ, ὁμοιῶ· (84) ἀναλογίζω δέ, τὸ ἐνθυμοῦ‐ μαι, αἰτιατικῇ. 85. ἀνατέλλω σοι, ὡς ἥλιος. 86. ἄνες μοι. 87. ἀνθίσταμαι. 88. ἀνοίγω σοι θύραν. 89. ἀντίκειμαι. 90. ἀντι‐ κέχρημαι. 91. ἀντιπολεμῶ. 92. ἀντιπνέω. 93. ἀντιπίπτω. 94.
15ἀντισοφαρίζω. 95. ἀντιβοῶ. 96. ἀντισοφίζομαι. 97. ἀντᾴδω.
98. ἀντιφθέγγομαι. 99. ἀντεπεξῆλθον. 100. ἀντιτάσσομαι. 101.

alpha

19

ἀντιφέρομαι. 102. ἀνταποδίδωμι. 103. ἀντιτεχνῶμαι. 104. ἀν‐ τιτείνω. 105. ἀντοφθαλμῶ. 106. ἀντέχω καὶ (107) ἀνέχω. 108. ἀντωπῶ. 109. ἀντιδικῶ. 110. ἀντιλέγω. 111. ἀνθῶ τοῖς ἔργοις, ὅτε κεῖται ἐν αἰτίᾳ· ὅτε δὲ ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ ἀναβλαστάνω, αἰ‐
5τιατικῇ, οἷον «ἀνθεῖ καρπὸν καλόν». 112. ἀντείπω. 113. ἀν‐ τιστρατεύομαι. 114. ἀντιβλέπω. 115. ἀντιβαίνω. 116. ἀνεῖται, τὸ ἀνάκειται· τὸ δὲ ἀφίσταται, γενικῇ. 117. ἀντινομοθετῶ. 118. «ἀντιστίλψει τῷ κάλλει τὸ κάλλος τὸ τῆς ψυχῆς τῷ τοῦ σώματος». —αἰτιατική· 119. ἀναβαίνω. 120. ἀναβάλλομαι.
10121. ἀνακαλοῦμαι. 122. ἀναλαμβάνω. 123. ἀναλέγω. 124. ἀνα‐ μένω. 125. ἀναστέλλω. 126. ἀνατρέπω. 127. ἀνακαθαίρω. 128. ἀναγορεύω. 129. ἀναψύχω. 130. ἀναθεματίζω. 131. ἀνασῴζω. 132. ἀναβιβάζω. 133. ἀνακόπτω. 134. ἀναπαύω. 135. ἀναλί‐
σκω. 136. ἀναμετρῶ. 137. ἀνακτῶμαι. 138. ἀναπλάττω. 139.

alpha

20

ἀναλῶ. 140. ἀνδραποδίζω. 141. ἀναχαιτίζω. 142. ἀνείργω. 143. ἀνευφημῶ. 144. ἀνιχνεύω. 145. ἀνορθῶ. 146. ἀνιστῶ. 147. ἀντιβολῶ. 148. ἀντιάζω. 149. ἀντλῶ. 150. ἀνυμνῶ. 151. ἀντιπαριππεύω. —γενική· 152. ἀξιοῦμαί σου· (153)
5τὸ δὲ ἀξιῶ σε γερῶν (154) καὶ ἄξω σε, αἰτιατικῇ. 155. ἀπε‐ λαύνομαι, γενικῇ· ἀπελαύνω δέ σε τῶν οἴκων, αἰτιατικῇ. — γενική· 156. ἀπογινώσκω σου· παρὰ δὲ τῷ Δίωνι καὶ τῷ Ἰω‐ σήπῳ αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «ἀπογνῶναι τὸν κατηγορημένον λό‐ γον» ἀντὶ τοῦ ἀπομαθεῖν καὶ ἀπαρνήσασθαι· τὸ δὲ ἀπελπίζω
10γενικῇ, παρὰ δὲ τῷ Διοδώρῳ αἰτιατικῇ· «τὸν Δαίδαλον ἀπο‐ γνόντες τὸν διὰ τῶν πλοίων δρασμόν». —γενική· 157. ἀ‐ πευκτῶ. 158. ἀποβαίνω. 159. ἀπολαύω. 160. ἀπορῶ. 161. ἀποδέω. 162. ἀπόναμαι, ὡς τὸ «ἀπώναντο τῆς σφῶν
ἀνοίας». 163. ἀπέχομαι καὶ (164) ἀπέχω, τὸ κεχώρισμαι, ὡς

alpha

21

τὸ «ἀπέχων τῆς πόλεως σταδίους ἑξήκοντα»· ἀπέχω δέ, τὸ ἀπελάω, αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «ἀπέχω τὰ τροφεῖα, ὦ παῖδες». — γενική· 165. ἅπτομαί σου· (166) ἅπτω σε δέ, αἰτιατικῇ. — γενική· 167. ἀποστατῶ. 168. ἀποσιτῶ. 169. ἀπασχολοῦμαι.
5170. ἀποχωρῶ· (171) ἀποχωρίζω σε δέ, αἰτιατικῇ. —γενική· 172. ἀποδημῶ. 173. ἀπολείπομαι. 174. ἀπολιμπάνομαι. 175. ἀπολείπω δὲ καὶ (176) ἀπολιμπάνω, αἰτιατικῇ. 177. ἀπο‐ σχοινίζομαί σου, γενικῇ. 178. ἀπορρήγνυμαι. 179. ἀποστίζομαι. 180. ἀποχειροτονῶ. 181. ἀποτυγχάνω. 182. ἀπανίσταμαι· (183)
10ἀπέστη καὶ (184) ἀπῆλθε τῶν βίων. 185. ἀποστάζομαι. 186. ἀποπίμπλαμαι. 187. ἀπῴκισμαι. 188. ἀπάρχομαι. 189. ἀποστε‐ ροῦμαι· (190) ἀποστερῶ δέ σε τῶν χρηματισμῶν καὶ χρη‐ μάτων. 191. ἀπέγνων. 192. ἀπογίνομαι. 193. ἀπέρρηγμαι. 194. ἀπέρριμμαι. 195. ἀπελήλαμαι. 196. ἀποπειρῶμαι. 197. ἀπαλ‐
15λάσσομαι· (198) ἀπαλλάσσω σε δὲ κόπων. 199. ἀπῃώρημαι.

alpha

22

200. ἀποβάλλομαι· (201) ἀποβάλλω σε δέ. 202. ἀποπηδῶ σου. 203. ἀπωθοῦμαι· (204) ἀπωθῶ σε δὲ τῆς χώρας. 205. ἀπόζων μύρων. 206. ἀποτρέχω. 207. ἀποπνέω· παρὰ δὲ Ὁμήρῳ, αἰ‐ τιατικῇ· «θυμὸν ἀποπνέων». 208. ἀποπλανῶ σε, αἰτιατικῇ.
5209. ἀπογεύομαι, γενικῇ. 210. ἀπαυθαδειάζομαι. 211. ἀπαυ‐ θαδίζω. —αἰτιατική· 212. ἀπομνημονεύω σε, καί (213) σε ἀπείργω κακῶν. 214. ἀποικῶ, γενικῇ· ἀποικίζω σε δέ. 215. ἀπεμπολῶ σε τόσων. —γενική· 216. ἀποπάλλω· «καὶ πλέον λαμπαδίων τῶν λόφων πῦρ ἀποπάλλει». 217. ἀποφοιτῶ. —
10αἰτιατική· 218. ἀποδίδωμί σε χρυσῶν, ἀντὶ τοῦ προδίδωμι· ἀποδίδωμί σοι δὲ χρυσόν, ἀντὶ τοῦ παρέχω, δοτικῇ. —γενική· 219. ἀποσιωπῶ σου ταῦτα. 220. ἀπολισθῶ. 221. ἀπορραθυμῶ. —δοτική· 222. ἀπόχρη σοι. 223. ἀπειλῶ. 224. ἀπειθῶ. 225. ἀπαντῶ. 226. ἀπιστῶ. 227. ἀπολογοῦμαι. 228. ἀποκέχρημαι.
15229. ἀποτάσσομαι. 230. ἀποκρίνομαι. 231. ἀποστέλλω σοι τόδε.

alpha

23

232. ἀπεῖπε τοῖς δεινοῖς· ἀπεῖπε τῷ ὑποστρέ〈φειν〉· (233) ἀπείρηκεν, ὁμοίως. —αἰτιατική· 234. ἀπεχθάνομαι. 235. ἀποσκευάζομαι. 236. ἀπογράφω. 237. ἀποσείομαι. 238. ἀποβάλλω. 239. ἀπατῶ. 240. ἀποφεύγω. 241. ἀποκλύζω. 242.
5ἀποστρέφομαι. 243. ἀποδοκιμάζω. 244. ἀποδέχομαι. 245. ἀπο‐ βλέπω. 246. ἀπολέγομαι. 247. ἀπαξιῶ. 248. ἀποκτείνω. 249. ἀπορρίπτω. 250. ἀπεύχομαι. 251. ἀπελαύνω. 252. ἀπολύω. 253. ἀπαιτοῦμαι. 254. ἀποκηρύττω. 255. ἀπολαμβάνω. 256. ἀποκλαίομαι. 257. ἀποκρούομαι. 258. ἀποπτύω. 259. ἀποτέμνο‐
10μαι. 260. ἀποπέμπομαι. 261. ἀποκλίνω. 262. ἀποβουκολῶ σε τῆς ἀγέλης. 263. ἀπαριθμῶ. 264. ἀποχύω. 265. ἀπομετρῶ.
266. ἀποστέργω. 267. ἀποδιδράσκω. 268. ἀπαναίνομαι. 269.

alpha

24

ἀποδύρομαι. 270. ἀπελπίζω. 271. ἀποδιοπομποῦμαι. 272. ἀπαλ‐ γῶ. 273. ἀπολείχω. 274. ἀποκείρω. 275. ἀπαντίζω. 276. ἀπο‐ μιμοῦμαι. 277. ἀπαγορεύω, τὸ ἀποβάλλω· τὸ δὲ ἀμηχανῶ, δο‐ τικῇ. 278. ἀπαρκοῦμαί σε. 279. ἀποτιμῶμαι. 280. ἀποκλείω.
5281. ἀποσυλῶ. 282. ἀπείπασθε τὸν πόνον. 283. ἀποσπεύδω. 284. ἀποσπουδάζω. —γενική· 285. ἄρχω σου. 286. ἄρχομαι. 287. ἀρύομαί σου. —δοτική· 288. ἀρέσκω. 289. ἁρμόζω. 290. ἀρκοῦμαι. 291. (ἀρκ)ῶ. —αἰτιατική· 292. ἁρμόζω, τὸ συγ‐ κολλῶ· τὸ δὲ πρέπω, δοτικῇ. 293. ἁρμολογῶ σε. 294. ἀριθμῶ
10σε. 295. ἀρνοῦμαι. 296. ἁρπάζω. 297. ἀρχιτεκτονῶ. —γενι‐ κή· 298. ἀστοχῶ. —δοτική· 299. ἀσμενίζω. 300. ἀστράπτω σοι. —αἰτιατική· 301. ἀσπάζομαι. 302. ἀσωτεύω σε. —δο‐ τική· 303. ἀτενίζω. —αἰτιατική· 304. ἀτεκνῶ σε. 305. ἀτι‐ μάζω. —γενική· 306. ἀτυχῶ σου. 307. αὐθεντῶ σου—
15αἰτιατική· 308. αὐγάζω σε. —γενική· 309. ἀφικνοῦμαι. 310.

