TLG 2102 041 :: DIDYMUS CAECUS :: In Genesim

DIDYMUS CAECUS Scr. Eccl.
(Alexandrinus: A.D. 4)

In Genesim

Source: Nautin, P., Doutreleau, L. (eds.), Didyme l’Aveugle. Sur la Genèse, vols. 1–2 [Sources chrétiennes 233, 244] Paris: Cerf, 1:1976; 2:1978: 1:32–332; 2:8–238.

Citation: Codex page — (line)

t

ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ〉

1A

I, 1. [Ἐν ἀρχῇ ἐπο]ίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. [... ... ...] τοῦ Θεοῦ εἰς ὁρατὰ καὶ ἀόρατα φέρεται, τῶν μὲν ὁρατῶν [τὰ σώματα, τ]ῶν δὲ ἀοράτων τὰ ἀσώματα καὶ νοητὰ δηλούντων. [... ... ...] μ̣άλιστα ἐν τῇ βίβλῳ [..]τ̣η προηγουμένως τε.η̣ς̣
5[... ... ...]ως ὅτι γέγονεν εἰπεῖν [..]αξατε τὴν αἰτίαν τη̣ς... [... ... ...].ης· τὰ μέρη τοίνυν τ[ο]ῦ κόσμου καὶ αὐτὸν τὸν [κόσμον] [... ... ...]τες ἦσαν Αἰγύπτιοι, ἐξ ὧν Ἑβραῖοι μαθόντες [... ... .] [... ... ...].. αὐτοῖς ἐπὶ ὅλα τετρακόσια τριάκοντα ἔτ̣[η ... ..].ε.. [... .. ἐτύγ]χανον· ἀκ̣όλουθον ὅταν τὸν νόμ[ον ... ... ...]..
10[... ... ...] ἀρχῆς ... ... ... .[.............................]

1B

[... ... ...]ο̣υ ὄντων εἰς ὃν ἀπ̣... ... ... ... ..[............] [... .. ἀναγ]καῖον οὖν ἦν διδάξαι ὅτ̣ι̣ ... ... ... ...[.........] [... ... ...] διότι καὶ ἀπὸ κοσμογονίας ... ... ... ...[......] [δύναται ὁ] Θεὸς νοεῖσθαι καὶ φανεροῦσ[θ]α̣ι ... ... ... .[.......]
5[... ... ...]ω̣ς εἴρηται ὅτι ἐν ἀρχῇ ὁ Θεὸς ἐ[πο]ίησεν τὸν οὐρανὸν καὶ [τὴν γῆν· ἡ γὰρ] ὁρωμένη κτίσιν ὑπὸ τούτων περιέχε[ται, τῆς μὲν] [γῆς τὰ ζῷα] καὶ φυτὰ καὶ ὕδατα περιεχούσης, το[ῦ δὲ οὐρανοῦ] [τὸν ἀριθ]μ̣ὸν τῶν ἄστρων· προεπινοεῖται οὖν [πάντων τῶν] [ζῴων καὶ] φυτῶν καὶ ὑδάτων ἡ γῆ, ἧς μὴ ὑφεστώσ[ης οὐ δύναται]
10[ὕπαρξις τ]ῶν ἄλλων εἶναι, τῶν δ’ ἄστρων καὶ σελή̣[νης ... ..] [... .. ὁ οὐ]ρανός, οὗ χωρὶς τούτων τι οὐκ ἂν ὑπ[άρχοι; εἰ] [δέ τίς τιν]α χρόνον ἂν οἰηθείη εἶναι τὴν̣ [ἀρχὴν ... ... ... ..] [... .. ἐξε]τάζων εὕροι ταῦτα τοῦ χρόνου προεπιν[οεῖσθαι· καὶ] [τὸ τῆς ἀρχ]ῆς ὄνομα οὐχ ἓν ἀλλὰ πολλὰ σημαίνει· κα[ὶ γὰρ ... .]
15[... ... ...]ν μηκύνω τὸν λόγον σημαίνει ποτὲ τὴν [αἰτίαν ὡς]
[ἐνταῦθα τὸ] τοιοῦτόν ἐστιν· ἐν αἰτίᾳ ὑπῆρχεν ὁ οὐρανὸς κα[ὶ ἡ γῆ, τῆς]

2A

σοφίας αἰτίας τῆς ὑπάρξεως καὶ αὐτῶν καταστάσ[ης· οὐ γὰρ ἀγεν]‐ νήτως ἢ αὐτομάτως ὑπῆ[ρ]ξεν ὁ κόσμος· πάντα γὰρ [διὰ τοῦ λόγου ἐγέ]‐ νετ̣ο καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐκτίσθη τὰ ἐπὶ γῆς καὶ τὰ ἐν τοῖς [οὐρανοῖς τὰ ὁρατὰ] καὶ τὰ ἀόρατα· ἐν γὰρ τῷ υἱῷ τὰ πάντα συνέστηκε [καὶ εἰς αὐτόν, ὅς]
5ἐσ[τι] πρὸ πάντων· ἄνευ γὰρ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὃς οὔ[τε προφορικὸς] οὔτε ἐνδιάθετός ἐστιν ἀλλὰ αὐτὸ τοῦτο, Θεοῦ οὐσ[ιώδης ... .. τῷ] ὄντι, ο[ὐδ]ὲν ὑποστῆναι δύναται· ὡς γὰρ ἀρχιτέκ[των ... ... ...] [... ... ...] γρ̣α̣φὴν ἧς μέλλοι ο̣ἰ̣κοδομῆσαι πό[λεως ... ... ..]
[....................................] τερον.[... ... ... ...]

2B

[...........................] ἐν ἑαυτῇ περιέχουσα. [Σημαίνει] [δέ ποτε τὸ τῆς ἀρχῆς ὄ]νο[μα τὴν βα]σιλείαν, ἵν’ ᾖ καὶ ἐνταῦθα [ὅτι βα]‐ [σιλεὺς ὢν καὶ ἐξου]σιάστης πεποίηκεν τόδε τὸ πᾶν· οὐδὲ τ̣.[... ..] [... ... ... ... ..]έβαλεν αὐ[τ]ῷ ὕ̣λην πρὸς τὴν τοῦ παντὸς ο̣[ὐσίαν]
5[... ... ... ... ..] Εἰ δέ τι̣ς̣ κ̣αὶ τ̣ὴ̣ν ὑποκειμένην αὐτοῖς οὐσίαν [... ..] [... ... ... .. ὑπό]θεσις γὰρ καὶ θεμέλιος τῶν ὅλων ὑπάρχων υ[... ..] [... ... ... ... ..] Θεοῦ λόγος, ὅστις ᾗ μὲν πρὸς τὸν Πατέρα ἐν ε[... ..] [... ... ... .. ὁμο]ούσιος αὐτῷ τυγχάνων, ἁπλῆ οὐσία ὑπάρχει [... ..] [... ... ... ... ..]η πρὸς τὰ δημ̣ι̣ουργούμενα ἔχει τὴν σχέσιν [... ..]
10[... ... ... ... ... .]ο̣υσα τὰ πάντα πρὸς τὸ ἑαυτῆς βούλημα [... ..] [... ... ... ... ... ..]ῃ σοφία ἀλλὰ αὐτὸ τοῦτο οὐσιώδης. [... ..] [... ... ... ... ... ..]σοφω̣[.] μετόχως.
12I,2. Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος [καὶ ἀ]‐ [κατασκεύαστος καὶ σ]κότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου· καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπε̣[φέρε]‐ [το ἐπάνω τοῦ ὕδατο]ς.
15[Ἡ τῆς λέξεως κατα]νόησις ὑποβάλλει ὡς ἡ γῆ ὑποστάση ὑπὸ τῷ [ὕδατι]
[... ... ... ... ..] ὤφθη τοῦ Θεοῦ εἴποντος· «Συναχθήτω τὸ ὕδωρ [τὸ ὑποκάτω]

3A

[τοῦ ο]ὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ̣ ξ̣η̣ρ̣ά̣»· ου... ... ... [... .]τος τοῦ ὕδατος διέμεινεν ἡ γῆ τοσοῦτον ἔχουσα̣ ... . πρ̣ο̣[ ] [... .]σ̣ην ἔμελλεν εἶναι χρειῶδες καὶ πρ̣ὸ̣ς τὰ ζῷα .ε... ... ... ... [... .]τως εἶχεν μεῖναι οὐκ ἠδύνατο οὐ̣δὲ ... ... ... ... .. μα
5[... .]. τὸ «ἦν» τὸ ἀγένητον δηλοῦν ... ... ται ... ... .. ἐποί‐ [ησεν] ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ὅθεν οὐκ ἀγένητ̣ο̣ς̣ [ἡ γ]ῆ. Ο̣ὐ̣δ̣ὲ̣ γ̣ὰρ [ἀεὶ τὸ] «ἦν» τὸ ἀΐδιον δηλοῖ, ἀλλὰ πολλάκις ...[... ... ... ... ... ..] [... ..]τω συνῆπται ὡς τὸ «καὶ ἦν ἀνὴ[ρ ἐκεῖνος εὐγένης ... ... ....] [... .]τερον δηλ[οῖ

3B

[... ... ... ων. ει[...].. ...[...............................] [... ...]....βανεται ... .. [.................................] [....] εκ....εν τε το̣ ην̣ η..... [...............................] [....] ἀόρατος ου... .. διὰ τὴν τ[.............................]
5[κατα]σκεύαστος, ἐπεὶ τὰ δυνάμεν[α ..............................] [....] ἐπὶ τοῦτο ἐλήλυθε. Ταῦτα μὲ̣ν [..........................] [....] λέξεως ὑποβάλλει νοεῖν ..η, [.............................] [....]βοιμεν τὴν ἀόρατον καὶ ἀκα̣τα̣[σκεύαστον...................] [....]. τῷ μὲν ἰδίῳ λόγῳ ἄποιος καὶ ἄ̣[μορφος....................]
10[....]μάτων καὶ μορφωμάτων αυτ[...................... κατα]‐ [σκευ]ά̣ζεται τοῦτο ἐξ ὅλων [...................................] [....] μετὰ τῆς ὕλης αὐτῆς καὶ [...............................] [....] ἐν τῇ Σοφίᾳ λέγει· «Οὐ γὰρ [ἠπόρει ἡ παντοδύναμός σου χεὶρ καὶ κτί]‐ [σασα τ]ὸν κ̣[ό]σμον ἐξ ἀμόρφου ὕλ[ης...........................]
15[....]ηματις..ν μόνῳ λόγ[ῳ π]ρ̣ο̣ε̣π̣ι̣νοουμε[....................] I, 2. [Καὶ σκότος] ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, κα[ὶ] πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετ̣ο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. [Σκότο]ς μὲν οὖν τὸ αἰσθητὸν ε[ἴ τ]ις τοῦτο ἐκλάβοι, δυν[............]
[... ..] φωτὸς γεγενημένου σκότος ἦν οὐκ ουσ[..................]

4A

φωτὸς ὑφιστάμενον, ὅπερ ἐπάνω τῆς ἀβύσσου ὑπῆρχεν. [Ἡ ἄβυσσος] δέ ἐστιν ὕδωρ βάθυ, οὗ οὐκ ἔστιν μέτρον λαβεῖ̣ν, τοῦ βάθου[ς τῷ μήκει] τε κ̣αὶ πλατείᾳ δηλονότι ἑπομένου. Τῷ ὕδατι ἐπιφέρεσ[θαι τὸ πνεῦμά] φησιν· κ̣αὶ εἴη μὲν κατὰ̣ τὴν ἁπλουστέραν διάνοιαν πν[... ... ..]
5μέρος τῷ ἀμέτρῳ τοῦ ὕδατος ἐπικείμενον καὶ μάλιστ[α ... ... .] φανει α· ἐπ̣ε̣ι̣δὴ δὲ τὸ πνεῦμα ταῖς αἰσθηταῖς διήγεσιν [... ... ..] ..σπείρειν ε[..]θεν κ̣αὶ πνευματικὰ πολλάκις, ὁ καὶ νῦν ποι[εῖ ... ...] μεν τὴν κινητοῦ [... ... .]ιαν. Διῄρηται τοίνυν ἡ τῶ[ν ... ... .] [... ...] ... ... . ε... [...............].. γὰρ τα[... ... ..]

4B

[.....................................]των ε[..................] [.................................]ν πρ̣ος ῃ... [...............] [.....................................]φυσιν αλλ[..............] [................................ ὑ]δάτων οὐκ ἐποίησεν. .[....]
5[............................ Ἡ] ἄ̣βυσσος οὖν εἴη ἂν ἡ τῆς [...] [............................].ῃν τὴν ἄγνοιαν σκότῳ καὶ̣ [...] [............................]. ἅγιον ἐπιφέρεται ἐπάνω [...] [......................]. π[ν]εῦμα ἀρχαὶ ἐξουσίαι θρόνοι κ[υρι]‐ [ότητες ... ... ... ...]. τ[.] «Εἴδοσάν σε ὕδατα ὁ Θεὸσ[, εἴδο]‐
10[σαν σε καὶ ἐφοβήθησαν»· δῆλ]ον δὲ ὡς οὐ περὶ αἰσθητῶν [ὑδά]‐ [των ... ... ὅτι οὐδὲ φοβεῖ]ται οὐδὲ ὁρᾷ, ἄψυχα γάρ· ὁρᾶ[ται] [γὰρ ὁ Θεὸς ... ... ... .. ἀλλ]ὰ νοήσει ἀσυγχύτῳ καὶ καθ[αρᾷ] [... ... ... ... ... ... ...]νοις κακίας ὑπάρχει [..]τε[.......] [... ... ..]τοις γενν[..].[..] κατὰ φύσιν, ἀλλὰ ἐκ γνω[..........]
15[... ... ..].μενης κακίαν καὶ ἀρετὴν ἀνὰ μέρος ὑπο̣.[............] [... ... ..
I, 3. [Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γε]νηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶσ[

5A

τι φῶ[ς μ]ετὰ τῶν φωστήρων ὡς ἐν τῷ «Αἰνεῖτε αὐτὸ[ν ἥλιος] καὶ σελ̣[ήν]η, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶ[ς», ἕτερον] ἐκ τού[του] φῶς παρὰ τὸν ἥλιον καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα ὑπ[άρχειν] νομί[ζον]τες· τάχα δὲ οὐ πάνυ ἀναντίρρητόν ἐστιν[...............]
5...σ[...]δε τὴν ὑπόνοιαν ἔχοντες ὅτι πρὸ ἡλί[ου ...................] τις αὐ[γή,] ᾕπερ ἕτερον φῶς εἶναι νομίζουσιν· [....................] ....[..]... ... ... ..φασὶν γὰρ ὅτι μήπω ελ̣[..................] ....[..]τ̣ον καθ’ ἡμᾶς ὁρίζοντα ἀλλ̣ὰ παρ..τ.[....................] ....[..]νοντο· προπηδᾷ αὐγή τις εξ... ...[....................]
10....[..] ἑτέρα τοῦ ἡλίου ἡ ἔξω̣θ̣εν αὐγῂ... ...[..................] ....[..].ιο τῶν̣ αἰ̣σθητῶν̣ εἰδέας ... ... .[.....................]

5B

[..........]..ας .[... ...]..[... ...]... φ[..................] [..........].ι φωτὸς̣ [αὐ]γαὶ ὡς καὶ τοῦ οὐρανοῦ· κ..[..........] [..............]μας ηι[...]..ν ἀποτελεῖσθαι· ον̣. [..........] [..............].ενοις [...].νων τοῦτο δεικνυμεν[..............]
5[...................... Ὥ]σπερ δὲ ἐπὶ τῆς γῆς ε..[...........] [.........................]α̣ φυτὰ ὕστερον αὐτὰ κ.ιν̣[..........] [.........................]αι φῶς τι προυποκείμε[νον ............] [.................... παρά]σχον τὴν γένεσιν ταυτ̣[.............] [.................. πρὸς τ]ὴν ἀλληγορίαν πολλα[...............]
10[.........................].ος θύρα ποιμὴν ὁδὸς [...............] [........................σ]χέσει καὶ φιλανθρωπί[ᾳ ..............] [......................ο]ὕτως καὶ παρὰ τοῦ Πατρὸς [λέγετ]α̣ι πρὸς [αὐτὸν·] [»Δέδωκά σε εἰς φ]ῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σ[ε εἰς σ]ωτηρίαν ἑ̣[ὼς ἐ]‐
[σχάτου τῆς γῆς.»] Τοῦτο δὲ διδάσκει οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος̣ [τὸν υἱὸν]

6A

[ἐγέννησ]εν̣, ἀλλ’ ὅτι φῶς ὑπάρχοντα κατ’ οὐσίαν κ[...].δεν [... ....]εσθαι φῶς ἔθετο τοῖς τὸν παρ’ αὐτοῦ .[...].ν θε [... ....]..μένοις. Οὐ γὰρ ὅτε τέθειται φῶς το̣[ῦ νο]ητοῦ [κόσμου, γ]έγονεν, 〈ἀ〉ϊδίως ὑπάρχων φῶς· «Ἦν» γὰρ «τὸ [φῶ]ς̣ τ̣ὸ̣
5[ἀληθινό]ν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενο[ν εἰς] τὸν κό‐ [σμον». Οὕτ]ω καὶ σοφία ὢν ὁ Υἱὸς ἀϊδίως, γίνετα̣ι̣ τῷ [σοφ]ισθῆ‐ [ναι καὶ πᾶ]σιν̣ σοφία ὡς τοῖς ποθοῦσι μαθεῖν διδ[άσκα]λος, [τότε μὴ ἀ]ρχὴν τοῦ εἶναι σοφία δεχόμενος, ἀλ[λ’ ὢν ἀϊ]δί̣ω̣ς, [ἡμῶν δὲ] σοφιζομένων· αὐτὴ γὰρ περὶ ἑαυτῆς φ[ησιν·] «Ἡνίκα
10[ἡτοίμαζ]εν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ», τῷ πατ[ρὶ δηλ]ονότι, [»σοφία τε] δικαιοσύνη καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρ[ωσις» ἐγέ]νετ[ο] [ἡμῖν ... ...].. διά̣νοι̣αν κ̣α̣τὰ [π]άντα̣[..........................]

6B

[...................]... ... ... ... ..μ... ..υ[...............] [...................]... .. δ̣ι̣δάσκει ψαλ[..].ωτε̣ [...................].. κατὰ φύσιν Θεὸς καὶ [....]..κ.[..........] [...................]...ος· ἑαυτὸν θε̣ι̣...[....].[...............]
5[...................]...δημιουργι̣α̣ ἔτι κ.[......................] [...................]. ο̣ὕ̣τω θεός ἐστιν γεν[νητός .................] [...................]... κατ’ ἀλληγορίαν ν̣ο̣[.....................] [...................]...ικα ἀκολούθω[ς]. [.....................] [...................]...το τὸ φῶς ἁρμοζον̣[.....................]
10[...................]....ν ὅτι στερομενω[.......................] [....]δεξα [... ...]... ἅμα τῇ γενέσει κα[.....................]
[....]..ω̣ς [... ...]...ντων προεπινοουμ[......................]

7A

[....]..ι τῆς οὐσίας αὐτῶν, ἥτις ὑπὸ Θεοῦ ἐφωτίσ[θη ... ...] [....]... καὶ φῶς διατηρεῖν ἀθόλωτον καὶ α..[... ... ..] [....].νη Θεοῦ· «Καὶ εἶδεν» γάρ φησιν «ὁ Θεὸς τὸ φῶς [ὅτι καλόν»,] [τουτ]έστιν τὰ πεφυκότα φωτί[σ]μ̣α̣τ̣α λαβεῖν [...................]
5I, 4. Κ[α]ὶ [εἶδε]ν ὁ Θεὸς 〈τὸ φῶσ〉 ὅτι καλόν. Τ[ὸ] ἰδ[εῖ]ν τὸν Θεὸν τὸ φῶς θεοπρεπῶς ἀκούειν δεῖ ο[... ... ..] [....].. περὶ Θεοῦ ἀνθρωποπαθῶς ἢ ἀνθρωπολογῶ[ς ... ... .] [....]..εται· ὡς γὰρ .. «αὐτὸς εἶπεν καὶ ἐγεννήθ[ησαν ...] [... τ]ῷ κατὰ πρόνο̣ι̣α̣ν λόγῳ εἶπεν, ἵνα ὑπολ.[... ... ..]
10[....] αὐτοῦ ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν δεχόμεθα ..... [... ... ..] [....]. βούλεται .... καὶ περὶ τοῦ ... ... .. [... ... ..]

7B

[.....................]... ... ... .... [.......................] [.....................]σ̣τ̣ερ ... ... ... [.......................] ................... κ]αθὰ π̣ροε̣ί̣ρη̣τ̣α̣ι̣ ... ... [...................] [...................]του νομίζειν ... ... .. [...................]
5[...............].....α....κ.πε ... ... .. [....................] [...............].ι ο̣ὐκ ἴσον τῷ ἐμοι̣... .... [...................] [...............].ν.λα..ν καὶ αὐτω... .... [...................] [...............].λαλε. ἄνθρωποι γοῦν ... .... [................] [...............].. Θεὸς δὲ τὴν διάνοι̣α̣ν̣ .... [...................]
10[...............].[. ο]ὕτ̣ω λαλ[εῖ] ουδ... .... [................] [...............] φωνὴν Θεοῦ ἐπεὶ ου... .... [.................] [...............] ἀλλ’ ἐμβατεύων καθ... .... [..................] [...............] καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ α... .... [................] [...............]τοι Θεὸς ταῦτα ταῖς διαν̣ο̣ί̣α̣ι̣ς̣ . [.................]
15[...............] λέγομεν τὸ εἰπεῖν τὸν̣ Θ̣ε̣ὸ̣ν̣ .... [................]

