TLG 4097 001 :: ETYMOLOGICUM GENUINUM :: Etymologicum genuinum (α—ἁμωσγέπως)

ETYMOLOGICUM GENUINUM Lexicogr., vel Etymologicum magnum genuinum
(A.D. 9)

Etymologicum genuinum (α—ἁμωσγέπως)

Source: Lasserre, F., Livadaras, N. (eds.), Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1. Rome: Ateneo, 1976: 2, 4–5, 7–8, 11–12, 14–32, 34–35, 37–38, 40, 42, 44, 46, 48, 50, 52–54, 56–58, 60–64, 66–70, 72–86, 90–94, 96–118, 120, 122, 124–128, 130–136, 138–140, 142–144, 146, 148, 150–162, 164–170, 172, 174, 176–200, 203–210, 212–220, 222–226, 228, 230–232, 234, 236–252, 254–264, 266, 268–270, 272–276, 278–279, 281–292, 298, 300–302, 304, 306–320, 322, 324, 326–332, 334–342, 344–348, 350, 352–357, 366, 368, 370, 372–376, 378–392, 394–398, 400–412, 414–420, 422–428, 430–446, 448–458, 460, 462–463.

Citation: Alphabetic letter — entry — (line)

alpha

ante 1

(t)

ETYMOLOGICUM MAGNUM GENUINUM
1〈α: Sym. Z133, EM 1.〉 〈Ἀάλιον: Sym. Z2.〉 〈Ἀασάμην (Ι 116 ...): Sym. 1, EM 3. *Orio.〉
Ἀάσχετον (Ε 892): Sym. 2, EM 4. *Orio.〉2
5Ἀάπτους (Α 567): Sym. 3, EM 5, Eust. 150, 19. *Orio.〉
Ἄασας (θ 237): Sym. 4, EM 3, Eust. 710, 40.〉 〈Ἄατος (χ 5): Sym. 5, EM 2. Method. + *Orio.〉 〈Ἄβαξ (Cratin. fr. 86?): Sym. 6, EM 7, Et. Gud. (c)4
10α 27, Eust. 1397, 49. Orio 18, 17.〉 〈Ἀβάκησαν (δ 249): Sym. 7, EM 9, Eust. 1494, 59.5
*Orio.〉 〈Ἀβαρνίδα (Ap. Rh. 1, 932): Magn. Gramm. 10,7
EM 8. Orus.〉8
15Ἀβληχρόν (θ 178): Sym. 8, EM 15. Orio 7, 3 + Lex. rhet.〉 〈†Ἀβδία καὶ Ἄβδηρα: Sym. 9, EM 10. Orus?〉 〈Ἄβυσσος (Ps. 35, 7): Sym. 10, EM 29. Choerob. epim. ps. 140, 25.〉
20Ἀβέλτερος: Sym. 11, EM 11, Et. Gud. (c) α 31,
Lex. rhet.〉 〈Ἀβλεμέως (Panyass. fr. 13, 8 Kinkel): Sym. 12, EM. 14 Et. Gud. (c) α 32. Orio 14, 21.〉 〈†Ἀββάλλου: Sym. 13.〉11
25Ἀβλῆτα (Δ 117): Sym. 14, EM 16. Choerob. in Theod. I 159, 20.〉

alpha

1

Ἄβρα (Men. fr. 453, 371, 58)· οὔτε ἡ ἁπλῶς θεράπαι‐ να, οὔτε ἡ εὔμορφος λέγεται, ἀλλ’ ἡ οἰκότριψ καὶ παρὰ χεῖρα θερά‐
παι[να] B, Sym. 15, EM 24. Lex. rhet.12

alpha

2

Ἀβυρτάκη (Theopomp. com. fr. 17)· βαρβαρικόν τι ἔδεσμα ἐκ δριμέων κατασκευαζόμενον καρδάμων καὶ σκορόδων καὶ σινάπεως B, Sym. 16, EM 30. Lex. rhet.

alpha

3

Ἄβολος (Soph. fr. 408)· ὁ μηδέπω ἐκβεβληκὼς τοὺς ὀδόντας πῶλος. καὶ γνώμων ὁ ὀδ[ούς, ὅτι ἀπὸ] τούτου ἡ ἡλικία γνωρίζεται τῶν πώλων τε καὶ μόσχων· τριάκοντα γὰρ μηνῶν γενό‐ μενοι ἐκβάλλουσι τοὺς πρώτους ὀδόντας, εἶτα ἐνιαυτοῦ παρελθόντος
5τοὺς δευτέρους, καὶ μετ’ ἄλλον ἐνιαυτὸν τέλειοί εἰσιν οἱ τεττάρων ἡμίσεων ἐτῶν. ἀφ’ οὗ καὶ λειπογνώμονες καλοῦνται οἱ μηκέτι διὰ τῶν ὀδόντων γνωσθῆναι δυνάμενοι B, Sym. 17, EM 20. Lex. rhet.

alpha

4

Ἁβροείμονες (com. adesp. 1275)· λαμπροφόροι, ἁπα‐ λοφόροι· ἁβρὸν γὰρ τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν· ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός· παρὰ τὸ ἅπτω, ὁ εὐαφής. ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ βάρους B, Sym. 18, EM 23, Et. Gud. (c) α 35. *Lex. rhet.
5Ἀβολήτωρ (Antim. fr. 76 Wyss): Sym. 19, EM 21.
*Orio.〉14

alpha

5

Ἀβρότων· κοχλίου εἶδος· οἱ δὲ ἀκρίδων, αἵτινες πολλαὶ γενόμεναι τοὺς καρποὺς διαφθείρουσιν· οἱ δὲ μελιττῶν. οἱ δὲ ἀπρότων
φασίν, ὅ ἐστιν ἀντὶ τοῦ λῃστῶν B, Sym. 20, EM 25. *Lex. rhet.15

alpha

6

Ἀβίων (Ν 6)· ἤτοι βιοῖς μὴ χρωμένων, ὅ ἐστι τόξοις. ἢ βίοις, ὅ ἐστι νόμοις καὶ πολιτείαις. 〈ἢ〉 μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α,
ἵν’ ᾖ πολυβίων B, Sym. 21, EM 13. *Comm. Hom. 〈Ἄβρομοι (Ν 41): Sym. 22, EM 28. *Comm. Hom.〉16
5Ἀβρότη (Ξ 78): Sym. 23, EM 26, Et. Gud. (c) α 37, eust. 968, 44. *Comm. Hom.〉 〈Ἁβρός (Anacr. fr. 141 Gentili): Sym. 24, EM 22, Et. Gud. (c) α 36. Orio 3, 11 + Et. Parv.〉 〈Ἀβροτάξομεν (Κ 65): Sym. 25, EM 27, Et. Gud.
10(c) α 40. Orio 13, 9.〉
Ἀγαθός: Sym. 26, EM 41 + 39. Orio 1, 1 + 29, 1.〉17

alpha

7

Ἀγοράζω (Or. inc.)· †πολὺ μὲν παρ’ αὐτοῖς ἐπὶ τοῦ ἐν ἀγορᾷ διατρίβειν. εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγοράζειν B, Sym. 27,
EM 164. Lex. rhet.18

alpha

8

Ἄγαμαι· ἄγαμαι αὐτοῦ. καὶ τοῦτο μᾶλλον οὕτω συντάσ‐ σουσι καὶ τὸ θαυμάζειν πολλάκις B, Sym. 28. *Lex. rhet. 〈Ἀγαίεται (Hes. op. 333): Sym. 29, EM 40. Schol. Hes. op.〉

alpha

9

Ἄγγαροι (Theopomp. FGH 115 f 109) οἱ ἐκ δια‐ δοχῆς γραμματηφόροι. οἱ δὲ αὐτοὶ καὶ ἀστάνδαι. λέγεται δὲ καὶ ἀγ‐ γαροφορεῖν (cf. Men. fr. 353) ἐπὶ † τὸ φορτία φέρειν κατὰ διαδοχήν B, Sym. 30, EM 65. Lex. rhet.
5Ἀγγριάς: EM 66. Orio.〉

alpha

10

Ἀγκαλιαγωγοί· οἱ ἀγκαλίδας ἄγοντες ἐν πλοίοις. ἢ ἐπὶ θρεμμάτων. ἀγκαλιδοφόροι δὲ αὐτοὶ οἱ φέροντες· ἀγκαλιδοπῶ‐ λαι δὲ οἱ πιπράσκοντες B, Sym. 31, EM 137. Lex. rhet. 〈Ἄγαλμα (Δ 144): Sym. 32, EM 49 + 50. epim.
5alph. 336, 30.〉 〈Ἀγάλακτες (Call. Hy. 2, 52): Sym. 33, EM 51, Et. Gud. (c) α 89. Orio〉
Ἀγαθίς (com. adesp. 827): Sym. c 31. Lex. rhet.〉 ?19

alpha

11

Ἄγλιθες (Nic. ther. 874)· ἐξ ὧν ἡ κεφαλὴ τοῦ σκορόδου σύγκειται B, Sym. 34, EM 136a. 〈Ἀγαμέμνων (Α 102): Sym. 35, EM 52b. Et. Gud.
(ζ) α 79.〉20

alpha

12

Ἀγανοῖς (Β 180)· προσηνέσι, πραέσιν. ἀπὸ τοῦ ἀγάζω, τὸ θαυμάζω, γίνεται ἀγανός, ὅπερ ἀπὸ τοῦ ἄγαν γίνεται καὶ τοῦ
αἰνεῖσθαι B, Sym. 36, EM 53.21

alpha

13

Ἀγαπήνωρ (Θ 114 ...)· ὁ γενναῖος [καὶ] ἀνδρεῖος, ὁ ἀγα‐ πῶν τὴν ἠνορέην, ὅ ἐστι τὴν ἀνδρείαν. [ἔστι καὶ ὁ ἀγαπώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ?] B, Sym. 37, EM 56.

alpha

14

Ἀγάπη· παρὰ τὸ ἄγαν ποιότητα ἔχειν. [......................] B, Sym. 38, EM 54 pars altera.

alpha

15

Ἀγασάμενοι (Η 41 ...)· θαυμάσαντες. (Γ 224) [οὐ τό]τε γ’ Ὀδυσσῆος ἀγασσάμεθ’ εἶδος ἰδόντες. ἀγῶ ἀγάζω. οὕτως Ὠρίων (612, 1 Werfer) B, Sym. 39, Et. Gud. (c) α 99. Orio l. c.

alpha

16

Ἀγαστόρων (Lycophr. 264)· τῶν ὁμογάστρων, τῶν
ἀδελφῶν. Λυκόφρων (l. c.)·
τῶν φιλτάτων σου τῶν ἀγαστόρων τρόφιν, σημαίνει δὲ τὸν τρόφον καὶ κλίνεται τρόφις τρόφιος B, Sym. 40,
22
5EM 57. Schol. Lycophr.

alpha

17

Ἀαγές (λ 575)· ἄθραυστον· ἀπὸ τοῦ ἄγω, τὸ κλάνω, ἀγής, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀαγής· καὶ τὸ οὐδέτερον τὸ ἀαγές B, Sym. 41, EM 101b.

alpha

18

Ἀγαυός (G 268 ...)· ἐκ τοῦ ἀγῶ, τὸ θαυμάζω, γίνεται ἄγημι ἄγαμαι † ἄγασται ἀγαός, καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ Αἰολικῶς ἀγαυός, ὡς ναός ναυός. ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω, τὸ γαυριῶ, γίνεται γαῖος, καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς υ, ὡς δίφρος δύφρος, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α
5ἀγαυός B, Sym. 42, EM 58. Orio 3, 8.

alpha

19

Ἀγαυρός (Hes. th. 832)· παρὰ τὸ ἀπὸ γῆς αἴρεσθαι· ἢ παρὰ τὸ γαίω, τὸ γαυριῶ· ἢ παρὰ τὸ ἄγη, ὃ σημαίνει τὴν ἔκπληξιν, γίνεται ἀγηρός καὶ ἀγαυρός. σημαίνει δὲ καὶ τὸν ὑπερήφανον B,
Sym. 43, EM 59, Et. Gud. (c) α 102. Orio 14, 1.23

alpha

20

Ἀγαυρίαμα (LXX Jerem. 31, 2 ...)· παρὰ τὸ γαίω, τὸ γαυριῶ, γίνεται γαῖρος, καὶ τροπῇ [τοῦ ι] εἰς [υ], ὡς κλαίω κλαύσω, καίω καύσω, καὶ ἐν ἐπιτάσει τοῦ α ἀγαυρός. καὶ † γαυριᾶν, τὸ με‐ γάλως γαυριᾶν καὶ ἐπαίρεσθαι. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 44, EM
560, Et. Gud. (c) α 101. Methodius.

alpha

21

Ἀγαυγή (Call. fr. 274)· οἷον (l. c.)· Ἀπόλλωνος † ἀγαυγή·
παρὰ τὸ αὐγή B, Sym. 45, EM 61.24

alpha

22

Ἀγερσικύβη[λιν (Cratin. fr. 62)· κύβηλις λέγεται ὁ πέλεκυς ὁ μαντικός. οἱ δὲ τὸν ἐφ’ ἑαυτῷ ἐγείροντα τὸν πέλεκυν] B, Sym. 46, EM 84a. *Lex. rhet.

alpha

23

Ἀγελαῖος (Isocr. 12, 18)· ἰδιώτης, ῥεμβώδης· παρὰ τὸ ἀγέλη, τὸ δὲ ἀγέλη ἀπὸ τοῦ ἄγω [...................] B, Sym. 47, EM 80, Et. Gud. (c) α 116. Lex. rhet.

alpha

24

Ἀγορὰ ἐφορία (Dem. or. 23, 37)· ἡ πρὸς τοῖς κοινοῖς [ὅροις] γινομένη τῶν ἀστυγειτόνων· οὗ οἱ ὅμοροι ὅπου συνι[όντες
περὶ τῶν] κοινῶν ἐβουλεύοντο B, Sym. 48, EM 168. *Lex. rhet.25

alpha

25

Ἀγγεῖλαι (Ο 159)· κυρίως τὸ διὰ λόγων κελεύειν· παρὰ τὸ λέγω ἀνλέγω [καὶ] καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀγγέλω τροπῇ τοῦ ν εἰς τὸ γ B, Sym. 49, EM 68. Orio 31, 9.

alpha

26

Ἀγγεῖον· ἀπὸ † τὸ δι’ αὐτοῦ τι ἄγειν καὶ φέρειν. οὕτως Ὠρίων (19, 12) B, Sym. 50, EM 67. Orio l. c.

alpha

27

Ἀγγαροφορεῖν (Men. fr. 353)· τὸ κατὰ διαδοχήν [τι] πεμ[πό]μενον φορτίον B, Sym. 51. Lex. rhet.

alpha

28

Ἄγγελος· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω, τὸ ὁμοιῶ, γίνεται εἴκελος, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἄγγελος πλεονασμῷ ἑτέρου γ. τὰ γοῦν παρ’ αὐτὸ συγκείμενα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται, οἷον ἀρχάγ‐ γελος B, Sym. 52, EM 77. Orio 611, 15 Werfer.

alpha

29

Ἀγγελίην (Λ 140)·
ἀγγελίην ἐλθόντα, ἀντὶ τοῦ ἄγγελον. δύο δὲ σημαίνει ἡ λέξις παρὰ τῷ ποιητῇ, τὴν πρε‐
σβείαν, ὡς ἐν τῷ (Ο 314)26
5ἀγγελίην ἐλθόντα εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ, καὶ τὸν ἄγγελον, ἤτοι πρέσβυν, ὡς ἐνταῦθα B, Sym. 53, EM 78.
*Orio.27

alpha

30

Ἀγερμός· οὐκ ἀγυρμός. Πλάτων δὲ ἀγερμὸν εἴρηκεν τὸν συναθροισμόν (Polit. 272c, legg. 845e) B, Sym. 54, EM 83. *Lex. rhet.

alpha

31

Ἀγελείη (Δ 128)· ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ ἄγουσα λείαν ἀπὸ τοῦ πολέμου, ὅ ἐστιν ἡ λαφυραγωγός B, Sym. 55, EM 79; Eust. 818, 27. *Comm. Hom.? 〈Ἀγγρίς: Sym. c 53. *Lex. rhet.〉?

alpha

32

Ἀγέρωχος· ῥητορικὴ ἡ λέξις, σημαίνει δὲ τὸν αὐθάδη, παρὰ τὸ ἄγαν αὐχεῖν. ἢ ὁ ἔντιμος καὶ ἀνδρεῖος παρὰ τὸ ἄγαν γερου‐ χεῖν B, Sym. 56, EM 81. Orio 5, 16 + Lex. rhet.

alpha

33

Ἀγησίλαος· ἐπώνυμον τοῦ Ἅιδου· Καλλίμαχος (Hy. 5, 130)·
φοιτάσει μεγάλῳ † Ἀγεσιλάῳ. εἴρηται παρὰ τὸ ἄγειν τοὺς λαούς· ἄρχων γὰρ [τῶν θανόντων].
28
5οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 57, EM 89. Methodius.

alpha

34

Ἀγέραστος (Α 119)· οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ γέρας, οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ γεράζω γεράσω γεγέρακα γεγέρασμαι γεγέρασαι γεραστός καὶ
ἀγέραστος B, Sym. 58, EM 82. *Orio.29

alpha

35

Ἀγείρατον· ἀγέρατον· γέρας ἡ τιμή· παρὰ τὸ γέρας κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι B, Sym. 59, EM 86. *Orio.

alpha

36

Ἀγήραον (ε 136 ...)· ἄφθαρτον, μὴ γηράσκοντα· παρὰ τὸ γῆρας B, Sym. 60, EM 88. *Orio.

alpha

37

Ἀγείρω· τὸ γει δίφθογγον· ἀγέρρω γὰρ λέγουσιν οἱ Αἰο‐ λεῖς. ἢ ὅτι καὶ ἀγερῶ ὁ μέλλων ἐκ τοῦ ἄγω B, Sym. 61, EM 84b. Choerob. Orth. 175, 21.

alpha

38

Ἄγη (Φ 221)· σημαίνει τὸ ἐκπλήττομαι καὶ τὸ θαυμάζω· γέγονε παρὰ τὸ ἄζω ἢ ἀγῶ, τὸ θαυμάζω· οἱ γὰρ ἐκπληττόμενοι εἴς τι ὑπερέχον ἄγονται. ἔστι δὲ ἄκλιτον, ἐπειδὴ τὰ εἰς γη ἰαμβικὰ οὐ‐ δέποτε ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, οἷον στέγη ταγή φυγή. πρόσκειται
5«ἰαμβικά» διὰ τὸ ἀγή, ὃ σημαίνει τὴν ἀπόκλασιν τοῦ κύματος· τοῦτο γὰρ ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, ἀλλ’ οὐκ ἔστιν ἰαμβικὸν ἀλλὰ σπονδειακόν, τὸ γὰρ α μακρὸν ἔχει. ἐπεὶ οὖν τὸ ἄγη εἰς γη ἔστιν ἰαμβικὸν καὶ ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται, εἰκότως ὡς μὴ ἔχον τι μιμή‐ σασθαι ἄκλιτον ἔμεινεν B, Sym. 62, EM 90. Choerob. in Theod. I
10308, 10.

alpha

39

Ἀγειρέσθω (Β 304)· ἐκ τοῦ ἀγείρω, τὸ συναθροίζω,
γίνεται ἀγειρέσθω καὶ οὐχὶ ἀγειράσθω, ἐπειδὴ τὰ εἰς ω λήγοντα ῥήματα βαρύτονα, εἰ μὲν μακρᾷ παραλήγονται, διὰ τοῦ αθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν, οἷον κίω κιάθω, εἴκω εἰκάθω, ἀμύ[νω] ἀμυ‐30
5νάθω, εἴργω εἰργάθω, εἰ δὲ βραχείᾳ παραλήγονται, διὰ τοῦ εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν, οἷον φλέγω φλεγέθω, νέμω νεμέθω, ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ παραγωγήν.
ἀγερέθω ἀπέβαλε τὸ ι B, Sym. 63, EM 85.31

alpha

40

Ἀγήνωρ (Β 276 ...)· ἐκ τοῦ ἄγαν καὶ τοῦ ἀνήρ γίνεται ἀγά‐ νωρ καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η ἀγήνωρ· τὸ γὰρ ἀνήρ κατ’ ἀρχὴν μὲν [συντιθέμενον τρέπει τὸ α εἰς η καὶ τὸ η εἰς ω], οἷον εὐήνωρ Ἀντή‐ νωρ· τὸ δὲ † Νικάνωρ Νικήνωρ † κατὰ τροπὴν γέγονε Βοιωτικὴν
5†τοῦ α εἰς η† B, Sym. 64, EM 104a, Et. Gud. (c) α 140. Me‐ thodius.

alpha

41

Ἀγῆλαι (Eur. Med. 1027)· τιμῆσαι θεόν, ἀγλαΐσαι. Εὔ‐ πολις (fr. 119)·
καὶ προσαγήλωμ’ ἐπελθόντας, καὶ Ἀριστοφάνης (Pac. 396)·
5
καί σε θυσίαις προσόδοις τε μεγά‐
λαις ἀγελοῦμεν B, Sym. 65, EM 106. *Lex. rhet. 〈Ἀγή (Ap. Rh. 1, 554): Sym. 66, EM 101a. Methodius.〉 〈Ἀγηλάτῳ (Lycophr. 436): Sym. 67, EM 107. *Me‐
10thodius.〉32
Ἀγήνωρ (Β 276 ...): Sym. 68, EM 104b. Methodius.〉 〈Ἄγημα: Sym. c 62. Lex. rhet.〉 〈Ἀγητοί (Ε 787): Sym. c 60, EM 108, Eust. 710, 7. *Comm. Hom. ?〉34
15Ἀγηνορίαις (Ι 700): Sym. 69, EM 105. *Comm. Hom.?〉 〈Ἀγήοχα: Sym. 70, EM 103. Zenob. p. 13, 14 la roche.〉
Ἀγηγέρατο (Δ 211): Sym. 71, EM 102. *Zenob.〉35
20Ἀγινῶ (Ω 784): Sym. 72, EM 109.〉 〈Ἅγιος: EM 110. *Lex. rhet.〉 〈Ἀγκάς (Ε 371 ...): Sym. Z24, EM 125. *Comm. Hom.〉 〈Ἀγκύλος: Sym. 73, EM 129. Comm. Hom. + Lex. αἱμ.〉
25 〈†Ἀγκονίδες: Sym. 74, EM 113. *Lex. rhet.?〉 〈Ἀγκυλοχείλης (τ 538): Sym. 75, EM 131, Eust. 1068, 47. *Comm. Hom.?〉 〈Ἀγκοίνη (Ξ 213): Sym. 76, EM 112. Orio 170, 18.〉 〈Ἄγκιστρον (δ 369): Sym. 77, EM 127a, Et. Gud.37
30α 1. *Orio.〉 〈Ἀγκιστρούμενος (Lycophr. 67 ἠγκιστρωμένη): EM 128. Schol. Lycophr.〉 〈Ἀγραφίου (Dem. or. 58, 51): Sym. 78, EM 171. *Lex. rhet.〉
35Ἀγκυλομήτεω (Β 205 ...): Sym. 79, EM 130.〉 〈Ἀγμούς (Nic. al. 391): Sym. 80, EM 139. *Schol. Nic.〉 〈Ἀγκών (Chrysipp. fr. II 159 Arnim): Sym. 81, EM 111.
Orio 17, 8.〉38
40Ἄγκη (Σ 321 ...): Sym. 82, EM 126. Orio 19, 13.〉 〈Ἀγλαά (Α 23...): Sym. 83, EM 132. *Orio.〉 〈Ἀγλαΐα: Sym. 84, EM 133.〉 〈Ἀγλευκής (Epicharm. fr. 140 kaibel): Sym. 85, EM 135. Glossa Anon. in Epim. Hom. 85, 20.〉
45Ἀγλαϊεῖσθαι (Κ 331): Sym. 86, EM 133. *Comm. Hom.〉 〈Ἁγνός: Sym. 87, EM 140. *Orio.〉
Ἄγνος (Nic. ther. 71): Sym. 88, EM 142. Orio.〉 〈Ἀγνοῶ (Α 537): Sym. 89, EM 143, Et. Gud. α 15.40

alpha

41

(50)

Orio 25, 29.〉 〈Ἄγνυμι (Π 769): Sym. Z37, EM 144. *Comm. Hom.〉
Ἀγνώς: Sym. Z16, EM 141.〉 〈Ἀγός (Γ 231): EM 154. *Comm. Hom.?〉 〈Ἀγορεύω: Sym. 90, EM 162, Et. Gud. α 23. epim.42
55var. An. Ox. II 338, 15.〉 〈Ἄγρει (Ε 765): Sym. 91a, EM 172, Eust. 985, 13. *Comm. Hom.〉 〈Ἀγρεύς (Ap. Rh. 2, 507): Sym. 91b, EM 173. *Schol. Ap. Rh.〉
60Ἄγραυλοι (κ 410): Sym. 92, EM 188, Et. Gud. (c) α 199. *Comm. Hom.〉 〈Ἀγρόμενοι (Η 134 ...): Sym. 93, EM 176. Zenob. p. 27, 8 La Roche.〉 〈Ἀγοράασθαι (Β 337): Sym. 94, EM 163. *Ze‐
65nob.?〉 〈Ἄγον (Β 834 ...): Sym. 95, EM 159. *Zenob.?〉 〈Ἀγορήν (Β 93 ...): Sym. 96, EM 161.〉 〈Ἀγορανόμοι (Arstt. resp. Ath. 51): Sym. 97, EM 167. Lex. rhet.〉44
70Ἀγοστός (Soran. fr. 3 Scheele): Sym. 98, EM 156, Et. Gud. α 28. Orio 17, 6.〉 〈Ἀγκών (Soran. fr. 2 Scheele): Sym. 98, EM 156.
Orio 17, 8.〉 〈Ἄγρα: Sym. 99, EM 169. Lex. rhet.〉46
75Ἀγρυπνία: Sym. 100, EM 175. Orio 18, 20 (612, 25 werfer).〉 〈Ἀγροτέρας ἐλάφους (ζ 133): Sym. 101, EM 179, Et. Gud. α 34. *Orio.〉 〈Ἀγροτέρη (Φ 471): Sym. 102, EM 178. *Orio.〉
80Ἄγριος (Δ 23 ...): Sym. 103, EM 174. *Orio.〉 〈Ἀγρός (Ψ 832?): Sym. 104, EM 177. Orio 14, 19.〉 〈Ἄγριοι (Aeschin. 1, 52): EM 183. *Lex. rhet.〉 〈Ἀγρώσσω (ε 53): Sym. 105, EM 194.〉48
Ἀγρωσταί (Eur. Rh. 287): Sym. 105, EM 195.〉50
85Ἀγχίσης: Sym. 106, EM 206 + 203. Choerob. orth. 170, 1.〉 〈Ἀγύρτας (Agath. hist. 4, 8, 2): Sym. 107, EM 199. Lex. αἱμ.〉 〈Ἀγρίφη: Sym. c 92, EM 181.〉52

alpha

42

Ἀγρ[οιώτης (Λ 549 ...)·... ἀγροίτη]ς καὶ [κατ’ ἐπένθεσιν ?....] B, Sym. 108, EM 180. Orio 30, 7. 〈An. Bekk. 332, 13 ἀγυιαί (Ε 642, Z 391)· ἄμφοδα,
5ῥῦμαι· καὶ Ὅμηρος εὐρυάγυιαν λέγει τὴν πλατυάμφοδον, οἷον (Β 12, 29)·
νῦν γάρ κεν ἕλοις πόλιν εὐρυάγυιαν. ἢ ἐπιμήκεις ὁδοί, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν πως γυῖα καὶ μέλη καὶ κάμψεις, τὰ δὲ ἄμφοδα ἔχουσιν ἑκατέρωθεν διεξόδους καὶ ταύτῃ διαφέρει. ἢ παρὰ τὸ ἄγω, τὸ πορεύομαι (Ζ 252)·
10
Λαοδίκην ἐσάγουσα θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην. οὕτως Ὠρίων (cf. 22, 17); Eust. 166, 21 (?). Orio.〉

alpha

43

Ἀγυιά (Υ 254)· ἡ ὁδός· παρὰ τὸ ἄγω, τὸ πορεύομαι B, Sym. 109, EM 197. Orio 22, 17.

alpha

44

Ἄγυρις (γ 31)· ἡ ἄθροισις· παρὰ τὸ ἀγείρω, ἐξ οὗ ἀγορά γίνεται· ἀγορῶ ῥῆμα, ἐξ οὗ ὄνομα θηλυκὸν ἄγορις, καὶ τροπῇ τοῦ
ο εἰς υ ἄγυρις B, Sym. 110, EM 198, Et. Gud. α 38. Orio 27, 4.53

alpha

45

[Ἄγρωστις (ζ 90)]· ἔστιν ἔδω, τὸ ἐσθίω, ὁ μέλλων ἔσω, ὁ παρακείμενος ἦκα, ὁ παθητικὸς ἦσμαι. τὸ βʹ ἦσαι, [τὸ γʹ ἦσται κ]αὶ ἐξ αὐτοῦ ἦστις. καὶ [ἐπειδὴ] τὰ ἀπὸ τοῦ παθητικοῦ παρα‐ κειμένου γινόμενα ὀνόματα συνάρχεσθαι θέλουσι τοῖς ἰδίοις ἐνεστῶσι,
5γίνεται ἔστις, 〈***〉 [καὶ] τροπῇ Δωρικῇ τῆς ου διφθόγγου εἰς ω [ἄγ]ρωστις B, Sym. 111, EM 196. *Orio.

alpha

46

Ἄγχι· σημαίνει τὸ πλησίον· παρὰ τὸ ἀγχοῦ ἀγχόθι ἄγχι κατὰ συγκοπήν B, Sym. 112, EM 203. *Orio.

alpha

47

Ἄγχειν (Γ 371)· παρὰ τὸ ἄγω ἄγειν· τὸ τὸν φάρυγγα συνάγειν B, Sym. 113, EM 209, Et. Gud. α 41. Orio 15, 3 (612, 2 werfer).

alpha

48

Ἀγχλάσας (Ap. Rh. 2, 585)· ἀναχαλά[σας, ἀνακουφί‐ σας], ἀναβαστάσ[ας] B, Sym. 114, EM 211. *Schol. Ap. Rh.

alpha

49

Ἀγχίμολον (Δ 529 ...)· ἐγγύς, πλησίον· παρὰ τὸ ἄγχι [καὶ τὸ μολῶ, τὸ παραγίνο]μαι B, Sym. 115, EM 207. *Comm.
Hom.54

alpha

50

Ἀγχηστῖναι (Ε 141)· ἀπὸ τοῦ ἄγχιστος ἀγχιστῖνος καὶ ἀγχιστῖναι. τὸ [δὲ] ἄγχιστος [ἐστὶν] ὑπερθετ[ικόν]· γίνεται δὲ [ἀπὸ τοῦ ἀγχοῦ ἀγχό]τερος ἀγχίων ἄγχιστος καὶ ἀγχιστί[νδην] B, Sym. 116, EM 202. *Comm. Hom.

alpha

51

[Ἄγχαυρον (Ap. Rh. 4, 111)· τὸ καλούμενον] λυκό‐ φως· [σημαίνει δὲ] τὴν ὀρθρι[νὴν τὴν πλ]ησίον τῆς αὔρας· [ἀγχίαυ‐ ρος καὶ ἄγχαυρος· αὔρα δὲ ἡ ἡμέρα] B, Sym. 117, EM 201.
Schol. Ap. Rh.56

alpha

52

[Ἀγών· οὐ]χ εὗρον αὐτοῦ ἐτυμολογίαν. [ἐγὼ δέ φημι· παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγών,] ὁ φέρων πολλὴν [ὄχλησιν καὶ ἀδημο‐ νίαν .................... (θ 260)·
.......] καλὸν δ’ εὔρυνον ἀγῶνα
5[................] τὸ ἄθροι[σμα ....................] B, Sym. 118, EM 224. Comm. Hom. + Orus, Περὶ πολυσημ. λέξεων ?

alpha

53

[Ἀγχώμαλα (Agath. hist. 5, 1, 8)]· παρὰ μι[κρὸν ἴσα, ἐγγὺς τοῦ ὁμαλοῦ· ἀπὸ τοῦ] ἄγχι, ὃ [σημαίνει] τὸ ἐγγύς, καὶ τὸ ὁμαλ[όν γέγονεν] ἀγχώμαλος. τὰ [παρὰ τὸ ὁμαλό]ς συντ(εθέντα) [διὰ] τοῦ [ω μεγάλου γράφεται ...] B, Sym. 119, EM 210. Lex.
5αἱμ.

alpha

54

[Ἀγυιά (Υ 254)· ...] καὶ ὀξυ(νόμενον) B, Sym. 120, EM 197.
Ἄγω: EM 212. *Orus, Περὶ πολυσημ. λέξεων. ?〉 〈Ἀγώμενος: EM 222. *Schol. Hes. th.〉57

alpha

55

[Ἀγωνία (Chrysipp. fr. III 408 Arnim)· ἐπὶ τοῦ εἰς ἀγῶ‐ να] μέλλοντος [κατιέναι]· καταχρ[ηστικῶς δὲ] καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπλῶς φόβου B, Sym. 121, EM 223. Orio.

alpha

56

Ἀγγελλόντων (Θ 517)· ἀντὶ τοῦ ἀγγελλέτωσ[αν οἱ Ἀτ]τικοί φασιν· οὗτοι [γὰρ] ἐπὶ τῶν προστακτικῶν τῶν ἀπὸ ὁριστι‐ κῶν γινομένων, τῶν μὴ ἐχόντων τὸ μ κλιτι[κόν, τὸ τρίτον πρόσωπον] πληθυντικῶν ὁμοφώνως ποιοῦσι τῇ γενικῇ τῶν πληθυντικῶν τῶν
5ἰδίων μετοχῶν· τύπτετε τυπτόντων ἀντὶ τοῦ τυπτέτωσαν. ἐπὶ [δὲ] τῶν ἐχόντων τὸ μ κλιτικὸν [τὸ τρίτον πρόσωπον] τῶν [πληθυντικῶν ὁμοφώνως πο]ιοῦσι τῷ τρίτῳ τῶν δυϊκῶν· τύπτεσθε τυπτέσθων
ἀντὶ τοῦ τυπτέσθωσαν B, Sym. 122, EM 69. *Comm. Hom.58

alpha

57

Ἀδέκαστος· δίκαιος· παρὰ τὸ [δέχω] δέδεγμαι δεκαστός καὶ ἀδέκαστος, ὁ μὴ δεχόμενος πρόσωπον ἢ δῶρα B, Sym. 123, EM 231.

alpha

58

Ἀδελφός (Soran. fr. 4 Scheele)· δελφὺς λέγεται ἡ μήτρα,
[καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ ὁ]μ[οῦ] γίνεται ἀδελφός, οἱονεὶ ὁμόδελφύς τις ὤν, [ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος. καὶ] ἀδελφίζειν (Apollophan. com. fr. 4) τὸ ἀδελφὸν καλεῖν B, Sym. 124, EM60
5229. Orio 612, 23 Werfer + *Lex. rhet.

alpha

59

Ἀδελφιδοῦς· [ἰστέον, ὅτι τὰ εἰς δους λήγοντα εἰς] ου ἔχει [τὴν] γενικήν, [οἷον] ὁ ἀδελφιδοῦς τοῦ ἀδελφιδοῦ, ὁ θυγα[τρι‐ δοῦς τοῦ θυγατριδοῦ. γέγονε δὲ] ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδέος καὶ θυγατρι‐ δέος [κατὰ κρᾶσιν· οὐδέποτε γὰρ εὐθεῖα διαλύε]ται· τὸ γὰρ εἷς
5ἕεις πλεονασμὸν ἔχει τὸ ε. πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας [...] B Sym. 125, EM 230. Choerob. in Theod. I 241, 35; 242, 11.

alpha

60

[Ἀδ]αξῆσαι· [σημαίνει τὸ κνῆσαι] B, Sym. 126, EM 227. *Lex. rhet. 〈Ἀδαγμός (Soph. Tr. 770)· Sym. c 101, EM 227.
*Lex. rhet.〉61

alpha

61

[Ἀδ]αήμων (Ν 811 ...)· [ἄπειρος· ἀπὸ τοῦ δαίω, τὸ μανθάνω,] δαῶ δαήσω δαήμων καὶ ἀδαήμων. ἀπὸ τοῦ δαίω δαῶ, συστολῇ τοῦ ι καὶ μετα[θέσει τοῦ τόνου] B, Sym. 127, EM 226.

alpha

62

Ἀδδεές (Θ 423 ...)· ἄφοβε· ἀπὸ τοῦ δέος, ὃ σημαίνει τὸν φ[όβον, γίνεται] δεής καὶ ἀδεής, καὶ τὸ θη[λυκὸν ἀδεής] καὶ τὸ οὐδέτερον ἀδεές, πλεονασμῷ ἑτέρου δ ἀδδεές B, Sym. 128, EM 228.

alpha

63

Ἀδευκής (δ 489)· ὁ ἀπροσδόκητος, [ἀν]είκαστος, ἄγνω‐ στος· παρὰ τὸ δείκω, τὸ δεικνύω, δεικής καὶ ἀδεικής, καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς υ ἀδευκής B, Sym. 129, EM 232, Et. Gud. α 51. Orio 24, 20.

alpha

64

Ἀδήριτος (Ρ 42)· ἔστι δῆρις δηρίω, ὡς κόνις κονίω
[καὶ μῆτις] μητίω· τούτου τοῦ δηρίω ὁ παθητικὸς παρακείμενος δεδήριμαι, τὸ γʹ δεδήριται, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος. τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται τὴν ει· ἄτιτος ἀκόνιτος [Μού]νιτος ὄνομα Ἑρμαφρό‐62
5διτος Θεοδώρητος λίητος ἐπίκτητος σῖτος μίτος λῖτος, χωρὶς εἰ μὴ ὦσι σύνθετα παρὰ τὸ κλειτος διὰ τὸ Ἡράκλειτος πολύκλειτος. περὶ γὰρ τοῦ Ῥῖτος (Ῥῖτοι δ’ εἰσὶ ποταμοὶ δύο) διάφοροι δόξαι γεγόνασιν· ὁ μὲν Ἡρωδιανὸς (II 577, 34) βαρύνει αὐτὸ καὶ διὰ τοῦ ι γράφει ὁμοίως † τὸ σῖτος, ὁ δ’ Ὦρος ὀξύνει καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφει
10ὁμοίως † τὸ κλειτός καὶ σειστός· σημαίνει δὲ τὸ σειόμενον, ἀλλ’ οὐκ ἔστι διὰ τοῦ [ιτος] B, Sym. 130, EM 257, Et. Gud. α 53. Choe‐ rob. Orth. 170, 4.

alpha

65

Ἀδευκέος (Ap. Rh. 1, 1037)· ἀπεοικυίας ἢ πικρᾶς· δεῦ‐ κος γὰρ τὸ γλυκύ, ὅθεν καὶ Πολυδεύκης ἐκλήθη B, Sym. 131, EM 233. Schol. ap. Rh.

alpha

66

Ἀδέψητον (υ 2)· [σημαίνει ὠμόν], ἀνέργαστον· δεψῶ δεψήσω δεδέψηκα· ἀπὸ τοῦ ἕψω δὲ γίνεται B, Sym. 132, EM
234, Eust. 1880, 29.63

alpha

67

Ἀδηφάγος· παρὰ τὸ ἄδην, τὸ δαψι[λῶς], καὶ † τοῦ φήγω ἀδηφάγος B, Sym. 133, EM 252, Et. Gud. α 55. Epim. var. ao II 338, 17.

alpha

68

Ἁδεῖν (Γ 173)· τὸ ἀρέσαι· ἀπὸ τοῦ ἀδῶ, τὸ ἀρέσκω. ἢ ἥδω ἥσω ἄδον ὁ βʹ [ἀόριστος], ἐξ οὗ τὸ (Μ 80)
ἅδε δ’ Ἕκτορι, ὁ βʹ μέλλων ἁδῶ ἁδεῖς ἁδεῖ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν B, Sym.
5134, EM 235, Et. Gud. α 49. *Comm. Hom.64

alpha

69

Ἄδην (Ε 203 ...)· τὸ κεκορεσμένως. ἔστιν ἑῶ, τὸ δηλοῦν τὸ κορεννύω, οἷον (Τ 402)·
ἐπεὶ χ’ ἑῶμεν πολέμοιο· ἐξ οὗ παράγωγον ἕδω, καὶ ἄδην ἐξ αὐτοῦ. δηλοῖ δὲ καὶ τὴν ἡδονήν,
5οἷον (ι 353)·
ἥσατο δ’ αἰνῶς. λαμβάνεται δὲ καὶ τὸ τερφθῆναι ἐπὶ τοῦ κορεσθῆναι, οἷον (ζ 99)·
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιο τάρφθεν. ἢ ἀπὸ τοῦ † ἄσω ὦ ᾆς ᾆ, τὸ δηλοῦν τὸ αὐτό, οἷον (Λ 818)·
66
10
ἄσει ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας, γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἦδος καὶ ἄδος, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄδην B, Sym. 135, EM 236, Et. Gud. (c) α 241. Orio 25, 20.

alpha

70

Ἀδικίου (Arstt. resp. Ath. 54, 2)· ὄνομα δίκης κατὰ τῶν ἀδικούντων ἢ ὁπωσοῦν ἀδικούντων. τῆς δὲ δίκης τὸ τίμημα ἀργύ‐ ριόν ἐστιν ἀποτινύμενον ἁπλοῦν B, Sym. 136, EM 260. *Lex. rhet.

alpha

71

Ἀδηκότες (Κ 98 ...)· κεκμηκότες, δαμασθέντες, ἀδημο‐ νοῦντες, τουτέστιν ὑπὸ κόπου ἀηδῶς διακείμενοι· ἀηδῶ † οὖν ἀηδήσω B, Sym. 137a, EM 254. *Comm. Hom. 〈Ἅιδης· Sym. 137b, EM 253, Et. Gud. (c) α 226. Orio
526, 25 (?).〉67

alpha

72

Ἄδδιξ (Aristoph. fr. 709)· μέτρον τι οἶμαι τετραχοίνικον B, Sym. 138, EM 259. Lex. rhet.

alpha

73

Ἀδινάων (Β 87 ...)· παρὰ τὸ ἄδην, τὸ σημαῖνον τὸ πλῆ‐ ρες, γέγονεν ἀδινός, τὸ θηλυκὸν ἀδινή καὶ ἀδινῶν ἀδινάων. τὸ δι ι· τὰ εἰς νος ὀξύτονα ἀπὸ ἐπ[ιρρήματος γινόμενα διὰ τοῦ ι] γράφονται, οἷον πύκα πυκινός, ἄδην ἀδινός B, Sym. 139, EM 256b. Epim.
5Hom.

alpha

74

Ἀδίοπον (Aesch. fr. 256)· τὸ ἄναρ[χον] καὶ ἀφύλα‐ κτον B, Sym. 140, EM 258. Lex. rhet.

alpha

75

Ἀδινώτερος· παρὰ τὸ ἄδην ἐπίρρημα γίνεται ἀδινός, τὸ συγκριτικὸν ἀδινώτερος καὶ τὸ οὐδέτερον (π 216)
ἀδινώτερον· σημαίνει [δὲ τὸ ἄδην τὸ] ἀδιαλείπτως B, Sym. 141, EM 256a,
5256b.68

alpha

76

Ἀδινῷ (Ap. Rh. 3, 1104)· †ἀδιαλείπτως· παρὰ [τὸ ἄδην
ἐπίρρημα] B, Sym. 142, EM 256b.69

alpha

77

[Ἀδ]μολίη (Call. fr. 717)· ἡ ἄγνοια· εἴρηται παρὰ τὸ εἴδω, τὸ γινώσκω· ἴδμων ἴδμονος ἰδμονία [καὶ ἀϊδμο]νία, καὶ συγ‐ κοπῇ καὶ τροπῇ ἀδμολίη B, Sym. 143, EM 261.

alpha

78

Ἀδμήτην (Κ 293)· ἀδάμαστον· παρὰ τὸ δμῶ, τοῦ[το] παρὰ τὸ δαμῶ, τὸ δαμάζω, ὁ μέλλων δμήσω, δέδμηκα δέδμημαι δμήτης καὶ ἀδμήτης B, Sym. 144, EM 262.

alpha

79

Ἀδῄωτον (Procop. bell. 1, 16, 5)· ἀπόρθητον· παρὰ τὸ δῃῶ, τὸ σημαῖνον τὸ πορθῶ, τοῦτο παρὰ τὸ δαίω, τὸ κόπτω, τροπῇ τοῦ α εἰς η μετὰ περισπωμένου τόνου δῃῶ, τοῦ ι ἀνεκφωνήτου ὄντος B, Sym. 145, EM 255. Lex. αἱμ.

alpha

80

Ἀδρηστίνη (Ε 412)· [τὰ διὰ τοῦ] ινη μὴ γινόμενα ἀπὸ ἐπιθέτου κύρια μονογενῆ ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον πλὴν τοῦ πείνη, οἷον Αἰητίνη δίνη. πρόσκειται «μονογενῆ» διὰ τὸ ἐκεῖ‐ νος ἐκείνη, ἐρατεινός ἐρατεινή. πρόσκειται «μὴ γινόμενα ἀπὸ ἐπι‐
5θέτου κύρια», ἐπειδὴ φωτεινὸς τόπος, φωτεινὴ οἰκία, καὶ γίνεται ἐκ τοῦ Φωτεινή, ὄνομα κύριον B, Sym. 146. Choerob. Orth.
170, 33.70

alpha

81

Ἀδολεσχία (Ar. nub. 1480)· ἀδολεσχίαν μὲν ἐκάλουν τινὲς καὶ τὴν φλυαρίαν, ἐτάττετο δὲ τοὔνομα ἐπὶ τῶν τὰ μετέωρα λεσχηνευόντων, οὐ τῆς ἀηδίας καὶ τῆς λέσχης † συγκειμένης, ὥς τινες ἐξεδέξαντο, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ ἁδεῖν, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀρέσαι.
5ἡ οὖν τῶν ἀρεσκόντων καὶ αὐτοῖς δοκούντων διάλεξις ἀδολεσχία ἐκαλεῖτο διὰ τὸ μὴ ἐκ κοινῆς ὁρμᾶσθαι δόξης τὴν τοιαύτην ὁμιλίαν,
ἀλλ’ ἐξ ἰδίας διαλέξεως καὶ ἀρεσκούσης ὑπολήψεως· διὸ καὶ ἀδο‐ λέσχας τοὺς φυσικοὺς ἐκάλουν, οἷον (Eupol. fr. 352)·
λέγω δ’ Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην
72
10ἔφη. ἢ παρὰ τὸ ἥδω, τὸ εὐφραίνομαι, οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἅδος, ἡ εὐφροσύνη· καὶ ἔστι λέσχη ἡ φλυαρία, καὶ κατὰ σύν‐ θεσιν γίνεται ἀδόλεσχος, ὁ ἐν τῇ φλυαρίᾳ εὐφραινόμενος. [ἢ ἐκ τοῦ] ἁδῶ, τὸ ἀρέσκω, καὶ τοῦ λέσχη, τοῦτο δὲ παρὰ τὸ λέχος, ὃ σημαίνει τὴν κοίτην, ἐπειδὴ τὸ πα[λαιὸν] ἔθος ἦν καὶ τῷ χειμῶνι
15τόπον εἶχον ἀποκεχωρισμένον, ἐν ᾧ πυρκαϊὰς [ποι]οῦντες ἐν αὐτῷ καθεζόμενοι διημέρευον φλυαροῦντες καὶ ἀδολεσχοῦντες. Ἀδο[λέ]σχης ἀδολέσχου· ὁ κανών· τὰ ἀπὸ τῶν εἰς η θηλυκῶν εἰς ης γινόμενα ἀρσενικὰ μὴ ἔχοντα οὐδέτερον εἰς ες εἰς ου ἔχει τὴν γενικήν. σημαίνει δʹ· τὸ φιλοσοφῶ (Ps. 118, 23)·
20
ὁ δὲ δοῦλός σου ἠδολέσχει, καὶ τὸ παίζω (lxx gen. 24, 63)·
ἐξῆλθεν Ἰακὼβ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον, καὶ τὸ φλυαρῶ, ὡς τὸ «τί ἀδολεσχεῖς, ἄνθρωπε;» καὶ τὸ ὀλιγωρῶ (Ps. 76, 3)·
25
ἠδολέσχησα καὶ ὠλιγοψύχησε B, Sym. 147, EM 263a—263c. *Orio + Epim. var. An. Ox. II 335, 18 (ab ἢ παρὰ τὸ ἥδω). 〈Ἀδράφαξυς (Pherecr. fr. 75): Sym. c 131, EM 271. Lex. rhet.〉

alpha

82

Ἁδρός· ὁ χονδρός· παρὰ τὸ ἥδω, ἡδόμεθα γὰρ τοῖς μεγά‐
λοις καὶ χονδροῖς B, Sym. 148, EM 275. Orio 26, 16.73

alpha

83

Ἀδόροισι (Antim. fr. 109 Wyss)· Ἀντίμαχος (l. c.)·
ἐν δ’ ἀδόροισι χεύειν εὐήλατον ἄλφι. †δόροι γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἐκδεδάρθαι· δορός, καὶ δοροί, κατὰ πλεονασμὸν ἄδοροι. ἢ ἀντὶ τοῦ κακόδοροι. οὕτως Ἡρωδιανός (II
5167, 11) B, Sym. 149, EM 274. *Orio.

alpha

84

Ἀδρανής· δραίνω, τὸ πράττω, δρανῶ ἔδρανον δρανής, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀδρανής, ὁ ἀνίσχυρος καὶ μὴ πρᾶξαί τι δυνά‐ μενος, ὅθεν καὶ ἀδράνεια τὸ θηλυκόν B, Sym. 150, EM 278. *Orio.

alpha

85

Ἀδραστεϊδῶν (Pind. O. 2, 49)· Ἄδραστος Ἀδραστίδης Ἀδραστιδῶν, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε Ἀδραστεϊδῶν, οἷον (l. c.)·
Ἀδραστεϊδῶν θάλος B, Sym. 151, EM 276. *Orio.

alpha

86

Ἀδρίας· τὸ πέλαγος· Διονύσιος Σικελίας τύραννος, †ὃς πρότερον † ἐπὶ † τῆς Ὀλυμπιάδος † πόλιν ἔκτισεν Ἀδρίαν ἐν τῷ Ἰωνικῷ κόλπῳ, ἀφ’ ἧς καὶ τὸ πέλαγος Ἀδρίας καλεῖται. Εὔδοξος δὲ † ἕνα τῶν Ἱστοριῶν (FGH 79 f 1) τὸ πέλαγος καὶ τὴν πόλιν74
5ὀνομασθῆναι Ἀδρίαν ἀπὸ Ἀδρίου τοῦ Μεσαππίου τοῦ Παύσωνος B, Sym. 152, EM 279. Orus.

alpha

87

Ἀδύτῳ (Ε 448)· τῷ ἐνδοτάτῳ καὶ θειοτάτῳ μέρει τοῦ ναοῦ· ἄδυτα γὰρ καλοῦνται οἱ τό [ποι] τῶν ἱερῶν, εἰς οὓς οὐκ ἔξεστιν εἰσιέναι οὐδὲ εἰσδῦναι πᾶσιν. ἀπὸ τοῦ δύω δῦμι δύσω δέδυκα δέδυμαι
δέδυται δυτός καὶ ἄδυτος B, Sym. 153, EM 280. *Orio.75

alpha

88

Ἄδωνις· δύνα[ται] ὁ καρπὸς εἶναι ὁ ἀδώνιος, οἷον «ἀδώ‐ νειος καρπός», † ἀρέσκον B, Sym. 154, EM 281. Orio.

alpha

89

Ἁδρύνω (Nic. ther. 377)· τὸ αὐξά[νω· Νίκανδρος] † ἔνθα (l. c. 376—378)·
ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος·
τὴν μὲν ὅθ’ ἁδρύνηται ὀροιτύποι οἱ ἀβατῆρες
5
κόψαντες ῥάδικα πολυστρεφέος κο[τίνοιο] B, Sym. 155, EM 277. *Schol. Nic.

alpha

90

Ἀεθλεύειν (Δ 389)· ἀγωνίζεσθαι· ἀπὸ τοῦ ἄεθλον, ὅπερ ἀπὸ τοῦ ἆθλον· τοῦτο παρὰ τὸ τλῶ, τὸ καρτερῶ, τλόν καὶ ἄτλον, καὶ τροπῇ ἆθλον. τὸ δὲ ἄεθλον ἀρσενικῶς μὲν λεγόμενον τὸν τόπ[ον] καὶ τὸ ἀγώνισμα δηλοῖ (χ 5)·
5
οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἄατος· οὐδετέρως δὲ τὸ ἐπὶ ἀγῶν[ος διδόμενον] (Ψ 259)·
νηῶν δ’ ἐκφέρετ’ ἄεθλα λέβητάς τε τρίποδάς 〈τε〉
B, Sym. 156, EM 285. *Orio.76

alpha

91

Ἀεικίας (υ 308)· τὰς [ὕβρεις] καὶ αἰσχύνας· ἀπὸ τοῦ αἰκίας πλεονασμῷ τοῦ ε ἀεικίας B, Sym. 157, EM 335, Eust.
1893, 25. *Orio.77

alpha

92

Ἀεικέλιος (ζ 242 ...)· ἀπρεπής, ἀνόμοιος, σκληρός· ὡς πέμπω πέμπελος, οὕτως γίνεται εἴκω, τὸ ὁμοιῶ, εἴ[κε]λος εἰκέλιος καὶ ἀεικέλιος. τὸ δὲ εἴκελος, εἰ μέν ἐστι σύνθετον, πάντοτε διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται, εἰ δὲ ἁπλοῦν, διὰ τοῦ ι B, Sym. 158, EM
5333. Orio 29, 17.

alpha

93

Ἄεισι (Hes. th. 875)· παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, παράγωγον τῶν εἰς μι ἄημι. οὗ τὸ γʹ ἄησι καὶ τὸ δυϊκὸν ἄετον, καὶ κατ’ ἔκ‐ τασιν ἄητον, οἷον (Ι 5)·
τὼ δ’ ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον·
5ἐξ οὗ καὶ τὸ γʹ τῶν πληθυντικῶν ἄεισι Αἰολικώτερον· ἐχρῆν γὰρ ἀεῖσι, ὥσπερ ἱεῖσι (Hes. l. c.)·
ἄλλοτε δ’ ἄλλῃ ἄεισι
B, Sym. 159, EM 336. *Orio.78

alpha

94

Ἀείδελον (Nic. ther. 20)· σημαίνει τὸ ἀόρατον· ἔστιν εἴδω, τὸ γινώσκω, ᾧ ἀντιπαράκειται τὸ οἶδα· γίνεται εἴδελος, ὡς πέμπω πέμπελος, καὶ συνθέσει ἀείδελος, ὁ μὴ θεωρούμενος. παρὰ [δὲ] Νικάνδρῳ ἐπὶ τοῦ [ἀεὶ] φανεροῦ κεῖται, περὶ οὗ ἔστιν εἰπεῖν,
5ὅτι ἀπὸ τοῦ ἀείδηλον γέγονε κατὰ συστολὴν τοῦ η [εἰς ε]. τὸ δὲ ἀΐδηλον, τὸ ἀφανιστικόν, ἀπὸ τοῦ εἴδω 〈τοῦ σημαίνοντος τὸ γινώσκω ἢ τὸ βλέπω γίνεται ἰδνόν καὶ μετὰ τοῦ δῆλοσ〉 γέγονεν ἀϊδνόδηλος καὶ συγκοπῇ [ἀΐδηλον] B, Sym. 160, EM 317. *Schol. Nic. +

alpha

95

Ἄεθλον (Χ 163 ...)· ἀπὸ τοῦ ἐθέλω, ἐθέλον τι· ἔστι μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀέθελον, [τὸ πάνυ θελητόν], καὶ συγκοπῇ ἄεθλον καὶ κράσει τοῦ αε ἆθλον, καὶ ἆθλος τὸ ἀρσενικόν. ἀπὸ τοῦ εἴδω, τοῦ σημαίνοντος τὸ γινώσκω ἢ τὸ βλέπω γίνεται ἰδνόν καὶ μετὰ τοῦ
5δῆλος ἀϊδνόδηλοσ B, Sym. 161, EM 285.79

alpha

96

Ἄειλα (Aesch. fr. 748)· τὰ [πο]λύσκια χωρία· κατὰ στέρησιν τῆς † ἕλης B, Sym. 163, EM 318. Lex. rhet.