alpha

25

ἀφηγοῦμαί σου. 311. ἀφίσταμαι. 312. ἀφικόμην. 313. ἀφίκω‐ μαι. 314. ἀφίπταμαι. 315. ἀφείμενος τῶν ὁπλισμῶν, (316) ἀφεὶς δὲ τὸν ὁπλισμόν· τὰ ἐνεργητικὰ αἰτιατικῇ, τὰ δὲ παθητικὰ γενικῇ. 317. ἀφειδῶ σου. 318. ἀφροντιστῶ. 319. ἀφέλκομαι.
5320. ἀφηνιάζω. 321. ἀφῖγμαι. 322. ἀφαρπάζω σε τῶν δυσχε‐ ρῶν. 323. ἀφαιροῦμαί σε χρημάτων καὶ χρήματα· καὶ παρὰ Θεοδωρήτῳ, λόγῳ ἕκτῳ Περὶ προνοίας· «τὸν πλοῦτον ὁ λῃ‐ στὴς μόνον ἀφαιρεῖται τὸν κεκτημένον», ἀλλὰ καὶ «〈ὁ〉 συ‐ κοφάντης ἀφείλετό σε τῶν δεσμῶν». 324. ἄχρι τοῦδε. —δο‐
10τική· 325. ἄχθομαί σοι.

beta

25

(11t)

Β
12 γενική· 1. βασιλεύω σου· τὸ δὲ βασιλέα ποιῶ, αἰτιατικῇ. —δοτική· 2. βασκαίνω σοι. 3. βαρύνομαί σοι, καὶ παρὰ Ἀρ‐ ριανῷ· «τῇ μὲν ἀναστάσει τῶν Θηβῶν, ὥς τινι ἀκουσίῳ ἔργῳ,
15ἐβαρύνετο»· παρὰ δὲ Πλουτάρχῳ, Καίσαρι· «τοῖς βασκαίνουσι καὶ βαρυνομένοις τὴν δύναμιν»· παρὰ δὲ Δίωνι τῷ Ῥωμαίῳ·
«οἱ Ῥωμαῖοι ἐβαρύνοντο τῷ τὰς ναῦς αὐτῶν φθείρεσθαι». —

beta

26

αἰτιατική· 4. βαρύνω σε δέ· καὶ (5) «βαροῦμαι τὸ ζῆν» πα‐ ρὰ Λιβανίῳ. —αἰτιατική· 6. βαπτίζω σε. 7. βασα‐ νίζω. 8. βαστάζω. 9. βάλλω. 10. βαρῶ. 11. βδελύσσομαί σε. 12. βέβλημαί σε καὶ βέβλημαι βέλει. 13. βεβαιῶ σε. 14. βλά‐
5πτω σε· (15) βλάπτομαι δὲ τούτῳ. 16. βιάζομαί σε. 17. βλέπω σε. —δοτική· 18. βοηθῶ σοι. 19. βοῶ. 20. βρύω σοι, καί σε. 21. βραβεύω σοι. 22. βρίθω. —αἰτιατική· 23.
βρωματίζω σε. 24. βυθίζω σε.

gamma

26

(9t)

Γ
10 1. Γαμίζω σε. —δοτική· 2. γαργαλίζομαι. 3. γαυριῶ σοι. —γενική· 4. γεύομαί σου. 5. γέμω σου· (6) γεμίζω δέ
σε τοῦδε. 7. γένωμαι. —δοτική. 8. γειτνιάζω σοι. 9. γειτονῶ

gamma

27

σοι. —αἰτιατική· 10. γεωργῶ σε. 11. γελῶ. 12. γεννῶ. — γενική· 13. γίνομαί σου. —αἰτιατική· 14. γινώσκω σε. — γενική· 15. γλίχομαί σου. —δοτική· 16. γνωρίζω σοι, τὸ ἀναγγέλλω· τὸ δὲ γινώσκω, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 17. γνω‐
5σιμαχῶ σε. —δοτική· 18. γονυπετῶ, τὸ ἐπὶ γονάτων σου πίπτω· τὸ δὲ παρακαλῶ, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 19. γοητεύω σε. 20. γράφω σε παρανόμων, τὸ κατηγορῶ· τὸ δὲ ἐπιστέλλω, δοτικῇ· τὸ δὲ ζωγραφῶ, αἰτιατικῇ. 21. γυμνῶ σε πλούτων.
22. γυμνάζω σε.

delta

27

(10t)

Δ
11 δοτική· 1. δανείζω σοι. 2. δασμοφορῶ. —αἰτιατική· 3. δάκνω σε. 4. δακρύω. 5. δαπανῶ. 6. δασμολογῶ. —γενική·
7. δεσπόζω σου. 8. δέομαί σου. —δοτική· 9. δεῖ σοι τοῦδε.

delta

28

10. δείκνυμί σοι. 11. δέδεμαι. —αἰτιατική· 12. δεξιοῦμαί σε. 13. δελεάζω. 14. δειπνίζω, εἰς δεῖπνόν σε καλῶ· (15) δειπνῶ σε, ἐσθίω. 16. δεσμεύω. 17. δέρω. 18. δέμω σε. 19. δέχομαι. 20. δέδοι‐ κα. —δοτική· 21. δηλῶ σοι (22) καὶ δηλοῦμαι. 23. δημηγορῶ.
5—αἰτιατική· 24. δημιουργῶ σε. 25. δημοσιεύω. —γενική· 26. διίσταμαί σου. 27. διείργομαι· (28) διείργω δέ σε, αἰτιατι‐ κῇ. —γενική· 29. διψῶ. 30. διαψεύδομαι, ἀστοχῶ· τὸ δὲ ψεύδο‐ μαι, αἰτιατικῇ· «τὸν λόγον διαψεύσασθαι τὸν ἄνδρα οὐκ ἐνὸν τὸν ἀληθῆ». —γενική· 31. διαμαρτάνω σου. 32. διεκπαίω.
1033. διεκπλέω. 34. διαπίπτω. 35. διαφέρω, τὸ διαφοράν σου ἔχω, ὡς τὸ «τί διαφέρει τὰ ἁπλᾶ τῶν συνθέτων»· τὸ δὲ ὑ‐ πομένω, ὡς παρὰ Θουκυδίδῃ ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ· «ἄνευ λῃ‐ στείας ξυνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον»· τὸ δὲ ἁρμόζω ἢ κα‐ θήκω, δοτικῇ. 36. διήνεγκά σου. 37. διίσχω. 38. διαλλάττω
15σοι τόνδε, ἀντὶ τοῦ καταλλάσσω, αἰτιατικῇ· διαλλάττω δέ, τὸ
διαφέρω, γενικῇ. 39. διικνοῦμαι. 40. διαχωρίζω σε τοῦδε. 41.

delta

29

διαπέτομαι, καί σε. 42. διαζεύγνυμι. 43. διαπολεμῶ, καί σοι. 44. διακούω. 45. διώκω, κατηγορῶ, ὡς τὸ «ὁ γὰρ διώκων τοῦ ψηφίσματος»· αἰτιατικῇ δέ· «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώ‐ ξουσιν». 46. διενήνοχά σου. 47. διαλάμπω σου. 48. διαστρα‐
5τοπεδεύω. 49. διῴκισμαι. 50. διακεχειρίκασί σου. 51. διαπρέπω. 52. διαπρέπομαι. 53. (δια)τ(ρέπ)ω. 54. (δια)τ(ρέπομαι). 55. διημερεύω. 56. διαμωκῶ. —δοτική· 57. διαγγέλλω σοι. 58. διακονῶ. 59. δίδωμι. 60. διαιτῶ. 61. διαφέρομαι. 62. διά‐ κειμαι. 63. διαστατῶ, καί σου. 64. διαπαίζω. 65. διαστασιάζω.
1066. διοχλῶ. 67. διανέμω. 68. διορίζομαι. 69. διαπολεμῶ. 70. δικάζω, τὸ ἐγκαλῶ· τὸ δὲ κρίνω, αἰτιατικῇ. 71. διερμη‐ νεύω. 72. διαπιστῶ. 73. διακρίνω σοι τὸν ὄνειρον. 74. διεχθρεύω. 75. διαπληκτίζω. 76. διαλέγομαι. 77. διακελεύομαι. 78. διαμαρτύρομαι. 79. διαπαλαίω. 80. διακινδυνεύω. —αἰτια‐
15τική· 81. διαιρῶ σε. 82. διαβάλλω. 83. διασπείρω. 84. διαγε‐

delta

30

λῶ. 85. διαγείρω. 86. διαπτύω. 87. διαλῶ. 88. διασείω. 89. διαφθείρω. 90. διασῴζω. 91. διχοτομῶ. 92. διασκεδάζω. 93. διαδορατίζω. 94. διαλικμῶμαι. 95. διακωδωνίζω. 96. διαπλέω. 97. διαπαίζω. 98. δίειμι. 99. διέξειμι. 100. διεχρήσαντό σε.
5101. διατίθημι. 102. διακυβιστῶ. 103. διεξέρχομαι. 104. διέρ‐ χομαι. 105. διαπονῶ· τὸ δὲ παθητικὸν δοτικῇ. 106. διαπαλαίω. 107. διηγοῦμαι. 108. διαφεύγω. 109. διδάσκω. 110. διορῶ. 111. διαπέτομαι. 112. διαλύω. 113. διαρρήσσω. 114. διασύρω. 115. διαδέχομαι. 116. διαχωρίζω. 117. διαπομπῶ. 118. διαπερῶ.
10119. διαλαμβάνω. 120. διανύω. 121. διοχλοῦμαι. 122. διαρρέω. 123. διαστρατηγῶ. 124. δικαιῶ. 125. διαλυμαίνομαι. 126. δια‐ κυβεύω. 127. διαβαίνω. 128. διομολογῶ. 129. διαπηδῶ. 130.
διαχειρίζω. 131. διαγωνίζω, ὡς τὸ «δολιχὸν διηγωνίσατο» ἢ

delta

31

«πάλην διηγωνίσατο τοῖς ἐναντίοις», ὅτε ἐστὶ πρὸς πρόσω‐ πον. 132. διατέθεικα. 133. διαμνημονεύω. 134. διαμάχομαι. 135. διαφροντίζω. 136. διελαύνω· «διήλασε χῶρον τὸν Ἀρ‐ μενικόν». 137. διέλθω. 138. διοδεύω. 139. διστάζω. 140. δια‐
5τέρπομαι. 141. διαθλῶ. 142. διαστρέφω. 143. διαυγῶ. 144. διακρούω. 145. διαδιδράσκω. 146. διαπεραιοῦμαι. 147. διαμασῶμαι. —δοτική· 148. δοκῶ σοι. 149. δολοῦμαι. 150. δουλοῦμαι. 151. δουλεύω· (152) δουλῶ σε δέ. —αἰτιατική· 153. δοκιμάζω σε. 154. δορυφορῶ. —γενική· 155. δρέπομαί σου· (156) δρέπω
10σε δέ. —αἰτιατική· 157. δραπετεύω σε. —γενική· 158. δυναστεύω σου. 159. δυσχεραίνω σοι καί σε· καὶ Ἀριστείδης ἐν τῷ Παναθηναικῷ «δυσχεράναντα τὴν τοιαύτην ἀγνώμονα». —δοτική· 160. δυσχρηστῶ σοι. 161. δυσαρεστῶ. —αἰτια‐ τική· 162. δυσωπῶ σε. —δοτική· 163. δωροῦμαι. —αἰτια‐
15τική· 164. δωροδοκῶ σε.

epsilon

32

(1t)