8A

[... ... ..] καὶ μεγέθει τῷ γεγενημένῳ φωτὶ προσβαλὼ[ν ......] [... ... ..]ελως ἂν ἴδοι Θεὸς πᾶσαν τὴν ἀναλογίαν καὶ αἰτ̣[.......] [... ... ..].τε καὶ οἵαν ἁρμονίαν ἔχει πρὸς τὰ ἄλλα με[...........] [... ... ..]. καὶ τὸν ζωγράφον λέγομεν ἑτέρως ὁρᾶν τ[...[....]
5[... ... ..]τεχνη, καίτοι καὶ αὐτοῦ αἰσθητικῇ προσβολῇ̣ [..]τη.[..] [... ... ..]. λαμβανομένου· ὁ γὰρ τεχνιτεύσας τὴν ἀν[αλ]ογίαν [ὁρῶν τοῦ]δε τοῦ μέλους πρὸς τόδε καὶ τοῦδε πρὸς τό[δε] τὸ κάλ‐ [λος αὐ]τοῦ θεωρεῖ, τοῦ ἀτεχνοῦς ταυτῆς μὴ ἐφικνου[μέν]ου τῆς [ὄψεως ἥ]τις λογισμῷ καὶ νοήσει τεχνικῇ γίνεται. Ει̣τ̣[..] του
10[....] .... Σωτὴρ εἶναι εἴρηται, κατ’ ἀλληγορίαν ἡμέ[ρα ἔ]σται [ὡς εἴ]ρηται· «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικε[ν». Αὐτὸς] [γὰρ ἡ]μέρα καὶ φῶς ὑπάρχει, φῶς μὲν κατὰ τὴν οὐ[σίαν ...........]

8B

[....]... ... ...]..[.........]..[.............................] [....................] σκότους ἀλλὰ ὑπ[........................] [...................] διάνοιαν φωτίζει η[........................] [... ... «Ἀνατε]λεῖ» γὰρ «ὑμῖν τοῖς φοβουμ[ένοις τὸ ὄνομά μου ἥλιος
5[δικαιοσύνης»· οὐδ]ὲ γὰρ περὶ αἰσθητοῦ φωτὸς .[..................] [................]τ̣ο τ̣οῖς φοβουμένοις προσενε. [.................] [................] ἀνατέλλει τὸν ἑαυτοῦ ἥλιον [..................] [................].ηλων.
8I, 5. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τ[ὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσ]εν νύκτα. Κατὰ πάσας τὰς [..................]
10[................] δεῖ λαβεῖν. [Ο]ἱ μὲν γὰρ ποι[...................] [................]ται. δεῖ δὲ λογίζεσθαι ὅτι κα[.................] [................]σι̣ας γίνεται, ὅπερ νύκτα κ[...................] [.............. δη]μιουργός· ἡμ̣έρα οὖν νόμῳ ἀ[λληγορίας ........] [................] ἐλλάμπουσα καὶ φωτισμὸν καὶ .[...............]
15[................].[.].α̣· ἡ δ’ ἄγνοια σκότος· τὸ «ἐκ[άλεσεν» ..]
[................]. ἀντὶ τοῦ ἀπέδειξεν ἐκδεκτέο[ν................]

9A

τοῦτο γὰρ συνεχῶς τὸ σημαινόμενον ἐν ταῖς [... ... ....] τα[ῖς γρα]φαῖς. Σημαίνει γάρ ποτε καὶ τὸ «ἐποίησεν» ἀντ[ὶ τοῦ ‘ἀπέδει]‐ ξεν‘· τῷ γὰρ Σωτῆρι οἱ Ἰουδαῖοί φασιν ὅτι «σὺ ἄνθρωπος ὢν [ποιεῖς σεαυτὸν] θεόν» ἀ[ν]τὶ τοῦ ‘ἀποδεικνύεισ‘ τὸ ποιεῖς λέγοντες [... ... ... ..]
5μι οὐδείς· καὶ πάλιν εἴρηται ὅτι «διὰ [τοῦ]το ἐζ̣[ήτουν ἀποκτεῖναι] Ἰησοῦν, ο[ὐ] μόνον ὅτι ἔλυεν τὸ σάββατον, ἀλλ’ ὅτι καὶ πατέρα [ἴδιον ἔλεγεν] τὸν [Θ]εόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ», ὅπερ ἴσον τῷ ἀ[γεννήτῳ Θεῷ ση]‐ μαίνε[ι]· καὶ ὁ Ἰωάννης δὲ ἐν τῇ κατ’ αὐτὸν ἐπιστολ[ῇ γράφει· «Ἐὰν] εἴπ[ωμε]ν̣ ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν [αὐτὸν», δηλον]‐
10ότι τὸν Θεόν], ἐνταῦθα τοῦ «ποιοῦμεν» τὸ ‘ἀποδείκνυμεν‘ [σημαίνοντος·] ἀλλὰ καὶ] περὶ τοῦ ἱερέως λέγεται τοῦ λαβόντος δια[... ... ....] [... ....]ας ὅτι «μιαινεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς», δηλονότι τ[οῦ «μιαινεῖ] [αὐτὸν» δη]λοῦντος τὸ ἀποδεῖξα̣ι̣ μ̣εμιασμένον, οὐκ αὐτὸν̣ [... ... ....]
[.............................]του οὐκ αυ[....................]

10A

[... ... ἐξ] ἀρχῆς ὁ Θεὸς ἔννοιαν, καθ’ ἣν διακρίνειν οἷ̣όν τε τ̣[ὸ] ἀγαθὸν [καὶ κ]α̣κόν, ὅπερ ὑπάρ[χ]ει τοῖς ἀδιαστροφ... ... ... ... ....ου‐ [σιν· οἱ δ’ ἄλλ]οι διεστραμμένοι καὶ ἐναλλὰξ τοῖς πράγμα[σιν] χρώ‐ [μενοι ... ...] ὅτι τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν ἐστιν τῷ .α.δι.[...]..α
5[... ... ... ...]..ι α.[..] κακὸν ὄν· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γ[..]..ω [... ... ...]επεται· τοὺς τα̣ῖς διεστραμμέναις ταύταις ..[..]τ̣ισιν [... ... ...]. ταλανίζων ὁ λόγος φησίν· «Οὐαὶ οἱ λέγοντ[ε]ς τὸ πο‐ νηρὸν καλὸ]ν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φ[ῶς καὶ τὸ φῶς σκότο]ς», ὅπερ ἐπὶ τῆς ἱστορίας μὲν οὐ ποιοῦσιν—οὐ γ[ὰρ τὸ
10[σκότος φῶ]ς εἶναι νομίζουσιν—τῷ δὲ περὶ τοὺς τρόπους .[... [... ... ..]ει τὸν ταλανισμὸν αὐτοῖς ἐπάγει το τ[.... [... ... ..].ουνται τὴν φιλοκαλίαν καὶ τὴν γνῶσιν [....
[... ... ..]..ν περιττὸν πρᾶγμα ... ...[....................]

13A

[.............] ἐν τοῖς πρὸ τούτων εἴρηται [......................] [.............] ὁρωμένης κτίσεως π̣[...........................] [.............] πολλάκις ἐν τῇ διηγήσ̣[ει.........................] [.............] ὑπεραναβεβηκότα σω[...........................]
5[.............]σ̣ις δίττη ἐστὶν διαν̣[..............................] [.............] οἱ φωστῆρες γενομεν[...........................] [.............] ὅστις ἕτερός ἐστιν π̣[.............................] [.............] πρὸ πάσης ἡμέρας καὶ [..........................] [.............] δεύτε̣ρ̣ον γεγενημένου [........................]
10[.............]ἡμέρα γεγ̣ε̣ν̣η̣μένον τω...[........................] [.............].σθ̣α̣[...........................................] [.............]ι γαρ[.....................................]

13B

[.............]ν οὐρανὸν ὅπου .[................................] »Ἰδοὺ Κυρίου] τοῦ Θεοῦ σου ὁ οὐρανὸς [καὶ ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν [............ἕ]τ̣ε̣ρ̣ό̣ς ἐστιν ὁ̣ οὐρανὸ̣ς̣ [...........................] [............λ]έ̣γ̣ουσιν ἑπτὰ οὐραν[οὺς ..........................]
5[.............]ο̣ν ἀναβ̣ατικόν. [.................................] [...........εἶ]ναι οὐρανοὺς ἓξ ἄν[ευ ............................] [.............]ο̣μεν τῶν οὐρανῶν ε[..............................] [.............]ον ὁ μὲν γὰρ Παῦλος [............................] [............τ]ιθεις τρεῖς οὐρανοὺς ου[...........................]
10[.............]η ἕ[τε]ρον τούτων̣ .[.............................] [...........πα]ρ̣ὰ τοὺς τρεῖς υπ[................................] [.............] οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν [...........................] [.............] ἐλέγετο· η δύο γ̣[..............................] [.............] οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν [...........................]
15[.............] εἰωθὲν γὰρ ἡ γρα]φὴ [.........................]

14A

[....................................... ο]ὐκ ἔστιν ἀναντίρρητον [.......................................τ]οῦτο δὲ οὕτως εἴρη‐ [ται .....................................]συπαρχουσιν οὐρανοὶ [........................................]ετα τῆς γῆς ἕτερος
5[........................................].ρον εἴρηται ὁ κυρίως [.......................................ο]ὐρανὸς ὠνομάσθη εκα– [........................ οὐραν]ὸ̣ν τὸ δὲ ἐν ἀρχῇ γε– [........................................]α προ̣επ̣ινοούμενον [........................................]ν οὐρανό̣ν ἐστιν ἀ̣πο
10[....................................... π]ερὶ κ̣[................]

14B

[.............................................]ουτ̣ο[.............] [........................................]ε̣ἷς ἦν καὶ ὁ αὐτὸ[ς ...] [.......................................] ...θεις τὸ του[....] [.....................................το]ῦ Σωτῆρος τοῦτο π.[...]
5[.....................................]. τοῦ κόσμου τού̣[του] [.....................................] τούτου· ει το.[...] [.....................................]ε̣ιμενος ἔχει ο̣[...] [.....................................]ἄλλοι εἰσὶν παρ[ὰ ..] [.....................................] καὶ γῆς ἑκαστε[...]
10[.....................................]υσεως οὔτ[ε] γὰ[ρ ...] [.....................................]τα ἐν κόσμῳ α[...] [.....................................]ς λόγος αἰώνια λ[...] [.....................................]μενα καὶ πρόσκαιρα [...]
[.................................»Πίστ]ει νοοῦμεν κατηρτ̣[ίσθαι]

15A

τοὺς αἰῶνας ῥήμασι Θεοῦ εἰς τὸ̣ μ̣ὴ̣ ἐ̣κ̣ φ̣[αινομένου τὸ βλεπόμε]‐ νον γεγονέναι» μιμήματα ... ... ... [... ... ... ... ... ...] νομενα καὶ θαυμαστὸν οὐδὲ ... .. τε ... [... ... .. κατασκευ]‐ άζει Μωσῆς καθ’ ὑφήγησιν ... ... .... [... ... ... ... ....]
5κατεσκευάζετο· «Ὅρα» γάρ φη̣σ̣ι̣ν̣ «π̣ο̣ι̣ήσε̣[ις πάντα κατὰ τὸν] τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν̣ τ̣ῷ̣ ὄ̣ρ̣ε̣ι̣» .. [... ... ... ... ..] καὶ ὁ σοφώτατος Παῦλος ἐν τ̣ῇ̣ πρὸς Ἑβραί[ους ἐπιστολῇ] διὰ τῆς τελειοτέρας καὶ ἁγίας ... ... .... [...................... ... ... ... ... ... ὥστε ἐκείνη ... ... ... [...................]
10και ε.ερ.. πνεῦμα μεῖζον ε.τ... .... [..........................] [................................] ... ... [....................]

15B

[......................]μηπω[................................. [......................]μενου̣[.................................] [....................]α̣λογιας [.................................] [....................] τοῦ Θεοῦ [................................]
5[....................]τ̣α̣ι θεωρ[.................................] [....................]ενον ουκ[.................................] [.................... ἐθ]εώρουν το[................................] [....................]υ οὐρανοὺς [..............................] [....................]θ̣ει̣σασθαι [...............................]
10[....................]εφη τὸ οψο[...............................] [....................]μον οὖν ουραν[............................] [....................]α η ἑνὸς αν[...............................] [....................] Θεοῦ ποίησιν δ[..........................]
[....................]τ̣ης τάξεως υ̣[............................]

16A

[....................]... ... ..ν· ὡς γὰρ εὖ θεμελιωθεῖσα οἰ– [..........................]. τ̣εχνίτου δείκνυσιν καὶ ἅρμα τεταγμέ‐ [νον .....................]....χου καὶ ναῦς τὴν κυβερνήτου, οὕτως [..................]ον φησιν ἐκ μεγέθους καὶ καλλονῆς τῶν κτισ‐
5[μάτων ............]. ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται· ἐκ γὰρ τοῦ [...........................].υς τῶν γενομένων τὸ ὑπερβάλλον τοῦ [.........................]κ̣αταπλαγήσεται· τῆς γὰρ μεγάλως υ– [..........................].ιν πέρας· οὐ μόνον αἰσθήσει ἀλλὰ καὶ [.............................]ον οἱ δὲ οὗτοι οἱ οὐρανοὶ τὴν δόξαν
10[..............].κα.οι οὗτο̣ι[...................................]

16B

[........................]γ̣ὰ̣ρ̣ ὁ̣ Θεοῦ [.........................] [........................]ν διηγη̣[..............................] [........................λο]γ̣ικ̣αὶ φύ[σεις .......................] [........................] στερέω[μα.........................]
5[........................]ν κινουμ[.............................] [........................]. τοιαστε[...........................] [........................]κειμενον τ[...........................] [..........................]ς οὐσίας καὶ [.......................] [........................]γνωσθη Θε[...........................]
10[........................]ς οὐ θεοι μ[...........................] [........................]ν̣τος καὶ περι[.........................] [........................]ου πνεύματος εἴρητα̣[ι .................] [........................]. τινὲς μὲν οὖ[ν .......................] [........................]α̣ρα τιθεμένοις̣ [.......................]
15[........................]εται ὡς ετερ[.........................]

17

ο... ... ... .. τοῖς προειρημένοις ἐκλημπτέον· οὐ γὰρ προφορικῷ χρώμενος λόγῳ λέγει· ἕπεται̣ γ̣ὰρ τῷ χρωμένῳ προ‐ φορ̣ι̣κ̣ῷ τὸ καὶ ἐνδιάθετον ἔχειν, τοῦ δὲ συνθέτου ἐστὶν εκτε.. ος ... ... ... ... τὸν ἐνδιάθετον λόγον [..].εσω ...ακολου
5[...]....[..]....ναι ο δε [....]αρ ..... [....].πλους καὶ τὰ παν [... ... ..].διο ου χρησ[... ...]....[... ....].ε..[...].... [... ... ..]... επιβαλλ.... [.].... [... ....]ασκ.[....]...[.] [... ... ..] .... [..] εκ... ολ[..].[............................] [... ... ..].... [......] βουλ[...].[..........................]
10[... ... ..].... [......] .... [................................] [..]... ..ο[....] .. [....] ... [.................................] [..].ε.... [....] .. [....] ... [.................................] ... ... .. [....] ... [....] επι[.............................]νη ... ... .. [....] ... [....] ... [............................]ε.ε
15... ... .. [....] ... [....] ... [.........................] .... εγ̣ε̣νετο.. [....] ... [....] .. [............................].στερε ... ... θελ[....] ... ... .... [...........................]υεμμε σω των υδατω[...] .. [...] ... [..........................].τερον ... ... ... .. [...] .. [...] .... [.........................] την
20..ροτεραν [....]. [....] .... [............................]υμενον ... ... ...ου [....] ... ... ... [......................]...ε.ι.ε ... ... ..με. [....] ... .... [.............................]ετων δια...ν ... ... [..] .... [.................................]ηλογι κε .... ω.ο.α... [..] ...η.. [..........................]λλα προς
25....και οι κατ.... ο[.] .... [..........................]...της
χρειας τουτο απρ[.] ...τα [..........................]ις επει τοι

18

νυ̣ν̣ ουχ.... υδωρ υδας.. λ... ... ... ... ... ... ...ως ρεουσων.... σκ.. τω....τυπου επυδ... ...η κατω... ρ... ... ... ... ... ... ..α ...εμμεσω του... ατος... ν... ... ... ... ... ... .ε ... τουτ’ αυτα ....σεν ...
5ρ... ... .. [...] ... ... .. ε[....]λεγεται ε... [..] λο... .. β... ... [......] ... ... ... [... ..]υ των υπαυτω[...]διε [...] .[..............................π]ροειρημενοις ο μη. [... ... ...] ...[............................]ιωσο. ν[...]μαι .. [... ... ...] .[................................]ετ [... ...]ους .[... ... ...]
10.[..............................]του [... ...]αυπ.. [... ... ...] .[..............................] ... [... ...]υτα.. [... ... ...] ο[...............................]υδωρ [....]μους [... ..]εροι... γα[................................] ..ε ....].υε [... ..] καιειτ.. χρ[...............................] θ.. [...] ... [... ..]...δυ....
15νο..[............................] ... [....] ...[... ..]ταγαρα ... χειτ[............................]ο αποστ... [... ...]υδ[ω]ρει... λειασ[.............................]και υγ[... ....]ρανων τον... μωδ[............................]αυτον[..]..[...]υν ουνων κατ... υδωρ.. [.........................θ]ν τ..[..[... ..]νων παρα....
20προβα..[..........................]ε του.... [...] κατα τον ου... δωρ υ.[..........................]τιθη[.]ο ... ..τον αινουν... θν δ.. [..........................]θυ και[..] ... ..βωμενω και... θιστη. [.........................]εχει[.]ο υδωρ αισθητον ουκ ε̣‐
στιν το. [.........................].ντα εχειν .... δυνατα ειναι̣

19

διαδ....τος· ἑτέρως τὸ ἀληθὲς τῶν ειρ... ... ... ... δεχ.....ολου τῶν θείων γραφῶν περὶ υ... ... ... ... πνεύματι ..δ..ληται ὡς ἐν τῷ εὐαγγελίῳ· «Ὁ πι̣σ̣τ̣ε̣ύ̣ω̣ν εἰ̣ς̣ ἐ̣μ̣έ, καθῶς ε̣ἶ̣π̣ε̣ν̣ ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλί̣α̣[ς αὐτοῦ] ῥ̣ε̣ύ̣σ̣ο̣υ̣‐
5σ̣ι̣ν̣ ὕ̣δ̣α̣τ̣ο̣ς̣ ζ̣ῶντος», ὅπερ αἰσθητῶς μὲν ....[... ...].ε.... ... ... ....ι ....ναειγ .ρ....λιας ... ...[... ....]. της κα– ... ... .... ἄνθρωπον ὑποβαλλο[μ]ένης περι... [... ... ..]... .. ... ... ... ... ... .. λαβομεν και ... ....[... ... ..]... .. ..[...]... ... ... ... ητη..ιειλ... ....[... ... ..]... ..
10... ... ....α τὸν ἔσω ἄνθρωπον ..ν.[... ... ... ... ... ... ..] ... ... .. [..].εσω [...]ιλιας. [... ... ... ... ... ... ... ..] εναρ.... [..] .. [....]. νε. [... ... ... ... ... ... ... ...] ειπο.... [...] .. [....] ... [... ...... ... ... ... ... ...] λογι... [..] ... [.].[.]ολας. της [... ... ... ... ... ....]
15... ... ... .... [.] ..αρτις..ας...ερ... [... ...] ... ... [ὕ̣]‐ δωρ το.[..] ... .... [..] οὐρανῶν ... κι.. ειε... [....]. καὶ προσ‐ ήκει αιν[..] ... ... ..εισθαι κ..ορ ... ... ... ... ..ον Θεόν· ἔστιν δὲ κ.[.]... .. [...].λαου..υτ ... ... ... ... ... περὶ ὧν λέγετα̣ι̣· «Ὕ̣δ̣ω̣ρ̣ π̣ο̣λ̣ὺ̣ οὐ δυνήσεται σβέσ̣αι τὴν ἀγάπ̣ην» δου‐
20λόμενον μ... ... ... δ̣υνατ..δε ... ... ... ... ... ... .. η.εν.νου ... .... ἐ̣φάπαξ τῆς ἀντικειμένης δ̣υ̣ν̣ά̣μ̣εως πε‐ ρὶ ἧς ... ... ... ... ... .. τ.ν ὁ ἅγιος βοᾷ· «Ῥῦ̣σ̣αί μ̣ε̣ ἐ̣ξ ὑ̣δά̣των πολ‐ λῶν», ἅπερ ε... ... .... ἐπάγει· «ἐκ χειρὸς υἱῶ̣ν̣ ἀ̣λ̣λ̣οτρίων», ὕδωρ λέγων τοὺς ἀ̣λ̣λ̣ο̣τ̣ρ̣ί̣ο̣υς υἱούς. Καὶ πάλιν· «Ἐὰ̣ν̣ δ̣ι̣έ̣λ̣θ̣ῃς διὰ πυρός,
25φλὸξ οὐ κατακ̣α̣ύ̣σ̣ε̣ι̣ σ̣ε̣, ἐὰν δι̣’ ὕδατος, π̣ο̣τ̣α̣μ̣ο̣ὶ̣ οὐ συγκλύσου‐