alpha

97

Ἀειλογία (Dem. or. 19, 2 ...)· τὸ ἀεὶ λόγους καὶ εὐ‐ θύ[νας] ὑπέχειν B, Sym. 162, EM 319. *Lex. rhet.

alpha

98

Ἀείζωτος· 〈***〉 ἄζωτος ἡ ναῦς ἐστι † καὶ ἀνυπ‐ ήλιφος· ἀζώτους [δὲ] τὰς ἀνασεσυρμένας γυναῖκας B, Sym. 164, EM 338.

alpha

99

Ἀεικής· ὁ σκληρός, ὁ μὴ εἴκων· εἴκω [εἰκής] καὶ ἀεικής, ἀφ’ οὗ τὸ (a 341)
ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι, καὶ αἰκία. λαμβάνεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀπρεποῦς (Τ 124)·
5σὸν γένος, οὔ οἱ ἀεικές
B, Sym. 165, EM 332. Orio.80

alpha

100

Ἀείδω· ἀντιπαράκειται τὸ ἀοιδή. γέγονε [δὲ] παρὰ τὸ εἴδω, τὸ γινώσκω, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀείδω. τὸ δὲ εἴδω [σύνθετον] εἰ[ς] ὄνομα ἀποβάλλει τὸ ε· νῆις, ὁ ἄπειρος, καὶ πολύ‐ ιδος· [καὶ παραγόμενον, οἷον ἴδμων] ἴστωρ. ἰστέον δέ, ὅτι τὰ κατὰ
5τὴν κοινὴν διάλεκτον τὰ ἀπαθῆ οὐ [λέγονται, οἷον] τὸ πατέρος καὶ μητέρος καὶ ἀνέρος, ἀλλὰ τὰ πεπονθότα, [οἷον τὸ πα]τρός· οὕτως οὖν καὶ τὸ ἀείδω εἰς α μακρὸν ἄιδω καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ † εα καὶ [συναιρέσει] τοῦ αι εἰς τὴν αι δίφθογγον B, Sym. 166, EM 315. Choerob. Orth. 181, 32.

alpha

101

Ἀεικίσσωσ[ιν] (Τ 26)· ὡς εὐγενής εὐγενίζω, οὕτως ἀεικής ἀεικίζω, ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴκω. ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω ἀεικί[ζω κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ε] (l. c.)·
εὐλὰς †ἐγγιωνται, ἀεικίσουσι δὲ νεκρόν
5B, Sym. 167, EM 334.81

alpha

102

Ἀέκητι (Λ 667 ...)· ἔστιν ἀεκάζω, [οὗ] ἡ μετοχὴ (Ζ 458)
πόλλ’ ἀεκαζομένη, ἐξ αὐτοῦ ἐπίρρημα ἀεκαστί, ὡς δωρίζω δωριστί, [καὶ κατὰ] ἀπο‐ βολὴν τοῦ ς ἀεκατί, καὶ τροπῇ τοῦ † ι Ἰωνικῇ καὶ ἀναβιβάσει τοῦ
5τό[νου ἀέκ]ητι· ἡ γὰρ ἀποβολὴ πολλάκις ἀναβιβάζει τοὺς τόνους B, Sym. 168, EM 286.

alpha

103

Ἀεκήλια (Σ 77)· κατὰ ἀπόφασιν τοῦ ἑκήλου, ἐφ’ οἷς οὐχ οἷόν τε ἡσυχάζειν, οἷον οὐχ ἥ[συχ]α οὐδ’ εἰρηναῖα, ἀλλὰ ταρα‐ χώδη· ἢ ἀκούσια, ἃ οὐκ ἄν τις ἑκὼν πάθοι B, Sym. 169, EM 287, Eust. 1130, 34.

alpha

104

Ἀειρομένη (Β 151, Ψ 366)· ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος ἀέρω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἀείρω, ἡ μετοχὴ ἀειρόμενος B, Sym. 170,
EM 337.82

alpha

105

Ἄελλα (Β 293 ...)· ἡ ἄγαν εἰλοῦσα. ἢ παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, οἷον (Ι 5)·
Βορέης [καὶ] Ζέφυρος, τώ τ’ ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον· ὁ μέλλων ἀήσω καὶ ἀέσω, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄελλα κατὰ πλεονασμὸν
5τοῦ λ B, Sym. 171, EM 289; Eust. 223, 13 et 1953, 62. Orio 5, 13.

alpha

106

Ἀελλής (Γ 13)· παρὰ τὸ ἕλλω. ἢ παρὰ τὸ εἰλῶ, τὸ συστρέ‐ φω, ἀποβολῇ τοῦ ι γίνεται ἐλλής καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α 〈ἀελ‐ λήσ〉, ὥσπερ ἀτερπής, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀολλίζω, ὃ σημαίνει τὸ συν‐ αθροίζω (Ζ 270)·
5
ἔρχεο σὺν θυέεσσιν, ἀολλίσασα γεραιάς B, Sym. 172, EM 290, Eust. 223, 13. Orio 29, 22.

alpha

107

Ἀελπτέοντες (Η 310)· ἀνελπιστοῦντες, οὐκ ἐλπίζον‐
τες· ἀπὸ τοῦ ἔλπω ἀέλπτω B, Sym. 173, EM 305.83

alpha

108

Ἀελλόπος (Θ 409 ...)· ἰστέον, ὅτι τὰ παρὰ τὸ πούς συντι‐ θέμενα τὴν τοῦ ἁπλοῦ φυλάττουσι κλίσιν καὶ διὰ τοῦ δος κλίνονται, οἷον πούς ποδός, οἰδίπους οἰδίποδος, τὰ γὰρ ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦντα τὴν γενικὴν Ἀττικά εἰσιν, οἷον ὁ τρίπους τοῦ τρίπου καὶ ὁ Οἰδίπους
5τοῦ Οἰδίπου. ἰστέον, ὅτι τὰ παρὰ τὸ πούς ἀποβάλλουσι τὸ υ κατὰ τὴν εὐθεῖαν (l. c.)·
ὦρτο δ’ ἀελλόπος, καὶ (Χ 164)
ἢ τρίπος ἠὲ [γυνή].
84
10οὕτως Χ[οιροβοσκός] (in Theod. I 243, 11) B, Sym. 174, EM 304. Choerob. l. c.

alpha

109

[Ἀέ]ντες (Ε 526)· [ἔστιν] ἀῶ περισπώμενον, ὅτι [δέ] ἐστι περισπώμενον δῆλον ἐκ τοῦ ἄησις καὶ ἄημι· [καὶ οἱ] Αἰολεῖς τὴν ἀῶν μετοχήν, καθὰ ποιῶν καὶ φιλῶν, ἀείς ἐροῦσιν, ὡς φιλείς καὶ ποιείς· καὶ ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν ἀέντες, ἡ γενικὴ ἀέ[ν‐
5των], ὡς ποιέντων, οἷον καὶ (ε 478)
ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων. [εἰ δὲ] ἦν βαρύτονον, ἄεντες ἂν ἐρρήθη (Ε 526)·
πνοιῇσι λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες B, Sym. 175, EM 306. *Orio.

alpha

110

Ἀένναος· νάω νάος, ἐν συνθέσει ἀέναος, ὁ ἀεὶ ῥέων B, Sym. 176, EM 307. *Orio.

alpha

111

Ἀέξει (Ζ 261)· αὔξει· ἀπὸ τοῦ ἔχω, τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐλαύνω, ὁ μέλλων ἕξω καὶ ἀέξω, ὡς τὸ (l. c.)
ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει B, Sym. 177, EM 308. *Orio.

alpha

112

Ἄερθεν (Θ 74)· ἀείρω ἀερῶ ἄερκα ἄερμαι ἀέρθην ἀέρθη‐ σαν καὶ ἄερθεν, ὡς τὸ (Γ 1)
κόσμηθεν
B, Sym. 178, EM 309. *Orio.85

alpha

113

Ἀερσίποδες (Γ 327)· αἴροντες εἰς ὕψος τοὺς πόδας· παρὰ τὸ ἀείρω ἀερῶ ἀερίποδες, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ς ἀερσίποδες (Γ 326—327)·
ἧχι ἑκάστῳ
5
ἵπποι ἀερσίποδες B, Sym. 179, EM 310. Methodius.

alpha

114

Ἀεσίφρων (υ 183, Ψ 603)· ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας· ἄω, τὸ κοιμῶμαι, ὁ μέλλων ἀέσω, ὅθεν καὶ (fr. poe‐ ticum)
ἀέσσεται
5B, Sym. 180, EM 313. Orio.

alpha

115

Ἀεργεία· Ἡσίοδος (Op. 311)· ἀεργίη δέ τ’ ὄνειδος
B, Sym. 181. Schol. Hes. op.86

alpha

116

Ἄζειν (Nicochar. com. fr. 19)· τὸ στόμα ἀθρόως προσ‐ πνεῖν B, Sym. 183, EM 344. *Lex. rhet.

alpha

117

Ἀζεΐδαο· σχόλιον Βοιωτίασ (Β 513)·
δόμῳ Ἄκτορος Ἀζεΐδαο. εὗρον ἐν Ὑπομνήματι Βοιωτίας σχόλιον. ἀπὸ τοῦ Ἀζεύς Ἀζείδης τὸ πατρωνυμικὸν καὶ ἐκεῖθεν Ἀζεΐδαο B, Sym. 182, EM 345.
5Comm. Hom.

alpha

118

Ἀζηχές (Δ 435)· ἀδιαλείπτως· κατὰ τροπὴν τοῦ δ εἰς ζ Δωρικῶς, ἀδηχές γάρ. ἄδην δέ ἐστι τὸ ἀδιάλειπτον ἢ † μεγαλό‐ ψυχον, οἷον (l. c.)·
ἀζηχὲς μεμακυῖαι·
5σημαίνει δὲ τὸ σκληρὸν ἀπὸ τῆς ἄζης, ὃ σημαίνει τὴν ξηρασίαν B,
Sym. 184, EM 342. Orio 8, 5; 13, 24.90

alpha

119

Ἄζη (χ 184?)· ἡ ξηρασία, ὅτι τοῦ ζῆν καὶ
ρηται B, Sym. 185, EM 340, Et. Gud. (c) α 299. Orio. 13, 24.91

alpha

120

Ἀζαλέην (Η 239)· ξηρὰν ἢ σκληράν· παρὰ τὸ ἄζω, τὸ ξηραίνω. ἔστι ζῶ καὶ κατὰ στέρησιν τοῦ α ἄζω· τὸ γὰρ [ζῶν καὶ] ὑγρόν ἐστιν. οὕτως † Ὦρος. ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς (II 256, 8) λέγει, ὅτι
παράγωγόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ ἅγος· ὡς σκέλος σκελίζω, τεῖχος τειχίζω,92
5οὕτως καὶ ἅγος ἁγίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν ἅζω. πόθεν δὲ δῆλον; ἐκ τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν (fr. 128)·
ἀγίσδεο· ἀντὶ τοῦ ἅζεο ἀγίσδεο εἶπεν B, Sym. 186, EM 343 + 339. Orio 27, 11 + Hdn. l. c.

alpha

121

Ἀζήν· σημαίνει τὸν πώγωνα κατὰ Φρύγας καὶ κλίνεται ἀζένος· ἐκ τούτου λέγεται καὶ τὸ αἰζηός γίνεσθαι. καὶ ὤφειλε κλί‐ νεσθαι διὰ τοῦ η ὡς μὴ ἔχον τὸ μ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ σεσημείωται ὡς τὸ ἀδήν ἀδένος, σημαίνει δὲ τὸν βουβῶνα. καὶ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι
5τὰ εἰς ην ὀξύτονα ἔχοντα ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ α καὶ σημαίνοντα μέρος σώματος ἢ πάθος τρέπει τὸ η εἰς τὸ ε, οἷον αὐχήν αὐχένος, ἀδένος, ἀζένος· τὸ γὰρ λειχήν οὐκ ἔχει τὸ α B, Sym. 187, EM 341.

alpha

122

Ἀηδών· παρὰ τὸ ἀείδω ἀειδών, καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τῆς ει διφθόγγου εἰς η ἀηδών. ἄλλοι δὲ τροπὴν μόνον λέγουσι γεγονέναι τοῦ ε εἰς η καὶ μένει τὸ ι προσγεγραμμένον B, Sym. 188, EM
361. Orio 28, 1 +93

alpha

123

Ἄη (μ 325)· ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γέγονεν ἐφίλει διὰ τῆς ει διφθόγγου, κατὰ δὲ Αἰολεῖς ἐφίλη διὰ τοῦ η, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄω ἄει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη· καὶ Ὅμηρος (μ 325)·
μῆνα δὲ πάντ’ ἄληκτον ἄη νότος
5B, Sym. 189, EM 348.

alpha

124

Ἀήδιζον (Κ 493)· ἰστέον, ὅτι τὰ ἀπὸ φωνήεντος ἀρχό‐ μενα ῥήματα χρονικῶς αὔξονται ἐν τῷ παρατατικῷ, οἷον ἄγω ἦγον, αἴρω ἀρῶ ᾖρον, αἰτῶ ᾔτουν. δεῖ προσθεῖναι «χωρὶς τῶν Ἰωνικῶν καὶ τῶν ποιητικῶν»· οἱ γὰρ ποιηταὶ καὶ οἱ Ἴωνες συναρχομένους
5πολλάκις ποιοῦσι τοὺς παρῳχημένους τοῖς ἰδίοις ἐνεστῶσ[ιν], οἷον ἄγω ἄγεν (cf. n 602)·
ἄγε [δέ ἑ] μοῖρα βαρεῖα, καὶ (Ψ 666)
ἅψατο δ’ ἡμιόνων,
10ἀντὶ τοῦ ἥψατο· καὶ «χωρὶς τῶν ἀπὸ [προθ]έσεων ἀρχομένων»·
ἐπὶ τούτων γὰρ [ἡ ἀρχή] τοῦ ἐνεστῶτος φυλάττεται καὶ ἐν τῷ παρα‐ τατικῷ· καὶ «χωρὶς τοῦ εὐαρεστῶ εὐηρέστουν, [εὐορκῶ εὐ]ώρ‐ κουν»· ἐπὶ τούτων γὰρ ἔσωθεν ἐγένετο ἡ κλίσις. δεῖ προσθ[εῖναι] «χωρὶς τοῦ [ἀηθέ]σσω ἀήθεσσον», ἀηθέσσω δέ ἐστι τὸ ἀήθης94
15ὑπάρχω· καὶ «χωρὶς τοῦ ἐν τῇ συν[η]θείᾳ λεγομένου ἀηδίζομαι
καὶ ἀηδιζόμην». ταῦτα μὲν ὁ Χοιροβοσκός (in Theod. II 45, 5; 46, 18). ὁ δὲ Ζηνόβιος λέγει εἰς τὸ Ῥηματικὸν τοῦ Ἀπολλωνίου (fr. I 5 Schoemann), ὅτι καὶ τὸ ἀΐω, τὸ σημαῖνον τὸ ἀκούω, ὡς παρὰ τῷ ποιη[τῇ], οἷον (Κ 160 ...)·96
20
οὐκ ἀΐεις, καὶ τὸ ἄω, τὸ σημαῖνον τὸ πνέω, οὐ τρέπει τὸ α εἰς η ἐν τῷ παρα‐ τατικῷ. καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἀΐω διὰ τοῦτο οὐ τρέπεται τὸ α εἰς η, ἵνα μὴ συνεμπέσῃ τὸ ἦεν τὸ γενόμενον ἀπὸ τοῦ ἔω, τὸ σημαῖνον τὸ ὑπάρχω. τὸ δὲ ἀηθέσσω καὶ ἀηδίζομαι, ἵνα μὴ εὑρεθ[ῇ] ἀλ‐
25λεπάλληλον τὸ η B, Sym. 190, EM 362. Choerob. l. c. + Zenob. l. c.

alpha

125

Ἀήρ· παρὰ τὸ αἴρω, τὸ σημαῖνον τὸ κουφίζω, γίνεται ἀήρ· κουφίζονται γὰρ ἐν αὐτῷ καὶ αἴρονταί τινα ζῷα. ἢ ὁ κοῦφος, παρὰ τὸ † ἀήρω. ἢ παρὰ τὸ ἄω, τὸ πνέω, ἀήρ· καὶ γὰρ ἡ κίνησις αὐτοῦ ποιεῖ τὸν ἄνεμον B, Sym. 191, EM 349; Et. Gud. (c) α 307.
5Orio 19, 7; 176, 14 koes.97

alpha

126

Ἀήσυλος (Ε 876)· ἀπὸ τοῦ ἄσω μέλλοντος, τοῦ δηλοῦν‐ τος τὸ βλάπτω, οἷον (Ι 119 ... ?)·
ἠδ’ ἀασάμην, γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν † ἀήσυλος, [καὶ] κατὰ πλεονασμὸν τοῦ † α
5ἀήσυλος, ὁ ἡμαρτημένος καὶ ἄτοπος. οὕτως † Ὦρος. ἢ ἀπὸ τοῦ ἥδω ἥσω ἥσυλα καὶ (Ε 876)
ἀήσυλα, τὰ μὴ τέρποντά τινα, ἄτακτα, μωρά· ἢ ἄδικα καὶ ἁμαρτωλά B, Sym. 192, EM 360. Orio +
98

alpha

127

Ἀήσυρον (Call. fr. 311)· ἀσθενὲς καὶ κενόν B, Sym. 193. Lex. rhet.

alpha

128

Ἀήτης (Ο 626)· ὁ ἄνεμος· παρὰ τὸ ἀῶ, τὸ πνέω, ὁ μέλ‐ λων ἀήσω, ὄνομα ῥηματικὸν ἀήτης B, Sym. 194, EM 359, Et. Gud. (c) α 309. Orio 19, 17.

alpha

129

Ἄητον (Ι 5, Φ 395)· ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται φιλεῖ‐ τον, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἀῶ ἀεῖτον τὸ δυϊκόν, ὡς παρὰ Αἰολεῦσιν ἄητον καὶ ποίητον· εἰ γὰρ ἦν βαρύτονον, ἄετον ὤφειλεν εἶναι, ὡς λέγετον τύπτετον. ἢ παρὰ τὸ ἀῶ γίνεται παράγωγον ἄημι καὶ τὸ
5γʹ ἄησι καὶ τὸ δυϊκὸν ἄετον καὶ κατ’ ἔκτασιν ἄητον. οὕτως ὁ Φιλό‐ ξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν [αὑ]τ[οῦ] B, Sym. 195, EM 350. *Orio.

alpha

130

Ἀθαμάντιον (Ap. Rh. 2, 514)· πεδιάς ἐστιν ἐν Θεσ‐ 〈σ〉αλίᾳ καλουμένη Ἀθαμαντία διὰ τὸ ἐκεῖσε τὸν Ἀθάμαντα πλα‐ νᾶσθαι μετὰ τὸ φονεῦσαι τὸν ἴδιον υἱὸν Κλέαρχον χόλῳ τῆς Ἥρας, ὅτι ἀνέθρεψε τὸν Διόνυσον. ἐφόνευσε δὲ αὐτὸν μανεὶς εἰς θήραν δό‐
5ρατι νομίσας ἔλαφον εἶναι, ὅθεν καὶ τῆς βασιλείας ἐξέπεσε καὶ τῆς
Ἰνοῦς τῆς γυναικὸς ἐστερήθη καὶ τοῦ ἰδίου 〈υἱοῦ〉 Μελικέροντου ἀμφοτέρων εἰς θάλασσαν ἐμπεσόντων καὶ οἰκησάντων προνοίᾳ Ποσει‐ δῶνος ἐν αὐτῇ. οὕτως σχόλιον εὗρον εἰς τὰ Ἀργοναυτικά B, Sym. 196, EM 363. Schol. Ap. Rh.99

alpha

131

Ἀθέμιστος (Ι 63)· ἄδικος, ἄνομος· θέμιστος καὶ ἀθέμιστος B, Sym. 197, EM 364.

alpha

132

Ἀθέριζον (Α 261)· τὸ ἐκρίπτειν καὶ ἀποβάλλειν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀθέρων, τῶν μὴ δυναμένων θερίζεσθαι καρπῶν· οἱ γὰρ λικμῶντες ἐκρίπτουσι τοὺς ἀθέρας, τουτέστι τὰ ἄχυρα. ἐκ τοῦ θέρος θερίζω, μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀθερίζω· Ὅμηρος (l. c.)·
5
οὔ ποτέ μ’ ἀθέριζον. τὸ δὲ θέρος παρὰ τὸ θέρω, τὸ θερμαίνω, ὁ μέλλων θερῶ καὶ θέρσω Αἰολικῶς, καὶ Θερσίτης καὶ θερμός B, Sym. 198, EM 366. Orio 9, 8.

alpha

133

Ἀθέσφατον (Γ 4, Κ 6)· πολύν· ἐκ τοῦ θεός καὶ τοῦ φατός,
τοῦτο ἐκ τοῦ φημί, τοῦ λέγω, θεόφατός τις ὤν, καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ ς θέσφατον, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθέσφα‐ τον· ὃν οὐδὲ ὁ θεὸς ἑρμηνεύει διὰ τὸ πλῆθος B, Sym. 199, EM100
5365. Et. Gud. (c) α 316. Orio 5, 11.
Ἀθετεῖν: EM 368. Orio.〉101

alpha

134

Ἀθηνᾶ· οἱονεὶ ἀθρηνᾶ τις οὖσα, παρὰ τὸ τὸν νοῦν ἀθρεῖν. ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω, οἷον (Ω 58)·
γυναῖκά τε θήσατο μαζόν, γέγονεν ὄνομα ῥηματικὸν θήνη, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α † Ἀθηνᾶ·
5ἀμήτωρ γὰρ ἡ θεός ἐστιν· ἐκ γὰρ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός φασιν αὐτὴν γεννηθῆναι. ἔστι δὲ Ἀθηνάα, καὶ ὥσπερ Ναυσικάα κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα, οὕτως Ἀθηνᾶ B, Sym. 200, EM 369, Et. Gud. (c) α 319, 323. Orio 612, 29 Werfer.

alpha

135

Ἀθήνηισι, Θήβηισι· ἔχουσι τὸ ι προσγεγραμμένον· ἔστι γὰρ ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν Ἀθήναις καὶ Θήβαις· καὶ κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ α εἰς η Θήβῃσι καὶ Ἀθήνῃσι, καὶ μένει τὸ ι
προσγεγραμμένον B, Sym. 201, EM 381.102

alpha

136

Ἀθηρηλοιγόν (λ 128, ψ 275)· τὸ πτύον τὸ τοὺς ἀθέρας διαλέγον καὶ διαχωρίζον· †ἀθερολοιγόν τὸ αὐτό. γίνεται δὲ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι, ὑφ’ ἓν δὲ ὀξυτόνως ἀναγνωστέον B, Sym.
202, EM 382. Orio 9, 18.103

alpha

137

Ἆθλος· ὅτι μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐξηργηκότων ἤδη τῶν ἀγώνων καὶ πάντων τῶν ἐν Ἕλλησι καλῶν, ὕστερον Ἀέθλιος ὁ Ἐνδυμίωνος πατὴρ ἐπιμέλειαν ἐποιήσατο τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἀγῶνος. ἀπὸ τούτου οὖν ἆθλα καὶ ἀθληταὶ καλοῦνται B, Sym. 203a, EM 384a.

alpha

138

Ἀθλήσας (Ο 30)· (l. c. 29—30)·
τὸν μὲν ἐγὼν † ἔνθε ῥυσάμην καὶ ἀνήγαγον αὖτις
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον, καὶ πολλὰ ἀθλήσαντα B, Sym. 203b, EM 384b. *Comm. Hom.

alpha

139

Ἀθριβής· πόλις Αἰγύπτου· τὸ † δεντάτης † νησιευο‐ μένης Αἰγύπτου ἐστὶ κεφαλὴ † κατὰ καρδίας σχῆμα τῶν περιεχομένων † εἴλῳ † μεθυσκόμενον· ὅθεν τὸν νομὸν Ἀθριβὴν προσηγόρευσαν, ὅπερ, εἴ τις ἑλληνιστὶ βούλοιτο φράζειν, οὐκ ἄλλως ἔχει λέξαι πλὴν104
5καρδίαν B, Sym. 205, EM 385. Orus.105

alpha

140

Ἀθίγγανος· ὁ μὴ θέλων τινὶ προσεγγίσαι· ἀπὸ τοῦ θίγω, οἱ γὰρ τὴν αἵρεσιν ταύτην ἔχοντες οὐδὲν παρ’ ἄλλου λαμβάνουσιν B, Sym. 206, EM 383.

alpha

141

[Ἄθροος]· θροῦς λέγεται τὸ αἰφνίδιον, καὶ κλίνεται † θρόος (Δ 437)·
οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος, [οὐδ’ ἴα γῆρυς], καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἄθροος· † ὀξύνεται ἐπὶ τοῦ ἀθροίζειν
5B, Sym. 207, EM 386. Orio 28, 19.

alpha

142

Ἀθρῶν (Jo. Dam. can. iamb. 2, 56?)· τὸ μετ’ ἐπιτά‐ σεως θεωρεῖν· θεωρῶ γὰρ κατὰ συγκοπὴν καὶ ἐπιτάσει ἀθρῶ. ἢ ἀπὸ τοῦ δρῶ, τὸ βλέπω, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀδρῶ, καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς θ ἀθρῶ B, Sym. 208, EM 392. Theodos. Lex. can. 59,
521 (?) + Lex. rhet.106

alpha

143

Ἀθροίζω· ἐκ τοῦ θροῦς, ὃ σημαίνει τὸν θόρυβον, γίνεται θροΐζω, καὶ κατὰ συναίρεσιν καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθροίζω B, Sym. 209, EM 387. *Orio (?)

alpha

144

Ἄθηλον (Ar. lys. 881)· τὸ μὴ τεθηλακός B, Sym. 210, EM 388. *Lex. rhet.

alpha

145

Ἀθέλδεται (Diocl. com. fr. 7)· διηθεῖται B, Sym. 211, EM 389. *Lex. rhet.

alpha

146

Ἀθύρ· ὁ μήν· καὶ τὴν Ἀφροδίτην Αἰγύπτιοι καλοῦσιν Ἀθώρ· καὶ μῆνά γε τὸν τρίτον ἐπώνυμον ταύτης πεποιήκασιν B,
Sym. 212, EM 390. Orus.107

alpha

147

Ἀθύρματα (Ο 363 ...)· παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ· θύω θύρω καὶ ἀθύρω καὶ ἄθυρμα. ἢ ἀθρήματά τινα ὄντα παρὰ τὸ ἀθρεῖν, θεάματα B, Sym. 213, EM 391. *Orio.

alpha

148

Ἄθως (Ap. Rh. 1, 601)·
† Ἥρη δὲ νισομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη· ἀκρωτήριον Θρᾴκης. Σοφοκλῆς (fr. 776)·
† Ἄθω † σκιάζειν ὦτα † Λημνίας βοός·
5ἐν γὰρ τῇ Λήμνῳ βοῦς χαλκῆ ἵδρυται, ἐφ’ ᾗ τοῦ Ἄθω ἡ σκιὰ φθάνει
B, Sym. 214. Schol. Ap. Rh.108

alpha

149

Ἀθῷος (Ps. 9, 29)· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ζῶ ζωή χωρὶς τοῦ ι καὶ ἀπὸ τοῦ ἰῶ ἰωή, σημαίνει δὲ τὴν ἐκπεμπομένην φωνήν, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἀπὸ τοῦ θῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ καταβάλλω, † γιγνό‐ μενον τὸ θωή· ὁ γὰρ ζημιούμενος καταβάλλεταί τι. οὐκ ὀφείλει
5ἔχειν διὰ τοῦ ι, ἀλλὰ παραλόγως ἔχει αὐτό, ἐπειδὴ εὕρηται θωϊή, ὡς παρὰ Ἀρχιλόχῳ (fr. 167 Lasserre—Bonnard = Call. fr. 195, 22)· τούτου χάριν τὸ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ θωϊή γινόμενον ἔχει τὸ ι. ὤφει‐ λε δὲ προπαροξύνεσθαι, ἐπειδὴ τὰ ἀπὸ τῶν εἰς α καὶ η θηλυ‐ κῶν εἰς ος γινόμενα ὀνόματα σύνθετα προπαροξύνονται, χωρὶς «εἰ
10μὴ χαρακτὴρ κωλύσει», διὰ τὸ κάρη ἀκαρός, ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός. προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον, τὰ γὰρ διὰ τοῦ ῳος ἔχοντα τὸ ι ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προπερισπῶνται χωρὶς τοῦ κολῳός, ὃ σημαίνει τὸν θόρυβ[ον], οἷον πατρῷος Ἀχε‐ λῷος αἰδῷος ἠῷος· οὕτως οὖν καὶ ἀθῷος. πρόσκειται «ἔχοντα109
15τὸ ι» διὰ τὸ λαγωός καὶ πατρωός, σημαίνει δὲ τὸν ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγόμενον † πατροιόν· ταῦ[τα] γὰρ ὀξύνονται, ἀλλ’ οὐ γράφονται σὺν τῷ ι. πρόσκειται «ὑπὲρ δύο συλλαβάς» διὰ τὸ † κολοιός, σημαίνει δὲ τ[ὰ] σίδηρα, ἃ φοροῦσιν οἱ κατάδικοι, ἅπερ ἐν τῇ συν‐ ηθείᾳ † κοῖλα λέγουσιν B, Sym. 216, EM 394. Choerob. epim.
20ps. 118, 12.110

alpha

150

Ἄθωος (Aesch. ag. 285)· σημαίνει δὲ τὸν ἐν Ἄθῳ ὄρει τιμώμενον. οὐκ ἔχει τὸ ι καὶ ὤφειλεν ἔχειν αὐτὸ κατὰ τὴν ἀκρί‐ β[ειαν] καὶ προπερισπᾶσθαι, ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ Ἄθως τοῦ σημαί‐ νοντος ὄνομα ὄρους ἐγένετο. τὰ δὲ ἀπὸ τῶν εἰς ως διὰ τοῦ ωος
5παράγωγα σὺν τῷ ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται, οἷον Μίνως Μινῷος, ἥρως ἡρῷος, πάτρως πατρῷος, μήτρως μητρῷος· οὕτως οὖν καὶ Ἄθως Ἀθῷος ὤφειλεν, ἀλλὰ πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ ἀθῷος τοῦ ἐπὶ τοῦ ἀζημίου προπαροξύνεται καὶ τὸ ι ἀποβάλλει. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth.) B, Sym. 217, EM 395. Choerob. Orth.

alpha

151

Ἀθώου Διός (Soph. fr. 237)· Διὸς ἱερὸν ἄκρῳ Ἄθῳ, τοῦ ὄρους Ἀθώου καλουμένου B, Sym. 218, EM 396. *Lex. rhet.

alpha

152

Αἴγινα· τὰ διὰ τοῦ ινα ἀπο[στρέφονται] τὴν ει χωρὶς τοῦ
πεῖνα, οἷον † τέρεινα, τὸ ἁπαλόν, Βέμβινα Καμάρινα Βέλβινα, ὄνομα πόλεως, Ἅρπινα, ὄνομα ἵππου, ὅπερ τινὲς διὰ δύο λέγουσι νν, Κα‐ μάρινα δὲ λίμνη δυσώδης, ὡς καὶ ἡ χρῆσις δηλοῖ (Zenob. 5, 18,111
5CPG I 123)·
μὴ κίνει Καμάριναν· ἀκίνητος γὰρ ἄμεινον, τοῦτο εἴρηται δὲ διὰ τὴν ἐν αὐτῇ δυσωδίαν, κινουμένης γὰρ αὐτῆς φθορὰ ἐγένετο σώματος. οὕτως καὶ Αἴγινα B, Sym. 219. Choerob. orth. 171, 8.

alpha

153

Αἴ (Δ 189)· σημαίνει τὸ εἴθε, οἷον (l. c.)·
αἲ γὰρ δὴ οὕτως εἴη φίλος, ὦ Μενέλαε. ἰστέον, ὅτι τὸ αἴ ἐκ τοῦ εἰ γέγονεν εὐκτικοῦ ἐπιρρήματος· ἔστι γὰρ
εἰ, ὃ σημαίνει τὸ εἴθε, οἷον (fr. com. novae)·112
5
(A) οὗτος πατὴρ τῆς παιδός; (B) εἰ γὰρ ὤφελεν, ἀντὶ τοῦ εἴθε B, Sym. 220, EM 397.

alpha

154

Αἰάζειν· παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω, ὡς λίαν λιάζω B, Sym. 221, EM 398, Et. Gud. (c) α 349, Eust. 127, 10.

alpha

155

Αἰαίη (ι 32)· ἡ Μήδεια (l. c.)·
Αἰαίη δολόεσσα· καὶ (Ap. Rh. 4, 243)
Αἰαίη Μήδεια Πελασγιδῶν γαῖαν ἵκηται,
5ἀπὸ τῆς Αἴης πόλεως † Ἀπολλώνιος B, Sym. 222, EM 399.113

alpha

156

Αἶα· ἡ γῆ· παρὰ τὸ γαῖα αἶα ἀποβολῇ τοῦ γ ἢ ἀπὸ τοῦ αὔω, τὸ ξηραίνω, αὖα, καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς ι αἶα B, Sym. 223, EM 400. 〈Αἴας: EM 401, Eust. 640, 34.〉

alpha

157

Αἰγίς· ἡ τοῦ Διός, ἔνθεν αἰγίοχος· αἰγὶς δέ ἐστιν ὅπλον Διὸς ἡφαιστότευκτον· οὐχ, ὥς τινές φασιν, ἀπὸ τῆς Ἀμαλθείας αἰγὸς τῆς ἀναθρεψάσης τὸν Δία, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ τὰς συστροφὰς τῶν ἀνέμων ποιεῖν κινουμένην, †αἰγίδες καὶ καταιγίδες†· τὸ δὲ αἰγίς
5παρὰ τὸ ἀΐσσω, τὸ ὁρμῶ B, Sym. 224, EM 403. Orio 5, 5.

alpha

158

Αἰγυπτιάζειν (Cratin. fr. 378)· τὸ πανουργεύειν καὶ κακοτροπεύεσθαι B, Sym. 225, EM 433. Lex. rhet.

alpha

159

Αἰγανέη (Β 774)· ἀκόντιόν τι μικρόν· ἀπὸ τοῦ ἄγαν νεῖσθαι, τουτέστι πορεύεσθαι. ἢ ἀπὸ τοῦ ἄγαν ἵεσθαι. ἢ διὰ τὰς αἶγας· ἐπ’ αὐτὰς γὰρ μάλιστα ἵεται. ἢ διὰ τὸ εὐθετεῖν αὐτὰς εἰς
αἰγῶν ἄγρας B, Sym. 226, EM 426, Eust. 344, 5. *Orio.114

alpha

160

Αἴγειρος· διὰ τῆς ει διφθόγγου· εὕρηται γὰρ καὶ χωρὶς τοῦ ι (com. adesp. 1276)·
καὶ † ἀγέρων ἔφυσαν εὐγενέστεραι, σημαίνει καὶ τὸ εὐθαλέστεραι καὶ εὐθρεπτότεραι. καὶ ὅτι τὰ εἰς ρος
5ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι, οἷον μάσσω μάγειρος, πέπτω πέπειρος, ὀνῶ ὄνειρος (σημαίνει δὲ τὸ ὀνῶ τὸ ὠφελῶ, πολλοὶ γὰρ ἐκ τῶν ἰδίων ὀνείρων ὠφελήθησαν), οὕτως καὶ ἀΐσσω αἴγειρος. ἢ παρὰ τὸ αἴρω, τουτέστι τὸ εἰς ὕψος αἴρεσθαι καὶ αὔξεσθαι (η 106)·
μακεδνῆς αἰγείροιο.115
10πρόσκειται «ῥηματικά» διὰ τὸ Κάμιρος· τοῦτο γὰρ διὰ τοῦ ι γρά‐ φεται, ἀλλ’ οὐκ ἔστι ῥηματικὸν ἀλλ’ ὄνομα κύριον. δεῖ δὲ γινώσκειν, ὅτι τὸ παρὰ Θεοκρίτῳ, οἷον (id. 1, 147)·
ἀπ’ Αἰγίρω ἰσχάδα τρώγοις, διὰ τοῦ ι γράφεται· ἀπὸ γὰρ τοῦ Αἴγιρον ἐστὶν ὄνομα πόλεως. τινὲ
15δὲ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφουσιν αὐτό, οἷον (ibid.)·
καὶ ἀπ’ Αἰγείρω ἰσχάδα τρώγοις. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth. 177, 29) B, Sym. 227, EM 428. Orio 17, 14 + Choerob. l. c.

alpha

161

Αἰγίλιψ (Ι 15, Π 4)· δύσβατος καὶ ὑψηλὸς τόπος (l. c.)·
ἥ τε κατ’ αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ. γέγονε παρὰ τὸν λείψω μέλλοντα λείψ, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε λίψ, καὶ
ἐν συνθέσει μετὰ τῆς αἴξ γίνεται αἰγίλιψ, ἧς καὶ αἲξ 〈***〉 μὴ δυνα‐116
5μένη ἀναβῆναι B, Sym. 228, EM 407, Et. Gud. (c) α 358b, eust. 307, 26. Orio + Lex. rhet.

alpha

162

Αἰγιάλεια (Ε 412)· ὄνομα κύριον· Ἀδράστου † θυγα‐ τρός, Διομήδους γυνή B, Sym. 229, EM 410.

alpha

163

Αἰγάς (Θ 203)· Ἑλίκην τε καὶ Αἰγάς·
πόλις Εὐβοίας. τὸ ἐθνικὸν Αἰγαῖος B, Sym. 230, EM 412. *Orio. 〈Αἰγαίων (Α 404): EM 413. *Orio.〉117

alpha

164

Αἴγισθος· παρὰ τὸ θῶ, τὸ θηλάζω, καὶ τὸ αἴξ Αἴγιθος, πλεονασμῷ τοῦ ς Αἴγισθος· ἱστοροῦσι γὰρ τοῦτον αἰγείῳ γάλακτι τροφῇ χρήσασθαι B, Sym. 231, EM 411, Et. Gud. (c) α 348 + (Z) α 162. Orio 24, 13.

alpha

165

Αἰγίλουρος· αἴλουρος καὶ πλεονασμῷ τῆς γι συλλαβῆς αἰγίλουρος B, Sym. 232, EM 408. Hdn.

alpha

166

Αἴγλη· παρὰ τὸ ἀΐσσω, τὸ ὁρμῶ, καὶ τὸ λίαν γίνεται αἴγλη· πάνυ γάρ ἐστιν ὁρμητικὴ ἡ αἴγλη. οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμε‐ ρισμοῖς τοῦ Ψαλτῆρος (Choerob. epim. ps. 96, 5). σημαίνει δὲ λαμπη‐ δόνα (ζ 45) B, Sym. 233, EM 429. Choerob. l. c. + Lex. rhet.

alpha

167

Αἰγαῖον πέλαγος (Schol. Ap. Rh. 1, 831)· † Αἰ[γέτης] Εὐβοίας, νῆσος δυσχείμερος, ἀφ’ ἧς καὶ τὸ πέλαγος Αἰγαῖον ἐκλήθη. οἱ δὲ (Pherecyd. FGH 3 f 43) † ἀπὸ Ποσειδῶνος οὕτως ὠνομά‐ σθη· οὕτως γὰρ λέγεται θεός. οἱ δὲ (Nicocrates FGH 376 f 3)
5ἀπ’ Αἰγέως τοῦ πατρὸς Θησέως κατακρημνίσαντος ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς
ἀκροπόλεως εἰς τὴν θάλασσαν· † οὐ πολὺ γὰρ ἀπέχει ἡ ἀκρόπολις τῆς θαλάσσης † περιπλέοντι νήσῳ † οὕτως Ὦρος B, Sym. 234, EM 425. Orus.118

alpha

168

Αἰγυπιοῖσι (Η 59)· οἱ μὲν εἶδος ἀετοῦ, οἱ δὲ τοὺς γῦπας. αἰγυπιός αἰγυπιοῦ· παρὰ τὸ ἀΐσσω B, Sym. 236, EM 431.

alpha

169

Αἴγυπτος· ἀπὸ Αἰγύπτου βασιλέως, τοῦ Βήλου· ἢ ἀπὸ Αἰγύπτου τοῦ Νείλου· ἢ Αἴγυπτος αἰ[γίποτος] παρὰ τὸν τράγον, ὃν Αἰγύπτιοι σέβουσι, ἐξαιρέτως δὲ τοὺς Μενδησίου· ἢ Αἴγυπτος
διὰ τὸ αἶγας πίονας ἔχειν. οὕτως Ὦρος B, Sym. 235, EM 432.120

alpha

170

Αἰγιαλός (Β 210 ...)· παρὰ τὸ τὴν αἶαν γείτονα εἶναι τῆς ἁλός· ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω B, Sym. 237, EM 405.

alpha

171

Αἰγοφάγος (Nic. fr. 99 Schneider)· ὁ Ζεύς, ὡς παρὰ Νικάνδρῳ ἐν † Θηριακοῖς (l. c.) B, Sym. 238, EM 409.

alpha

172

Αἰαίην (κ 135)· οἷον (l. c.)·
Αἰαίην δ’ ἐς νῆσον. ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος· λέγουσι τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον εἶναι τοῦ Ἅιδου, ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἰληφέναι ἀπὸ τῶν
5στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ B, Sym. 239, EM 399. Hdn.

alpha

173

Αἰδοῖα (Soran. fr. 5 Scheele)· παρὰ τὴν αἰδῶ· γυμνῶ‐ σαι γὰρ ταῦτα ἢ ὀνομάσαι ταῦτα αἰδούμεθα. ἢ παρὰ τὸ ἀνοιδαίνειν ἐν τῇ συνουσίᾳ ὀργῶντα. ἔστιν οὖν † αἰδοῖα καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς α αἰ‐
δοῖα B, Sym. 240, EM 448. Orio 611, 44 Werfer + 15, 22.122

alpha

174

Αἰδοῖος (Γ 172)· ὁ αἰδοῦς καὶ τιμῆς ἄξιος, οἷον (l. c.)·
αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι. ἀπὸ τοῦ αἰδώς γίνεται αἰδ[ῷος]· τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς ως διὰ τοῦ ωος παράγωγα σὺν τῷ ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται, οἷον Μίνως
5Μινῷος, ἥρως ἡρῷος, πάτρως πατρῷος· οὕτως οὖν καὶ ἠώς ἠῷος καὶ αἰδώς αἰδῷος καὶ κατὰ τροπὴν Βοιωτικὴν τοῦ ω τῆς ωι διφθόγ‐ γου εἰς τὴν οι δίφθογγον ἠοῖος καὶ αἰδοῖος. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός
(cf. ao II 286, 22) B, Sym. 242, EM 434. Choerob. de quant. 〈Αἰδοῖός τέ μοι (Γ 172): EM 434 a. *Comm.124
10Hom.〉125

alpha

175

Αἰδομένω (Α 331)· † αἰδεσθέντες (l. c.)·
τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω. αἰδέω, ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς αἰδέομαι αἰδοῦμαι, ἡ μετοχὴ αἰδεό‐ μενος αἰδούμενος, τὸ δυϊκὸν αἰδεομένω 〈αἰδουμένω〉 καὶ ἀποβολῇ
126
5τοῦ υ αἰδομένω B, Sym. 243, EM 444. Epim. Hom.

alpha

176

ᾌδω· ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ κράσει ᾄδω· ἄξιον δέ ἐστι ζητῆσαι διὰ τί τὸ α μακρὸν ὂν ἐτράπη ἐν τῷ παρατατικῷ· καὶ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι εἰς τὰ τελεώτατα μεγέθη δεῖ τὰς ἐπεκτάσεις γίνεσθαι, τὰ δὲ φύσει μακρὰ τὸ τελεώτατον ἔχει μέγεθος. οὕτως
5† Ζήνων B, Sym. 244, EM 447. Zenob. fr. 6 Schoemann.

alpha

177

Αἰδέσεται (Ι 508)· αἰδεσθῇ· ἀπὸ τοῦ αἰδῶ (Ζ 442, x 105)·
αἰδέομαι Τρῶας, καὶ (Ι 508)
5ὃς μέν τ’ αἰδέσεται
B, Sym. 245, EM 444. *Epim. Hom. (?)127

alpha

178

Αἰδεῖσθαι [θ’] ἱερῆα (Α 23, 377)· αἰδοίους τοὺς † οἰκέτας λέγει (η 165) διὰ τὸ 〈***〉 ἀξίου εἶναι καὶ ἐντροπῆς B, Sym. 246, EM 445. *Comm. Hom.

alpha

179

Αἰδοιέστατον (Pind. O. 3, 42)· ἰστέον, ὅτι τὸ ἀρχέστα‐ τον, ὡς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν τῇ Πηνελόπῃ, οἷον (fr. 483)·
γένος μέν τ’ εἰμι Κρὴς ἀρχέστατον· καὶ τὸ αἰδοιέστατον καὶ ἀφθονέστατον ποιητικά εἰσι κατ’ ἔθος Ἰώνων
5γενόμενα· τὰ γὰρ διὰ τοῦ † ου συγκριτικὰ οὗτοι διὰ τοῦ ες προσ‐ φέρουσιν, οἷον δικαιέστερος καὶ ἀρχαιέστερος (Eupol. fr. 307) B,
Sym. 247 + 241, EM 449. *Orio + 〈Αἰδώς: EM 442; Eust. 1754, 42 ἐτυμολογοῦσι τὴν αἰδῶ ... παρὰ τὸ α στερητικὸν μόριον καὶ τὸ ἰδεῖν. *Orio.〉128

alpha

180

Αἰδῶ (Β 262)· ἰστέον, ὅτι ἡ αἰδώ ὅτε μέν ἐστιν εὐθεῖα [ὀξύνεται, ὡς] Λητώ καὶ † Σαμφώ, ὅτε δὲ αἰτιατικὴ περισπᾶται, ὡς ἐνταῦθα (l. c.)·
τά τ’ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει·130
5[οὐ γὰρ] πτωτικόν ἐστι τὸ ω, ἀλλ’ ἀπὸ κράσεως· ἀπὸ γὰρ τοῦ αἰδῶα αἰδῶ περισπᾶται. οὕτως εὗρον B, Sym. 248, EM 446. Comm. Hom.

alpha

181

Αἰεὶ νέον ἐρχομενάων (Β 88)· (l. c. 87—88)·
ἠΰτ’ ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων
πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων. τὸ «νέον ἐρχομενάων» ἀντὶ τοῦ νεωστὶ ἀεὶ ἐρχομενάων, ὡς τὸ (γ 318)
5
κεῖνος γὰρ νέον ἄλλοθεν εἰληλούθει. σημαίνει οὖν τὸ συνεχῶς προΐεσθαι, ὡς νεωστὶ δοκεῖν αὐτὰς ἄρχεσθαι τὰς μελίσσας· καὶ γὰρ τοῖς μὲν ἄλλοις ζῴοις αἱ πτήσεις ἀποτετα‐ μέναι γίνονται, αἱ δὲ μέλισσαι βραχεῖαν τὴν κίνησιν ποιούμεναι ἐφ‐ ίζουσι τοῖς ἄνθεσι καὶ ἐπαρθεῖσαι πέτονται πάλιν καὶ πάλιν ἐφίζουσι·
10κατ’ ὀλίγον οὖν ἡ πτῆσις αὐτῶν ὥσπερ ἄρτι ἐρχομένων γίνεται καὶ φαντασίαν παρέχει ὡς ἄρτι ἐξορμωμένων. συμβέβηκε δὲ καὶ ἄλλο ταῖς μελίσσαις ὁμότονον ἀεὶ τὴν πτῆσιν ποιεῖσθαι ἀπ’ ἀρχῆς ἕως πέρατος, οὐ κατ’ ὀλίγον ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα πτηνὰ καὶ χερσαῖα ζῷα. πάντως οὖν τὸν καιρὸν τῆς φύσεως αὐτῶν ἐπισημαίνεται ὡς ἄρτι
15ποιουμένων. οὕτως εὗρον ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος. ἐμοὶ δὲ δοκεῖ τὴν ὥραν μηνύειν μᾶλλον, ὅτε πέτονται· πέτονται δὲ τοῦ ἦρος αἰεί, νέον δὲ τὸ ἔαρ ἐκάλουν καὶ νέον ἔτος ἀπὸ τοῦ ἦρος ἐκάλουν. καὶ ἀλλαχοῦ δέ φησιν (τ 519)·
ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
20πατέρα τε τῶν καιρῶν τὸν χειμῶνα Πυθαγόρας (deest apud Diels— Kranz) καλεῖ. ὅτι γὰρ τὸ ἔαρ καλεῖ, † δηλοῖ· ἐπάγει γάρ (Β 89)·
βοτρυδὸν δὲ πέτονται
B, Sym. 249, Comm. Hom.131

alpha

182

Αἰειγενέτῃσι (Γ 296 ...)· τοῖς ἀεὶ τελεσιουργοῦσιν· ἢ τοῖς ἀεὶ ὑπάρχουσιν B, Sym. 250, EM 452. *Comm. Hom.

alpha

183

Αἰέλουρος (Soph. Ichn. 296)· τοῦτο οὐκ ἔστι πλεο‐ νασμὸς ἀλλὰ ἀντίθεσις· παρὰ γὰρ τὸ αἰολεῖν τὴν οὐρὰν ἐτυμολογεῖται † αἴλουρος B, Sym. 251, EM 453. Hdn. II 227, 1.

alpha

184

Αἰετός (ο 161)· οἷον (l. c.)·
αἰετὸς ἀργὴν χῆνα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον· καὶ (Θ 247, Ω 315)
αὐτίκα δὲ αἰετὸν ἧκε, τελειότατον πετεηνῶν·
5τελειότατον δέ, ἤτοι μέγιστον, ἢ ἐντελῆ σημεῖα φαίνοντα. παρὰ τὸ ἀΐσσειν γέγονεν αἰετός, ὅθεν καὶ ἀναλογώτερον οἱ Ἀττικοὶ ἀετός λέγουσιν χωρὶς τοῦ ι, ὡς κλαίω κλάω. οὕτως Ὠρίων B, Sym. 252, EM 454. Orio. 〈Αἰέν (Α 290): EM 451. Epim. Hom. + Choerob. Orth.
1071, 33.〉

alpha

185

Αἰζηός (Γ 26)· νεανίας· παρὰ τὸ ἄζω, τὸ σέβομαι. δεῖ γινώσκειν, ὅτι οὐκ ἔχει τὸ ι προσγεγραμμένον. ὁ δὲ Ἀπολλώνιος (Lex. hom. 17, 4 aliter) λέγει ἐκ τοῦ αἰζήϊος αὐτὸ γεγονέναι, πρὸς ὃν ἀντιλέγει ὁ Τεχνικός (Hdn. I 115, 9), ὅτι, εἰ ἦν ἀπὸ τοῦ132
5αἰζήϊος, οὐκ ὤφειλεν ὀξύνεσθαι, ἀλλὰ προπερισπᾶσθαι· ἡ γὰρ ὀξεῖα καὶ ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχεται, οἷον Ἀχελώϊος Ἀχελῷος, ὑπερώϊον ὑπερῷον. περὶ δὲ τοῦ αἰζήϊος λέγει ὁ Τεχνικός, ὅτι, ὥσπερ ἀπὸ τοῦ Αἰτωλός γίνεται Αἰτώλιος κατὰ παραγωγὴν τοῦ αὐτοῦ ση‐ μαινομένου φυλαττόμενον, καὶ ἀπὸ τοῦ κάπρος κάπριος, οὕτως καὶ
10ἀπὸ τοῦ αἰζηός αἰζήϊος. γράφεται δὲ κατὰ τὴν παραλήγουσαν τὸ
αἰζηός διὰ τοῦ η· τὰ εἰς ος λήγοντα καθαρὸν ἁπλᾶ κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον τῷ η παραληγόμενα οὐκ ἔστιν εὑρεῖν, εἰ μὴ τὸ αἰζηός καὶ πηός, καὶ αὐτὰ ἐκ πάθους. πρόσκειται «κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον», ἐπεὶ τὸ παληός ἀρχηός Βοιώτιά εἰσι κατὰ τροπὴν τῆς ει διφθόγγου133
15εἰς η, ὡς τὸ ὄρηος καὶ λύκηος Λακωνικά. πρόσκειται «ἁπλᾶ» διὰ τὸ Πολύνηος (θ 114) Ἐχένηος (η 155)· παρὰ γὰρ τὸ νηός συν‐ ετέθησαν. ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀεὶ † ζῆν τὸ αἷμα τῆς ἡλικίας, τουτέστι θερμὸν εἶναι. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός B, Sym. 253, EM 459, Eust. 376, 26. Choerob.

alpha

186

Αἰήτης (Ap. Rh. 3, 320)· κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι † ἀΐτης (l. c.)·
Αἰήτη, κείνην μὲν ἄφαρ διέχευαν ἄελλαι, Ἀπολλώνιος. ἔδει εἰπεῖν Αἰῆτα, ὡς τοξότης τοξότα, Ὀρέστης
134
5Ὀρέστα, ἀλλ’ Ἰωνικῶς ἔτρεψε τὸ α εἰς η B, Sym. 255, EM 460, Et. Gud. (d) ad α 78. Schol. Ap. Rh.

alpha

187

Αἰηνές (Archil. fr. 179)· τὸ δεινὸν καὶ πολύστονον· Ἀρ‐ χίλοχος (l. c.)·
προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων. εἴρηται παρὰ τὸ αἲ αἴ· ἢ τὸ αἰώνιον, μετὰ τοῦτο γὰρ οὐκ ἔστι
5φαγεῖν τὸν ἀποθνῄσκοντα. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 256, EM 462. Methodius. 〈Αἰθάλειος: Sym. 257, EM 482.〉

alpha

188

Αἶθος (Eur. Rhes. 990 ?)· ἰστέον, ὅτι αἶθος ἐστὶν ὁ αἴθων· παρὰ τὸ αἴθω, τὸ καίω. αἰ[θός (Ar. thesm. 246) δὲ] ὁ αἰθόμενος οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ B, Sym.
258. EM 463. *Orio135
5Αἰθαλόεν (Β 415): EM 469.〉 〈Αἰθύσσειν (Soph. fr. 542): Sym. 259a, EM 417. *Lex. rhet.〉 〈Αἴθω: Sym. 259b, EM 479 + 470 + 478. *Orio.〉 〈Αἰθήρ: EM 473.〉
10Αἰθίοψ (Ps. 86, 4): EM 474; Eust. 1385, 59 Αἰθίοψ ... ἀπὸ τοῦ αἴθω ... διὰ τὸ ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου. 1389, 7 ἀρὰ τὸ αἴθω, τὸ καίω, 〈καὶ〉 τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται ὁ Αἰθίοψ ὡς ἐπικεκαυμένος τὴν ὄψιν. Choerob. epim. ps. 166, 20.〉
Αἴθινα: Sym. c 182, EM 476. *Lex. rhet. ?〉136

alpha

189

Αἴθων (Ο 690)· πυρώδης, καυστικός· ἐξ οὗ καί (l. c.)·
αἰετὸς αἴθων· ἀπὸ τοῦ αἴθω B, EM 464, Eust. 357, 13 + 692, 13 + 739, 62. *Comm. Hom.

alpha

190

Αἴθωνι (Δ 485 ...)· λαμπρῷ, ὀξεῖ· ἐπὰν γὰρ ὁ σίδηρος ὀξυνθῇ, λαμπρότερος γίνεται B, Sym. 260, EM 464. *Comm. Hom.

alpha

191

Αἴθωνας (Ι 123 ...)· τοὺς πρὸς τὸ πῦρ ἐπιτηδείους, τοὺς καλουμένους ἐμπυριβάτας (Ψ 702) B, Sym. 261, EM 464. *Comm. Hom.