Ε
2 δοτική· 1. ἐγκαλῶ σοι· (2) ἐγκαλοῦμαί σοι δὲ καί σε. 3. ἐγχειρίζω σοι τόδε· (4) ἐγχειρῶ δὲ ἐγὼ τοῖσδε. —δοτική· 5. ἐγγίζω. 6. ἔγκειμαι. 7. ἐγκαλλωπίζομαι. 8. ἐγκαυ‐
5χῶμαι. 9. ἐγκακῶ. —αἰτιατική· 10. ἐγκύπτομαί σε. 11. (ἐγ‐ κύπτ)ω. 12. ἑδραιῶ σε. 13. ἑδράζω σε. 14. ἐρεθίζω σε τοῖσδε. —δοτική· 15. εἴθισμαί σοι. —αἰτιατική· 16. εἰκονίζω σε. —δοτική· 17. εἴκω· «εἶξέ σοι τοῦ φθόνου». 18. εἴπω. 19. εἵπετό σοι. —γενική· 20. εἴργομαί σου· (21) εἴργω σε δὲ
10τῶν πρόσω. —αἰτιατική· 22. εἰρηνεύω σε. —δοτική· 23. εἰσβάλλω. 24. εἰσφέρω σοι. 25. εἰσηγοῦμαί σοι τόδε. —αἰτια‐ τική· 26. εἰσάγω σε. 27. εἰσδέχομαί σε. 28. εἱστίων σε. — γενική· 29. ἐκβάλλομαι τῶν οἴκων· καὶ (30) ἐκβάλλω σε τῶν
οἴκων. 31. ἐκκαίομαι. 32. ἐκκόπτομαι· (33) ἐκκόπτω σε δέ.

epsilon

33

34. ἐκκρούομαι. 35. ἐκπηδῶ. 36. ἐκπλέω. 37. ἐκποδών. 38. ἐκπλή‐ ξας. 39. ἐκπίπτω. 40. ἐκτρέπομαι τῶν οἴκων. 41. ἐκφρονῶ. 42. ἐκφορῶ. 43. ἐκτραχηλίζομαί σου· (44) ἐκτραχηλίζω σε δέ. — δοτική· 45. ἐκκαλῶ σοι· (46) ἐκκαλοῦμαί σε δέ. —αἰτιατι‐
5κή· 47. ἐκτέμνω σε. 48. ἐκπειράζω. 49. ἐκζητῶ. 50. ἐκφρον‐ τίζω. 51. ἐκτραγῳδῶ. 52. ἐκθλίβω. 53. ἐκτείνω. 54. ἐκλέγομαι. 55. ἐκτρίβω. 56. ἐκβαίνω· παρὰ δὲ τῷ Θεολόγῳ εἰς τὸ πρῶτον 〈Περὶ〉 εἰρήνης, γενικῇ· «οὐδὲν τῶν τῆς προνοίας ἐκβαίνει δεσμῶν, οἷς ὁ Τεχνίτης Λόγος τὸ πᾶν συνέδησεν». —γε‐
10νική· 57. ἐλευθεροῦμαί σου· (58) ἐλευθερῶ σε δὲ τῶν κακῶν. 59. ἐλαττοῦμαί σου· (60) ἐλαττῶ σε δέ. 61. ἐλευθεριάζω σου. —αἰτιατική· 62. ἑλκύω σε. 63. ἐλεῶ. 64. ἐλέγχω. —δοτι‐ κή· 65. ἐλλείπω σοι. —γενική· 66. ἐμφοροῦμαί σου. 67. ἐμπίπλαμαι· καὶ (68) (ἐμπιπλ)ῶ δέ σε. 69. ἐμπάζομαί σου. —
15δοτική· 70. ἐμβάλλομαί σοι. 71. ἐμπίπτω. 72. ἐμβοῶ. 73. ἐμ‐

epsilon

34

παίζω. 74. ἐμποιῶ σοι φόβον. 75. ἐμφιλοσοφῶ. 76. ἐμβατεύω. 77. ἐμπιστεύω. 78. ἐμπαίω. 79. ἐμπαροινῶ. 80. ἐμπρέπω. — αἰτιατική· 81. ἐμποδίζω σε. 82. ἐμπεδῶ. 83. ἐμπορεύομαι. — γενική· 84. ἐνεδίδου τῶν πόνων. 85. ἐναντίον σου. —δοτική· 86.
5ἐντρυφῶ σοι. 87. ἐνωραΐζομαί σοι. 88. ἐνεαρίζω. 89. ἐναγίζω σοι. 90. ἐντέλλομαί σοι. 91. ἐνασχολοῦμαι. 92. ἐνδιαιτῶμαι. 93. ἐνοχλῶ. 94. ἐντυγχάνω. 95. ἐνασκῶ. 96. ἐνσκήπτω. 97. ἐνη‐ χῶ. 98. ἐνασμενίζω. 99. ἑνοῦμαι. 100. ἐνατενίζω. 101. ἐνιζά‐ νω. 102. ἐνευδοκιμῶ. 103. ἐναντιοῦμαι. —αἰτιατική· 104.
10ἐνταφιάζω σε. 105. ἐνθυμοῦμαι. 106. ἐνδύομαι. 107. ἐντρέπω. —γενική· 108. ἐξουσιάζω σου. 109. ἐξορίζομαί σου· (110) (ἐξορίζ)ω δέ σε. 111. ἐξήρτημαί σου, τὸ ἐκκρέμαμαι· τὸ δὲ ἐπισύρομαι, αἰτιατικῇ· «ὄχλον ἐξηρτημένον». 112. ἐξέδραμόν
σου. 113. ἐξικνοῦμαι. 114. ἐξηνδραπόδισμαι. 115. ἐξίσταμαι,

epsilon

35

ὅτε ἐστὶν ἐπὶ μανίας, ὡς «ὑπὸ ὀργῆς καὶ λύπης ἐξέστην τῶν λογισμῶν ἰδὼν τὸν ἄνδρα θέοντα». 116. ἐξω‐ θοῦμαί σου. 117. ἐξέχομαι. 118. ἐξάπτομαί σου. 119. ἐξαπλῶ σε τοῦδε· «ἐξαπλώσας ὀκτὼ κώλων τὸ σχῆμα τοῦ Πνεύματος».
5—δοτική· 120. ἔξεστί σοι. 121. ἐξανίσταμαι. 122. ἐξισοῦμαι. 123. ἐξηγοῦμαί σοι τόδε. 124. ἐξομοιοῦμαι. 125. ἐξομιλῶ. 126. ἐξαγορεύω, τὸ διηγοῦμαι· τὸ δὲ ἀρνοῦμαι, αἰτιατικῇ. —αἰτια‐ τική· 127. ἐξετάζω σε. 128. ἐξαγοράζω. 129. ἐξορίζω. 130. ἐξυμνῶ. 131. ἐξευμενίζω. 132. ἐξορχοῦμαι. —δοτική· 133.
10ἔοικέ σοι. —γενική· 134. ἑορτάζω σου τὴν μνήμην. 135. ἐπιβάλλω, τὸ ἐπιθυμῶ· τὸ δὲ προστίθημι, δοτικῇ. —γενι‐ κή· 136. ἐπεμνήσθην. 137. ἐπιθυμῶ. 138. ἐπιβαίνω. 139. ἐπιδικάζω. 140. ἐπισπῶμαι, τὸ κρατῶ· τὸ δὲ λαμβάνω, αἰτιατικῇ· «συνεργοὺς ἐπεσπάσατο». 141. ἐπιχωρῶ. 142. ἐπέ‐
15στησεν. 143. ἐπακούω. 144. ἐπιτεύξομαι. 145. ἐπιτύχω. 146.
ἐπιλάθου. 147. ἐπικρατῶ. 148. ἐπιτυγχάνω. 149. ἐπαίω. 150.

epsilon

36

ἐπείλημμαι. 151. ἐπιλανθάνομαι. 152. ἐπιλαμβάνομαι. 153. ἐπιμελοῦμαι. 154. ἐπιβατεύω, καί σοι. 155. ἐπίπροσθέν σου. 156. ἐπαναβαίνω, καί σοι. 157. ἐπιτροπεύω, τὸ βασιλεύω καὶ τὸ ἐπίτροπος γίνομαι· «ἐπιτροπεύει Ῥωμαίων» καὶ «ἐπιτρο‐
5πεύω τῆς σῆς ὑποστάσεως»· τὸ δὲ διοικῶ, «πᾶσαν τὴν τῶν λιμητανέων χώραν ἐπιτροπεύειν κελεύσας». 158. ἐπέστραμμαι. 159. ἐπίσχω σου, τὸ κυριεύω· τὸ δὲ κωλύω, αἰτιατικῇ. 160. ἐπέχομαι. 161. ἐπαφώμενος. 162. ἔπαυσά σου τὸν θυμόν· ἔπαυ‐ σά σε δὲ τῶν θυμῶν· ἐπαύθην τῶν θυμῶν. —δοτική· 163.
10ἐπαρκῶ σοι. 164. ἐπιστρατεύω. 165. ἐπιτιμῶ. 166. ἐπιστατῶ. 167. ἐπεμβαίνω. 168. ἐπίκειμαι. 169. ἐπιδημῶ. 170. ἐπαμύνω. 171. ἐπανίσταμαι. 172. ἐποφθαλμίζω. 173. ἐπίδοξος ἦν τούτῳ. 174. ἐπιτέρπομαι. 175. ἐπαμύνω, τὸ βοηθῶ· τὸ δὲ διώκω, αἰ‐
τιατικῇ. 176. ἐπαρῶμαι. 177. ἐπασμενίζω. 178. ἐπιφύομαι.

epsilon

37

179. ἐπιτρέπω. 180. ἐπιπίπτω. 181. ἐπαγάλλομαι. 182. ἐπιπη‐ δῶ. 183. ἐπισημαίνομαι. 184. ἐπιστυγνάζω. 185. ἐπιτάττω. 186. ἐπενέγκω. 187. ἐπικερτομῶ, καὶ αἰτιατικῇ. 188. ἐπιθειάζω. 189. ἐπιτελοῦμαι. 190. ἐπικουρῶ. 191. ἐπιτίθεμαι. 192. ἐπιτολ‐
5μῶ. 193. ἐπιβρέχω. 194. ἐπιβουλεύω. 195. ἐπευφημεῖν τῷ εὐοῖ ἐπιφωνᾶν. 196. «ἐπεῖχε τῷ πολεμεῖν τὴν γνῶσιν». 197. ἐπεισάγω. 198. ἐπέρχομαι, τὸ προσβάλλω· τὸ δὲ διαβαίνω, αἰτιατικῇ. 199. ἐπίσπω, τὸ ἀκολουθῶ. 200. ἐπιμετρῶ. 201. ἕπομαι. 202. ἐπῄει τοῖς ἐναντίοις, ἀντὶ τοῦ ἐπήρχετο· ἐπῄει δὲ
10ἀντὶ τοῦ διέβαινε καὶ διήρχετο, αἰτιατικῇ. 203. ἐπιχειρῶ. 204. ἐπιπλήττω. 205. ἐπηρεάζω. 206. ἐπιψαύω. 207. ἐπανίσταμαι. 208. ἐπιδαψιλεύομαι, καὶ αἰτιατικῇ. 209. ἐπιμαχῶ. 210. ἐπι‐
σκοπῶ. 211. ἐπιθαρσῶ. 212. ἐπιπροσθῶ. 213. ἐπιγάννυμαι.