20

σίν σε», ἅπερ ἆθλα τῷ δικαίῳ δίδοται. Καὶ εἰ ἐπὶ τὰ τῶν αἰσθητῶν ποταμῶν τις αὐτὰ ἐκλάβοι, οὐ μέγα τὸ μὴ συγκλυσθῆναι ὑπὸ [πο]ταμῶν αἰσθητῶν, πολλῶν [κ]αὶ ἄλλων φαύλων τοῦτο προ̣π̣ε̣[π]ονθότων, μέγα δὲ τὸ μὴ
5ὑπενεχθῆναι τοῖς ῥεύμασιν τῶν ἀντικειμένων ἐνεργειῶν μηδὲ τῇ τούτων ἀμέτρῳ κακίᾳ, ἅ̣πε̣ρ̣ μι̣σθὸς ὁ πρέπων τοῦ δικαίου τυγχάνει καὶ τέλος οἰκεῖον.
7 Τῶ[ν λο]γικῶν τοίνυν ζῴων διὰ τοῦ ὕδατος παρισταμένων, δηλοῦ[ται ὅ]τι παρ̣’ ἰδίαν ὁρμ[ὴ]ν καὶ θέλησιν τὰ μὲν ἐν κακίᾳ, τὰ δὲ ἐ[ν ἀρ]ετῇ γέγονεν. Πάντα μὲν γὰρ
10γέγονεν ἵνα ἀρετὴν ἔχῃ, ἀλλά [τιν]ες παρ’ ἰδίαν ῥοπὴν τὸ δοθὲν οὐκ ἐφύλαξα[ν]. Ἐπεὶ καὶ τὸν ἄ̣ν[θρωπον] ὁ Θεὸς [ε]ὔθη πεποίηκε[ν], αὐτοὶ δὲ τῆς εὔθητος ἀπέ‐
12στη[σαν ... ... .].[.]ν διαφοραι[.].[...]. ὕδωρ [ο]ὐκ οὐσιώδης αλ.[... ... ... ... ... ..].κακαι[... ..]ται ε[..]· ουσιαι κα...[... ... ... ... ... ..]. ουκα[... ..]. τιν[..]
15Οὕτω γὰρ ἂν πα.[... ... ... ... ... ..]ματη ...[.] τῆς [σωτ]ηρίου οἰκονομίας σ[... ..], ἀλλ’ οὐ μάτην γέγονε[ν]· διόρθω[σ]ις γὰρ ὑπῆρξεν τοῖς ασ[...] ... ἰδίᾳ ἄρα
20ὁρμῇ τὰ μὲν [ἀ]γαθά, τὰ δὲ κακὰ συνζώντω̣[ν λο]γ̣ικῶν
18ὑπάρχει. Τὸ γεγο[ν]ὸς οὖν στ[ερ]έωμα ἐμμέσῳ τοῦ ὕδα̣τός
20ἐστιν λόγος διαφορὰν ὑπάρξ[ου]σαν κατὰ γνώμην φανερὰν καθιστῶν, ὅστις ἐγκείμ[ε]νος τῷ ἡγεμονικῷ παρὰ Θεοῦ
21χωρίζει τὰ φα̣ῦλα τῶν ἀγαθῶν, [ἵ]ν’ οὕτω καὶ ἕληται. Τὸν δὲ χωρισμὸν οὕτως ἂν οὐ σωματικῶς ἐκλάβοις, θεωρήσας πῶς εἴρηται ὑπὸ τοῦ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιον αἰτήσαντα ἀποσταλῆναι πρὸς αὐτὸν τὸν Λάζαρον·
25»Χάσμα μεταξὺ μέγα ἐστήρικται», δη̣λοῦντος ὅτι ἡ ἀρετὴ τῆς κακίας διέστηκεν οὐ τόπῳ ἀλλὰ διαφορᾶς
26ἐξαλλαγῇ καὶ ἐναντιότητι. Ἐπεὶ γὰρ ἀσυνύπαρκτός ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ, οὐ δύναται ἐν τῷ αὐτῷ εἶναι

21

ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἄδικος, ἐν ταὐτῷ δὲ οὐ τόπῳ λέγω ἀλλ’ ἕξει̣
1καὶ διαθ̣έ̣σ̣ει. Ὥσπερ οὖν ἐκεῖ διαφορὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας χάσμα εἴ̣ρη̣ται διαιροῦν τὸ κακὸν ἀπ[ὸ] τοῦ ἀγαθοῦ, οὕτω καὶ νῦν στ̣[ερέ]ωμα̣ π̣εποίηκεν ὁ Θεὸς ἐμμέσῳ τοῦ
5ὕδατος, τοῦτ’ ἔστιν ἡγεμο[νι]κῷ, ἵνα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ
5κακοῦ διάκρισις γένηται. Καὶ ἐπεὶ τῇ φύσει τὸ ἀ[γα]θὸν ἀνώφορόν ἐστιν, τὸ δὲ κακὸν κάτω ἕλκον τὸν αὐτῷ ἑκου[σί]ω̣ς χρώμενον—»τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες κατάγουσιν τοὺς [χ]ρωμένους αὐτῇ μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην»—, κάτω μέν ἐσ̣τ̣ι̣ τὰ χείρο̣ν̣α̣ τὰ δὲ τῇ ἀρετῇ
10χρώμενα οἰκεῖα τοῖς ἄνω τυγχά̣[νει]—»ἀναλαμβάνων»
10γὰρ «πραεῖς ὁ Κύριος»—, χρησίμως τοῦ στερεώματος, ὅ ἐστι λόγος πίστεως καὶ ἀρετῆς, διείργοντος τὸ χεῖρον τῶν σπουδαίων, ἵνα μήτ̣ε συν[..].ι.η μητε κατα[... ... ..] ...ολο... ..θηση εξ.[...]ς̣· ε[... ..] επτειν..ν .α [... ... ... ..]... ... ... τὸ στερέω[μα] δὲ π[ρὸς τ]ὴν
15φύσι[ν ... ... ... ... ... ... .. οὐ]κ ἔστιν ἑτερ[..].ως [στ]ερεὸν σῶμα .[... ... ... ..].ρις̣· δ̣[..] στασις
16ἔχον ὑπάρχε̣ι, ἀλλὰ καὶ οὕτω λ[..]η̣το[... ..]ν̣ καὶ πᾶσαν ὑπερβάλ[λ]ων σώματ[ος] οὐσίαν. Εἶπεν ο[ὖν ὁ] Θεὸς [στερέ]ωμα γενέσθαι ἐμμ[έσ]ῳ τοῦ ὕδατος̣· ἓν γάρ ἐστιν τὸ ὕδ[ωρ ἐκλ]ημφθὲν νόμῳ ἀλλη‐
19γορίας, μιᾶς οὔσης τῆς λογικῆς οὐσίας [κα]τὰ τὸ ὑποκείμενον,
20καὶ ἡ διάφορος γν[ώ]μη τὸν χωρισμὸν ἐνε[ποί]ησεν. I, 6. Καὶ ἐγένετο οὕτως. Ἔδει γὰρ τὸ βούλημα τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ γε[ν]έ[σθ]α̣ι, τοῦ ἔργου θᾶττον δειχθέντος καὶ ἅμα τῷ λόγῳ καὶ τῷ θελήματι [ὑ]ποστάντος. Θέλημα δὲ αὐτοῦ ὁ Υἱὸς ὑπάρχει,
25δι’ οὗ τὰ ὅλα συνέστη, Σοφία ὢν τοῦ γεννήσαντος
λέγουσα· «Ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην
26αὐτῷ.» Διόπ[ερ] ἐὰν ἀ[κ]ούωμεν εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἐγένετο οὕτως, τὸν Υἱὸν νοο̣ῦντες τὸν ἀκούοντα καὶ

22

πληροῦντα τὸ βούλημα [... ... ... ... ....]ωπινως διαλαμβάνομεν ου....ν.ε̣ι̣. ... ... ... .... ους .ινα καὶ ακου .[..] ποιησ̣ι....α̣...... ... ...εν ἀλλ’ ἵνα ἡμεῖς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ἕνωσιν ἔχον̣τες [διὰ τ]ούτων τῶν λέξεων
5δημιουργὸν τῶν ὅλων τὸν [Πατέρα] κ̣[αὶ τὸν] Υἱὸν πιστεύωμεν, οὐχ ἕτερα τοῦ Πατρὸς καὶ ἕτερα [τοῦ Υἱοῦ
6αὐτοῦ ἐρ]γαζομένου· εἴρηται γὰρ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ· »Ἃ γὰρ [ἂν ἐκεῖνος ποι]ῇ, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως
7ποιεῖ.» I, 7. [Καὶ] ἐπ[οίησεν ὁ] Θεὸς τὸ στερέωμα καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσο[ν τοῦ ὕ]δατος ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώ‐
10ματο[ς] καὶ ἀνὰ [μέσον τοῦ] ὕδατος τοῦ ἐπάνω το[ῦ
10στ]ερεώματος. Δ....[... ....]τοῦ ὕδατος, ὥ[σπερ πρ]ότερ[ον] ε̣ἴρη‐ ται, ... ....[.].[... ....] δὲ ὑπὸ τὸ στ[ερέωμ]α ε.[..] ἔτυχε .....[.].[.].[....].[.]...παντα τ̣.[....].οπ̣. [...].ιτὰ ἑξῆς δε... ..[... ...]υτο ἔργοντα ὅτι επ̣α‐
15να[.]...εστι το... ..[....].ν τῶν φθα̣σά[ν]τω[ν]. I, 8. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ̣ σ̣[τερέωμα οὐ]ρανὸν καὶ
16εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν. .[...]ησαι̣ μὲν .α... .. [εἶδεν] ὁ Θεὸς ὅτι καλόν, τ̣ο̣σοῦτον δὲ ἔπ̣α̣ι̣νο̣ν ῥητέον ὅτι̣ ο̣....[...]νομενον εὐθὺς̣ τὸ εἶδ[ε]ν ὑποφαίνει κάλλος αλλ... ...[..]....ενον ἔχει
20τὴν ἀποδοχὴν ..ερον πα. των... ...[..]...τιας καὶ τ[ῆς] ἀ̣ν̣αλογίας ἐπ̣αινεῖ ὁρῶν ὅτι καλ... ... ...ομεν̣ ... ...οντι ἡ ἀ̣ρετὴ κρ̣ίσις τῶν ... ... ...ε. τῷ δοκιμάζειν τὰς χρείας καὶ τὰς αἰτίας κ̣αὶ τὰς ..α... ...η̣ν. επει... ...ο φιλ[ό]τιμος κα̣τασκευ̣.. ασ̣θε̣.... γ̣ὰρ

23

σφόδρα̣ περικαλλ.... καί τινα μέρη ἐξ ὕλης· ἄ̣τιμον γὰρ τ̣ὸ̣ κατασκευάζεσθαι, —ἔστιν ἰδεῖν μέρη ἕτερα ἄτιμα οἷον
2τρίχες καὶ τὰ ὅμοια, καὶ οὐδήπου ὁ πόλεως κρίνειν ἀ̣ναλο‐
3-4γίαν ἐπιστάμενος μέμψαιτο τὸν κατασκευάσαντα ὅτι μετὰ
5τῶν τετιμημένων καὶ κεκαλλωπισμένων ἐν τῇ πόλει τόπων καὶ εἱρκτὴν καὶ ἄλλα ᾠκοδόμησεν· ἕκαστον γὰρ καθ’ ἑαυτὸ λαμβανόμενον οὐχ οὕτως ἐστὶ θαυμαστὸν ὡς ὅταν ἀθρόως ἁπάντων ὡς ἐν πόλεως σχήματι δοκιμάσῃ τὴν χρείαν,
8οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς δημιουργίας, καὶ π[ο]λλῷ [θ]αυμαστό‐ τερον· οὐ γὰρ ἔστιν εἰπεῖν εἰς τί τοῦτο ἢ εἰς τί τοῦτο,
10πάντα γὰρ εἰς χρείαν αὐτῶν ἔκτισται. I, 8. Κ[αὶ] ἐγένετο ἑ[σ]πέρ[α κ]αὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα
11δευτέρα. Ἐπίστασο [ὥ]ς τινε[ς πε]ιρώμενοι τῶν ἐκτὸς τῆς θεοσεβεία〈σ〉 φασίν· Τί δή[πο]τε, κα[τὰ] ὑμᾶς μήπω τοῦ ἡλίου συστάντος, ἡμέραι εἶναι προείρηνται; Ἔστιν
15μὲν οὖν εἰπεῖ[ν] πρὸς αὐτο[ὺς] ὅτι ταῦτα πάντα κατὰ ἀναγωγὴν θεωρεῖτ̣α̣ι· οὐ γὰρ κεκώλυται παρ’ α[ὐ]τοῖς ἡ διὰ συμβόλων διδασκαλία̣· ἐπειδὴ δὲ ἀκόλουθον πρὸς αὐτοὺς κινοῦντα καὶ τῷ ῥητῷ σ̣υστῆναι, φέρε ὀλίγα περὶ τούτου διαλάβωμεν. Ἡ ἡμέρα διχῶς νοεῖται κατά τε
20τὸ χρονικὸν διάστημα καὶ κατὰ τὸν̣ φωτισμὸν τοῦ περὶ
20ἡμᾶς ἀέρος. Ὅταν γὰρ λέγηται· «Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ», τὸ πόσον τῆς ἡμέρας δηλοῦται, οὐχὶ ἡ φαιδρὰ ἢ ζοφερὰ ἡμέρα· ὅταν δέ τις λέγῃ ὅτι ζοφώδης ἐστὶν ἡ σήμερον ἡμέρα, οὐκ εἰς τὸ πόσον αὐτῆς βλέπων τοῦτ’ ἐρεῖ. Ἐὰν
οὖν ὁ θεῖος λόγος λέγῃ πρώτην καὶ δευτέραν καὶ τρίτην

24

ἡμέραν πρὸ γε̣νέσεως ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων φωστήρων ὑφεστάναι, εἰς τὸ πόσον τοῦ χρονικοῦ διαστήματος δεῖ σκοπεῖν, καὶ λεκτέον τῷ ἐπαποροῦντι τῇ θεί[α̣] γραφῇ ὅτι ἑβδομήκοντα καὶ δύο ὡσανεὶ ὧραι γεγένη〈ν〉ται μετὰ
5τὴν κτίσιν τοῦ στερεώματος οὔπω τῶν φωστήρων γεγενη‐ μένων, καὶ οὐδὲν θ̣α̣υ̣μαστόν· οὐδὲ γὰρ ποιητικὸς ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας ἀλλὰ σ̣ημ̣αντικὸς ὑπάρχει, ἐπεὶ μηδὲ τὰ κατασκευαζόμενα μηχανικῶς μέτρα τῶν ὡρῶν ποιητικά τις αὐτῶν ἀλλὰ σημαντικὰ ἐρεῖ. Σημαίνουσιν οὖν τοὺς
10χρόνους ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ οὐ ποιοῦσιν. Ἕτερον δὲ τὸ σημαίνειν παρὰ τὸ ποιεῖν, ὥστε οὐδὲν ἄτοπον διάστημα τοσοῦτον προϋφεστάναι τῆς τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων φωστήρω[ν] δημι[ο]υργίας, ὅ, εἰ ὑπῆρχέν τι̣ σ̣ημαῖνον,
13τριῶν ἡμερῶ[ν] ἐ[γ]ένετ[ο] διάστημα. I, 9. [Καὶ ε]ἶπεν ὁ Θεός· Συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑπ[ο]κάτω
15τ[οῦ] οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. Τὸ εἰπεῖν τὸν Θεὸν ὁμοίως ἐκλαμβάνομεν τοῖς φθάσασιν, ὅτε ἐλέγετο «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶ[ς]» καὶ «γενη[θ]ήτω στερέωμα». Εἴη δὲ καὶ τοῦ ἐκκειμένου κεφαλαίου ἡ ῥ[η]τὴ διήγησις ἥδε· οὐ πᾶν ὕδωρ ἀλλὰ τὸ
20ὑποκάτω το̣ῦ οὐρανοῦ προστάττει Θεὸς εἰς μίαν συναχθῆναι συναγωγήν· εἴρηται γὰρ ὅτι τὸ στερέωμα γέγονεν ἐμμέσῳ τῶν ὑδάτων, ὡς τὸ μὲν τοῦ ὕδατος ἄνω ἀπομεῖναι, τὸ̣ δὲ κάτω. Τὸ χρησιμὸν δὲ τῆς προστάξεως δηλοῖ διὰ τοῦ φάναι «καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά»· ἐπικειμένων γὰρ τῶν ὑδά‐
24των αὐτὴ κέκρυπται, οὕτω δὲ ἔχουσα ἀνεπιτηδείως
25εἶχεν πρὸς γένεσιν φυτῶν καὶ ζῴων. Εἶτά φησιν· «Συνήχθη τὸ ὕδωρ εἰς τὰς συναγωγὰς

25

αὐτῶν.» Καὶ ἄλλο μέν, ὡς ἂν εἴποι τις, ἐστὶν τὸ ἐν τῇ προστάξει, ἕτερον δὲ τὸ ἐν τῇ τελεσιουργίᾳ· εἰς γὰρ μίαν συναγωγὴν διείρηται τὸ πᾶν συναχθῆναι ὕδωρ, ἡ δὲ ἀντα‐ πόδοσίς φησιν εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν [σ]υνῆχθαι τὸ
4ὕδωρ καὶ οὕτως ὦφθαι τὴν ξηράν. Ἀποκατασταθή[σε]ται δὲ
5τὸ ὡσανεὶ διάφωνον ὑπ̣ὸ τοῦ προισταμένου τῆς ἱ[σ]τορίας οὕτως. Μία θάλασσά ἐστιν ὁ ὠκεανὸς περιέχουσα τὴν οἰκουμένην ὅλην· οὕτω γάρ φασιν οἱ τὰ περὶ τόπων φυσιολογήσαντες ὅτι ὃν ἔχει λόγον παρ’ ἡμῖν νῆσος πρὸς τὸ ὅλον πέλαγος—περιέχεται γὰρ καὶ πάντοθεν περι‐
10ραίνεται—, τοῦτόν φησιν ὅλη ἡ γῆ καὶ ὅλη ἡ οἰκουμένη τὸν λόγον ἔχει πρὸς τὸν ὠκεανόν. Εἰσὶν δέ τινες τοῦ ὠκεανοῦ ὡσπερεὶ διεκβολαὶ χωροῦσαι εἰς τόπους βαθεῖς, καὶ οὕτως συνέστη τὰ ἄλλα πελάγη. Ἐὰν οὖν λέγῃ «εἰς συναγωγὴν μίαν», εἰς τὴν οἰκουμενικὴν λέγε[ι] συναγωγήν,
15ἣν καλεῖν εἰώθασιν ὠκεανόν, τοῦτο δὲ τὸ εἰ[ς] μίαν συναχθὲν καὶ εἰς τὰς ἄλλας, ὡς εἴπο̣μεν, συνήχθη, εἰς
16τὰς κατὰ μέρος. «Καὶ» οὕτω «ὤφθη ἡ ξηρά», καὶ θεώρει ὅτι οὐκ
17εἶπεν πᾶσα ἡ ξηρά. Καὶ ὑπὸ τὰ ὕδατα γάρ ἐστιν γῆ· ἀδύνατον γάρ ἐστιν ὑφεστάναι ὕδωρ μὴ ἔχον γῆν ἢ σῶμα ἀντίτυπο̣ν ὑποκειμένην.
20 Πρόσσχες δὲ εἰ διαφέρει ξηρὰν εἰπεῖν καὶ γῆν ἐκ τοῦ ἐν τῷ προφήτῃ εἰρημένου· «Ἔτι ἅπαξ ἐγὼ 〈σ〉είσω τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν.» Ἕτερος δὲ ἐρεῖ τὴν αὐτὴν δηλοῦσθαι· καθ’ ἑτέραν μέντοι ἐπίνοιαν ξηρὰ καὶ γῆ ὀνομάζεται, ὡς πρὸς μὲν τὸ
25ὑποκεῖσθαι τῷ οὐρανῷ γῇ, ὡς δὲ πρὸς τὴν ὑγρὰν οὐσίαν
25ξηρὰ προσαγορευομένη. Εἴρηται γὰρ ὅτι «αὕτη ἐστὶν

26

Θεοῦ θά̣λ̣α̣σσα καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖ[ρ]ες α̣ὐ̣τ̣ο̣ῦ̣ ἔπ̣λασαν», καὶ περὶ τοῦ Ἰωνᾶ δὲ κατα‐ ποθέντος [ἐ]ν τῇ [κο]ιλίᾳ τοῦ κήτους ὅτι «προσετάγη τὸ κῆτος καὶ ἐξέβ̣α̣λ[εν] τ̣ὸ̣ν Ἰωνᾶν εἰς τὴν ξηρὰν» ἐκ τῆς
4ὑγρᾶς οὐσίας.
5 Καὶ ταῦ[τα] μ̣ὲν πρὸς τὸ ῥητόν, πρὸς δὲ τὴν διάνοιαν τὴν τοῖς φθά[σ]ασιν ἀκόλουθον λέγομεν ὅτι τὰ ἀπομείναντα ἐπάνω το̣ῦ στερεώματος ὕδατα οὐκ αἰσθητά εἰσιν οὐδὲ μέ̣ρη̣ τῶν̣ ὑ̣δά̣των τούτων τῶν αἰσθητῶν· οὐδὲ γὰρ φυτὰ οὔτε ζ̣ῷα̣ ταύτῃ τῇ χρείᾳ τοῦ ὕδατος ὑπαγόμενα ἐκεῖ
10τ̣υγχά̣νει, καὶ ὅσα ἐν τοῖς πρὸ τούτων εἴρηται δεικτικὰ τοῦ μ̣η̣δὲ̣ν̣ εἶναι ὕδωρ ἐκεῖ αἰσθητὸν αὐτάρκως διείρηται. Λέγομ̣εν [οὖ]ν ὅτι τὰ ἀπομείναντα ἐν χείρονι καταστάσει λογικὰ κ̣ατὰ̣ κ̣α̣κίαν ἰδίαν ταῦτ’ εἶναι τὰ ὑπὸ τὸ στερέωμα διαφόροις [συ]να̣[γω]γαῖς καὶ ποικίλαις ἐνεχόμενα ὕδατα.
15Ἀδύνατον γάρ ἐ̣στιν̣ το̣ὺς ἐν κακίᾳ ὁμοφρονῆσαί ποτε· συγχυτικὸν γὰρ αὐτὴ καὶ ἑνώσεως ἀλλότριον. Ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ ἑνοποιὸν ἅτε ἀ̣ντακολουθίαν ἔχουσα. Καὶ γὰρ ὁ σώφρων ἀνδρεῖος καὶ φρόνιμος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ μίαν ἔχων καὶ τὰς λοιπὰς ἔχει, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἐν τῷ
20εὐαγγελίῳ μακαρισμῶν· ὁ γὰρ τὸ ποιητικὸν ἑνὸς ἔχων μακαρισμοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἔχει. Γίγνεται δὲ πολλάκις ῥοπή τις ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἀρετήν, ὡς τὸν μὲν ἀπὸ τοῦ πλεονάζοντος ἐλεῆμο̣ν καλεῖσθαι, τὸν δὲ δίκαιον καὶ ἄλλον σώφρον̣α, καὶ οὕτως ἐπὶ τῶν ἄλλων δύνανται ἀρετῶν.
25Ὁ τε〈λεί〉ως μί̣αν ἔχων καὶ τὰς ἄλλας ἔχει, τελείως
δὲ λέγω διὰ τὸ πολλάκις ἐν εἰσ̣αγωγῇ καὶ προκοπῇ εἶναι.