alpha

192

Αἰθούσῃσι (Ζ 243)· στοαῖς ταῖς καταλαμπομέναις ὑπὸ
τοῦ ἡλίου· αἴθουσαι δὲ ἀπὸ τοῦ αἴθεσθαι ἐν αὐταῖς τοῦ χειμῶνος ἢ διὰ τὴν ἡλίου βολήν B, Sym. 262, EM 465. *Comm. Hom.138

alpha

193

Αἰθαλίδην (Ap. Rh. 1, 641)· οἷον (l. c.)·
Αἰθαλίδην κήρυκα θοόν, τῷ πέρ τε μέλεσθαι
† Ἑρμείας. ὁ Αἰθαλίδης Ἑρμοῦ παῖς ἦν ἑτερήμερος καὶ μίαν ὑπὸ τὸν Ἅιδην
5διῆγεν, ἑτέραν δὲ † ὑπὸ τὴν γῆν B, Sym. 263, EM 481. Schol.
Ap. Rh.139

alpha

194

Αἰθάλη· παρὰ τὸ αἴθω, τὸ καίω, γέγονεν αἰθάλη. τὰ δὲ παρὰ τὸ αἴθω, ὃ δηλοῖ τὸ καίω, συγκείμενα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται, αἰθάλη αἰθήρ καὶ τὰ ὅμοια B, Sym. 264, Et. Gud. (d) ad α 80.

alpha

195

Αἰθαλήτης· ἡ Λῆμνος ἐκαλεῖτο, ἴσως ἀπὸ τῶν ἀνα‐ διδομένων αἰθαλῶν ἐκ τῶν Ἡφαίστου χαλκείων B, Sym. 264,
EM 480.140

alpha

196

Αἰθήρ· παρὰ τὸ αἴθω αἰθήρ· πυρώδης γὰρ ὁ τόπος B, Sym. 266. Orio 612, 18 Werfer.

alpha

197

Αἴθοπα οἶνον (Α 462 ...)· τὸν μέλανα· ἢ τὸν ποιοῦντα ἐρυθρούς· ἢ τὸν καυστικόν B, Sym. 265, EM 467; Eust. 135, 35. *Comm. Hom.

alpha

198

Αἴθρῳ καὶ καμάτῳ (ξ 318)· ὅτι ἐπιμελῶς ἐν ταῖς αἰθρίαις τὸ ψῦχος γίνεται. ἄλλοι δὲ ἀγνοοῦντες γράφουσι (l. c.)·
λύθρῳ καὶ καμάτῳ· τῷ γὰρ ναυαγῷ οὔτε ἱδρὼς ἁρμόζει οὔτε αἷμα, ἐκεχώριστο γὰρ
5ἀμφοῖν, ὑπὸ δὲ τῆς αἰθρίας ἐδεδάμαστο ὡς ναυαγὸς ἀσκεπής. κατὰ δὲ τὸ ἀρσενικὸν τὴν αἴθραν εἶπεν, ὡς τὴν πύλην πύλον, οἷον (Ε 397)·
ἐν Πύλῳ ἐν νεκύεσσι βαλών, καὶ τὴν δείλην δείελον (Φ 231—231)·
142
10
εἰς ὅ κε
δείελος ἔλθῃ B, Sym. 267, EM 485. Comm. Hom.

alpha

199

Αἴθρῳ (ξ 318)· τῷ ψύχει· ἀπὸ τῆς αἰθρίας B, Sym. 268, EM 485. *Comm. Hom.

alpha

200

Αἰθρηγενέτης (ε 296)· ὁ Βορέας· ὁ αἴθρου καὶ ψύχους αἴτιος B, Sym. 269, EM 484. *Comm. Hom.

alpha

201

Αἴθουσαι (θ 57)· αἱ στυλωταὶ καθέδραι, περίστυλα ἔχουσαι· ἀπὸ τοῦ αἴθεσθαι ἐν αὐταῖς τὰ πυρά, οἷον (Ι 472)·
πῦρ, ἕτερον μὲν ὑπ’ † αἰθούσης. ἤ, ὡς ἔνιοι, καταλαμπόμεναι B, Sym. 270, EM 468. *Comm.
5Hom.

alpha

202

Αἰθέρος (Π 365)·
αἰθέρος ἐκ δίης ὅποτε Ζεὺς λαίλαπα τείνει, ὅτε ὁ Ζεὺς μετὰ αἰθρίαν κατάστασιν ἐμβολὴν ἀνέμου διεγείρει
B, Sym. 271. *Comm. Hom.143

alpha

203

Αἰκίζω· ἀπὸ τοῦ ἀεικής, ὃ σημαίνει τὸν σκληρόν· ἀπὸ τούτου γίνεται ἀεικίζω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε αἰκίζω B, Sym. 272, EM 487.

alpha

204

Αἴλιος· Ἀδριανὸς ὁ βασιλεὺς Αἴλιος ἐκαλεῖτο, ὅθεν Αἴλιοι χρηματίζουσιν. ὅτι δὲ Αἴλιος ἐκαλεῖτο, Διογενιανὸς ἐν τοῖς Χρονικοῖς φησιν· «ἐκ τούτου οὖν Αἴλιοι χρηματίζουσιν». οὕτως [Ὠρίων] B, Sym. 273, EM 491. Orio.

alpha

205

Αἱμασιά (ς 359)· τὸ ἐκ χαλικίων ᾠκοδομημένον τειχίον, ἤγουν φραγμός· ἀπὸ τοῦ αἱμάττεσθαι τοὺς ὑπερβαίνοντας ὑπὸ τῶν † κειμένων τοὺς σωροὺς τῶν λίθων, ὡς παρὰ Νικάνδρῳ (Ther. 143)·
τρό〈χ〉μαλά θ’ † αἱμασιά τε καὶ † ἰλύος ἐρέοντες.
5ἔστι δὲ καὶ ῥητορικὴ ἡ λέξις B, Sym. 274, EM 508. Orio 8, 19.

alpha

206

Αἷμα· παρὰ τὸ αἴθω, τὸ καί〈ω〉, [ὁ παθητικὸς 〈παρακεί‐ μενοσ〉 ᾖσμαι, αἷσμα] καὶ αἷμα B, Sym. 275, EM 494 et mox 495,
Et. Gud. α 345b. Orio 16, 7 + 612, 38 Werfer.144

alpha

207

Αἱμύλος (α 56)· ὁ ἔμπειρος· ἔστι δαίω, τὸ μανθάνω, ἐξ οὗ τὸ δαίμων καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ δ αἵμων, οἷον (Ε 49)·
αἵμονα θήρης. τούτου τὸ ὑποκοριστικὸν αἱμύλος, τὸ κτητικὸν αἱμύλιος, καὶ (α 56)
5
αἱμυλίοις, τουτέστι κολακευτικοῖς, ἐμπείροις καὶ συνετοῖς. καὶ Ἡσίοδος (Op. 374)·
αἱμύλα κωτίλλουσα
B, Sym. 276, EM 511. Orio 12, 17 + Schol. Hes. th.146

alpha

208

Αἱμωδεῖν· τὸ τοὺς ὀδόντας ὀδυνᾶσθαι μετὰ κνησμοῦ, ὡς καὶ † αἱμασσᾶσθαι. παρὰ τὸ αἷμα· αἱμωδία γὰρ λέγεται ἡ τῶν ὀδόντων νάρκη. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 277, EM 509. Me‐ thodius.

alpha

209

Αἵμων (Ε 49)· ὁ ἔμπειρος (l. c.)·
αἵμονα θήρης. παρὰ τὸ δαίω, τὸ γινώσκω, ἀφ’ οὗ δάσκαλος καὶ διδάσκαλος, καὶ δαίαλος καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ δαίδαλος, ὁ ἐπιστήμων, καὶ δαίμων,
5ὁ αὐτοδίδακτος, καὶ ἀφαιρέσει τοῦ δ αἵμων. ἔστι καὶ ὄνομα κύριον (Δ 295—296)·
Ἀλάστορά τε Χρόμιόν τε
Αἵμονά [τε κρείοντά τε] B, Sym. 278, EM 510.
10Αἱμούς (Aesch. fr. 31): Sym. c 223, Lex. rhet.〉148

alpha

210

Αἰνείας· ὁ ἥρως, ὁ υἱὸς Ἀγχίσου· παρὰ τὸν αἰνόν, τὸν δεινόν, γίνεται Αἰνέας καὶ Αἰνείας. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 279, EM 512, Et. Gud. (c) α 431. Methodius. 〈Αἵνειν (Pherecrat. fr. 183): Sym. 280, EM 519;
5eust. 802, 1 αἵνειν· τὸ ἀναβράττειν ἀληλεσμένον σῖτον ... οἱ δὲ τὸ ἀναποιεῖν ταῖς χερσὶ τὸν σῖτον ὕδατι ῥάναντας ... αἰνεῖν καὶ τὸ συγ‐ κατατίθεσθαι, ὃ δὴ καὶ συναινεῖν λέγεται. καὶ ἄλλως δὲ αἰνεῖν κατ’ εὐφημισμοῦ σχῆμα τὸ ἔρρειν ἐᾶν, ὡς τὸ (Hes. op. 643)
νῆ’ ὀλίγην αἰνεῖν,150
10ἀντὶ τοῦ ἔρρειν ἔα τὴν μικρὰν νῆα, οἶδεν ἡ ὀρθὴ μάθησις. Lex. rhet. + *Comm. Hom. + *Schol. Hes. op.〉

alpha

211a

Αἰναρέτη (Π 31)· ἐπὶ κακῷ κεκτημένε τὴν ἀρετήν· αἰνόν γὰρ τὸ χαλεπὸν καὶ δεινὸν καὶ κακόν B, Sym. 281, EM 515. Comm. Hom.

alpha

211b

Αἰναρέτης (Π 31)· ἰστέον, ὅτι ἡ † κλίσις αὐτοῦ ἔχει
τὸ η τῇ εὐθείᾳ B, Sym. 281, EM 515. Comm. Hom.151

alpha

212

Αἰνετός· ἐκ τοῦ αἰνέσω αἰνεστός καὶ αἰνετός κατ’ ἔνδειαν τοῦ ς. οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ B, Sym. 283, EM 522. *Orio.

alpha

213

Αἴνιγμα· παρὰ τὸ αἰνίσσω, τὸ ἐν παραβολαῖς λέγω, τοῦτο παρὰ τὸ αἰνός· αἴνιγμα δὲ ὁ δεινὸς καὶ σκοτεινὸς λόγος B, Sym. 282, EM 523. *Orio.

alpha

214

Αἰνίζομαι (Ν 374)· ἐπαινῶ (l. c.)· Ὀθρυονεῦ, περὶ δή σε βροτῶν αἰνίζομαι ἁπάντων
B, Sym. 284, EM 516. *Comm. Hom.152

alpha

215

Αἶνος (Hes. op. 202)·
νῦν δ’ αἶνον βασιλεῦς’ ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς. γέγονε δὲ παρὰ τὸ ἰαίνω, τὸ τέρπω, 〈***〉 διαχέω, ἴαινος, ὁ διαχέων τὴν ψυχήν, καὶ ἀφαιρέσει τοῦ ι, ὡ〈σ〉 † ἴηος ἦος † γέγονεν ἴαινος αἶνος,
5ὁ ἔπαινος, προπερισπώμενον καὶ ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ αἰνῶ παρὰ τὸ ἰαίνω,
τὸ διαχέω B, Sym. 285, EM 513. Methodius.153

alpha

216

Αἰνός· ὁ φοβερὸς [καὶ] πονηρὸς καὶ κακός, ἀφ’ οὗ αἰνόθεν (Η 97) καὶ † αἰνός καὶ αἰνότατος (δ 441)· παρὰ τὸ δεινός τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ αἰνός, ὁ μάχιμος. οὕτως Ὠρίων (Δ 169—170)·
ἀλλά μοι αἰνὸν ἄχος σέθεν ἔσσεται, ὦ Μενέλαε,
5
αἴ κε θάνῃς· δεινὴ λύπη μοι γενήσεται, ὦ Με〈νέ〉λαε, ἐὰν ἀποθάνῃς καὶ τὸ μεμοι‐ ραμένον τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς. σημαίνει καὶ τὸ λίαν (Κ 547)·
αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο B, Sym. 286, EM 514, Et. Gud. (c) α 432. Orio + *Comm. Hom.

alpha

217

Αἴνυμαι· τὸ ἀφαιρῶ ἢ λαμβάνω· Ὅμηρος (Φ 502)·
ὁ δ’ ἐξαίνυτο καμπύλα τόξα· καὶ αἰνύμενος (ι 429) καὶ ἀπαινύμενος (Λ 582 ...). παρὰ τὸ αἰρῶ † ἀρ‐
νῶ, ὡς περῶ περνῶ, ἀφ’ οὗ (Ω 752 + χ 45)·154
5
† πέρνασκε νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων· παράγωγον αἴρνυμι καὶ αἴρνυμαι καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ αἴνυμαι. οὕτως
Μεθόδιος B, Sym. 287, EM 525, Et. Gud. (c) α 433. Methodius.155

alpha

218

Αἰνά (Α 414)·
τί νύ ς’ ἔτρεφον αἰνὰ τεκοῦσα, ἐπὶ κακῷ γεννήσασα B, EM 524. *Comm. Hom.

alpha

219

Αἴξ· τὸ ζῷον· παρὰ τὸν ἀΐξω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ ὁρμῶ γίνεται ἀΐξ καὶ κατὰ συναίρεσιν αἴξ· καὶ Ὅμηρος (Δ 105)·
ἰξάλου αἰγός, ὁρμητικῆς δηλονότι B, Sym. 288, EM 527. *Orio.

alpha

220

Αἰξωνεύεσθαι· τὸ κατηγορεῖν· βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς. δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος ἐστὶ φυλῆς B, Sym. 289, EM 528, Et. Gud. (d) α 107. *Lex. rhet.

alpha

221

Αἰολομίτρην (Ε 707)· ποικίλην μίτραν ἔχοντα, ἐξ
οὗ εὐκίνητον, πολεμιστήν B, Sym. 290, EM 533. *Comm. Hom.156

alpha

222

Αἰόλος (κ 2)· ὄνομα κύριον, οἷον (l. c.)·
Αἰόλος Ἱπποτάδης· καὶ ἐπίθετον, οἷον (Μ 208)·
αἰόλος ὄφις.
5παρὰ τὸ ἀΐειν, ὃ δηλοῖ τὴν [ἀν]υπόστατον κίνησιν· ἔνθεν καὶ ἀΐειν, τὸ ὁρμᾶν καὶ ἀΐσσειν. Μεθόδιος B, Sym. 291, EM 530; Et.
Gud. (c) α 459 + 460. Methodius. 〈Αἰόλον: EM 529.〉157

alpha

223

Αἰολοπώλους (Γ 185)· ταχυπώλους ἢ † ποικίλους ἱπ‐ παζομένους· παρὰ τὸ † αἰολεῖν καὶ κινεῖν † ἢ πώλους B, Sym. 292, EM 532, Eust. 403, 11. *Comm. Hom.

alpha

224

Αἰολεῖς· Ὀρέστης κατὰ χρησμὸν συνήθροισε πολλοὺς 〈***〉 τοὺς ὠνομασμένους Αἰολεῖς, ὡς μέν τινες ὅτι πλεῖστοι 〈***〉, ἤτοι Βοιωτοὶ ἦσαν, ὡς δὲ Μενεκλῆς (FGH 270 f 10) διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν συνηθροῖσθαι, ἀπὸ τοῦ † αἰολλίζω. οὕτως
5Ὦρος B, Sym. 293, EM 534. Orus.

alpha

225

Αἰπὰ ῥέεθρα (Φ 9)·
βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα, ὑψηλά· παρὰ τὸ αἰπύ αἰπέα καὶ κατὰ συγκοπὴν αἰπά, ὅθεν τὸ α
βραχύ. αἰπὰ οὖν ῥέεθρα τὰ δύσβατα ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀκρω‐158
5τηρίων, αἶπος γὰρ τὸ ἀκρωτήριον B, Sym. 294, EM 538. *Comm. Hom. + Orio 9, 5.

alpha

226

Αἰπεῖα (Ι 294)· πόλις· ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι. εἴρηται εἰς τὸ φηράς B, EM 537. *Comm. Hom.

alpha

227

Αἰπόλος (Β 474)· αἰγονόμος, ἤτοι αἰγοπόλος τις ὤν,
ὁ περὶ τὰς αἶγας ἀναστρεφόμενος. ἢ οἱ περὶ τὰ αἰπά, ὅ ἐστιν ὑψη‐ λοῖς τόποις, περιπολοῦντες· χαίρουσι γὰρ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅθεν καὶ αἰπόλια τὰ αἰγονόμια, αἰγοπόλια ὄντα B, Sym. 295, EM 539. Orio159
55, 22 + 176, 19 Koes

alpha

228

Αἰπεινῆς (Ι 419 ...)· ὑψηλῆς· ἀπὸ τοῦ αἰπύς αἰπεινός, ὡς παρώνυμον B, Sym. 296, EM 537. *Comm. Hom.

alpha

229

Αἶπος· ὑψηλὸς τόπος, ἀκρωτήριον B, Sym. 297, EM 537. Orio 9, 3.

alpha

230

Αἰπύς· ὁ χαλεπὸς καὶ σκληρός· ἢ ὁ ὑψηλός. παρὰ τὸ
αἶπος, ἀκρωτήριον τὸ σκληρόν EM 537. Orio, 9, 3. 〈Αἰπόλος (Β 474): Sym. 298, EM 539. Epim. Hom.〉 〈Αἰπόλιον (Β 474): Sym. 299. Epim. Hom. 20, 10.〉160
5Αἰπύν (ρ 47): EM 535 + 535 a. *Orus Περὶ πολυ‐ σημ.?〉

alpha

231

Αἴπυτος· ὄνομα κύριον· παρὰ τὸ αἰπύς, τὸ σημαῖνον τὸν ὑψηλὸν τόπον, ὡς εὐρύς Εὔρυτος B, Sym. 300, EM 536. Me‐
thodius.161

alpha

232

Αἰπύκερως· ὁ ὑψηλὰ κέρατα ἔχων B, Sym. 301, EM 537.

alpha

233

Αἶρα (Call. fr. 115, 12)· ἡ † σφαῖρα· Καλλίμαχος (l. c.)·
αἰράων ἔργα διδασκόμενοι. παρὰ τὸ ῥαίω, τὸ σημαῖνον τὸ φθείρω· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ῥαιστὴρ λέγε‐ ται. γίνεται ῥαῖα καὶ [ὑπερθέσει αἶρα], ἡ τὰ τυπτόμενα διαφθεί‐
5ρουσα. ἢ ἀπὸ τοῦ αἴρω B, Sym. 302a, EM 543. Orio 18, 1 + 185, 10 koes.

alpha

234

Αἶρα· σπέρμα ἐστὶ σιτῶδες ἐκ παραφθορᾶς τοῦ σίτου γιγνόμενον παρὰ τὸ ῥαίω, τὸ φθείρω B, Sym. 302b, EM 544. *Methodius (?).

alpha

235

ᾌρας (Ρ 724)· δεῖ γινώσκειν, ὅτι ἔχει τὸ ι προσγεγραμ‐ μένον κατὰ τὴν παράδοσιν. γυμνάσωμεν δὲ καὶ ἡμεῖς καὶ δείξω‐ μεν, ὅτι οὐκ ὤφειλεν ἔχειν τὸ ι. ἔστι γὰρ αἴρω ἀρῶ· τοῦτο τῷ λόγῳ μὲν τῆς παραληγούσης γίνεται κατὰ τὸν ἀόριστον Ἀττικῶς
5ἆρα, ὡς μιαίνω μιανῶ ἐμίανα, καὶ λοιπὸν ἐκ τούτου γίνεται ἡ μετ‐
οχὴ ἄρας χωρὶς τοῦ ι· λόγῳ δὲ ἀρχούσης ἐστὶν ᾖρα ὁ πρῶτος ἀόριστος σὺν τῷ, ι, ὥσπερ αἰτῶ ᾔτησα καὶ αἰσχύνω ᾔσχυνα, καὶ ὤφειλεν ἡ μετοχὴ ἐκφωνεῖν τὸ ι· τὰ γὰρ τοιαῦτα ἐν ταῖς μετοχαῖς ἐκφωνοῦσι τὸ ι, οἷον ᾔτησα αἰτήσας, ᾔσχυνα αἰσχύνας, οὕτως οὖν καὶ ᾖρα162
10αἴρας ὤφειλεν εἶναι καὶ οὐκ ᾄρας. ἄρα οὖν μὴ ἐκφωνοῦν τὸ ι οὐκ ἔχει αὐτό. ἀλλ’ ἐπειδή φησιν ὁ Τεχνικὸς (Herodiani locus omissus, de quo cf. II 789, 14) «ἡ παράδοσις ἔχει τὸ ι», σχηματιστέον αὐτὸ οὕτως· ἔστιν ἀείρω, ὁ μέλλων ἀερῶ καὶ ἀόριστος ἤειρα, ὥσπερ ἤγειρα, καὶ ἡ μετοχὴ ἀείρας, καὶ κράσει τοῦ αε εἰς α μακρὸν γί‐
15νεται ἄϊρας καὶ μένει τὸ ι μὴ ἐκφωνούμενον διὰ τὸ μέγεθος τοῦ α. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός B, Sym. 303, EM 542. Choerob. de quant.

alpha

236

Αἰριπολίοιο δμωαί· Σιμωνίδης (fr. 113). ἐκ
τοῦ † αἰριοπόλοιο συγκοπῇ τοῦ ο. οὕτως Ἡρωδιανός (II 251, 10) B, Sym. 304, EM 546. Hdn. l. c.164

alpha

237

Αἱρεύμενον (Hes. op. 476)· λαμβάνοντα, αἴροντα· Ἡσίοδος (l. c. 475—476)·
καί σε ἔολπα
γηθήσειν βιότου αἰρεύμενον ἔνδον ἐόντος.
5παρὰ τὸ αἱρῶ τὸ σημαῖνον λαμβάνω B, Sym. 305, EM 541. *Schol. Hes. op.

alpha

238

Αἴρω· ἀπὸ τοῦ ἀείρω κατὰ κρᾶσιν τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω. οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα B, Sym. 306, EM 540. Choerob. de quant.

alpha

239

Αἱρείτω (Β 34)· † καταλάβοι B, Sym. Z94, EM 540.
*Comm. Hom.165

alpha

240

Αἰρόπινον (Aristoph. fr. 480)· τὸ ἀραιὸν κόσκινον·
παρὰ τὸ τὰς αἴρας ποιεῖν ἀπεῖναι καὶ χωρίζειν. αἶρα δὲ σπέρμα σι‐ τῶδες ἐκ παραφθορᾶς τοῦ σίτου γενόμενον B, Sym. 307, EM 545, Et. Gud. (c) α 482.166

alpha

241

Αἶσα (Α 416)· ἡ εἱμαρμένη, ἡ μοῖρα (l. c.)·
ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν. παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, ὁ μέλλων δαίσω, γίνεται δαῖσα, ὡς βήσω βῆσα καὶ πείσω πεῖσα (υ 23), ἡ πεισμονή, καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ αἶσα
5ἡ ἑκάστῳ μεμερισμένη. ἢ παρὰ τὸ ἀεὶ ἴση εἶναι ἡ μὴ μεταβαλ‐ λομένη· πᾶσι γὰρ ἴσως ἔπεισιν B, Sym. 309, EM 548, Et. Gud. (c) α 489. *Methodius + Orio 8, 26.

alpha

242

Αἶσθα· εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω (α 280) B, Sym. 310.

alpha

243

Αἰσιμία· ἡ μαντεία, ἢ τὸ καθῆκον· παρὰ τὴν αἶσαν, τὴν μοῖραν. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. Z82, EM 550. Methodius.

alpha

244

Αἴσιμος· ὥσπερ παρὰ τὸ σπορά γίνεται σπόριμος καὶ παρὰ τὸ ἀλκή ἄλκιμος, οὕτως καὶ παρὰ τὸ αἶσα, οἷον (Ρ 716)·
πάντα κατ’ αἶσαν † εἶπας
B, Sym. 311, EM 549, Et. Gud. (c) α 488. Orio.167

alpha

245

Αἰσυητήρ (Ω 347)· ὡς μέν τινες ὁ ἐντρεχὴς καὶ κε[κι]‐ νημένος, τινὲς δὲ νεανίαν, Νίκανδρος (fr. 125 Schneider) νομέα· Ὅμηρος (l. c.) δὲ μᾶλλον ἐπὶ τοῦ κοσμίου καὶ καθήκοντος. ἀπὸ τῆς αἴσης παραγώγως· καὶ Ὅμηρος (Γ 59) δὲ τὴν αἶσαν ἐπὶ τοῦ καθή‐
5κοντος τάττει. αἶσα αἴσω αἰσύω αἰσυτήρ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η
αἰσυητήρ B, Sym. 314, EM 552, Et. Gud. (c) α 504. Methodius.168

alpha

246

Αἴσυλα (Ε 403)· ἁμαρτωλά, παράνομα, ἄδικα (l. c.)·
ὃς οὐκ † ὤθετο αἴσυλα ῥέζων. παρὰ τὴν αἶσαν, ἵν’ ᾖ τὰ τῆς αἴσης σεσυλημένα. † λέγεται δὲ καὶ ἀήσυλα πλεονασμῷ τοῦ η†. ἢ παρὰ τὸ ἄσω, τὸ δηλοῦν τὸ βλάπτω,
5οἷον (λ 61)·
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή, γίνεται ἄσυλος, ὡς ἄξω ἄξυλος (Ζ 12), καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄσυλον καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλον καὶ αἴσυλα. ἢ παρὰ τὴν αἶσαν, ὃ σημαίνει τὸ καθῆκον καὶ πρέπον, γίνεται αἴσυλα καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α
10ἀαίσυλα, τὰ μὴ καθήκοντα, καὶ ἀφαιρέσει τῆς στερήσεως αἴσυλα. οὕτως ἔχει καὶ τὸ (Σ 104)
ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης· παρὰ τὸ ἐτός, ὃ σημαίνει τὸ ἀληθές, γίνεται ἐτώσιον καὶ ἐν συνθέσει τῆς α στερήσεως (ibyc. fr. 45)·
15
ἀετώσιον, τὸ μὴ ἀληθές, καὶ κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ α ἔμεινεν τὸ αὐτὸ σημαινό‐ μενον B, Sym. 313, EM 561. Methodius.

alpha

247

Αἴσυλος· ὁ ἄδικος καὶ ἁμαρτωλός, καὶ ἐν συνθέσει αἰσυλοεργός, οἷον (Ε 403 Aristarch.)·
σχέτλιος αἰσυλοεργός. παρὰ τὸ συλῶ ἄσυλος πλεονασμῷ τοῦ α τοῦ ἐπιτατικοῦ, ὡς τὸ (dictio
5rhetorica, e.g. Iul. or. 4, 142c) «ἀχανὲς πέλαγος», τὸ λίαν κεχηνός, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος, οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων. ἀντὶ δὲ τοῦ ι ἔστιν ὅτε καὶ τὸ η πλεονάζει, οἷον ἀήσυλος. ἢ ἀπὸ τοῦ ἆσαι, τὸ βλάψαι, ἄσυλος καὶ αἴσυλος, ὁ βλαπτικός B, Sym. 313,
EM 560. Methodius + Orio 21, 11.169

alpha

248

Αἰσυμνητήρ (Ω 347)· ὁ βασιλεύς, ὁ τὸ καθῆκον ὑμνῶν καὶ σέβων. ἢ αἰσυμενετήρ, ὁ ἐν τῷ καθήκοντι μένων. οἱ δὲ παρὰ τὸ αἰσυμνᾶν, τουτέστι τῶν αἰσίων μνείαν ποιεῖσθαι. ἢ † αἰσομήτης, ὁ αἴσια βουλευόμενος· ὁ γὰρ τύραννος τοὐναντίον B, Sym. 315,
5EM 558. Orio + Methodius. 〈Αἰσυμνῆται (θ 258): EM 553; Et. Gud. (c) α 507; eust. 1594, 59.〉

alpha

249

Αἰσύμηθεν (Θ 304)· ἀπὸ Αἰσύμης πόλεως Θρᾳκικῆς B, Sym. 316, EM 559. *Comm. Hom.

alpha

250

Αἰγυπιός (Ν 531)· Μηριόνης δ’ ἐξαῦτις ἐπάλμενος, αἰγυπιὸς ὥς
B, Sym. 317. *Comm. Hom.170

alpha

251

Αἰτωλοί (Ι 529)· οἱ Καλυδώνιοι, ἐπεὶ καὶ οἱ Κουρῆτες Αἰτωλοί· Καλυδὼν δὲ πόλις πρώτη τῆς † Ἰταλίας B, Sym. Z73, EM 570. *Comm. Hom.

alpha

252

Αἰσχρός (Β 119)· ὁ μετέχων αἰσχύνης (l. c.)·
αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ’ ἐστίν· παρὰ τὸ αἶσχος αἰσχρός, ὡς κῦδος κυδρός, ψῦχος ψυχρός, καὶ ἀπὸ τῶν θηλυκῶν σάθη σαθρός καὶ λύπη λυπρός· οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ
5αἰσχηρός συγκέκοπται B, Sym. 318, EM 562. Epim. Hom. 4, 22.

alpha

253

Αἶσχος· ἡ ὕβρις καὶ ἡ αἰσχύνη· παρὰ τὸ ἴσχω ἴσχος καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α αἶσχος, τὸ πάνυ ἴσχον τοὺς λαμβάνοντας αὐτό B, Sym. 318, EM 562. Epim. Hom. 4, 22.

alpha

254

Αἰσχύλος· ὁ ποιητὴς ὁ τραγῳδοποιός· αἶσχος Αἰσχύ‐ λος, ὡς σιμός Σιμύλος, παρ’ ὃ Αἰσχίνης Αἴσχρων Αἰσχινάδης· παρὰ τὸ εἶναι † ἀδήμονα B, Sym. 319, EM 564; Et. Gud. (c) α 510. Methodius.

alpha

255

Αἴσων· ὁ ἥρως· παρὰ τὴν αἶσαν, τὴν μοῖραν, καὶ τὸ καθῆκον· δοκεῖ ἀπὸ πλεονασμοῦ γεγονέναι B, Sym. 320, EM 551.
*Methodius.172

alpha

256

Αἴτνα· ὄρος Σικελίας· παρὰ τὸ αἴθω, τὸ καίω, Αἴτνη, ὡς φάγω φάτνη, πήσσω πάχνη B, Sym. 321, EM 569; Et. Gud. (c) α 526. Methodius. 〈Αἰτῶ: EM 568a. *Orio.〉

alpha

257

Αἰχμάλωτος· παρὰ τὴν αἰχμήν, ὅ ἐστι τὸ ξίφος καὶ τὸ ἁλῶναι, ὃ σημαίνει τὸ πορθῆσαι B, Sym. 323, EM 574, Et. Gud. (c) α 536. Methodius.

alpha

258

Αἰχμάσσω (Δ 324)· τὸ πολεμῶ· ἀπὸ τοῦ αἰχμή B, EM 571. *Methodius.

alpha

259

Αἰχμή· παρὰ τὸ ἀΐσσω αἰχμή † ἐν συνθέσει ὡς δράξω † δραγμή, τὸ λεπτὸν νόμισμα B, Sym. 323, EM 571, Et. Gud. (c) α 536. *Methodius.

alpha

260

Αἰχμητής (Α 152 ...)· πολεμικός· ἡ εὐθεῖα τῶν πλη‐ θυντικῶν αἰχμηταί καὶ ἡ γενικὴ τῶν αἰχμητῶν καὶ Δωρικῶς (l. c.)·
αἰχμητάων
B, Sym. 324, EM 572 + 573. Epim. Hom. 23, 23174
5Ἀΐδιος: Sym. 325. cf. Choerob. Orth. 176, 33.〉176

alpha

261

Αἰφηρήτης (cf. Υ 376)· ὄνομα· τὸ αι δίφθογγον (Υ 375)·
ὦκα δ’ ἔπειτα
5
† Αἰφηρητιάδαο ποδώκεες ἔκφερον ἵπποι B, Sym. 326. *Comm. Hom.

alpha

262

Αἶψα· ταχέως· εἴρηται κατὰ στέρησιν τοῦ ἶψαι, ὃ ση‐ μαίνει τὸ βλάψαι, τὸ δὲ βλάψαι καὶ ἐμποδίζειν ἀνάγκη, τὸ δὲ ἀνεμ‐ πόδιστον ταχὺ γίνεται. ἢ παρὰ τὸ ἅψω, αἶψα· δοκεῖ γὰρ τὰ ταχέως γινόμενα ἀλλήλων ἅπτεσθαι κατὰ τὴν συνέχειαν B, Sym. 327, EM
5575. *Orio 5, 19 +

alpha

263

Αἰών (Χ 58)· ἡ ζωή, θηλυκῶς· Ὅμηρος (l. c.)·
αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς. παρὰ τὸ † ἀΐειν, ὅ ἐστι πνέειν· καὶ ἄημα τὸ πνεῦμα, καὶ ἀήτης ὁ ἄνε‐ μος, καὶ ἔμπνουν δὲ τὸν ζῶντά φαμεν. σημαίνει δὲ πέντε· τὴν ζωήν
5(Ε 685)·
ἔπειτά με καὶ † λίπῃ αἰών·
καὶ ὁ τῶν χιλίων ἐτῶν ἀριθμός· καὶ ὁ ἀΐδιος καὶ [ὁ ἀ]τελεύτητος, αἰὼν γὰρ οὔτε χρόνος 〈***〉· λέγεται καὶ ἑπτὰ αἰῶνες ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κτίσεως μέχρι τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων ἀναστά‐177
10σεως· αἰών λέγεται καὶ ὁ νωτιαῖος μυελὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὸ (Hippocr. Περὶ βελῶν καὶ τραυμάτων, unde epid. VII 122) «ἄνθρω‐ πος νοσήσας τὸν αἰῶνα ἑβδομαῖος ἀπέθανεν» B, Sym. 328, EM 576, Et. Gud. (c) α 542b, 543. *Orio + *Orus Περὶ πολυσημ.

alpha

264

Αἰώρα· ἀπὸ τοῦ αἴρω αἶρα πλεονασμῷ τοῦ ω αἰώρα, ἐξ οὗ καὶ αἰώρημα καὶ ἐναιώρημα, ὡς † περισπώμενον B, Sym. 329,
EM 577. Orio 14, 8.178

alpha

265

Ἀΐγδην (Ap. Rh. 2, 826)· ἐπίρρημα μεσότητος· σημαίνει δὲ τὸ † ὁρμητικόν, οἷον (l. c.)·
ἀΐγδην † μέσας δὲ σὺν ὀστέῳ ἶνας ἔκερσεν. παρὰ τὸ ἀΐσσω, τὸ ὁρμῶ B, Sym. 330, EM 578. Methodius.

alpha

266

Ἀΐδηλον (Ε 880) ἀφανιστικόν· (Ε 875)·
σοὶ πάντες μαχόμεσθα, ἀντὶ τοῦ διὰ σέ. καὶ μετ’ ὀλίγον (Ε 879—880)·
ταύτην δ’ οὔτ’ ἔπεϊ προτιβάλλεαι οὔτε τι ἔργῳ,
5
ἀλλ’ ἀνίης, ἐπεὶ αὐτὸς ἐγείναο παῖδα ἀΐδηλον. τὸ δὲ προτιβάλλεαι ἀντὶ τοῦ σωφρονίζεις B, Sym. 331, EM 579.
*Comm. Hom.179

alpha

267

Ἀΐδηλος (χ 165)·
κεῖνος δ’ αὖτ’ ἀΐδηλος ἀνήρ, ὁ ὀλοθρευτικός. καὶ ὁ μὲν Μεθόδιος λέγει ἀπὸ τοῦ † ἀΐδω ἴδηλον καὶ ἀΐδηλον, ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ
5(deest) λέγει ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν, τὸ σημαῖνον τὸ ἀφανιστικόν, ὅπερ διὰ
τοῦ ι γράφεται, ἀϊδνόδηλος καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀΐδηλος. καὶ (B, 318)
τὸν μὲν ἀΐδηλον θῆκε θεός· ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόδηλος γίνεται. ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς (II 233, 14) λέγει αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τοῦ ζῆλος ἄζηλος πλεονασμῷ τοῦ ι ἀΐδηλοσ καὶ
180
10τροπῇ τοῦ ζ 〈ἀΐδηλοσ〉 B, Sym. 332, EM 580. *Comm. Hom. + Methodius + Choerob. Orth. + Hdn. l. c.

alpha

268

Ἀϊδνός· εἴδω, τὸ βλέπω ἢ φαίνω, ῥηματικὸν ὄνομα ἰδνός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀϊδνός, ὡς στίλβω στιλπνός, ἐξ οὗ καὶ Ἀϊδωνεύς, ὁ Ἅιδης, εἰς ὃν οὐκ ἔστιν ἰδεῖν B, Sym. 333, EM 581. Orio 21, 7.

alpha

269

Ἀϊδωνεύς (Hes. th. 913)· Ἡ[σίοδος] ἐν Θεογονίᾳ (l. c. 913—914)·
ἣν Ἀϊδωνεὺς
ἥρπασεν, ἧς παρὰ μητρός· ἔδωκε δὲ μητίετα Ζεύς.
5σημαίνει δὲ τὸν Ἅι[δην] B, Sym. 333. Schol. Hes. th.181

alpha

270

Ἄϊδος κυνέην (Ε 845)· νέφος τι καὶ ἀορασία· ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν· ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυ‐ ψεν ἡ Ἀθηνᾶ διὰ τὸ μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ Ἄρεως B, Sym. 334, EM 586. *Comm. Hom.

alpha

271

Ἀϊδνές· ἀφανές, τὸ μὴ ὁρώμενον· ἀϊδές καὶ κατὰ πλεο‐
νασμὸν τοῦ ν ἀϊδνές B, Sym. 335, EM 582. Schol. Hes. th.182

alpha

272

Ἄϊδι (Α 3)· Σέλευκος (fr. 1 mü ller) μὲν ἀπ’ εὐθείας τῆς Ἄϊς φησίν, ἀλλὰ τὰ εἰς δος λήγοντα ὀνόματα ἀπὸ βαρυτόνων εὑρίσκομεν παρ’ Ἴωσιν καθ’ ὑφαίρεσιν τοῦ δ λεγόμενα, οἷον μήνιδος μήνιος, Πάριδος Πάριος· τὴν δὲ † Ἄϊς γενικὴν οὐδεὶς Ἰώνων Ἄϊος
5εἶπεν, οὐκ ἄρα ἡ εὐθεῖα Ἄϊς, ἀλλὰ γέγονεν ἀπὸ τοῦ εἴδω ἴδης καὶ κατὰ στέρησιν Ἀΐδης, ὁ ἀγνώστους ποιῶν, ἡ γενικὴ Ἀΐδου καὶ ἡ
δοτικὴ Ἀΐδῃ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν Ἄϊδι, ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ μεταπλασμὸν ὑσμῖνι (Β 863 ...) καὶ λιτῷ λιτί (S 352 ...). τὸ δὲ ἀϊδής τὸ ἐπίθετον ὀξύνεται, τὸ οὐδέτερον ἀϊδές B, Sym. 336,183
10EM 587. Epim. Hom. 65, 11.

alpha

273

Ἄϊδρις (Γ 219)· Ὅμηρος (l. c.)·
† ἀΐδρι φωτὶ ἐοικώς. ἔστι ῥῆμα εἴδω, τὸ σημαῖνον τὸ ἐπίσταμαι, ὁ μέλλων εἴσω, οἷον (Θ 532)·
184
5
εἴσομαι αἴ κε μ’ ὁ Τυδεΐδης, ῥηματικὸν ὄνομα εἴδις καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε ἴδρις καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄϊδρις, ἡ γενικὴ ἀΐδρεως, ὡς ὄφις ὄφεως, καὶ ἀΐδρεϊ καὶ ἀΐδρει· οὐ γὰρ δεῖ διὰ τοῦ δ, οὐ γάρ ἐστι παρ‐ ώνυμον μακροκατάληκτον, ὥστε ἁμάρτημα τὸ παρὰ τῇ Σαπφοῖ (fr. 190
10Lobel—Page) πολυΐδριδι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ (fr. 1056) πολυΐδριδα καὶ παρὰ Φρυνίχῳ (fr. 90 kock) ἴδριδες. οὕτως εὗρον [σχόλιον ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος] B, Sym. 337, EM 589. Comm. Hom.

alpha

274

Ἀϊδρεία (Η 198)· ἀπειρία (l. c. 197—198)· οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται οὐδ’ ἀϊδρείῃ
B, Sym. 338, EM 590. *Comm. Hom.185

alpha

275

Ἀϊκάς (Ap. Rh. 4, 820): (l. c. 819—820)
Ἱπποτάδην
Αἴολον ὠκείας ἀνέμων ἀϊκάς· ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω ῥήματος. τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [καὶ ὀξύ‐
5νεται· ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου] ἀϊκάς (Ο 709) ὀξύνεται, ὡς ἰωκή ἰωκάς· ἀπὸ δὲ τοῦ ἄϊξ δισυλλάβου καὶ προ[παροξύνεται ἄϊ]κας, ἄϊκες δὲ αἱ ἐν τῷ πολέμῳ κλίσεις ἐφ’ ἑκάτερα, Ἀπολλώνιος δὲ τὰς αὐτὰς [ἐπιπνοίας τῶν ἀνέμων.] Ὅμηρος (Ο 708—709)·
οὐδ’ ἄρα τοί γε
10
τόξων ἀϊκὰς ἀμφὶς μένον, ἀντὶ τοῦ περιέμενον, σημαίνει δὲ [διώξεις,] ὁρμάς B, Sym. 339,
EM 591. Schol. Ap. Rh. + Comm. Hom. 〈Αἰώρα: Sym. 340, EM 583. Lex. rhet.〉 〈Ἄϊκες (Ap. Rh. 4, 820): Sym. 341. Schol. Ap. Rh. +〉186

alpha

276

Ἀΐλιον· κακοΐλιον· οὐ γὰρ πλεονασμός B, EM 592.187

alpha

277

Ἄϊστος (α 242)· ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [καὶ ἀφανής]· καὶ ἀϊστῶσαι (Lycophr. 214) καὶ ἀϊστωθῆναι (cf. κ 259). γέγονε δὲ ἀπὸ τοῦ ἴσημι, ὅπερ ἀπὸ τοῦ εἴδω εἴσω γέγονε, Δωρικῶς ἴσαμι (Theocr. 5, 119), ἰστός, ὡς δίδωμι δοτός, καὶ ἄϊστος κατὰ στέ‐
5ρησιν· ἀπὸ δὲ τοῦ ἰστός γίνεται ἰστῶ, τὸ γινώσκω, παράγωγον ἴστημι ψιλῶς, ὅθεν τὸ ἐπίσταμαι· οὕτως Μεθόδιος. [ὁ δὲ Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ] οὕτως αὐτὸ γενέσθαι λέγει· ἀπὸ τοῦ εἴδω ἰστός, ὡς εἷμαι ἱμάτιον B, Sym. 342, EM 596. Methodius + Orio.

alpha

278

Ἀϊστῶσαι (Lycophr. 214)· ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ, τοῦτο παρὰ τὸ
ἱστῶ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀϊστῶ καὶ ἀϊστῶσαι καὶ ἀϊστώσειαν (υ 79) ὡς τύψειαν· τὰ γὰρ μὴ ἱστάμενα ἀφανῆ εἰσι. σημαίνει δὲ τὸ ἀφανίσαι B, Sym. 343, EM 597.188

alpha

279

Ἄϊον (Ο 252)·
ἐπεὶ φίλον ἄϊον [ἦτορ· ἐπεί· ἀφ’ οὗ] ἀπέπνευσα τὴν ψυχήν, ἢ ᾐσθόμην ἀλγήσας τὴν ψυχήν· ἄϊον γὰρ νῦν τὸ ᾐσθόμην B, Sym. 344, EM 594. *Comm. Hom.

alpha

280

Ἀΐσθων· ὁ ἐκπνέων (Π 468)·
ὁ δ’ ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων. ἀπὸ τοῦ ἀΐω ῥήματος γίνεται παράγωγον ὄνομα ἄϊστος, [ἐκ τούτου] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω, ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ
5ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν αἴ[σθων. οὕτως καὶ] ἀπὸ τοῦ ἐγείρω γίνεται ἐγερτός καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ τ εἰς θ ἐγέρθω. οὕτως Ζηνό‐
βιος (fr. 7 Schoemann) B, Sym. 345, EM 598. Zenob. l. c.189

alpha

281

Ἄϊσθε (Υ 403)·
αὐτὰρ ὁ θυμὸν ἄϊσθε καὶ ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος
ἤρυγεν ἑλκόμενος Ἑλικώνιον ἀμφὶ ἄνακτα· λέγει δὲ τὸν Ποσειδῶνα, ὅτι ἐν Ἑλικῶνι ὄρει τῆς Βοιωτίας τιμᾶται·
5ἢ ἀπὸ Ἑλίκης, [Ἑλίκη] δέ ἐστι † νῆσος τῆς Ἀχαΐας B, EM 589. Comm. Hom.

alpha

282

Ἀΐτης (Theocr. id. 12, 14)· ὁ ἐρώμενος· παρὰ τὸ ἄειν, ὅ ἐστι πνέειν τὸν ἔρωτα τῷ ἐραστῇ. γενέσθαι φασὶ τὸν ἔρωτα διὰ τὸ εἰσ‐
πνεῖσθαι ἐκ τῆς μορφῆς, ὅθεν καὶ εἰσπνήλας κα[λεῖσθαι] τοὺς ἐραστὰς παρὰ Λάκωσιν. ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος, ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός·190
5[ἀΐτης οὖν ὁ μὴ] ἰταμὸς ἀλλὰ θυμήρης, ὡς ἐραστής. ἢ ὁ ἅμα τινὶ ἰών, τοῦ α τὸ ὁ[μοῦ σημαίνοντο]ς B, Sym. 346, EM 600. Me‐ thodius.

alpha

283

Ἀϊτίας (Alcm. fr. 34)· χορδάς· σημαίνει δὲ τὰς ἐρωτικάς B, Sym. 347, EM 601. Orio.

alpha

284

Ἀϊχθῆναι (Ε 854)· ὁρμηθῆναι (l. c.)·
ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι B, EM 599. Comm. Hom.

alpha

285

Ἀΐω (Hes. op. 213)· [Ἡσίοδος (l. c.)·] σὺ δ’ ἄϊε δίκης,
ἀντὶ τοῦ ἄκουε B, Sym. 348, EM 595. Schol. Hes. op.191

alpha

286

Ἄκαινα (Ap. Rh. 3, 1323)· Ἀπολλώνιος. (l. c.)· ὁ γεωργόσ
ἐργατίνης ὥς τίς τε Πελασγίδι † νύσεν ἀκαίνῃ· ἀκαίνη δέ ἐστι Θεσσαλικὴ ῥάβδος τὸ καλούμενον βούκεντρον. ὠνο‐
5μάσθη δὲ οὕτως· Νεῖλος ὁ τῶν Αἰγυπτίων ποταμὸς ἀναβλύζων καὶ ἀνερχόμενος διὰ τοῦ θέρους τὰ ὅρια τῶν Αἰγυπτίων τῇ ὑγρασίᾳ
λύων καὶ μιγνὺς ἀπώλλυεν. ἐλαττουμένου δὲ αὐτοῦ πάλιν καὶ ἀπο‐ βαίνοντος μάχη καὶ ἀμφισβήτησις τοῖς Αἰγυπτίοις περὶ τῶν ὅρων τοσαύτη ἐγένετο, ὥστε καὶ ἀλλήλους φονεύειν. ὕστερον δὲ ῥάβδον192
10λαβόντες τὰς ἑαυτῶν γᾶς ἐμέτρουν πρὸ τῆς ἀναβάσεως τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐσημειοῦντο, καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἀπόβασιν τοῦ ποταμοῦ τῇ [αὐτῇ] ῥά[βδῳ γεωμετρ]οῦντες ὧν ἕκαστος τὴν ἰδίαν γῆν ἀπελάμβανε δίχα μάχης καὶ [φόνου. ἐκλήθη οὖν ἡ ῥάβδος], ἐν ᾗ ἐγεωμέτρουν, ἄκαινα, ἡ στεροῦσα αὐ[τοὺς τοῦ καίνειν ἀλλήλους]. λέγεται [δέ, ὅτι]
15Θεσσαλὸς εὑρεθεὶς ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἐπενοήσατο τῇ ῥάβδῳ γεωμετρεῖν τὴν γῆν· ἔνθεν καὶ «Πελασγίδι» [εἶπεν ἀντὶ τοῦ «Θεσσαλικῇ»] B, Sym. 349, EM 602. Schol. Ap. Rh.

alpha

287

Ἀκαδήμεον· γυμνάσιον· ἔστι τόπος πρὸ τοῦ ἄστεος ἀπὸ Ἀκαδήμου ὠνομασμένος, διὸ καὶ [Ἀκαδημία] τότε ἐκαλεῖτο. διττὴ δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνόματος· οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ α τὸν Ἀκάδημον, οἱ δὲ [ἀπὸ τοῦ ε] τὸν Ἑκάδημον. οὕτως Ὦρος B, Sym. 350,
5EM 603. Orus.193

alpha

288

Ἀκακήτης (Π 185)· ὥσπερ παρὰ τὸ γύμνης γύμνητος γίνεται ὁ γυμνήτης καὶ Οἰδίπους Οἰδίποδος Οἰδιπόδης, οὕτως καὶ ἀκάκητος ἀκακήτης B, Sym. 351, EM 604.

alpha

289

Ἀκαλήφη (Eupol. fr. 60, Pherecr. fr. 24)· ἔστιν οὖν τὸ θαλάττιον φυτὸν 〈***〉 δῆξιν καὶ κνησμὸν ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἐμποιοῦσα, κατὰ ἀντίφρασιν ἡ ἔχουσα ἀκαλὴν τὴν ἁφήν, ἧς οὐκ
ἔστιν ἀκαλῶς, ὅ ἐστιν ἡσύχως, ἅπτεσθαι, ὅθεν καὶ τὸ λη η· τὰ194
5γὰρ διὰ τοῦ ηφη μονογενῆ διὰ τοῦ ι γράφονται, Σίφη ἡ πόλις, ἀγρίφη ἡ σκάφη· τὸ κνήφη, ἀκαλήφη, ἡ κνίδη, σεσημείωνται διὰ τοῦ η γραφόμενα B, Sym. 352, EM 605, Et. Gud. (c) α 556. Methodius + Theognost. 118, 3.

alpha

290

Ἀκαλανθίς (Ar. pac. 1097)· κύων· ἴσως ἐπισήμου κυνὸς ὄνομα. ἀκαλανθίς παρὰ τὸ ἀκαλὸν θεῖν B, Sym. 353, EM 606. Orio.

alpha

291

Ἀκαλός (Hes. fr. 339)· ὁ ἥσυχος· ἔστιν ἦκα, τὸ ἠρέμα, ἐκ τούτου γίνεται ἤκαλος, ὡς πέμπω πέμπελος καὶ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος, καὶ κατὰ συστολὴν ἀκαλός B, Sym. 354,
EM 607. Orio.195

alpha

292

Ἀκαλαρείτης (Η 422, τ 434)· ὄνομα ποταμοῦ, οἷον (l. c.)·
ἐξ † ἀκαλλαρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο. 〈***〉 ἐκ τούτου γίνεται ἤκαλος, ὁ ἥσυχος, καὶ προπαροξύνεται ὁμοίως τῷ πάσσαλος Τάνταλος † κόκαλος. ἐκ δὲ τοῦ ἤκαλος γίνε‐
5ται ἀκαλός κατὰ συστολὴν τοῦ η εἰς α καὶ ὀξύνεται ὁμοίως τῷ ἁπαλός ὁμαλός χθαμαλός. ἐκ τοῦ οὖν ἀκαλός γίνεται ἀκαλά (Hes. fr. 339)·
ἀκαλὰ προρέων, ἀντὶ τοῦ ἡσύχως. ἐκ τούτου τοῦ ἀκαλά γίνεται † ἀκαλαρείτης, ὡς
196
10παρὰ τῷ ποιητῇ (l. c.)·
ἐξ † ἀκαλλαρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, ἀντὶ τοῦ ἡσύχως ῥέοντος, ὅθεν καὶ τὸ ρει δίφθογγον· τὰ γὰρ παρὰ τὸ ῥέω συγκείμενα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον † βαθυ‐ ρείτης (Φ 195) † ἀκαλαρείτης. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth. 169, 28)
15B, Sym. 356, EM 607. Choerob. Orth. l. c.

alpha

293

Ἀκαμαντοχάρμαν (Pind. fr. 184 Schroeder)· οὐκ ἔστι πλεονασμός, ἀλλὰ πλάνη κλίσεως· ἀκαμαντοχάρμας γάρ, ἡ κλη‐ τικὴ ἀκαμαντοχάρμα· εἰ γὰρ ἦν πλεονασμός, ἐκτείνεσθαι ἐχρῆν τὸ α· νῦν δὲ συστέλλεται, πλάνη ἄρα κλίσεως B, Sym. 357, EM
5609. Hdn. II, 194, 7 +. 〈Ἀκάματον πῦρ (Ε 4 ...): Sym. 358, EM 608. *Comm. Hom.〉197

alpha

294

Ἀκάμανος· ἡ κάμηλος· παρὰ τὸ μὴ κάμνειν· ἢ ἀκά‐ ματος, πολύμοχθον γὰρ τὸ ζῷον B, Sym. 359, EM 611, Et. Gud. (c) α Methodius + Orio.

alpha

295

Ἄκανθος· πόλις τῆς Μακεδονίας, ὅτι ἀντὶ ἐρυμάτων ῥάχοις, ὅ ἐστιν ἀκάνθαις καὶ ἀκανθώδεσι φυτοῖς, περιβέβληται. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 362, EM 614. Et. Gud. α cum sup‐ plemento d. Methodius.
5Ἀκανθίς (Theocr. id. 7, 141): Sym. 363, EM 615. Orio.〉

alpha

296

Ἄκανθα (Ps. 31, 4)· ἀπὸ τοῦ τῇ ἀκῇ ἀνθεῖν, ὅ ἐστι τῇ
ὀξύτητι B, Sym. 361, EM 616. Choerob. epim. ps. 138, 30.198

alpha

297

Ἀκαμύθιος (Ar. pac. 1079)· ἡ † κάμηλος· παρὰ τὸ αἰκάλλειν τοὺς ἰδίους δεσπότας. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 360, EM 612. Methodius.

alpha

298

Ἀκάμπιος (Soph. fr. 988)· ὁ ἐπ’ εὐθείας † περίπατος· παρὰ τὸ † κάμπτειν μὴ ἔχειν. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 364,
EM 613, Et. Gud. α 132 var. lect. d ἀκάμπιος. Methodius.199

alpha

299

Ἄκαρα· πόλις τῆς Ἀσίας, ἡ νῦν καλουμένη Νύσσα· ταύτην 〈Ἄ〉θυμβρος Κρής, τῷ γένει ἀπὸ Ῥαδαμάνθυος, παρὰ Καρσὶν οἰκήσας καὶ τιμηθεὶς μετῴκισεν εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ ὠνόμασεν Ἄκαρα, τὰ μηκέτι Καρῶν, καὶ τὸν διὰ τῆς πόλεως ῥέοντα
5ποταμὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ Θύμβρον B, Sym. 365, EM 619. Methodius.

alpha

300

Ἀκαχμένον (Κ 135 ...)· ἀπὸ τοῦ ἀκάζω. οὕτως Ἐπαφρό‐ διτος (fr. novum). σημαίνει δὲ τὸ ἠκονημένον B, Sym. 366, EM 623. *Comm. Hom.

alpha

301

Ἀκαχίζεο (Ζ 486)· ἄχθου, λυποῦ· ἀπὸ τοῦ ἀχῶ ἀχίζω καὶ ἀκαχίζω B, Sym. 376, EM 627, *Comm. Hom.

alpha

302

Ἀκαχείατο (Μ 179)· ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκά‐ χηκα ἠκάχημαι ἠκαχήμην καὶ Ἰωνικῶς ἀκαχέατο καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἀκαχείατο. οὕτως Ζηνόβιος (fr. 16 Schoemann) B, Sym.
368, EM 626. Zenobius l. c.200

alpha

303

Ἀκαχήμενος (Ω 550)· εἴρηται εἰς τὸ ἀλαλήμε‐ νος (P. 259, 5) B, Sym. 371, EM 625.

alpha

304

Ἀκαχοίατο (Θ 207 ...)· λυποῖτο· ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ, τοῦτο παρὰ τὸ ἄχος· ἄχω ἀχῶ ἀκαχῶ B, EM 624. *Comm. Hom.