epsilon

38

214. ἐπισκήπτω. 215. ἐπονομάζω. 216. ἐπικηρυκεύω. 217. ἐπε‐ γείρομαι. 218. ἐπικυμαίνω, παρὰ τῷ ἁγίῳ Βασιλείῳ. 219. ἐπα‐ ποδύομαι. 220. ἐπαναβαίνουσιν ἄλλο ἄλλῳ τὰ παιδία. —αἰ‐ τιατική· 221. ἐπασκοῦμαι. 222. ἐπιβοῶμαι, τὸ ἐπικαλοῦμαι·
5τὸ δὲ ἐπιμαρτύρομαι, δοτικῇ. —αἰτιατική· 223. ἐπισιτίζομαι. 224. ἐπισκώπτω. 225. ἐπαντλῶ. 226. ἐπελπίζω. 227. ἐπάγομαι. 228. ἐποπτεύω. 229. ἐπέχω. 230. ἐπιστομίζω. 231. ἐπισκέπτο‐ μαι. 232. ἐπικόπτω. 233. ἐπερωτῶ. 234. ἐπανάγω. 235. ἐπαινῶ. 236. ἐπιζητῶ. 237. ἐπιτωθάζω. 238. ἐπιβιβάζω. —γενική·
10239. ἐρῶ, τὸ ἐπιθυμῶ· τὸ δὲ λέγω, δοτικῇ. —δοτική· 240. ἑρμηνεύω σοι. 241. ἐρείδομαι. —αἰτιατική· 242. ἐργάζομαι. 243. ἐρεθίζω. 244. ἐρευνῶ. 245. ἐρωτῶ. 246. ἐσθίω σε. 247. ἑστιῶ. —γενική· 248. ἔτυχόν σου. —αἰτιατική· 249. ἐτά‐ ζω. —δοτική· 250. ἑτοιμάζω σοι τράπεζαν. —γενική·
15251. εὐπορῶ σου. 252. εὐμοιρῶ. 253. εὐωχοῦμαι. —δοτική·

epsilon

39

254. εὐαγγελίζομαι. 255. εὔχομαι. 256. εὐνοῶ. 257. εὐχαριστῶ. 258. εὐαρεστῶ. 259. εὐδοκῶ. 260. εὐφραίνομαι. —αἰτιατική· 261. εὐλογῶ. 262. εὐοδῶ. 263. εὐεργετῶ. 264. εὐποιῶ. 265. εὑρίσκω. 266. εὐθύνω. —γενική· 267. ἐφικνοῦμαι. 268. ἐφί‐
5κωμαι. 269. ἐφίεσθαι. 270. ἐφικέσθαι. 271. ἐφάπτομαί σου. — δοτική· 272. ἐφάλλομαί σοι. 273. ἐφεδρεύω. 274. ἐφήδομαι. 275. ἐφαρμόζω· ἐφαρμόζων ἐκεῖνο μὲν τούτῳ, τοῦτο δ’ ἐκείνῳ. —αἰτιατική· 276. ἐφίπταμαί σε. —γενική· 277. ἔχομαί σου. —δοτική· 278. ἐχθραίνω σοι· (279) ἐχθαίρω σε δέ, αἰτιατικῇ.
10—δοτική· 280. ἐχθοδοπῶ σοι. —αἰτιατική· 281. ἔχω· τοῦ ἔχω τὰ μὲν ἐνεργητικὰ αἰτιατικῇ· τὰ δὲ παθητικὰ γενικῇ· μετὰ δὲ ἐπιρρήματος, γενικῇ· «ὡς εἶχε δρόμου», «ᾗ τόνων
εἶχε». τὰ δὲ παθητικὰ ἀεὶ γενικῇ.

zeta

40

(1t)

Ζ
2 δοτική· 1. ζέω σοι. 2. ζηλῶ σοι καί σε· «ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ» καὶ «ζηλοῖ δέ τε γείτονα γείτων». —αἰτιατική· 3. ζηλοτυπῶ σε. 4. ζημιῶ σε χρήμασιν ἢ τῷ θανεῖν. 5. ζητῶ
5σε. —δοτική· 6. ζῶ σοι· (7) ζωῶ σε δέ. —αἰτιατική· 8. ζωγρῶ σε. 9. ζωγραφῶ σε. 10. ζωοποιῶ. 11. ζωοπυρῶ. 12.
ζώννυμι.

eta

40

(8t)

Η
9γενική· 1. ἡγοῦμαί σου. —δοτική· 2. ἥδομαι· (3) ἥδω
10σε δέ. 4. ᾐδεῖτο καὶ ᾐδέσθη. 5. ᾔδεισαν αὐτόν. —γενική· 6. ἥλω σου. —αἰτιατική· 7. ἡμερῶ. —δοτική· 8. ἦν σοι χρυσός. —γενική· 9. ἠρήμωται ὑγρῶν. 10. ἥττημαί σου·
(11) ἡττῶ σε δέ, αἰτιατικῇ.

theta

41

(1t)

Θ
2 γενική· 1. θαυμάζω σου, τὸ κατηγορῶ. τὸ δὲ ἐκπλήττο‐ μαι κατὰ περιποίησιν, οἷον θαυμάζω σε τῶν τρόπων ἢ θαυ‐ μάζω σου τὸν τρόπον. —δοτική· 2. θάλλω σοι. 3.
5θαμίζω. 4. θαρρῶ, τὸ ἐλπίζω· τὸ δὲ καταφρονῶ ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ ἀποτολμᾶν αἰτιατικῇ, οἷον «οὐκ ἐθάρρει τὸ προσελ‐ θεῖν τοῖς πολεμίοις». —αἰτιατική· 5. θάλπω σε. 6. θανατῶ. 7. θάπτω σε. —δοτική· 8. θεολογῶ. —αἰτιατική· 9. θεα‐ τρίζω. 10. θερίζω. 11. θεωρῶ. 12. θεραπεύω. 13. θήγω, τὸ
10διεγείρω καὶ τὸ ἀκονῶ· (14) θίγω σου δέ, ἅπτομαι, γενικῇ. —αἰτιατική· 15. θηρεύω σε. 16. θηριῶ. 17. θηρῶμαι. 18. θησαυρίζω. —γενική· 19. θιγγάνω σου. —δοτική· 20. θρύπτομαί σοι. —αἰτιατική· 21. θριαμβεύω. 22. θρηνῶ σε. —δοτική· 23. θύω σοι θυσίαν ἀντὶ τοῦ προσφέρω· τὸ δὲ
15σφάζω, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 24. θωπεύω σε.

iota

42

(1t)

Ι
2 1. Ἰατρεύω σε. 2. ἱδρύω σε. 3. ἱερουργῶ σε. —γενική· 4. ἱκνοῦμαι. 5. ἱκανῶς ἔχω σου. —αἰτιατική· 6. ἱκετεύω σε. —δοτική· 7. ἱλάσθητί μοι. —αἰτιατική· 8. ἱλεοῦμαί σε.
5—γενική· 9. ἱμείρομαί σου. 10. ἵσταμαί σου· (11) ἵστημι δέ σε. —αἰτιατική· 12. ἴψατό σε ἀντὶ τοῦ ἔβλαψεν· ἥψατό σου
δὲ ἀντὶ τοῦ ἐπέλαβεν. —αἰτιατική· 13. ἰῶμαί σε.

kappa

42

(8t)

Κ
9γενική· 1. καταπραγματεύομαι, καί σε. 2. καταχειροτονῶ.
103. κατασκεδάζω. 4. κατασκεδάννυμι. 5. κατασκυθρωπάζω. 6. κατασπουδάζω. 7. κατευημερῶ. 8. κατεξανίσταμαι. 9. καταμει‐ διῶ. 10. καταψεύδομαι. 11. καταπτύω. 12. καταλαλῶ. 13. κατα‐
στενάζω. 14. καταφρονῶ. 15. κατάρχω. 16. καταπηδῶ. 17. κα‐

kappa

43

τατρέχω, ἐπὶ ἐμψύχων, ὡς τὸ «κατάτρεχε τῶν νεβρῶν» ἢ «τῶν ὄχλων» καὶ εἰς τὸ Ἀντιρρητικὸν τοῦ ἁγίου Βασιλείου «κατάτρεχε τῶν λόγων»· ἐπὶ δὲ ἀψύχων, αἰτιατικῇ· «κα‐ τάτρεχε τὸν τόπον». 18. καθυλακτῶ. 19. κατεπᾴδω. 20. κα‐
5τοφρυοῦμαι. 21. καταβροντῶ, καί σε. 22. κατευμεγεθῶ. 23. κατακρατῶ, τὸ κυριεύω· τὸ δὲ κατέχω, αἰτιατικῇ. 24. κατα‐ ψέγω. 25. καταμωκῶμαι. 26. κατερεύγομαι. 27. κατεπιχειρῶ. 28. καταδολεσχῶ. 29. κατισχύω. 30. κατατολμῶ. 31. κατᾴδω. 32. κατεπεύχομαι. 33. κατεύχομαι. 34. καταπειράζω. 35. κα‐
10τορχοῦμαι. 36. καταγελῶ. 37. κατεπαίρομαι· ὁ δὲ ἅγιος Βα‐ σίλειος, αἰτιατικῇ. 38. καταχέω. 39. καταστρηνιῶ. 40. κατα‐ καυχῶμαι. 41. καταμαρτυρῶ. 42. καταμελῶ. 43. καταδυνα‐ στεύω· εἰς δὲ τὸν ἅγιον Βασίλειον, αἰτιατικῇ· «καταδυναστεύω τὸν πένητα». 44. κατατυγχάνω. 45. κατακληρονομῶ. 46. κα‐
15τασυκοφαντῶ. 47. κατηγορῶ, τὸ κατὰ σοῦ λέγω, καὶ παρὰ
Φιλοστράτῳ· «ὁ δὲ λαγὼς ὁ διὰ τὴν ποδῶν ἐκδεδυκὼς ὠκύ‐

kappa

44

τητα, τῶν δρόμων κατηγορεῖ τοῦ κυνός»· τὸ δὲ καταμηνύω, αἰτιατικῇ, ὡς παρὰ Χαρικλείᾳ· «[ἡ] μεταβολὴ παντοία[ς] χροιᾶς τε καὶ βλέμματος τῆς ψυχῆς τὸν σάλον κατη‐ γοροῦσα»· (48) κακηγορῶ δέ, αἰτιατικῇ. —γενική· 49. κα‐
5ταβοῶ. 50. κατεμπορεύομαι. 51. καθάπτομαι. 52. καθικνοῦμαι. 53. καθυπερτερῶ. 54. κατεπιτίθημι. 55. καταπαίζω. 56. κατα‐ σθμαίνω. 57. καταφρυάσσομαι. 58. καταφιλοσοφῶ. 59. κατα‐ στρατεύω. 60. κατακαρποῦμαί σου. 61. κατασκιρτῶ. 62. κατευ‐ μοιρῶ. 63. καταβλακεύομαι. 64. καταπυνθάνομαι. 65. κατο‐
10σφραίνομαι. 66. καταπληστεύομαι. 67. κατεῖπον. 68. καταφέρω. 69. κατευστοχῶ. 70. κατηχῶ σου, τὸ ἦχον ἀποτελῶ· τὸ δὲ παραινῶ, δοτικῇ. 71. καθηγοῦμαί σου καί σοι. 72. καταμαν‐ τεύομαι. 73. κατανεανιεύομαι. 74. καταγίνομαι. 75. καταναρκῶ. 76. καταληρῶ. 77. καταγελῶ. 78. καταδακρύω. 79. κατακούω.
1580. κατολιγωρῶ. 81. καταπολαύω. 82. καθιλαρεύομαι, καὶ δοτικῇ. 83. κατεπανίσταμαι. 84. καταθρασύνομαι. 85. κατα‐
σχεδιάζω. 86. καταστοχάζομαι. 87. κατεγκαλῶ. 88. καθάλλο‐

kappa

45

μαι. 89. κατασοβαρεύομαι. 90. καταναιδεύομαι. 91. καταστρα‐ τεύομαι. 92. καταμεγαλοφρονῶ. 93. κατειρωνεύομαι. 94. κατα‐ ψιθυρίζω. 95. κατασχημονῶ. 96. καταλαζονεύομαι. 97. κατα‐ μαίνομαι. 98. καταγινώσκω σου θάνατον. 99. καταστοιχειοῦμαι.
5100. καταγορεύω. 101. καταδικάζω σου, τὸ κατά σου τὴν δί‐ κην ἐκφέρω· τὸ δὲ κατακρίνω, αἰτιατικῇ, ὡς «κατεδίκασαν αὐτόν, ἵνα σταυρωθῇ». 102. καταπροΐξομαί σου. 103. κατα‐ τωθάζω. —δοτική· 104. καταμέμφομαι, καί σε. 105. κατα‐ ρῶμαί σοι. 106. καταχρῶμαι. 107. καταδύομαι. 108. κατακο‐
10λουθῶ. 109. καταγγέλλομαι. 110. (καταγγέλλ)ω. 111. καρπο‐ φορῶ. 112. καλλωπίζομαι· (113) (καλλωπίζ)ω σε δέ. 114. κα‐ ταρρεῖται Ἴδῃ. 115. καρτερῶ τῷ τιμωρεῖσθαι. 116. κατέχομαι πάθει· (117) (κατέχ)ω σε δέ. 118. καταπολιτεύομαι. 119. κατεγγυιῶ. 120. καταθλῶ. 121. «καταχορηγῶν τοῖς στρατιώ‐
15ταις ἀφειδῶς τῶν χρημάτων». 122. κατονομάζω σοι. 123. κα‐ τειπεῖν, τὸ ἀναγγεῖλαι· τὸ δὲ κατηγορῶ, γενικῇ. —αἰτιατική·
124. καταλλάττω. 125. καταναλίσκω. 126. καταδιώκω. 127. κα‐