27

Ὅτι δὲ ἀντακολουθοῦσιν αἱ ἀρεταί, ἐντεῦθεν ἔσται φανερόν. Τὸ λο[γ]ικὸν ζῷον προτεθειμένον κατὰ ἀρετὴν ζῆν φρονήσεω[ς χρῆ]ται ἵνα κρίνῃ τὸ πρακτέον καὶ μὴ πρακτέον καὶ τὸ αἱ[ρετὸ]ν̣ καὶ φευκτὸν καὶ τὸ ψόγον φέρον
5καὶ ἔπαινον, χρεία[ς ἡμῖν πα]ν̣τελῶς οὔσης ἐπιστήμης δια‐ κριτικῆς ἀγαθοῦ καὶ κα[κοῦ], ἵ̣ν̣α τὸ μὲν ἑλώμεθα, τὸ δὲ φύγωμεν. Ὁ οὕτως ἔχων φρόνησιν καὶ διελὼν τὸ κακὸν ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ, πάντως εἰδ̣[ὼς ὅ]τ̣ι̣ τ̣ὸ ἀγαθὸν αἱρετόν ἐστιν καὶ πρακτόν, αἵρεται αὐτ[ό· καὶ φεύγε]ι τὸ ἐναντίον
9εἰδὼς ὅτι καὶ φευκτὸν καὶ βλαβερὸν καὶ [....].μ̣ον καὶ
10ἐπιζήμιόν ἐστιν. Καὶ δικαιοσύνης οὖν τῷ τοι[ούτῳ] χρεία, ὅπως ἑκάστῳ ἀπονέμῃ τὸ κατάλληλον, τῷ μὲν ἀγ[αθ]ῷ τὸ αἱρετόν, τῷ δὲ κακῷ τὸ φευκτόν. Ἐγνωκὼς οὖν ποῖα ψε[κτ]ὰ καὶ [πο]ῖα ἐπαινετὰ ἀνδρείας χρῄζει, ἵνα κατα‐ φρονητικὸς γένητα̣ι̣ τ̣ῶν̣ δόλων μὴ ὑπαγόμενος τοῖς
15αἱρετίζουσιν. Διὸ καὶ σώφρων ὁ τοιοῦτος· κατάλληλον γὰρ τῷ λογικῷ ζῴῳ σωφροσύνη. Καὶ ὁρᾷ[ς] ὅτι ὁ μίαν ἔχων πᾶσας ἔχει, καὶ ἓν τούτων τέλος ὡς [ἐπὶ] τῶν μακα‐
17ρισμῶν, κἂν ὦσιν διάφοροι. Ὡς γάρ, ἐν πόλει τινὶ δι̣αφόρων τῶν εἰσόδων ὑπαρχουσῶν, ὁ διὰ μιᾶς εἰσιὼν̣ ἀλλ’ ἐ̣ν̣ τ̣ῇ̣ π̣όλει ἐστίν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν. Ἑνοποιὸν οὖν
20ἡ ἀ̣ρ̣ετὴ καθὰ καὶ Παῦλος πρὸς τοὺς οὕτω διάγοντας λέγει· «Ἵνα ᾖτ̣ε κατηρτισμένοι τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ τῇ αὐτῇ γνώμῃ.» Ἡ δὲ κακία̣ οὐχ οὕτως· αἱ γὰρ ὑπερβολαὶ ταῖς ἐλλείψεσιν οὐ δύνανται συμ̣φωνεῖν. Οὐ γὰρ ὁ ἔχων θρασύτητα καὶ δειλίαν ἔχει. Πάλιν μέση κεῖται εὐσέβεια
25ἀσεβείας καὶ δεισιδαιμονίας, εὐσέβεια δέ ἐστιν ἡ ἀπο‐ δεχομένη καὶ σέβουσα ἃ δεῖ, δεισιδαιμονία δὲ τὸ πάντα
26σέβειν καὶ μὴ σεβάσμια, ἀσέβεια δὲ τὸ μηδαμῶς σέβειν

28

τι μηδὲ τ[ίθε]σθαί τι σεπτόν, ὅπερ ἀθέων ἐστίν. Οὐκ ἂν οὖν συνδρά̣μοι [δεισιδαι]μονία καὶ ἀσέβεια. Ἐπεὶ οὖν τὰ ὑπὸ τὸ στερέωμα λογικὰ̣ ἦσ[αν] ἐνεχόμενα κακίᾳ καὶ ῥοπῇ τῇ πρὸς τὸ κακόν, ἄτακτος δέ [ἐστιν] καὶ
5συγκεχυμένη ἡ κακία, οὐχ οἷόν τέ ἐστιν ἅπαντα [ἐν] μιᾷ γνώμῃ εἶναι ἢ προαιρέσει. Ὡς γὰρ οἱ διαψηφίζον[τες],
6ὅ̣[τε] μὲν ἀληθεύουσιν, ἐν μιᾷ ψήφῳ τὰ τῆς ἀληθείας προφέρουσ[ιν], τῶν διασφαλλομένων ἢ ἐπὶ τὸ ἔλαττον ἢ ἐπὶ τὸ πλέον, [... ...]ων καὶ τούτων διαφόρως, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς κακίας ἁπᾶ[ς ὁ ἀπὸ] τ̣οῦ ἀληθοῦς ἀποσφαλεὶς
10εἰς διάφορα εἴδη ἕλκεται κ[ακίας. Κ]αὶ ἐπὶ τῶν ὁδευόντων, αἱ μὲν ἀνοδίαι παμπληθεῖ̣[ς], μ[ία δὲ] ἡ εὐθεῖα. Ἐσκεδασμένα οὖν ἦν τὰ ὕδατα, ἅπερ ὑπεθέμεθα εἶναι τὰ λογικὰ γνώμαις διαφόροις καὶ ἤθεσιν ἐνεχ[όμ]ενα. Ταῦτα οὖν βούλεται ἓν γενέσθαι ὁ ὠφελεῖν αὐ[τ]ὰ κα[τ]α‐
14ξιῶν, ἐπεὶ καὶ δημιουργὸς αὐτῶν ὑπάρχει. Προείρηται
15[γ]ὰρ ὅτ[ι] τῆς οὐσίας αὐτῶν ποιητής ἐστιν, τῆς δὲ κατὰ τὴν [γ]νώμ[ην] ποικιλίας ἕκαστος ἑαυτῷ. Προστάττει οὖν αὐτὸς ὁ Θεὸς [εἰ]ς μίαν συναγωγὴν ταῦτα συναχθῆναι, ἵνα γένωνται ὕδωρ τοιοῦτο, οἷόν ἐστιν τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, ἓν δὲ οὐ τῷ ἀριθμῷ ἀλλὰ τῇ συμφωνίᾳ. Αὐτίκα
20γοῦν καὶ μία ψυχὴ καὶ καρδία τῶν πιστευόντων πάντων γινομένη οὐ τῷ ἀριθμῷ ἀλλὰ τῇ συμφωνίᾳ καὶ τῷ τοῦ αὐτοῦ σκοποῦ καὶ ἑνὸς τέλους ὀρέγεσθαι ἓν γίνεται. Προστάττει οὖν ὁ τῶν ὅλων Θεὸς εἰς συμφωνίαν τὰ διῃρημένα ἀχθῆναι· αὕτη γὰρ ἡ πρόθεσις τοῦ εὐεργέτου
25Θεοῦ. Ἐπειδὴ συγκεχυμένα ἦσαν καὶ ἀνωμάλως κατὰ
25γνώμην κινούμενα, πρότερον εἰς συναγωγὰς συνάγονται. Καὶ οὐκ ἐναντίωμά ἐστιν τῷ προσταττομένῳ τὸ εἰπεῖν ὅτι εἰς συναγωγὰς αὐτῶν συνήχθη, τοῦ Θεοῦ εἰπόντος· »Συναχθήτω τὸ ὕδωρ εἰς συναγωγὴν μίαν»· τοῖς γὰρ

29

οὔπω ἐπὶ τὸ τέρμα τῆς ἄκρας ἀρετῆς ἐλθοῦσιν πρέπουσα ἡ πρὸ ταύτης ἐν προκοπῇ [συναγω]γή. Καὶ ὥσπερ εἴ
2τις παῖδα ἑαυτο[ῦ] βουλόμενος τὰ τέλεια παι[δε]ύε̣ι̣ν̣ μαθή‐ ματα ἐγχειρίσοι αὐτὸν διδασκάλῳ, εἰ [ὁ ... ....]αμενος τοὺς χαρακτῆρας ταῦτα ποιῶν πρῶτον αὐτῷ ὑποθοῖτο,
5εἶτα συλ[λαβάς, οὐκ] ἐναντίως τῷ ἐγχειρίσαντι διαπράτ‐ τοιτο· οὕτω γὰρ καὶ ἀπὸ τούτων ἐπὶ τὰ τέλεια ἥξοι. Καὶ πάλιν εἴ τις βασιλε[ὺς τοῖς] ὑφ’ ἑαυτὸν προστάττοι πόλιν οἰκοδομῆσαι, εἶθ’ οὕτω[ς ἐντε]ίλας εὐτρεπίζοι δι’ ὧν
8ἡ τῆς πόλεως κατασκευὴ γένοιτο, [οὐχ ἕ]τερόν τι παρὰ τὸ πρόσταγμα ποιεῖ· ἐκ γὰρ τούτων καὶ διὰ τ[ούτω]ν ἡ
10[ο]ἰκοδομὴ πληρωθήσεται. Οὕτω καὶ τὰ λογικὰ ἐν κακίᾳ [ὄ]ντα ο[ὐ]κ ἐδύναντο εἰς τὸ τέλος τὸ ἔσχατον ὀρεκτὸν ἐλθεῖν, [ε]ἰ μὴ πρ[οκοπ]αὶ δ̣ι̣άφοροι γένωνται, αἵτινες τὰ συστέματα τῶν ὑδάτ[ων εἰσί]ν̣· ἡ γὰρ μετὰ τὴν προκοπὴν τελείωσις εἰς μίαν συναγωγ[ὴ]ν ἐλθεῖν αὐτὰ προστάττει.
15Οὐ μάχεται οὖν τῇ προστάξει τ[ὸ γ]ενόμενον, ἀλλά, ὡς ἔστι̣ν ἐπὶ τὸ τέλειον τῆς προστάξεως ἄ[γο]υσα ἥδε
16πρόσταξις, οἰκονομία τίς ἐστιν προδιατυποῦσα τὰ λογικὰ ἐν οἷς ἐδυνήθησαν, ἵν’ οὕτως καὶ τοῦ τέλους ἐφίκωνται. I, 9. Καὶ ἐγένετο οὕτως καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ εἰς τὰς
18συναγωγὰς αὐτῶν. Ἡ μὲν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις εἰς ἓν συναγαγεῖν τὰ
20διεσκορπισμένα—τοῦτο γάρ φησιν—, αὐτοὶ δὲ τέως τοῦ τέλους ἀπολειπόμενοι εἰς τὰς ἑαυτῶν συναγωγὰς συνηνέχθησαν, αἵ εἰσιν προκοπαί. I, 10. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν, καὶ τὰ συστέ‐ ματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας.
25 Ὥσπερ ἐλέγομεν ὅτι ἡ ἐν ἀρχῇ μετὰ οὐρανοῦ γενομένη γῆ αὐτὸ τοῦτο εἶχεν ὄνομα καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὸ τοῦτο, τὸ

30

δὲ μετὰ τὸν ἐν̣ ἀ̣[ρχῇ οὐρανὸν] κ̣αὶ τὴν γῆν γενόμενον στερέωμα μέν ἐστιν κυρίως, [ἐπίκλην] δ̣ὲ οὐρανός, οὕτω καὶ ἡ μετὰ τοῦ ἐν ἀρχῇ γενομένου̣ [οὐρανοῦ γῆ] α̣ὐ̣τὸ τοῦτο καλεῖται, περὶ δὲ ἧς νῦν λέγεται, αὕ[τη ξηρὰ ὀν]όματι
5προσαγορεύεται, ἐπίκλην δὲ γῆ· «Ἐκάλεσ[εν ὁ Θεὸς τὴν ξ]η̣ρὰ̣ν̣ γῆν», ὡς εἴρηται· «Ἐκάλεσεν τὸ στερέωμα
6ο̣ὐρ̣α̣ν̣ό̣ν.»
6 Π[ρὸς δὲ τ]ὴν̣ ἀλληγορίαν καλεῖ ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν οὐκ ὄ̣ν̣ο̣μα κ[αινὸν αὐτ]ῇ χαριζόμενος, ἀλλ’ ἐπεὶ προσέταξεν ὅπως̣ τ̣ὰ̣ ἐπι[κείμε]να ὕδατα, ἅπερ συγγενῆ τῇ ἀβύσσῳ ἦσαν, χωρισ̣θ̣ῇ, κ̣α̣λ[εῖ αὐ]τὴν ξηράν—εἴρηται γάρ·
10»Καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά»—, ἵνα ἡ̣ α̣ὐ̣[τὴ] κ̣[ατὰ τ]ὸ̣ ἑαυτῆς ὑποκείμενον ἡ ψυχὴ διαμείνασα, τῶν ὑδά̣[τ]ων δ[..] ...α̣ν‐ των, γῆ πραγματικῶς προσαγορευθῇ, κα[ὶ ὑπὸ Θεο]ῦ ἐλε̣υ̣θ̣ε̣ρ̣ο̣υ̣μένη πρὸς παραδοχὴν σπερμάτων θείω̣[ν, καρπὸν] τελε̣σι̣ουργήσῃ ἑκατὸν, ἑξήκοντα, τριάκοντα. Καὶ ὃν γὰρ
14τ̣ρό[πον] ἐπὶ τ̣ῆ̣ς̣ γεωργουμένης γῆς ἡ μὲν ἑτοιμότερον
15α... ..[ ...]... .... καρπόν, ἡ δὲ βραδύτερον παρὰ τὴν ἐμ̣μέλειαν φέρει [το]ῦ̣ γ̣ε̣ω̣ρ̣γ̣ο̣ῦ ἢ τὴν εἰδέαν τῆς γῆς, οὕτω καὶ ἐπὶ ψυχῶν α̣ἱ μὲν δεξ̣ά̣μεν̣α̣ι̣ τ̣ὸ̣ν σπόρον ὑπὸ μεριμνῶν καὶ φροντίδων ἀπέπνιξαν τὸ σπέρμα, αἱ δὲ γεωργίᾳ βελτίστῃ χρησάμεναι ἐπὶ τοσοῦτο̣ν ἐπαίδευ̣σ̣α̣ν̣,
20ὡς καὶ ἑαυτοὺς ὠφελῆσαι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκκεῖσθαι σκοπ̣ὸ̣ν̣ ὠφελίας. Πολ̣υειδὴς̣ γὰρ καὶ ποικίλη ἡ τῶν Φυ̣τ̣ῶν διαφορά, καὶ ἀνώμαλος ἡ χειρίστη, παρὰ τὸν χρώμενον οὖσα τοιαύ̣τ̣η̣, ἥτις ἀμείνονα ἐπιδείξει τὴν ξηρὰν τῆς γῆς τῆς κακῆς· τὸ γὰρ εἶνα̣ί̣ τι ἀπόλλυσιν ἕως τῇ κακῇ φυτείᾳ
24ἐνέχεται.
25I, 10. Κ̣α̣ὶ̣ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν. Τ̣ὸ̣ γυμνωθῆ̣ναι τ̣ῶν ἐπικειμένων τὴν ξηράν, ἵνα γῆ

31

γένηται, καλὸν εἶδεν ὁ Θεός· ὡς πρὸς τὸ ῥητὸν πάλιν τοῦ[το δῆλον. Ἡ γῆ οὖ]ν κεκρυμμένη ὑπὸ τῶν ὑδάτων οὐκ ἦν ξηρά κα[ὶ οἷόν τε ἦν οὔ]τε ζῷα τρέφειν οὐδὲ καρποὺς φέρειν. Καιὸν ο[ὖν μετὰ τὴν κατά]στασιν κόσμου
5καὶ τὰ ζῷα εἶναι, ἐξ ὧν αἱ διαδ[οχαί, πρὸς τού]τοις καλὸν
5τὸ εἶναι φυτὰ καὶ δένδρα καὶ καρποὺς ἐ[δωδίμους, ὧν] μετελάμβανον τὰ ζῷα. Ἐπεὶ οὖν, ὡς καὶ πρότερ[ον εἴρηται, τ]ὴ̣ν ἀναλογίαν ἰδὼν ὁ Θεὸς ἀπεδέξατο καὶ ἐπῄ[νεσεν, διὰ τοῦτο] εἴρηται· «Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν», τοῦ εἶδεν οὕτ[ω νοουμένου ὡς] ἐντοῖς προλαβοῦσιν ἑρμη‐
10νεύεται, ὅτι οὐχ ὁ[... ... ... ...]ιν. Ὡς τὰ τεχνητὰ οἱ τεχνῖται καὶ πολλῷ μᾶ[λλ]ον [... ... ....]ριτω ὑπερ‐
11〈β〉ολῇ ὁ Θεὸς ὁρᾷ, οὐκ αἰσθήσει. I 11. Καὶ εἶπεν [ὁ] Θεός· [Βλαστησ]άτω ἡ γῆ βοτάνην
12χόρτου. Διασταλεῖσα ἡ ὑπ̣[ο]κε̣ι̣μ[ένη γῆ τ]ῇ ὑγρᾷ οὐσίᾳ ὠνομάσθη ξηρά, ἐπικληθεῖσα δὲ̣ γῆ. κ̣[αὶ δύναμιν] ἔχει πρὸς
14τὸ καρποφορεῖν.
15Παρατηρητέον δ̣ὲ ὅτ̣ι δι[’ ὅλης τῆς κ]οσμοποιΐας τὸ
15εἶπεν ὁ Θεὸς πρόκειται καὶ ἐπο̣ί̣η̣σ̣ε̣[ν ὁ Θεός, δη]λοῦν τὸ δημιουργικόν· μάλιστα γὰρ διὰ ταύτης τῆς πρ̣οσ[ηγο‐ ρ]ί̣α[ς τὸ] δημιουργικὸν δηλοῦται, ἡ δὲ Κύριος ὀνομασία ἄρχο̣ντος κ[αὶ β]ασί[λε]ως ἐμφαίνει σημασίαν. Καὶ «ἐν ἀρχῇ» οὖν «ἐποίησεν ὁ Θεὸς» εἴρηται, οὐχ ὁ Βασιλεὺς
20ἢ Κύριος, οὐχ ὅτι ἕτερός ἐστιν, ἀλλ’ ὅτι ἐμφατικώτερον
20τὸ δημιουργὸν παρίστησιν τὸ Θεὸς ὄνομα. Ὅτε οὖν ἐντολὴ δίδοται τῷ Ἀδάμ, λέγεται· «Ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδάμ», καὶ εἰκότως· κυρίου γὰρ καὶ βασιλέως ἐστὶν
22τὸ νόμους καὶ ἐντολὰς διδόναι. I, 11. Καὶ εἶπεν οὖν ὁ Θεός· Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ’ ὁμοιότητα.
25 Τῶν γὰρ ἐκ τῆς γῆς φυομένων τὰ μέν ἐστιν δένδρα, τὰ δὲ λαχανώδη φυτά. Καὶ τὰ μὲν δένδρα κ̣α̣λ̣εῖν βουλόμενος
26Μωσῆς ἐν Δευτερονομίῳ τὰ οἰστικὰ ἀκροδρύων φησὶν ἁπ̣λ̣ῶ̣ς̣ δένδρα τὰ ξύλινα, ξύλινα λέγων τὴν ἄμπελον, τὴν συκῆν, τὴν ἐ̣λ̣α̣ί̣α̣ν̣, δῆλον δὲ ὡς κ[α]ὶ ὅσα βότανα τοῖς πολλοῖς