alpha

305

Ἀκαρής· ὁ ἐλάχιστος καιρός· ἐτίθεσαν δὲ κυρίως ἐπὶ οἱουδήποτε ἐλαχίστου· Μένανδρος (Dysc. 695)·
ὁρᾷς; ἀκαρὴς παραπόλωλας ἀρτίως. παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν στέρησιν ἀκαίραιόν τι ὄν, κατ’ ἔλλειψιν
5† ἀκαιραῖον, τὸ μὴ καιρὸν ἔχον ἀλλ’ ἐλάχιστον. ἢ παρὰ τὸ κάρα ἀκα‐ ρής, τὸ ἀκέφαλον καὶ μηδὲ ἀρχὴν ἔχον. ἢ ὃ οὐ δύναταί τις κεῖραι διὰ σμικρότητα B, Sym. 372, EM 620, Et. Gud. (c) α 558. *Me‐ thodius.
Ἀκαρός (Soran. ?): EM 617. *Orio ?〉203

alpha

306

Ἄκαστος (Eur. Alc. 732)· ὁ υἱὸς Πελίου, ὁ πατὴρ Ἀλκήστιδος· Εὐριπίδης (l. c.)·
ἦ τ’ ἄρ’ Ἄκαστος οὐκ ἔστιν ἐν ἀνδράσιν. παρὰ τὸ κάζω ῥῆμα, τὸ σημαῖνον τὸ κοσμῶ, κεκασμένος, ὁ κό‐
5σμιος, καὶ ἐν συνθέσει Ἄκαστος, τοῦ α ἐπιτατικοῦ ὄντος, ὁ πάνυ κεκοσμημένος B, Sym. 373, EM 621. Methodius.

alpha

307

Ἄκατος· τὸ μικρὸν πλοῖον, ὅ τινες μὲν ἐπακτρίδα, τινὲς δὲ πορ〈θ〉μίδα, τινὲς δὲ κάραβον ὀνομάζουσι. παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀκτός καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἄκατος, ἡ ἄγουσα καὶ διακομίζουσα, ἐξ οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν ἀκάτιον, τὸ μικρὸν πλοιάριον. ἢ ἀπὸ τοῦ
5ἀκτή γίνεται ἄκατος, ἡ ἀπὸ ἀκτῆς εἰς ἀκτὴν περιερχομένη, ὡς καὶ πορθμίς λέγεται ἡ πελαγοδρομοῦσα B, Sym. 374, EM 622, Et.
Gud. α 136 Methodius.204

alpha

308

Ἀκέανος (Pherecrat. fr. 188)· εἶδος ὀσπρίου ὅμοιον φακῇ· παρὰ τὸ σκληρὸν καὶ ἄθλαστον κατὰ στέρησιν τοῦ κεάσαι, ὅ ἐστι θραῦσαι. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 375, EM 628, Eust. 1528, 44. Methodius.

alpha

309

Ἀκεσώδυνος· ὁ ἰατρός, ὁ τὰς ὀδύνας παύων· ἀπὸ τοῦ ἀκῶ ἀκέσω καὶ τοῦ ὀδύνη B, Sym. 376, EM 629, Et. Gud. α 139. Epim. var. An. Ox. II 334, 8. 〈Ἀκειόμενον (Π 29, ξ 383): EM 633. *Orus Περὶ
5πολυσημ. ?〉

alpha

310

Ἀκεσταί (Ν 115)· εὐθεράπευτοι, εὐίατοι· αἱ γὰρ τῶν ἀγαθῶν φρένες ῥᾳδίως πρὸς τὸ κρεῖττον μετατίθενται εὐθεράπευτοι
οὖσαι. ἢ θεραπευτικαί B, Sym. 377, EM 630. *Comm. Hom.205

alpha

311

Ἀκέστωρ· 〈***〉 ἀκέσω ἀκέστωρ. εἴρηται εἰς τὸ Ἀκέομαι (Et. Gen. α 348) B, Sym. 378, EM 629. Metho‐ dius.

alpha

312

Ἀκερσεκόμης (Υ 39)· παρὰ τὸν † κείρω μέλλοντα, Αἰολικῶς κέρσω, καὶ τὴν κόμην γίνεται † κερσεκόμης διὰ τοῦ ο·
πᾶς γὰρ ἐνεστὼς ἢ μέλλων ἐν πρώτῳ προσώπῳ λαβὼν σύνθεσιν τρέπει τὸ ω εἰς ο, οἷον λείπω † λειποτακτίτης † μείζω μειζοπό‐206
5λιος † B, Sym. 379, EM 631.

alpha

313

Ἀκέραιος· ὁ ὑγιής· ἀπὸ 〈τοῦ〉 κέρας κεραῖος κεραία, κυρίως ὁ μὴ θυμούμενος καὶ διὰ τοῦ κέρατος βλάπτων ἢ βλαπτό‐ μενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν τοῖς κέρασιν ἀμυνομένων ζῴων. κεραῖος καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως ἀκέραιος, ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής
5B, Sym. 380, EM 634, Et. Gud. α 137 suppl. d. *Methodius.

alpha

314

Ἀκέων (Α 34)·
βῆ δ’ ἀκέων· παρὰ τὸ μὴ χαίνειν γίνεται ἀχήν καὶ ἀκήν, οἷον (γ 95 ...)·
ἀκὴν ἐγένοντο·207
5καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀκέων (Α 512)·
ἀλλ’ ἀκέων [δὴν] ἧστο, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ὀξύτητος τοῦ σιδήρου· ἀκή γὰρ ἡ ὀξύτης. ἢ παρὰ τὸ κέω, τὸ κοιμῶμαι, κέων ἡ μετοχή (η 342)·
†ὦρσο κέων, ὦ ξεῖνε,
10πλεονασμῷ τοῦ α B, Sym. 381, EM 636. Orio 3, 15 + *Epim. Hom.

alpha

315

Ἀκή (Dem. or 52, 20)· φόλις Φοινίκης, ἡ νῦν καλουμένη Πτολεμαΐς· οἱ δὲ Ἀκήν φασι καλεῖσθαι τὴν ἀκρόπολιν τῆς Πτολε‐ μαΐδος, ὅτι Ἡρακλῆς δηχθεὶς ὑπὸ ὄφεως καὶ ἐν αὐτῇ θεραπευ‐ θεὶς Ἀκὴν ἐκ τοῦ † ἀκέσθαι προσηγόρευσε τὸν τόπον B, Sym.
5382, EM 638. *Orus.

alpha

316

Ἀκηδία· ἔστιν ὄνομα Μακεδονικόν, γέγονε δὲ κατὰ πλεο‐ νασμὸν τοῦ κ, ἀηδία γάρ. οὕτως Ὠρίων. Ἀπολλώνιος δὲ ὁ τὰ Ἀργοναυτικὰ τὸ δει δίφθογγον (2, 219)·
μηδέ μ’ ἀκηδείῃσιν ἀφορμήθητε λιπόντες
208
5B, Sym. 383, EM 640. Orio + Hdn. II 471, 20.

alpha

317

Ἀκήν (Γ 95 ...)· ἐπ’ ἄκρας ἡσυχίας, οἷον (l. c.)·
ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ· παρὰ τὸ † ἄγην, ὃ σημαίνει τὴν ἔκπληξιν (ἡ γὰρ ἔκπληξις ἀφωνίαν
οἶδεν ποιεῖν), γίνεται ἄγην, ὃ σημαίνει τὴν ἔκπληξιν, καὶ τροπῇ209
5τοῦ γ εἰς τὸ κ. ἢ παρὰ τὸ μὴ χαίνειν γέγονεν ἀχήν καὶ ἀκήν B, Sym. 384, EM 636. Orio 11, 13.

alpha

318

Ἀκή· ἡ ὀξύτης· παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή, ὃ σημαίνει τὴν ὀξύτητα· Ἀρχίλοχος (fr. 212)·
ἵστη κατ’ ἠκὴν κύματος κυανέου· καὶ κατὰ συστολὴν ἀκή B, Sym. 385, EM 637. *Orio.

alpha

319

Ἀκηδής (Ω 554)· ἀφρόντιστος, ἀνελεήμων, κηδεμόνα μὴ ἔχων B, Sym. 386, EM 639. *Comm. Hom.

alpha

320

Ἀκήδεστοι (Ζ 60)· ἀφρόντιστοι, ἀνελεήμονες, κηδε‐ μόνα μὴ ἔχοντες B, Sym. 387, EM 639, Eust. 624, 47. *Comm. Hom.

alpha

321

Ἀκήδεσαν (Ξ 427 ?)· ἠμέλησαν· κήδω γὰρ τὸ ἐπιμελοῦ‐ μαι B, EM 639. *Comm. Hom.

alpha

322

Ἀκήριον (Ap. Rh. 2, 197)· ἀσθενές, ἀδύνατον, ἀψυχο‐ ποιόν, νεκροποιόν, οἷον (l. c.)·
ὀρθωθεὶς δ’ εὐνῆθεν ἀκήριον ἠΰτ’ ὄνειρον·
τὸ ἀκήριον τὸ ἀσθενὲς καὶ ἀδύνατον ἢ ἄψυχον ὄνειρον. οὐδετέρως210
5δὲ νῦν τὸ ὄνειρον εἶπεν, ὅτι ὄνειρος, τὸ ὄνειρον καὶ ὄνειραρ ὀνεί‐ ρατος, ὡς ἧπαρ ἥπατος B, Sym. 388, EM 643, Eust. 611, 6; 928, 50; 1715, 57. *Schol. Ap. Rh.

alpha

323

Ἀκήρατος· παρὰ τὸ κηραίνω ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος, ἀλλὰ ἀκήρατος ποιητικῶς. οὕτως Φιλόξενος. ἢ παρὰ τὸ γῆρας γή‐ ρατος καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος, ὁ ἄ‐ φθαρτος καὶ μὴ γηρῶν B, Sym. 389, EM 642. *Orio.

alpha

324

Ἀκηχέδαται (Ρ 637)· λυποῦνται (l. c.)·
νηυσὶν ἀκηχέδαται· παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω, ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω, ἤχακα, ὁ μέσος ἤχαδα, ὁ
παθητικὸς ἤχασμαι ἤχαται καὶ Ἰωνικῶς ἠχάδαται καὶ μετὰ ἀνα‐212
5διπλασιασμοῦ Ἀττικοῦ καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς † η ἀκηχέδαται B, Sym. 390, EM 650, Et. Gud. α 146. Methodius.

alpha

325

Ἀκήματα· (Ε 401 ?)·
ἀκήματα φάρμακα πάσσων, καὶ (Ο 393—394)
ἐπὶ δ’ ἕλκεϊ λυγρῷ
5
φάρμακ’ ἀκήματ’ ἔπασσεν. παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω, ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω, ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος, οἷον (Ε 394)·
ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος B, Sym. 391, EM 641. *Orio.
213

alpha

326

Ἀκινάγματα· τὰ τινάγματα τῶν ποδῶν μετὰ ῥυθμοῦ καὶ τῶν χειρῶν, οἷον (fr. eleg. alexandr. adesp. 12 diehl2
χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα, κινήματα καὶ πλεονασμῷ τοῦ α καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α καὶ πλεο‐
214
5νασμῷ τοῦ γ ἀκινάγματα B, Sym. 392, EM 656. Hdn. II 167, 15.

alpha

327

Ἀκιδνός (ς 130)· ὁ ἀσθενής· Ὅμηρος (l. c.)·
οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο. παρὰ τὸ αἰκίζω αἰκιδνός καὶ ἀκιδνός, ὁ εὐτελὴς ἐν αἰκισμοῖς ὤν, ὡς παίζω παιδνός, ἀλαπάζω ἀλαπαδνός. ἢ παρὰ τὸ κινῶ ἄκινος καὶ
5πλεονασμῷ τοῦ δ ἄκιδνος, ὁ μὴ κινούμενος B, Sym. 393, EM 652, Eust. 1590, 62. Methodius.

alpha

328

Ἀκιδαλίη· ἔστι δὲ ὄνομα κύριον † καρήνης· ἔστιν Ἀκίς Ἀκίδος ὄνομα κύριον, καὶ ἐκ τούτου Ἀκίδαλος καὶ Ἀκιδαλίη B, Sym. 394, EM 653. Choerob. Orth. 172, 16.

alpha

329

Ἀκινάκης (Dem. or. 24, 129)· εἶδος ἀκοντίου Περσι‐ κοῦ· παρὰ τὴν ἀκήν, ἣ σημαίνει τὴν ὀξύτητα καὶ παρὰ τὴν ἀκίδα, ἀλλήλοις συντεθέντων τῶν δύο ὁμοιοσήμων (καὶ δῆλον, ὅτι ἐτράπη τὸ δ εἰς τὸ ν), ὡς καὶ ἐπὶ τοῦ Ἐρεχθεύς καὶ Ἐριχθόνιος παρὰ τὴν
5ἔρα〈ν〉 καὶ τὴν χθόνα. Ἡρόδοτος (III 118, 2 ...) δὲ διὰ τοῦ ω ὠκινάκην φησί, καὶ εἰκὸς τροπῇ τοῦ α εἰς ω, ὡς ἀκή ἀκίς καὶ ὠκύς, καὶ τὴν ἀκήν ὠκινάκης. οὕτως Μεθόδιος b. Sym. 395.
EM 654. Methodius.215

alpha

330

Ἀκίνητον (Hes. op. 750)· σημαίνει ὡς ἐνταῦθα τὸν
τάφον· Ἡσίοδος (l. c.)·
μηδ’ ἐπ’ ἀκινήτοισι καθίζειν B, Sym. 396, EM 655. Schol. Hes. op.
216

alpha

331

Ἀκίς· τὸ τοῦ βέλους † σίδηρον· παρὰ τὸ ἀκή, ὃ σημαίνει τὴν ὀξύτητα, ὃ κατ’ ἐπένθεσιν τοῦ μ γίνεται ἀκμή. παρὰ τὸ ἀκή οὖν γίνεται ὑποκοριστικὸν ἀκίς, ὡς σκάφη σκαφίς, † ἄμνη ἀμνίς † [οὕτως Μεθόδιος] B, Sym. 397, EM 657, Et. Gud. (e) α 587.
5Methodius.

alpha

332

Ἀκιώτατον· σημαίνει ἄσηπτον, ἄβρωτον· κίς γὰρ λέ‐ γεται ὁ ἐν τοῖς ξύλοις σκώληξ (Hes. op. 435)·
δάφνης ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες B, Sym. 398, EM 658. Schol. Hes. op.

alpha

333

†Ἀγκίζεσθαι (Theoph. Sim. hist. 4, 4, 14)· τὸ μωραίνειν ἢ προσποιεῖσθαι εὐήθειαν. εἴρηται οὖν ἀπὸ Ἀκκοῦς τινος, ἥτις ἱστορεῖται μωροτάτη [ὡς καὶ τῷ] κατόπτρῳ διαλέγεσθαι B, Sym. 399, EM 662. *Lex. αἱμ.

alpha

334

Ἀκίχητα (Ρ 75)· ἀκατάληπτα· ἀπὸ τοῦ κιχῶ (l. c.)·
Ἕκτορ, σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων B, Sym. 400, EM 659. *Comm. Hom.
217

alpha

335

Ἀκλειῶς (Χ 304)· ἀκληδονίστως, ὡς μηδὲ φήμην τινὰ γενέσθαι (l. c.)·
μὴ μὰν † ἀσπουδή γε καὶ ἀκλειῶς † ἀπολλοίμην B, Sym. 401, EM 663. *Comm. Hom.

alpha

336

Ἀκμαῖος· ὁ νεανίας, † τὸν μὴ ἀποκάμνοντα πρὸς τοὺς πό‐ νους· ἢ παρὰ τὴν ἀκμὴν ὁ ἀκμὴν ἔχων τῆς ἡλικίας καὶ ἀκμάζων τῇ ἡλικίᾳ B, Sym. 402, EM 665.

alpha

337

Ἀκμή (Κ 173)· ἡ ἀκρότης καὶ ὀξύτης τοῦ σιδήρου κυ‐ ρίως· Ὅμηρος (l. c.)·
ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς· παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἠκή, ὃ σημαίνει τὴν ὀξύ‐
5τητα, ἡ διὰ παντὸς ἰοῦσα, ἀκή καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ ἀκμή. ἐκ
δὲ τοῦ ἀκή γίνεται ἐπίρρημα ἀκήν, οἷον (Γ 95 ...)·
ἀκὴν ἐγένοντο. ἢ παρὰ τὸ κάμω γέγονε κατὰ συγκοπὴν κμῶ καὶ μετὰ τοῦ στερη‐ τικοῦ α ἀκμή, ἡ μὴ κάμνουσα διὰ νεότητα ἢ πόνους μὴ δυναμένη
218
10ὑποστῆναι B, Sym. 403, EM 664, Et. Gud. (c) α 588a. Metho‐
dius. 〈Ἀκμή· EM 664. Orus Περὶ πολυσημ.〉219

alpha

338

Ἀκμῆτες (Λ 802, Π 44)· μὴ κεκοπιακότες· παρὰ τὸ κάμω κατὰ συγκοπὴν κμῶ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκμής (ll. cc.)·
ῥεῖα δέ κ’ ἀκμῆτες B, Sym. 404, EM 666. *Comm. Hom. (Epim. Hom. 43, 9).

alpha

339

Ἄκμηνος (Τ 163)· ὁ ἄγευστος (l. c.)·
ἄκμηνος σίτοιο διὰ τοῦ η· ὁ γὰρ διὰ τοῦ ηνος τύπος τὴν ὀξεῖαν ποθεῖ. καὶ οἱ μὲν ἁπλῆν παρὰ τὸ ἀκμήν λέγουσιν, οὕτως γὰρ τὴν ἀσιτίαν οἱ Αἰο‐
5λεῖς λέγουσιν· † ἡ δὲ συνήθεια † ἤτοι κατὰ στέρησιν τοῦ κομεῖν, ὥστε δηλοῦσθαι τὸν ἀτημέλητον· οἱ δὲ κατὰ στέρησιν τῆς ἰκμάδος· οἱ δὲ τὸν μὴ κεκμηκότα περὶ τὰ σιτία. ὁ δὲ Ἀρίσταρχος (P. 296 lehrs) τὸν ἄκμηνον λέγει προπαροξύνεσθαι παρὰ τὴν ἀκμήν· Θέων (P. 39 Giese) δ’ ὀξύνεσθαι ἀξιοῖ ὡς ἀγαθός· ἔνιοι δὲ προπερι‐
10σπᾶσθαι B, Sym. 405, EM 667, Eust. 1178, 21. *Methodius.

alpha

340

Ἄκμων· σημαίνει τόν τε σίδηρον, ἐφ’ οὗ οἱ χαλκεῖς τύ‐
πτουσιν, καὶ τὸν Οὐρανοῦ πατέρα· οὕτως γὰρ αὐτὸν γενεαλογοῦσιν. εἴρηται δὲ ὁ μὲν τοῦ σιδήρου ἄκμων παρὰ τὸ ἀκάμων τις ὤν, ὁ ἀκα‐ μάτως φέρων. ὁ δὲ τοῦ Οὐρανοῦ πατὴρ ἀπὸ τῆς τοῦ οὐρανοῦ ἀκα‐220
5μάτου φύσεως, τῶν θεολόγων αἰνισσομένων τὸ ἄκμητον αὐτοῦ τῆς περιφορᾶς ἢ † προλαμβάνοντες αὐτὸν † ἄφθαρτός ἐστι· κεκμηκέναι γὰρ λέγομεν τοὺς τετελευτηκότας. τινὲς δὲ † Ἄκμωνα τὸν Ὠκεανόν φασι διὰ τὸ τοὺς ποταμοὺς ἀκαμάτους λέγεσθαι, οἷον (Π 176)·
Σπερχειῷ ἀκάμαντι, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα·
10Ὠκεανοῦ δὲ υἱὸν τὸν Οὐρανόν. οἱ δὲ Ἄκμονα τὸν Αἰθέρα, Αἰθέρος δὲ παῖς ὁ Οὐρανός· ὁ δὲ Αἰθὴρ ἀκάματος, ἐπειδὴ τὸ πῦρ ἀκάματον, οἷον (Ε 4 ...)·
†ἀκάμαντον πῦρ B, Sym. 406, EM 668. Methodius.

alpha

341

Ἄκνηστις (κ 161)· ἡ ῥάχις· παρὰ τὸ μὴ δύνασθαί τινα κνήσασθαι αὐτὴν τῇ ἰδίᾳ χειρί B, Sym. 407, EM 669, Et. Gud.
(c) α 603. Orio 17, 11.222

alpha

342

Ἄκοιτις· ἡ γυνή, ἡ ἐκ παρθενίας ἄλλης κοίτης 〈μὴ〉 πει‐ ραθεῖσα. ἢ ὁμόκοιτις. καταχρηστικῶς καὶ ἡ δευτέρου γάμου μετ‐ εσχηκυῖα B, Sym. 408, EM 670b. *Orio.

alpha

343

Ἀκοή· οὐχὶ ἀκουή· τὰ γὰρ εἰς † ο καθαρὸν λήγοντα βαρύ‐ τονα † ῥηματικὰ 〈***〉 ἔχοντα τὴν παραλήγουσαν ἐν τοῖς ῥηματικοῖς ὀνόμασι βραχεῖαν αὐτὴν ἔχουσιν· κονίω κονία, φύω φυή, ἀκούω
ἀκοή B, Sym. 409. EM 671. Hdn. II 901, 40.223

alpha

344

Ἄκολος (ρ 222)· ὁ ψωμός (l. c.)·
αἰτίζων ἀκόλους οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας. [εἴρ(ηται)?] ὁ μικρὸς ψωμός, ὁ μηκέτι † κωλύεσθαι δυνάμενος καὶ εἰς μικρὰ τέμνεσθαι B, Sym. 410, EM 672, Et. Gud. α 163 suppl.
5d. Methodius.

alpha

345

Ἀκόνη· ὁ λίθος, δι’ οὗ ὀξύνεται ὁ σίδηρος· παρὰ τὸ κονῶ, τὸ φθείρω καὶ λεπτύνω, τοῦ α ἐπιτατικοῦ ὄντος, ἡ διαφθείρουσα καὶ λεπτύνουσα τὸν σίδηρον. καὶ Εὐριπίδης (Hipp. 821)·
κατακονᾷ μὲν οὖν ἀβίοτος βίου·
5κονεῖν γὰρ τὸ λεπτύνειν, ὡς τὸ σποδεῖν, τουτέστι κινεῖν ποιοῦσα. ἢ παρὰ τὴν ἀκήν, τὴν ὀξύτητα B, Sym. 411, EM 675. Orio 22, 24.

alpha

346

Ἀκονητί· ἄνευ πόνου, οὗ τὸ ἐναντίον ἐγκονητί, μετὰ
πόνου, κατὰ τροπὴν τοῦ π εἰς κ ἀπονητί ἀκονητί Ἰωνικῶς, ὡς τὸ πῶς κῶς, πότε κότε B, Sym. 412, EM 676, Et. Gud. α 166 suppl. d.224

alpha

347

Ἀκόνητον (Theopomp. FGH 115 f 181)· βοτάνη δηλητηριώδης· ὅτι ἐν τοῖς Ἀκοναίοις ὄρεσι τῆς Μαρυανδυναίας φύεται. [ἢ ὅτι] ἀκαταπάλαιστον καὶ ἀήττητόν ἐστιν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀθλητῶν, ὧν οἱ νικηταὶ ἀήττητοι ὄντες οὐ κονιορτοῦνται· κονιοῦ‐
5σθαι γὰρ τὸ παλαίειν B, Sym. 413, EM 677, Et. Gud. (c) α 614.
Methodius.225

alpha

348

Ἀκοῦμαι καὶ † ἄκεον (Χ 2)· τὸ θεραπεύω (l. c.)·
ἱδρῶ ἀπεψύχοντο, πίον τ’ ἀκέοντό τε δίψαν. παρὰ τὸ ἄχος ἀχοῦμαι καὶ ἀκοῦμαι, ἵν’ ᾖ τὸ ἄχος ἰῶμαι. ἢ παρὰ τὴν ἀκὴν τοῦ διωξυμμένου σιδήρου θεραπεύειν. καὶ ἀκέστωρ, ὁ
5ἰατρός, καὶ Ἀκεστορίδης B, Sym. 414, EM 692. Methodius.

alpha

349

Ἀκουός· Καλλίμαχος (fr. 499)·
ἀλλ’ ἐπ’ ἀκουοὺς
οὐκ ἔσχεν, ἐπακούοντας B, Sym. 415, EM 689.

alpha

350

Ἀκούω· ἀπὸ τοῦ οὖς οἶμαι (Λ 768)·
πάντα [μάλ’] ἐν μεγάροισιν ἠκούομεν B, Sym. 416, EM 690.

alpha

351

Ἀκοστήσας (Ζ 506, o 263)· κριθιάσας, οἱονεὶ ἀχοστή‐
σας, τουτέστιν ἐπὶ τῇ στάσει δυσχεράνας, ὅθεν ἐπιφέρει (Ζ 507, o 264)·
δεσμὰ διαρρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων.
226
5ἢ ἀκοσταί, αἱ κριθαί, ἵν’ ᾖ κριθιάσας καὶ ὑπὸ τῆς τροφῆς ἀκρατὴς ὤν· ἢ ὑψαυχενήσας καὶ ἀτιμαγέλης γεγονώς, παρὰ τὸ ἄγω ἄγος καὶ ἀκοστής κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς κ, ὁ ἔμπροσθεν θέλων εἶναι καὶ προηγεῖσθαι B, Sym. 417, EM 687, Et. Gud. (d) ἀκοστήσας in‐ terl., (c) α 613, Eust. 658, 44. Methodius.

alpha

352

Ἄκοσμα (Β 213)· ἀπρεπῆ, ἄτακτα, μωρά B, Sym. 418, EM 688. *Comm. Hom.

alpha

353

Ἄκος· ἡ θεραπεία· παρὰ τὴν ἀκήν, ἀκή γὰρ κυρίως ἡ ὀξύ‐ της τοῦ σιδήρου, καὶ ἡ ἀπ’ αὐτοῦ θεραπεία ἄκος λέγεται· ἐντεῦθεν καὶ τὸν ἰατρὸν οἱ Φρύγες ἀκεστὴν λέγουσιν. οὕτως Ὠρίων (12, 3 + 611, 35 Werfer). ἐγὼ δὲ παρὰ τὸ ἄχος φημὶ ἄκος, ἵν’ ᾖ τὸ τὴν λύ‐
5πην ἰώμενον B, Sym. 419, EM 686. Orio l. c. +

alpha

354

Ἀκόλαστος· κυρίως ὁ ἀπαίδευτος· παρὰ τὸ μὴ κο‐ λάσεως τετυχηκέναι, τουτέστι παιδείας· ἐπὶ δὲ τοῦ κατωφεροῦς παρὰ τὸ μὴ κολάσαι τὴν ἐπιθυμίαν. οὕτως Ὠρίων (21, 24 + 185, 17
Koes) B, Sym. 420, EM 673. Orio l. c.228

alpha

355

Ἀκόρητος (Μ 335)· ἀπλήρωτος. εἴρηται εἰς τὸ m (l. c.) [...] B, Sym. 421, EM 685a, Eust. 669, 38. Comm. Hom.

alpha

356

Ἀκοντοδόκος· δοκιμάζειν λέγεται τὸ ἐπιτηρεῖν, ὅθεν ἀκοντοδόκος. οὕτως Ὠρίων B, Sym. 422, EM 684. Orio.

alpha

357

Ἀκολουθήσας (Hippon. fr. 79, 9)·
Ἑρμῆς † δὲ σιμώνακτος † ἀκολουθήσας· ἔκτασις τοῦ α. οὕτως Ἡρωδιανός (II 1240) B, cf. Sym. 423. Hdn. l. c.

alpha

358

Ἄκρις· βαρυτόνως τὸ ἀκρωτήριον. εἴρηται παρωνύμως παρὰ τὸ ἄκρα ἄκρις, ὡς χαρά χάρις B, Sym. 425, EM 705. *Methodius.

alpha

359

Ἀκρίσιος· ὁ ἥρως· ἀπὸ τῆς ἐν τῷ Ἄργει ἄκρας. οὕτως Μεθόδιος. ὁ δὲ † Ὦρος λέγει ἀπὸ τοῦ ἀκρίζω Ἀκρίσιος, ὥσπερ παρὰ τὸ θαυμάζω θαυμάσιος. ἢ παρὰ τὸ κρίσις κρίσιος καὶ Ἀκρίσιος, ὁ ἄκριτος καὶ ὠμός· (Ξ 319)230
5
Δανάης καλλισφύρου Ἀκρισιώνης B, Sym. 424, EM 707. Methodius + Orio.

alpha

360

Ἀκριτόμυθε (Β 246)· ἄκριτε περὶ τοὺς λόγους καὶ
ἄτακτε B, Sym. 426, EM 709. *Comm. Hom.231

alpha

361

Ἄκριας (Ap. Rh. 1, 1273)· τὰς ἀκρωρείας· ἀπὸ τοῦ ἄκρις ἄκριος ἄκριας, οἷον (l. c.)·
αὐτίκα δ’ ἀκροτάτας ὑπερέσχεθεν ἄκριας ἀστήρ· οὕτως Ἀπολλώνιος B, Sym. 427, EM 704. Schol. rec. Ap. Rh.

alpha

362

Ἀκροθίνιον· ἀκροθίνια λέγονται αἱ ἀπαρχαί, κυρίως δὲ αἱ τῶν θινῶν ἀπαρχαί, ἤγουν σωρῶν, ἤδη δὲ καὶ ἀπὸ θήρας καὶ ἄλ‐ λων. παρὰ τὸ θίν, ὃ σημαίνει τὸν σωρόν, † θινός τῶν χρημάτων θίνιον καὶ ἀκροθίνιον B, Sym. 428, EM 713, Eust. 1862, 28. *Orio +
5Theognost. Orth. 125, 18. 〈An. Bekk. 366, 30 ἀκροθίνια· τὰς τῶν ἐνιαυσιαίων καρπῶν ἀπαρχάς. ἀκροθίνια δὲ κυρίως καλεῖσθαί φασιν, ἃς ἀνατι‐ θέασιν οἱ ἐξ ἐμπορίας, παρὰ τὸ ἀπὸ θινός, τουτέστι τοῦ αἰγιαλοῦ, σεσῶσθαι αὐτά. ἄλλοι δὲ τὰ ἀπὸ τῶν πολέμων, παρὰ τὸ σίνεσθαι
10ἐν τῷ πολέμῳ πολλούς, τουτέστι βλάπτεσθαι. ἢ τὰ ἄκρα τῶν σωρῶν. γράφεται δὲ διὰ τοῦ ι· τὰ γὰρ διὰ τοῦ † ιον ὑπὲρ δύο συλλαβὰς οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ι γράφεται καὶ τὴν πρὸ αὐτῆς τὴν αὐτὴν τῷ πρωτοτύπῳ ἔχει γραφήν, οἷον Ἐλευσίν Ἐλευσῖνος Ἐλευσινίου, σκηνή προσκήνιον καὶ περισκήνιον, θίν θινός θίνιον καὶ ἀκροθίνιον.
15οὕτως ὁ Θεόγνωστος ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ (125, 18). *Orio + Theo‐
gnost. l. c.〉232

alpha

363

Ἀκρόπολις· καρόπολίς τις οὖσα, ἡ κεφαλὴ τῆς πόλεως B, Sym. 429, EM 717.

alpha

364

Ἀκροπόλοισιν (Ε 523)· ὧν τὰ ἄκρα καὶ αἱ κορυφαὶ περιπολοῦνται καὶ κινοῦνται B, Sym. 430, EM 718. *Comm.
Hom.234

alpha

365

Ἀκρόκομοι (Δ 533)·
Θρήϊκες ἀκρόκομοι, [ἄκρως] κομῶντες, τουτέστι μᾶλλον τῶν ἄλλων κομῶντες, ἢ τὰ ἄκρα τῶν κεφαλῶν [κομῶντες] B, Sym. 431, EM 719, an.
5bekk. 367, 9. Orio.

alpha

366

Ἀκραής· (Ap. Rh. 2, 721)·
ἀκραεῖ ζεφύρῳ· παρὰ τὸ ἄκρως ἀέντι καὶ πνέοντι B, Sym. 432, EM 696a, Eust.
1452, 49. *Schol. Ap. Rh.236
5Ἀκραῆ (β 421)· EM 696b. *Comm. Hom.〉

alpha

367

Ἀκράαντον (Β 138)· ἀτελείωτον, ἀπλήρωτον· κραίνω, τὸ ἐπιτελῶ, κραντόν καὶ ἄκραντον B, Sym. 433, EM 697, Et. Gud. α 172 suppl. d. *Comm. Hom. 〈Ἄκρητος (Δ 159)· Sym. 435, EM 695. *Comm. Hom.〉
5Ἀκρατοκώθωνες (Hyp. or. in dem. fr. iv col. xixbis)· Sym. 435, EM 720. Lex. rhet.〉 〈Ἀκρωνία· Sym. 436a, EM 725. Lex. rhet.〉

alpha

368

Ἄκρον· [...] τὸ πέρας καὶ τὸ ἔξοχον· παρὰ τὸ ἄχρι καὶ τὸ ὄν ἄχρον καὶ ἄκρον. ἢ ἄρχον τι ὄν. ὁ δὲ † Φίλων παρὰ τὴν ἀκήν † ἄκαιρος καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄκρος B, Sym. 436b, EM 712. Me‐
thodius + *Orio.237

alpha

369

Ἄκριτον (Η 337)· ἀδιαχώριστον· παρὰ τὸ μὴ διακρῖναι, ὅ ἐστι διαχωρίσαι. Ὠρίων (175, 22 Koes) B. Orio l. c.

alpha

370

Ἄκριτα (Γ 412 ...)· ἀδιαχώριστα, πολλά· ἐκ τοῦ κρίνω, τὸ διαχωρίζω B, EM 708. *Comm. Hom.

alpha

371

Ἀκρίς· ὀξυτόνως τὸ ζῷον· παρὰ τὸ κάρη καρίς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκρίς, ἡ κάραν μὴ ἔχουσα, ἡ μικροκέφαλος. ἢ παρὰ τὸ μεγάλην κεφαλὴν ἔχειν· διάφορα γὰρ τὰ γένη τῶν ζῴων. ἢ παρὰ τὴν ἄκραν. οἱ δὲ παρὰ τὸ τὰ ἄκρα τῶν ἀσταχύων ἐσθίειν
5B, Sym. 437, EM 706, Et. Gud. α 178, 7 suppl. d. Orio 15, 6. 〈Ἀκροκώλια (Aristoph. fr. 158)· Sym. 438, EM 714. Lex. rhet.〉

alpha

372

Ἀκρασία· παρὰ τὸ κερῶ κρῶ κράσω κρασία, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀκρασία· ἀκρασία γὰρ πᾶν τὸ περιττόν B, Sym. 439, EM 695.
†Ἀκραγγές· Sym. 440, EM 698. *Lex. rhet.〉238

alpha

373

Ἀκριβής· παρὰ τὸ κρύβω κρυβής καὶ ἀκριβής κατὰ τροπὴν τοῦ υ εἰς τὸ ι· καὶ γὰρ τὸν ἀκριβῆ οὐδεὶς δύναται κρύψαι ἢ λαθεῖν. ἢ παρὰ τὸ ἄχρι καὶ τὸ βαιόν γίνεται ἀχριβής καὶ ἀκριβής· ὁ γὰρ ἀκριβὴς καὶ ἄχρι μικροῦ † καταγίνεται B, Sym. 441, EM
5710. Orio 18, 8; 612, 11 Werfer + Choerob. Orth. 171, 30. 〈Ἀκροφύσια (Soph. fr. 992): Sym. 442, EM 716. Lex. rhet.〉 〈Ἀκρόπειρος: Sym. c 314. *Lex. rhet.〉239

alpha

374

Ἀκροῶ· παρὰ τὸ ἀκούω ἀκουῶ, ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ. εἴρηται δὲ καὶ περὶ τῆς παραληγούσης αὐτοῦ εἰς τὸ ἀρόσω (Et. Gen. α 1216) B, Sym. 443, EM 729. Orio 22, 22.240

alpha

375

Ἀκρέμων· ὁ κλάδος· ὁ αὐτὸς γὰρ καὶ κρέμων λέγεται πρὸς διάφορον ἐτυμολογίαν· ἢ γὰρ παρὰ τὸ ἄκρον γίνεται ἀκρέμων, ὁ ἐπ’ ἄκρων τοῦ δένδρου ὤν, ἢ παρὰ τὸ κρεμῶ ἀκρέμων, ὁ κρεμώμενος B, Sym. 444, EM 703, Et. Gud. (c) α 641. Orio 28, 27.

alpha

376

Ἀκραιφνής· ὁ καθαρός, κυρίως δὲ ὁ περιφανής· παρὰ τὸ ἀκέραιον καὶ τὸ φαίνω ἀκεραιοφανής καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀκραι‐ φνής. Ἡρωδιανὸς (II 256, 2) δέ φησι μὴ γίνεσθαι δύο συλλαβῶν συγκοπήν. ἢ ἀκροφανής καὶ ἀκραιφνής, τοῦ ο εἰς † α τραπέντος,
5ὡς ἐπὶ τοῦ † μεσαίπο( ) μεσαιπόλιος B, Sym. 445, EM 702, Et. Gud. (c) α 629. Orio 31, 8.

alpha

377

Ἄκρατον (β 341 v. l.)· ἔστι ῥῆμα κερῶ, ὁ μέλλων κεράσω καὶ κατὰ συγκοπὴν κράσω, ῥηματικὸν ὄνομα κρατός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἄκρατος· ἐξ οὗ καὶ κρατήρ, ἀφ’ οὗ κιρνᾶται ὁ οἶνος B, Sym. 446, EM 694. Orio 26, 8.
5Ἀκρήβης: Sym. c 328. *Lex. rhet.〉241

alpha

378

Ἀκτή· ἡ Ἀττική· οἱ μὲν ἀπό τινος βασιλεύοντος Ἀκταίω‐ νος, οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ τὰ πλείονα μέρη εἰς θάλασσαν νενευκέναι B, Sym. 448, EM 732. *Orus.

alpha

379

Ἀκτή· ὁ παραθαλάσσιος τόπος. σημαίνει δὲ δύο· καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ καρποῦ παρὰ τὸ κατάγνυσθαι ἐν τῷ ἀλήθεσθαι, οἷον (Ν 322, Φ 76)·
Δημήτερος ἀκτή·
5ἐπὶ δὲ τοῦ θαλασσίου παρὰ τὸ κατάγνυσθαι καὶ κλᾶσθαι εἰς αὐτὴν τὰ κύματα B, Sym. 448, EM 732. Orio 10, 9; 175, 31 Koes.

alpha

380

Ἀκροστόλιον· ἀκροστόλιον λέγεται τὸ ἄκρον τοῦ στόλου· στόλος δὲ λέγεται τὸ ἐξέχον ἀπὸ τῆς † τύχης καὶ διῆκον μέχρι τῆς πρῴρας ξύλον, ἔνθα τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα. ἔστιν οὖν ἀκρο‐ στόλιον † τὸ ἄφλαστον (Ap. Rh. 1, 1089) τὸ κατὰ τὴν πρῷραν,
5ἀλλ’ Ὅμηρος ἐπὶ τῆς πρύμνης αὐτὸ παραδίδωσι λέγων (Ο 717)·
ἄφλαστον μετὰ † χεῖραν ἔχων B, Sym. 447, EM 715. Schol. Ap. Rh.
242

alpha

381

Ἄκτιον (Theocr. id. 5, 14)· τὸν Πᾶνα Θεόκριτος εἴρηκεν· ἄκτιος, ἢ ὁ θηρατήρ· καὶ γὰρ ἐπακτῆρες (Opp. 1, 74) οἱ θηραταί. ἢ ὅτι ἐπὶ ταῖς ἀκταῖς ὑπὸ τῶν ἁλιέων ἱδρυμένος· ἀγρευτὴς γὰρ ὁ θεός. 〈***〉 ὁ ἐν Ἀθήναις τιμώμενος· Ἀκτὴ γὰρ ἡ Ἀττικὴ ἐκα‐
5λεῖτο B, Sym. 449, EM 734. Schol. Theocr.

alpha

382

Ἄκτωρ (Λ 785)·
†Μενοιτίου Ἄκτορος υἱός·
ἄγω βαρύτονον, ἐξ οὗ ἀγάγω· παρὰ τὸ ἄγω ὁ παρακείμενος ἦκται, Ἄκτωρ ὁ διακομίζων καὶ ἡ γενικὴ Ἄκτορος, καὶ ἀνατρέχει εἰς243
5εὐθεῖαν. ἔστι δὲ καὶ προσηγορικὸν καὶ κύριον, ὅ φασί τινες ἀπὸ τοῦ ἄγω βαρυτόνου, ὃ σημαίνει τὸ κλῶ, ἀφ’ οὗ (Δ 214)·
ἄγεν ὀξέες ὄγκοι, καὶ (Ζ 306)
ἆξον δὴ ἔγχος·
10ἄγω οὖν ἦκται Ἄκτωρ B, Sym. 450, EM 739. *Methodius.

alpha

383

Ἀκτάζων· ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος· ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀτ‐ τάζω καὶ ἀκτάζω τροπῇ τοῦ τ εἰς κ ὡς Ἀττική, Ἀκτική γὰρ παρὰ τὴν ἀκτήν· οὕτως δὲ καὶ νυττέλιος καὶ νυκτέλιος B, Sym. 451, EM 738. *Methodius.

alpha

384

Ἀκταίνειν (Aesch. eum. 36)· τὸ μετεωρίζεσθαι καὶ ἐπαίρεσθαι καὶ γαυριᾶν· παρὰ τὸ ἦκται ἀκτός καὶ ῥῆμα ἀκτῶ, ἀφ’ οὗ ἀκταίνω, μετοχὴ ἀκταίνων καὶ (fr. trag. adesp. 147)
ἀκταῖνον μένος,244
5τὸ ἀνάγον καὶ δυνάμενον ἀνορθοῦν B, Sym. 452, EM 736, Et.
Gud. (c) α 666. *Methodius.245

alpha

385

Ἀκταίωρος· παρὰ τὸ τὴν ἀκτὴν ὠρεῖν, ὅ ἐστι φυλάσ‐ σειν B, Sym. 453, EM 735, Et. Gud. α 193 suppl. d. Methodius.

alpha

386

Ἀκτίς· παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦχα ἦγμαι γέγονεν ἀκτίς, οἱονεὶ ἡ πανταχοῦ φερομένη· ἡ γὰρ ἀκτὶς τοῦ ἡλίου πανταχοῦ φέρεται. ἢ ἀπὸ τοῦ ἐκτείνω γέγονεν ἐκτίς καὶ ἀκτίς· ἡ γὰρ ἀκτὶς τοῦ ἡλίου πάνυ ἐστὶν ἐκτεταμένη. † καὶ ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω, τοῦ σημαίνοντος τὸ
5ὁρμῶ, ὁ μέλλων ἀΐξω ἤϊχα ἤϊγμαι ἤϊκται ἀκτίς· ἡ γὰρ ἀκτὶς τοῦ ἡλίου ὁρμητική ἐστιν B, Sym. 454, EM 733. Orio 22, 28 (cf.
Choerob. Orth. 168, 2).246

alpha

387

Ἄκυτος· παρὰ τὸ κύω κυτός καὶ ἄκυτος. Καλλίμαχος (Hy. 2, 53) ἄκυθος εἰπὼν μεταλήψει στοιχείου ἐχρήσατο ἁμαρτὼν περὶ σημαινομένου· δηλοῖ γὰρ ἡ λέξις ἐνεργητικὸν σημαινόμενον, ταῖς μὴ κυούσαις B, Sym. 455, EM 740. Methodius.

alpha

388

Ἄκυθος (Call. Hy. 2, 53)· ἡ ἄγονος (l. c. 52—53)·
οὐδ’ ἀγάλακτες
†ὄϊες οὐδ’ ἄκυθοι, πᾶσαι δέ κεν εἶεν ὕπαρνοι· παρὰ τὸ κύω ἄκυος καὶ πλεονασμῷ τοῦ θ ἄκυθος. ἢ παρὰ τὸ † κω‐
5κυτός καὶ ἄκυτος, ὡς λύω λυτός καὶ ἄλυτος καὶ ὦρται ὀρτός καὶ ὀρθός. ἢ παρὰ τὸ κύθω, τὸ κρύπτω, ἄκυθος. ἢ παρὰ τὸ μὴ ἔχειν σπέρμα ἐν τῇ μήτρᾳ. ἔστι δὲ καὶ κανόνα εἰπεῖν· τὰ διὰ τοῦ υθος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται, οἷον ἄκυθος, Μίκυ‐ θος, μαμμάκυθος ὁ μωρός B, Sym. 456, EM 751. Methodius
10+ Theognost. 58, 34.
Ἄκυλος (κ 242): Sym. 457, EM 743. *Comm. Hom.?〉247

alpha

389

Ἀκωκή (Ε 16 ...)· ἡ ὀξύτης τοῦ βέλους· παρὰ τὸ ἀκή γίνεται κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἀκωκή, ὡς ἔδω ἐδωδή. γράφεται δὲ διὰ τοῦ ω μεγάλου· τὰ διὰ τοῦ ωκη ὑπὲρ δύο συλλαβὰς τῷ ω παραληγόμενα σπάνιά εἰσιν· ὀξύτονα μέν ἐστι δύο, ἀκωκή καὶ ἰωκή·
5καὶ τὸ Σεώκη βαρύτονον, ἔστι δὲ ὄνομα πόλεως. ἢ οὕτως· τὰ ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ συλλαβῇ τὸ αὐτὸ σύμφωνον διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται, οἷον ἔδω ἐδωδή, † ἄκω ἀκωκή B, Sym. 458, EM 752, Et. Gud. (c) α 679. Orio 22, 10 + Theognost. 110, 15.

alpha

390

Ἀλάβαστρον (Theocr. id. 15, 114?)· ἡ μυροθήκη· εἴρη‐ ται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ρ, ἀλάβαστός τις ὤν, οὗ λαβέσθαι διὰ λειότητα ἀδύνατον B, Sym. 459, EM 753, Et. Gud. (c) α 685.
Methodius.248

alpha

391

Ἀλαζών· ὁ ἀπατεὼν † ἢ κομπαστής, ὁ ἐν ἄλῃ καὶ πλάνῃ ζῶν. ἢ ὁ ἐκ τοῦ ἀλᾶν ζῶν οὐκ ἐξ ἐπιτηδεύματος, ἀλλ’ ἀπὸ ἀπάτης
B, Sym. 460, EM 755, Et. Gud. α 204. *Methodius.249

alpha

392

Ἀλαίνω· τὸ πλανῶμαι· παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ, παράγωγον ἀλαίνω, ὡς δρῶ δραίνω B, Sym. 461, EM 770. Methodius.

alpha

393

Ἀλαλή· ὁ θόρυβος· καὶ ῥῆμα παρ’ αὐτὴν 〈ἀ〉λαλάζω, καὶ ἀλάλαγμα οὕτως ἔχει, καὶ τὸ ἀλαλητός, εἰ καὶ ἄλλως δοκεῖ Ἡρω‐ διανῷ (II 167, 24). εἴρηται δὲ παρὰ τὴν ἅλα, τὴν ἀεὶ ἠχοῦσαν, ἀλή καὶ διπλασιασμῷ ἀλαλή, ἐξ οὗ † ἄλλη καὶ ἀλάλαγμα B, Sym.
5462, EM 756. *Orio.

alpha

394

Ἀλαλητός (Δ 436)· ὁ θόρυβος· παρὰ τὴν ἀλαλή〈ν〉, ἣ σημαίνει τὸν θόρυβον καὶ τὴν ἄναρθρον φωνήν, γίνεται ἀλαλητός. ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λαλεῖν. ἢ κατ’ ἐπίτασιν, οἷον ὁ πολύλαλος B, Sym. 462, EM 756. Orio 6, 10.

alpha

395

Ἀλαλκομενηΐς (Δ 8, Ε 908)· ἐπίθετον Ἀθηνᾶς παρ’ Ὁμήρῳ (ll. cc.), παρὰ δὲ τοῖς ἄλλοις καὶ Ἥρας καὶ Διός, οἷον Ἀλαλκομενεὺς Ζεύς· ἡ ἀπαλεξητικὴν προθυμίαν ἔχουσα ἢ ἐν ἀλκῇ μένουσα· ἀλκή δὲ ἡ μάχη καὶ ἀλκάζειν τὸ μάχεσθαι. παρὰ ἀ[..]
5ἀλαλκομένη καὶ Ἀλαλκομενηΐς ἐν διπλασιασμῷ, ὡς ἀταρτηρός καὶ
ἐτήτυμος καὶ ἀτιτάλλειν. ἢ ἀπὸ Ἀλαλκομενέως τινὸς ἱδρυσαμέ‐ νου αὐτῆς ναὸν Ἀλαλκομενηΐς, ὡς βασιλεύς βασιληΐς καὶ Θησηΐς250
καὶ Οἰνηΐς. ἢ Ἀλαλκομενηΐς, ἡ ἀλαλκοῦσα τῷ μένει, ὅ ἐστι τῇ δυνάμει βοηθοῦσα. 〈ἢ〉 ἡ ἐν Ἀλαλκομεναῖς πόλει τῆς Βοιωτίας251
10τιμωμένη, ἔνθα καὶ Ἀλαλκομένιον Ἀθηνᾶς ἱερόν. ἢ ἀπὸ Ἀλαλκο‐ μενηΐου ὄρους Ἀττικῆς B, Sym. 463, EM 758, Eust. 439, 32. Methodius + *Orio.

alpha

396

Ἀλαλύκτημαι (Κ 94)· τὸ ἀδημονῶ καὶ πεπλάνημαι· καὶ οἱ μὲν παρακειμένου, οἱ δὲ ἐνεστῶτός φασιν, οἷον (l. c. 93—94)·
οὐδέ μοι ἦτορ
ἔμπεδον † ἀλλαλύκτημαι.
5ἔστιν οὖν ἀλῶ, ἀφ’ οὗ ἀλύω, ὡς ἄνω ἀνύω, ἀφ’ οὗ ἀλύσσω, ὡς ὀρύσσω· καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός, οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός, καὶ ὡς ἄτακτος ἀτακτῶ, οὕτως καὶ ὁ παρακείμενος ἠλύκτηκα καὶ Ἀττικῶς ἀλαλύ‐ κτημαι συσταλέντος τοῦ η εἰς α· ἔθος δὲ τῷ ποιητῇ ποιεῖσθαι ἐπὶ τοῦ ῥήματος τούτου Ἀττικώτερον ὡς τὸ ἀλαλῆσθαι. καὶ οὕτως
10μὲν παρακείμενος· εἰ δὲ ἐνεστώς, οὕτως λαμβανέτω· ἔστιν ἀλυκτῶ, οὗ παράγωγον τῶν εἰς μι ἀλύκτημι, οὗ ὁ παθητικὸς Αἰολικῶς ἀλύ‐ κτημαι, ἐκεῖνοι γὰρ οὕτως κλίνουσι ποίημαι λέγοντες καὶ νόημαι, καὶ ἐν διπλασιασμῷ ἀλαλύκτημαι, ἐπειδὴ ὁ ποιητὴς πολλοῖς Αἰολι‐ κοῖς χρῆται, καὶ μάλιστα ἐν μετοχαῖς· ἀκαχήμενος ἀκαχμένος.252
15δύναται δὲ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ θορυβεῖσθαι· παρὰ τὴν ἀλαλὴν σημαί‐ νουσαν τὸν θόρυβον ἀλαλῶ, ἀφ’ οὗ ἀλαλύσω, ἀφ’ οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι, τὸ τεθορύβημαι B, Sym. 464, EM 761. Methodius.

alpha

397

Ἀλαός (θ 195)· ὁ τυφλός, ὁ ἐστερημένος τοῦ λάειν, ὅ ἐστι βλέπειν· Ὅμηρος (τ 229)·
ἀσπαίροντα λάων, ἀντὶ τοῦ βλέποντα. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶ, ἀλαός, ὁ περιπλανώ‐
5μενος. ἢ παρὰ τὸ † ἀλᾶσσαι, ὃ σημαίνει τὸ ἐλαττῶσαι, ὁ ἐλαττωθεὶς τοῖς ὀφθαλμοῖς B, Sym. 465, EM 763, Eust. 1392, 30. Metho‐ dius.

alpha

398

Ἀλαοσκοπιήν (Κ 515)·
οὐδ’ ἀλαοσκοπιὴν † εἶχε ἀργυρότοξος Ἀπόλλων, τουτέστιν οὐδὲ τυφλὴν τὴν σκοπὴν εἶχεν, οὐκ † ἐλαττώθη αὐτόν·
254
ἀλαός γὰρ ὁ τυφλός B, Sym. 466, EM 763. *Comm. Hom.255

alpha

399

Ἀλαπάξαι (Ι 136, 278)· ἐκπορθῆσαι· παρὰ τὴν λάπα‐ θον τὴν βοτάνην, ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός. καὶ Δημόκριτος (fr. b 122 Diels—Kranz) τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενο‐ μένους † πάθους καλεῖ διὰ τὸ κεκενῶσθαι. ἀλαπάξαι οὖν τὸ ἐκ‐
5κενῶσαι κυρίως B, Sym. 467, EM 764, Et. Gud. (c) α 694, eust. 65, 26. *Methodius.

alpha

400

Ἀλάστωρ· ὁ ἁμαρτωλὸς ἢ ὁ φονεὺς ἢ ὁ ἐφορῶν τοὺς φό‐
νους Ζεύς. κατὰ μὲν Χρύσιππον τὸν φιλόσοφον (fr. II 156—158 Arnim) ἐπὶ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ φονέως, ὁ ἄξιος ἐλάσεως διὰ φόνον, ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλᾶσθαι, τὸ πλανᾶσθαι, ἢ ὁ ἄλαστα δρῶν, κατὰ δὲ Ἀπολλό‐256
5δωρον (FGH 244 f 150) ἀπὸ τοῦ ἀλιτεῖν, ὅ ἐστιν ἀλιτανεύτως ἀδικεῖν. μήποτε δέ ἐστιν ὁ διὰ μέγεθος τῶν πεπραγμένων αὐτῷ λιτῆς μὴ καταξιούμενος. ἢ ὁ τοιαῦτα τολμήσας πράττειν, ὧν μή ἐστιν † ἐπιλαβέσθαι. ἐπὶ δὲ τοῦ Διός, οἷον «ἀλάστωρ Ζεύς» (Orph. hy. 73, 3), ἐτυμολογεῖται ἀπὸ 〈***〉 τοῖς τὰ ἀλαστὰ πάσχουσιν
10ἐπαμύνειν. ἢ ὁ τὰ ἀλαστὰ τηρῶν, τουτέστι τὰ χαλεπά· Μένανδρος (Pericirom. 408—409)·
ὁ δ’ ἀλάστωρ ἐγὼ
καὶ ζηλότυπος ἄνθρωπος B, Sym. 468, EM 765, Et. Gud. α 213, Eust. 474, 20; 1415, 17.
15Lex. rhet. + Methodius.

alpha

401

Ἀλαῶσαι (α 69)· τυφλῶσαι· παρὰ τὴν ἄλην, τὴν πλάνην, οἱ γὰρ τυφλώττοντες † ἀλοῦνται. ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν, ὅ ἐστι βλέπειν B, Sym. 469, EM 763. Orio 10, 5.

alpha

402

Ἀλάλημαι (Ψ 74)· πεπλάνημαι (l. c.)·
ἀλλ’ αὔτως ἀλάλημαι ἀν’ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ. παρὰ τὴν ἄλην, τὴν πλάνην, γίνεται ῥῆμα ἀλῶ, παράγωγον ἄλημι
καὶ κατὰ μεταβολὴν τῆς συζυγίας καὶ διπλασιασμῷ ἀλάλημαι ὁ257
5παθητικὸς καὶ † ἀλάλησθα. ὁμολογεῖ δὲ καὶ ἡ μετοχὴ προπαρο‐ ξυνομένη ὅτι οὐκ ἔστι παρακείμενος· εἰ γὰρ ἦν παρακείμενος, ἂν παρωξύνετο. ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς (II 388, 19) λέγει, ὅτι ἀπὸ τοῦ † ἀλά‐
λημι ὁ παθητικὸς παρακείμενος ἤλαμαι καὶ ὁ Ἀττικὸς ἀλήλαμαι, ἔνθεν τὸ (fr. com. vet.)258
10
ἀληλαμένοι περὶ κύκλον, καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀλάλημαι B, Sym. 470, EM 759. Zeno‐ bius fr. I 19 Schoemann + Hdn. l. c. 〈Ἀλαλήμενος (Ν 333 ...): EM 760, *Zenobius fr. I 19 schoemann.〉

alpha

403

Ἀλαλκεῖν (Τ 30)· εἴρηται εἰς τὸ η στοιχεῖον εἰς τὸ ἤλαλκον B, Sym. 471, EM 757. *Zenobius.