kappa

46

ταλύω. 128. καταπέτομαι. 129. καταπολεμῶ. 130. καταργῶ. 131. κατατέμνω. 132. κατορθῶ. 133. καταφωτίζω. 134. καταυ‐ λῶ. 135. καταβάλλω. 136. κακίζω. 137. καταγοητεύω. 138. καταπλήσσω. 139. καταψήχω. 140. κατασείω. 141.
5καταγωνίζομαι. 142. καταγλυκαίνω. 143. κατακρίνομαι. 144. κατακίω. 145. καταμαλάσσω. 146. καταρτίζω. 147. καταιτιῶ‐ μαι. 148. κατακαινοτομῶ. 149. κατοικτείρω. 150. κατορύττω. 151. καθαίρω σε κακῶν. 152. κάμπτω σοι γόνυ, δοτικῇ. 153. καθυβρίζω. 154. κατακληρονομῶ. 155. κατασκέπτομαι. 156.
10κατασκηνῶ. 157. καταπροΐεσθαι. 158. καταστρέφομαι. 159. καπηλεύω. 160. καταπατῶ. 161. καταφωνῶ. 162. καταπεζεύω. 163. κατατραυματίζω. 164. καταστρατηγῶ. 165. κατασοφίζομαι. 166. καθηδυπαθῶ. 167. καταμονομαχῶ. 168. κατακωμῳδῶ. 169. καθίζω. 170. καλῶ. 171. κατασωτεύομαι. 172. καθίστημι.
15173. καταπενθῶ. 174. καταπαίω. 175. καταστέλλω σου τὸν

kappa

47

θυμόν. 176. καταλαμβάνω. 177. καταλάβωμαι. 178. κατωπίζω. 179. κατακονδυλίζω. 180. κατακληρουχῶ. 181. καταβραβεύω. 182. καθαρίζω. 183. καταλάμπω. 184. κατασπαθίζω, τὸ μετὰ σπάθης τέμνω· (185) κατασπαθῶ δὲ τὸ (186) κατασπαταλῶ.
5187. κατατροποῦμαι. 188. καταδημαγωγῶ. 189. καταλέγω, τὸ διηγοῦμαι. 190. καταβασκαίνω. 191. καταλοιδορῶ. 192. κατα‐ πέμπω. 193. καθίπταμαι. 194. κατακοντίζω. 195. καταθλῶ, τὸ ἀγωνίζομαι. 196. καταθρηνῶ. 197. κατακοινίζω. 198. κα‐ τασπεύδω. 199. καθυπαλεύομαι. 200. κατέχω. 201. καταχλευ‐
10άζω· ἔστι δὲ καὶ γενικῇ παρὰ τῷ Ἰωσήπῳ καὶ εἰς τὴν ἔσω Γραφήν· «καταχλευάζοντες τῆς παρακλήσεως». 202. κατα‐ στρατοπεδεύω τὸν στρατὸν ἐπὶ τῆς χώρας· καταστρατοπεδεύω δὲ τῆς Ἰλίου· «κατεστρατοπέδευσα δὲ ἐπὶ τὸν ἀντικρὺ λόφον ἀπάρας ἐκ Βυζαντίου». 203. καταναυμαχῶ. 204. κατοπτεύω.
15205. κατακροτῶ πέδον. 206. κατακερτομῶ. 207. κατοικῶ. 208. καταμνημονεύω. 209. κατενέγκω. 210. καταχωννύω. 211. κατα‐ κάμπτω. 212. καταφροντίζω. 213. κατοψοφαγῶ. 214. κατακυ‐ βεύω. 215. καταπορεύομαι. 216. καταμάχομαι. 217. κατασκώ‐
πτω. 218. καταγνωρίζομαι. 219. καταθέω. 220. καταβροντῶμαι.

kappa

48

221. καταθοινῶμαι. 222. καταικίζω. 223. κατέδραμον. 224. καταιδοῦμαι. 225. κατεδηδόκει πλοῦτον οἰκεῖον. 226. κατατο‐ ξεύω. 227. κατακηλῶ. 228. κενοῦμαί σου· (229) κενῶ δέ. 230. κερδαίνω σε. 231. κήδομαί σου. 232. κηλῶ σε. 233. κιρνῶ.
5234. κινῶ. 235. κληρονομῶ παρὰ Λουκιανῷ καὶ τοῖς ἔξω πᾶ‐ σιν· «ὅς γε κατακληρονομήσας τῶν φίλων τοῦ κηδεστοῦ» καὶ Ἀριστείδης ἐν Θεμιστοκλεῖ «τῆς αἰτίας κληρονομεῖν»· εἰς δὲ τὴν ἔσω Γραφὴν καὶ αἰτιατικῇ καὶ γενικῇ, καὶ παρὰ τῷ Θεολόγῳ· «τῆς ἄνω δόξης κληρονομήσομεν». 236. κλείω
10σε. 237. κλέπτω. 238. κινέω. 239. κνίζω σε. 240. κοινωνῶ σοι τοῦ πλούτου. 241. κοινολογῶ. 242. κολούω πλήθει, τὸ κολοβῶ. 243. κολάζω σε. 244. κοιμίζω. 245. κολακεύω. 246. κορέννυμι. 247. κουφίζω. —γενική· 248. κρατῶ, τὸ
κυριεύω, ὡς τὸ «ἐκράτεις τῶν θυμῶν»· ἐπὶ χειρὸς δέ, αἰτια‐

kappa

49

τικῇ· «κρατῶ ξίφος ἢ λίθον». —δοτική· 249. κράζω σοι. 250. κρίνω σοι ἀντὶ τοῦ κριτής σοι γίνομαι· τὸ δὲ δικάζω, αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». 251. κρατοῦμαι πάθει. —αἰτιατική· 252. κτῶμαί σε. —γε‐
5νική· 253. κυριεύω. 254. κυρῶ, τὸ ἐπιτυγχάνω· τὸ δὲ βεβαιῶ, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 255. κυκῶ. 256. κυκλῶ σε. 257. κω‐ μῳδῶ· (258) κωμῳδοῦμαι δέ σοι, δοτικῇ. —αἰτιατική·
259. κωλύω σε· (260) κωλύομαι δέ σοι.

lambda

49

(9t)

Λ
10γενική· 1. λαμβάνομαι καὶ (2) λάβωμαι· τὰ δὲ ἐνεργη‐ τικά, αἰτιατικῇ. 3. λαγχάνω, τὸ ἐπιτυγχάνω, γενικῇ· τὸ δὲ κληροῦμαι, αἰτιατικῇ. —δοτική· 4. λαμπρύνομαι. 5. λαλῶ σοι. 6. λατρεύω. —αἰτιατική· 7. λανθάνω. —δοτική· 8.
λειτουργῶ. 9. λείπομαι, καί σου. 10. λείβω, τὸ σπένδω· τὸ

lambda

50

δὲ λαμβάνω καὶ (λ)ή(βω), αἰτιατικῇ. 11. λέγω σοι τάδε· τὸ δὲ κα. τατάσσω, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 12. λεαίνω. 13. λεπτύνω σε. 14. λεηλατῶ. —γενική· 15. λήγει τῶν πόνων. —αἰτια‐ τική· 16. λήθω. 17. λανθάνω. 18. ληΐζομαί σε. 19. λῃστεύω
5σε. 20. λιθάζω σε. 21. λικμῶ. 22. λιθοβολῶ. 23. λίγω, τὸ ὑ‐ μνῶ. —δοτική· 24. λοιδοροῦμαι· (25) λοιδορῶ σε δέ, αἰτιατι‐ κῇ. —δοτική· 26. λογίζομαι, καί σε. —αἰτιατική· 27. λούω σε. 28. λογογραφῶ. —γενική· 29. λύομαι δεσμῶν· (30) λύω σε δὲ δεσμῶν. —δοτική· 31. λυμαίνομαι· καὶ αἰτιατικῇ
10τὰ ἐνεργητικὰ μόνον. —δοτική· 32. λυποῦμαί σοι· (33) λυπῶ σε δέ, αἰτιατικῇ. —δοτική· 34. λυσιτελῶ. 35. λωβῶ‐
μαί σοι· (36) λωβῶ σε δέ, αἰτιατικῇ.

mu

50

(13t)

Μ
14δοτική· 1. μακαρίζομαί σοι τοῦδε· (2) μακαρίζω σε δέ,
15αἰτιατικῇ. —δοτική· 3. μαχήσομαί σοι. 4. μαρτυρῶ. —αἰτια‐

mu

51

τική· 5. μαστιγῶ. 6. μαλάσσω. 7. μαραίνω. —γενική· 8. μεταλαμβάνω βρωτοῦ καὶ ποτοῦ· μεταλαμβάνω δὲ ἱματισμὸν ἢ ὅπλον, καὶ ὅτε ἔχει δύο σχέσεις, ὡς τὸ «ἀντὶ φιλοσόφου βίον μετέλαβον κυνικόν», αἰτιατικῇ. —γενική· 9. μεταστρέ‐
5φομαι. 10. μεταποιοῦμαι. 11. μετέχω. 12. μετεῖναί σοι λόγων. 13. μετατρέπομαι. 14. μετανίσταμαι τῶν τόπων. 15. μέμνημαι· παρὰ δὲ Ὁμήρῳ, αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «μέμνημαι τόδ’ ἔργον ἐγὼ πάλαι· οὔτι νέον γε» καὶ γενικῇ «τοῦδέ κε μέμνημαι αἰεὶ νύκτας τε καὶ ἦμαρ». 16. μετάδος ἡμῖν χρυσῶν. —δοτική·
1017. μεταπίπτω σοι. 18. μεσιτεύω. 19. μεμελημένος τούτῳ. — αἰτιατική· 20. μεταχειρίζομαι. 21. μερίζω. 22. μελαίνω. 23. μετέρχομαι. 24. μεθύω. 25. μετρῶ. 26. μεγαλύνω. 27. μειῶ. 28. μεταδιώκω. 29. μέτειμι. 30. μεριῶ. 31. μετατίθεμαι. — δοτική· 32. μιγνύω. 33. μαίνομαι· (34) μαίνω σε δέ. —αἰ‐
15τιατική· 35. μισῶ σε. 36. μιμοῦμαι. 37. μισουργῶ. —γενική·

mu

52

38. μνημονεύου σου. 39. μνήσθητί μου. —δοτική· 40. μνη‐ σικακῶ. 41. μνηστεύομαί σε. —δοτική· 42. μολύ‐ νομαί σοι· (43) (μολύν)ω δέ σε. 44. μορφοῦμαι, καί σε. — αἰτιατική· 45. μορμολύττω σε. 46. μυοῦμαί σε· καὶ (47) μυῶ.
548. μυσταγωγῶ. 49. μυκτηρίζω. 50. μυσάττομαι. 51. μου‐
σουργοῦμαί σε.

nu

52

(7t)

Ν
8δοτική· 1. ναυμαχῶ σοι. 2. ναυαγῶ. 3. νεμεσῶ. —〈αἰτια‐ τική·〉 4. νεκρῶ σε. 5. νικῶ σε. 6. νίπτω. —δοτική· 7. νι‐
10κῶμαι πάθει. 8. νουθετοῦμαί σοι· (9) (νουθετ)ῶ δέ σε. 10.
νυμφαγωγῶ σοι.