32

ἀνθρώπο̣ις οὐ πάνυ ... ... ....[... ... ... ... ...] ... ..το̣ῖ̣ς περὶ τὰς τῶν σωμάτων ἰατρείας ἔχου[σιν... ...
2... ...] ....αν, καθὸ καὶ Σολομὼν δεικνὺς τὸ τούτων [ὠφέλιμον ἀπὸ Θεοῦ] τὴ̣ν̣ εἴδησιν αὐτῶν εἰληφ[έ]ναι φησὶ λέγων· «[Αὐτὸς γάρ μοι ἔδω]κ̣ε̣ν̣ τ̣ῶ̣ν̣ ὄντων γνῶσιν
5ἀψευδῆ εἰδέναι σύστα[σιν κόσμου καὶ ἐ]ν̣έργ̣ε̣ι̣α̣ν σ̣τοιχείων» καὶ μετ’ ὀλίγα «διαφορὰς φυ[τῶν καὶ δυνάμεις] ῥιζ̣ῶν» κα̣ὶ τὰ παραπλήσια, οὐκέτι ξυλίνων λέ[... ... ... ...
......., ἐ̣νταῦθα δὲ βοτάνην χόρτου λέγει πάν[τα τὰ
8λαχανώδη, ἅπερ καὶ] χόρτ̣ος ἀγροῦ λέγεται, καθὰ καὶ ἐν τῷ εὐαγγε[λίῳ ... ... ... ... ....]
10 [... ... ... ... ...] ... .. καθόλου φυτόν, δηλοῖ δὲ διὰ τοῦ καθ’ ὁμοι[ότητα τὸ εἶδος. Ὅ]τι δ̣ὲ̣ κ̣αὶ ἡ γραφὴ οἶδεν τὸ σημαινόμενον τοῦ [εἴδους, φ]ησί̣ν̣· «Ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε», [τὸ εἶ]δος κυ̣ρ̣ί̣ω̣ς̣ λέγων, πολλάκις δὲ καὶ ἀντὶ μορφῆς λέ[γει· «Κα]ὶ̣ εἴδομεν
15αὐτὸν καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος», καί· «[Διὰ
15πίστεως γὰρ] περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους», σημαίνων [ὅτι ὁ μὴ δι]ὰ̣ μ̣ορφῆ̣ς γ[ιγ]νώσκων διὰ πίστεως περιπατεῖ, ὁ δὲ γε[...].[...]ς διὰ εἴδ̣ο̣υ̣ς̣. Εἰπὼν οὖν περὶ τῶν χαμαιζήλων φυ[τῶ]ν̣ «σ[πε]ῖ̣ρο̣ν̣ σ̣πέ̣ρ̣μ̣α̣ κατὰ γένος», ἐπάγει περὶ τῶν δένδρων τ̣ὸ̣
19»ξύλ[ον κ[ά̣ρ̣π̣ιμ̣ον ποιοῦν καρπόν»· παντὸς γὰρ φυτοῦ
20ἐν αὐτῷ ἡ τ̣ο̣ῦ̣ σπέρματ̣ο̣ς̣ φύσις, ὡς τὰ μὲν αὐτῶν εἶναι ἐδώδιμα, τὰ ...α ἢ εἰς ἑτ̣έρα̣ς χρείας λυσιτελοῦντα, τὰς μὲν καὶ ἀνθρώποις γ̣ν̣ω̣σ̣τ̣άς, τὰ〈σ〉 δ̣ὲ μόνῳ Θεῷ. Ταῦτα μὲν πρὸς τὸ ῥητόν, τὰ δὲ τῆς ἀ̣λ̣λ̣η̣γορίας τοῦτον ἔχειν τρόπον ἡγοῦμαι. Δημιουργήσας ὁ Θ̣ε̣ὸ̣ς̣ τὸν
24ἄνθρωπον̣ εὔ̣θη ἐπὶ τῷ τὰς ἀρετὰς καρποφορεῖν καὶ τὴν
25γνῶσ̣ι̣ν̣ τῆς ἀληθείας περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι ἐνῆκεν αὐτῷ ἐννοίας ἀγ̣α̣θ̣ά̣ς, ἐξηνέχ̣θ̣η δὲ ἡ κατὰ τὴν ἀναγωγὴν γῆ ἀπὸ τῆς ἰδίας γνώμης .... ἀκάν〈θασ〉 σπειρ̣ήσαντος τοῦ ἀνθρώπου ἐκ παραβάσεως. Ὅσοι γοῦν θείαν δ̣ι̣δ̣α̣σκαλίαν
28παραδεξάμενοι οὐ πρόσεσχον τῇ σπορᾷ τοῦ λόγου ἀκούουσιν·

33

»Σπείρατε πυροὺς καὶ ἀκάνθας θερίσατε.» Μ̣ὴ γὰ̣ρ̣ διὰ τοῦτο ἐσπάρη ἵνα ἄκανθαι θερισθῶσιν α... ....[....]. τοῦτο μὴ καλῶς αὐτοὺς γεγ̣εωργηκέναι μηδὲ ....υ̣κ̣[....]
... ... ..θῆναι τῆς εὐλογίας ἧς ηὐλόγησεν Ἰ̣ακ̣ὼ̣β̣
5τ[ὸν υἱὸ]ν̣ λέγων· «Ἰδοὺ ὀδμὴ τοῦ υἱοῦ μου ὡς ὀδμὴ ἀγροῦ πλ[ήρο]υ̣ς̣ ὃν ηὐλόγησεν Κύριος»· ὁ δὲ καλῶς ἑαυτοῦ ἄγων τὴν φυ̣τ̣[εί]α̣ν ἀ̣κ̣ο̣ύσεται καθὰ καὶ ἡ νύμφη·
7»Κῆπος κεκλεισμέν̣[ος ἀδελ]φή μου νύμφη.» Τὸ δὲ «καὶ ἐγένετο οὕτως» καὶ τὰ ἑξῆς ἀνταπ[οδόσε]ως
8ἕνεκα εἴρηται. I, 12. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν.
10 Σ̣η̣μειωτέον ὅτι, δύο προσταχθέντων καὶ γεν̣[ο]μ̣ένω̣ν, ὡς περὶ̣ ἑνὸς λέγεται· «Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν.» Εἰς γὰ[ρ] τὸ τέλος καὶ τὸν σκοπὸν ἀναφορᾶς οὔσης εἴρηται »εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν»· δι〈ὰ〉 γὰρ τοὺς ἀνθρώπους ἡ βοτάνη ἐβλάστησεν καὶ τὰ ἄλλα. Ἔφην̣ δὲ τὸ ἐν αἰσθητοῖς
15ἔχον τὴν ἀναλογίαν καλόν, πόσῳ 〈μᾶλλον〉 τὸ ἐν ἀρεταῖς
15καὶ ἁρμονία ψυχῆς εὖ βιούσης καὶ λογικοῦ τὰ αἱρετὰ αἱρουμένου καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀρετῆς σπεύδοντο[ς]. I, 14—19. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν τῆς γῆς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
20νυκτός, καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς, καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ἐγένετο οὕτως,
22ἕως τοῦ καὶ ἐγένετο ἡμέρα τετάρτη. Ἀρχόμενοι τοῦ βιβλίου ἐλέγομεν ὅτι δραστήριος οὐσία ὢν ὁ Θεὸς ἅμα βούλεται καὶ ἔστιν ἃ θέλει εἶναι· οὐ γὰρ
25οἷόν τε ἐπ’ αὐτοῦ τὰς ἐνεργείας πρὸ τῆς ὑπάρξεως εἶναι, ὡς ἔχει ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων τεχνῶν. μετὰ γὰρ τὸ ἐνεργῆσαι
τὸ ἔργον ἐστὶν καὶ μετὰ τὴν οἰκοδομὴν ἡ οἰκία· οὐ γὰρ

34

ἐν τῷ οἰκοδομεῖσθαι ἡ οἰκία οὐδὲ ἐντῷ ναυπηγεῖσθαι
1ἡ ναῦς· χρόνῳ γὰρ αὕται αἱ ἐνέργειαι συμμετροῦνται. Ὁ δὲ Θεὸς ἀχ[ρ]ό[ν]ως ἐνεργεῖ ἄγων εἰς τὸ εἶναι ὃ βούλεται· οὐκ ἄρα ἑπομένη κα̣[....].υμένη ἔσται ἐνέργεια. Ἅμα οὖν βεβούληται εἶναι τοὺς φωστῆ̣ρ̣[α]ς, καὶ εἴσιν,
5καὶ ἅμα ἐθέλησεν τὸ ὕδωρ συναχθῆναι εἰς συναγω[γὴ]ν μίαν, πεπλήρωται τὸ πρόσταγμα, καὶ ἐν τῷ εἰπεῖν «Γενη‐
6θήτω στ̣ερέωμα» ὑπῆρκται τοῦτο. Διόπερ ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἑπόμενον [.... πε]ρ̣ὶ̣ τῶν ἓξ ἡμερῶν δεῖ νοεῖν ὡς οὐ χρονικῆς ἕνεκα παρ[εκτάσε]ως παρειλημμένων, ἀλλὰ λόγου οἰκείου τῇ δημιουργίᾳ το[ῦ Θεοῦ] καὶ τῆς τοῦ ἀριθμοῦ
10δυνάμεως. Πρῶτος γὰρ ὁ ἓξ τελείων ἐ[στί]ν· τελείους δὲ ἀριθμούς φασιν τοὺς ἐκ τῶν ἑαυτῶν με[ρ]ῶν ἀ[π]αρτι‐ ζομένους, τέσσαρες δὲ μόνοι εἰσὶν ἀπὸ μονάδος ἕως μυρίων. Πρῶτος οὖν ἐστιν ὁ ἓξ, οὗ ἥμισυ τρία, τρίτον δ[ύ]ο, ἕκτον ἕν, ὧν συντεθέντων ὁ ἓξ ἀποτελεῖται. Ὡσαύτως ἔχει
14καὶ ὁ εἴκοσι ὀκτώ· ἥμισυ γὰρ τούτου δέκα τέσσερα,
15τέταρτον ἑπτά, ἕβδομον τέσσερα, τεσσερεσκαιδέκατον δύο, εἰκοστοόγδοον ἕν, ἅπερ πάλιν συντεθέντα τὸν εἴκοσι ὀκτὼ ἀποτελεῖ. Καὶ ἕτεροι δὲ πρὸς τούτοις εἰσὶν δύο· ἐὰν δὲ ἑτέρους παρὰ τοὺς τελείους συνθήσῃ, λείπουσιν ἢ ὑπερβάλλουσιν, οἷον ἐπὶ τοῦ ὀκτὼ θεωρητέον· ἥμισυ
20τέσσερα, τέταρτον δύο, ὄγδοον ἕν, ἅπερ πάλιν συντεθέντα ἐλάττονα ἀριθμὸν φέρει. Καὶ ὁ δώδεκα δὲ συντεθεὶς ὑπερβάλλει· ἥμισυ αὐτοῦ ἕξ, τρίτον τέσσερα, τέταρτον τρία, ἕκτον δύο, δωδέκατον ἕν. Καλοῦσιν οὖν οἱ περὶ ταῦτα
23ἔχοντες τοὺς ἐλλείποντας ὑποτελεῖς, ὑπερτελεῖς δὲ τοὺς πλεονάζοντας, τελείους δὲ τοὺς ἐξ ἑαυτῶν ἀπαρτιζομένους.
25Ἔδει οὖν τὸν Θεὸν τέλειον δημιούργημα ποιοῦντα ἐν τελείῳ πρώτῳ ἀριθμῷ εἰς ὑπόστασιν αὐτὸ ἀγαγ̣εῖν, οὐχ ἵνα
πάντως εἴπωμεν ὅτι ἑξάκις τοῦ ἡλίου κυκλεύοντος ἡμέραι ἓξ διεγένοντο, —οὔπω γὰρ ἦν γενόμενος ἥλιος ἐν ταῖς πρώταις τρισίν, —ἀλλ’ ὅτι λόγου καὶ ἁρμονίας χάριν ὁ
29ἓξ ἀριθμὸς παρει̣λ̣ή̣μφθη.

35

Παρίστησιν δὲ τὴν ἔννοιαν ταύτην ἀκριβῶς αὐτὸς Μωσῆς τὴν ἐπανακεφαλαίωσιν ποιούμενος τῶν γεγονότων λέγων· »Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς ὅ̣τε ἐγένετο ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.»
4Ὅλως γὰρ οὔτε ἐν ἡμέρᾳ γέγονεν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ,
5ἀλλ’ «ἐν ἀρχῇ», οὔτε τὰ πάντα ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ὑπέστησαν, ἀλλὰ δῆλον ὡς, ἅμα τῶν πάντων γεγενημένων, τάξεως ἕνεκα καὶ̣ ἁρμονίας ὁ ἀριθμὸς οὗτος, ὡς εἴρηται, παρεί‐ λημπται, καὶ π[ρὸ]ς [τ]ο̣[ύ]τῳ διὰ τὸ ἡμῶν ἀσθενὲς καὶ μὴ ἑτέρας δύνασθαι νοεῖν [ἢ τρόπῳ] τινὶ ἡμῖν καταλλήλῳ.
10Καὶ ἔστω ἀπὸ παραδείγματος σαφὲ[ς τὸ λ]εγόμενον.
10Τὸ σῶμα ἡμῶν ἅμα τῇ ὑποστάσει καὶ χρῶμ[α κ]αὶ μέγεθος ἔχει, καὶ οὐκ ἐν χρόνῳ διεστῶτι ἀλλήλων κεχωρισμένα ὑπέστη καὶ πλὴν τῇ ἐπινοίᾳ τὸ μὲν αὐτῶν πρότερον, τὸ δὲ ὕστερόν ἐστιν. Οὕτω καὶ ὁ ἐν τάξει γενόμενος κόσμος οὐ χρόνῳ ἀλλὰ τ[ῇ] ἁρμονίᾳ συντετέλεσται. Οὐδὲ γὰρ μέρος
15κόσμου τις δυνήσεται ἐννοεῖν πρὸς τὰ ἄλλα μὴ συντρέχον
15ἕως τὰ λοιπὰ ὑπάρχῃ. Καὶ οἱ φωστῆρες δὲ ἐν τετάρτῃ ἡμέρᾳ γε̣νόμενοι ἅτε τίμιοι δεικνύουσιν ὅτι διὰ τὸν περὶ αὐτοὺς λόγον ἐν ταύτῃ εἴρηνται γεγενῆσθαι. Ἡ γὰρ τετρὰς δυνάμει οὖσα δέκα ἐπὶ τιμίας ὑπάρχει· διὰ πάσης γὰρ γραφῆς ἡ δεκὰς
20ὑμνεῖται. Ὅτι δὲ οὐκ, ἐὰν ἀριθμός τις ἐν τοῖς θείοις
20γράμμασιν σημαίνητα̣ι̣, τὸ πλῆθος δηλ̣ο̣ῖ̣ πάντως, ἀλλὰ λόγον, ἐκ τοῦ ε̣ἰ̣ρημένου πρὸς τ̣ο̣ῦ̣ Θεοῦ ἔστιν νοῆσαι· »Κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδ̣ρ̣ας οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῇ Βαάλ.» Εἰ γὰρ τοσοῦτοι ἐτύγ̣χ̣α̣νον, οὔτ’ ἂν ὁ προφήτης εἶπεν· «Ἐγὼ ὑπολέλειμμαι μονώ‐
25τατος̣», ο̣ὔ̣τε πρὸς ἀλλήλους εἶχον τὸ ἀμιγές· οὐ γὰρ ἑαυτοὺς ἔφευγον. Λ̣ό̣γος τίμιος ὁ περὶ τὴν ἑβδομάδα ὤν—
26ἀμήτωρ γὰρ αὕτη καὶ ἀπάτω̣ρ̣—ὑποβάλλει νόη̣σιν ὅτι τῆς αὐτῆς εἰσι τῆς δυνάμεως οἱ ἅγιοι, κἂν ε̣ἷ̣ς ὑπάρχωσιν,

36

θεῖόν τι καθεστῶτες καὶ ὑπεράνθρωπον θεω̣ρ̣ίᾳ καὶ βίῳ. Ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Ἀποκαλύψει ὁ Ἰωάννης λέγων ρμδ
2χιλιάδας ἀνδρῶν ἕπεσθαι τῷ ἀρνίῳ, ὅ ἐστιν ὁ Σωτήρ, καὶ ταῦτα παρθένων μετὰ γυναικῶν μὴ μολυνθέντων, δείκνυσιν ὅτι λόγος τις περὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦτον τίμιός
5ἐστιν· οὐδὲ γὰρ οὕτω τοσοῦτο πλῆθος παρθένων ἔτι τοῦ Ἰωάννου ἐν βίῳ ὄντος εἴποι τις ἂν ἐκ τῶν πεπιστευκότων συνῆχθαι, τάχα μηδὲ αὐτῶν τοσ[ούτων] ὄντων. Λέγομεν οὖν ὅτι ἐν ἑξάδι ὁ κόσμος γέγονεν δι[ὰ τὴν π]ροειρημένην αἰτίαν, καὶ τῇ τετάρτῃ οἱ φωστῆρες διὰ τ[ὸ πρ]οειρημένον,
10ὅτι ἡ τετρὰς δυνάμει δεκὰς οὔσα ἔχει τὸ τί[μιο]ν. Καὶ γὰρ δέκα λόγους Μωσῆς δέδωκεν καὶ δέκαται παρέχονται·
11καὶ ἄλλα δὲ προνόμια τῆς δεκάδος εὕροι τις. »Γενηθήτωσαν» οὖν «φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ.» Καὶ τοῦτο παιδεύει πρὸς τὸ μὴ θεοὺς
αὐτοὺς εἶναι, καθὰ Αἰγυπτίοις ἠπατημένοις ἔδοξεν. Καλῶς
15δὲ ἐν τῷ στερεώματι καὶ οὐχ ὑπὲρ τὸ στερέωμα· τῶν
15γὰρ̣ ὁρωμένων ταῦτα. Καὶ ἔργον δὲ αὐτῶν φησιν τό τε ἐπὶ γῆς φαίνειν καὶ τὸ »διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός»· ἡ γὰρ ἀνατολὴ τὴν ἡμέραν, ἡ δὲ δύσις τὴν νύκτα ποιεῖ. Ἕτερον δὲ αὐτῶν ἔργον τὸ εἶναι αὐτοὺς
20εἰς σημεῖα· πολλὰ γὰρ σημαίνουσιν οἱ ἀστέρες καὶ αὐτὸς ὁ ἥλιος· σημαίνουσιν δὲ οὐχ ὡς ποιοῦντες ἀλλ’ ὡς φανε‐
21ροῦντες. Οἱ δὲ τὴν εἱμαρμένην εἰσηγούμενοι ποιητὰς αὐτοὺς τίθενται λέγοντες ὅτι εἰ ὅδε πρὸς τόνδε συνδράμοι τάδε ποιεῖ, ἀλλ’ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἵνα σημαίνωσιν ὥρας, μῆνας, ἐνιαυτούς· οὐ τὸ σημαῖνον δὲ ποιητικόν. «Καὶ ἔστωσαν»
25γάρ φησιν «εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἐνιαυτούς», ἅπερ σημαίνει τὰς ἐτησίους ὥρας, τὴν ἐαρινήν, τὴν χειμε‐