alpha

404

Ἀλαλκών (Ι 605)· βοηθήσας. εἴρηται εἰς τὸ ἤλαλκον Ἀπολλώνιοσ B, Sym. 471, EM 757. *Zenobius.

alpha

405

Ἀλαῖος (Lycophr. 920)· 〈ὁ Ἀπόλλων·〉 Φιλοκτήτης γὰρ † παραγενάμενος εἰς Ἰταλίαν ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος ἱδρύσατο Ἀπόλλωνος Ἀλαίου ἱερόν, ἐν ᾧ καὶ τὸ τόξον ἀπέθετο. οὕτως Ὦρος B, Sym. 472, EM 774. Orus.

alpha

406

Ἀλαστός· ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστεῖς, παρὰ δὲ τοῦτο γίνεται ἄλαστος, ὡς ἀπιστῶ ἄπιστος. ὁ δὲ Φιλόξενος λέγει, ὅτι ἔστιν ῥῆμα ἀλῶ, τὸ σημαῖνον τὸ πλανῶ, καὶ γίνεται παράγωγον ἀλάζω, ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω· ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός,
5ὡς σκευάζω σκευαστός, καὶ ἐξ αὐτοῦ παράγεται ῥῆμα ἀλαστῶ, τὸ σημαῖνον τὸ χαλεπαίνω· οἱ γὰρ πλανώμενοι χαλεπαίνουσιν. ἄλα‐ στος δὲ λέγεται ὁ μέθης ἄξια ποιῶν διὰ τὴν κακοπραξίαν. οὕτως
Ὠρίων B, Sym. 473, EM 766. Orio.259

alpha

407

Ἄλαστα· τὰ κακά, ἀνεπίληστά τινα ὄντα. ἢ παρὰ τὸ λάζω, τὸ λαμβάνω, οἷον (Ε 745, Θ 389)·
λάζετο δ’ ἔγχος, γέγονεν ἄλαστα, ὧν οὐκ ἄν τις λάβοι, ἀντὶ τοῦ φευκτά B, Sym.
5474, EM 768. Orio.

alpha

408

Ἄλαστον (Ω 105): (l. c. 104—105)
ἤλυθες Οὔλυμπόνδε, θεὰ Θέτι,
πένθος ἄλαστον ἔχουσα B, EM 768. *Comm. Hom.

alpha

409

Ἀλαστήσας (Μ 163)· σχετλιάσας, δεινοπαθήσας· ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ B, Sym. 476, EM 767, Eust. 897, 25. *Comm.
Hom.260

alpha

410

Ἀλαπαδνός (Β 675)· ὁ ἀσθενής· παρὰ τὸ ἀλαπάζω, σημαίνει δὲ τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ, γίνεται ἀλαπαδνός, ὡς αἰκίζω αἰκι‐ δνός, ὁ κενὸς δυνάμεως· λάπαθος γὰρ βοτάνη κενωτικὴ γαστρός B, Sym. 477, EM 764, Eust. 318, 2; 475, 21. Orio.

alpha

411

Ἀλαλάζειν· τὸ ἐν μάχαις λέγειν· παρὰ τὴν ἀλαλήν, ὃ σημαίνει τὸν θόρυβον, γίνεται ἀλαλάζω καὶ ἀλάλαγμα ἐξ αὐτοῦ B, Sym. 478, EM 756. *Orio.

alpha

412

Ἀλακάτη καὶ ἀλακάτη Ἰωνικῶς· παρὰ τὸ ἄγω ἄξω γί‐ νεται ὄνομα ῥηματικὸν ἀκτός καὶ τὸ θηλυκὸν ἄκτη καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀκάτη· καὶ πάλιν ὑπεισελθούσης τῆς αλ συλλαβῆς, ὥσπερ εἴωθεν, γίνεται ἀλακάτη, ἡ ἄγουσα τὸ ἔριον ἢ λίνον. οὕτως Ὠρίων B, Sym.
5479, EM 762, Et. Gud. (c) α 703. Orio.261

alpha

413

Ἄλγος· ἡ λύπη· ἀπὸ τοῦ ἀλέγω, τὸ φροντίζω· τὰ γὰρ πολυπαθῆ φροντίδος ἄξια. ἢ ἃ μὴ λέγοι τις καὶ ὀνομάζοι B, Sym. 480, Et. Gud. α 216. Orio 611, 41 Werfer.

alpha

414

ἈλδήμιοςἌλδιος· ὁ Ζεύς 〈***〉 ἐν Γάζῃ τῆς Συρίας τιμᾶται· παρὰ τὸ ἀλδαίνω, τὸ αὐξάνω, 〈***〉 ἐπὶ τῆς ἀλδήσεως τῶν καρπῶν· Ὅμηρος (Ψ 599—509)·
†λήϊον ἀλδήσκοντος
5B, Sym. c 349, EM 780. Methodius.

alpha

415

Ἀλδήσκω· (Ψ 597—599)·
τοίου δὲ 〈***〉 θυμὸς ἰάνθη, ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση
†λήϊον ἀλδήσκων†,
5καὶ (Ap. Rh. 3, 1363)
ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα,
ἀντὶ τοῦ ἀναδιδόμενοι, αὐξόμενοι. εἴρηται παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλήσω ἀλή‐ σκω, πλεονασμῷ τοῦ δ ἀλδήσκω κατὰ μεταφοράν· τὸ γὰρ ἀληλεσμένον † οὐκ αὐξάνει. ἢ παρὰ τὸ ἅλλεσθαι, τουτέστι πηδᾶν, κατὰ τὴν αὔ‐262
10ξησιν B, Sym. 481, EM 779. Methodius. 〈Ἀλδαίνειν (ς 70): Magna Grammatica 485, EM 778, Et. Gud. (c) α 719, Eust. 1837, 59. Orio 8, 11.〉 〈Ἀλεαίνω (Γ 32 ...): EM 783a.〉263

alpha

416

Ἀλέγω· τὸ φροντίζω· παρὰ τὸ λέγω, τὸ φροντίζω, ἀφ’ οὗ λόγος, ἡ φροντίς· 〈Μέν〉ανδρος (fr. 687)·
οὐδὲ λόγον ὑμῶν, οὐδ’ ἐπιστροφὴν ἔχω· καὶ ἀλέγω μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α καὶ (Λ 389, ρ 390)
5
†οὐκαλέγω, καὶ ἐπὶ κυρίου (Γ 148)·
Οὐκαλέγων τε καὶ Ἀντήνωρ. ἀλέγω, ἀλεγίζω παράγωγον, καὶ (Ν 23)
†ἀλεγύνων δαῖτα
10B, Sym. 482, EM 785. Methodius.

alpha

417

Ἀλεγεινός (Ν 569) καὶ ἀλεγεινῆς (Δ 99 ...)· ἀντὶ τοῦ ἀλγεινῆς, χαλεπῆς· οὐκ ἀπὸ τοῦ ἀλέγω ἀλεγεινός οὐδὲ ἀπὸ τοῦ ἐλέω ἐλεεινός, ἐπεὶ ὤφελον γράφεσθαι διὰ τοῦ ι, τὰ γὰρ εἰς νος ὀξύ‐ τονα μὴ ὄντα παρώνυμα διὰ τοῦ ι γράφονται, τάχα ταχινός, ἀληθές
5ἀληθινός, χθές χθεσινός, πύκα πυκινός, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ ἄλγος ἀλγεινός καὶ ἔλεος ἐλεεινός διὰ τῆς ει διφθόγγου ὡς παρώνυμα B, Sym. 483, EM 786. 〈Ἀλεγεινοί (Κ 402): EM 787. Comm. Hom.〉264

alpha

418

Ἀλεξῶ· παρὰ τὴν ἄλοχον· κυρίως τὸ γυναικὶ βοηθῆσαι, καταχρηστικῶς δὲ καὶ τὸ ὁπωσδήποτε. ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλκῶ ἀλξῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε ἀλεξῶ, ὅπερ εἰς ἐνεστῶτα ἀναχθὲν βαρύνεται ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν B, Sym. 484, EM 790, Et. Gud. (c) α 758. Me‐
5thodius.

alpha

419

Ἀλεός (Ap. Rh. 1, 163 ...)· ὁ ἥρως ὁ πατὴρ Αὐγῆς· παρὰ τὸ ἀλῶ παράγωγον ἀλεύω, καὶ ὥσπερ τὸ λοχεύω λοχεός (Hes. Th. 178), κελεύω κελεός, σωρεύω σωρεός, οὕτως ἀλεύω Ἀλεός B, Sym. 485, EM 797. Methodius.

alpha

420

Ἀλεσούριος· εἶδος † ἰχθύου θαλασσίου, ὅν τινες κατ’ εὐ‐ φημισμὸν καλλιώνυμον καλοῦσιν· ἔστι δὲ τὸ λεγόμενον θαλάσσιον αἰδοῖον, οἷον ἁλὸς οὐρά, ἁλοσ〈ο〉ύριόν τι ὄν· οὐρὰν γὰρ καὶ τὸ αἰ‐
δοῖον εἰώθαμεν καλεῖν B, Sym. 486, EM 800. Methodius.266

alpha

421

Ἀλευάδα (Aesch. prom. 568)· εἴρηται † εἰς τὸ φεῦ δᾶ· οἱ γὰρ Δωριεῖς τὴν γῆν δᾶν (Theocr. id. 4, 17) λέγουσιν καὶ † δίαν, ὡς καὶ τὸν γνόφον δνόφον· φεῦ δᾶ οὖν φεῦ γῆ. οὕτως οὖν καὶ τὸ † ἀλευάδα ἀλέου δῆ, τοῦ δῆ ἀντὶ 〈τοῦ〉 δᾶ κειμένου B, Sym.
5487, EM 803. *Methodius.

alpha

422

Ἀλεωρή· ἡ φυλακὴ (Μ 57, Ο 533) καὶ ἡ φυγή (Ω 216). ἡ μὲν φυλακὴ παρὰ τὴν ἀλέαν, τὴν θερμασίαν, καὶ τὸ ὠρεῖν, τὸ φυλάσ‐ σειν· ἡ δὲ φυγὴ παρὰ τὸ ἀλέασθαι εὐπαραφυλάκτως. ἀλέω οὖν
ἀλεωρή B, Sym. 488, EM 811, Et. Gud. (c) α 741. Methodius.268

alpha

423

Ἄλες· ἔστιν ἀολλέες, τὸ σημαῖνον τὸ ὁμοῦ, καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αο εἰς α μακρὸν ἀποβολῇ τοῦ ἑνὸς λ ἀλέες καὶ ἄλες B, Sym.
489, EM 799. Choerob. (cf. in Theod. I 257, 20).269

alpha

424

Ἀλεώμεθα (Ε 34)· ἐκκλίνομεν, φεύγομεν (l. c.)·
Διὸ δ’ ἀλεώμεθα μῆνιν· παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶμαι· οἱ γὰρ φεύγοντες πλανῶνται. B, Sym. 490. EM 811. Methodius.

alpha

425

Ἀλευρόττησις· σήθω σήσω σῆσις, καὶ τροπῇ τοῦ ς εἰς τ τῆσις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ μετὰ τοῦ ἄλευρον γίνεται ἀλευ‐ ρόττησις, τὸ κόσκινον. οὕτως † Φίλων Α [AB καὶ τροπῇ] B, Sym.
491, EM 808, Et. Gud. (c) α 756. *Orio.270

alpha

426

Ἀλεξίκακος (Κ 20) καὶ ἀλεξιφάρμακος· εἴρη‐
ται εἰς τὸ ε στοιχεῖον εἰς τὸ εἰλίπους AB, Sym. 492.272

alpha

427

Ἀλεξίκακος (Κ 20)· ἀποτρεπτικὴ τῶν κακῶν. ἡ ἐτυμολογία εἰς τὸ εἰλίπους AB, Sym. 492, EM 796. *Comm. Hom. 〈Ἀλεξητήριον: Sym. 493, EM 794.〉

alpha

428

Ἀλεύατο (Ξ 462)· καὶ (ρ 67)
ἀλεύατο πολὺν ὅμιλον· τὸ ἀλεύατο, ἐφυλάξατο· εἴρηται ἀπὸ τοῦ χεύω χεύατο καὶ τροπῇ καὶ στερήσει ἀλεύατο, ὥστε μεταφορικῶς 〈***〉 AB, Sym. 494,
5EM 806. *Comm. Hom. (?). 〈Ἀλετρίβανον (Ar. pac. 259): Sym. 495, EM 801. Lex. rhet.〉

alpha

429

Ἀλεγίζω (Α 180, Θ 477)· παρὰ τὸ ἀλέγω ἀλεγίζω (l. c.)·
σέθεν δ’ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω Sym. 496, EM 785, Eust. 72, 8. *Comm. Hom.

alpha

430

Ἀλετρεύουσα (Ap. Rh. 4, 1095)· ἀλήθουσα (l. c.)·
ὀρφναίης ἐνὶ χαλκὸν ἀλετρεύουσα καλιῇ, ὅτι τὴν Ἀντιόπην ὁ Νυκτεύς, βασιλεὺς Θηβῶν, θυγατέρα ἑαυτοῦ οὖσαν, ἐγκλείσας ἐποίησε χαλκᾶς ἀλήθειν κριθάς AB, Sym. 497,
5EM 802. Schol. Rec. Ap. Rh.

alpha

431

Ἀλεξιάρη (Hes. op. 464)· Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις (463—465)·
νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν·
νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα.
5
εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ’ ἁγνῇ. 〈σχόλιον·〉 εὐσεβεῖν διδάσκει τὸν γεωργοῦντα. νειόν· τὴν ἀνα‐ νεουμένην γῆν, ἤγουν τὴν νενεασμένην. εὐκηλήτειραν δὲ τὴν ἡσυ‐ χάστριαν. ἀλεξιάρη· ἀπαλέξουσα καὶ ἀπείργουσα τὴν ἀρήν, τουτ‐ έστιν τὴν ἐκ τοῦ λιμοῦ βλάβην, καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλ‐
10λουσα. κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην, ἁπαλήν
A, Sym. 498, EM 795. Schol. Hes. op.273

alpha

432

Ἀλέα (Hes. op. 493)· σημαίνει δὲ τὴν θερμασίαν· Ἡσίο‐ δος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις (491—495, 498—499, 501)·
ἐν θυμῷ δὲ πάντα φυλάσσεο· μηδέ † σοι λήθῃ
μήτ’ ἔαρ γινόμενον πολιὸν μήθ’ ὥριος ὥρα.
5πὰρ δ’ ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην ὥρῃ χειμερίῃ, ὁπότε κρύος ἀνέρας ἔργων
ἴσχει, ἔνθ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει ............................................ πολλὰ δ’ ἀεργὸς ἀνήρ ...274
10
προσελέξατο θυμῷ.
............................................
ᾧ μὴ βίος ἄρκιος εἴη. σχόλιον· πάριθι χάλκειον θῶκον· τὰ χαλκεῖα παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἄθυρα ἦν καὶ οἱ βουλόμενοι εἰσῄουν καὶ ἐθερμαίνοντο καὶ πένητες
15ἐκεῖ ἐκοιμῶντο. παραπλήσιον δὲ τούτων ἐστὶν ἡ λέσχη· καὶ ἡ Με‐ λάνθη πρὸς Ὀδυσσέα λέγει (ς 328)·
οὐ θέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθών,
ἤ που ἐς λέσχην. φησὶν οὖν ὁ Ἡσίοδος· πάριθι τὸν χάλκειον θῶκον, τουτέστιν παρ‐
20έρχου· καὶ τὴν ἐπαλέαν λέσχην, τουτέστιν θερμασίαν· ἐν οἷς τό‐ ποις καθεζόμενοι θερμαίνονται καὶ τῶν ἔργων ἀπέχονται. παρέρχου, φησί, τούτους τοὺς τόπους· τότε γὰρ μὴ ὀκνῶν ἀνὴρ μεγάλως αὔξει τὸν ἑαυτοῦ οἶκον.
ἄλλως· ἀλέα λέγεται ὁ τόπος ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος,
25παρὰ τὸν ἥλιον—ἅλιος γὰρ ὁ ἥλιος λέγεται—, μεταφορικῶς δὲ καὶ πάντα τόπον θέρμην ἔχοντα, λέσχην δὲ τὴν γενομένην ἐκεῖ φλυα‐ ρίαν τῶν καθεζομένων. ἔνιοι δὲ λέσχην, ἐν ᾗ ἀθροίζονται ἅλις καὶ ὁμιλοῦσιν. ὁ δὲ νοῦς οὕτως· ἀπερχόμενος, φησίν, ἐπὶ τὸ ἔργον σου, μή, ἐὰν εὕρῃς τόπον θέρμην ἔχοντα, στῇς καὶ φλυαρῇς, ἀλλὰ πάρελθε
30(Hes. op. 498).
πολλὰ δ’ ἀεργὸς ἀνήρ, κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων, ἐλπίζων πάντα αὐτομάτως ἔσεσθαι αὐτῷ, ὡς ἂν αἰτιάσαιτο, ἐλοιδό‐ ρησεν. ἢ κακὰ συνῆξεν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ ἢ διελογίσατο κακά· «λη‐ στεύσω, ἁρπάσω». ἡ δὲ ἐλπὶς οὐκ ἀγαθὴ οὐδὲ δυνατὴ 〈εἰσ〉 τὸν
35χρείαν ἔχοντα βίου ἄνδρα, οὐκ ἐπιτηδεία εἰς τὸ ἐπιμελείας ἀξιοῦν
ἀργὸν ἄνδρα AB, Sym. 499, EM 781. Schol. Hes. op. 〈Ἀλεξάνδρεια: Sym. 500. Choerob. Orth. 178, 12.〉275

alpha

433

Ἀλεείνων (Γ 32)· ἐκκλίνων, ἐκφεύγων. ἔστιν ἀλέα, ἡ θερμασία· ἐκ τούτου γίνεται ἀλεείνω, οἱονεὶ εἰς τὴν θερμασίαν ἐκ τοῦ ψύχους ἀποφεύγω. τὰ διὰ τοῦ εινω ῥήματα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, ἀλεείνω φαείνω, πλὴν τοῦ ὀρίνω,
5καὶ ἕως τοῦ παρατατικοῦ κλίνεται AB, Sym. 501, EM 782 + 783b, Et. Gud. α 222 suppl. d. Epim. Hom.

alpha

434

Ἀλεύω· σημαίνει δὲ τὸ ἀποφεύγω· παρὰ τὴν ἀλέαν, ὃ σημαίνει τὴν θερμασίαν, γίνεται ἀλέω καὶ ἀλεύω· κυρίως τὸ ἀπὸ τοῦ ψύχους εἰς θερμασίαν φεύγω· Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέ‐ ραις (Op. 760—762)·
5
δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην·
φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι
ῥεῖα μάλ’, ἀργαλέον δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ’ ἀποθέσθαι. σχόλιον· ἀπόφευγε τὰς διαβολάς· ἡ γὰρ κακὴ φήμη καὶ ἐλαφρὴ μέν ἐστι καὶ εὐχερῶς αὐτὴν λαμβάνεις, ἀλλὰ χαλεπή ἐστιν 〈εἰσ〉
10τὸ φέρειν αὐτήν.
ἄλλως· ῥᾴδιον γὰρ κακὴν φήμην λαβεῖν, ὅσον οὐ ῥᾴδιον ἀγαθήν (Hes. op. 763—764)·
φήμη δ’ οὔ τις πάντων ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ
λαοὶ φημίξουσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή
15AB, Sym. 502, EM 804. Schol. Hes. op.

alpha

435

Ἀλεύας· μετοχή· ἀλέω ἀλεύω, τὸ δὲ ἀλέω παρὰ τὸ ἀλῶ· οἱ γὰρ φεύγοντες πλανῶνται. ἡ μετοχὴ ἀλεύας, καὶ (Ξ 462)
ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν (II 273, 1) AB, Sym. 503, EM
5805. Hdn. l. c.276

alpha

436

Ἀλέρα Ἐλάρα (Simonid. fr. 55)·
Ἐλάρας γενεά· οὕτως παρὰ Σιμωνίδῃ (l. c.) ἡ Ἐλάρα, Ἀλέρα δὲ παρὰ Πινδάρῳ, οἷον (Paean. XIIIb 3)·
5
Ἀλέρας υἱόν· ὅτι τούτου τὸ πρῶτόν ἐστι πίστις ἐκ τοῦ Ἡσιόδου μετὰ πλεονασμοῦ τοῦ ι τὸ πατρωνυμικὸν † εἰπών (fr. 78)·
Εἰλαρίδην πο Τιτυόν. ἐὰν γένηται Ἀλέρα, ὑπέρθεσις δηλονότι. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ
10Περὶ παθῶν (II 387, 15) AB, Sym. 504, EM 810, Hdn. l. c.

alpha

437

Ἀλεγεινός (Ν 596)· παρὰ τὸ ἄλγος ἀλγεινός, καὶ πλεο‐
νασμῷ τοῦ ε ἀλεγεινός. οὕτως Ὠρίων AB, Orio.278

alpha

438

Ἀλέκτωρ (Simonid. fr. 78, Cratin. fr. 259)· τὸ ζῷον τὸ κατοικίδιον· παρὰ τὸ † ἀλέγω, τὸ κοιμῶμαι, οἷον (Ι 664)·
τῷ δ’ ἄρα παρκατέλεκτο γυνή· ῥηματικὸν ὄνομα λέκτωρ, καὶ ἀλέκτωρ, ὁ ἐλάχιστα κοιμώμενος· ἢ
5ὁ ἀπὸ τῶν λέκτρων, τουτέστιν τῶν κοιτῶν, ἡμᾶς διεγείρων. καὶ ὁ ἥλιος δὲ ἀλέκτωρ λέγεται· ἀκάματον γὰρ αὐτὸν λέγει Ὅμηρος (Σ 239, 484), ἐπεὶ ἀγρύπνως τὸν συνήθη δρόμον ἐκτελεῖ, ἢ ἑλίκτωρ τις ὢν παρὰ τὴν ἑλικοειδῆ αὐτοῦ κίνησιν AB, Sym. 505, EM 809.
*Orio.279

alpha

439

Ἄλεται (Λ 192, 207), ἄλεν (Χ 12), ἀλέντες (Φ 534)· εἴρηται εἰς τὸ ἄλλεται ἔμπροσθεν (Et. Gen. α 516) AB, Sym. 506, EM 788, 789. Comm. Hom.

alpha

440

Ἀλειπής· πηγὴ ἐν Ἐφέσῳ καλουμένη παρὰ τὸ μηδέ‐ ποτε ἐπιλείπειν ἢ πλεονάζειν ἢ χειμῶνος ἢ θέρους AB, Sym. 507, EM 812. Methodius.

alpha

441

Ἀλείτης (Γ 28)· σημαίνει δὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἄδικον διὰ τῆς ει διφθόγγου, ὡς ἐνταῦθα (l. c.)·
φάτο γὰρ τίσασθαι ἀλείτην. καὶ λέγει ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ (169, 14), ὅτι
5ἀνεφάνη τὸ ο ἐν τῷ ἀλοίτης, ὅπερ σημαίνει καὶ αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλόν, καὶ διὰ τοῦτο καὶ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεται· τὰ γὰρ ἔχοντα τὸ ο ἀναφαινόμενον ἔχουσι τὸ ε ἐγκείμενον, οἷον σπείρω σπορά, ἀλείφω ἀλοιφή. οὕτως οὖν καὶ ἀλείτης ἀλοίτης· τοῦτο δὲ παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶ ἢ ὀλοθρεύω AB, Sym. 508, EM 817. Epim.
10Hom. + Choerob. l. c.

alpha

442

Ἄλειφα (Hes. th. 553)· σημαίνει τὸ ἄλειμμα· ἀπὸ τοῦ ἀλείφω ἄλειφαρ καὶ κατὰ ἀποκοπὴν ἄλειφα· Ἡσίοδος ἐν Θεο‐ γονίᾳ (l. c.)·
χερσὶ δ’ ὅ γ’ ἀμφοτέρῃσιν ἀνείλετο λευκὸν ἄλειφα·281
5κλίνεται ἀλείφατος (Σ 351)·
ἐν δ’ ὠτειλὰς πλῆσαν ἀλείφατος ἐννεώροιο AB, Sym. 509, EM 813. *Choerob. (cf. in Theod. I 338, 21).

alpha

443

Ἄλεισον (Λ 774, Ω 429)· λέγεται δὲ καὶ ἀρσενικῶς, οἷον (Aristoph. fr. 623)·
γίνωσκε τὸν ἄλεισον καὶ τὰ γράμματα Ἀριστοφάνης (l. c.). ἔστι δὲ εἶδος ποτηρίου. ἐτυμολογεῖται δὲ δια‐
5φόρως. οἱ μὲν γὰρ λέγουσιν, ὅτι παρὰ τὸ ἅλις, ἐξ οὗ ἔστι πιεῖν δα‐ ψιλῶς καὶ ἀθρόως. οὗτοι δὲ οὐκ ἀκριβῶς λέγουσι, πρῶτον μὲν ὅτι ἀντίκειται αὐτῷ ἡ γραφή· τὸ γὰρ ἄλεισον διὰ τῆς 〈ει〉 διφθόγγου, εἰ δὲ ἦν ἀπὸ τοῦ ἅλις, ὤφειλεν διὰ τοῦ ι γράφεσθαι· δεύτερον δὲ
καὶ τὸ πνεῦμα ἀντίκειται αὐτῷ· τὸ μὲν γὰρ ἄλεισον ψιλοῦται, τὸ282
10δὲ ἅλις δασύνεται, εἰ δὲ ἦν τὸ ἄλεισον ἀπὸ τοῦ ἅλις, ὤφειλεν δασύ‐ νεσθαι· καὶ γὰρ τὸ ἁπανταχοῦ ἐκ τοῦ ἅπας παραχθὲν τὴν δασεῖαν τοῦ ἅπας ἐφύλαξεν. ἄλλοι δὲ λέγουσιν, ὧν ἐστι καὶ ὁ Τεχνικός (Hdn. de quo perperam lentz II 472, 13 iudicavit), ὅτι παρὰ τὸ ἄλες ἐστί, τὸ σημαῖνον τὸ ἀθρόον, οἷον ἐξ οὗ ἔστιν ἀθρόως πιεῖν. τού‐
15τοις δὲ ὁ χρόνος ἀντίκειται· τὸ μὲν γὰρ ἄλες ὤφειλεν φυλάττειν τὸν μακρὸν χρόνον αὑτοῦ. κρεῖττον οὖν λέγει Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Ἀρχι‐ βίου (23, 8), ὅτι παρὰ τὸ λεῖον γέγονεν ἄλειον, καὶ ἐπενθέσει τοῦ ς ἄλεισον, τοῦ α ἐπιτατικοῦ ὄντος ἢ στερητικοῦ τουτέστιν τὸ μὴ ὂν ὁμαλὸν ἀλλὰ περιφερές. καὶ εὐλόγως ψιλοῦται, ἐπειδὴ τὸ α ἢ στερη‐
20τικὸν ἢ ἐπιτατικὸν ὂν ψιλοῦται. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth.
179, 17) AB, Sym. 510, EM 815. Choerob. l. c.283

alpha

444

Ἀλείσιον (Λ 757)· τόπος οὕτως καλούμενος, ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκός (Orth.), ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλέσω Ἀλείσιον (l. c. 757—758)·
πέτρης τ’ Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη
κέκλιται,
5ἀντὶ τοῦ ὅπου ἡ κολώνη κέκλιται, ὅ ἐστι παράκειται AB, Sym. 511 EM 816, Eust. 304, 25; 883, 7. Choerob. Orth.

alpha

445

Ἀλείπτης· ἀπὸ τοῦ ἀλείφω ἤλειπται ἀλείπτης διὰ τῆς ει διφθόγγου· ὅσα γὰρ ὀνόματα ἐκ τοῦ ἀλείφω γίνονται, εἰ μὲν διὰ τοῦ πτ ἐκφέρονται, φυλάττουσι τὴν ει δίφθογγον, ἀλείπτω ἀλεί‐ πτης, ἄλειπτον φάρμακον, ἀνήλειπτος ὁ μὴ ἀλειφθείς. εἰ δὲ διὰ τοῦ
5φ ἐκφέρονται σύνθετα ὄντα, οὐ φυλάττουσιν τὴν ει δίφθογγον, ἀλλὰ
διὰ τοῦ ι γράφονται, οἷον ὑπηλιφής ἀνυπηλιφής, σημαίνει δὲ τὴν ναῦν τὴν μὴ ἀλειφθεῖσαν πίσσῃ. πρόσκειται «σύνθετα» διὰ τὸ ἄλειφα, τὸ σημαῖνον τὸ ἄλειμμα, διὰ τοῦ φ ἐκφερόμενον καὶ γραφόμενον διὰ τῆς ει διφθόγγου· ἀλλ’ οὐκ ἔστι σύνθετον· ἁπλοῦν γάρ ἐστιν ἀπὸ284
10τοῦ ἀλείφω ἄλειφα ἄλειμμα. δεῖ γινώσκειν, ὅτι γέγραπται Διφίλῳ τῷ κωμικῷ δρᾶμα ἐπιγεγραμμένον Ἀλείπτρια (fr. 9). τὸ δὲ ἀρσε‐ νικὸν τὸ ἀλείπτης ἀπηγόρευται· ἀντὶ δὲ τοῦ ἀλείπτης παιδοτρίβης εἴωθε λέγεσθαι, ἐκ δὲ τοῦ ἀλείπτης φιλαλειπτῶ, οἷον (Or. inc.)· «ὡς οὐκ ἔστι πίστις ἐν ἀνδρὶ φιλαλειπτοῦντι καὶ περὶ τὰς παλαί‐
15στρας ἔχοντι καὶ πολυπραγμονοῦντι ὅ τι ἕκαστον τῶν μειρακίων.» AB, Sym. 512, EM 814. Choerob. Orth. 175, 8.

alpha

446

Ἀληθές· τὸ μὴ λήθῃ ὑποπῖπτον τοῦ δικαίου. οὕτως
Ὠρίων (23, 13 et 612, 39 Werfer) AB, EM 829. Orio. l. c.285

alpha

447

Ἀληθής· εἴρηται εἰς τὸ κριτής (litt. k s. v.) a.

alpha

448

Ἀλήθω· τὸ ἐπὶ τῆς μύλης σῖτον ἢ κριθὴν ἀλευροποιεῖν· ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλήθω, ὡς πρῶ πρήθω, νῶ νήθω, κνῶ κνήθω· ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 513, EM 830. Methodius.

alpha

449

Ἁλήπεδον (Lycophr. 681)· τὸ ὁμαλὸν πεδίον· κυρίως δὲ τὸ παραθαλάσσιον χωρίον, τὸ ἁλὸς πέδον· ἢ τὸ ὁμαλὸν καὶ τε‐ τριμμένον καὶ οἷον ἀληλεσμένον πεδίον. γράφεται καὶ διὰ τοῦ ι, ἃς αἰτίας εὑρήσεις εἰς τὸ α καὶ λ καὶ ι. οὕτως Μεθόδιος AB,
5EM 859. Methodius.

alpha

450

Ἀλησία· κατὰ στέρησιν τοῦ ληΐζεσθαι. οὕτως Μεθόδιος
AB, EM 827. Methodius.286

alpha

451

Ἀλησιάς· ἡ Ἀφροδίτη, διὰ τὸ περὶ πᾶν ζῷον ἀλᾶσθαι τὴν θεόν, πολλῶν ἐρασθεῖσαν καὶ πλανωμένην. πιθανώτερον δὲ ἡ ἐν Κολοφῶνι ἐπὶ τοῦ Ἅλεντος ἱδρυμένη ποταμοῦ. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 514, EM 826. Methodius.

alpha

452

Ἀλήτης· ὁ Ἡρακλέους ἀπόγονος ὁ τῆς Κορίνθου βασι‐ λεύς, υἱὸς δὲ Ἱππότου, ἀφ’ οὗ καὶ οἱ Κορίνθιοι Ἀλητίδαι. εἴρηται, ὅτι Ἱππότης διὰ τὸν Κάρνιδος φόνον ὑπὸ τῶν Ἡρακλειδῶν ἐκβλη‐ θεὶς καὶ ληστεύων ἔσχεν αὐτόν AB, Sym. 515, EM 818. Metho‐
5dius.

alpha

453

Ἀλήτης (ξ 124 ...)· σημαίνει δὲ τὸν πλανήτην. καὶ δεῖ γινώσκειν ὅτι, ὥσπερ τὸ κομήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης οὐ ῥηματικὰ ἀλλὰ παρώνυμα, ἀπὸ γὰρ τοῦ πέδη πεδήτης καὶ πλάνη πλανήτης καὶ κόμη κομήτης, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄλη, ὃ σημαίνει
5τὴν πλάνην, γίνεται ἀλήτης. οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ. ἀλίτης δὲ διὰ τοῦ ι γραφόμενον εὗρον ἐγὼ σημαῖνον τὸν ἁμαρ‐ τωλόν, ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν λιτήν, ὅ ἐστι δέησιν AB, Sym. 516, EM 819. *Orio.

alpha

454

Ἀλῆτις· τινὲς τὴν Ἠριγόνην λέγουσι τὴν Ἰκαρίου θυγα‐ τέρα, ὅτι πανταχοῦ ζητοῦσα τὸν πατέρα ἠλᾶτο· οἱ δὲ Αἰγίσθου καὶ Κλυταιμνήστρας φασίν· οἱ δὲ τὴν τοῦ Μαλεώτου τοῦ Τυρρηνίου
θυγατέρα· οἱ δὲ τὴν Μήδειαν, ὅτι μετὰ φόνον τοῦ παιδὸς πρὸς Αἰγέα287
5κατέφυγεν ἀλητεύσασα· οἱ δὲ τὴν Φερσεφόνην, διότι τοὺς πυροὺς ἀλοῦντες πέμματά τινα προσφέρουσιν αὐτῇ. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 517, EM 820. Methodius.

alpha

455

Ἄλη (ο 345, φ 284)· ἔστι πλάνη καὶ κατ’ ἀρχὴν ἀποβάλλον τὰ δύο σύμφωνα γίνεται ἄνη καὶ τροπῇ ἄλη AB, Sym. 518, EM 821. *Comm. Hom.

alpha

456

Ἀλήατα (υ 108)· τὰ ἄλευρα τὰ ἐκ πυροῦ ἀληλεσμένα AB, EM 823. *Comm. Hom.

alpha

457

Ἄλητα (Sophr. fr. 39 Kaibel)· Σώφρων (l. c.)·
ἀμφ’ ἄλητα, ἀλήατα κατὰ συγκοπήν. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ παθῶν AB, EM 823. Hdn.

alpha

458

Ἄληκτον (Β 452)· ἀκατάπαυστον· παρὰ τὸ λήγω. ἡ χρῆσις εἰς τὸ κήδιστοι (litt. k v.n.) AB, EM 828.

alpha

459

Ἀλητῶ· ἀπὸ τῆς ἄλης, τῆς πλάνης· σημαίνει δὲ τὸ πλανῶ AB, EM 822.

alpha

460

Ἀλητεύω· ἀπὸ τοῦ ἀλητῶ ἀλητεύω· σημαίνει δὲ τὸ
πλανῶμαι AB, Sym. 519, EM 822.288

alpha

461

Ἀλήϊον (Ζ 201)· οἷον (l. c.)·
ἤτοι κὰπ πεδίον τὸ Ἀλήϊον οἶος ἀλᾶτο· ὅτι παρετυμολογεῖται τὸ Ἀλήϊον ἀπὸ τῆς γενομένης ἐν αὐτῷ τοῦ Βελλεροφόντου πλάνης, ὅτι ὁ Βελλεροφόντης ἀνελὼν Βέλλερον, τῶν
5Κορινθίων δυνάστην, Βελλεροφόντης ἐκλήθη. λαβὼν οὖν παρὰ Πο‐ σειδῶνος τὸν Μεδούσης τῆς Γοργόνης Πήγασον πτερωτὸν ἵππον, ἐξ οὗ καὶ τὴν προσηγορίαν ἔσχεν, ὅτι ἐκπεπηδήκοι ἐκ 〈τοῦ〉 τῆς Γοργό‐
νης τραχήλου. λέγεται δὲ αὐτὸν ἐπαρθέντα ἐφ’ οἷς ἔπραξεν θελῆσαι μετὰ τοῦ Πηγάσου τὸν οὐρανὸν κατοπτεῦσαι, τὸν δὲ Δία μηνίσαντα289
10οἶστρον ἐμβαλεῖν τῷ Πηγάσῳ· ὅθεν ἐκπεσεῖν μὲν τὸν Βελλεροφόν‐ την καὶ κατενεχθῆναι εἰς τὸ τῆς Λυκίας πεδίον, τὸ ἀπ’ αὐτοῦ καλού‐ μενον Ἀλήϊον πεδίον, ἀλᾶσθαι δὲ κατὰ τοῦτο πηρωθέντα, τὸν δὲ ἵππον λαβεῖν τὴν Ἠῶ δεηθεῖσαν τοῦ Διὸς δῶρον πρὸς τὸ ἀκόπως περιιέναι τὰς τοῦ κόσμου περιόδους. ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Ἀσκλη‐
15πιάδῃ ἐν Τραγῳδουμένοις (FGH 12 f 13). ἰστέον δέ, ὅτι οἱ μὲν ἐψίλωσαν αὐτὸ ἀπὸ τῆς ἄλης τοῦ Βελλεροφόντου, οἱ δὲ ἐδάσυναν ἀπὸ τοῦ τοὺς ἅλας ἐκεῖ πήγνυσθαι (Hdn. I 540, 16; II 54, 34). βέλ‐ τιον τὸ πρότερον AB, Sym. 520, EM 825. *Comm. Hom.

alpha

462

Ἀλήϊος (Ι 125, 267)·
οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνήρ, ᾧ τόσσα γένοιτο. τὸ ἀλήϊος πένης, ἄπορος· ἤτοι ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν λήϊον, ἤγουν σιτο‐ φόρον χωρίον. ἢ ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν λείαν, ἤγουν ἀγέλας τῶν προβάτων.
5οὕτως εὗρον ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος AB, Sym. 521, EM 824. Comm. Hom.

alpha

463

Ἀλήμεναι (Σ 76)· ἀθροισθῆναι καὶ συστραφῆναι, οἷον (l. c.)·
πάντας ἐπὶ πρύμνῃσιν ἀλήμεναι υἷας Ἀχαιῶν. ὥσπερ παρὰ τὸ βῆναι γίνεται βήμεναι, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἀλῆναι
290
5ἀλήμεναι. ψιλοῦται δὲ πᾶς ὁ σχηματισμὸς αὐτοῦ (Hdn. II 106, 16)
AB, Sym. 522, EM 831. *Comm. Hom. + Hdn. l. c.291

alpha

464

Ἀλθαία (Ι 555)· μήτηρ Μελεάγρου, γυνὴ δὲ Οἰνέως AB. *Comm. Hom.

alpha

465

Ἄλθετο (Ε 417)· τὸ † ὑγιασθῆναι· παρὰ τὸ † ἄλδειν, ὅ ἐστιν † αὔξειν· τὸ γὰρ ὑγιὲς αὔξεται· ἄλδειν δὲ τὸ αὔξειν. οὕτως Ὠρίων (7, 11) AB, EM 834. Orio. l. c.

alpha

466

Ἀλθαίνω· παρὰ τὸ ἄλθω ἀλθαίνω· ἢ παρὰ τὸ ἀλδαίνω. Λυκόφρων (1122)·
κακὸν μίασμ’ ἔμφυλον ἀλθαίνων κακῷ AB, Sym. 524, EM 833. *Orio.

alpha

467

Ἄλθαινος (Lycophr. 1053)· ποταμὸς Ἰταλίας, ὅν † φασιν ὀνομασθῆναι Τίμαιος (FGH 566 f 56b) διὰ τὸ ἀλθαίνειν τὰ τραύματα τῶν ἐν αὐτῷ λουομένων. οὕτως Ὦρος AB, Sym. Z121.
EM 832. Orus.292

alpha

468

Ἁλιβδύειν (Call. fr. 645)· τὸ καταδύνειν εἰς θάλασσαν, μεταφορικῶς δὲ καὶ τὸ κρύβειν καὶ ἀφανίζειν· παρὰ τὴν ἅλα καὶ τὸ δύειν Αἰολικῶς πλεονασμῷ τοῦ β, ὡς σίδη σίβδη, ἁλιδύειν ἁλι‐ βδύειν. οὕτως Μεθόδιος. καὶ ἁλιβδύσασα Λυκόφρων (351)·
5
εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 577, EM 836. Methodius + Orio.

alpha

469

Ἁλιζῶνες (Β 856)· οἱ Βιθυνοί, οἷον (l. c.)·
αὐτὰρ Ἁλιζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον· ὅτι ἡ γῆ αὐτῶν θαλάσσῃ διέζωσται καὶ οἱονεὶ χερσόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ Εὐξείνου 〈καὶ〉 τῆς Προποντίδος διεζωσμένη. οὕτως Μεθόδιος.
5οἱ δὲ ἔθνος Θρᾳκῶν AB, Sym. 578, EM 849, Eust. 363, 2;
519, 36. Methodius + Orus (?).298

alpha

470

Ἀλιμοῦς· δῆμος τῆς Ἀττικῆς· ἀπὸ τῶν ἐκεῖσε ἁλῶν ἀλιμόεις καὶ Ἀλιμοῦς. πολλὰ γὰρ καὶ ἄλλα χωρία οὕτως ὠνο‐ μάσθη· καὶ γὰρ καὶ ἀπὸ τῶν ῥάμνων Ῥαμνοῦς, δῆμος τῆς Ἀττικῆς, καὶ Κυπάρισσος ἀπὸ τῶν κυπαρίσσων· Ὅμηρος (Β 593)·
5
καὶ Κυπαρισσήεντα καὶ Ἀμφιγένειαν ἔναιον AB, Sym. 579, EM 850. *Orus.

alpha

471

Ἀλινδεῖσθαι (Call. fr. 191, 42)· τὸ κυλίεσθαι, οἷον (l. c.)·
μέλλοντας ἤδη παρθένους ἀλινδεῖσθαι· καὶ ἀλινδήθρας (Ar. ran. 904), τὰς ἐν τοῖς κηρώμασι κυλήθρας.
5παρὰ τὸ κυλίνδω ἀφαιρέσει τοῦ κ καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς α ἀλινδεῖσθαι. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλίω καὶ ἀλινδῶ, ὡς κυλινδῶ. ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 580, EM 852, Eust. 836, 47. Methodius.

alpha

472

Ἀλινδῶ (Call. fr. 191, 42)· τὸ κυλίω, οἷον (l. c.)·
μέλλοντας ἤδη παρθένους ἀλινδεῖσθαι· παρὰ τὸ ἀλίω ἀλινδῶ, ὡς κυλίω κυλινδῶ, ἔνθεν τὸ ἀλίσω, καὶ (Ar. nub. 32)·
5ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε
AB, Sym. 580, EM 852. *Methodius.300

alpha

473

Ἀλίω· παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶ. ἢ ἀπὸ τοῦ κυλίω καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς τὸ α καὶ ἀποβολῇ τοῦ κ ἀλίω ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι, οἷον (Ar. nub. 32)·
ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε
5AB, Sym. 580, EM 873. Methodius.301

alpha

474

Ἀλίωσε (Π 737)· μάταιον ἐποίησεν (l. c.)·
οὐδ’ ἀλίωσε βέλος AB, Sym. 581, EM 874, Et. Gud. (d) α 254. *Comm. Hom.

alpha

475

Ἁλιτενής· ὁ παρατεταμένος τόπος τῇ θαλάσσῃ. οὕτως
Μεθόδιος AB, Sym. 582, EM 861. Methodius.302

alpha

476

Ἀλιτηρία Δημήτηρ καὶ ἀλιτήριος Ζεύς· ὅτι λιμοῦ συντόνου γενομένου τοὺς ἀλοῦντας † πάντες ἐφύλαττον διὰ τὸ μὴ κλέπτειν τι τῶν ἀλουμένων· ὡς οὖν ἐπόπτας καὶ τηρητὰς τῶν ἀλου‐ μένων τοὺς θεοὺς οὕτως ὠνόμαζον AB, Sym. 583, EM 872, Et.
5Gud. (c) α 777. *Methodius.

alpha

477

Ἀλιτήριος (Ar. eq. 445?)· ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος. ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο. λιμὸς κατέλαβέν ποτε τοὺς Ἀθη‐ ναίους· ἥρπαζον οὖν τινες ἀλούμενα τὰ ἄλευρα· ἀπὸ γοῦν ἐκείνων τοὺς πονηροὺς ἀλιτηρίους ἐκάλουν. καὶ ἄλλως· ἀλιτήριος λέγεται,
5ὅτι λιμὸς ἐγένετο ἐν Ἀθήναις καὶ οἱ πένητες τὰ τῶν ἀλούντων ἄλευρα διήρπαζον· ἐλέχθησαν οὖν οἱ τοὺς ἀλοῦντας τηροῦντες καὶ ἁρπά‐ ζοντες ἀλιτήριοι. παρέτεινε δὲ τὸ ὄνομα καὶ ἐπὶ τῶν μετὰ βίας τι ποιούντων ἀπὸ τῆς σιτοδείας τῆς κατὰ τὸν Αἰτωλικὸν πόλεμον γενο‐ μένης. ἔστι δὲ καὶ παράγωγον ἀπὸ τοῦ ἀλιτραίνειν, ὅ ἐστιν ἁμαρτά‐
10νειν. ταῦτα ἐκ τοῦ λεξικοῦ· σχηματίζεται καὶ ἄλλως AB, Sym.
583, EM 871. Lex. rhet.304

alpha

478

Ἀλιτήμων· ἔστιν ἀλίτω βαρύτονον καὶ ἀλιτῶ περισπώ‐ μενον· ἀπὸ γοῦν τοῦ ἀλιτῶ περισπωμένου ῥήματος, ὁ μέλλων ἀλι‐ τήσω, γίνεται ἀλιτήμων, ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων, οἷον (Ω 157, 186)·
οὔτ’ ἄσκοπος οὔτ’ ἀλιτήμων·
5καὶ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ (δ 807)·
οὐ γάρ τι θεοὺς ἀλιτήμονάς ἐστιν. ἀπὸ δὲ τοῦ ἀλίτω βαρυτόνου γίνεται ἀλίτης ὄνομα καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀλι‐ τήρ, ὡς ἀρότης ἀροτήρ, καὶ ἐκ τοῦ ἀλιτήρ ἀλιτῆρος γίνεται ἀλιτή‐ ριος, ὡς σωτήρ σωτῆρος σωτήριος. τὸ ρι ι· τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς ρ
306
10ληγόντων διὰ τοῦ ριος γινόμενα διὰ τοῦ ι γράφονται, τῆς τρίτης ἀπὸ τέλους ἀπὸ τῆς παραληγούσης τῆς γενικῆς θεωρουμένης, οἷον ἀήρ ἀέρος ἀέριος, αἰθήρ αἰθέρος αἰθέριος, σωτήρ σωτῆρος σωτή‐ ριος· οὕτως οὖν καὶ ἀλιτήρ ἀλιτῆρος ἀλιτήριος. ἀπὸ δὲ τοῦ ἀλιτή‐ ριος γίνεται κατὰ συγκοπὴν ἀλιτρός, ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος (Θ 361)·
15
αἰὲν ἀλιτρός, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, ἀντὶ τοῦ τῆς ἐμῆς δυνάμεως καὶ προθέσεως κωλυτής. ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλιτῶ γίνεται ῥῆμα ἀλιταίνω, ἐξ οὗ τὸ ἀλιτρός καὶ ἀλιτραίνω AB, Sym. 584, EM 869 + 870 + 868. Orio 32, 3 +

alpha

479

Ἁλικαρνασός· διὰ τὸ πρὸς τῇ ἁλὶ τῆς Καρίας ᾠκί‐ σθαι. οὕτως Ὦρος AB, Sym. 585, EM 853. Orus.

alpha

480

Ἁλίαρτος (Β 503)· ἡ πόλις. ἢ ὅτι ἐκ τῶν ἁλιέων καὶ τοῦ ἄρτου AB, Sym. 586, EM 839, Et. Gud. (c) α 768. *Orus.

alpha

481

Ἀλίαστος· σημαίνει δὲ τὸν ἀκατάπαυστον (Ξ 57)·
οἱ δ’ ἐπὶ νηυσὶ θοῇσι μάχην ἀλίαστον ἔχουσι· καὶ (Μ 471, Π 296)
ὅμαδος δ’ ἀλίαστος ἐτύχθη·
5παρὰ τὸ λιάζω, τὸ σημαῖνον τὸ ἐκκλίνω, οἷον (Ω 96)·
ἀμφὶ δ’ ἄρα σφι λιάζετο κῦμα θαλάσσης, ὁ μέλλων λιάσω, γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα λιαστός καὶ μετὰ τοῦ στε‐
ρητικοῦ α ἀλίαστος, ὃν οὐκ ἄν τις ἐκκλίνοι. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ ῥῆμα, ἀφ’ οὗ τὸ (Hes. op. 535?)307
10
†ἀλεύατο νίφα πολλήν, γίνεται ἀλίζω, ὡς φοιτῶ φοιτίζω· Καλλίμαχος (fr. 500)·
φοιτίζων ἀγαθοὶ πολλάκις † θεοὶ
†ἐΐσης ὀάρους ἐθέλουσιν. ἀλίζω οὖν καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν λιάζω λιαστός καὶ ἀλίαστος. οὕτως
15Ὠρίων (26, 11) AB, Sym. 587, EM 838, Eust. 347, 36. Orio l. c.

alpha

482

Ἀλιταίνω (Hes. op. 330): (l. c. 330—331)· ὅς τέ τευ ἀφραδίῃς ἀλιταίνεται ὀρφανὰ τέκνα
ὅστις τοκῆ’ ἐς γέροντα κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ· καὶ ὅστις τῇ ἑαυτοῦ ἀφροσύνῃ ἁμαρτήσει εἰς τὰ ὀρφανά, ἀπὸ τοῦ
308
5ἀλιτῶ ἢ ἀπὸ τοῦ ἀλίτω γίνεται ἀλιταίνω. ἢ ἀπὸ τῆς ἄλης· ὃς ἂν εἰς ἄλην ἀγάγῃ τῶν καταπονουμένων τὰ τέκνα. Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις (330) AB, EM 863. Schol. Hes. op.

alpha

483

Ἀλιτῶ· ἔστι δὲ καὶ βαρύτονον καὶ περισπώμενον ἀλίτω καὶ ἀλιτῶ, σημαίνει δὲ τὸ ἁμαρτάνειν· ἀπὸ γὰρ τοῦ λιτή γίνεται τὸ ἀλιτῶ, τὸ λιτῆς καὶ ἱκεσίας στερεῖσθαι· ὅθεν καὶ ἀλίτης, ὁ ἁμαρ‐ τωλός, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν λιτήν, ὅ ἐστι δέησιν. ἡ χρῆσις τοῦ βαρυ‐
5τόνου εἰς τὸ ἱκέτης, καὶ τοῦ περισπωμένου (Ω 586)·
καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ’ ἀλίτηται ἐφετμάς AB, EM 862. *Hdn.?.

alpha

484

Ἅλιος (δ 349 ...)· νῦν ἐπίθετον, ἔστι δὲ καὶ κύριον (θ 119)· παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιος, ὡς χθών χθονός χθόνιος καὶ πτύξ πτυ‐ χός πτύχιος. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν Ἐπιμερισμοῖς (fr. novum) AB, Sym. 588, EM 854. *Orio.

alpha

485

Ἅλιον (Ε 715)· σημαίνει δὲ τὸ μάταιον (l. c.)·
ἦ ῥ’ ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ. παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιον, ὡς πτύξ πτυχός πτύχιον καὶ χθών χθονός χθόνιον, οἱονεὶ τὸ εἰς θάλασσαν ῥιπτόμενον καὶ ἀφανιζόμενον· ἢ
5ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ θαλαττίου ὕδατος ἀχρήστου ὄντος εἰς πόσιν. οὕτως Ὠρίων (7, 16) AB, Sym. 589, EM 855. Orio l. c.

alpha

486

Ἅλιας (Hippon. fr. 133)· ἔστιν ἅλις, καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἅλιας. ἔστι δὲ μονῆρες τὸ ἐπίρρημα· οὐδὲν γάρ ἐστιν εἰς ας ἐπίρρημα προπαροξυνόμενον, τοῦτο δὲ μόνον, τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός· ἀλλ’ ἢ ὀξύνονται, ὡς ἐπὶ τοῦ ἑκάς ἐντυ‐
5πάς, ἢ παροξύνονται, ὡς ἀτρέμας, οἷον (Β 200)·
ἀτρέμας ἧσο. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ παθῶν (II 226, 1) AB, Sym. 590,
EM 837. Hdn. l. c.309

alpha

487

Ἁλίσκεται· καταλαμβάνεται, κρατεῖται. εἴρηται εἰς τὸ Ἁλῶ (Et. Gen. α 562) AB.

alpha

488

Ἅλις (Β 90)· τὸ πλῆρες καὶ κεκορεσμένον, αὐτάρκως ἅμα (l. c.)·
αἱ μέν τ’ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα. ἔστι δὲ ἐπίρρημα πρωτότυπον, ἀφ’ οὗ ἅλιθα καὶ ἥλιθα. δύναται δὲ
5καὶ παρὰ τὴν ἅλα εἶναι, πολλὴν οὖσαν καὶ μεγάλην AB, Sym. 591, EM 860, Et. Gud. (c) α 794. Orio 27, 1.

alpha

489

Ἀλίβας· ὁ νεκρός· παρὰ τὸ μὴ ἔχειν λιβάδα, ὅ ἐστιν ὑγρότητα· οἱ γὰρ ζῶντες ὑγροί. σημαίνει δὲ καὶ ὄξος, ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ (fr. 216)·
ἔβηξαν οἶνον ἀλίβαντα πίνοντες·
5παρὰ τὸ μὴ λείβειν, ὁ μὴ λειβόμενος ἢ σπενδόμενος AB, Sym. 592,
EM 847, Et. Gud. (c) α 778. Orio 30, 14.310

alpha

490

Ἄλιππα· παρὰ τὸ ἀλείφω γίνεται ἄλιμμα, καὶ Αἰο‐ λικῶς ἄλιππα. οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ AB, Sym. 593, EM 856. *Orio.

alpha

491

Ἁλίπλοα (Μ 26)· τῇ θαλάσσῃ πλέοντα (l. c.)·
ἁλίπλοα τείχεα θείη AB, EM 858. *Comm. Hom.

alpha

492

Ἁλιεύς· παρὰ τὸ ἁλός † ἅλιος καὶ ἁλιεύς, ὡς Αἰακίδης Αἰακιδεύς καὶ ναύτης ναυτεύς. οὕτως Φιλόξενος AB, Sym. 594, EM 848. *Orio.

alpha

493

Ἀλκαία (Ap. Rh. 4, 1614)· ἡ οὐρά· κυρίως δὲ ἡ τοῦ λέοντος οὐρὰ διὰ τὸ εἰς ἀλκὴν αὐτὸν προτρέπειν· Ὅμηρος (Υ 170—171)·
οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν
μαστίεται, ἑὲ δ’ αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι.
5οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 595, EM 877. Methodius.311

alpha

494

Ἄλκαρ (Ε 644, Λ 823)· δύναμις, σωτηρία· παρὰ τὴν ἀλκὴν ἄλκαρ AB, Sym. 597, EM 878. *Methodius.

alpha

495

Ἀλκή (Γ 45)· ἡ δύναμις· παρὰ τὸ ἀλκῶ ἄλξω, ἀφ’ οὗ τὸ (Hes. th. 657)
ἀλκτὴρ ἀθανάτοιο ἀρῆς, γέγονεν ἀλκή, ὡς παρὰ τὸ ἕλκω ὁλκή, καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἀλκί,
5οἷον (Ε 299)·
ἀλκὶ πεποιθώς. ἢ ἀρκή τις οὖσα ἐπὶ βοηθείας· τὸ γὰρ ἀρκεῖν κυρίως τὸ βοηθεῖν σημαίνει. οὕτως Ὠρίων (27, 26). ἢ ἀπὸ τοῦ ἄλξ ἀλκός, ὡς πλάξ πλα‐ κός AB, Sym. 598, EM 876. Orio l. c. + *Methodius (?).