xi

52

(12t)

Ξ
13αἰτιατική· 1. ξαίνω σε. 2. ξεναγωγῶ. 3. ξενίζω. 4. ξέω.
5. ξηραίνω.

omicron

53

(1t)

Ο
2δοτική· 1. ὁδοποιῶ σοι. —αἰτιατική· 2. ὁδηγῶ. 3. ὀδύ‐ ρομαί σε τῶν κακῶν ἀντὶ τοῦ ἕνεκεν. 4. οἰδαίνω σε. 5. οἶδα. 6. οἰκοδομῶ. 7. οἰκειοῦμαί σε ἀντὶ τοῦ οἰκειοποιοῦμαί σε· τὸ
5δὲ «οἰκεῖός σοι γίνομαι», δοτικῇ. 8. οἴομαί σε. 9. οἰκῶ ἐγὼ τὸν οἶκον· (10) οἰκίζω δὲ τῷ οἴκῳ. —δοτική· 11. οἰμώζω σοι—γενική· 12. ὀλιγωρῶ σου. —αἰτιατική· 13. ὀλοθρεύω. 14. ὀλοφύρομαι. —δοτική· 15. ὄμνυμι· (16) (ὀμνύ)ω σοι τὸν θεόν. 17. ὁμολογῶ σοι, τὸ ἐμμαρτυρῶ, συμ(μαρτυρῶ)· ὁμολο‐
10γῶ δὲ ἓν βάπτισμα. 18. ὁμιλῶ σοι. 19. ὁμαλίζω σε. 20. ὀνει‐ δίζω, καί σε· (21) ὀνειδίζομαι δέ σοι. —〈αἰτιατική·〉 22. ὀνειροπολῶ. 23. ὀνίνημι, τὸ ὠφελῶ. 24. ὁπλίζω σε. —γενική·
25. ὀρέγομαί σου. —δοτική· 26. ὀριγνῶ. 27. ὀρέγω σοι χεῖρα.

omicron

54

28. ὀργίζομαί σοι· (29) ὀργίζω σε δέ. 30. ὁρίζω σοι. —〈αἰτια‐ τική·〉 31. ὁρῶ σε. 32. ὁρκίζω σε. 33. ὀρύσσω. 34. ὀρχοῦμαι. —γενική· 35. ὀσφραίνομαι, ὡς τὸ «ἀλλ’ ὀσφραινώμεθα τοῦ δι’ ἡμᾶς κενωθέντος αἵματος», καὶ αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «ὠσφράν‐
5θη Κύριος ὀσμὴν εὐωδίας». 36. ὀτρύνω σε. 37. οὐτῶ σε. —
δοτική· 38. ὀφείλω σοι. 39. ὀχοῦμαί σοι.

pi

54

(7t)

Π
81. παραχναύω. —γενική· 2. παραχωρῶ τῶν θρόνων. 3. παύομαι πόνων. —αἰτιατική· 4. παύσω σου τὸν πόνον. —
10γενική· 5. παραμελῶ σου. 6. παραλλάσσω. 7. παρετράπην τῶν ὀρθῶν ἢ τῶν οἴμων· παρετράπην δὲ τὸν νοῦν. 8. παρα‐ σύρομαι, καί σοι· (9) (παρασύρ)ω δέ σε. 10. παρατέτραμμαί σου. 11. πάσσομαι, γεύομαι. —δοτική· 12. παραινῶ. 13.
πανηγυρίζω. 14. παραδυναστεύω. 15. παροικῶ. 16. παρα‐

pi

55

κνῶμαι. 17. παρίσταμαι· (18) παρίστημι δέ σε. 19. παρατρυ‐ φῶ. 20. παρακελεύομαι. 21. πάρεστί σοι χρυσός. 22. παρέσο‐ μαι. 23. παρεγγυῶμαι. 24. παιδεύομαι τούτῳ· (25) (παιδεύ)ω δέ σε. 26. παρενοχλῶ. 27. παραπέπηγμαι. 28. παρισοῦμαι.
529. παρέχω. 30. παρωμοίωμαι. 31. παιδαγωγοῦμαι· (32) παι‐ δαγωγῶ σε δέ. 33. παραδίδωμι. 34. παραμένω. 35. παραδείκνυ‐ μι. 36. παλαίω. 37. παρατάττω. 38. παράκειμαί σοι. —αἰτια‐ τική· 39. παρακαλῶ. 40. παραπέμπω. 41. παρορμῶ. 42. πα‐ ροργίζομαί σε. 43. παίω σε. 44. παραλογίζομαι. 45. παρορῶ.
1046. πατῶ. 47. παραδειγματίζω. 48. παραθραύω. 49. πατάσσω. 50. παραπλέω. 51. παραφρονῶ. 52. παίζω. 53. παραδέχομαι. 54. παροξύνω. 55. παιδεύω. 56. παρευδοκιμῶ. 57. παρεκλέγω. 58. παρέδραμον. 59. παρέρχομαι. 60. παραβιβάζω. 61. παρακρούομαι. 62. παρασύρω. 63. παραβάλλομαι. 64.
15παραιτοῦμαι. 65. παρῆλθον. 66. παραλυπῶ. 67. παραμυ‐

pi

56

θούμενος. 68. πάσχω, ὡς τὸ «ἔπασχε τὸ Ἰωνᾶ, τὸ Δαβίδ». 69. παριστῶ. 70. παραγράφω. 71. παραπτύω. 72. παραζηλῶ. 73. παραθήγω. 74. παρασκευάζω. 75. παρακμάζω. 76. παρα‐ διδάσκω. 77. παραμείβομαι. 78. περιέρχομαι. —γενική· 79. πε‐
5ριέσται. 80. πειρῶμαι. 81. περιγίνομαι. 82. περιδράσσομαι. 83. περιτρέχω. 84. πελάζω, καί σοι· «πελάζειν τῆς πόλεως» παρὰ τῷ Πλουτάρχου Δημητρίῳ. 85. περικαίομαι. —δοτική· 86. περιχαίρομαι· (87) (περιχαίρ)ω. 88. περιπίπτω. 89. περιω‐ πῶ. 90. περιπέμπω σοι· (91) περιπέμπομαι δέ. 92. πείθομαί
10σοι· (93) (πείθ)ω δέ σε. 94. πειθαρχῶ. 95. περιτίθημι· (96) περιτίθεμαί σε δέ. 97. περιτυγχάνω σοι. 98. περιαλγῶ. — αἰτιατική· 99. περισφίγγω σε. 100. περιπτύσσομαι. 101. περι‐ βάλλομαι. 102. περιλάμπω. 103. περιτέμνω. 104. πειράζω. 105. περιεῖδον. 106. περιφρονῶ· ὁ δὲ Ἰώσηπος εἰς τὸν λόγον τὸν
15περὶ τοῦ αὐτοκράτορα εἶναι τὸν λογισμὸν τῶν παθῶν γενικῇ

pi

57

δι’ ὅλου τοῦ λόγου. 107. περιστέλλω. 108. περιχαίνω. 109. περιηχῶ. 110. περιστρατοπεδεύω. 111. περιλυπῶ. 112. περιορῶ. 113. περιορμίζω. 114. πελαγίζω. 115. περιποιοῦμαι. 116. πε‐ ριτρέπω. 117. περινήχομαι. 118. περιαιροῦμαι. 119. περιγρά‐
5φω. 120. περιδέχομαι. 121. περιίσταμαι. 122. περιρρέω, καί σοι. 123. περιβλέπω. 124. περικόπτω. 125. περινοστῶ. 126. περιυλακτῶ. 127. περιπέττομαι. 128. περιλαμβάνω. 129. περι‐ βέβλημαι. 130. περιτρέπομαι. 131. περιβιβάζω. 132. περιβιάζω. 133. περίκειμαι. 134. περισύρω. 135. περιέπω. 136. περιαυγῶ.
10137. περιοικῶ. 138. περιλαλῶ. 139. περαιῶ. 140. περιτιθῶ. 141. περικλείω. 142. περιεργῶ. 143. πέμπομαι· (144) (πέμπ)ω, καὶ πέμπω σοι τόδε. 145. περιίπταμαί σε. 146. περιπολῶ. — δοτική· 147. πηγάζω σοι ναμάτιον. 148. πηγνύω σοι· (149) πήγνυμί σε δέ. —αἰτιατική· 150. πηδῶ σε. 151. πιαίνω σε·
15(152) πιαίνομαι δὲ 〈δοτικῇ〉. —δοτική· 153. πιστεύω. 154. πι‐

pi

58

πράσκω σοι τόδε καὶ (155) πιπράσκω σε τόσων. —αἰτιατική· 156. πίνω. 157. πλεονεκτῶ, τὸ ἀδικῶ· τὸ δὲ πλέον ἔχω, γενικῇ. —δοτική· 158. πλησιάζω σοι. —αἰτιατική· 159. πλουτῶ σε, καί σοι. 160. πλουτίζω σε. 161. πλήσσω σε. 162. πλέκω.
5163. πλάττω. 164. πλατύνω. 165. πλανῶ. —γενική· 166. πνέω θυμῶν. —δοτική· 167. πορίζω. 168. πολεμῶ παρὰ τοῖς ἔξω, εἰς δὲ τὸ Ψαλτήριον αἰτιατικῇ, καὶ ὁ Ἰώσηπος εἰς τὸν πρῶ‐ τον λόγον τῆς Ἁλώσεως. —αἰτιατική· 169. ποθῶ. 170. ποιῶ. 171. πονῶ σε. 172. πολιορκῶ. 173. ποιμαίνω. 174. πολυπραγ‐
10μονῶ. 175. πολυωρῶ. —γενική· 176. προμηθοῦμαι. 177. προαποθνήσκω. 178. προέχω. 179. προθύομαι. 180. προστατεύω·
(181) (προστατ)ῶ. 182. προαγρυπνῶ. 183. προπολεμῶ. 184.

pi

59

πρωτεύω. 185. προκινδυνεύω. 186. προτέταγμαι. 187. προσκιρτῶ. 188. προδικῶ. 189. προΐσταμαι. 190. προαρπάζομαι· τὰ δὲ ἐνεργητικὰ αἰτιατικῇ. 191. προκαθέζομαι. 192. προτα‐ λαιπωρῶ. 193. προμάχομαι. 194. προεδρεύω. 195. προαιροῦμαι
5τοῦτόν σου. 196. προνοοῦμαι. 197. προσάπτομαι. 198. προτε‐ ρεύω, τὸ πρῶτος ὑπάρχω· τὸ δὲ ὑπερνικῶ, αἰτιατικῇ. 199. προεύχομαι. 200. προκατεύχομαι. 201. προΐδω, τὸ προνοῶ, γενικῇ· καὶ παρὰ Διονυσίῳ τῷ Ἁλικαρνασεῖ εἰς τὸν δέκατον λόγον «κοιμωμένοις ἡμῖν ἐπιχειρεῖν, ἡνίκα οὐ προιδεῖν τῶν
10γινομένων δυνάμεθα», καὶ μετὰ μικρὸν τὸ ὑπεριδεῖν αἰτιατικῇ «ὑπεριδεῖν ἔργον μιαρόν». 202. προασπίζω. 203. προτρέπονται, καί σε. 204. προκαθικνοῦμαι. 205. προιππεύω. 206. προκαλιν‐ δοῦμαι. 207. πρωταγωνιστῶ. 208. προκάθημαι. 209. προνήχο‐ μαι. 210. προπίνω. —δοτική· 211. προσπηδῶ. 212. προσκα‐
15κοπαθῶ. 213. προσήκει σοι. 214. προσαγορεύω· αἰτιατικῇ δὲ
τὸ πλεῖστον. 215. προσπαίζω. 216. προσπίνω. 217. προσβάλλω.