37

ρινὴν καὶ τὰς ἄλλας· ἐν γὰρ τῷδε τῷ κλίματι ὢν ὁ ἥλιος ἢ τῷδε ταῦτα ποιεῖ. Εἰ δὲ λέγοιεν οἱ περὶ τὰ μαθήματα,
2συντρέχοντες τῷ εἰς σημεῖα αὐτὰ εἶναι, ὅτι καὶ οὕτως ὁ τῆς εἱμαρμένης εἰσάγεται λόγος, οὐδ’ οὕτω μὲν ἂν ἔχοι αὐτοῖς πιθανότητα· ἄλλως δὲ οὐδὲ δυνατὸν ἀνθρωπίνῃ
5φύσει καταλαβεῖν τὰ τοιαῦτα σημεῖα, τοῦ πόλου καὶ κατ’ αὐτοὺς ὀξύτατα κινουμένου, δι’ ὃν ἀμήχανον λαβεῖν
6τὴν ὥραν τοῦ ἀποτεχθέντος. Τὸ δὲ «καὶ ἐγένετο οὕτως», ἀνταποδοτικὸν ὄν,
δείκνυσιν ὅτι τοῦτ’ ἐποίησεν ὁ Υἱὸς ὅπερ ὁ Πατὴρ ὑπο‐ στῆ[ναι ἐ]θέλησεν. Καὶ γάρ, οὐκ εἰρημένου πόσοι γένωνται
10φωστ[ῆρες], ἐπηνέχθη· «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας»· οὕτως [ἡ αὐτ]ὴ καὶ βούλησις καὶ ἐνέργεια
11Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ἀνὰ μέρος δὲ καὶ [αἱ] ἀρχαὶ τῶν φωστήρων ἐγένοντο, τοῦ μὲν ἡλίου τῆς ἡμέρας, σελήνης δὲ καὶ τῶν ἄλλων
13ἄστρων νυκτὸς ἡγουμένων. Οὕστινας ἔθετο, οὐ δηλοῦντος τοῦ ἔθετο ταὐτὸν τῷ
15ἐποίησεν, οὐδὲ ὅτι πρῶτον γενόμενοι ὕστερον ἐτέθησαν, ἀλλ’ ὅτι ἡ ἔννοια ὑποβάλλει λόγῳ πρώτην εἶναι τὴν γένεσιν τῆς θέσεως· τὸ μὲν γὰρ ὑποστῆσαί ἐστι, τὸ δὲ ἁρμόσαι πρὸς τὰ ἄλλα τοῦ κόσμου μέρη. Καὶ τοῦτο δὲ τοῖς εἰρημένοις προσκείσθω, ὅτι δεόντως
19ἓξ ἡμέρας εἶπεν καὶ οὐχ ἓξ ὥρας ἢ μῆνας ἢ ἐνιαυτούς·
20τὸ μὲν γὰρ μῆνας ἢ ἐνιαυτοὺς εἰπεῖν βραδύτητα ἐνέφαινεν, τὸ δὲ ὥρας ἀδιανόητον ἐδόκει· ὁ γὰρ μὴ ἐπιστάμενος τί ἡμέρα οὐδὲ τί ὥρα οἶδεν. Τελείου οὖν ἀριθμοῦ μνημονεύων εἰκότως καὶ ἡμέρας παρείληφεν καὶ καταλλήλως. Ἅπερ πάλιν «εἶδεν ὁ Θεὸς» ὡς καλῶς γεγένηνται, τοῦ «εἶδεν̣
25ὁ Θεὸς» οὕτως ὡς ἐν τοῖς φθάσασιν νοουμένου. Ταῦτα μὲν οὖν σαφηνίζοντες τὸ ῥητὸν εἴπομεν, τὰ δὲ πρὸς ἀναγωγὴν ταῦτα ἂν εἴη. Ἐλέγετο πρὸ τούτων ὅτι

38

τὸ «γενηθήτω φῶς» εἰς τὸν Σωτῆρα ἀνάγειν δεῖ, οὐχ ὡς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑποστάντα, ἀλλ’ ὡς ἁρμοζόμενον τοῖς φωτιζομένοις. Καὶ ἐπὶ τῶν φωτιζομένων, οἱ μὲν ἐπ’ ἐλάττον,
οἱ δὲ ἐπὶ πλεῖον τὸν φωτισμόν, δέχονται δέ· παρὰ τούτους
5εἰσὶν οἱ ἐν νυκτερινῇ καταστάσει τυγχάνοντες. Γίνονται τοίνυν καὶ νῦν φωστῆρες ἐπίνοιαι τοῦ Υἱοῦ, καθὰ ἀκόλουθον ἰδεῖν τὸ βούλημα τοῦ νῦν προκειμένου· ἁρμόζεται πρὸς τὸ ἑκάστου μέτρον, τοῖς μὲν ἀνηγμένοις ἥλιος δικαιοσύνης γινόμενος, τοῖς δὲ ἐλάττοσιν συμμε[τρούμε]νος καὶ τὸν
10σελήνῃ ἀναλογοῦντα φωτισμὸν Πνεύ[ματ]ος παρέχων. Εἶεν δὲ καὶ οἱ ἐν νυκτὶ φωτιζόμενοι ὅσοι [τέ]λειοι ὄντες τῇ τοῦ σώματος χρείᾳ ἀναγκαίως ἐνδιδόασιν· ὁ γὰρ τέλειος, εἰ καὶ οὕτως ἐστίν, ὁμῶς, ἐπειδὴ σῶμα ἔχει, καὶ τρέφεται καὶ τὰς ἄλλας χρείας τοῦ σώματος ὑπομένει,
15ἃς καὶ αὐτὰς μὲν ὡς τέλειος ποιεῖ, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φῶς ἔχει, φῶς δὲ νυκτερινὸν τὸ τοιοῦτόν ἐστιν, ἐπεὶ ὁ τόνος ὁ τοσοῦτος παρὰ τὰς τοῦ σώματος χρείας, εἰ καὶ
17μὴ ἀπόλλυται, ἀλλ’ ἐν ἀνέσει τυγχάνει. Καὶ ὥσπερ ἡ σελήνη αὐτὴ κατά τινας ἐκ τοῦ ἡλίου δέχεται τὰς αὐγὰς καὶ γίνεται δεύτερον φῶς χορηγούμενον
20ἀπὸ τοῦ μείζονος, οὕτω καὶ ἡ ἐκκλησία φῶς ἐστιν τοῦ κόσμου. Ἀμέλει γοῦν τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς Κύριος εἶπεν· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου», οὐχ ἡλιακόν, —αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, —ἀλλ’ ἐλάττον καὶ ὑπ’ αὐτοῦ χορηγούμενον. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος
25λέγων «Ἐν οἷς ἐστε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» δείκνυσιν ὅτι μετεσχηκότες τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς φῶς εἰσι κόσμου· ἐπάγει γάρ· «Λόγον ζωῆς ἐπέχοντες». Καὶ εἴη ἂν ἡ ἐν

39

τούτοις αὐτοῦ τοῦ φωτὸς σχέσις σελήνη· οὐ γὰρ εἶπεν ‘ὑμεῖς ἐστε τὰ φῶτα‘, ἀλλὰ τὸ φῶς· ἑνότητα γὰρ πάντες
πρὸς ἑαυτοὺς ἔχοντες οὕτω φῶς ἕν εἰσι, ἐκκλησία ὄντες. Καὶ οἱ ἀστέρες δὲ τούτων ἂν ὑπάγοιντο τῷ Λόγῳ
5ὑπεραναβεβηκότες τοὺς ἄλλους κατὰ τὴν ἀλληγορίαν, οὓς καὶ φωτίζουσιν. Οἵτινες ἂν εἶεν προφῆται πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου αὐγὴν ἐκπέμποντες τὴν τῆς προαναφωνήσεως. Ἐκεῖνος γοῦν ἀνατείλας κατηύγασεν τὸ ὅλον, καὶ ἓν φῶς τὰ πάντα ἀπέδειξεν [διὰ τὸ] τοὺς μετέχοντας φῶς
10ἀποδειχθῆναι τέλειον. Εἴρη[ται γὰρ] ὅτι ἐκλάμψουσιν οἱ
10δίκαιοι «ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τ[οῦ] πατρὸς ἑαυτῶν», οὐχ ‘ἥλιοσ‘, ἀλλ’ ὡς ὁ ἥλιος, καθὰ καὶ ἐν τῷ Ἄισμ[α]τι εἴρηται περὶ τῆ̣ς̣ μετασχούσης τοῦ φωτός· «Τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθ〈ρ〉ος καλή, ὡς σελήνη ἐκλεκτή, ὡς ἥλιος θάμβος;» Καὶ θεώρει ὅτι προκοπαί τινες διὰ
15τούτων δηλοῦνται· πρῶτον γὰρ ὄρθ〈ρ〉ος γίνεται, ἔπειτα ὡς σελήνη ἐκλεκτὴ ἀντὶ τοῦ πλήρης καὶ ἀνελλιπὴς κατὰ τὴν πλησιφαῆ, —εἰ γὰρ καὶ ἡ αὐτή ἐστιν, διχότομός τε οὖσα καὶ μηνοειδὴς καὶ ἀμφίκυρτος, ἀλλ’ ἡ τελεία αὐτῆς κατάστασις ἡ κατὰ τὸ πλησιφαές ἐστιν, ᾧ τὴν νύμφην
20εἰκάζει—, μεθ’ ἃ καὶ ὡς ἥλιός ἐστιν αὕτη, θάμβος διὰ τὴν πολλὴν προκοπὴν καὶ ἕνωσιν. Οἱ οὕτως γινόμενοι φῶς οὐκ ἐκ κατασκευῆς εἰσιν τοιοῦτοι, ἀλλ’ ἐκ μετουσίας τοῦ
22ἀληθινοῦ φωτός. Οἳ καὶ χωρίζουσι «ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας» καὶ «ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους», τὴν κακίαν καὶ τὴν ἀρετὴν διαιροῦντες,
25καὶ οὕτω καταλάμποντες τοὺς ἐπὶ γῆς, οἵτινες οὔπω διὰ πράξεως οὐράνιοί εἰσιν. Σημαίνουσίν τε καιροὺς καὶ ἡμέρας καὶ μῆνας καὶ ἐνιαυτοὺς καταλλήλους, τὸ μέτρον ἑκάστου

40

γνωρίζοντες καὶ πῶς ἔχει ὅδε πρὸς παίδευσιν, καθὰ καὶ τὸν ἰατρόν φαμεν λέγειν εἶναι καιρὸν τροφῆς πρὸς τὸ πῶς ἔχει ὁ τρεφόμενος σκοποῦντα· καὶ γὰρ ἐσθότε νυκτὸς
3τρέφει ὁ τῇ ἰατρικῇ χρώμενος. Σημαίνει οὖν ὁ ἥλιος δικαιοσύνης καὶ ἡ σὺν αὐτῷ
5λεχθεῖσα σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες καιρὸν τοιοῦτον οἷον καιρὸν μαθημάτων, καιρὸν προκοπῆς, καιρὸν εἰσαγωγῆς, σημαίνουσιν δ[ὲ καὶ] αὐτὰ τὰ πράγματα, —ὅταν γὰρ φωτισθῇ τις, καθαρὰ [αὐτ]ὰ τὰ ὑποκείμενα πράγματα—, οὐ τότε τοῦ ἡλίου τῆ[ς δι]καιοσύνης ὑποστάντος ὅτε καὶ
10σημαίνει, ἀλλ’ ὄντος ἀϊδίως, σημαίνοντος δὲ ὅτε οἱ προ‐ σίοντες χειραγωγίας δέονται. Διὸ καὶ ἐν τετάρτῃ ἡμέρᾳ γεγενῆσθαι λέγονται, τοῦ γεγενῆσθαι κατ’ ἀλληγορίαν τὴν πρὸς τὰ λογικὰ σχέσιν δηλοῦντος. Ὡς γὰρ προείρηται, ἐν δυνάμει ὄντες ἀρετῆς, χρῄζομεν τῶν ἐναγόντων εἰς
15-16αὐτὴν ἐνέργειαν τῶν ἀρετῶν, ἥτις ἐκ τετράδος εἰς δεκάδα
17ἔρχεται. Δυνάμει γὰρ δεκὰς ἡ τετράς, ὡς ἤδη δέδεικται· κατὰ γὰρ τὴν τῆς τετράδος σύνθεσιν ἡ δεκὰς ἀπαρτίζεται. Στερέωμα δέ, ἐν ᾧ οἱ φωστῆρες γίνονται, τὴν πίστιν
20ἐκδεκτέον καὶ τελείαν ἀρετήν, ἣν ἔχων ὁ ψαλμῳδὸς ἔλεγεν· »Καὶ ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου.» Καὶ περὶ τῆς ἐκκλησίας λέγεται· «Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα, ἐπι‐
22στηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδὸν αὐτῆς;» Ἄνευ γὰρ τοῦ Λόγου οὐχ οἷόν τε εἶναι τὴν ἐκκλησίαν· οὗτος γὰρ ταύτης στήριγμα καὶ θεμέλιος ὑπάρχει.
25 Οὗτοι δὲ αὐτοὶ οἱ φωστῆρες εἰς σημεῖά εἰσιν, κατὰ μὲν τὸ ῥητὸν πολλάκις ἢ βασιλείαν σημαίνοντες ἢ αὐχμοὺς

41

ἢ ἐπομβρίας ἤ τι τῶν ἄλλων κατὰ τὸ χρήσιμον μεγάλων, κατὰ δὲ ἀναγωγήν, ὡς εἴρηται, τὰς προκοπάς, πολλάκις δὲ καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἐρημίαν· καὶ τοῦτο γὰρ ὑποδει‐
3κνύουσιν οἱ φωστῆρες κατ’ ἀλληγορίαν. Οὗτοι δὲ καὶ τοὺς ἐπὶ γῆς φωτίζουσιν· ὅσοι γὰρ μὴ
5δύνανται ἀκράτου τοῦ τελείου φωτὸς μετασχεῖν διὰ τοῦ τῶν ἁγί[ων] φω[τ]ίζονται. Καὶ Μωσῆς τοῦτο διδάσκων φησίν· «Κἀγὼ ἔστην [ἀ]νὰ μέσον Κυρίου καὶ ὑμῶν», τὰς ὑμῶν ἱκεσίας τῷ Θεῷ ἀναφ[έρ]ων, τὰς δὲ παρ’ αὐτοῦ
8χάριτας διακονῶν ὑμῖν. Οὕτω καὶ ὁ Σωτὴρ ἄνθρωπος γενόμενος μεσίτης ἐστὶν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων· Θεὸς γὰρ
10ὢν τῷ Πατρὶ ἡμᾶς συνάπτει, ἄνθρωπος δὲ γενόμενος τρόπον τινὰ ὡς φιλάνθρωπος ἅπερ ἤκουσεν παρὰ Πατρὸς ταῦτα καὶ λαλεῖ ἡμῖν. Τῶν ὑποδεεστέρων τοῦ ἡλίου φώτων εἴη ἂν καὶ ὁ νόμος, περὶ οὗ εἶπεν ὁ ψαλμῳδός· »Λύχνος τοῖς ποσίν μου ὁ νόμος σου», δηλῶν ὅτι φωτίζει
15ὁ νόμος τὰς προκοπὰς καὶ διαβάσεις τῆς ψυχῆς. Οὕτω φωτισθεὶς καὶ Παῦλός φησιν· «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν»· ἐν Χριστῷ γὰρ ὄντες οἱ τοιοῦτοι αὐτοῦ
17εἰσιν λέγοντες ἕκαστος· «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», καί· «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ.» Οὕτω γὰρ φῶς ἐκ φωτὸς γίνονται, ὥστε διὰ τῆς διδα‐
19σκαλίας φωτίζειν τοὺς ἄλλους.
20 Δεῖ δὲ τὸ ἔθετο ὡς σημαῖνον τὸ ‘ἀποδείξαι‘ ἐκλαβεῖν ὡς ἐὰν λέγηται περὶ τοῦ Σωτῆρος ὅτι ὁ Πατὴρ αὐτὸν ἔθετο κληρόνομον πάντων ἀντὶ τοῦ ‘ἀπέδειξεν‘· οὐ γὰρ ὕστερον πεποίηκεν αὐτὸν κληρόνομον, ἀλλ’ ὄντα ἐφανέ‐
23ρωσεν. »Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλόν.» Καλὸν γὰρ καὶ τὸ ὑπὸ
25αἰσθητοῦ φωτίζεσθαι φωτός, καὶ πολλῷ πλέον ὑπὸ νοητοῦ. I, 20—23. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ

42

στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἐγένετο οὕτως. Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλά. Καὶ
4ηὐλόγησεν αὐτά, ἕως τοῦ ἡμέρα πέμπτη.
5 Ἐπεὶ προηγουμένη κτίσις ἐστὶν τῶν ἐπὶ γῆς ἡ κατὰ τοὺς ἀνθρώπους ζῷα θνητὰ τυγχάνον[τα]ς, ἀκολούθως τὰ ἄλλα ζῷά τε καὶ φυτὰ διὰ τὴν αὐτοῦ χρείαν δεδημιούρ‐ γηται· τὰ μὲν γὰρ εἰς τροφήν, τὰ δὲ εἰς θεραπείαν ἑαυ[τ]οῦ παραλαμβάνει· ἔστιν δ’ ἕτερα τὰ μὲν εἰς τὸ ἀχθοφορεῖν,
10τὰ δὲ εἴς τινα αὐτοῦ χρείαν γεγενημένα· οὐδὲν γὰρ εἰκαίως
10ὑπέστη. Λέγει οὖν ὁ Θεός· «Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς.» Ἔδει γὰρ καὶ ταῦτα διὰ τὴν ἀνθρώπων ὑποστῆναι χρείαν. Ἑρπετὰ δὲ τὰ σώματα αὐτῶν εἰπὼν ψυχὰς ζώσας τὰς πάσας λέγει· κἂν γὰρ ἄλογος ᾖ, ἀλλὰ ζωτικὴν δύναμιν τῷ
15σώματι παρέχει συμφθειρομένη αὐτῷ, τῆς τοῦ ἀνθρώπου
15καὶ μετὰ τὴν τοῦ σώματος διάλυσιν ὑφισταμένης. Τῶν πετεινῶν δὲ τῶν μὲν ὑψιπετῶν ὄντων, τῶν δὲ πλειόνων ταπεινὴν ἐχόντων τὴν πτῆσιν, μάλιστα τῶν πρὸς τροφὴν τοῖς ἀνθρώποις ἀπονεμηθέντων, ἀπὸ τοῦ πλεονάζοντος εἴρηται· «καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς». Εἰκὸς
20γὰρ αὐτὰ διὰ τοῦτο μηδὲ εἰς ὕψος κατὰ τὸν ἀετὸν καὶ τὰ ὅμοια ἵπτασθαι, ἵν’ εὐχείρωτα ᾖ τοῖς ἀνθρώποις, δι’ οὓς
21καὶ γέγονεν.
21 »Κατὰ τὸ στερέωμα» δὲ «τοῦ οὐρανοῦ» εἴρηται, οὐχ ὅτι πλησιάζει ἱπτάμενα τούτῳ, ἀλλ’ ὅτι ὑπ’ αὐτό εἰσιν, εἰ καὶ μὴ φθάνουσιν ἐκεῖ. Αὐτίκα γοῦν καὶ τὰ νέφη τὰ φέροντα τὸν ὑετὸν οὐρανοὺς καλεῖ ἡ γραφὴ καὶ τὸν ὑετὸν
25οὐρανόθεν ἔρχεσθαι, καίτοι τῶν νεφῶν περὶ τὸν ἀέρα συνισταμένων, ἀφ’ ὧν καὶ ὁ ὑ〈ε〉τὸς φέρεται, ἅτινα νέφη
26οὐ πλέον δεκὰ σταδίων ὑπὲρ γῆς λέγεται εἶναι, ὑπὲρ νεφῶν πολλάκις ὀρῶν εὑρισκομένων καὶ τῶν νεφῶν αὐτοῖς ἐπικειμένων. Λύεται οὖν τοῦτο τῷ πολλάκις τὸν ἀέρα καὶ