alpha

496

Ἄλκιμος (Ζ 522 ...)· παρὰ τὴν ἀλκὴν ἄλκιμος AB, Sym. 596, EM 880. *Methodius.

alpha

497

Ἀλκμάν· ὄνομα κύριον· παρὰ τὴν ἀλκὴν ἀλκάν καὶ
πλεονασμῷ τοῦ μ Ἀλκμάν. ἢ παρὰ τὴν ἀκμὴν ἀκμάν καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ Ἀλκμάν. ἢ παρὰ τὸ ἄλκιμος ἀλκιμάν καὶ ἐν συγκοπῇ Ἀλκμάν. κλίνεται δὲ Ἀλκμᾶνος. ζήτει δὲ εἰς τὸν ιεʹ κανόνα τῶν ἀρσενικῶν312
5ὀνομάτων Γεωργίου Χοιροβοσκοῦ (II 260) AB, Sym. 599, EM 882. *Methodius.

alpha

498

Ἀλκμάρες· τὸ ἀλεξητήριον· κατὰ πλεονασμὸν τοῦ μ ἀλκμάρες· ἀλκάρες γάρ ἐστι τὸ ἀλαλκοῦν, ὅ ἐστι βοηθοῦν τὴν ἀρὰν καὶ ἀπεῖργον τὴν βλάβην. οὕτως Μεθόδιος B, Sym. 600, EM 884.
Methodius.313

alpha

499

Ἀλκμήνη (Τ 99 ...)· παρὰ τὴν ἀλκὴν Ἀλκήνη, ὡς πύλη Πυλήνη, μέση Μεσήνη, καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ Ἀλκμήνη, ὡς Ἀλ‐ κάων Ἀλκμάων. ἢ παρὰ τὴν ἀκμὴν ἀκμήνη καὶ Ἀλκμήνη· οὐδὲν γὰρ ἔχομεν εἰπεῖν ἐπὶ τούτου πλέον· κύριον γάρ ἐστι τὸ ὑποκείμενον.
5οὐ δεῖ γὰρ ἐπὶ τῶν κυρίων ἐτυμολογίας λαμβάνειν. οὕτως Ἡρωδια‐ νὸς, Περὶ παθῶν (II 288, 3) AB, Sym. 601, EM 883. *Metho‐ dius + Hdn. l. c.

alpha

500

Ἀλκάος· ὃν γὰρ τρόπον οἱ Ἴωνες ἐκβάλλουσι τὸ ι τῶν κτητικῶν, ἤγουν τῆς ει διφθόγγου, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ οἱ Αἰο‐ λεῖς τῆς αι διφθόγγου ἐκβάλλουσιν τὸ ι, οἷον Θηβαῖος Θηβάος, ἀρχαῖος ἀρχάος, Ἀλκαῖος Ἀλκάος. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν
5(II 276, 26) AB, Sym. 602, EM 885. Hdn. l. c.

alpha

501

Ἀλκυών (Ι 563)· εἶδος ὀρνέου· παρὰ τὸ κύειν ἐν ἁλί, τουτέστιν ἐν θαλάσσῃ AB, Sym. 603, EM 886, Et. Gud. (d) α 261, An. Bekk. 378, 5. *Methodius (cf. etiam or. 13, 5; 612, 2 Werfer).

alpha

502

Ἀλκυονίς (Ap. Rh. 1, 1085)· λέγεται δὲ καὶ ὑποκοριστι‐ κῶς ἀλκυονίς· καί φασιν, ὅτι κύματος αὐτῆς ἀφανίζοντος τὰ ὠὰ καὶ ἐπὶ πολὺ οὔσης ἀτέκνου ὁ Ζεὺς ἐλεήσας αὐτὴν ὥρισεν ἡμέρας τινὰς εὐδιεινάς, ἃς λέγουσιν ἀλκυονίδας AB, EM 886, Et. Gud.
5(d) α 261 + (c) α 812, An. Bekk. 378, 5. *Methodius.

alpha

503

Ἀλκυόνην (Ι 562)· φερώνυμον τῆς Μαρπήσσης γυναι‐ κὸς τοῦ Μελεάγρου, οἷον (Ι 561—562)·
τὴν δὲ τότ’ ἐν μεγάροισι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
Ἀλκυόνην καλέεσκον.
314
5Κήυξ ὁ Φωσφόρου τοῦ ἀστέρος γήμας Ἀλκυόνην τὴν Αἰόλου μέγα φρονήσας ἐφ’ ἑαυτῷ θεὸς ἐβούλετο νομίζεσθαι, διόπερ ἥ τε γαμετὴ διὰ παντὸς ἐκάλει αὐτὸν Δία κἀκεῖνος Ἥραν. Ζεὺς δὲ ἀγανακτήσας μετέβαλεν αὐτοὺς εἰς ὄρνεα χωρὶς ἀλλήλων βιοῦντα, ἐκλήθη δὲ ἡ μὲν Ἀλκυόνη, ὁ δὲ Κήυξ. παρὰ δὲ τοῖς αἰγιαλοῖς τῆς ἀλκυόνος
10τικτούσης τὰ ἔγγονα αὐτῆς τὰ κύματα διέφθειρεν. Ζεὺς δὲ θεα‐ σάμενος αὐτὴν κλαίουσαν κατελεήσας ἐπέταξε τοῖς ἀνέμοις, καθ’ ὃν ἂν καιρὸν αὕτη τίκτῃ, μὴ πνεῖν μέχρι τεσσάρων καὶ δέκα ἡμερῶν. ὥσπερ οὖν ἡ Ἀλκυόνη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα ἐζήτει τὸν Κήυκα, οὕτως καὶ ἡ Μάρπησσα τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα τὸν Ἴδαν AB, Eust. 650, 38.
15*Comm. Hom.315

alpha

504

Ἀλκυδών· ἀλκυών, καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἀλκυδών. καὶ ἔστι μονῆρες· οὐδὲν γὰρ εἰς δων καθαρὸν λῆγον πλεονάζει τὸ δ, ἀλλὰ μόνον τοῦτο. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ παθῶν (II 285, 12) AB, EM 887. Hdn. l. c.

alpha

505

Ἀλλόκοτον (Ar. vesp. 47?)· τὸ ἀνόμοιον· ἀλλότοκον καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν ἀλλόκοτον. ἢ παρὰ τὸ ἀλλαχοῦ κεῖσθαι καὶ μὴ κατ’ αὐτὸ ὄν. ὡς τύπτω τύπτιλος καὶ πίτυλος, καὶ παρὰ τὸ σκέπω σκέπος καὶ πέσκος AB, Sym. 604, EM 898. *Methodius.

alpha

506

Ἀλλάσσω· παρὰ τὸ ἄλλος ἀλλάσσω. οὕτως Ἡρωδιανός (fr. novum) AB, Sym. 605, EM 891. Hdn.

alpha

507

Ἀλλοδαπής καὶ ἀλλοδαπός (Γ 48)· ἀλλοεθνής, ξένος, ὁ ἀπὸ ἄλλου δαπέδου, ἤγουν γῆς ὤν· δάπεδον γὰρ ἡ γῆ. ἡ χρῆσις
εἰς τὸ κατηφείη (Γ 51) B, Sym. 606, EM 897. *Comm. Hom.316

alpha

508

Ἀλλοπρόσαλλος (Ε 831, 889)· δίγνωμος, διπρόσω‐ πος, ἄλλοτε ἄλλον φιλῶν B, EM 896.

alpha

509

Ἄλλως· σημαίνει τὸ μάτην (Ar. ach. 114)·
ἄλλως ἄρ’ ἐξηπατώμεθα ὑπὸ τῶν πρέσβεων, Ἀριστοφάνης. παρὰ τὸ ἠλός, τὸ μάταιος, οἷον (Ο 128)·
μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας·
5παρὰ τὸ ἠλός ἠλῶν ἠλῶς ἐπίρρημα σημαῖνον τὸ ματαίως, καὶ διπλα‐ σιασμῷ τοῦ λ καὶ συστολῇ τοῦ η ἄλλως· εἰώθασι γὰρ οἱ Δωριεῖς διπλασιάζοντες τὰ ἀμετάβολα συστέλλειν τὰς ὑπερκειμένας συλλαβὰς εἴτε φωνῆεν ᾖ ἢ καὶ δίφθογγος. οὕτως Μεθόδιος. οἷον (ex ar. plut. 1098—1099)·
10
ἀλλ’ ἄλλως τὸ θυρίδιον † κλαυσιάων, Ἀριστοφάνης, ἀντὶ τοῦ ματαίως AB, Sym. 607, EM 903, Et.
Gud. (c) α 844. Methodius.317

alpha

510

Ἀλλότριος· ξένος· ἔστιν ἀλλοόριος καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλλόριος, ὁ ἄλλων ὁρίων ὑπάρχων, καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ ἀλ‐ λότριος. οὕτως Ὠρίων (18, 4) AB, Sym. 608, EM 899. Orio l. c.

alpha

511

Ἀλλ’ ἴθι (Α 32)· εἴρηται εἰς τὸ ἴθι (litt. λ s. v.) AB.

alpha

512

Ἀλλ’ ἤ (Ps. 1, 2)· σύνδεσμος διασαφητικός· ἐκ τοῦ ἀλλά συνδέσμου καὶ τοῦ ἤ διαζευκτικοῦ B, Sym. 609, EM 888. choe‐ rob. epim. ps. 30, 35.

alpha

513

Ἄλλος (Α 186 ...)· ἀπὸ τοῦ ἄλαλος κατὰ συγκοπὴν ἄλλος· ἀναιρετικὸν γάρ ἐστι τῶν ὡρισμένων, οἷον· «ἄλλος, οὐκ ἐγώ», «ἄλλος, οὐ σύ». ὅθεν γράφεται καὶ διὰ δύο λλ πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἑτέρου σημαινομένου· ἔστιν Ἄλος, πόλις Θεσσαλίας, καὶ γράφεται
5δι’ ἑνὸς λ πρὸς ἀντιδιαστολήν. ἰστέον, ὅτι τοῦ ἄλλος ἡ κλητικὴ οὐκ ἔστιν, οἷον ἄλλε· ἡ γὰρ φύσις τῆς κλήσεως μάχεται τῷ σημαινο‐ μένῳ τοῦ ὀνόματος· ἡ μὲν γὰρ κλητικὴ πρὸς παρόν ἐστι πρόσωπον
καὶ γνωριζόμενον, τὸ δὲ ἄλλος ἀγνοουμένου ἐστὶ καὶ ἀπόντος. ὁμοίως δὲ καὶ τὰ κλητικὰ τῶν πυσματικῶν, λέγω δὲ τοῦ τί〈σ〉 ποῖος πόσος,318
10ἐκλελοίπασιν, ἐπειδὴ τὰ πυσματικὰ περὶ ἀπόντων καὶ ἀγνοουμένων γίνονται προσώπων, αἱ δὲ κλητικαὶ παρόντων εἰσὶν ὑπ’ ὄψιν καὶ ἐγνωσμένων κλήσεις. εἰ τοίνυν τὸ πυσματικὸν εἰς κλητικὴν κλιθείη, ἅμα περὶ τοῦ αὐτοῦ ὡς ἀπόντος καὶ παρόντος λέξει, ἀπόντος μὲν διὰ τὴν τοῦ πυσματικοῦ φύσιν, παρόντος δὲ διὰ τὴν κλῆσιν. τοῦτο δὲ
15ἀδύνατον· οὐ γὰρ ἐνδέχεται τὸ αὐτὸ πρόσωπον καὶ ὡς παρὸν καλεῖν καὶ ὡς ἀπὸν ζητεῖν διὰ τοῦ πυσματικοῦ. οὕτως Ζηνόβιος (fr. II 2
Schoemann) AB, Sym. 610, EM 892. Zenobius l. c.319

alpha

514

Ἀλλά (Hes. th. 35)· Ἡσίοδος ἐν † Ἔργοις καὶ Ἡμέ‐ ραις † (Th. 35—37)·
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
5
ὑμνεῦσι, τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου. σχόλιον· ἀλλὰ τί μοι ταῦτα, ὥσπερ ἄκαιρος αὐτῷ ἡ ὁμιλία ἦν, ἤρξατο λέγειν, ὅτι ἔδωκάν μοι αἱ Μοῦσαι καὶ τὰ ἄλλα, τί μοι ταῦτα τὰ ῥή‐ ματα ὡς τὰ περὶ δρυὸς ἢ περὶ πέτρης, τουτέστιν τί μοι χρεία ἀρχαιο‐ λογεῖν; τὸ τύνη Δωρικῶς πρὸς ἑαυτόν, τὸ δὲ ταί ἀντὶ τοῦ αἵτινες,
10πτῶσις ἀντὶ πτώσεως AB, Schol. Hes. th.320

alpha

515

Ἄλλιξ (Call. fr. 253, 11)· σημαίνει δὲ κατὰ Θετταλοὺς τὴν χλαμύδα· Καλλίμαχος (l. c.)·
ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐπεργομένην ἐνέτῃσιν. ἀλλάσσω ἄλλαξ καὶ ἄλλιξ AB, Sym. 611, EM 902. *Methodius.

alpha

516

Ἄλλεται (Λ 192, 207)·
εἰς ἵππους ἄλλεται. ψιλοῦται, εἴτε ἐπὶ τοῦ ἐκκλίνειν τάσσεται, ὥς φησιν ὁ Ἀσκαλωνίτης (P. 51 Baege), εἴτε ἐπὶ τοῦ συστραφῆναι, ᾧ καὶ μᾶλλον συγκατα‐
5τίθεμαι. ἔστι δὲ δεύτερος ἀόριστος· ἔστιν ἀλῶ, τὸ πλανῶ, ὅπερ ψιλοῦται, ὁ δεύτερος ἀόριστος ἦλον, τὸ δεύτερον ἦλες, τὸ τρίτον ἦλε, καὶ τὸ πρῶτον τῶν πληθυντικῶν ἄλομεν καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄλεν (Χ 12)·
οἱ δή τοι εἰς ἄστυ ἄλεν,
10καὶ ἡ μετοχὴ ἀλείς, ὡς φανείς (Φ 534)·
αὐτὰρ ἐπεί κ’ ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες. τούτου τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀλῶμαι, ἐὰν ἀλῆται. συστολὴ οὖν ἐγέ‐ νετο καὶ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἄλλεται. οὕτως εὗρον ἐν Ὑπομνή‐
μασιν Ἰλιάδος AB, Sym. 506, EM 788 + 789. *Comm. Hom.322

alpha

517

Ἅλμενος (Ο 571)·
εἴ τινά που Τρώων ἐξάλμενος· ἐξαλόμενος, καὶ κατὰ συγκοπὴν ἐξάλμενος. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν (fr. novum) AB, Sym. 612, EM 913. Hdn.

alpha

518

Ἄλλυδις (Λ 486)·
Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, ἀντὶ τοῦ ἄλλος ἄλλῃ AB, Sym. 613, EM 910. *Comm. Hom.

alpha

519

Ἁλμυρόν (δ 511)·
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ. ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός, οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἅλμη ἁλμηρός καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς τὸ υ ἁλμυρός,
5ὡς τηρός τυρός. ἢ κυρίως τίθεται ἡ λέξις ἐπὶ τῶν εἰς ἅλα μυρομένων ποταμῶν, ὅ ἐστιν ἐκχεομένων, ὥστε οὐ τροπῇ κατὰ Ἀπολλώνιον (II 3, 29, 30). οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 614, EM 912, Et. Gud. (c) α 847. Methodius.

alpha

520

Ἄλμα (Lycophr. 319)· τὸ ἄλσος· Λυκόφρων (l. c.)·
ἵν’ ἄλμα πάππου καὶ χαμευνάδος διπλοῖ. λέγεται καὶ ὁ κλάδος παρὰ τοῖς Αἰολεῦσι. γίνεται παρὰ τὸ ἄλδω, τὸ
αὐξάνω, ἐξ οὗ τὸ παράγωγον αὐτοῦ ἀλδάνω, οἷον (ς 70, ω 368)·324
5
μέλε’ ἤλδανε ποιμένι λαῶν, ὁ παρακείμενος παθητικὸς ἦλμαι, τὸ δεύτερον ἦλσαι, τὸ τρίτον ἦλται, καὶ ῥηματικὸν ὄνομα ἄλμα, τὸ αὐξανόμενον τοῖς φυτοῖς, καὶ ὁ κλά‐ δος δὲ ἀπ’ αὐτοῦ ὁ αὐξανόμενος. οὕτως Ὠρίων. ἀφ’ οὗ καὶ ἄλσος, τὸ εὐαξὲς χωρίον· παρὰ τὸ ἄλδω ἄλσω ἄλσος AB, Sym. 615, EM
10914. Orio.

alpha

521

Ἅλμη (ε 53)· παρὰ τὴν ἁλός γενικὴν γίνεται ἅλιμος καὶ τὸ θηλυκὸν ἁλίμη καὶ κατὰ συγκοπὴν ἅλμη. ἢ παρὰ τὴν ἁλός ἅλη καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ ἅλμη. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 616, EM 911, Eust. 1505, 60. Orio.326

alpha

522

Ἄλξ· ἡ δύναμις· ἀπὸ τῶν εἰς κη ληγόντων θηλυκῶν κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ η καὶ τροπῇ τοῦ προκειμένου κ εἰς ξ γίνεται, ὡς φοινίκη φοῖνιξ, φρίκη φρίξ, κρόκη κρόξ, πυκνή Πνύξ, τὸ ἐν Ἀθή‐ ναις βουλευτήριον· ἀλκή, ἄρσει τοῦ η καὶ τροπῇ ἄλξ. οὕτως Με‐
5θόδιος AB, Sym. 617, EM 915. Methodius.

alpha

523

Ἀλογήσει (Ο 162)· λόγον οὐ ποιήσει, καταφρονήσει (l. c.)· εἰ δέ μοι οὐκ † ἐπέεσι ἐπιπείσεται ἀλλ’ ἀλογήσει
AB, Sym. 618, EM 916. *Comm. Hom.327

alpha

524

Ἀλοιμός (Soph. fr. 69)· τὰς χρίσεις καὶ τὰς ἐπαλεί‐ ψεις ἀλοιμοὺς ἔλεγον· Σοφοκλῆς (l. c.)·
μαριεὺς ἀλοιμός, ἡ ἐπάνω 〈τῆσ〉 τοῦ θαλάμου γανώσεως ἐνιεῖσα ἐπάλειψις καθαπερανεὶ
5πετάλωσις οὖσα ἐν αὐτῷ. ἐγὼ οὖν ὡς λείπω λοιμός, οὕτως ἀλείφω ἀλοιμός. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 619, EM 917. Orio.

alpha

525

Ἀλοιτός (Lycophr. 136)· ὁ ἁμαρτωλός· παρὰ τὸ ἀλιτῶ ἀλιτός καὶ ἐπενθέσει τοῦ ο ἀλοιτός. ἢ ὁ ἀνδροφόνος· παρὰ τὸ ἀλοιᾶν, τὸ τύπτειν, ἔνθεν πατραλοίας. Μεθόδιος AB, Sym. 620, EM 919, Et. Gud. (c) α 813. Methodius.

alpha

526

Ἀλοία (Ι 568)· ἔτυπτεν· παρὰ τὸ ἀλοιῶ, ὅθεν καὶ πατρ‐ αλοίας, οἱ τὸν πατέρα τύπτων AB, Sym. 621, EM 918. *Comm. Hom.328

alpha

527

Ἄλοξ (Eur. Phoen. 18)· ἡ αὖλαξ, οἷον (l. c.)·
μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίᾳ· παρὰ τὸ αὖλαξ ἐλλείψει τοῦ υ καὶ τροπῇ τοῦ α ἄλοξ. Μεθόδιος AB, Sym. 622, EM 923. Methodius.

alpha

528

Ἀλόπη (Β 682)· χώρα, ἡ καλουμένη Λυκία, πρὸς τῇ Ἐφέσῳ· ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ παραλίᾳ αὐτῆς πρῶτον αὐτομάτως ἅλας πηχθῆναι. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 623, EM 924. Methodius.329

alpha

529

Ἄλος (Β 682)· πόλις Θεσσαλίας· ἀπὸ τῆς Ἀθάμαντος ἄλης περὶ τοὺς τόπους γενομένης ἐκείνους, καὶ ὑπ’ αὐτοῦ κτισθεῖσα. λέγεται δὲ καὶ ἀρσενικῶς. οὕτως Μεθόδιος AB, EM 925. Me‐ thodius.

alpha

530

Ἁλοσύδνη· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς θαλάσσης· Ὅμηρος (δ 404)·
νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης· λέγεται δὲ καὶ ἐπιθετικῶς ἐπὶ τῶν φωκῶν, γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἁλός
5καὶ τὸ δύνω ἁλοσδύνη καὶ κατὰ μετάθεσιν ἁλοσύδνη, ἡ κατὰ τῆς ἁλὸς δύνουσα· ἢ παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ σεύεσθαι. ἐπὶ δὲ τῆς θαλάσσης παρὰ τὴν ἁλός γενικὴν ἁλόσυνος καὶ τὸ θηλυκὸν ἁλοσύνη, ὡς παρὰ τὸ γηθόσυνος γηθοσύνη, καὶ ἁλοσύδνη κατὰ πλεονασμὸν τοῦ δ. οὕτως
Ὠρίων. (Υ 207)·330
10
μητρός τ’ ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης AB, Sym. 624, EM 926, Et. Gud. (c) α 857. Orio.

alpha

531

Ἁλὸς ἄχνη (Δ 426)· τὸ χορτῶδες τῆς θαλάσσης ἀπό‐ βλημα, τὸν ἀφρόν, ὅπερ καὶ φύκιον λέγεται. εἴρηται εἰς τὸ ἄχνη (α 1520) ἡ ἐτυμολογία AB, EM 927. *Orio.

alpha

532

Ἀλλοδαπός (Ω 382)· ξένος (Ω 381—382)·
ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, ἵνα τοι τάδε περ σόα μίμνῃ AB, Sym. 625. *Comm. Hom.

alpha

533

Ἁλουργίς (Ar. eq. 967 ...)· ἐκ τοῦ ἅλς ἁλός καὶ † τὸ ἔργον· ἡ ἀπὸ θαλασσίου κόχλου γινομένη καὶ ἐργαζομένη, ἡ λεγο‐ μένη πορφύρα AB, Sym. 626, EM 928. Epim. var. in An. Ox. II, 344, 5.331

alpha

534

Ἄλοχος (Β 700)· γυνή· κυρίως ἡ ἐκ παρθενίας ἑτέρου λέχους ἄπειρος. ἤ ἐστι λέχος, ἡ κοίτη, καὶ λόχος καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ ὁμοῦ ἢ ἅμα γίνεται ἄλοχος, οἱονεὶ † ὁμόλοχός τις οὖσα, ἡ μετέχουσα τῆς κοίτης τοῦ ἀνδρός. οὕτως Ὠρίων AB,
5Sym. 627, EM 929. Orio. 〈Ἄλογοι (Dinarch. fr. 108 Baiter—Sauppe): Sym. 555, EM 930. Lex. rhet.〉

alpha

535

Ἄλπια· ὄρος τῆς Κελτικῆς· καὶ πληθυντικῶς. λέγεται ἀπό τινος Ἄλπιδος ὑπὸ τοὺς τόπους ἀνῃρημένου. ἢ διὰ τὸ πλῆθος τῆς λευκῆς χιόνος Ἄλπις ἐκλήθη τὰ ὄρη. ἢ παρὰ τὸ ἄλτον, ὅ ἐστιν ὑψηλόν, Ἄλτις κεκλῆσθαι. λέγεται δὲ καὶ πληθυντικῶς Ἄλπεια
5AB, EM 942. *Orus.332

alpha

536

Ἄλπιος (Dion. perieg. 295)· Ἄλπιον, ὄρος μέγα τῆς Εὐρώπης, ἀφ’ οὗ ῥεῖ ὁ Ἴστρος, καὶ ἄλλο δυτικώτερον, ἀφ’ οὗ ῥεῖ ὁ Ῥῆνος ποταμός. † Ἄλπιος δὲ λέγεται ἀπό τινος Ἄλπιδος ὑπὸ τοὺς τόπους ἀνῃρημένου. ἢ παρὰ τὸ ἄλτον, ὅ ἐστιν ὑψηλόν, Ἄλτις
5κεκλῆσθαι· Διονύσιος ἐν Περιηγήσει, οἷον (l. c.)·
τῆσδε πρὸς ἀντολίην διαφαίνεται Ἄλπιος ἀρχή AB, Sym. 628, EM 943. *Orus.

alpha

537

Ἄλσος· τὸ σύμφυτον χωρίον· παρὰ τὸ ἄλδω ἄλσω ἄλσος. ἢ ἀπὸ τοῦ ἄρδω, ὁ μέλλων ἄρσω, ἐξ αὐτοῦ ἄλσος. ἄλδω, τὸ αὐξάνω, παράγωγον ἀλδάνω, ὡς αὐξάνω, καὶ ὡς ἀπὸ περισπωμένων ἀλδήσω καὶ ἀλδήσκω, οἷον (Ψ 599)·
5
ληΐου ἀλδήσκοντος. ἢ παρὰ τὸ ἄλλω τὸ ἀλλόμενον, ἄλλος καὶ διὰ τὴν συνέμπτωσιν τὴν
πρὸς τὸ ἄλλος γίνεται ἄλσος κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ς. Μεθόδιος AB, Sym. 629, EM 944, Eust. 1564, 7 al. Methodius.334

alpha

538

Ἅλς· ἡ θάλασσα· παρὰ τὸ ἁλές, τὸ συνεστραμμένον καὶ ἠθροισμένον· Καλλίμαχος (fr. 191, 9)·
εἰς τὸ † πρὸς τεῖχον † ἱρὸν ἅλεες δεῦτε· καὶ τὸ ἅλις, τὸ σημαῖνον τὸ ἀρκοῦν, καὶ τὸ ἁλείς, τὸ συστραφείς.
5ἅλς οὖν τὸ συστραφὲν καὶ συνεστραμμένον ὕδωρ. ἰστέον δέ, ὅτε μέν ἐστι θηλυκόν, δηλοῖ τὴν θάλασσαν καὶ ἕως τῶν ἑνικῶν κλίνεται μόνον· † οὐχὶ μία ἐστὶν ἡ θάλασσα, ἀλλὰ πολλαί εἰσιν θάλασσαι,
οἷον ἡ Νεκρὰ καὶ ἡ Ἐρυθρὰ καὶ ἄλλαι, ἀλλ’ ὅτι ἐν χρήσει οὐχ εὕ‐ ρηται αὐτῆς οὔ〈τε〉 δυϊκὸν οὔτε πληθυντικόν. ὅτε δὲ τὸ ἁλμυρὸν335
10δηλοῖ, ὅπερ ἐν τῇ συνηθείᾳ οὐδετέρως ἅλας φαμέν, ἀρσενικῶς λέ‐ γεται καὶ δι’ ὅλου κλίνεται. ζήτει δὲ καὶ περὶ τούτου πλατικώτερον εἰς τὸν ιηʹ κανόνα τῶν ἀρσενικῶν Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ (in Theod. I 258, 35) AB, Sym. 630, EM 945, Et. Gud. (c) α 855. Choerob. l. c.

alpha

539

Ἆλτο (Γ 29 ...)· καθήλατο· ἥλατο, καὶ (l. c.)
ἆλτο χαμᾶζε. ἡ χρῆσις εἰς τὸ χαμᾶζε AB, Sym. 631, EM 946. *Comm. Hom.

alpha

540

Ἁλτὴρ καὶ ἁλτῆρες· κατασκεύασμά τι ἀπὸ μολύβδου, ᾧ κέχρηνται οἱ σωμασκοῦντες ἐν ταῖς γυμνασίαις· παρὰ τὸ ἅλλομαι· βαστάζοντες γὰρ αὐτοὺς καὶ περιφέροντες ἥλ〈λ〉οντο ἐν τῷ γυμνά‐ ζεσθαι. οὕτως Μεθόδιος. ὁ δὲ Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ Ῥωμαίων δια‐
5λέκτου ἀντὶ τοῦ ἀρτήρ τροπῇ τοῦ ρ εἰς τὸ λ AB, EM 947. Metho‐ dius + *Orio.

alpha

541

Ἀλυκρόν (Call. fr. 270)· ἀντὶ τοῦ θαλυκρόν, οἷον (Call.
fr. 736)·
†ἀπάντη πάντα θαλυκρὸς ἐγώ, εἶτα (fr. 270)·
336
5
γέντο δ’ ἀλυκρά, ἔνδεια, καὶ διὰ τοῦ θ καὶ χωρὶς τοῦ θ. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ
παθῶν καὶ Ὠρίων AB, EM 949. Hdn. + Orio.337

alpha

542

Ἀλυκτέων· ἄλλο οὖν ἐστι παράδειγμα ὁ κίρκος, ἄλλο οὖν ἐστι τὸ ἀλυκτέων. τὸ ὑλακτέων ἀλυκτέων· οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν AB, EM 950. Hdn.

alpha

543

Ἀλυίω· ἰστέον, ὅτι τοῦ ὀπυίω καὶ ἀλυίω καὶ τῶν παρα‐ πλησίων ἐκλελοίπασιν οἱ χρόνοι οἱ διὰ συμφώνου γινόμενοι· οὐ‐ δέποτε γὰρ μετὰ τὴν υι δίφθογγον σύμφωνον ἐπιφέρεται, οἷον αἴθυια Ἅρπυια μυῖα. οὕτως Ζηνόβιος AB, EM 962. Zenobius (cf. p. 6,
53 sqq. La Roche).

alpha

544

Ἀλύσκω· ἰστέον, ὅτι τὸ ἀλύσκω οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ ἀλύω· τὸ μὲν γὰρ ἀλύω ἢ τὸ ἀδημονῶ σημαίνει καὶ ἀπορῶ ἀπὸ τοῦ λύσιν μὴ ἔχειν ἢ τὸ χαίρω, τὸ δὲ ἀλύσκειν τὸ ἐκκλίνειν καὶ ἀποφεύγειν δηλοῖ. καὶ μήποτε δύναται παράγωγον εἶναι ἐκ τοῦ λύω, τοῦ α
5κατὰ πλεονασμὸν ἢ κατὰ ἐπαύξησιν λαμβανομένου. ὁ μέλλων ἀλύσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀλύσκω, ὡς μεθύω μεθύσω μεθύσκω. ἀλύ‐ σκειν οὖν τὸ οἱονεὶ λελύσθαι. οὕτως Ζηνόβιος (fr. I 10 Schoemann) AB, Sym. 634, EM 961. Zenobius l. c.

alpha

545

Ἅλυς (Ap. Rh. 2, 366)· οἷον (l. c. 366—367)
ἀκτῇ ἐπὶ προβλῆτι ῥοαὶ Ἅλυος ποταμοῖο
δεινὸν ἐρεύ〈γ〉ονται μετὰ τὸν δ’ ἀγχίρροος Ἶρις. Ἅλυς ποταμὸς Παφλαγονίας, Ἶριν δὲ αὐτὸν λέγει Καλλίμαχος (fr.
338
5501). εἴρηται δὲ Ἅλυς, οἱονεὶ ἄλης τις ὢν καὶ πλανήτης, πολλὴν γὰρ διοδεύει γῆν· τροπῇ τοῦ η εἰς υ, ὡς τηρός τυρός. οὕτως Ἀπολ‐ λώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά AB, Sym. 632, EM 959, Et. Gud. (c) α 871. Schol. Ap. Rh.

alpha

546

Ἀλυκτοπέδῃσι· (Hes. th. 520—527) ταύτην γάρ οἱ μοῖραν ἐδάσσατο μητίετα Ζεύς. δῆσε δ’ ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα ποικιλόβουλον δεσμοῖς ἀργαλέοισι, μέσον διὰ κίον’ ἐλάσσας·
5καί οἱ ἐπ’ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον· αὐτὰρ ὅ γ’ ἦπαρ ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ’ ἀέξατο ἶσον πάντοθεν νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδυ τανυσίπτερος 〈ὄρνισ〉 τὸν μὲν ἄρ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς Ἡρακλέης ἔκτεινε, κακὴν δ’ ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκε.339
10κίονα λέγει τὰ Καυ〈κά〉σια ὄρη. 〈***〉 ἤτοι διὰ μέσου κίονος δήσας τὸν Προμηθέα, ἢ ἀναγωγικῶς † λέγουσιν, ὅτι ἡ ἄγνοια ἀπὸ τοῦ σώματός ἐστιν ὁ κίων. ἧπαρ δὲ τὴν κίνησιν τοῦ λογισμοῦ. νυκτὸς ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδυ τανυσίπτερος, ἐπειδὴ ἐν ἡμέρᾳ ἐλαττοῦται τὸ προνοητικὸν διὰ τοὺς συντυγχάνοντας καὶ ποιοῦντας θυμωθῆναι.
15τὸν μὲν ἄρ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱός· τὸν ἥλιον † λέ‐ γουσιν εἶναι 〈αἴτιον〉 τῆς ἀναιρέσεως τοῦ ζῴου τούτου, ὃν καὶ Ἡρακλέα καλοῦσιν. ὅταν, φησίν, ἀποθάνῃ τις, τότ’ ἀπαλλάσσεται μερίμνης. οὕτως Ἡσίοδος ἐν Θεογονίᾳ. Ἀπολλώνιος δὲ ὁ τὰ Ἀργο‐ ναυτικά (2, 1246, 1248—1250)·
20
καὶ δὴ νισσομένοισι μυχὸς διεφαίνετο πόντου
ἠλιβάτοιο, τόθι γυῖα περὶ στυφελοῖσι πάγοισιν
ἰλλόμενος χαλκῇσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεὺς
αἰετὸν ἥπατι φέρβεν παλιμπετὲς ἀΐσσοντα. ἀλυτοπέδαις πλεονασμῷ τοῦ κ, τουτέστιν δεσμοῖς, ὧν οὐκ ἔστι λυ‐
25θῆναι. ἰστέον, ὅτι ἧπαρ λέγεται παρὰ πολλοῖς ἡ εὔκαρπος γῆ· Ἀετὸς δὲ ποταμὸς τῆς χώρας Προμηθέως, ὃς ὀξέως κατιὼν ἄφνω ἥρπαζε τὴν γῆν πᾶσαν τῶν ἀγρῶν Προμηθέωσ καὶ ἐδαπάνα. τοῦτόν ποτε Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διορύξας δι’ ἑτέρων τόπων ἐξωχέτευσεν καὶ ἀπέτρεψεν· καὶ ἔμεινεν ὁ μῦθος, ὡς Ἡρακλῆς τὸν ἀετὸν ἐκώλυσεν340
30τοξεύσας τοῦ τὸ ἧπαρ ἐσθίειν Προμηθέως AB, Sym. 634, EM 951. Schol. Hes. th. + Schol. Ap. Rh.

alpha

547

Ἁλυκός (Ar. lys. 403)· παρὰ τὴν ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός τροπῇ τοῦ ι εἰς υ, ὡς τριφάλεια τρυφάλεια. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 635, EM 948. Methodius.

alpha

548

Ἅλυσις (Eur. Or. 984)· ἡ ἐκ χαλκοῦ ἢ σιδήρου ἢ ἀργύ‐ ρου ἢ χρυσοῦ περιπεπλεγμένη σειρά. Ὅμηρος δὲ αὐτὴν σειρὰν καλεῖ, οἷον (Θ 19)·
σειρὴν χρυσείην.
5Εὐριπίδης δὲ ἅλυσιν (l. c.), ὅτι ἄλυτός ἐστιν, ἢ ὅτι ἄλλη ἄλλης ἐξήρτηται. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 636, EM 958, Et. Gud.
(c) α 872. Methodius.341

alpha

549

Ἀλύσσω (Χ 70)· τὸ ἀδημονῶ· Ὅμηρος (l. c.)·
†οὐκ ἐμὸν αἷμα πίνοντες ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ. παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλύσσω, ὡς ὀρύσσω, ἐξ οὗ καὶ ἄλυς, ἡ πλάνη τῆς δια‐ νοίας. ἢ παρὰ τὴν λύσσαν. καὶ ἔστι τὸ λύσσω βαρύτονον, ὡς νύσσω,
5παρ’ Ὁμήρῳ λύσσοντες καὶ ἐν ἐπιτάσει ἀλύσσοντες. ἢ παρὰ τὸ λυσσῶ περισπώμενον ἐντελὲς λυσσάω, ὡς ἐλῶ ἐλάω, λυσσάοντες, καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ α ἀλύσσοντες. Μεθόδιος AB, Sym. 637, EM 955, eust. 1257, 37. Methodius.

alpha

550

Ἀλύξαι (Θ 243)· τὸ ἐκκλίναι· ἀπὸ τοῦ ἀλύσκω. ἢ ἀπὸ τοῦ λύω ἀλύω, τοῦ α ἢ πλεονάσαντος ἢ κατ’ ἐπίτασιν. ἀλύω οὖν ἀλύσσω, ὁ μέλλων ἀλύξω ἤλυξα καὶ ἀλύξαι (l. c.)·
αὐτοῦς δή περ ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι·
5αὐτοὺς δή ἀντὶ τοῦ ἡμᾶς αὐτούς AB, Sym. 632, EM 954. *Me‐ thodius (?).

alpha

551

Ἀλυτάρχης· ὁ τῆς ἐν τῷ Ὀλυμπιακῷ ἀγῶνι εὐκοσμίας ἄρχων. Ἠλεῖοι γὰρ τοὺς ῥαβδοφόρους ἢ μαστιγοφόρους παρὰ τοῖς ἄλλοις καλουμένους ἀλύτας καλοῦσι, καὶ τὸν τούτων ἄρχοντα ἀλυτ‐ άρχην. Ἡδύλος δὲ εἰς τὰ Ἐπιγράμματα Καλλιμάχου (Τ 45 Pfeif‐
5fer) διὰ τῶν δύο λλ ὀνομάζει τοὺς ἀλύτας ἀλλύτας. οὕτως Μεθόδιος AB, EM 960. Methodius.

alpha

552

Ἀλυσκάζειν (Ζ 443 ...)· τὸ φεύγειν· παρὰ τὴν ἄλην, τὴν πλάνην· οἱ γὰρ φεύγοντες πλανῶνται AB, EM 956. Orio 6, 13.

alpha

553

Ἀλύειν (ς 333)· δηλοῖ τὸ δυσφορεῖν καὶ λυπεῖσθαι, δηλοῖ
δὲ καὶ τὸ χαίρειν (l. c.)·
ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην; γίνεται δὲ τὸ μὲν πρῶτον παρὰ τὸ λύω, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
342
5α ἀλύω, ἵν’ ᾖ τὸ μὴ λύσιν εὑρίσκειν τῶν κακῶν. ἢ παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶ, γίνεται ἀλύω, ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω· οἱ γὰρ λυπούμενοι ἐν πλάνῃ εἰσίν. τὸ δὲ δεύτερον γίνεται μὲν καὶ αὐτὸ παρὰ τὸ ἀλῶ, τὸ πλανῶ, ἀλύω· πλανῶνται γὰρ καὶ τῶν χαιρόντων αἱ ψυχαί. ἢ παρὰ τὸ ἄγαν λελύσθαι καὶ διακεχύσθαι αὐτήν AB,
10Sym. 638, EM 963, Et. Gud. (c) α 868. Orio 6, 15; 176, 4 Koes.

alpha

554

Ἀλφειός (γ 489, ο 187)· ὁ ἐν Ἤλιδι ποταμός· παρὰ τὸ τοὺς ἀλφοὺς θεραπεύειν. ἢ παρὰ τὸ ἄλφειν, ὅ ἐστι θεραπεύειν καὶ ὠφελεῖν· ὠφέλιμον γὰρ αὐτοῦ τὸ ὕδωρ. Μεθόδιος AB, Sym. 639, EM 965, Et. Gud. (c) α 875, Eust. 881, 11. Methodius.

alpha

555

Ἄλφιτα (Λ 640)·
ἐπὶ δ’ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν. παρὰ τὸ ἀλφαίνειν, ἡ πρῶτον εὑρεθεῖσα τροφή. ἢ ἀλήφατά τινα ὄντα, τὰ ἀληλεσμένα, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ὅλων, ἀλήφατα ἄλφιτα
344
5AB, Sym. 640, EM 969, eust, 868, 41. *Methodius.

alpha

556

Ἀλφός (Hes. fr. 133, 4)· παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν· τὸ γὰρ ἐναλλάσσειν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἀλφαίνειν ἐλέγετο. σημαίνει δὲ τὸ πάθος, ἀλλόφως τις ὤν, ὁ ἀλλοιοφανὲς τὸ χρῶμα ποιῶν. λέγε‐ ται γὰρ τὸ ἀλλοῖον καὶ ἕτερον, καὶ ἐπὶ τῶν ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐξηλ‐
5λαγμένων. Μεθόδιος AB, Sym. 641, EM 964, Et. Gud (c) α 876. Methodius.

alpha

557

Ἀλφηστής· ὁ εὑρετικός· οἱ μὲν γὰρ ἐπίθετον τοῦ ἀν‐
θρώπου, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. παρὰ τὸ ἄλφειν, τὸ εὑρίσκειν· μόνος γὰρ ὁ ἄνθρωπος εὑρετικός. ἐξ οὗ ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀλφηστῶν καὶ (ζ 8)345
5
ἀλφηστάων· ὅθεν καὶ ἄλφα τὸ στοιχεῖον ὠνόμασται, παρὰ τὸ ἄλφω, τὸ εὑρίσκω· πρῶτον γὰρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη. ἢ ἀπὸ τοῦ κατὰ ἀμοι‐ βὰς πολιτεύεσθαι· ἄλφειν γὰρ τὸ ἀμείβειν, ὅθεν καὶ (S 593)
ἀλφεσίβοιαι
10AB, Sym. 642, EM 967, Et. Gud. (c) α 882, Eust. 1224, 44; 1422, 33; 1788, 34. *Methodius.

alpha

558

Ἀλφησταί· Σώφρων εἰς Ἀνδρείους Μίμους (fr. 63 kaibel)·
καταπυγοτέραν ἀλφηστᾶν. Ἀπολλόδωρος δέ φησιν (FGH 244 f 214)· «ἰχθῦς τινες οἱ ἀλφη‐
5σταί, τὸ μὲν ὅλον κιρροειδεῖς, πορφυρίζοντες κατά τινα μέρη. φασὶ δὲ αὐτοὺς ἁλίσκεσθαι σύνδυο· καὶ φαίνεσθαι τὸν ἕτερον ἐπὶ τοῦ ἑτέ‐ ρου κατ’ οὐρὰν ἑπόμενον. ἀπὸ γοῦν τοῦ κατὰ τὴν πυγὴν ἑτέρῳ τὸν ἕτερον ἐπακολουθεῖν τῶν ἀρχαίων τινὲς τοὺς ἀκρατεῖς καὶ κατα‐ φερεῖς οὕτω λέγουσιν.» AB, EM 967.

alpha

559

Ἀλφεσίβοιαι· ἔστι δὲ κύριον παρὰ Θεοκρίτῳ (id. 3, 45) καὶ ἐπίθετον παρὰ τῷ ποιητῇ, οἷον (S 593)·
παρθένοι ἀλφεσίβοιαι, αἱ παρθένοι, αἱ βόας ἐφ’ ἑαυτὰς εὑρίσκουσαι τῷ τοὺς πατέρας τοὺς
346
5ἄνδρας † ἀλλασσομένους ὑπὲρ αὐτῶν. ἔστιν οὖν ἄλφω, τὸ εὑρίσκω καὶ ἀμείβω, καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἀλφόβοιαι· πολλάκις δὲ τὸ ο ἐν
ταῖς συνθέσεσιν εἰς ε μεταβάλλεται καὶ τὴν σι συλλαβὴν προσλαμ‐ βάνει, οἷον ἑλκόπεπλος ἑλκεσίπεπλος, Πρωτόλαος Πρωτεσίλαος, πηγόμαλλος πηγεσίμαλλος· οὕτως οὖν ἀλφόβοιαι καὶ ἀλφεσίβοιαι.347
10Μεθόδιος AB, Sym. 643, EM 968. Methodius.

alpha

560

Ἀλφίτου ἀκτήν (Λ 631)· τὸ ἀλφίτου ἀκτή κατὰ ἀφαίρεσιν εἰρῆσθαι· εἶναι γὰρ μακτήν. οἱ δέ φασιν, ὅτι ἀλφίτου ἀκτὴν εἰρῆσθαι, ὅτι ἄκρον ἐκάλουν τὸν καρπόν, ἔνθεν καὶ ἀκρόδρυα. ἢ ὅτι ὥσπερ ὁ εἰς θάλασσαν καθήκων τόπος ἔσχατος ὢν τῆς ἠπείρου
5ἀκτὴ λέγεται, οὕτως καὶ τὸ ἔσχατον τοῦ ἀλεύρου εἶναι προπονη‐ θέντων εἰς τὸν καρπόν. ἢ ἀπὸ τοῦ ᾄσσεσθαι ὑπὸ τοῦ μύλου, καθάπερ καὶ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἐν τῷ αἰγιαλῷ, ὃς ἀκτὴ καλεῖται. οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ AB, Sym. 644, EM 970. *Orio.

alpha

561

Ἀλῶ (Β 667)· σημαίνει τὸ πλανῶ· τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι, ἀλώμενος ἡ μετοχή· παρὰ τὸ λῶ, ὅπερ ἀπὸ τοῦ θέλω γίνεται κατὰ ἀφαίρεσιν· τοῦτο τὸ λῶ γίνεται μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀλῶ· οἱ γὰρ πλανώμενοι ὧν οὐ θέλουσιν ἐπιτυγχάνουσιν. Μεθόδιος AB,
5Sym. 645, EM 971, Et. Gud. (c) α 894a. Methodius.

alpha

562

Ἁλῶ· τὸ συλλαμβάνω, ὅπερ Ὅμηρος ἁλώω ἔφη, οἷον (Λ 405)·
ἤ κεν ἁλώω· παράγεται δὲ ἀπὸ τούτου καὶ τὸ ἁλίσκω. εἴρηται παρὰ τὴν ἅλα,
348
5τὴν θάλασαν· ἀπὸ 〈τῶν〉 τοὺς κατὰ θάλατταν λαμβανομένους πρῶτον ἁλίσκεσθαι νομιζόντων. Μεθόδιος AB, Sym. 646, EM 972, Et. Gud. (c) α 894b. Methodius.

alpha

563

Ἁλώνητα· τὰ βάρβαρα ἀνδράποδα· τοὺς γὰρ ἅλας διδόντες τοῖς Θρᾳξὶν ὠνοῦντο ἀνδράποδα AB, Sym. 647, EM 979,
Et. Gud. (c) α 890. *Methodius.350

alpha

564

Ἀλωπεκία· τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ τῶν γενείων, ἀπὸ τῆς ἀλώπεκος ἡ μεταφορά· ἡ γὰρ ἀλώπηξ, τὸ ζῷον, ἔνθα ἂν οὐρήσῃ, τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι οὐ συγχωρεῖ.
5Μεθόδιος AB, Sym. 648, EM 984, Et. Gud. (c) α 880. Me‐ thodius.

alpha

565

Ἀλωπεκόν〈ν〉ησος· ὄνομα νήσου· ὅτι Ἀθηναίοις ἀποι‐ κίαν στελλομένοις ὁ θεὸς ἔχρησεν ἐκεῖ κατοικῆσαι, ἔνθα ἂν ἀλώπηξ φανῇ· καὶ ἐν τῇ νήσῳ φανείσης τῆς ἀλώπεκος ᾤκησαν. Μεθόδιος AB, EM 985. Methodius.

alpha

566

Ἁλωρῆται· τοὺς τὰς ἅλως φυλάττοντας οὕτως ὑπὸ Λυ‐ κίων καλεῖσθαι· ὠρεῖν γὰρ τὸ φυλάττειν AB, Sym. 649, EM 978. *Methodius.

alpha

567

Ἅλως· ἣ καὶ ἁλωή λέγεται· παρὰ τὴν τῶν ἀσταχύων ἀλοίη‐ σιν. ἢ παρὰ τὸ ἅλες, τὸ σημαῖνον τὸ ἄθροισμα· ἐκεῖ γὰρ συναθροί‐ ζονται οἱ στάχυες. ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ ἱκανῶς ἔχειν τοὺς καρπούς. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 650, EM 976. Methodius.

alpha

568

Ἅλωα (Call. fr. 255)· ἰστέον, ὅτι τὰ εἰς ως βαρύτονα
τὰ μὲν βραχείᾳ παραληγόμενα διὰ τοῦ τος κλίνονται, ἔρωτος Νέπω‐ τος (ἔστι δὲ ὄνομα ὄρους). τὰ δὲ μακρᾷ παραληγόμενα διὰ καθαροῦ τοῦ ος, Μίνως Μίνωος, ἥρως ἥρωος. σεσημείωται τὸ εἵλως εἵλω‐352
5τος, περὶ οὗ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι ἕλως ἐστὶ καὶ ἐκλίθη ἕλωτος ὡς βρα‐ χείᾳ παραληγόμενον, λοιπὸν ἐπλεόνασε τὸ ι· εἵλωτες δέ εἰσιν οἱ
περὶ τὴν Μεσσηνιακὴν οἰκοῦντες Πελοπόννησον. καὶ πῶς τὸ κάλως, ὃ σημαίνει τὸ σχοινίον, βαρύτονον ὂν καὶ βραχείᾳ παραληγόμενον οὐ κλίνεται διὰ τοῦ τος, ἀλλὰ διὰ καθαροῦ τοῦ ος, ὡς μαρτυρεῖ353
10Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικὰ εἰπὼν (2, 725)
κάλωες, ὥσπερ ἥρωες; οὐ γὰρ δυνάμεθα εἰπεῖν, ὅτι Ἀττική ἐστιν ἡ κλίσις· οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ς κλίνουσιν, οἷον ὁ κάλως τοῦ κάλω. ἔστιν οὖν εἰπεῖν, ὅτι οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ τοῦ κάλως τοῦ
15κάλωος κλίσις, ἀλλ’ ἐπέκτασις· ἔστι γὰρ ὁ κάλως τοῦ κάλω, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῆς ος συλλαβῆς κάλωος, ὥσπερ ἡ ἅλως τῆς ἅλω,
καὶ ἅλωος, ἐξ οὗ ἡ αἰτιατικὴ τὴν ἅλωα, ὥσπερ Καλλίμαχος ἐν τῇ † Ἑκάβῃ (fr. 255)·
δινομένην περὶ βουσὶν ἐμὴν ἐφύλαττον ἅλωα.
354
20σημαίνει δὲ καὶ τὸ νεφελῶδες τὸ περὶ τὴν σελήνην καὶ τὸν ἥλιον. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth. 376) AB, Sym, 651. EM 975. choe‐ rob. l. c.

alpha

569

Ἀλωήν (Ν 588)· τὸ σύμφυτον χωρίον καὶ σύνδενδρον ἢ καὶ ἁλωνίαι· παρὰ τὴν ἄλσιν, τὴν αὔξησιν. περὶ δὲ τῶν ἁλωνιῶν εἴρηται εἰς τὸ ἅλως (Et. Gen. α 570) AB, Sym. 652, EM 977.

alpha

570

Ἀλῳάς (Ε 499)· ἁλωνίας, οἱ τόποι ὅπου οἱ πυροὶ πατοῦν‐ ται. σημαίνει δὲ καὶ τὴν δενδροφόρον καὶ σύμφυτον γῆν. καὶ εἰ μὲν διὰ τοῦ ι γράφεται τὸ σημαῖνον τὴν ἅλωνα, ἀπὸ τοῦ ἀλοιῶ γέ‐ γονεν παρὰ τὴν τῶν ἀσταχύων ἀλοίησιν. εἰ δὲ ἄνευ τοῦ ι, παρὰ
5τὸ ἅλες, τὸ σημαῖνον τὸ ἄθροισμα· ἐκεῖ γὰρ συναθροίζονται οἱ στάχυες. ἢ παρὰ τὸ ἅλις, ὅ ἐστιν ἱκανῶς ἔχειν τοὺς καρπούς. ἐπὶ δὲ τοῦ συμφύτου τόπου παρὰ τὴν ἄλσιν, τὴν αὔξησιν· ἄλδω οὖν ἀλωή χωρὶς τοῦ ι AB, Sym. 652, EM 977, Eust. 575, 41; 772, 28; 948, 21; 1410, 11.

alpha

571

Ἀλώπηξ· κλίνεται ἀλώπεκος· σεσημείωται, ὅτι ἔτρεψεν τὸ η εἰς ε ἐν τῇ γενικῇ. καὶ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι τὰ εἰς ηξ θηλυκὰ οὐ φαίνεται παραληγόμενα τῷ ω, οἷον πήληξ ἡ περικεφαλαία, ἀντί‐ πηξ ἡ κιβωτός, ὕσπληξ ἡ ἀφετηρία τοῦ δρόμου. τὸ γὰρ σκώληξ
5παραληγόμενον τῷ ω οὐκ ἀντίκειται, ἐπεὶ ἀρσενικόν ἐστιν. ἐπεὶ οὖν τὸ ἀλώπηξ θηλυκόν ἐστι παραληγόμενον τῷ ω, εἰκότως ὡς παρ‐ αλλάξαν κατὰ τὴν παραλήγουσαν παρήλλαξε καὶ κατὰ τὴν κλίσιν. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (in Theod. 318, 23, 28) AB, Sym. 653, EM 983. Choerob. l. c.

alpha

572

Ἁλωτός· ληπτός, χειρωτός. εἴρηται περὶ τούτου εἰς τὸ δῶρον εἰς τὸ Δ στοιχεῖον (Et. Gen. s. v.). ἔστι δὲ ῥηματικόν
AB, Sym. 654, EM 973.355

alpha

573

Ἁλῴη (Ι 588 ...)· ἔχει τὸ ι ἐν τῇ παραληγούσῃ· ἔστι γὰρ ἐὰν ἁλῶ, ἐὰν ἁλῷς, ἐὰν ἁλῷ· καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ η γίνεται ἐὰν ἁλῴη, ὥσπερ ἐὰν στῶ, ἐὰν στῇς, ἐὰν στῇ καὶ ἐὰν στῄη, οἷον (Ε 598)·
5
στῄη ἐπ’ ὠκυρόῳ ποταμῷ, καὶ ἐὰν φῶ, ἐὰν φῇς, ἐὰν φῇ καὶ ἐὰν φῄη· Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ (λ 128, ψ 275)·
φῄη ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, σημαίνει δὲ ἀθηρηλοιγὸν τὸ πτυάριον. δύναται δὲ καὶ τὸ ἐὰν ἁλῴη
10μὴ ἔχειν τὸ ι κατὰ τὴν παραλήγουσαν, ἀλλὰ κατὰ τὴν λήγουσαν, ἵνα εἴπωμεν αὐτὸ ἀπὸ τρισυλλάβου, ἀπὸ τοῦ ἐὰν ἁλώω, ἐὰν ἁλώῃς, ἐὰν ἁλώῃ. ἀλλ’ ἐπειδή εἰσι πολλὰ ἐν τῇ παραληγούσῃ ἔχοντα τὸ
ι ἀπὸ πλεονασμοῦ τοῦ η, οἷον στῄη φῄη, τούτου χάριν καὶ τὸ ἁλῴη ἔχει ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι καὶ ἀπὸ πλεονασμοῦ τοῦ η. οὕτως ὁ356
15Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα (An. ox. II 344, 32). σημαίνει δὲ τὸ ληφθείη, πορθηθείη AB, Sym. 655, EM 974. Choerob. l. c.

alpha

574

Ἁλῶναι (Μ 172, Φ 281)· εἴρηται εἰς τὸ θεῖναι (Et. gen. θ s. v.?) καὶ εἶναι (Et. Gen. ε s. v.) AB, Sym.

alpha

575

Ἅμα· τὸ ἐπίρρημα· παρὰ τὸ θαμά, τὸ συνεχῶς, καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ θ ἅμα· τὸ γὰρ πυκνῶς γινόμενον κατὰ τὸν αὐτὸν ἀποτελεῖται χρόνον. τὸ δὲ θαμά γέγονεν οὕτως· ἔστι θαμός, ἐξ οὗ τὸ θαμειός, ὡς ἀδελφός ἀδελφειός, καὶ τὸ θηλυκὸν θαμειά καὶ τὸ
5οὐδέτερον θαμόν, ἡ εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν θαμά καὶ τὸ ἐπίρρημα θαμά. οὐ γὰρ ἀπὸ τοῦ θαμύς θαμειός, ἀφ’ οὗ τὸ (Λ 552)
θαμέες γὰρ ἄκοντες· οὐ γὰρ ἂν ὠξύνετο τὸ θαμειός. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 718, EM 989, Et. Gud. (c) α 897/8. Methodius.