pi

60

218. προσίημί σοι· (219) (προσί)ε〈μ〉αί σε δέ. 220. πρόσειμι. 221. προστρέχω. 222. προσέχω. 223. προσφέρω. 224. προσκρούω. 225. προσπτύω. 226. προσλαλῶ. 227. προσπταίω. 228. προσ‐ άγομαι. 229. προσᾴδω. 230. προσκόπτω. 231. προσομιλῶ. 232.
5προστίθημι. 233. πρόσκειμαι. 234. προστυγχάνω. 235. προΐ‐ σχομαι. 236. προσίσχομαι. 237. προσδιαλέγομαι. 238. προσέρ‐ χομαι. 239. προσβλέπω· «ὁ μεγαλοπρεπὴς τοῖς ταπεινωτάτοις πάθεσιν ἀπρόσιτός ἐστιν· οὐδὲ γὰρ προσβλέπειν τολμῶσιν αὐτῷ» παρὰ τῷ ἁγίῳ Βασιλείῳ. ἔστι δὲ καὶ αἰτιατικὴ παρὰ τῷ αὐ‐
10τῷ· «τὰς τοῦ βίου λαμπρότητας οὐ προσβλέπουσιν». 240. προσχωρῶ. 241. προσμαρτυρῶ. 242. προσεγγίζω. 243. προσ‐ χαίρω. 244. προσφεύγω. 245. προσκυνῶ. 246. προσπολεμῶ. 247. προσβαίνω. 248. προσπίπτω. 249. προστάσσω. 250. προσ‐
δέδεμαι. 251. προσπελάζω. 252. προσανέχω. 253. προσεύχο‐

pi

61

μαι. 254. προσαυδῶ. 255. προσπαλαίω. 256. προσμειδιῶ. 257. προσκέχηνα. 258. προσκαρτερῶ. 259. προσκαθεδεῖται τῷ πο‐ λεμεῖν. 260. προσκομίζω. 261. προσθίγω. 262. προξενῶ σοι τοῦτον καὶ προξενῶ σε τῷδε. 263. προσοχθίζω. 264. προσα‐
5ναφωνῶ. 265. προστέτηκα. —αἰτιατική· 266. προσδέχομαι. 267. προτιμῶ σε τοῦδε. 268. προβάλλομαί σε. 269. προφθά‐ νω. 270. προάγω. 271. προτιθῶ. 272. πρωτοστατῶ. 273. προσ‐ λαμβάνω. 274. προγινώσκω σου τόδε. 275. προέσθαι δώρων τὴν πατρίδα. 276. προνομεύω. 277. προσποιοῦμαι. 278. προ‐
10φέρω. 279. προπηλακίζω. 280. προανατάσσομαι. 281. προσ‐ φθέγγομαι. 282. προσαλείφω. 283. πραττόμενός σε. 284. προσ‐ ηκάμην. 285. προδίδωμι. 286. προθυμοῦμαι. 287. προτρέπο‐ μαι. 288. πρυτανεύω. 289. πρίωμαι. 290. προχειρίζω. 291. παίω σε. 292. πτωχοτροφῶ. 293. πτωχεύω σε. —γενική·
15294. πυνθάνομαι καὶ πύθομαι, τὸ ἐρωτῶ· τὸ δὲ μανθάνω, αἰ‐

pi

62

τιατικῇ. —αἰτιατική· 295. πυρπολῶ. 296. πωλῶ σε
τόσων.

rho

62

Ρ
41. ῥαίνω. 2. ῥαντίζω 3. ῥαβδίζω. 4. ῥάπτω. 5.
5ῥαπίζω. 6. ῥήσσω σε. 7. ῥηγνύω σε. 8. ῥινοκοπῶ. 9. ῥιπίζω. 10. ῥίπτω. 11. ῥυθμίζω. 12. ῥύομαι. 13. ῥυπαίνω. 14. ῥύπτω.
15. ῥυφῶ· «ῥυφεῖν δὲ πτισάνης χυλὸν ἀναγκαῖον».

sigma

62

(8t)

Σ
91. σαίνω. 2. σαγηνεύω. 3. σαρῶ. —γενική· 4. σατρα‐
10πεύω. —αἰτιατική· 5. σβέννυμι. 6. σεβάζω. 7. σέβομαι. 8.
σεμνολογῶ. 9. σιαίνω σε. 10. σιτίζω. 11. σιτοῦμαι. 12. σκορ‐

sigma

63

πίζω. 13. σκεδάζω. 14. σκιαγραφῶ. 15. σκεπάζω. 16. (σκέπ)ω. 17. σκυλεύω. 18. σκοτίζω. 19. σκάπτω. 20. σκοπῶ. 21. σκέ‐ πομαί σε ἀντὶ τοῦ σκέπω σε· σκέπομαί σοι δὲ ἀντὶ τοῦ ὑπό σου σκέπομαι, δοτικῇ. —αἰτιατική· 22. σοφίζω σε. —γενι‐
5κή· 23. σπανίζω σου. 24. σπῶ σου. —δοτική· 25. σπένδο‐ μαι· «σπεῖσαι τῷ αὐ〈τῷ θεῷ〉 δυστυχίᾳ». —αἰτιατική· 26. σπαράσσω σε. —γενική· 27. στεροῦμαι. 28. στοχάζομαί σου. 29. στρατηγῶ. 30. στήσομαι τῶν λόγων. —δοτική· 31. στρα‐ τεύω. 32. στοιχειοῦμαι. 33. στηλοῦμαι. 34. στοιχῶ. 35. στυ‐
10γνάζω. —αἰτιατική· 36. σταλάσσω. 37. στέγω. 38. σταθμίζω. 39. στεφανῶ. 40. στέργω, τὸ ἀγαπῶ· τὸ δὲ ἐμμένω, δοτικῇ· καὶ Ἀριστείδης ἐν τῷ Ὑπὲρ τῆς ῥητορικῆς «πείθουσα στέρ‐ γειν τοῖς νόμοις καὶ τῇ ψήφῳ». 41. στηλιτεύω. 42. στρέφω. 43. στείχω. 44. στάζω. —δοτική· 45. συμμετέχω σοι τῶν
15κακῶν. —γενική· 46. συνίημι· «συνῆκε τῶν ἀφιγμένων»

sigma

64

καὶ «συνεὶς τῶν λόγων» παρὰ τῷ Δίωνι καὶ «εἴποις ἂν αὐ‐ τὸν τῶν δεσπότου συνιέναι ἱματίων»· αἰτιατικῇ δὲ «οὐ συνῆκε δεσμὸν Πληιάδος». ἰστέον δὲ ὅτι τὸ συνίημι ἐπὶ μὲν τῶν ἔξω ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γενικῇ, ἐπὶ δὲ τῆς θείας Γραφῆς αἰτιατι‐
5κῇ· «σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου». 47. σύρομαί σου· (48) (σύρ)ω δέ σε. —δοτική· 49. συναίρομαι. —γενική· 50. συνίεσάν σου, τὸ ᾐσθάνοντο. —δοτική· 51. συνῄεσάν σοι δέ, τὸ συνήρχοντο. 52. συνεπιλαμβάνομαι. 53. συνήδομαι. 54. συγχωρῶ. 55. συναντῶ. 56. συνεορτάζω. 57. σύνοιδα. 58.
10συζῶ. 59. συναγωνίζομαι. 60. σύνειμι. 61. συμφύρομαι. 62. συνάχθομαι. 63. συντάσσομαι. 64. συνεργῶ. 65. συνέρχομαι. 66. συγχρῶμαι. 67. συγχαίρω. 68. συγγίνομαι. 69. συνανα‐ στρέφομαι. 70. συνεγγίζω. 71. συνηγορῶ. 72. συντίθεμαι. 73.
συγγινώσκω. 74. συνεύχομαι. 75. συναδικῶ. 76. συνεργῶ. 77.

sigma

65

συμπράττω. 78. συμφέρει σοι. 79. συναλγῶ. 80. συνάπτομαι. 81. συνεισέρχομαι. 82. συνδικάζω. 83. συνθερίζω. 84. συμπίνω. 85. συμπλέκομαι. 86. συντρέχω. 87. συντυγχάνω. 88. συνεπί‐ σταμαι. —αἰτιατική· 89. συνείρω σε. 90. συγγράφω. 91.
5συγχέω. 92. συναρμολογῶ. 93. συνετίζω. 94. συστέλλω. 95. συντρίβω. 96. συναριθμῶ. 97. συνάγω. 98. συγκρατῶ. 99. συλ‐ λέγω. 100. συνεγείρω· τὸ δὲ παθητικόν, δοτικῇ. 101. συναρ‐ πάζω. 102. συγκλείω. 103. συμποδίζω. 104. συκοφαντῶ. 105. συρράπτω. 106. σύρω. 107. συλῶ. 108. συντέμνω. 109. συγ‐
10καλύπτω. 110. σφετερίζομαι. 111. σφίγγω. 112. σφενδονῶ.
113. σφάλλω· τὸ δὲ παθητικόν, δοτικῇ. —γενική· 114. σχῆ‐

sigma

66

σαι πρωτείων. —δοτική· 115. σχολάζω. —αἰτιατική· 116.
σχίζω. 117. σχόντες. 118. σῴζω. 119. σωφρονίζω.

tau

66

(3t)

Τ
41. ταλανίζω. 2. ταλαντεύω. 3. ταμειῶ. 4. ταμιεύο‐
5μαι. 5. ταπεινῶ. 6. ταράσσω. —γενική· 7. τεύξομαι. 8. τεκ‐ μήρασθαί σου. —δοτική· 9. τειχίζομαι· (10) (τειχίζ)ω δέ σε. 11. τετείχισται. 12. τελοῦμαί σου. 13. (τελ)ῶ. 14. τέτρωμαι. 15. τεκμηριῶ, καί σε. —αἰτιατική· 16. τέμνω. 17. τείρω. 18. τέρπω· τὸ δὲ παθητικόν, δοτικῇ. 19. τεύχω, τὸ κατασκευάζω.
1020. τελευτῶ. 21. τήκω σε· τὸ παθητικὸν δέ, δοτικῇ. 22. τη‐ ρῶ· τὸ παθητικόν, δοτικῇ. 23. τητῶ· τὸ παθητικόν, γενικῇ. —δοτική· 24. τίθημί σοι. 25. τιμωρῶ, τὸ βοηθῶ· τὸ δὲ αἰ‐
κίζω, αἰτιατικῇ. —αἰτιατική· 26. τιθασσεύω. 27. τιμῶ. 28.

tau

67

τίλλω. 29. τρέπω. 30. τρέχω. 31. τρέφω. 32. τρυφῶ. 33. τρώ‐ γω. 34. τροποῦμαι. —γενική· 35. τυγχάνω. 36. τύχω. 37. τυραννῶ, τὸ ἄρχω· τὸ δὲ κακοποιῶ, αἰτιατικῇ, ὡς τὸ «τοὺς ἐχθροὺς ἐτυράννησεν». —αἰτιατική· 38. τυπῶ. 39. τύπτω.
540. τωθάζω.

upsilon

67

(6t)