43

οὐρανὸν καλεῖσθαι καὶ στερέωμα.
1Τὸ δὲ «καὶ ἐγένετο οὕτως» ὁμοίως τοῖς φθάσασιν
1νοητέον. Τί δὲ «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα»; Σημειωτέον ὡς οὐ λέγει περὶ τῶν κητῶν ὅτι ‘ἐξαγέτω τὰ ὕδατα κήτη‘, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς αὐτὰ πεποίηκεν. Ὑπερμεγέθη
4δὲ ταῦτα τυγχάνει, καθὰ καὶ οἱ ἱστορήσαντες ὑπερθαυμά‐
5ζουσιν, ὡς καὶ νήσοις λέγειν αὐτὰ ἐμφερῆ εἶναι, εἰς ἃ πολλάκις φασὶν ἐξεληλυθέναι ἀνθρώπους ὡς εἰς χέρσον οἰομένους ἐξιέναι, τότε μόνον γινώσκοντες ὅτι κήτη εἰσίν, ὅτε αὐτὰ κινούμ̣ε̣να παρέχει τὴν αἴσθησιν.
8 Πρόσσχες δὲ ἔτι καὶ τῷ «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν», ὅτι τὰ μὲν
10ὕδατα ἐξάγει αὐτῶν τὰ σώματα, αὐτῶν λέγω τῶν ἀπὸ τῶν ὑδάτων συστάντων, τὰ δὲ κήτη μετὰ τῶν ἄλλων ζῴων ποιεῖ Θεὸς τὴν ζωτικὴν αὐτοῖς παρέχων δύναμιν, οὐ δήπου τῶν σωμάτων προυποκειμένων καὶ οὕτω
ψυχουμένων, —οὐ γὰρ ἔχει χωρὶς τὴν ζωὴν ἡ τῶν ἀλόγων
14ψυχή, —ἀλλ’ ὅτι, ἅμα αὐτῶν ὑποστάντων θελήματι Θεοῦ,
15τὰ μὲν σώματα ἐκ τῶν ὑδάτων ἐξεληλυθέναι λέγει ἡ γραφή, τὰς δὲ ψυχὰς τὸν Θεὸν πεποιηκέναι, ὅ ἐστιν τὴν ψύχωσιν καὶ τὴν κίνησιν, οὐκ ἀπὸ τῶν ὑδάτων ἀλλ’ ἐκ
17βουλήματος τοῦ Θεοῦ τοιούτου. Σαφὲς δὲ καὶ τὸ «κατὰ γένη αὐτῶν», νοουμένου ἐνταῦθα τοῦ εἴδους ἀντὶ τοῦ γένους.
19»Καὶ εἶδέν» φησιν «ὁ Θεὸς ὅτι καλά.» Ἐπὶ μὲν γὰρ
20τῶν προλαβόντων εἴρηται «ὅτι καλὸν» διὰ τὸ ἢ ἓν εἶναι τὸ γινόμενον ἢ ἐν ἑνὶ τοῦ κόσμου μέρει συστῆναι· ἐπειδὴ δὲ τὰ νῦν διαφόρους χώρας εἴληχεν, ὡς τὰ μὲν αὐτῶν
22εἶναι ἀεροπόρα, τὰ δὲ ἔνυδρα, ἀκολούθως τὸ «εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ» εἴρηται.
23 »Καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεός.» Τί δήποτε, ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς πρὸ τούτων μὴ προσκειμένης εὐλογίας, ἐνταῦθα
25εἴρηται· «Καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεός»; Καὶ ὅρα γε μὴ ἄρα διὰ τὸ ἐξ αὐτῶν διαδοχὴν συνίστασθαι τοῦτο
26προσετέθη. Οὐδὲ γὰρ κατὰ τοὺς ἀνθρώπους εὐλογοῦνται, περὶ ὧν εἴρηται· «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ
28εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»· αὕται δὲ πνευμα‐ τικαί εἰσιν νοῦ καὶ τοῦ ἔσω ἀνθρώπο[υ] ἁπτόμεναι,
30αἵτινες τοῖς ἀλόγοις οὐκ ἐγγίνονται· προσετέθη γὰρ τὸ
30πνευματικῇ, ἐμφαῖνον ὅτι καὶ σωματικαί εἰσιν εὐλογίαι,

44

οἷον ὑγεῖα εὐεξία σώματος καὶ τὰ ἀδιάφορα. Τὴν αὔξησιν οὖν ἣν προσέταξεν ἐν τοῖς ζῴοις γίνεσθαι καὶ τὸ πλῆθος εὐλογίαν ἐκάλεσεν. Τὸ δὲ «ἐν ταῖς θαλάσσαις»
3ἁπλούστερον καὶ περὶ λιμνῶν καὶ ποταμῶν εἴρηται, ἀπὸ
4-5τῶν μειζόνων θελήσαντος δηλῶσαι πᾶν ὕδωρ. Ἀκολούθως
5δὲ περὶ τῶν πετεινῶν εἴρηται τὸ «ἐπὶ τῆς γῆς» διὰ τὸ πλησιάζειν ταῦτα τῇ γῇ· οὐ γὰρ ἐδύναντο εἰς τὸν αἰθέρα τὴν διατριβὴν ἔχειν διὰ τὴν τούτου θερμότητα. »Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη» καὶ εἰκότως· ἔπρεπεν γὰρ τὰ πολὺ τῆς αἰσθήσεως μετέ‐
9χοντα ἄλογα ζῷα ἐν τῇ πεντάδι δηλούσῃ τὰς αἰσθήσεις
10γενέσθαι. Κἂν γὰρ ἄνθρωποι αἰσθήσεως κοινωνῶσιν, ἀλλ’ ἔχουσιν τὸ μεῖ〈ζ〉ον τῆς αἰσθήσεως, τὸν νοῦν καὶ λογισμόν, τῶν ἀλόγων περὶ μόνην αἴσθησιν ἐχόντων.
12 Ταῦτα μὲν οὖν πρὸς τὸ ῥητόν· πρὸς δὲ ἀναγωγὴν ἡ κακία ἐν τοῖς προλαβοῦσιν ἀλληγορίας νόμῳ ὕδωρ εἴρηται, μάλιστα ὅτε παρετιθέμεθα. «Ὕδωρ πολὺ οὐ
15δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην»· τοῦτο δὲ οὐκ ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ συμβαίνει, ἀλλ’ ἀπ’ ἐκείνου ἀφ’ οὗ σπάνις ἀρετῆς
16εἶναι εἴρηται ἐκ τοῦ «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». Οὐκοῦν μὴ ἀνομία τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ πειρώμενον σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν; Αὕτη γὰρ τὸ μῖσος ἐγείρουσα ἐκκλείει τὰ
20τῆς ἀγάπης, ἥτις ἐκ τοῦ κοινωνικοῦ καὶ ἡμέρου, ἅπερ
20φύσει τοῖς ἀνθρώποις ὑπάρχει, συνέστηκεν. Βούλεται οὖν ὁ Θεὸς ἐκ τῶν ὑδάτων τῶν ἑρμηνευθέντων
ἔξω γενέσθαι τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινά, ἅπερ διαφορὰς τρόπων αἰνίττεται, τῶν μὲν εἰστὰ βάθη τῆς κακίας φθασάντων καὶ διὰ τοῦτο καταπεφρονηκότων, —ἀσεβὴς
24γὰρ ἐμπεσὼν εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ, —δίκην ἑρπετῶν
25περὶ τὰ γήϊνα εἰλυμένων καὶ συνεχομένων τῷ πλήθει τούτου τοῦ ὕδατος. περὶ οὗ εἴρηται· «Ἄρα διῆλθεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον», ἅπερ τοῦ τοιούτου καὶ τοσούτου κακοῦ ἐλευθερῶσαι ὁ εὐεργέτης βούλεται, τῶν δὲ ἐσφαλμένας νοήσεις ἐχόντων πετεινῶν καλουμένων
30διὰ τὸ δῆθεν περὶ μετέωρα ἔχειν καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων
30περιττὸν δοκεῖν διανοεῖσθαι, ἅπερ καὶ αὐτὰ ἔξω ταύτης τῆς καταστάσεως γενέσθαι βούλεται ὁ φιλάνθρωπος Θεός,

45

ὅπως τὴν σύνεσιν, ἣν εἰς ἃ μὴ χρὴ κατεδαπάνησαν, ἁρμόσωσιν εἰς τὰ δέοντα καὶ πρέποντα λογικῇ φύσει, ἵν’ οὕτως ἀπολαβῶσιν τὸ οἰκεῖον τῆς πτήσεως τῆς
3θείας, ἀφ’ ἧς καὶ ἡ παρατροπὴ γέγονεν. Κήτη δὲ μεγάλα ἦσαν κατὰ νόμους ἀλληγορίας αἱ
5πονηραὶ δυνάμεις, διάβολος καὶ οἱ ἄγγελο̣ι̣ αὐτοῦ, οἵτινες δράκοντες παρὰ τῇ γραφῇ λέγονται, δηλαδὴ καὶ τοῦ δια‐
6βόλου πολλῷ πλέον ταύτῃ καλουμένου τῇ προσηγορίᾳ. Πρὸς τὸν Σωτῆρα γοῦν τρόπῳ ὑμνῳδίας λέγεται· «Σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τοῦ δράκοντος, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» Σαφὲς δὲ ὅτι
9ταῦτα παρὰ τοῦ Θεοῦ γέγονεν, οὐ καθὸ φαῦλα τυγχάνει,
10ἀλλὰ κατὰ τὸ οὐσίωδες αὐτῶν ὑποκείμενον. Οὐ γὰρ διάβολον ἢ δαίμονας, καθὸ τοιοῦτοί εἰσιν, ὁ Θεὸς πεποίηκεν, ἀλλ’ αὐτοὶ ἑαυτοῖς τὴν ἀπώλειαν ἐπεσπάσαντο· ἀγγέλους
γὰρ τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν τάξιν ἡ γραφή φησιν. Ὅτι δὲ κῆτος ὁ διάβολος εἴρηται, ἐν τῷ Ἰὼβ περὶ
14αὐτοῦ λέγεται· «Ὁ μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι»,
15ὑπ’ αὐτοῦ δὲ ἐκάμφθησαν κήτη τὰ ὑπ’ οὐρανόν. Δύναται δὲ καὶ τὸ «ἐποίησεν αὐτὰ ὁ Θεὸς» δηλοῦν τὸ ‘ἀπέδειξεν‘· πολλάκις γὰρ ἡ γραφὴ τὸ ποιῆσαι
17ἀντὶ τοῦ ἀποδεῖξαι σημαίνει, ὡς ἐν τῷ «Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν», οὐχ ὅτι ἡμεῖς δημιουργοὶ τοῦ Θεοῦ γινόμεθα, ἀλλ’ ἀποδείκνυμεν
20αὐτὸν τὸ ὅσον εἰς ἡμᾶς ψεύστην. Τὸ αὐτὸ παρίσταται καὶ ὑπὸ τοῦ εἰρημένου πρὸς Ἰουδαίων ὅτι «Σὺ ἄνθρωπος
21ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν», ἀντὶ τοῦ ‘ἀποδεικνύεισ‘. Τοῦτο δὲ ποιεῖ Θεὸς καὶ ἀποδείκνυσιν τὰς π[ο]νηρὰς δυνάμεις καὶ φανεροῖ ταύτας, ἵνα μὴ λανθάνοντες ἀμέτρως βλάπ‐ τωσιν καὶ ἵνα οἱ πρὸς αὐτοὺς ἔχοντες τὴν πάλην γινώσκωσιν
25αὐτούς· οὕτω γὰρ καὶ καταφρονῆσαι αὐτῶν συμβαίνει. Ταῦτα δὲ ἔξω τῶν ὑδάτων βούλεται εἶναι Θεὸς ὀλίγον
26αὐτὰ τέως ὡς ἐν εἰσαγωγῇ ἀρετῆς ἀποστῆναι κακίας θέλων, —οὐ γὰρ ὁ ἐν κακίᾳ καὶ τοσαύτῃ γε ἀθρόαν δέχεται τὴν μετάστασιν ἐπὶ τὸ τέλειον, ἀλλὰ κατὰ προκοπὴν καὶ ἐπίδοσίν τινα προσλαμβάνων ἀεί τι τῆς ἀρετῆς, —
29ἵν’ οὕτω ἐκ τοῦ ἐπὶ γῆς ἵστασθαι καὶ πετεινὰ οὐρανοῦ
30γένωνται κατὰ τοὺς ἀκούοντας· «Ἐὰν κοιμηθῆτε ἀνὰ

46

μέσον τῶν κλήρων πτέρυγες περιστερᾶς περιηργυ〈ρω〉μέναι καὶ μετάφρενα αὐτῆς ἐν χλωρότητι χρυσίου», κλήρους
λέγων τὰς διόδους τῶν ὑδάτων ὡς ἐν τῷ «Ἰσαὰκ τὸ καλὸν ἐπεθύμησεν ἀναπαυόμενος ἀνὰ μέσον τῶν κλήρων»,
5οἵτινες εἶεν ἥ τε παλαιὰ καὶ καινὴ διαθήκη πτεροῦσαι τὸν ἀνὰ μέσον αὐτῶν διαναπαυόμενον καὶ συμβάλλοντα τὰ
6προειρημένα τῇ τούτω[ν ἐ]κβάσει ὡς πτέρυγας ἔχειν περιστερᾶς, ᾗ εἰκασθὲν τὸ ἅγιον [Π]νεῦμα ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν κατελήλυθεν. Αὕται αἱ πτέρυγες νοήσεις [εἰ]σὶν δίαρμα καὶ μέγεθος οὐράνιον ἔχουσαι, ἀπὸ τούτου καὶ περιστεραὶ
10καλούμεναι, καθὰ καὶ τὴν νύμφην οὕτως ὀνομάζ[ει] ὁ μνηστευσάμενος αὐτὴν λέγων· «Περιστερά μου τελεία μου.» Καὶ περὶ τῶν ἁγίων δὲ εἴρηται· «Τίνες οἵδε ὡς νεφέλαι πέτονται καὶ ὡς περιστεραὶ σὺν νεοσσοῖς;» νεοσσοὺς λέγ̣ων περιστερῶν τοὺς ὑπὸ τοῖς τελείοις μαθη‐
15τευομένους, οἷος Παῦλος περιστερὰ τυγχάνων καὶ ἔχων νεοττὸν Τιμόθεον καὶ Πέτρος τὸν εὐαγγελιστὴν Μάρκον. Καὶ ἐπὶ τ[ῶ]ν̣ παλαιῶν δὲ ἀνεγρά[φ]η[σά]ν τινες υἱοὶ προφη̣τ̣ῶν, οὕστινας νεοσσοὺς περιστερῶν τῶν προφητῶν λέγω̣ν ο̣ὐ̣κ ἂν ἁμάρτοις. Οἱ αὐτοὶ δὲ κατ’ ἄλλο καὶ
20ἄλλο νεοττοὶ λέγονται καὶ νεφέλαι· ᾗ γὰρ φέρουσιν
20ὑετὸν θεῖον καὶ πνευμα̣τικόν, τοῦτον τοῖς ἄλλοις παρα‐ πέμποντες εἰς ὠφέλιαν, νεφέλαι τυγχάνουσιν, ᾗ δὲ τυποῦνται κατὰ τὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετουσίαν, περιστεραὶ ὑπάρχουσιν, αἵτινες περιηργυ〈ρω〉μέναι εἰ[σί]ν, λόγῳ θείῳ κεκοσμημέναι, ἐκ τῶν θειῶν πεπαιδευμέναι
25γραφῶν. Ὅτι γὰρ ὁ ἄργυρος σημαίνει τὸν λόγον, δῆλον ἐκ τοῦ «ἄργυρος πεπυρωμένος γλῶσσα δικαίου». Οὐ γὰρ ἡ αἰσθητὴ ἄργυρος, ἀλλ’ ἐπεὶ ὄργανον λόγου ἐστὶν ἡ γλῶσσα,
27αὐτοῦ καὶ σύμβολον εἴλημπται. Οὗτος δὲ πεπύρωσται ἅτε

47

οὐ περὶ τῶν τυχόντων ἀλλὰ τοῦ φωτὸς τοῦ οὐρανίου
διαλαμβάνων, οὗ ἦλθεν Ἰησοῦς ἐπὶ γῆς βαλε[ῖ]ν θέλων ἤδη αὐτὸ ἐξαφθῆναι. Ἀλλὰ καὶ αἱ τοῖς ἀποστόλοις φανεῖσαι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, αἳ καὶ ἐκάθισαν ἐφ’ ἕνα
5ἑκαστὸν αὐτῶν, τὸν θεῖον λόγον καὶ διδακτικὸν σημ̣[αί]‐ νο[υ]σιν. Καὶ τὰ μετάφρενα δὲ τούτων ἢ τῶν περιστερῶν ἐν χ[λωρότη]τι χρυσίου διακεκόσμηνται, δηλουμένου διὰ μὲν τοῦ χ[ρυσίο]υ τοῦ νοῦ, διὰ δὲ τῆς χλωρότητος τοῦ
8ζωτικοῦ καὶ ἀμαρά̣[ντου]. «Ὅσοι οὖν σοφίᾳ κεκόσμηνται, καθ’ ἣν βούλεται Θεὸς
10τ[ὰ ἑρπ]όμενα ἀπὸ τῶν ὑδάτων ἀφελέσθαι, οὗτοι περιστερ[αί εἰσι]ν ἕτερον νοῦν ἔχοντες, πτεροῖς τῆς ἀληθείας ὑψούμενοι καὶ ἀεὶ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες. Ταῦτα δ’ αὐτὰ καὶ εὐλογεῖ Θεός, ὅπως ἐπίδοσιν πλήθους καὶ αὐξήσεως δέχωνται, πλήθους μὲν ἵνα μιμητὰς ἄλλους
14ἀποδείξωσιν, αὐξή[σε]ως δὲ ὅπως ἀεὶ αὐτοὶ τῇ προκο̣π̣ῇ̣
15τοῦ τελείου ἀγαθοῦ ἔρωτα ἔχωσιν. Τὸ δὲ «καὶ πληρώσατε τ[ὰ ὕ]δα[τα]» σημαίνοι ἂν ὅτι μη̣κέ[τι] ὑμεῖς βύθιοι τυγχάνετε [συμ]πν[ιγ]όμενοι τοῖς τῆς ἁμαρτίας δεσμοῖς, ἀλλ’ αὐτοὶ κρατο[ῦν]τες αὑτῶν ὑπεράνω αὑτῶ〈ν〉 χωροῦντες διατελεῖτε· ἢ τάχα, ἐπεὶ
20τὸ ὕδωρ οἰκεῖαν ἔχει πλήρωσιν καὶ χρῆσιν τήν τε κάθαρσιν καὶ τὸ ποτίζειν συμπνίγειν τε καὶ συνέχειν, παραινεῖ ὅτι
21τῶν ὑπ’ αὐτοῦ παρὰ πρόθεσιν κα̣ὶ̣ παρὰ σκοπὸν συμβαινόντων ἀποστάντες, τοῦ συνέχεσθαι λέγω καὶ συμπνίγεσθαι, ταῖς σειραῖς τῶν ἁμαρτιῶν συσφιγγο[μέ]ν̣ους, πρὸς ἐκεῖνα χωρεῖτε, τό τε ποτίζεσθαι ἀπὸ ὕδατος κ̣[α]θαροῦ καὶ μὴ
25συμπνίγοντος καὶ τὸ καθαίρεσθ̣αι παντὸς ἀπαλλαττόμενοι ῥύπου, πληροῦντες ταύτας τὰς ἐνεργείας το[ῦ] ὕδατος, ποτιζόμενοι ἀπὸ ἀθα̣νά̣τ̣ου ὕδατος καὶ καθαιρόμε[νο]ι,
27ἀλλὰ μὴ συνεχόμενοι.
Τὸ δ̣ὲ̣ «Κ̣α̣ὶ̣ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα

48

πέμπτη» ο̣ὕ̣τ̣ω̣ς̣ ἂ̣ν̣ ἐξομαλισθείη· πέρας ἔσχεν αὐτοῖς ἡ τῶν αἰσθητῶν ἡ̣μ̣έ̣ρ̣α̣ ἐ̣π̣ὶ τὰ νοητὰ χωροῦσιν· τέλος γὰρ τῆς παρελθούσης ἡμέρας ἀρχὴν ποιεῖ τῆς διαδεχομένης. Ἀφέντες οὖν αὐτοὶ τὰ αἰσθητὰ ἐπὶ τὸ τέλειον χωροῦσιν,
5[ὃ] δηλοῦται ὑπὸ τοῦ ἓξ ἀριθμοῦ· προκοπὴ γὰρ τῶν πέντε κατ̣ὰ τὸ προσεχὲς τὰ ἕξ. Ταῦτα δὲ οὐκ ἀριθμῷ δεῖ σκοπεῖν ἀλλ[ὰ] κα̣τ̣ὰ τοὺς λόγους τοὺς ἐν τοῖς ἀριθμοῖς, τῶν πέντε δηλ[ο]ύ[ντω]ν τὰ αἰσθητά, τῶν δὲ ἓξ ἐπὶ τοῦ παρόντος
8τὴν τελειό[τητα]. I, 24. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ [ψυχὴ]ν̣
10ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρ[ία]. Ὡσαύτως τοῖς ἔμπροσθεν τὸ εἶπε[ν ὁ Θεὸς] ἐκλημπτέον, εἶπεν δὲ ἵνα ἐξαγάγῃ ἡ γῆ ψυχὰς ζ̣[ώσας, ὅ]π̣ερ δεικτικὸν ὑπάρχε̣ι τοῦ συνεσπάρ̣σθαι τοῖς σώμασιν τῶν ἀλό̣γ̣ων τὰς αὐτῶν ψυχὰς ἅτε καὶ συμφθειρόμενας, τῶν ἀ[ν]θρωπίνων
15οὐχ οὕτως ἐχουσῶν· καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν γὰρ ἐπι̣δ̣ι̣α‐ μένουσιν αὗται. Καὶ πρὸς τοῦτο ὁμοδοξοῦσιν οἱ πολλοὶ καὶ [τῶ]ν ἔξω τῆς πίστεως, ᾅδην εἶναι οἰόμενοι, περὶ οὗ φαντασίαν μὲν ἀμυδρὰν ἔχουσιν τὸ ὅλον ..μαινόμενον ... .... διάκεινται δὲ ὁ̣[μ]ῶς εἶναι τοῦτο̣ν χωρίον τι
20ἐν̣ [ᾧ] δια̣τ̣ρ̣ίβουσιν ψυχαὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγήν. Ἡ̣[γοῦν̣] π̣ρόσταξις περὶ ἀλόγων αἰν〈ίσσ〉εται ὅπ̣ως ἐξαγάγῃ ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑ̣ρπετὰ καὶ θηρία, ὑ[πο]β̣αλ̣λ̣ούσης τῆς προστάξεως ὡς
23....η γῆ δύναμιν τῶν [ἐξ] α̣ὐ̣τῆς ἐξελευσομένων ἀλόγων
ζῴων ἔχει, λόγου σπερματ̣ι̣κοῦ ἐνυπάρχοντος αὐτῇ τρόπον
25τινά, μᾶλλον δὲ ἐν τοῖς σπέ̣ρ̣μασιν τῶν ζῴων, τούτου προσεχεστέρου κειμένου μόν[ου ὅτι] τὴν̣ φανταστικὴν καὶ ὁρμητικὴν κίνη̣σιν αἱ τῶν ἀλόγω̣ν̣ ψ̣υ̣χαὶ̣ τοῖς σώμασιν παρέχουσιν, σωμ̣α̣τικ̣α̣ὶ̣ ὑπάρχουσαι κα̣ὶ α̣ὐ̣ταί, μᾶλλον δὲ