alpha

576

Ἁμάδιος (Η 16 χαμάδις)· ἐπιρρηματικῶς, ἅμα τῷ προελθεῖν· ἀπὸ τοῦ ἅμα παράγωγον διὰ τοῦ † διος, καὶ πολὺς ὁ τοιοῦτος χαρακτήρ. οὕτως Μεθόδιος AB, EM 991, Et. Gud. (Z) α 707. Methodius.

alpha

577

Ἄμαθος (Ε 587)· ἡ ψάμμος (l. c.)·
τύχε γάρ ῥ’ ἀμάθοιο βαθείης. παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος. ἢ ἄμυθός τις οὖσα, τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος, ἣν οὐκ ἔστιν ἀριθμῆσαι καὶ καταμα‐
5θεῖν. Μεθόδιος AB, Sym. 719, EM 994. Methodius.357

alpha

578

Ἀμαιμάκετος (ξ 311)· ὁ μακρός, οἷον (l. c.)·
ἱστὸν ἀμαιμάκετον. παρὰ τὸ μῆκος μάκετος καὶ διπλασιασμῷ μαμάκετος καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀμαιμάκετος, ὁ μακρὸς καὶ ὑπερ‐
5φυής. τὸ δὲ (Hes. th. 319)
πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα, ὃ καὶ μαιμάω φησὶν Ὅμηρος (Υ 490)·
ὡς δ’ ἀναμαιμάει AB, Sym. 720, EM 1002, Et. Gud. α 297. Methodius.

alpha

579

Ἀμαιμακέτην (Ζ 179)· ἄμαχον, ἀκαταγώνιστον, φο‐ βεράν· παρὰ τὸ μαιμάω μαιμάκετον, ἐξ οὗ τὸ θηλυκὸν ἀμαιμακέτην, οἷον (l. c. 179—180)·
πρῶτον μέν ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε
5
πεφνέμεν. ἢ παρὰ τὴν μάχην ἀμαιμάχητος καὶ ἀμαιμάκετος καὶ ἀμαιμακέτην.
οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 721, EM 1002. Methodius.366

alpha

580

Ἀμαλδύνω· κυρίως μὲν τὸ διὰ πυρὸς ἀφανίσαι· παρὰ τὸ μαίρω, τὸ λάμπω, ὁ μέλλων μαρῶ, ἀφ’ οὗ τὸ μαραίνω, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμαρῶ, καὶ τροπῇ τοῦ ρ εἰς λ ἀμαλῶ, καὶ κατὰ παραγωγὴν ἀμαλύνω, καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἀμαλδύνω. ἢ τὸ ἁπλῶς
5ἀφανίσαι ἢ ὁμαλίσαι, οἷον (Μ 18)·
τεῖχος ἀμαλδῦναι. παρὰ τὴν ἄμμον, οἷον ἄμμος ἀμῶ, ὡς δοῦλος δουλῶ καὶ φίλος φιλῶ, παράγωγον ἀμύνω καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς καὶ τοῦ δ ἀμαλ‐ δύνω. οὕτως Ὠρίων (15, 16 + 24, 22). ὁ δὲ Μεθόδιος παρὰ τὸ
10ὁμαλός ὁμαλύνω, ὡς κακός κακῶ κακύνω, καὶ ἐπενθέσει τοῦ δ καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς α ἀμαλδύνω (Η 463)·
ὥς κέν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν AB, Sym. 722, EM 1003, Et. Gud. α 299. Orio (l. c.) + Methodius.

alpha

581

Ἀμαλλοδετῆρες (Σ 553, 554)· οἱ τὰς ἀμάλλας δε‐ σμοῦντες· ἄμαλλα δὲ ἡ ἐκ πολλῶν δραγμάτων συναγωγή AB, Sym. 723, EM 1007, Eust. 1162, 26. Methodius. 〈Ἄμαλλαι (Soph. fr. 607): EM 1008, Eust. 1162, 28.
5Methodius.〉368

alpha

582

Ἀμαλή (Χ 310)· ἡ ἁπαλή. ἡ δὲ λέξις Μακεδόνων· ὅθεν καὶ † πρόμαλα εἴρηται ἡ πρὸ τοῦ δέοντος αὐξομένη μυρίκη· μα‐ λεῖν γὰρ τὸ αὔξειν καὶ ὁ τριχῶν ἔχων αὔξησιν † μάλη. ἔστι δὲ ἁπαλή καὶ τροπῇ ἀμαλή· Καλλίμαχος (fr. 502)·
5
ἣν † μόνη ῥύετο παῖς ἀμαλή. Μεθόδιος AB, EM 1006, Et. Gud. (c) α 920, Eust. 1270, 55. Me‐ thodius.

alpha

583

Ἀμάλθεια· ἡ τροφὸς τοῦ Διός· Καλλίμαχος (Hy. 1, 48—49)·
σὺ δὲ θήσαο πίονα μαζὸν
αἰγὸς Ἀμαλθείης. εἰσὶ δ’ οἵ φασι παραπεπλάσθαι τὸ ὄνομα· εἶναι γὰρ αὐτὴν ἀμα‐
5λακιστίαν, παρὰ τὸ μὴ μαλάσσεσθαι. διὰ τοῦτο καὶ τὸν Ἡρακλέα καρτερικώτατον γενόμενον ἔχειν αὐτῆς τὸ κέρας ἐμυθολόγησαν AB, Sym. 724, EM 1004, Et. Gud. (c) α 919 + (d) α 301. Me‐ thodius.

alpha

584

Ἀμάμαξυς· ἡ ἀναδενδράς· παρὰ τὸ ἀμμίξαι, ἡ συνδε‐ δεμένη· ἀναδεσμοῦνται γὰρ αἱ ἀναδενδράδες· ἀμμιξύς, καὶ ἐν πλεονασμῷ καὶ τροπῇ ἀμάμαξυς· Ἐπίχαρμος ἐν Γᾷ καὶ θαλάσσᾳ (fr. 24 kaibel)·370
5
οὐδ’ ἀμαμάξυας φέρει· Σαπφὼ δὲ διὰ τοῦ δ (fr. 173 Lobel—Page)·
ἀμαμάξυδες λέγει. Μεθόδιος AB, Sym. 725, EM 1012. Methodius.

alpha

585

Ἀμάρα (Φ 259)· ὁ ὀχετός, δι’ οὗ τὸ ἐν τοῖς κήποις ὕδωρ φέρεται· παρὰ τὸ ἅμα ῥεῖν τὸ ὕδωρ. ἢ ὅτι τὰ φυόμενα πλησίον
οὐκ ἐᾷ μαραίνεσθαι. ἢ διὰ τὸ παρὰ τὰς αἱμασιὰς ῥεῖν, αἱμασιαὶ δέ εἰσιν τὰ περιφράγματα καὶ οἱ τοῖχοι. Μεθόδιος. (Φ 257—262)·372
5ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου †ἀμφυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων, ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων· τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται· τὸ δέ τ’ ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει
10
χώρῳ ἔνι προαλεῖ, φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα· Ἰλιάδος Φ AB, Sym. 726, EM 1014. Methodius + Φ 257—262.

alpha

586

Ἀμαρία· παρὰ τὸ † ἄγω ἅμα † παραγώγως τὸ αὐτὸ † ση‐ μαινόμενον AB, EM 1015. *Methodius.

alpha

587

Ἁμαρτία· κυρίως ἡ ἀποτυχία· παρὰ τὸ μάρπτω ἁμαρ‐ πτία, καὶ ἐλλείψει τοῦ π ἁμαρτία, ἡ ὃ μὴ βούλεται μὴ μάρπτουσα, ὅ ἐστιν ἐπιτελοῦσα· ἔνθεν καὶ μάρτυς, ὁ μάρψας καὶ εἰδὼς τὸ ἀλη‐ θές. ἢ ἀπαρτία παρὰ τὸ ἀρτῶ, σημαίνει δὲ τὸ ἁρμόζω, πόρρω οὖσα
5τοῦ συνηρμόσθαι ὃ βούλεται, τῆς ἀπό προθέσεως τὸ ἄποθεν δη‐ λούσης. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 727, EM 1023, Et. Gud. (c) α 935. Methodius.

alpha

588

Ἁμαρτάνω· τὸ ἀποτυγχάνω· ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτά‐
νω, ὡς ἥδω ἁνδάνω AB, EM 1024.373

alpha

589

Ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς· σημαίνει τὰς τῶν ὀ‐ φθαλμῶν ἐκλάμψεις· Ἡσίοδος Γυναικῶν καταλόγῳ (fr. 43a, 4 et 73, 3)·
Χαρίτων ἀμαρύγματ’ ἔχουσα.
5σημαίνει δὲ καὶ τὰς τοῦ μετώπου ῥυτίδας, αἵτινες εἴρηνται διὰ τὸ † ἀμαυρὸν καὶ ἀλαμπεῖς εἶναι καὶ ἀμυδραί. ἢ παρὰ τὸ ἀμάραις ἐοι‐ κέναι, τουτέστιν ὀχετοῖς· ὡς γὰρ ἐκεῖναι τὸ ὕδωρ, οὕτως καὶ αὗται τὸν ἱδρῶτα μετάγουσιν ἐπὶ τὰ παρ’ ἑκάτερα μέρη τῆς κεφα‐ λῆς. αἱ δὲ ἐκλάμψεις εἴρηνται παρὰ τὸ μαίρω, τὸ λάμπω, ὁ μέλλων374
10μαρῶ, ἐξ οὗ παράγωγον μαρύσσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀμαρύσσω ἠμάρυγμαι † ἀμαρυγμή καὶ ἀμάρυγμα. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 728, EM 1017. Methodius.

alpha

590

Ἀμαρύσσω (Hes. th. 827)· τὸ λάμπω· Ἡσίοδος (l. c.)·
ὑπ’ ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσεν. παρὰ τὸ μαίρω, τὸ λάμπω, ἐξ οὗ τὸ μαρμαίρω καὶ μαρμαρυγή καὶ μάρμαρον, ἀφ’ οὗ κύριον ὄνομα ἐκ τοῦ μαρῶ μέλλοντος γίνεται
5Μάρων, ἐξ οὗ μαρύσσω, πλεονασμῷ τοῦ α ἀμαρύσσω, καὶ ἀμάρυγμα. Μεθόδιος AB, Sym. 728, EM 1017. Methodius.

alpha

591

Ἁμαρτῶ· τὸ ἀποτυγχάνω· ἀπὸ τοῦ μάρπτω, τὸ κατα‐ λαμβάνω, ὅθεν καὶ μάρτυς. ἁμαρτῶ οὖν τὸ οὐ καταλαμβάνω (Θ 311)·
ἀλλ’ ὅ γε καὶ τόθ’ ἅμαρτε
AB, EM 1024.375

alpha

592

Ἁμάρτῃ (Ι 501)· ἁμάρτω βαρύτονον. ἡ χρῆσις εἰς τὸ νηλεές (ubi ?) AB. *Comm. Hom.

alpha

593

Ἁμαρτῇ· σημαίνει τὸ ὁμοῦ καὶ κατὰ τὸ αὐτό, † ὅπῃ καὶ πῇ†. δεῖ γινώσκειν, ὅτι σὺν τῷ ι γράφεται. τὰ γὰρ εἰς η λή‐ γοντα ἐπιρρήματα ἔχουσι τὸ ι προσγεγραμμένον, οἷον ἄλλῃ πάντῃ κρυφῇ ἡσυχῇ ἁμαρτῇ κομιδῇ, σημαίνει δὲ τὸ πάνυ καὶ μετ’ ἐπι‐
5μελείας, σπουδῇ, οἷον (Β 99)·
σπουδῇ δ’ ἕζετο λαός, εἰκῇ ὅπῃ πῇ, οἷον (Ζ 377)·
πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη, ᾗ, ἐξ οὗ τὸ ᾗχι κατ’ ἐπέκτασιν, οἷον (Λ 76)·
10
ᾗχι ἑκάστῳ
δώματα, σημαίνει δὲ καὶ τὸ καθάπερ, ὡς παρ’ Εὐριπίδῃ (Med. 768)·
οὗτος γὰρ ἁνὴρ ᾗ μάλιστ’ ἐκάμνομεν, ἀντὶ τοῦ καθά. εἰσὶ δέ τινα εἰς η λήγοντα μὴ ἔχοντα τὸ ι προσγε‐
15γραμμένον· εἰσὶν δὲ ταῦτα· ἥ, οἷον (Β 73 ...)·
ἣ θέμις, σημαίνει δὲ τὸ ὡς θέμις· φή, οἷον (Call. fr. 737)·
φὴ νέος οὐκ ἀπάλαμνος, σημαίνει δὲ τὸ ὡς νέος· μή, οἷον «μὴ τύψῃς»· νή, οἷον «νὴ
20τὴν Ἀθηνᾶν»· ἰή, ἔστι δὲ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα καὶ θαυμαστι‐ κόν· ὠή, ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα (Eur. Phoen. 1067)·
ὠή, τίς ἐν πύλαις δωμάτων κυρεῖ, σημαίνει δὲ τὸ κυρεῖ τὸ τυγχάνει· ἔστι δὲ καὶ τὸ ἰωή, σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα· ἔστι δὲ καὶ τὸ ἤδη, χρονικὸν ἐπίρρημα, οἷον «ἤδη ἔγρα‐
376
25ψα»· ἔστι δὲ καὶ τὸ νῦν δή, σημαίνει δὲ τὸ ἀρτίως. τοῦτο δὲ τὸ νῦν δή οὐκ ἀνέχεται τὰς συντάξεις τοῦ νῦν· τὸ μὲν γὰρ νῦν συντάσ‐ σεται ἐπὶ τριῶν χρόνων, οἷον «νῦν γράφω», «νῦν ἔγραψα», «νῦν
γράψω», τὸ δὲ νῦν δή παρῳχημένῳ μόνον χρόνῳ συντάττεται, ὡς παρὰ τῷ ποιητῇ, οἷον (λ 127)·378
30
νῦν δή τοι ξυμβλήμενος ἐγγὺς ὁδίτης. ἔστι δὲ καὶ τὸ δηλαδή καὶ τὸ βῆ, ὅπερ περισπᾶται, τῶν ἄλλων τῶν μὴ ἐχόντων τὸ ι μὴ περισπωμένων, ἔστι δὲ μίμημα φωνῆς προβάτων, ἔστι δὲ παρὰ Κρατίνῳ (fr. 43) ἡ λέξις. ἔστι δὲ καὶ τὸ ἀκαρῆ, σημαίνει δὲ τὸ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ.
35
Τὸ δὲ ἁμαρτή (σημαίνει δὲ τὸ ὁμοῦ καὶ τὸ † ἀποτυχεῖν) ὁ μὲν Ἀρίσταρχος (Ι 258, 462 ludwich) χωρὶς τοῦ ι λέγει γρά‐ φεσθαι αὐτὸ λέγων, ὅτι ἀπὸ τοῦ ἁμαρτήδην γέγονεν κατὰ ἀποκοπήν, ᾧτινι οὐ συνᾴδουσι τὰ τῆς παραδόσεως· ἡ γὰρ παράδοσις σὺν τῷ ι οἶδεν γεγραμμένον αὐτό. Ἡρωδιανὸς (II 52, 22) δέ φησιν σύν‐
40θετον εἶναι ἀπὸ τοῦ ἅμα καὶ τοῦ ἀρτῶ, καὶ † γίνεται ἀπὸ ἀμφοτέρων ἐπίρρημα ἁμαρτῇ καὶ ὁμαρτῇ. λέγει δὲ ὁ Τεχνικὸς (Hdn. I 489, 1) τὸ ἡσυχῇ καὶ ἄλλῃ καὶ πάντῃ καὶ τὰ τοιαῦτα διὰ τοῦτο σὺν τῷ ι γράφεσθαι, ἐπειδὴ ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν· ὅτι γὰρ ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασι, δηλοῖ τὸ ταύτῃ· ἔστι γὰρ αὕτη εὐθεῖα, ἡ γενικὴ ταύτης
45καὶ ἡ δοτικὴ ταύτῃ. εἰ ἄρα οὖν λέγομεν «ταύτῃ ἀπέλθωμεν» καὶ
οὐ λέγομεν «αὕτη ἀπέλθωμεν», δῆλον ὅτι ἀπὸ δοτικῆς γέγονεν. εἰ δὲ τοῦτο ἀπὸ δοτικῆς γέγονεν, δῆλον ὅτι καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἔχοντα τὸ ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν. οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα379
AB, Sym. 729, EM 1025, Eust. 592, 16. *Methodius + Choerob.380

alpha

594

Ἀμαζών (Γ 189)· ἡ μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν. ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν ἔκαιον, τὴν δεξιάν, ἵνα μὴ ἐμποδίζωνται τοξεύου‐ σαι. οὕτως Ὠρίων (611, 27 Werfer) AB, EM 993. Orio l. c.

alpha

595

Ἁμαρτοεπής (Ν 824)· ὁ ἁμαρτάνων ἐν τῷ λέγειν, ἤγουν φλύαρος. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἁμαρτανόντων τῆς ὁδοῦ. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 730, EM 1021. Orio.

alpha

596

Ἀμαυρόν (δ 824)· τὸ ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον· παρὰ τὸ μαίρω, τὸ λάμπω, ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον, ὁ μέλλων μαρῶ, καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ, ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω, καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν ὄνομα μαυρός καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμαυ‐
5ρός, ὁ ἀλαμπής. οὕτως Ὠρίων (10, 12) AB, Sym. 731, EM 1029, Et. Gud. (d) α 317. Orio l. c.

alpha

597

Ἀμαθύνειν (Ι 593)· τὸ ἀφανίζειν καὶ κόνιν ποιεῖν, τουτέστιν τὸ εἰς ἄμαθον διαλύειν καὶ κόνιν ποιεῖν· παρὰ τὴν ἄμαθον ἀμαθύνω (l. c.)·
πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει
381
5AB, Sym. 732, EM 995, Et. Gud. (c) α 912. *Orio.

alpha

598

Ἄμαντες (Ap. Rh. 4, 1214)· οἱ περὶ Ἐλεφήνορα μετὰ Τροίας ἅλωσιν διέβησαν εἰς τὴν Ἤπειρον καὶ ᾤκησαν παρὰ τὰ Κε‐ ραύνια ὄρη. ἔκτισαν δὲ καὶ Εὔβοιαν 〈***〉, ὅθεν Ἄβαντες ἐκλή‐ θησαν ἐν Ὑπομνήματι Λυκόφρονοσ καὶ κατὰ † μεταφορὰν Ἄμαν‐
5τες. Σεξτίων δὲ ἐν Ὑπομνήματι Λυκόφρονος (Schol. Lycophr. 1043) λέγει, ὅτι Ἄβαντες ἐκλήθησαν ἀντὶ Ἀμάντων. οὕτως Ὦρος. (Ap. Rh. 4, 1214)·
κεῖθεν δὲ Κεραύνια μέλλον Ἀμάντων
οὔρεα Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι·
10Νέστις καὶ Ὤρικος πόλεις AB, EM 1011. Orus + Schol. Ap. rh.

alpha

599

Ἀμάρυνθος· πόλις Εὐβοίας· ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ † Μα‐ ράνθου βασιλέως. ἢ ὥς τινες ἀπὸ τοῦ μὴ μαραίνεσθαι τὸν τόπον,
σύνδενδρος γάρ. οὕτως Ὦρος AB, EM 1018. Orus.382

alpha

600

Ἀμαστρίς· Ἀμαστρὶς ἡ † Ξάνθου θυγάτηρ ἔκτισε πόλιν καὶ ἀφ’ ἑαυτῆς ἐκάλεσεν AB, Sym. 733, EM 1026. *Orus.

alpha

601

Ἀμαραντῶν· Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά, οἷον (2, 399)·
ἔνθα δὴ ἠπείροιο Κυταΐδος ἠδ’ Ἀμαραντῶν. † Κύτος πόλις τῆς Κολχίδος. ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα † Κύτα τῆς Εὐρώπης
5κατ’ ἀρχὰς τοῦ εἴσπλου τοῦ Πόντου, ἐκεῖθεν δὲ τὴν ἀρχὴν † λαμ‐ βάνουσα. λέγεται δὲ οὕτως ὀνοματικῶς, ὅθεν Κυταΐδα τὴν Μήδειαν. Ἀμαραντά· πόλις ἐν τῷ Πόντῳ, ὡς δὲ ἔνιοι ὄρη τῆς Κολχίδος, ἐξ ὧν καταφέρεται ὁ Φᾶσις. ὅπερ ἀγνοήσας ὁ Ἐφέσιος Ἡγησίστρατος Ἀμαραντίους λιμένας ἀπέδωκεν τοῦ Φάσιδος διὰ τὸ εὐθαλεῖς εἶναι
10***〉 τῆς Κολχίδος· ὁ δὲ Φᾶσις ποταμὸς † φαίνεται ἀπὸ Ἀρμε‐ νίων ὀρῶν † εἰς Κόλχους κατὰ θάλασσαν†. τὸ δὲ Ἀμαραντῶν ἐν‐ ταῦθα ἐπὶ τῶν ὀρέων περισπᾶται ὡς κύριον καὶ τὰ Ἀμαραντά ὀξυ‐ τόνως λεκτέον· πρὸς διαφορὰν σημαινομένου τοῦ ἀμάραντα σώματα † δῆλον οὕτως λέγονται AB, Sym. 734, EM 1019. Schol. Ap.
15rh.383

alpha

602

Ἁμαδρυάδες· Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά, οἷον (2, 475—478)·
ἀλλ’ ὅ γε πατρὸς ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀμοιβὴν
ἀμπλακίης· ὁ γὰρ οἶος ἐν οὔρεσι δένδρεα τάμνων
5
δή ποτ’ Ἀμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων,
ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ οἴκτρῳ μειλίσσετο μύθῳ. Ἁμαδρυάδες νύμφαι λέγονται διὰ τὸ ἅμα ταῖς δρυσὶ γεννᾶσθαι ἢ ἐπειδὴ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς δρυσὶ φθείρεσθαι. Χάρων γὰρ ὁ Λαμ‐ ψακηνὸς (FGH 262 f 12) ἱστορεῖ, ὡς Ῥοῖκος δρῦν θεασάμενος
10ἤδη μέλλουσαν ἐπὶ γῆν καταφέρεσθαι προσέταξε τοῖς παισὶ ταύτην ὑποστηρίξαι. ἡ δὲ μέλλουσα συμφέρεσθαι τῇ δρυῒ νύμφη ἐπιστᾶσα τῷ Ῥοίκῳ χάριν μὲν ἔφασκεν εἰδέναι ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, ἐπέτρεπε δὲ αἰτήσασθαι ὅ τι βούλοιτο. ὡς δὲ ἐκεῖνος ἠξίου συγγενέσθαι αὐτῇ, ἐπιζήμιον μὲν ἔλεγεν εἶναι τοῦτο, φυλάξασ〈θαι〉 δὲ ὅμως ἑτέρας
15γυναικὸς ὁμιλίαν. ἔσχον δὲ μεταξὺ αὐτῶν ἄγγελον μέλισσαν. καί ποτε πεσσεύοντος αὐτοῦ περιίπτατο ἡ μέλισσα· πικρότερον δέ τι ἀποφθεγξάμενος εἰς ὀργὴν ἔτρεψε τὴν νύμφην, ὥστε πηρωθῆναι. καὶ Πίνδαρος (fr. 165)·
ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος λαχοῖσαι
20AB, Sym. 735, EM 992. Schol. Ap. Rh.384

alpha

603

Ἁμαρτίνους (Hes. th. 511)· εἴρηται εἰς τὸ e στοι‐ χεῖον εἰς τὸ εἰλίπους (Et. Gen. ε s. v.). παρὰ τὸ ἁμαρτῶ ἁμαρ‐ τίνους· σημαίνει δὲ τὸν ἡμαρτημένον κατὰ τὸν νοῦν, ὡς οἰδῶ Οἰδί‐ πους AB, Sym. 736, EM 1020.

alpha

604

Ἄμαξα (Hes. op. 455)· παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα· Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις (l. c. 455—456)·
φησὶ δ’ ἀνὴρ φρένας ἀφνειὸς πήξασθαι ἄμαξαν,
νήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδ’· ἑκατὸν δέ τε δούρατ’ ἀμάξης.
5σχόλιον· φησὶ δ’ οὗτος οὐκ ἀληθῶς πλούσιος, ἀλλὰ τῇ ψυχῇ δοκῶν πλουτεῖν, ὁ ἑαυτὸν ἐξαπατῶν. ἢ φρένας ἀφνειὸς κατὰ ἀντίφρασιν ἄ‐ φρων. ἄλλως· πολλάκις γάρ τις ἐρεῖ τῶν τὴν ψυχὴν ἐπηρμένην ἐχόντων· «τί γάρ ἐστι δυσχερὲς † τοῦ ποιῆσαι ἅμαξαν ἢ ἄροτρον;» ὁ δὲ ἄφρων οὐκ οἶδεν, ὡς ἑκατὸν ξύλων ἀντὶ τοῦ πολλῶν ξύλων ἔσται
10συναγωγή. ἄλλως· τοῦτο εἶπεν πρὸς τοὺς θαρροῦντας ἔχειν καὶ 〈μὴ〉 πρὸ καιροῦ εὐτρεπίζοντας. ἔχει γάρ τις εἰπεῖν θαρρῶν, ὅτι ἔχει ὕλην· «ἐξέλθετε, ποιήσατέ μοι ἅμαξαν», μὴ εἰδώς, ὅτι πολ‐ λὴν δυσχέρειαν ἔχει· καὶ γὰρ ἑκατόν εἰσι τὰ ξύλα τῆς ἁμάξης AB, Sym. 737, EM 1013. Orio 20, 20 (612, 28 Werfer) + Schol.385
15Hes. op.

alpha

605

Ἁμάς (Ν 96)· τὸ ἁμάς ἐκτείνεται κατὰ τὸ τέλος· ἔστι τοίνυν ἁμετέρας καὶ κατὰ συγκοπὴν ἁμάς, οἷον (Ν 95)·
ὔμμιν ἔγωγε
μαρναμένοισι πέποιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς
5A, Sym. 738, EM 1027. *Comm. Hom.

alpha

606

Ἁματροχιάς (Ψ 422)· ἁματροχιά δέ ἐστι τὸ ἅμα τρέ‐ χειν καὶ μὴ ἀπολείπεσθαι, οἷον ὁμοδρομία τις οὖσα· τροχοὺς γὰρ τοὺς δρόμους ἔλεγον. ὀξυτονεῖται δὲ ὡς φυταλιά, καὶ δασύνεται ἡ ἄρχουσα. ἐν Ὑπομνήματι Ἰλιάδος. † ἁματροχιά δέ ἐστιν ὁ τύπος
5καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ A, Sym. 739, EM 1028. Comm.
Hom. +386

alpha

607

†Ἀμβαλώμεθα (Β 436)· ἀναβαλλώμεθα, ὑπερτιθέμεθα AB, EM 1030. *Comm. Hom.

alpha

608

Ἀμάνδαλον (Alc. fr. 404 Lobel—Page)· τὸ ἀφανὲς παρ’ Ἀλκαίῳ (l. c.). ἀμαλδύνω τὸ ἀφανίζω (Η 463)·
ὥς κεν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν. ἀμαλδύνω οὖν τὸ ἀφανίζω, ἀμάλδανον τὸ ἀφανὲς καὶ ἀφανιζόμενον,
5καὶ καθ’ ὑπέρθεσιν ἀμάνδαλον. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν (II 386, 19) AB, EM 1010. Hdn. l. c.

alpha

609

Ἀμᾶν (Ω 451)· τὸ θερίζειν· παρὰ τὸ ὁμοῦ ἐπισπᾶν, οἷον ἁμασπᾶν. οὕτως Ὠρίων (175, 29 Koes) AB, Sym. 740, EM 1009. Orio l. c.

alpha

610

Ἀμβλυώττειν· τὸ μὴ ὀξυδερκεῖν Ἀττικῶς· παρὰ τὸ ἀμβλεῖς ἔχειν τοὺς ὄσσους, τῶν δύο σς εἰς ττ μεταβληθέντων. Μεθ‐ όδιος AB, Sym. 741, EM 1033, Et. Gud. (c) α 953. Metho‐ dius.

alpha

611

Ἀμβλῶσαι· τὸ ἀτελὲς βρέφος ἀποβαλεῖν· καὶ τὰ πρὸς τοῦτο φάρμακα ἀμβλωθρίδια καλοῦσιν οἱ ἰατροί· Ἀριστοφάνης, οἷον (nub. 137)·
καὶ φροντίδ’ ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην.
387
5ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀμπέλων· ὁπότε γὰρ αὗται τοὺς λεγομένους ὀφθαλμοὺς ἀποκαυθεῖεν, λέγομεν αὐτὰς ἀμβλυώττειν ἀντὶ τοῦ «οὐ τελεσφοροῦσιν καρπόν». καὶ ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν ἀτελῆ τὰ βρέφη ἐκβαλουσῶν λέγομεν ἀμβλυώττειν καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀμβλώττειν. ἢ ἐκ τοῦ ἀμαλῆσαι, ὅ ἐστι τὴν γονὴν ἀφανίσαι, ἀμβλῆσαι καὶ τροπῇ
10τοῦ η εἰς ω ἀμβλῶσαι AB, Sym. 742, EM 1034, Et. Gud. (c) α 961. *Methodius.

alpha

612

Ἄμβη (Hippocr. art. 7)· *** A, EM 1046, Et. Gud. α 318 + 1008. *Methodius.

alpha

613

Ἄμβων· κυρίως τὸ χεῖλος τῆς λοπάδος· παρὰ τὸ ἐν ἀνα‐ βάσει εἶναι, οἷον (Eupol. fr. 52)·
πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας. λέγονται δὲ καὶ οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, οἷον (Call. fr. 75, 34)·
388
5
ἐπ’ οὔρεος ἀμβώνεσσι. παρὰ τὸ βῶ βών, ὡς γηρύω Γηρυών, καὶ ἀνάβων καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄμβων AB, Sym. 743, EM 1047, Et. Gud. (d) fol. 16r (= v α 812). *Methodius.

alpha

614

Ἀμβωμοῖσι (Θ 441)·
ἅρματα δ’ ἀμβωμοῖσι, ἀντὶ τοῦ περὶ τοὺς βωμούς· Χρύσιππος (fr. III 771 Arnim) ὑφ’ ἓν προφέρεται. ὁ μέντοι Ἀρίσταρχος (Ι 294, 10 Ludwich) δύο μέρη
5λόγου παραλαμβάνει καὶ προπερισπᾷ· λέγει γοῦν καὶ ἀλλαχοῦ (η 100)·
χρύσειοι δ’ ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν. χρὴ γινώσκειν, ὅτι διὰ τοῦ μ γράφεται κἂν παράθεσις ᾖ, ὁμοίως τῷ (Κ 298)·
ἂμ φόνον, ἂν νέκυας
10AB, EM 1048. *Orio.

alpha

615

Ἀμβλύς· ὁ σίδηρος ὁ μὴ ὀξύς· παρὰ τὸ μῶλος, ὅ ἐστιν
ἐγχρονισμὸς τῆς μάχης, γέγονε μωλύς, ὡς ἵππος Ἱππύς, καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς, ὁ μὴ ἐπὶ μῶλον καὶ πόλεμον ἐπιτήδειος· συγκοπῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ β ἀμβλύς. οὕτως Ὠρίων (14, 9) AB, Sym. 744,389
5EM 1032, Et. Gud. α 319. Orio l. c.

alpha

616

Ἀμβρόσιος ὕπνος (Β 19)· θεῖος, θαυμαστός, † ὃν οὐχ οἷόν τε βροτοῖς ἅψασθαι. ἢ ὁ ὑγρός· ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὁ ὕπνος, οἷον (Ξ 253 ...)·
νήδυμος ἀμφιχυθείς·
5καὶ ἀμβρόσιος οὖν διὰ τοῦτο λέγεται ὁ ὑγρός. οὕτως † Ὦρος. ὁ δὲ Θεόγνωστος (Orth. 56, 25) † γράφει τὸ σει δίφθογγον· τὰ γὰρ διὰ τοῦ σιος ἅπαντα πλὴν τῶν μετουσιαστικῶν διὰ τοῦ ι γράφονται, οἷον διπλάσιος ἀσπάσιος Ταράσιος ἀμβρόσιος ἱκέσιος Ἐφέσιος ἀνάρσιος Συρακόσσιος (οὕτως γὰρ Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Καθολικῇ (Ι 120, 2)390
10διὰ δύο σς γράφει τὸ ὄνομα) διαπρύσιος. ὁμοίως καὶ τὰ ἐπ’ ἀριθμῶν τασσόμενα διὰ τοῦ σιος διὰ τοῦ ι γράφονται, οἷον διακόσιοι τρια‐ κόσιοι. εἶπον «μὴ σημαίνοντα μέρος σώματος ἢ μετουσίαν δη‐ λοῦντα» διὰ τὸ † ὕειος κάρα καὶ χρύσειος σταυρός διὰ τῆς ει διφθόγ‐ γου γραφόμενα AB, Sym. 745, EM 1043. Orio + Theognost. l. c.

alpha

617

Ἀμβροσίην διὰ νύκτα (Β 57)· διὰ τῆς θείας νυκτός AB, EM 1044. *Comm. Hom.

alpha

618

Ἀμβροσία (Σ 268)· θεία τροφή, ἧς βροτοὶ οὐ μετ‐ έχουσιν· ἢ ἧς οὐχ οἱόν τε βροτὸν ἅψασθαι. ἔστιν οὖν βρόσις βροσία, καὶ κατὰ στέρησιν καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ ἀμβροσία AB, Sym. 746,
EM 1044. Orio 19, 11.391

alpha

619

Ἀμβροσίου (Ε 338)· θείου, οὗ βροτοὶ οὐ μετέχουσιν· καὶ (Α 529)
ἀμβρόσιαι χαῖται AB, EM 1044. *Comm. Hom.

alpha

620

Ἄμβροτον (Ε 339 ...)· ἀθάνατον, οὗ βροτοὶ οὐχ ἅπτονται AB, EM 1042. *Comm. Hom. (?)

alpha

621

Ἄμβροτοι (Π 381, 867)· διότι ἀθάνατοι οἱ θεοί, † τὸ ἄμοιροι εἶναι βρότου, ὅ ἐστιν αἵματος. Ὠρίων AB, Sym. 747, EM 1041. Orio.

alpha

622

Ἀμβρακία· πόλις Ἠπείρου, ἀφ’ ἧς ἐκλήθη ἡ χώρα Ἀμβρακία· (Ap. Rh. 4, 1228)·
ἤδη μὲν ποτὶ κόλπον ἐπώνυμον Ἀμβρακιήων· Ἀπολλώνιος AB, Sym. 748, EM 1045. *Orus.

alpha

623

Ἀμβολιεργός (Hes. op. 413)· ἀναβαλλόμενος 〈***〉· Ἡσίοδος (l. c.)·
αἰεὶ δ’ ἀμβολιεργὸς ἀνὴρ ἄτῃσι παλαίει
AB, Sym. 749, EM 1040. Schol. Hes. op.392

alpha

624

Ἀμβολάδην (Φ 364)· ἀναβάλλων AB, Sym. 750, EM
1039, Et. Gud. α 322. *Comm. Hom.394

alpha

625

Ἀμβαλόμεθα (Β 436)· πᾶσα πρόθεσις συγκοπὴν πάσχουσα τοῦ ἐσχάτου φωνήεντος τὸ καταλειπόμενον σύμφωνον ... AB, EM 1030. *Comm. Hom.

alpha

626

Ἀμβατός (Ζ 434)· ἀνάβασιν ἔχουσα· ἡ ὁδὸς ἡ πρὸς τῷ τείχει αὐτῷ οὖσα AB, Sym. 752, EM 1031. *Comm. Hom.

alpha

627

Ἀμέγαρτος· ποτὲ μὲν δηλοῖ τὸ εὐτελὲς καὶ μὴ ἄξιον φθόνου, οἷον (ρ 219)·
ἀμέγαρτε συβῶτα. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ πολύ, ὡς τὸ (Β 420)
5
πόνον δ’ ἀμέγαρτον ὄφελλεν. ἐπὶ μὲν τοῦ εὐτελοῦς κατὰ στέρησιν τοῦ α παρὰ τὸ μεγαίρω, τὸ φθονῶ, † μέγαρον καὶ μεγαρτός καὶ ἀμέγαρτος, ὁ μὴ φθόνου ἄξιος· φθόνος γὰρ τοῖς εὐτελέσιν οὐ προσγίνεται. ἐπὶ δὲ τοῦ πολὺ κατ’ ἐπί‐ τασιν τοῦ α, ἵν’ ᾖ ἀμέγαρτον, τὸ πολλοῦ φθόνου ἄξιον· τὰ γὰρ με‐
10γάλα φθονεῖται, τὰ δὲ εὐτελῆ οὔ (Soph. Ai. 157)·
πρὸς γὰρ τὸν ἔχοντα ὁ φθόνος ἕρπει· Σοφοκλῆς Αἴαντι (l. c.). Μεθόδιος AB, Sym. 753, EM 1051, Et. Gud. (c) α 972, Methodius.
395

alpha

628

Ἀμέλγω· παρὰ τὸ ἅμα ἕλκειν AB, Sym. 754, EM 1049. *Methodius.

alpha

629

Ἀμενηνός (Ε 887)· ὁ ἀσθενής. καὶ ἀμενήνωσεν (Ν 562)· ἀσθενῆ ἐποίησεν. παρὰ τὸ μένος ἄμενος, καὶ πλεονασμῷ τῆς νη συλλαβῆς ἀμενηνός. ἢ παρὰ τὸ μένω μενηνός, ὡς πέτω πετηνός, καὶ ἀμενηνός, ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα (Ν 562)·
5ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμήν
AB, Sym. 755, EM 1058. *Methodius.396

alpha

630

Ἀμέρδω (Ν 340)· κυρίως τὸ μέρους στερῶ, καταχρηστι‐ κῶς δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ στεροῦμαι, οἷον (Π 53)·
ὁπότε δὴ τὸν ὅμοιον ἀνὴρ ἐθέλῃσιν ἀμέρσαι. ὥσπερ παρὰ τὸ σκαίρω σκαρῶ γίνεται σκαρίζω καὶ εἴρω ἐρῶ ἐρίζω,
5οὕτως καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ εἰς δ μέρδω καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμέρδω AB, Sym. 755, EM 1059. *Methodius.

alpha

631

Ἀμέρσαι (Π 53)· ἢ παρὰ τὸ μείρω, τὸ μερίζω, ὁ μέλλων μερῶ καὶ Αἰολικῶς μέρσω, ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω, καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ AB, Sym. 756, EM 1059. *Methodius.

alpha

632

Ἀμένης· σημαίνει τὸν παῖδα, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν μένος, καὶ κλίνεται ἀμένης ἀμένητος, ὥσπερ Ἀμέλης Ἀμέλητος. εἰσί τινα εἰς ης ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα πρὸ τοῦ η ἀμετάβολον καὶ πρὸ τοῦ ἀμεταβόλου φωνῆεν μὴ τὸ η, μὴ τὸ ο, μὴ τὸ ι, μὴ τὸ υ, μὴ τὸ ω,
5ἅτινα διὰ τοῦ τος κλίνονται· Ἐπιάλης Ἐπιάλητος, Ἀκέλης Ἀκέ‐ λητος (ἔστι δὲ ὄνομα ποταμοῦ), Ἀμέλης Ἀμέλητος (ἔστι καὶ αὐτὸ ὄνομα ποταμοῦ), ἀμένης ἀμένητος. πρόσκειται «μὴ τὸ η, μὴ τὸ ο, μὴ τὸ ι, μὴ τὸ υ, μὴ τὸ ω», ἐπειδὴ ταῦτα εἰς ου ἔχουσιν τὴν γενι‐ κήν, οἷον Αἰσχίνης Αἰσχίνου, Μηριόνης Μηριόνου, † Κερβύνης Κερ‐397
10βύνου†, τελώνης τελώνου. οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὸν εʹ κανόνα τῶν ἀρσενικῶν (in Theodos. 165, 35) AB, Sym. 757, EM 1057. Choerob. l. c.

alpha

633

Ἀμεύσιμος (Ap. Rh. 4, 297)· ἀμεύω, τὸ πορεύομαι, οἷον (l. c.)·
ὅπῃ καὶ ἀμεύσιμον † ᾖ, τουτέστι πορεύσιμον AB, Sym. 758, EM 1060. Schol. Ap. Rh.

alpha

634

Ἀμεύω· παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω. ἢ παρὰ τὸ νεύω νεύ‐ σιμος καὶ ἀνεύσιμος, τοῦ α τὸ ὁμοῦ ἢ πλεονασμὸν δηλοῦντος, τροπῇ τοῦ ν εἰς μ ἀμεύσιμος. Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά AB, Sym. 758, EM 1060. Schol. Ap. Rh.

alpha

635

Ἀμείλιχος (Ι 158)· ἀμείλικτος, ἀσυμπαθής, ἀπηνής·
ἀπὸ τοῦ μειλίσσω AB, Sym. 759, EM 1064. *Comm. Hom.398

alpha

636

Ἀμεινίας· ὄνομα κύριον· παρὰ τὸ ἀμείνων ἀμείνονος
Ἀμεινονίας καὶ Ἀμεινίας. ἢ παρὰ τὸ μένος μενίας καὶ Ἀμεινίας κατὰ στέρησιν, οἱονεὶ ὁ ἀπρόθυμος καὶ ἀόργητος. Μεθόδιος καὶ Χοιροβοσκός (Orth.) AB, Sym. 760, EM 1069. Methodius +400
5Choerob.

alpha

637

Ἀμείνων (Α 404)· παρὰ τὸ μείων, οἷον (Γ 193)·
μείων μὲν κεφαλῇ Ἀγαμέμνονος, γέγονεν ἀμείων καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀμείνων, οἱονεὶ ὁ μὴ ἐλάσσων τινός. ἢ παρὰ τὸ μένω γέγονεν ἀμένων καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἀμείνων,
5τουτέστιν ὁ μὴ μένων, ἀλλ’ ὑπὸ πάντων αἰρόμενος· τὸν γὰρ κρείτ‐ τονα πάντες αἴρουσιν AB, Sym. 761, EM 1065. Orio 18, 11.

alpha

638

Ἀμείνω (Γ 11)· καὶ χωρὶς τοῦ ν καὶ ι (l. c.)· κλέπτῃ δέ τε νυκτὸς ἀμείνω· ἔστι δὲ αἰτιατικὴ χωρὶς τοῦ ν, ἔστι γὰρ ἀμείνονα καὶ ἀμείνοα καὶ κατὰ κρᾶσιν ἀμείνω. τὸ δὲ Ἀμεινῷ μετὰ τοῦ ι ἐστὶ δοτικὴ ἀπὸ τῆς
5ἡ Ἀμεινώ τῆς Ἀμεινῶς τῇ Ἀμεινῷ AB, EM 1066.

alpha

639

Ἀμείδητος (Ap. Rh. 2, 908)· ἀμειδήτους (l. c.)·
ᾧ ἐν ἀμειδήτους ἁγίας ηὐλίζετο νύκτας, τὰς φρικτάς, ἐν αἷς οὐκ ἔστι μειδιᾶσαι οὐδὲ γελάσαι, ἢ ὅτι φοβεραί εἰσιν καὶ σκοτειναί. ἁγίας δὲ τὰς ἁγνὰς διὰ τὸ ἐν αὐταῖς ἄγεσθαι
401
5τὰ μυστήρια. Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά AB, Sym. 762, EM 1063. Schol. Ap. Rh.

alpha

640

Ἀμήρυτον (Ap. Rh. 2, 221)· εἴρηται εἰς τὸ ἀμύρητον (α 688) AB, Sym. 763, EM 1076.

alpha

641

Ἀμήχανος (Ο 14)·
ἦ μάλα δὴ κακότεχνος, ἀμήχανε. ἰστέον, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις· ἢ τὸν μὴ δυνάμενον μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ὃν οὐκ ἔστιν μηχανήσασθαι, ὅπερ καὶ ἐνταῦθα λέγει AB,
5EM 1080. *Comm. Hom.

alpha

642

Ἀμήχανα (Θ 130)· πρὸς ἃ οὐκ ἔστι τισ μηχανὴν εὑ‐
ρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπά AB, EM 1080. *Comm. Hom.402

alpha

643

Ἄμη· τὸ γεωργικὸν ἢ οἰκοδομικὸν ἐργαλεῖον· παρὰ τὸ ἅμα γέγονεν ἄμη, τὸ ἅμα καὶ ὑφ’ ἓν ἕλκον πολλά. δύναται δὲ καὶ παρὰ τὸ ἀμᾶν, ὅ ἐστι κόπτειν καὶ θερίζειν. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 764, EM 1070, Et. Gud. (c) α 1002. Orio.

alpha

644

Ἀμητῆρες (Λ 67)· θερισταί· παρὰ τὸ ἀμᾶν. ἡ χρῆσις εἰς τὸ ὄγμον (litt. o s. v.) AB, EM 1071. *Comm. Hom.

alpha

645

Ἀμήτειρα (Ξ 259)· ἡ χρῆσις εἰς τὸ Ζήτης (litt. ζ s. v.) AB, EM 1072.

alpha

646

Ἀμᾶν (Ω 451)· τὸ θερίζειν· παρὰ τὸ ἅμα ἀμῶ, τὸ ἅμα καὶ ὑφ’ ἓν πολλὰ ἕλκω, οἷον (Ω 450—451)·
ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν
λαχνήεντ’ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες
5AB, Sym. 765, EM 1009. *Orio.

alpha

647

Ἄμηρον· οἷον· «τὸ Ἄμηρον» οὐδετέρως. ἔστιν ὄνομα ὄρους AB, EM 1078. *Orus (?).

alpha

648

Ἄμης (Ar. plut. 999)· ποιός τις πλακοῦς· Ἀριστοφά‐ νης (l. c.)·
ἄμητα προσαπέπεμψεν ἡμῖν τουτονί. ἀπὸ τοῦ ἐξαμᾶσθαι αὐτὸν σπουδαίως ὑφ’ ἡδονῆς ὡς μέλιτι καταρδό‐
5μενον. ἢ παρὰ τὸ πολλῶν ἅμα εἰς αὐτὸν ἀναγομένων καὶ ἐμβαλλο‐ μένων εἰς τὴν κατασκευὴν αὐτοῦ. Μεθόδιος AB, Sym. 766, EM403
1079. Methodius.404

alpha

649

Ἀμιθρῆσαι (Call. fr. 314)· Σιμωνίδης τὸν ἀριθμὸν ἄμιθρον εἶπεν καθ’ ὑπερβιβασμόν, οἷον (fr. 121)·
κύματ’ ἄμιθρον. ἐκ δὲ τοῦ ἄμιθρος ἀμιθρῶ καὶ ἀμιθρήσω 〈καὶ ἀμιθρῆσαι〉 τὸ ἀρι‐
5θμῆσαι. ἢ ἀπὸ τοῦ ἀριθμῆσαι κατὰ μετάθεσιν τῶν στοιχείων, ὡς πίτυλος τύπιλος. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν (II 387, 1) καὶ Μεθόδιος AB, EM 1083 Hdn. l. c. + Methodius.

alpha

650

Ἀμίς (Ar. ran. 543)· τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον· Ἀριστο‐ φάνης (l. c.)·
εἶτ’ ᾔτησεν ἀμίδα. παρὰ τὸ ὀμιχῶ, τὸ οὐρῶ· Ἡσίοδος (Op. 727)·
5
μήδ’ ἀντ’ ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν. παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς, ὡς ὀκριόεις ἀκριόεις. ἢ παρωνύ‐ μως ὑποκοριστικὸν ἄμη ἀμίς, ὡς σκάφη σκαφίς. Μεθόδιος AB, Sym. 767, EM 1081, Et. Gud. α 341. Methodius.

alpha

651

Ἀμία (Arstt. fr. 308 rose)· ἔστι δὲ ἰχθύς· ὥς φησιν Ἀριστοτέλης (l. c.), «εἶναι † καρχαρόδοντος καὶ τῶν συναγελα‐ ζομένων καὶ σαρκοφάγων, χολὴν δὲ ἔχει ἰσομήκη τῷ ἐντέρῳ καὶ σπλῆνα». εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἅμα ἰέναι τοῖς παραπλέουσιν· ἔστι
5γὰρ συναγελαστικόν AB, EM 1082. *Orio (?).405

alpha

652

Ἀμίσαλλος (Call. fr. 738)· οἷον (l. c.)·
ἀμίσαλλοί † τοι γέροντες, κατ’ ἔνδειαν τοῦ γ, ἀμίσγαλλος, ὁ δυσάρεστος, ὁ μὴ ἄλλῳ μισγό‐
μενος AB, Sym. 768, EM 1085. *Orio.406

alpha

653

Ἀμίστυλλον (Call. fr. 23, 15)· σημαίνει τὸν μὴ κε‐ κομμένον (l. c.)·
θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπισχαδ( ). Φιλόξενος AB, Sym. 769, EM 1084. *Orio.

alpha

654

Ἀμισώδαρος (Π 328)· ὄνομα κύριον (l. c. 328—329)·
υἷες ἀκοντισταὶ Ἀμισωδάρου, ὅς ῥα Χίμαιραν
θρέψεν AB. *Comm. Hom.

alpha

655

Ἀμιτροχίτωνας (Π 419)· ἀζώστους. ἢ μίτρᾳ καὶ θώρακι μὴ χρωμένους AB, EM 1086. *Comm. Hom.

alpha

656

Ἀμιχθαλόεσσαν (Ω 753)· σημαίνει δὲ τὴν † θάλασ‐ σαν τὴν ἀπρόσμικτον οὖσαν τῇ γῇ διὰ τὸ μὴ ἔχειν λιμένα (l. c.)·
καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν. γέγονε παρὰ τὸ ἄμικτος ἀμικτόεις, ὡς βροτός βροτόεις, καὶ τροπῇ
5τοῦ κ εἰς χ ἀμιχθόεις καὶ τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα, ὡς αὐδήεις αὐδήεσσα, καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ἀμιχθαλόεσσα. ἢ διὰ
τὸ τῶν οἰκούντων ἀπρόσιτον καὶ ἀνήμερον, ὥς φησιν Ὅμηρος (θ 294)·
οἴχεται εἰς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.
407
οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 770, EM 1087, Et. Gud. (c) α 995. Orio.408

alpha

657

Ἀμμεῖναι· εἴρηται εἰς τὸ †ἀμβαλόμεθα (α 625) A.

alpha

658

Ἄμμορον (Ζ 408, Ω 773)· δύσμορον, κακόμορον· μόρος γὰρ ὁ θάνατος AB, EM 1091. *Comm. Hom.?

alpha

659

Ἄμναμοι (Lycophr. 144)· οἱ ἀπόγονοι· κυρίως δὲ παρὰ τὴν τῶν Κυρηναίων διάλεκτον οἱ τῶν ἀμνῶν ἀμνοί ἄμναμοι λέγονται, τουτέστιν τῶν ἀρνῶν ἄρνες· πρὸ γὰρ τοῦ κερατοφυῆσαι ἄμναμοι λέγονται. ἀπὸ τοῦ ἀμνός ἄμναμος. οὕτως Ὠρίων καὶ ἄλλοι
5AB, Sym. 771, EM 1095. Orio + *Methodius. 〈Ἀμνάς: EM 1096. *Methodius.〉

alpha

660

Ἀμνίον (γ 444)· τὸ αἱμοδόχον ἀγγεῖον· παρὰ τὸ αἷμα αἰμνίον καὶ ἀμνίον, οἷον (l. c.)·
Περσεὺς δ’ ἀμνίον εἶχεν ἱππηλάτα Νέστωρ AB, Sym. 772, EM 1094. *Methodius.

alpha

661

Ἄμνιος· εἴρηται εἰς τὸ ἀρνειός (α 1209 s. v. ἀρνός) AB, EM 1093.

alpha

662

Ἀμνειός· ποταμὸς περὶ τὸ † Θεμίσκυρον εἴρηται, ὅτι διὰ τὴν τραχύτητα μνείαν οὐκ ἔχει· μνειός καὶ Ἀμνειός. οὕτως Μεθόδιος AB, EM 1093. Methodius.409

alpha

663

Ἀμνός· τὰ πρόβατα, μάλιστα τὰ μικρά· παρὰ τὸ μένος ἄμενος καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀμνός, οἱονεὶ ὁ ἀδύνατος, καὶ παρώνυμον ὑποκοριστικὸν ἀμνίς. ἢ παρὰ τὸ μνοῦς, ὅπερ σημαίνει τὴν ἐκ γενε‐ τῆς μαλθακὴν αὐτοῦ τρίχα, ἐξ οὗ μνούδην, γίνεται ἀμνός, οἱονεὶ ὁ
5ἐστερημένος τῶν νηπίων τριχῶν. Μεθόδιος AB, Sym. 773, EM
1092. Methodius.410

alpha

664

Ἀμογητί (Λ 637)· ἄνευ μόγου καὶ κόπου. εἰς τὸ νε‐ μέθοντο (cf. Schol. d Λ 635) AB, Sym. 774. *Comm. Hom.

alpha

665

Ἀμολγῷ (Λ 173 ...)· τῷ μεσονυκτίῳ, καθ’ ὃ οὐκ ἀμέλ‐ γουσιν· ἑσπέρας γὰρ καὶ ἡμέρας εἰώθασι τοῦτο ποιεῖν. ἢ παρὰ τὸ μολῷ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ γ μολγῷ, καὶ μετὰ τοῦ στερη‐ τικοῦ α ἀμολγῷ, ἐν ᾗ οὐδεὶς μολίσκει. οὕτως Ὠρίων. ἢ ἐν καιρῷ,
5ἐν ᾧ συμβέβηκεν ἀμέλγεσθαι τὰ πρόβατα AB, Sym. 775, EM 1098. Orio + *Comm. Hom.

alpha

666

Ἀμορβής καὶ ἀμορβές· σημαίνει τὸ μεσονύκτιον· παρὰ τὸ ὄρφνην ἀμορφνής καὶ ἐλλείψει τοῦ ν καὶ τροπῇ τοῦ φ εἰς τὸ β, ὡς ἐν τῷ κυφός κύβος, Φερενίκη Βερενίκη. σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον, ὁ ἅμα τινὶ ὁρμῶν, τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β ἀμορβός
5καὶ ἀμορβής. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 776, EM 1102. Metho‐
dius.411

alpha

667

Ἀμόργινος· χιτῶνα † σημαίνει 〈***〉 ἐκδέχονται, καθὰ καὶ Θηραῖον τὸν ἀπὸ Θήρας τῆς νήσου. δηλοῖ καὶ † χρήματος ὁμοιό‐ τητα, παρὰ τὴν ἀμόργην 〈***〉 † δηλοῦν ὁμοίαν βύσσῳ καὶ πολυ‐ τελῆ ἐσθῆτα. Μεθόδιος AB, Sym. 777, EM 1101. Methodius.

alpha

668

Ἄμοχθος (Soph. Tr. 147)· σημαίνει τὸν ἀκακοπα‐ θοῦντα· παρὰ τὸ μόχθος ἄμοχθος, τοῦτο παρὰ τὸ μόγος καὶ πλεο‐ νασμῷ τοῦ † χ καὶ τροπῇ. τὸ δὲ μόγος παρὰ τὸ μὴ ἐᾶν γάνυσθαι τὴν ψυχήν AB, Sym. 778, EM 1100. *Methodius.

alpha

669

Ἁμός· ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σφέτερος γίνεται Δωρικῇ διαλέκτῳ σφός καὶ ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός, οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς. ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου. οὕτως Ἡρωδιανός
AB, Sym. 779, EM 1097. Hdn.412

alpha

670

Ἀμοπάονα (Θ 276)·
Πολυαιμονίδην Ἀμοπάονα. ψιλωτέον πάντα, ἵνα κύρια γένηται· παραιτητέον δὲ τοὺς διαλύοντας τὸ Ἀμοπάονα, πιθανώτερον γάρ ἐστι κύριον αὐτὸ παραλαβεῖν, ἵνα
5τὸ προκείμενον αὐτοῦ πατρωνυμικὸν τυγχάνῃ. οὕτως ἐν Ὑπομνήματι AB. Comm. Hom.