Υ
71. ὑβρίζω. 2. ὑγιαί〈ν〉ω. 3. ὑλακτῶ. 4. ὑμνῶ. —γενική· 5. ὑπερασπίζω· εἰς δὲ τὸν Ἁλικαρνασέα, αἰτιατικῇ· «πολίτην ὑπερασπίσας». 6. ὑπερενήνεγμαι· παρὰ δὲ Θουκυδίδῃ, αἰτια‐
10τικῇ· «ὑπερενεχθέντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμόν»· καὶ παρὰ διονυσίῳ· «ὑπερενεχθῆναι τὰς δίνας». 7. ὑπερεκτείνομαι καὶ (8) ὑπερεκτείνω, τὸ ὑπὲρ ἄλλου ἀποδίδωμι. 9. ὑπεραυχῶ.10.
ὑπέρκειμαι. 11. ὑπερμαχῶ. 12. ὑπεραπολογοῦμαι. 13. ὑπερα‐

upsilon

68

γωνίζομαι. 14. ὑπερόψεται· παρὰ δὲ Λιβανίῳ τὸ «ὑπεροπτέον» αἰτιατικῇ. 15. ὑπερεύχομαι. 16. ὑπερφρονῶ· «μὴ ὅτι Περι‐ κλέους ῥᾳδίως ὑπερφρονήσαντα Ἀριστείδην»· παρὰ δὲ Πλου‐ τάρχῳ Φωκίωνι, αἰτιατικῇ· «ὑπερφρονοῦντας τὰ οἰκεῖα». 17.
5ὑπερισχύω. 18. ὑπερκύπτω· ὁ δὲ ἅγιος Βασίλειος, αἰτιατικῇ. 19. ὑπερορῶ· Ξενοφῶν ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τῶν Ἀπομνημο‐ νευμάτων «ὑπερορᾶν ἐποίει τῶν καθεστηκότων νόμων» καὶ μετ’ ὀλίγον, αἰτιατικῇ· «αὐτὸς δὲ πάντα τὰ ἀνθρώπινα ὑπερ‐ εώρα» καὶ «ὑπερορῶ τὸ δαιμόνιον»· τὸ οὖν καταφρονῶ,
10γενικῇ· τὸ δὲ παραβλέπω, αἰτιατικῇ. 20. ὑπερφαίνομαι. 21. ὑπερπλέω. 22. ὑπερνήχομαι· τὸ ἐπάνω πλέω· τὸ δὲ περῶ, αἰτιατικῇ. 23. ὑπεραίρομαι· (24) (ὑπεραίρ)ω δέ σε. 25. ὑπερ‐ ιδών σου. Ἀριστείδης ἐν τῷ Παναθηναικῷ· «ὑπεριδὼν τῆς
15πόλεως»· παρὰ δὲ τῇ θείᾳ Γραφῇ, αἰτιατικῇ· «μὴ ὑπερίδῃς τὴν δέησίν μου»· καὶ ὁ Ἀλικαρνασεὺς Διονύσιος, αἰτιατικῇ· «ἔργον οὕτω μακρὸν ὑπεριδεῖν». 26. ὑπερτίθεμαι. 27. ὑπερ‐ εξανίστανται. 28. ὑπερπαθῶ. 29. ὑπερῆρτο. 30. ὑπερφαλαγγῶ.
31. ὑπαπῄει τῶν βίων. 32. ὑπερανῴκισμαι. 33. ὑπερλαλῶ.

upsilon

69

34. ὑποχωρῶ, καί σοι. 35. ὑπερίσταμαι. 36. ὑπεριδεῖν, τὸ κα‐ ταφρονῆσαι, γενικῇ, ὡς τὸ «συνεπείσθησάν τινες τηνικαῦτα τοῦ σώματος ὑπεριδεῖν»· τὸ δὲ παραβλέπω, αἰτιατικῇ, ὡς παρὰ Λουκιανῷ· «μὴ ὑπερίδῃς τὸν ἔρωτα». 37. ὑπολειφθείς.
538. ὑπερβλύζω. 39. ὑπεραυγάζω. 40. ὑπαπέλθω. 41. ὑπακούω, καί σοι. 42. ὑπερίσχω. 43. ὑπερέχω· Ἀριστείδης δὲ ἐν τῷ Παναθηναϊκῷ, αἰτιατικῇ· «τὰς μὲν γὰρ πόλεις ὑπερεῖ‐ χον Ἀθῆναι· τοὺς δὲ ἄνδρας ἀνὴρ Ἀθηναίων εἶς». 44. ὑ‐ περπίπτω. 45. ὑπερτερῶ. 46. ὑπεξίσταμαι. 47. ὑπερσπουδάζω.
1048. ὑπερμάχομαι. 49. ὑπερπηδῶ. —δοτική· 50. ὑπισχνοῦμαι. 51. ὑποτάσσομαι. 52. ὑποδεικνύω. 53. ὑποχωρῶ. 54. ὑπάρχω. 55. ὑπηρετῶ. 56. ὑπαγορεύω. 57. ὑποπίπτω. 58. ὑπαναγινώσκω. 59. ὑπερφωνῶ. 60. ὑπουργῶ, τὸ δουλεύω σοι, ὅτε ἐστὶν ἐπὶ προσώπου· ὅτε δὲ σημαίνει τὸ ποιῶ, αἰτιατικῇ, ὡς παρὰ Θου‐
15κυδίδῃ· «ἢν τὰ ἐπὶ τούτῳ οἱ ἐπιβάται ὑπουργῶσι». 61. ὑπο‐
βλέπομαι, καί σε. 62. ὑποκλίνομαι. 63. ὑπόκειμαι. 64. ὑπο‐

upsilon

70

πλουτῶ. 65. ὑπόσχω. 66. ὑποκύπτω. 67. ὑπείκω. 68. ὑποτελῶ. 69. ὑπαντλῶ. —αἰτιατική· 70. ὑπνῶ. 71. ὑποδέχομαι. 72. ὑπερφοβοῦμαι. 73. ὑπεράγω. 74. ὑπομιμνήσκω. 75. ὑπερπέτο‐ μαι. 76. ὑπερεκπίπτω. 77. ὑπερορίζω. 78. ὑπερίπταμαι. 79.
5ὑπερκολακεύω. 80. ὑπεράλλομαι. 81. ὑπερακρίζω. 82. ὑπολαμ‐ βάνω. 83. ὑποδύομαι, τὸ γεννᾶσθαι σωματικῶς· ὑποδύεται. 84. ὑπερκρώζω. 85. ὑπερακοντίζω. 86. ὑπερβάλλω. 87. ὑπερ‐ θαυμάζω. 88. ὑπεραναβαίνω. 89. ὑπέρχομαι. 90. ὑπερχέομαι. 91. ὑπερισθμῶ. 92. ὑπερεκθέω. 93. ὑπερενέγκω· (94) τὸ δὲ
10ὑπερενήνεγμαί σου, παθητικόν. 95. ὑπερδοξάζω. 96. ὑποφαίνω. 97. ὑπερπηδῶ. 98. ὑποτρέχω. 99. ὑποσπῶ. 100. ὑπερφθέγγομαι. 101. ὑπεραγαπῶ. 102. ὑπερηφανῶ. 103. ὑπερείδω, τὸ ὑποστη‐ ρίζω. 104. ὑπερηχῶ· καὶ Ἀριστείδης ἐν τῷ Παναθηναϊκῷ
«ὑπερηχοῦντες μὲν τὸν Αἰγαῖον, ἀποστεροῦντες δὲ τὴν ὄψιν

upsilon

71

τοὺς ἐντυγχάνοντας». 105. ὑπερποθῶ. 106. ὑπερφιλῶ. 107. ὑπερεκθειάζω. 108. ὑπεικάθω, τὸ ὑποχωρῶ. 109. ὑπερβακχεύω. 110. ὑπερέσχον, παρὰ τῷ Θεολόγῳ, αἰτιατικῇ· παρὰ δὲ τοῖς ἔξω, γενικῇ. 111. ὑπαντιάζω. 112. ὑπεξῄει τὸν βίον. 113. ὑ‐
5περθέω. 114. ὑποτοπῶ, τὸ ὑπονοῶ. 115. ὑπερκαταβαίνω. 116. ὑπερχαλῶ. 117. 〈ὑπερκύπτω〉· ἰστέον ὅτι τὸ ὑπερκύπτω ἡ μὲν ἔσω Γραφὴ αἰτιατικῇ καὶ ὁ Πλούταρχος· «καὶ τὸν ἐν χερσὶν ὑπερκύψαντες πόνον»· ἡ δὲ Χαρίκλεια γενικῇ· «ὄρους ὑπερ‐ κύψαντες». 118. ὑπολισθαίνω. 119. ὑπερφέρω. 120. ὑπερευ‐
10φραίνομαι. 121. ὑπερορῶ, τὸ παραβλέπω, εἰς τὸν ἅγιον Βασί‐ λειον, αἰτιατικῇ· «τῷ ὄντι γὰρ ὁ μεγαλοπρεπὴς ὑπερορᾷ πάντα τὰ σωματικά». 122. ὑπερπαίω σε. —γενική· 123. «ὑστερίζει τῶν Φασαύλου μόρων». 124. ὑφαιροῦμαί σου· (125) (ὑφαιρ)ῶ δέ σε. 126. ὕφες τοῦ φρονήματος. 127. ὑφιέναι. 128.
15ὑφηγοῦμαι. 129. ὑφίσταμαι. 130. ὑφορῶμαι. —αἰτιατική· 131.
ὑψῶ σε. 132. ὕω σε, βρέχω.

phi

72

(1t)

Φ
2δοτική· 1. φαίνομαί σοι· (2) (φαίν)ω δέ σε. 3. φάσκω. —αἰτιατική· 4. φαρμάσσω. —γενική· 5. φείδομαι. —αἰ‐ τιατική· 6. φεύγω. 7. φανερῶ σε. 8. φευκτέον. 9. φημίζω. —
5δοτική· 10. φθέγγομαι. 11. φθονῶ σοι. —αἰτιατική· 12. φθάνω. 13. φθείρω. —δοτική· 14. φιληδῶ. 15. φιλονεικῶ σοι. 16. φιλοτιμοῦμαι, καί σε. —αἰτιατική· 17. φιλοπονῶ. 18. φιλοσοφῶ. 19. φιμῶ. 20. φιλοφρονῶ. 21. φοβοῦμαι. 22. φορῶ. —γενική· 23. φροντίζω. —δοτική· 24. φρυκτωρῶ
10σοι. —αἰτιατική· 25. φρίσσω. 26. φυλάσσω. 27. φύγω. 28.

phi

73

φύς σε. 29. φωνῶ, τὸ λαλῶ, αἰτιατικῇ· τὸ δὲ ὁμιλῶ, δοτικῇ.
30. φωτίζω σε.

chi

73

(3t)

Χ
4δοτική· 1. χαίρω. 2. χαρίζομαι. 3. χαλεπαίνω. —αἰτια‐
5τική· 4. χαλινῶ. 5. χαλκεύω. 6. χέω σε. 7. χειροῦμαι. 8. χειροτονῶ. 9. χειραγωγῶ. —γενική· 10. χηρεύω. —αἰτιατική· 11. χλευάζω. —γενική· 12. χορτάζομαι. —δοτική· 13. χο‐ ρηγῶ. 14. χολῶ. —γενική· 15. χρῄζω. 16. χορτάζω. —δο‐ τική· 17. χρηματίζω. 18. χρείω, τὸ μαντεύομαι· (19) χρίω δέ,
10τὸ ἀλείφω, αἰτιατικῇ. 20. χρεωστῶ σοι. 21. χρυσομανῶ. —

chi

74

αἰτιατική· 22. χρίομαι. 23. χραίνω. 24. χραύσειε. —γενική·
25. χωρίζομαί σου. 26. χωρῶ.

psi

74

(3t)

Ψ
41. ψαύω σου. —δοτική· 2. ψάλλω. 3. ψευσθῆναι, τῶν
5ὀρθῶν ἀστοχῆσαι· (4) τὸ δὲ ψεύδομαι, αἰτιατικῇ· «ἐπεὶ ἐψεύ‐ σαντο τὸν θεόν». 5. ψηφίζομαί σοι τόδε. —αἰτιατική· 6. ψη‐ λαφῶ. 7. ψιθυρίζω. 8. ψιλίζω. 9. ψυχαγωγῶ. 10. ψύχω. 11.
ψωμίζω. 12. ψώχω σε.

omeqa

74

(9t)

Ω
101. ὠδίνησεν. —δοτική· 2. ὡραΐζομαι. —αἰτιατική· 3.
ὤθω σε. 4. ὠνοῦμαι. —γενική· 5. ὠτακουστῶ.