alpha

671

Ἄμοτον (Ν 80)· ἀπλήρωτον· παρὰ τὸ μένω γίνεται μοτός καὶ ἄμοτος καὶ ἄμοτον, οἷον (l. c.)·
ἄμοτον μεμαῶτι μάχεσθαι, † ἀνυπομόνητον, ἵνα † ἐστὶ τὸ α ἐπιτατικόν. ἢ μότα λέγονται τὰ
5ῥάκη τὰ πληρωτικὰ τῶν πληγῶν, καὶ ἄμοτον κατὰ ἀπόφασιν τὸ μὴ πεπληρωμένον, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μὴ πεπληρωμένων τραυμάτων, τουτέστιν τῶν μότων. οὕτως μὲν Ὠρίων (20, 29). ἐγὼ δὲ εὗρον ἐν Ὑπομνήμασιν Ἰλιάδος, ὅτι ἄμοτον λέγεται τὸ ἀπλήρωτον, ἔνθεν καὶ μότα τὰ πληρωτικὰ τῶν πληγῶν· ἴσως ἀπὸ τοῦ μετρῶ ἄμετρον
10ἄμοτρον καὶ ἄμοτον AB, Sym. 780, EM 1099. Orio l. c. + Comm. Hom.

alpha

672

Ἀμορμεύοντο (Nic. ther. 349)· σημαίνει δὲ τὸ διεκόμιζον· Νικανδρος ἐν Θηριακοῖς (l. c.)·
νωθεῖ γὰρ κάμνοντες † ἀμορμεύοντο † λοπάργῳ, τῷ ὄνῳ, ἐπεὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λευκός ἐστιν AB, EM 1103. *Schol.
5Nicandr.414

alpha

673

Ἀμορμεύεσκεν (Call. fr. 271)· συνωδοιπόρει, οἷον (l. c.)·
σὺν ἡμῖν δ’ ὁ πελαργὸς † ἀμορμεύεσκεν ἀλοίτης. παρὰ τὸ † ἀμορμεύειν, τοῦτο παρὰ τὸ ἅμα ὁρμᾶν καὶ πορεύεσθαι
5AB, Sym. 781, EM 1103. *Methodius (?).

alpha

674

Ἀμοιβήδην (Ap. Rh. 2, 1071)· Ἀπολλώνιος ὁ τὰ Ἀργοναυτικά (2, 1069—1072, 1075)·
ἀμφὶ δὲ χαλκείας κόρυθας κεφαλῇσιν ἔθεντο
δεινὸν λαμπομένας, ἐπὶ δὲ λόφοι ἐσσείοντο
5
φοινίκεοι· καὶ τοὶ μὲν ἀμοιβήδην ἐλάασκον,
τοὶ δ’ αὖτ’ ἐγχείῃσι καὶ ἀσπίσι νῆ’ ἐκάλυψαν.
ἄλλῳ δ’ ἔμπεδον ἄλλος ὁμῶς ἐπαμοιβὸς ἄρηρεν. σημαίνει δὲ τὸ ἀμοιβήδην τὸ ἐνηλλαγμένως, τὸ δὲ ἐπαμοιβός τὸ ἀλ‐ λεπαλλήλως AB, Sym. 782, EM 1105. Schol. Ap. Rh.

alpha

675

Ἀμοιβοί (Ν 793)· σημαίνει δὲ τὸ ἐπάλληλοι (l. c.)· οἵ ῥ’ ἐξ Ἀσκανίης ἐριβώλακος ἦλθον ἀμοιβοί.
ἢ ἐξ ἀμοιβῆς καὶ ἐναλλάξεως παραγεγονότες συμμαχῆσαι τοῖς Τρω‐ σίν AB, Sym. 783, EM 1104. *Comm. Hom.415

alpha

676

Ἀμπεχόνη· εἴρηται εἰς τὴν ἀμφί (α 741) πρόθεσιν
AB, Sym. 784, EM. 1106.416

alpha

677

Ἄμπαυμα (Hes. th. 55)· ἀνάπαυμα, καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄμπαυμα· Ἡσίοδος ἐν Θεογονίᾳ, οἷον (l. c.)·
λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων AB, Sym. 785, EM 1111. Schol. Hes. th. ?.

alpha

678

Ἀμπίσχουσα· εἴρηται εἰς τὴν ἀμφί (α 741) πρόθεσιν AB, EM 1106.

alpha

679

Ἀμπνύνθη (Ε 697, Ξ 436)· ἀνέπνευσεν. ἀναπνύω εἰς τὸ ἴφθιμος (schol. ignotum e 695) AB, Sym. 786, EM 1109. *Comm. Hom.

alpha

680

Ἀμπείραντες (Β 426)· διαπείραντες AB, Sym. 787, EM 1108. Schol. Hom. Il.

alpha

681

Ἄμ πόνον (Ν 239 ...)· σημαίνει δὲ ἐπὶ τὸν πόλεμον (l. c.)·
ὁ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν
AB, EM 1107. *Comm. Hom.417

alpha

682

Ἀμπρόν· σχοινίον τι, καὶ ἀμπρεύειν δὲ τὸ ἕλκειν· Καλ‐ λίμαχος (fr. 272)·
ἄνδρες † ἐλαιοὶ δ’ ἐκ λειόθεν ἀμπρεύοντες· οἷον ἀμπερόν τι ὄν, τὸ διαμπερὲς τῶν ζυγῶν δεδεμένον. Μεθόδιος
5AB, EM 1120. Methodius.

alpha

683

Ἀμπρεύω· ὁ μὲν Καλλίμαχος κυρίως ἐπὶ τοῦ ἕλκειν ἔλαβεν τὴν λέξιν, οἷον (fr. 272)·
ἄνδρες † ἐλαιοὶ δ’ ἐκ λειόθεν ἀμπρεύοντες· ἀμπρὸν γὰρ κυρίως καλεῖται τὸ σχοινίον τὸ ἕλκον τοὺς βόας ἢ τὸ
5ξύλον 〈***〉 τοῖς αὐχέσι τῶν ὑποζυγίων. ὁ δὲ Λυκόφρων ἐπὶ τοῦ κακοπαθεῖν ἔλαβεν τὴν λέξιν, οἷον (635)·
ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον
AB, Sym. 788, EM 1120. Methodius.418

alpha

684

Ἄμπυξ· τὸ γυναικεῖον ἀνάδεμα, ὅ ἐστι στρόφιον. καὶ ἐπὶ χαλινοῦ δὲ εἴρηται, οἷον ( e 358)·
χρυσάμπυκας ᾔτεεν ἵππους· παρὰ τὸ ἀμφέχειν ἄμφυξ καὶ ἄμπυξ. ἢ παρὰ τὸ ἀναπυκάζειν καὶ
5ἀνέχειν τὰς τρίχας. Μεθόδιος AB, Sym. 789, EM 1118. Metho‐ dius.

alpha

685

Ἄμπελος· παρὰ τὸ 〈***〉 ἀνάπηλός τις οὖσα, ἡ μὴἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὸν πηλόν, ἤγουν τὸν οἶνον. ἢ παρὰ τὸ πάλλε ιν καὶ σείειν ἡμᾶς πίνοντας AB, Sym. 790, EM 1121. Orio 30, 16.
5Ἀμορραῖοι (Ps. 134, 11): Sym. 791, EM 1110, Et.
Gud. α 356. Choerob. epim. ps. 183, 24.〉419

alpha

686

Ἄμπωτις (Dion. per. 202)· ἡ ξηρασία, ἡ † ῥιχία· Διονύσιος ὁ Περιηγητής, οἷον (l. c. 201—202)·
ἄλλοτε μὲν πλημμυρὶς ἐγείρεται, ἄλλοτε δ’ αὖτε
ἄμπωτις ξηρῇσιν ἐπιτροχάει ψαμάθοισι.
5κυρίως λέγεται ἡ ἀναχώρησις τῆς θαλάσσης, ἤγουν ἡ ἀναπινομένη θάλασσα· ἐκ τοῦ πῶμι πώσω πῶσις καὶ ἀνάπωσις καὶ ἄμπωσις κατὰ συγκοπήν, καὶ τροπῇ ἄμπωτις. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἡμετέρων σωμάτων ἡ ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς τὸ βάθος ὑποχώ‐ ρησις τῆς ὕλης. οὕτως † Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ ἐξηγήσεως τῶν
10λέξεων Ἱπποκράτους (Erotian. fr. 8 nachmanson ad hippocr. hum. 1) AB, Sym. 792, EM 1124, Et. Gud. (c) α 1047. *Schol. Dion. per. + *Orio (a κυρίως).

alpha

687

Ἀμπλάκημα· ἁμάρτημα. (Ap. Rh. 1, 1335)
δώομεν ἀμπλακίην ὡς καὶ πάρος εὐμενέοντες. Ἀπολλώνιος AB, Sym. 793, EM 1119, Et. Gud. α 362 suppl. d. *Lex. rhet. + locus Apollonii.
420

alpha

688

Ἀμύρητον (Ap. Rh. 2, 221)· τὸ ἀτέλεστον καὶ τέλος μὴ ἔχον, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀπὸ τῶν ἐρίων μηρυμάτων, μήρυτον καὶ ἀμήρυτον. Μεθόδιος AB, Sym. 763, EM 1125. Methodius.

alpha

689

Ἀμυμώνη (Ap. Rh. 1, 137)· ἡ θυγάτηρ Δαναοῦ. ἐν ἴσαις συλλαβαῖς ἀπὸ γενικῆς παράγεται θηλυκὰ εἰς η, πέρατος περάτη, κάλυκος Καλύκη, ἅρπαγος ἁρπάγη (βαρύνεται δ’ ὡς ἐπὶ
τοῦ ἐργαλείου), σώφρονος σωφρόνη, χιόνος Χιόνη (ὄνομα ἡρωΐδος),422
5καὶ ἀμύμονος Ἀμυμόνη καὶ Ἀμυμώνη. Μεθόδιος AB, Sym. 794, EM 1135. Methodius.

alpha

690

Ἄμυκος (Ap. Rh. 2, 1)· γέγονεν τῶν Βεβρύκων βασι‐ λεύς, δέδωκε δὲ νόμον, ἵν’ ὅστις ἀπὸ ξένης ἔλθῃ εἰς τὴν αὐτοῦ χώραν † ἀποπειρᾶν αὐτὸν εἰς πένταθλον καὶ οὐκ εἴα ἀναχωρῆσαι, πρὶν ἢ πεῖραν αὐτοῦ σχῇ (Ap. Rh. 2, 5)·
5
ὃς καὶ ἐπὶ ξείνοισιν ἀεικέα θεσμὸν ἔθηκεν,
μή τιν’ ἀποστείχειν πρὶν πειρήσασθαι ἑοῖο. ἔστι δὲ καὶ πόλις Ἄμυκος ἀπ’ αὐτοῦ κληθεῖσα AB, EM 1128.
Schol. Ap. Rh.423

alpha

691

Ἀμῦναι (Α 67)· τὸ ἀποσοβῆσαι (l. c.)·
βούλεται ἀντιάσας ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι· ἢ τὸ βοηθῆσαι (Ζ 361)·
ὄφρ’ ἐπαμύνω
5
Τρώεσς’ οἳ μέγ’ ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν. παρὰ τὴν μύνην, τὴν πρόφασιν, οἷον (φ 111)·
ἀλλ’ ἄγε μὴ μύνῃσι † παρέλκεται· ἀμῦναι οὖν κυρίως τὸ ἀπροφασίστως βοηθῆσαι· ἢ μύνας σημαίνει τοὺς μελλησμούς, ἔνθεν ἀμύνειν τὸ ἀμελλητὶ βοηθεῖν. ἢ παρὰ τὸ
10ἀμεύω, τὸ πορεύομαι, γίνεται ἀμεύνω, ὡς δύω δύνω καὶ θύω θύνω, καὶ ἐνδείᾳ τοῦ ε ἀμύνω, τὸ μετὰ δρόμου βοηθεῖν. ἢ παρὰ τὸ ἀμείβω ἀμεύω καὶ προσθέσει τοῦ ν καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε ἀμύνω, τὸ ὑπὲρ χάριτος βοηθεῖν. ἀναγκαία δὲ ἡ τοῦ † ν ἐπιστολή † τὸ γὰρ ν τῇ ευ διφθόγγῳ οὐκ ἐπεντίθεται, ἐπὶ δὲ τοῦ υ γίνεται πυκνῶς, οἷον δύω
15δύνω, θύω θύνω, ἀρτύω ἀρτύνω. Μεθόδιος AB, Sym. 795, EM 1152, Et. Gud. (c) α 1057. Methodius.

alpha

692

Ἀμύντωρ (Ν 384 ...)· ὁ βοηθός· ἀπὸ τοῦ ἀμύνω AB,
Sym. 796, EM 1150. *Methodius.424

alpha

693

Ἀμύξ (Nic. ther. 131)· ἐπίρρημα σημαῖνον τὸ ἀμυκτι‐ κῶς· παρὰ τὸν μέλλοντα γίνεται ἐπιρρήματα ἀποβολῇ τοῦ ω, ὡς ἀπὸ τοῦ δήξω δάξω δάξ καὶ αὐτόδαξ, κλάζω κλάξω κλάξ καὶ ὄκλαξ, οὕτως ἀμύσσω ἀμύξω ἀμύξ. Μεθόδιος AB, Sym. 797, EM 1147.
5Methodius.

alpha

694

Ἄμυρος (Ap. Rh. 1, 596)· πόλις Θεσσαλίας AB, EM 1126. *Methodius (?).

alpha

695

Ἀμύσσω· παρὰ τὸ αἷμα αἱμάσσω, τροπῇ τοῦ α εἰς υ ἀμύσσω, ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος. Μεθόδιος. σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ καὶ ξέω AB, Sym. 798, EM 1149, Et. Gud. (c) α 1055. Methodius +.

alpha

696

Ἄμυστις (Ar. ach. 1229)· ἡ ἀπνευστὶ πόσις· παρὰ τὸ μὴ μύειν, ὅ ἐστι χανδὸν πιεῖν ἐπὶ πολὺ μὴ μύοντα καὶ συν‐
άγοντα τὰ χείλη. ἢ παρὰ τὸ ἅμα πιεῖν χωρὶς τοῦ διαπνεῦσαι, ὅ ἐστιν ἀπνευστί. ἔστι δὲ καὶ φιάλης εἶδος μεγάλης. Μεθόδιος AB, Sym.425
5799, EM 1132, Et. Gud. (c) α 1044; Eust. 1476, 32. Metho‐ dius.

alpha

697

Ἀμυσχρός· ὁ καθαρός· καὶ ἀμυσχρά 〈***〉 ὁ μὴ μύσει χρανθείς. ἢ παρὰ τὸ μύσος μυσαχρός, ὁ μυσαρός, καὶ μυσχρός καὶ
ἀμυσχρός, ὁ ἀμίαντος. Μεθόδιος AB, EM 1133. Methodius.426

alpha

698

Ἀμυχή (Eur. fr. 925a Snell)· τὸ ἕλκος, τὸ ἐπὶ τοῦ σώ‐ ματος 〈ξ〉έσμα·
γενύων τ’ ἀμυχάς, Εὐριπίδης (l. c.). παρὰ τὸ ἀμύσσειν, ὅπερ ἐκ τοῦ αἱμάσσω γίνεται.
5ἢ παρὰ τὸ μυχόν μυχή καὶ ἀμυχή, ἡ μὴ εἰς βάθος πληγή. Μεθόδιος AB, Sym. 800, EM 1148. Methodius.

alpha

699

Ἄμυδις (Ι 6)· σημαίνει δὲ τὸ ἅμα (l. c. 6—7)·
ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινὸν
κορθύεται. παρὰ τὸ ἅμα ἅμαδις καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ, ὡς σάρκες σύρκες, τοῦ
5πνεύματος μεταβληθέντος AB, Sym. 801, EM 1129, Et. Gud. (c) α 1043. Orio 11, 18.

alpha

700

Ἀμυδρός· παρὰ τὸ μύδρος, ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτω‐ μένον σίδηρον, ἀμυδρός, ὁ ἀλαμπὴς καὶ σκοτεινός AB, Sym. 802, EM 1130, Et. Gud. α 366. *Orio.

alpha

701

Ἀμυγδάλη· παρὰ τὸ ἐν † τῇ καλύφῃ†· τὸ μετὰ τὸ ἔξω χλωρὸν πολλὰς ἀμυχὰς ἔχον. Ὠρίων (30, 21) AB, Sym. 803,
EM 1131. Orio l. c.427

alpha

702

Ἀμύμων (Α 92)· ἀμώμητος, ἄψογος· παρὰ τὸ μύω, τὸ ὑποκαμμύω, ὁ μέλλων μύσω, ἐξ οὗ ῥηματικὸν ὄνομα μύμων καὶ ἀμύμων, ὁ μὴ κεκαμμυμένος. ἢ παρὰ τὸ μῶμος γίνεται ἄμωμος καὶ ἀμώμων καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς υ ἀμύμων, ὡς χελώνη χελύνη (Sapph.
5fr. 58, 12 Lobel—Page) AB, Sym. 804, EM 1134. Orio 28, 12.

alpha

703

Ἄμυκος (Ap. Rh. 2, 1)· ἔστιν ὄνομα πόλεως. εἴρηται εἰς τὸ σταθμός (de Ap. Rh. 2, 1 σταθμοί non agit Et. Gen. ς s. v.) περὶ αὐτοῦ AB, EM 11 28. Schol. Ap. Rh.

alpha

704

Ἀμύξεις (Α 243)· κνήσεις, λυπήσεις (l. c.)·
σὺ δ’ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις. τὸ θέμα ἀμύσσω, ὁ μέλλων ἀμύξω. τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρ‐ ρημα γίνεται· μύζω καὶ ἀμύζω, τὸ λίαν οἰμώζειν· τὸ δὲ ζ τρέπεται
5εἰς δύο σς Αἰολικῶς καὶ γίνεται ἀμύσσω. ἢ ἀπὸ τοῦ μύζειν καὶ ἐκθλίβειν τὴν ψυχήν AB, Sym. 805, EM 1149. *Comm. Hom.

alpha

705

Ἀμφασίαν (Ρ 695)· τὴν ἀφωνίαν καὶ ἔκπληξιν (l. c.)·
δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε· οὐκ ἀφασίαν. (Ap. Rh. 3, 283)·
†ἰὸν ἀμφοτέρῃσι διασχόμενος παλάμῃσιν
428
5
ἧκ’ ἐπὶ Μηδείᾳ· τὴν δ’ ἀμφασίη λάβε θυμόν, Ἀπολλώνιος AB, Sym. 806, EM 1155. *Comm. Hom. + locus Apollonii.

alpha

706

Ἀμφαδίην (Η 196)· φανερῶς, ἀναφανδόν· † ἀμφαδίη·
(l. c.)·
ἠὲ καὶ ἀμφαδίην AB, Sym. 807, EM 1153. *Comm. Hom.
430

alpha

707

Ἀμφαδόν (Η 243)· φανερῶς· ἀναφανδόν καὶ ἀμφαδόν (l. c.)·
ἀλλ’ ἀμφαδόν, αἴ κε τύχοιμι AB, Sym. 807, EM 1153. *Comm. Hom.

alpha

708

Ἀμφαῦον (Μ 160)·
κόρυθες δ’ ἀμφαῦον ἀΰτευν· δύο μέρη λόγου εἰσίν, ἀμφί καὶ αὖον, οὗ τὸ πληθυντικὸν οἶδεν (ε 240, ς 309)·
5
αὖα πάλαι, περίκηλα AB, Sym. 808, EM 1156. *Comm. Hom.

alpha

709

Ἀμφεπονεῖτο (Ap. Rh. 3, 251)· διέτριβεν, οἷον (l. c.)· ἐν μεγάρῳ Ἑκάτης πανήμερος ἀμφεπονεῖτο
AB, EM 1157. Schol. Ap. Rh.431

alpha

710

Ἄμφηκες (Κ 256)· ἀμφοτέρωθεν ἠκονημένον· ἀπὸ τοῦ ἥκω AB, Sym. 809, EM 1160, Et. Gud. (c) α 1054. *Comm. Hom.

alpha

711

Ἀμφεποτᾶτο (Β 315)· περὶ τῶν τέκνων αὐτῆς λυπου‐ μένη ἐπέτατο AB, EM 1159. *Comm. Hom.

alpha

712

Ἀμφίδυμοι (δ 847)· πάντοθεν κατάδυσιν ἔχοντες καὶ σκέπην καὶ καταγωγήν, οἷον ἀμφίδυνοι, ἀπὸ τοῦ δύνειν, τὸ σκεπό‐ μενον. λέγεται δὲ καὶ ὁ λιμὴν τῆς Κυζίκου ἀμφίδυμος, δισσὰς εἰσ‐ όδους † ἑκατέρωθεν μέρους ἔχων, οἷον (Ap. Rh. 1, 939—940)·
5
χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταείμενος· ἐν δέ οἱ ἀκταὶ
ἀμφίδυμοι, κεῖνται δ’ ὑπὲρ ὕδατος Αἰσήποιο, ἔστι δὲ οἶνοσ ποταμός AB, Sym. 810, EM 1176. *Comm.
Hom. + Schol. Ap. Rh.432

alpha

713

Ἀμφικαρῆ (ρ 231)· ἀμφικέφαλα 〈***〉 ἐν αὐτῷ. † Ὦρος AB. Orio.

alpha

714

ἈμφιάραοςἌμφιάρεως· ὁ ἥρως, Ὀϊκλέους· ἢ παρὰ τὸν ἀέρα Ἀμφιάρεως· ἢ παρὰ τὰς ἀράς, μάντις γὰρ ἦν Ἀμφιάρεως. Μεθόδιος AB, Sym. 811, EM 1162. Methodius.

alpha

715

Ἀμφίκαυτις· ἡ † ὀρεινὴ κριθή, ἣν ἡμεῖς εὔστραν κα‐ λοῦμεν· καὶ οὕτω μὲν οἱ τραγικοί, οἱ δὲ κωμικοὶ (Cratin. fr. 381) 〈***〉 τῶν αἰδοίων ἀμφίκαυστις ἀπὸ τοῦ περικεκαῦσθαι. οἱ δὲ τὴν πρώτην ἔκφυσιν τῶν πυρῶν. ἣν † ἡλήϊον προσαγορεύουσιν, ὡραῖον,
5διὰ τὸ τοὺς πρωΐμους καέντων τῶν ἀχύρων ἐπιτηδείους εἶναι εἰς
τροφήν. οὕτως Μεθόδιος AB, Sym. 812, EM 1187. Methodius.433

alpha

716

Ἀμφίγυα (Ν 147)· Ὅμηρος ἐπὶ τῶν δοράτων λέγει, οἷον (l. c.)·
ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν, οἱονεὶ τὰ ἑκατέρωθεν γυῶσαι δυνάμενα, ὅ ἐστι χωλῶσαι καὶ πλῆξαι
5διὰ τῆς ἐπιδορατίδος καὶ τοῦ σαυρωτῆρος, οἷον (Θ 402)·
γυώσω μέν σφωϊν ὑφ’ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους, τουτέστιν χωλώσομαι. Ὠρίων AB, Sym. 813, EM 1177, Et. Gud. (c) α 1075. Orio.

alpha

717

Ἀμφιβέβηκας (Α 37)· ὑπερμαχεῖς AB, EM 1163. *Comm. Hom.

alpha

718

Ἀμφίβασιν (Ε 623)· ὑπερμάχησιν (l. c.)·
δεῖσε δ’ ὅ γ’ ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, ἀντὶ τοῦ ἐφοβήθη γὰρ τὴν ἰσχυρὰν ὑπερμάχησιν τῶν Τρώων AB, Sym. 814, EM 1164. *Comm. Hom.
434

alpha

719

Ἀμφιγυήεις (Α 607 ...)· ὁ Ἥφαιστος, ὁ βραδὺς ἐν τῷ πορεύεσθαι· παρὰ τὰ γυῖα, ὅ ἐστιν ἄκρα, χεῖρες καὶ πόδες. ἢ ὁ ἀμφοτέροις τοῖς γυίοις, ὅ ἐστι τοῖς ποσί, χωλός AB, Sym. 815, EM 1167, Et. Gud. (c) α 1072. *Comm. Hom.

alpha

720

Ἀμφίδρυφοι (Λ 393)· ἔστι δρύπτω, τὸ ξαίνω, 〈***〉 τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον AB, Sym. 816, EM 1178. *Comm. Hom.

alpha

721

Ἀμφιδέδηε (Ζ 329)· περιειλεῖται, περιορίζει, ἤγουν ἀμφοτέρωθεν περιεκύκλωσεν· ἀπὸ τοῦ δαίω, μέσος παρακείμε‐ νος (l. c.)·
ἄστυ τόδ’ ἀμφιδέδηε.
5(Ζ 326)·
δαιμόνι’, οὐ μὲν καλὰ χόλον τόν γ’ ἔνθεο θυμῷ, ἀντὶ 〈τοῦ〉 οὐ καλῶς νῦν τὴν ὀργήν, ἣν κατὰ τῶν Τρώων ἔχεις
διὰ τὸ παραδοῦναί σε τῷ Μενελάῳ βούλεσθαι, οὐδὲ ἐν καιρῷ ταῦτα ποιεῖς. ἢ οὐ καλῶς νῦν ὀργίζῃ ἡγούμενος τοὺς Τρῶας ἀγανακτεῖν435
10κατὰ σοῦ AB, Sym. 817, EM 1179. *Comm. Hom.

alpha

722

Ἀμφικέφαλος· κλίνης εἶδος παρ’ Ἀθηναίοις· παρὰ τὸ ἑκατέρωθεν ἀνάκλισιν ἔχειν καὶ προσκεφάλαιον. Μεθόδιος AB,
Sym. 818, EM 1186. Methodius.436

alpha

723

Ἀμφιλαφές (Call. Hy. 6, 26)· τὸ δασύ, ἀμφιλαβές τι ὄν, τὸ ἑκατέρωθεν ληπτὸν 〈***〉 μέρος διὰ τὴν δασύτητα, τροπῇ τοῦ β εἰς φ. ἤ παρὰ τὴν ἁφήν AB, Sym. 819, EM 1197. *Me‐ thodius.

alpha

724

Ἀμφιελίσσας (Β 165 ...)· αἱ νῆες αἱ ἀμφοτέρωθεν ταῖς κώπαις ἐλαυνόμεναι· ἢ ἑκάτερα τὰ πλευρὰ στρεφόμεναι AB, EM 1181. *Comm. Hom.

alpha

725

Ἀμφίπολις· πόλις Ἀθηναίων Θρᾴκης, ἥτις ἐκα‐ λεῖτο πρότερον † Ἐνάοδοι διὰ τὸ περιέχεσθαι καὶ περιοδεύεσθαι ὑπὸ τοῦ Στρυμῶνος ποταμοῦ. Μεθόδιος AB, EM 1213, Et. Gud. (v) α 823. Methodius.

alpha

726

Ἄμφις (Aesch. fr. 632)· τοῦτο οὐ συγκοπή, ἀλλὰ με‐ τασχηματισμός· ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀμφιάραος Ἄμφις, ὡς παρ’ Αἰ‐ σχύλῳ (l. c.), ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά. ταῦτα
5γὰρ μετασχηματισμοὶ καλοῦνται, ἐπειδὴ οὐ συμφωνεῖ ἡ κατάληξις. οὐδέποτε γὰρ συγκοπὴ γίνεται τριῶν συλλαβῶν. ἀλλ’ οὐδὲ πάλιν
δυνάμεθα λέγειν ἀποκοπήν, ἐπεὶ τὸ ς ἔχει τῆς τελευταίας συλλαβῆς· ὅπου γὰρ τῆς τελευταίας συλλαβῆς τηρηθῇ στοιχεῖον, οὐ λέγομεν ἀποκοπήν· ὥστε μετασχηματισμός ἐστιν. οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ437
10παθῶν (II 205, 17) AB, Sym. 820, EM 1215. Hdn. l. c.

alpha

727

Ἀμφίς (Ο 225)· ἀπὸ τῆς ἀμφί προθέσεως γίνεται ἀμφίς ἐπίρρημα, τὸ σημαῖνον τὸ χωρίς, οἷον (l. c.)·
εἴπερ νέρτεροί εἰσιν θεοῦ Κρόνου ἀμφὶς ἐόντες. οὐδὲ γὰρ δυνάμεθα λέγειν πρόσθεσιν ἢ πλεονασμὸν τοῦ ς. Ἡρωδια‐
5νός AB, Sym. 821, EM 1220. Hdn.438

alpha

728

Ἀμφίβασιν (Ε 623)·
†στῆσε δ’ ἀμφίβασιν Τρώων. κυρίως ἀμφίβασις λέγεται ἡ περὶ τοῦ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἀγωνίζονται ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι AB, Sym. 814, EM
51164. *Comm. Hom.

alpha

729

Ἀμφισβητεῖν· τὸ ζητεῖν, πλεονασμῷ τοῦ β· ἔστι γὰρ ἀμφισητεῖν. ἢ παρὰ τὸ ἀμφίς καὶ τὸ βάζειν, ἵνα σημαίνῃ τὸ ἀμφι‐ λογεῖν. πολλάκις δὲ πλεονάζει τὸ β ὡς ἐν τῷ ἄδηρον ἄβδηρον, ἄβδηρος γάρ τίς ἐστι, καὶ σίδαι σίβδαι. καὶ οὕτως μὲν ὁ Μεθ‐
5όδιος· ὁ δὲ Ζηνόβιος (fr. I 3 Schoemann) λέγει, ὅτι δύναται μὴ παρὰ τὴν ἀμφί συγκεῖσθαι πρόθεσιν, ἀλλὰ παρὰ τὸ ἀμφίς ἐπίρρημα, ἵνα σημαίνῃ τὸ κεχωρισμένως βαίνειν· τοιοῦτοι γὰρ οἱ διστάζοντες. εἰ δὲ τοῦτο, εὐλόγως μὲν ἔξωθεν κέκλιται, σημειῶδες δέ, εἰ παρ’ ἐπίρρημα συνετέθη. εἰ δὲ παρὰ τὴν ἀμφί πρόθεσιν σύγκειται, πλεο‐
10νασμὸν † δέξηται τοῦ ς καὶ παραλόγως ἔξωθεν κλιθείη. Ἀττικῶς
οὖν παρὰ προθέσεως οὔσης τῆς συνθέσεως ἔσωθέν τε καὶ ἔξωθεν τὴν κλίσιν πεποίηται· Πλάτων ἐν Γοργίᾳ (479d)· «ἔοικεν ἄρα οὐ περὶ τούτου, ὦ φίλε, † ἠμφισβητησάμην, σὺ μὲν τὸν Ἀρχέ‐ λαον εὐδαιμονίζων»· Ἀνδοκίδης ἐν τῷ Περὶ τῶν μυστηρίων (27)·439
15«περὶ τούτων † ἠμφισβήτουν οὗτοί γε οἱ μηνύσαντες.» ἡ δὲ ἔσωθεν κλίσις πάντη παράλογος ῥητοῦ μὴ ὄντος τοῦ ἁπλοῦ AB, Sym. 822, EM 1221, Et. Gud. (c) α 1090b. Methodius + Zenobius l. c.

alpha

730

Ἀμφιέννυται· παρὰ τὸ ἕω, τὸ ἐνδύομαι, πλεονασμῷ τοῦ ν ἕνω ἑνύω εἵνυτο. καὶ οἱ Αἰολεῖς πλεονάζοντες τὸ ἀμετάβολον ἀποβάλλουσι τὸ ι, ὡς τὸ φθείρω φθέρρω AB, Sym. 823, EM
1182. *Orio (?).440

alpha

731

Ἀμφιτρύων· ὁ ἥρως· παρὰ τὸ τρύος, ὅ ἐστι πόνος, οἷον καὶ (Call. fr. 739)
πολύτρυος ἤλασεν ἔξω. Μεθόδιος AB, Sym. 824, EM 1222. Methodius.

alpha

732

Ἀμφιφῶν (com. adesp. fr. 585)· εἶδος πλακοῦντος τελούμενον τῇ Ἀρτέμιδι, οἷον (l. c.)·
μαστοὺς τροφαλίδας ἀμφιφῶντας ἰτρία· διὰ τὸ φωτίζεσθαι ὑπὸ τῶν δᾴδων· ἢ διὰ τὸ πανσελήνου οὔσης
5πέμπεσθαι τῇ Ἑκάτῃ 〈***〉 τοῦ οὐρανοῦ. Μεθόδιος AB, Sym. 825, EM 1224. Methodius.

alpha

733

Ἀμφιλύκη νύξ (Η 433)· λυκόφως, σκοτεινή. ἔστι λυγαῖον, τὸ σκοτεινόν, παρὰ τὸ λύειν τὴν αὐγὴν καὶ μὴ ἐᾶν συστῆναι αὐτήν· ἐξ αὐτοῦ γίνεται λύγη, καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς τὸ κ λύκη καὶ ἀμφιλύκη. οὕτως Ὠρίων (7, 23) AB, Sym. 826, EM 1198. Orio l. c.441

alpha

734

Ἀμφιδρόμια (Lys. fr. 22 Basiter—Sauppe)· τὰ δὲ ἀμφι‐
δρόμια ἑορτή ἐστιν ἐν Ἀθήνησι συντελουμένη, καθ’ ἣν ἐγκρυ‐ φίου ἄρτου ὀπτωμένου ἐπὶ τῆς ἑστίας † ἐπιτρέχουσι. τὸ δ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ μετὰ σκευῆς εἰσ τὰ βρέφη περὶ τὴν ἑστίαν περιφέροντες,442
5ἐπειδὴ κουροτρόφος ἡ θεὸς ἐπί τινων πεφήμισται. μέμνηται Πλά‐ των ἐν Θεαιτήτῳ (160e)· «τοῦτο μὲν δή, ὡς ἔοικεν, μόγις ἐγεν‐ νήσαμεν, ὅ τι δή ποτε τυγχάνει ὄν, μετὰ δὲ τὸν τόκον τὰ ἀμφιδρόμια ὡς ἀληθῶς ἐν κύκλῳ περιθρεκτέον τῷ λόγῳ.» AB, Sym. 827, EM 1180. Lex. rhet.

alpha

735

Ἀμφικύπελλον (Α 584 ...)· ποτήριον· παρὰ τὸ κυφόν
κύφελον καὶ κύπελον, καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως ἀμφικύπελλον πλεονασμῷ ἑτέρου λ, τὸ ἐκ περιφερείας κυφόν, ὅθεν καὶ τὰ πρὸς ἡμᾶς κάτω νεύοντα νέφη κύφελλα λέγονται. ἢ παρὰ τὸ χέω χύπελ‐443
5λον, τουτέστιν ὅπου ὁ πηλός, ἤγουν ὁ οἶνος, χεῖται. Ἀρίσταρχος (om. ludwich) δέ φησι σημαίνειν τὴν λέξιν τὴν διὰ τῶν ὤτων ἑκα‐ τέρωθεν περιφέρειαν, ἐφ’ ὧν καὶ ῥητῶς ἀποδιδοὺς λέγει (χ 9—10)·
ἤτοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε,
χρύσεον ἄμφωτον
10AB, Sym. 828, EM 1188. *Comm. Hom.

alpha

736

Ἀμφικτύονες· οἱ περιοικοῦντες· τὸ γὰρ κτίσαι ἐπὶ τοῦ οἰκίσαι ἔλαβον οἱ παλαιοί, ὥς φησιν Ὅμηρος (Β 501)·
ἐϋκτίμενον πτολίεθρον, καὶ (ω 336)
5
ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν. ἔστιν οὖν οἰκίζω οἰκίσω οἰκιών καὶ οἰκτιών, κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ, καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως ἀμφικτιών, καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς υ ἀμφικτύων, ὡς τριφάλεια τρυφάλεια. Ὠρίων (25, 13) AB, Sym.
829, EM 1189. Orio. l. c.444

alpha

737

Ἀμφιειμένοι· σημαίνει δὲ τὸ ἐνδεδυμένοι, οἷον (Α 149)·
ὤ μοι, ἀναιδείην ἐπιειμένε· γέγονεν δὲ παρὰ τὸ ἕω, τὸ σημαῖνον τὸ ἐνδύομαι, ὁ μέλλων ἕσω, ὁ παρακείμενος εἷκα, ὁ παθητικὸς εἷμαι καὶ ἡ μετοχὴ εἱμένος, οἷον
5(Ο 308)·
εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην· καὶ ἐν συνθέσει ἀμφιειμένοι. οὕτως Γεώργιος ὁ Χοιροβοσκός (Orth. 176, 24) AB, Sym. 830, EM 1183. Choerob. l. c.

alpha

738

Ἀμφίβληστρον (Hes. Scut. 215)· σημαίνει δὲ τὸ δίκτυον. Ὠρίων (612, 26 Werfer) μὲν ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ βάλλω βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ ς ἀμφίβληστρον. Ἡσίοδος δὲ χρᾶται αὐτῷ εἰς τὴν Ἀσπίδα
5οὕτως (l. c. 213—215)·
αὐτὰρ ἐπ’ ἀκταῖς
ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δεδοκημένος· εἶχεν δὲ χειρὶ
†καὶ ἰχθεῦσιν † ἀμφίβληστρον ἀπορρίψαντι ἐοικώς
AB, Sym. 831, EM 1166. Orio. l. c. + locus Hesiodi.445

alpha

739

Ἀμφιτρίτη· σημαίνει δὲ καὶ τὴν θάλασσαν. ὤφειλε δὲ ὅσον ἐκ τῆς ἐτυμολογίας, ὡς λέγει ὁ Χοιροβοσκὸς (Orth. 173, 16) καὶ Ὠρίων (18, 9), διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφεσθαι· παρὰ γὰρ τὸ τρεῖν λέγεται Ἀμφιτρίτη, ἡ ἀμφοτέρωθεν φόβον ἡμῖν ἐμποιοῦσα.
5ἀλλὰ τῷ χαρακτῆρι τῶν εἰς τη θηλυκῶν διὰ τοῦ ι γράφεται. τὰ γὰρ εἰς τη λήγοντα θηλυκὰ βαρύτονα ὑπὲρ † μίαν συλλαβὴν † ἑνὶ φωνήεντι θέλουσι παραλήγεσθαι, οἷον ἐρέτη μελέτη Ἀφροδίτη· οὕτως οὖν καὶ Ἀμφιτρίτη. πρόσκειται «βαρύτονα» διὰ τὸ τελευτή ὀξύτονον· πρόσκειται «ὑπὲρ δύο συλλαβάς» διὰ τὸ χαίτη. ἐχρή‐
10σατο δὲ τὴν λέξιν Διονύσιος ὁ Περιηγητὴς οὕτως, οἷον (134—135)·
ὑψόθι μορμύρων, ἕτερος πόρος Ἀμφιτρίτης
οὖρον δ’ ἐς Τένεδον τεκμαίρεται ἐσχατόωσαν· τεκμαίρεται σημαίνει τὸ τελειοῦται AB, Sym. 832, EM 1223. Choerob. l. c. + Orio. l. c. + locus Dionysii.

alpha

740

Ἀμφιβρότης (B, 389)· βροτός καὶ ἀμφιβρότη, ἡ ἑκα‐ τέρωθεν τὸν βροτὸν σκέπουσα ἀσπίς AB, EM 1165. *Comm.
Hom.446

alpha

741

Ἀμφί· πρόθεσις. ἰστέον, ὅτι ἡ ἀμφί πρόθεσις λέγεται καὶ ἀμπί παρὰ τοῖς Αἰολεῦσιν, οἷον ἀμπεχόνη ἀμπίσχουσα. ἀμπε‐ χόνη δὲ λέγεται ἀντὶ τοῦ † περιβολῆς ἱματίου†, ἤγουν πάλλιον· ἡ χρῆσις εἰς τὸ βλαύτην· καὶ (fr. rhet. vel hist. adesp.) «ἦν γὰρ αὐτῇ
5ἱμάτια, ὡς καὶ † παράζωμά τε καὶ ἀμπεχόνια δύο καὶ χιτών» AB, Sym. 784, EM 1106 + 1219. *Epim. Hom. + *Lex. rhet.

alpha

742

Ἀμφιρεφέαν (Α 45)· τὴν ἀμφοτέρωθεν ἐσκεπασμένην τῶν βελῶν θήκην· ἔστι γὰρ θηλυκὸν αἰτιατικῆς πτώσεως. ἀπὸ τοῦ † ῥέφω, τὸ σημαῖνον τὸ σκεπάζω, καὶ τὴν ἀμφί AB, Sym. 833, EM 1169, Et. Gud. (d) α 374. *Comm. Hom.

alpha

743

Ἀμφιῶ· εἴρηται εἰς τὸ κρεμῶ (Et. Gen. κ s. v. κρεμόω)
AB, EM 1206.448

alpha

744

Ἀμφιέννυμαι ἠμφιεννύμην· μήποτε δὲ κἀνταῦθα πε‐ ριττή ἐστιν ἡ πρόθεσις; τί γὰρ διαφέρει τὸ ἕννυμαι τοῦ ἀμφιέννυμαι; 〈***〉 καὶ (κ 543)
αὐτὴ δὲ 〈***〉 φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη.
5τί γὰρ πλέον † τοῦ (ψ 131) «ἀμφιέσασθαι χιτῶνα»; οὕτως Ζηνό‐ βιος (fr. I 1 Schoemann) AB, EM 1184. Zenobius l. c.

alpha

745

Ἀμφικινυρόμεναι (Ap. Rh. 1, 883): (l. c. 883—884)·
ἐνδυκὲς ἀνέρας ἀμφικινυρόμεναι προχέοντο, χερσί τε καὶ μύθοισιν ἐδεικανόωντο ἕκαστον. Ἀπολλώνιος. κινυρόμεναι· μέλπουσαι, ᾄδουσαι· ἀπὸ τῆς κινύρας
5AB, Sym. 834. *Schol. Ap. Rh.

alpha

746

Ἀμφίων· ἔστιν ὄνομα κύριον· ἀπὸ τῆς ἀμφί προθέ‐ σεως καὶ τῆς ἰών μετοχῆς γέγονεν ἀμφιιών, καὶ κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο ιι εἰς ι μακρὸν Ἀμφίων βαρυτόνως. βαρυτόνως δὲ γέγονεν, ἐπειδὴ αἱ μετοχαὶ συντιθέμεναι, ἐὰν μὲν φυλάξωσι τὸ αὐτὸ μέρος
5τοῦ λόγου, καὶ τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττουσιν, οἷον βάς ἀναβάς, στάς ἀναστάς, ἐὰν δὲ ἐναλλάξωσι τὸ αὐτὸ μέρος τοῦ λόγου, καὶ τὸν τόνον ἐναλλάσσουσιν, οἷον βάς Ἄβας, τλάς Ἄτλας, φάς Περίφας. ἐπεὶ οὖν ἡ ἰών μετοχὴ ἐν τῷ Ἀμφίων ἐνήλλαξε τὸ μέρος τοῦ λόγου, τού‐ του χάριν καὶ τὸν τόνον ἐνήλλαξεν. δοκεῖ δὲ παράλογος εἶναι ἡ σύν‐
10θεσις τοῦ Ἀμφίων, ἐπειδὴ αἱ εἰς φωνῆεν λήγουσαι προθέσεις δέ‐
χονται καὶ τὸν λόγον τῆς ἐκθλίψεως καὶ τὸν λόγον τῆς κράσεως· καὶ αἱ δεχόμεναι τὸν λόγον τῆς ἐκθλίψεως οὐ δέχονται τὸν λόγον τῆς κράσεως, οἷον † προέστη· «προύστητέ μου»†, ἀναέρχομαι ἀνέρ‐ χομαι· αἱ δὲ δεχόμεναι τὸν λόγον τῆς κράσεως οὐ δέχονται τὸν449
15λόγον τῆς ἐκθλίψεως, οἷον προέστη προύστη, περιΐαχε περίαχε, οἷον (Hes. th. 678)·
περίαχε πόντος ἀπείρων· ὅθεν σημειούμεθα τὴν διά πρόθεσιν· αὕτη γὰρ δεχομένη τὸν λόγον τῆς ἐκθλίψεως δέχεται καὶ τὸν λόγον τῆς κράσεως, ὡς ἐπὶ τοῦ διά‐
450
20κονος· ἀπὸ γὰρ τοῦ ἐνέκω, τοῦ σημαίνοντος τὸ φέρω, γέγονε διαέ‐ νοκος καὶ καθ’ ὑπερβιβασμὸν διαέκονος καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ αε εἰς α μακρὸν διάκονος. εἰ ἄρα οὖν ἡ ἀμφί δέχεται τὸν λόγον τῆς ἐκθλί‐ ψεως, οἷον ἀμφὶ ἀγαθόν (Π 165),
ἀμφ’ ἀγαθὸν θεράποντα,
25οὐκ ὤφειλεν δέξασθαι τὸν λόγον τῆς κράσεως. λέγει δὲ Εὐριπίδης ὁ τραγικὸς (fr. 182) ἐτυμολογῶν τὸ Ἀμφίων, ὅτι Ἀμφίων ἐκλήθη παρὰ † τὴν ἄμφοδον, ἤγουν περὶ τὴν ὁδόν, γεννηθῆναι· ὁ δὲ Ἀριστο‐
φάνης (fr. 327) κωμικευόμενος λέγει, ὅτι οὐκοῦν Ἄμφοδος ὤφει‐ λεν κληθῆναι. ἄλλοι δὲ λέγουσιν, ὅτι οὐ γέγονεν ἀπὸ τῆς ἀμφί προ‐451
30θέσεως καὶ τῆς ἰών μετοχῆς τὸ Ἀμφίων, ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ἀμφί προ‐ θέσεως γέγονεν κατὰ παραγωγὴν καὶ ἐξέτεινε τὸ ι ποιητικῶς, ὥσπερ τὸ Ἰξίων καὶ Δολίων. οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν (168, 6) AB, Sym. 835, EM 1202. Choerob. l. c.

alpha

747

Ἄμφιος (Ε 612)· λέγουσί τινες, ὅτι ὥσπερ ἀπὸ τοῦ Ἀκταίων γίνεται Ἀκταῖος καὶ ἀπὸ τοῦ πλείων πλεῖος καὶ ἀπὸ τοῦ ῥᾴων ῥᾷος καὶ ἀπὸ τοῦ ἀρείων ἀρεῖος, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀμφίων γίνεται Ἄμφιος· καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἀμφίων διὰ τοῦ ι
5γράφεται, τούτου χάριν καὶ τὸ Ἄμφιος διὰ τοῦ ι. οἷστισιν ἀντί‐
κειται ἡ σημασία· τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς ων κυρίων εἰς ος γινόμενα ὀνόματα κατὰ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου λαμβάνονται, οἷον τὸ Ἀκταῖος ἀπὸ τοῦ Ἀκταίων ἐγένετο καὶ τὴν σημασίαν τοῦ Ἀκταίων ἐφύλα‐ ξεν· ὁ αὐτὸς γὰρ λέγεται καὶ Ἀκταίων καὶ Ἀκταῖος. εἰ ἄρα οὖν452
10τὸ Ἄμφιος ἀπὸ τοῦ Ἀμφίων ἐγένετο, ὤφειλεν καὶ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου τὰ δύο ὀνόματα ληφθῆναι. ἀλλὰ μὴν οὐ λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου τὰ δύο ὀνόματα· Ἀμφίων μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ζήθου ὁ κτίσας τὰς Θήβας, ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀντιόπης, Ἄμφιος δὲ ὁ τοῦ Σελάγου υἱός. ὥστε δῆλον,
15ὅτι οὐ γέγονεν ἀπὸ τοῦ Ἀμφίων τὸ Ἄμφιος, ἀλλ’ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι ὥσπερ παρὰ τὴν ὑπό πρόθεσιν γίνεται Ὕπιος, οἷον Ὕπιος Ζεύς, ἔστι δὲ καὶ ὄνομα ποταμοῦ, ὡς παρὰ Ἀπολλωνίῳ οἷον (2, 795)·
παρ’ εἱαμεναῖς Ὑπίοιο, εἱαμεναὶ δέ εἰσιν οἱ δίυγροι τόποι, οὕτως καὶ παρὰ τὴν ἀμφί πρό‐
453
20θεσιν γέγονεν Ἄμφιος, ἐκτάσεως γενομένης τοῦ ι ποιητικῆς. οὕτως ὁ Χοιροβοσκός (Orth. 168, 14) AB, Sym. 836, EM 1205. Choe‐ rob. l. c.

alpha

748

Ἀμφιφορίτης· ὅτι ἐν Αἰγίνῃ ἔδραμον περὶ τὴν Ἀσω‐ πίδα κρήνην ὑδρεύσασθαι, ὅθεν καὶ ἀγὼν ἄγεται Ἀμφιφορίτης λεγό‐ μενος παρὰ τοῖς Αἰγινήταις, ἐν ᾧ οἱ ἐκεῖσε ἀγωνιζόμενοι τοὺς κερά‐ μους ὕδατος πεπληρωμένους ἀναλαβόντες κατὰ τῶν ὤμων τρέχουσι
5περὶ τῆς νίκης φιλονεικοῦντες κατὰ μίμησιν τῶν ἡρώων AB, EM 1225. Schol. Ap. Rh.

alpha

749

Ἀμφίπολος (Γ 143 ...)· θεραπαινίς, δουλίς· παρὰ τὴν ἀμφί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πολῶ AB, Sym. 837, EM 1212. *Comm. Hom.

alpha

750

Ἀμφίφαλον (Ε 743)· ἀμφοτέρωθεν φάλους ἔχουσαν περὶ ἑαυτήν. φάλοι δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι χάριν κόσμου τιθέμενοι AB, Sym. 838, EM 1226.
*Comm. Hom.454

alpha

751

Ἀμφοῦδις (ρ 237)· † παρὰ τὸ ἔδαφος· ἔστι ῥῆμα οὐ‐ δίζω, ὁ μέλλων οὐδίσω, ἀποβολῇ οὖν οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις. οὕτως Ὠρίων AB, Sym. 839, EM 1209. Orio.

alpha

752

Ἀμφορεύς· τὸ ἑκατέρωθεν 〈***〉 δίωτον σταμνίον, ὥς φησι Θεόκριτος (id. 1, 28)·
†ἀμφορεὺς νεοτευχής†. ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον ἀμφοαιρές, καὶ ἀμφορεύς κατὰ συγκοπὴν
5καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ AB, Sym. 840, EM 1210, Et. Gud. (c) α 1096. Orio 31, 12.

alpha

753

Ἀμφῶες (Theocr. id. 1, 28)· τὰ δύο ὦτα ἔχον· παρὰ τὸ
οὖας ἐλλείψει τοῦ υ ὄας, καὶ ὡς οὖδας οὖδος, γῆρας γῆρος, οὕτως ὄας ὄος, 〈***〉 ὡς γένος εὐγενής, οὕτως ἀμφώης καὶ ἀμφῶες. Μεθόδιος AB, Sym. 841, EM 1207. Methodius.455

alpha

754

Ἀμφωτίδες (Aesch. fr. 149)· χαλκᾶ τινα, ἅπερ οἱ παλαισταὶ τοῖς ὠσὶ περιετίθεσαν· περιωτίδες οὖν εἰσι καὶ ἀμφ‐ ωτίδες, τῆς ἀμφί τὴν περί σημαινούσης. Μεθόδιος AB, Sym. 842, EM 1208. Methodius.

alpha

755

Ἀμφόνον (Κ 298)· ἰστέον, ὅτι τὸ ἀμφόνον κατὰ συγκο‐
πὴν οὐκ ἐγένετο, ἐπειδὴ αἱ συγκοπαὶ ἐν μιᾷ λέξει γίνονται, οἷον πα‐ τέρος πατρός, ἀναμεῖναι ἀμμεῖναι· τὸ δὲ ἀμφόνον δύο μέρη λόγου εἰσίν· ἀνὰ φόνον γάρ. ἀλλ’ οὔτε δὲ κατ’ ἔκθλιψιν ἐγένετο, ἐπειδὴ456
5αἱ ἐκθλίψεις οὐδέποτε συμφώνου γίνονται, ἀλλὰ φωνήεντος ἐπι‐ φερομένου, οἷον κατὰ Ἀπολλωνίου κατ’ Ἀπολλωνίου, βούλομαι ἐγώ βούλομ’ ἐγώ. κρεῖττον δὲ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι τὸ τοιοῦτον σχῆμα εἶδός ἐστι συγκοπῆς. οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα (Praef.
lxxxiv, 30) AB, Sym. 843, EM 1211. Choerob. l. c.457

alpha

756

Ἄμφω (Α 209)· σημαίνει τὸ ἀμφοτέρους, οἷον (l. c.)·
ἄμφω ὁμῶς θυμῷ φιλέουσα. ἀπὸ τοῦ δευτέρου τὸ πρῶτον διδάξω. τί ἐστιν «ἀπὸ τοῦ δευτέρου τὸ πρῶτον»; ἐπειδὴ τὸ ἄμφω θέμα ἐστὶν ὡς τὸ δύο. διαφέρει δὲ
5τὸ ἄμφω τοῦ δύο, ὅτι τὸ μὲν δύο πρώτην γνῶσιν τίθησιν τοῦ ἀριθμοῦ, τὸ δὲ ἄμφω ἀναφορὰν ὑπισχνεῖται δυάδος. τὸ γὰρ (Η 3)
ἀμφότεροι μέμασαν πολεμίζειν κατηγορεῖ τῶν ἐγνωσμένων διὰ τῶν προκειμένων λόγων· λέγει
10δὲ Ἕκτορα καὶ Ἀλέξανδρον. ὥστε ὅπερ ἐστὶν οἱ δύο, τοῦτό ἐστιν ἄμφω. διὰ τοῦτο τὸ δύο λαμβάνει ἄρθρου παράθεσιν, οἱ δύο, τῶν δύο, τὸ δὲ ἄμφω οὐ λαμβάνει· οὐδὲ γὰρ λέγομεν οἱ ἄμφω, ἤδη γὰρ τὴν ἀναφορὰν ἔχει. πρῶτον οὖν ἐστι παρὰ τὸ ἄμφω ἀμφότερος, οἷον (Η 3)·
15
ἀμφότεροι μέμασαν, (Υ 25)·
ἀμφοτέροισι δ’ ἀρήγετε·
εἶτα δυϊκὸν ἀμφοτέρω καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄμφω, κατ’ ἔκτασιν τοῦ ο εἰς τὸ ω. διὰ τοῦτο οὖν εἶπον, ὅτι ἀπὸ τοῦ δευτέρου τὸ πρῶτον458
20† θέλει. † ἀμφότερα γάρ, εἶτα ἄμφω κατὰ συγκοπὴν καὶ ἐκτάσει. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ παθῶν (II 211, 7) AB, Sym. 844, EM 1201. Hdn. l. c.

alpha

757

Ἀμφοτέρωθεν· τὰ εἰς θεν ἐπιρρήματα ἀπὸ ὀνομάτων γινόμενα διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται, οἷον † κύκλῳ κυκλόθεν Ἰλιό‐ θεν Λεσβόθεν, πλὴν τοῦ ἀμφότερος ἀμφοτέρωθεν, ἑκάτερος ἑκα‐ τέρωθεν, ἕτερος ἑτέρωθεν AB, Sym. 845. Theognost. 157, 1 et 4.

alpha

758

Ἄμωμος· παρὰ τὸ μῶμος, καὶ ἄμωμος. οὕτως Ὠρίων AB, EM 1229. Orio.

alpha

759

Ἀναβέβρυκεν (Ρ 54)· ἀναπέπωκεν. ἐὰν δὲ ἀναβέ‐
βρυχεν, τὸ ἀναβρύει, ὅ ἐστιν ἀναπηδᾷ καὶ ἀναβάλλεται μετὰ ψόφου AB, Sym. 982, EM 1233. *Comm. Hom.460

alpha

760

Ἁμωσγέπως· ὁπωσδήποτε, ἑνί γέ τινι, καθ’ ὁντιναοῦν τρόπον. ἔστι δὲ ῥητορικὴ ἡ λέξις. ἔστιν οὖν ὄνομα ἁμός ἰσοδυνα‐ μοῦν τῷ τὶς Δωρικῶς, ὥς φησιν Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσείᾳ (α 10)·
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός,
5ἀντὶ τοῦ ἀπό τινος μέρους. καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός γίνεται ἐπίρ‐ ρημα καλῶς, οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμός γίνεται ἐπίρρημα ἁμῶς, καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως. ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρ‐ ρημα· καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός γίνεται ἐπίρρημα καλά, οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ † οὐδαμῶς οὐδαμά ἀντὶ τοῦ οὐδαμῶς. οὕτως Ὠρίων AB,
10Sym. 846, EM 1228, Et. Gud. α 403. Lex. rhet. + Orio.462