49

ἐν αὐτῷ οὖσαι τῷ σώματι καὶ ἐν τ̣ῇ τούτου συστάσει· »Ψυχὴ» γάρ φησιν «παντὸς ζῴου αἷμα αὐτοῦ.» [Τ]ὸ κοινὸν αὐτοῖς τό τε τρέφεσθαι, γρηγορεῖν, ὑπνοῦν, κάμνειν. Οὐ [π]ερὶ πάσης δὲ ψυχῆς ἐστι τὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ περὶ
4μόνων ἀλ[ό]γω[ν]· ἡ γὰρ τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴ κατ’ εἰκόνα
5καὶ ὁμοιότηταΘεοῦ δεδημιούργηται, [ὡ]ς [ἐ]ν τοῖς ἑξῆς ἀκριβέστερον γνωσθή̣σεται.
6 Εἶτα ἐπεὶ τ[ὰ ἐ]ξαγόμενα ἐκ τῆς γῆς ζῷα οὐκ εἰσὶν πάντα ὁμ̣οειδῆ ἀλλ[ὰ κατὰ γ]ένη διαφόροις εἴδεσιν ὑποβε‐ βλημένα, εἶ̣π̣εν τὸ «κατ̣ὰ̣ γ̣έ̣νος», τοῦ «καθ’ ὁμοιότητα» δηλοῦντος τὸ εἶδος. Κοινὸν οὖν αὐτοῖς τὸ γένος· πάντα
10γὰρ ἔμψυχα ἐξηλλαγμένα ὕπ̣εισιν ταῖς οὐσ[ιώ]δεσιν διαφο‐ ραῖς· ἑτέρα γὰρ ἵππου καὶ βοὸς̣ οὐσία κα̣ὶ̣ τ̣ῶ̣ν [ἄλλ]ων
11ὁμοίως. Τρισὶν δὲ πρόσταξις γίνεται, τετραπ̣ό̣δοις τ̣[ε] καὶ θηρίοις καὶ ἑρπετοῖς, οὐ πάντων τετραπόδων καὶ θη̣ρίων ὄ[ντ]ων. Εἴη ἂν οὖν καλῶν τετράποδα μὲν νῦν ὅσα ἥμε̣ρα
15καὶ ὑπηρετικὰ ἀνθρώπων, θηρία δὲ τὰ ἀτίθασα τετράποδα, ἑ̣ρ̣π̣ε̣τὰ δὲ ὅσα ὀφιώδη, καὶ τούτων δὲ αἱ δια̣φοραὶ οὐκ
16ἄγνωσ[το]ι τοῖς ἱστορήσασιν. I, 24. Καὶ ἐγένετο οὕτως.
17Ἔδει γὰρ τὸ εἶ̣ν̣α̣ι̣ ἀκ[ολου]θεῖν τῇ προστάξει. Διαπο‐
ρήσειεν δ’ ἄν τις τί ἤδη τῷ ... ....το «καὶ ἐγένετο οὕτως» ἐπιφέρεται τὸ «καὶ ἐποίησεν Θ̣ε̣ό̣ς». Α̣ὐ̣τ̣ί̣κ̣α̣
20γοῦν ἐπεὶ κατὰ τὴν διαδοχὴν τῶν ζῴων τὰ διάδοχα ἐ̣ν̣ τ̣ῇ γ̣ενέσει ταύτῃ τὸ σπέρμα καταβάλλει, μορφοῖ δὲ κα̣ὶ̣ διαπλ̣ά̣τ̣τει Θεός, τοῦτ’ εἴρηται, προστάγματος πρώτου τυγχάνοντος, ἔ̣π̣ε̣ι̣τα τὸ ἐξαγαγεῖν τὸ σπέρμα τελεσιουρ‐
23γοῦντος τ̣ο̣ῦ̣ Θεοῦ ... ... ....η ἐν̣ διαστάσει χρόνου κατὰ τὴν πρώτην δημι̣ο̣υ̣ρ̣γίαν ... .... ἀλλὰ παραστατικὰ
25ἡγοῦ ὅτι κατὰ Θεοῦ δύναμι̣ν̣ ἡ̣ τ̣ο̣ῦ̣ σ̣π̣έ̣ρ̣μ̣ατο̣ς καταβολὴ γίνεται καὶ ἡ διάπλασις τοῦ ... ... ... .... ἐπ’ ἀνθρώπο̣υ̣ Θ̣ε̣ό̣ς̣ φησιν πρὸς Ἰερεμίαν· «Πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν

50

κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε.» Διαφορὰ δὲ τῆς ὑπάρξεως τῶν ζῴων ποικίλη, τῶν μὲν ἐξ ἀρχῆς ἐκ γῆς καὶ ὑδάτων ἐσχηκότων τὴν γένεσιν, τῆς δὲ διαδοχῆς ἑτερο̣ί̣ω̣ς γινομένης· τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ᾠοτόκα τυγχάνει, ἐξ ὧν τὰ ᾠὰ ἔξεισιν, τὰ δὲ
5ζωοτόκα, τῆς βουλή[σ]εως τοῦ Θεοῦ τὸν διάφορον τρόπον
5παρασχομένης τῆς τούτων [ὑ]πά[ρ]ξεως. Περὶ ὧν κα̣ὶ̣ τὸ «εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ» εἴρηται, οὐ καλόν· οὐ γὰ[ρ ἓν] ἦν ἔργον ἀλλὰ δι̣άφορα. Πρὸς ὅ τις ἐνστήσεται λέγων ὡς ἐ[πὶ μ]ὲν τοῦ φωτὸς καὶ στερεώματος
8καὶ ἡλίου καὶ τῶν ὁμοίων ἀκολούθως ἐπήνεκται «ὅτι καλόν», περὶ δὲ θηρίων καὶ ἰοβόλων ἑρπετῶν πῶς τὸ
10»ὅτι καλὰ» εἴρηται· φανερὸν γὰρ τὸ ἐν αὐτοῖς ἐ[πα]χθές. Πρὸς ὃ ἐρεῖ πρῶτον μὲν ὅτι, Θεοῦ ἔργον ὄν, καλὸν κ[αὶ ἐπ]αινετὸν ὑπάρχει, κἂν ὁ περὶ αὐτοῦ ἀκριβὴς λόγος κεκρυμ‐ μέ[νο]ς ἀφ’ ἡμῶν ὑπάρχῃ, ἔπειτα εὕροι ἄν τις ἐραυνῶν τὸ χρήσιμον τῆς τούτων ὑπάρξεως, εἰ κατανόησαι τὸ ἐν
15ἑκάστῳ ζῴῳ φυσικόν, τοῦ μὲν τὸ ἥμερον συντελοῦν
15ἀνθρώποις καὶ ἐντρέπον τὸν [ἄ]γριον καὶ θυμώδη, τοῦ δὲ τὸ ἐπιμελὲς καὶ φροντιστικὸν διεγ[ε]ῖρ̣ον τὸν ἀμελῆ, καθὸ καὶ ἡ θε[ί]α τῶν Παροιμιῶν γραφὴ ἐντρέπ[ουσ]α τοὺς ὀκνηροὺς περὶ ἀνάλημψιν ἀρετῆς ὑποδείκνυσιν [ἀπὸ] τῶν ἀλόγων τὴν παραίνεσιν λέγουσα· «Ἴθι πρὸς τὸν
20μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος»· εὕροι δὲ ὁ τοιοῦτος καὶ εἰς σωφροσύνην συντελοῦντα ἄλογα
21ζῷα καὶ εἰς τιμὴν γονέων καὶ ὅλω̣ς εἰς ἀρετήν, ἐκ τοῦ ἐλάττονος τὸν κατ’ εἰκόνα γεγενημένον ἀμελοῦντα διορ‐ θούμενα, ἐντυχὼν τοῖς περὶ τῆς φύσεως αὐτῶν ἀναγρα‐
23φεῖσιν. Τὰ μὲν οὖν τῆς ῥητῆς ἀποδόσεως ὧδε ἐχέτω· τὰ δὲ
25τῆς πνευματικῆς θεωρίας ῥητέον. Ἡ ἁμαρτάνουσα ψυχὴ ὑπὸ τὴν χύσιν τῶν γηΐνων παθῶν τυγχάνει φοροῦσα τὴν εἰκόνα τ̣ο̣ῦ χοϊκοῦ καὶ ὅλη γηΐνη οὖσα τῷ φρονεῖν τὰ
27ἐπίγεια· λέγεται γὰρ περὶ τῶν φαύλων· «Εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς», οὐ δήπου ταύτης, ἀλλὰ τῆς

51

κατὰ τροπολογίαν νοουμένης, καθ’ ἣν εἴρηται περί τινων· »Καὶ ἐβαθύνατε̣ εἰς τὴν κάθισιν», καί· «Ἐξέτεινας τὴν δεξιάν σου καὶ κατέπιεν αὐτοὺς γῆ», καιτοὶ οὐχ ὑπὸ γῆς
3καταποθέντων. Τούτους οὖν τοὺς ὑπὸ γῆν ὄντας τὴν εἰρημένην ὁ τῆς
5μετανοίας ἐξάγει λόγος διὰ προστάξεως Θεοῦ γινόμενος καὶ ἔξω τῆς ἁμαρτίας ποιεῖ, ἵνα [ὁ] ἀποβάλλων τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ δέξηται τὴν τοῦ ἐ[που]ρανίου. Περὶ τῶν οὕτως ἐχόντων καὶ ἑαυτοῦ ὁ μακάριος Παῦλός φησιν· »Συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἡμᾶς ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»,
10ἵνα οἱ ἀπ’ ἐντεῦθεν τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου φοροῦντες καὶ τῆς τούτων διατριβῆς ἀξιωθῶσιν, καθὰ καὶ οἱ ἐναντίως πολιτευόμενοι κατάλληλον τοῖς τρόποις γηΐνοις οὖσιν
καὶ καταλλήλου χωρίου πειραθῶσιν. Ἐξάγει οὖν πᾶσαν «ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος», τοῦ
15κατὰ γένος ἀκουόντων ἡμῶν ‘κατὰ τάξιν‘. Οὐ γὰρ ἅμα τε ἀπέστη τις κακίας καὶ τὸ τέλος ἔχει, ἀλλὰ δεῖ προκ[ο]πῆς ἑκαστῷ τάγματι πρὸς τὴν τελείαν κατόρ‐ θωσιν ἀπ[ὸ] τῆς διαφόρου κακίας ἐπ’ ἀρετὴν ἀγούσης, ἵνα οἱ μὲν ἵπποι ὄντες τῷ τρόπῳ, περὶ ὧν εἴρηται·
20»Ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν· ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐ̣χρεμέτιξεν», ἀποβάλλοντες τὸ εἶναι τοιοῦτοι, ἵπποι ἀστεῖοι γένωνται, βαστάζειν ἀξιούμενοι τὸν λόγον τῇ τῆς ἀρετῆς μετουσίᾳ, ἵνα ἐν αὐτοῖς καὶ
23δι’ αὐτοὺς λεχθῇ· «Καὶ ἡ ἱ̣ππασία σου σωτηρία.» Οἱ δὲ βόες εἰσὶ περὶ ὧν εἴρηται· «Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ
25Θεῷ; ἢ πάντως δι’ ἡμᾶς λέγει ὅτι ὀφείλει ἐπ’ ἐλπίδι ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν καὶ ὁ ἀλοῶν ἐπ’ ἐλπίδι τοῦ μετέχειν;» Ὅσοι οὖν ἀπὸ τοῦ ἐπὶ τὰ γήϊνα τὴν σπουδὴν ἔχειν πρὸς

52

τὰ θεῖα μετίασιν, οὗτοι οἱ προειρημένοι εἶεν βόες. Ἄλλοι δὲ νω̣θ̣ε̣ῖ̣ς καὶ βραδεῖς ὑπάρχοντες δίκην ὄνων καὶ ἀχθοφο‐ ροῦντες τ̣ὴ̣ν̣ κακίαν, καὶ διά τε τοῦτο νωθεῖς ὑπάρχοντες κατὰ τοὺς λέγοντας· «Λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν ταῖς
5πλατείαις φονευταί», ὑπὸ π̣ρ̣ο̣σ̣τάξεως τοῦ Κυρίου τῆς τοιαύτης νωθείας ἐλευθεροῦνται, ὧν σύ̣μβολον φέρει ὁ ὑπὸ
6τῶν ἀποσταλέντων πρὸς τοῦ Κυρίου μαθητ̣ῶ̣ν̣ εἰς τὴν
7-8κατέναντι κώμην ὄνος λυ[ό]μενος ὅπ̣ω̣ς ὁ Κύριος ἐπ’ αὐτὸν
8καθίσας δεσμῶν καὶ ἀλογίας κ[α]ὶ νωθείας ἐλευθερώσῃ τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ δηλουμένους κτηνώδεις ἀνθρώπους.
10Ἀλλὰ καὶ κάμηλοι κατὰ τὸν τρόπον εἰσὶν ἄνθρωποι, οἵτινες δυσκόλως ἔ̣χουσιν εἰσιέναι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, οἳ καὶ αὐτοὶ ἐλευθεροῦνται ἀπαλλαττόμενοι τῶν
βλα〈βε〉ρῶν φορτίων τῆς κ̣ακίας, ἅπερ ἐπηχθισμένοι τυγχάνουσιν κατὰ τὸν προφήτην Ἠσαίαν λέγοντα· «Ἐκεῖ
15*** καὶ ἀσπίδες πετάμενοι οἳ ἔφερον ἐπ’ ὄνων καὶ καμήλ̣ω̣ν̣ τὸν πλοῦτον αὐτῶν»· δῆλον γὰ[ρ] οὐκ αἰσθητὸν πλοῦτον ἀσπ[ὶς] ἢ λέων κέκτηται, ἀλλὰ τὸ[ν] κατὰ τροπολογίαν δηλο[ύ]μενον αἱ πονηραὶ δυνάμεις ἀσπίδες καὶ λέοντες συμ̣βο̣λικῶς ὀνομαζόμεναι κέκτηνται, ὃν οὐκ ἐπὶ
20λο̣γ̣ικὸν ζ̣ῷον οὐκ ἐπὶ βοῦς τοὺς δυναμένους ἐργασίαν σεμνὴν καὶ χρησίμην φέρειν ἐναποτίθενται, ἀλλ’ ἐπὶ ὄνων καὶ καμήλων, ἅπερ κεκυρτωμένα καὶ ἀκάθαρτα τυγχάνει. Οὗτοι οὖν ἐξάγονται ἀπὸ τῆς χειρίστης ἕξεως τρόπῳ μετανοίας, ὡς εἴρηται, τοῦ Θεοῦ τοῦτο προστάττοντος·
25οὐ βούλεται γὰρ τὸν θάνα̣τον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὴν
25μετάνοιαν.
25 I, 25. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλά. Καλὸν γὰρ ἡ ἀπὸ κακίας εἰς ἀρετὴν μετάστασις. Καὶ ταῦτα δὲ πεποιηκέναι τὸν Θεὸν ῥητέον μεταπαιδεύοντα

53

αὐτὰ ὅπως τά ποτε ἰοβόλα θηρία τῆς ἀγριότητος ἀπαλλα‐ γέντα εἰς ἡμερότητα μεταστῇ. Κ[α]ὶ ὥσπερ, ἐὰν λέγω ὅτι τὸν πηλὸν ὁ κεραμεὺς ποιεῖ, δηλῶ οὐχ ὅτι τοῦτο σπουδάζει ὅπως ἀπομείνῃ ὁ πηλὸς ὡσαύτως, ἀλλ’ ἵνα
5σκεῦος ὀστράκινον γένηται πῆξιν λαβὸν καὶ μηκέτι διαλε‐ λυμένον ὑπάρχῃ, οὕτως ἐποίησεν τὰ θηρία τὰ κατὰ τὴν ἀλληγορίαν, οὐχ ἵνα θηρία μένῃ, ἀλλ’ ἵνα μεταστῇ ἀπὸ τ[ῆς] κατὰ κακίαν ἀγριότητος εἰς τὴν πραοτάτην ἀρετήν. Καὶ ἐπεὶ διάφορα τὰ τῶν ἀνθρ̣ώπων ἤθη, διὰ τοῦτο
9πληθυντικῶς εἴρηται «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλά.» Ὅτι
10δὲ τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων διὰ ἀλόγων ζῴων σημαίνεται, παρίσταται ἐκ τῆς βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, ὁπηνίκα ἄνδρες τινὲς παρεγένοντο πρὸς τὸν πρόκριτον τῶν
ἀποστόλων μετακαλούμενοι αὐτὸν ἐπὶ τὸ κηρῦξαι αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ἀλλογενέσιν οὖσιν. Ἀνελθόντι γὰρ αὐτῷ
15ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι ἐφάνη τι σκεῦος ὡς ὀθόνη τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιέμενον ἐκ̣ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ γῆς, ἐν ᾧ ὑπῆρχεν πάντα τὰ τετράποδα καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ θηρία τῆς γῆς, φωνὴ δ̣ὲ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦλθεν εἰς αὐτὸν λέγουσα. «Ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.» Ὃ δὲ
20ἔφη· «‘Μηδαμῶς, Κύριε, ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν καὶ ἀκάθαρτον‘. Καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτὸν»
21ἐγένετο· «Ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισεν, σὺ μὴ κοίνου.» Ἥνπερ ὀπτασίαν τῶν ζῴων τῶν ἐν τῇ ὀθόνῃ φανέντων ἑρμηνεύων αὐτὸς ὁ Πέτρος, ὅτε πρὸς τοὺς καλοῦντας ἧκεν, φησίν· »Κἀμοὶ ἔδειξεν ὁ Θεὸς μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν
25ἄνθρωπον», εἰς ἀνθρώπους ἀνάγων τὰ φανέντα τετράποδα καὶ θηρία καθαρθέντας τῷ ἀποβεβληκέναι [τ]ὴν κακίαν.

54

Καὶ τοῦτο δὲ ῥητέον, ὅτι εἰπὼν «Ἐξαγαγέτω» οὐκ ἠρκέσθη τῇ προστ̣άξει ἀλλ’ ἐποίησεν· οὐ γὰρ μόνον προτρέπεται Θεὸς ἐπὶ ἀρετὴν ἀλλ’ ἤδη καὶ συνεφάπτεται· τῷ γὰρ τὸ ἀγαθὸν προαιρουμένῳ καὶ ὁ Θεὸς συνεργεῖ εἰς
5ἀγαθόν, ἵνα προθέμενοι ἀνύσαι τὴν πρόσταξιν δυνηθῶσιν ἐπὶ πέρας ἀγαγεῖν τὸ σπουδαζόμενον. Κἂν γάρ τις ἰδίᾳ
6ὁρμῇ πρὸς ἀρετὴν χρήσηται, ἐπιδεὴς τοῦ Θεοῦ τοῦ τὴν ἔκβασιν καὶ τὸ ἀγαθὸν τέλος αὐτῆς [χ]αριζομένου τυγχάνει. Τοῦτό τοι καὶ ἐπὶ τῶν παραδόξων ὁ Σωτὴρ ἐπιδείκνυται ἀπαιτῶν τὴν παρὰ τῶν ἰωμένων βούλησιν, ὅπου μὲν
10λέγων· «Τί θέλετε ἵνα ποιήσω ὑμῖν»; ὅπου δὲ ἀκούων παρὰ τοῦ λεπροῦ ἑτοίμου ὄντος εἰς πίστιν· «Ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι.» I, 26—28. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν
15ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρω‐ πον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς λέγων·
20Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων
23ἐπὶ τῆς γῆς.
23ἄνθρωπος σημαίνει καὶ τὸ σύνθετον ζῶον τὸ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος συνεστὸς καὶ μάλιστα τὴν ψυχήν.
25[Τὸν] κρυπτὸν οὖν τῆς καρδίας ἄνθρωπον λέγει ὁ πρόκριτος

55

τῶν ἀποστόλων Πέτρος τὴν ψυχήν, καὶ Παῦλος ὁ μακά‐ ριος· «Συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κα〈τὰ〉 τὸν
2ἔσω ἄνθρωπον», τοῦ̣τ’ ἔστιν κατὰ τὸν νοῦν, κατὰ τὴν ψυχήν. Ὅταν δὲ λέγηται· «Ἄνθρωπός τις ἦν ἐν χώρᾳ τῇ Αὐσίτιδι», καί· «Ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι
5πολλοὶ γίνεσθαι», τὸ συναμφότερον δηλοῖ. Ἐὰν οὖν ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ λαμβάνωμεν, τὸ σύνθετον ἄνθρωπον σημαίνει τὸ «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Οὐ μόνον δὲ περὶ τοῦ συνθέτου ἀλλὰ μέχρι καὶ τοῦ φαινομένου καὶ αἰσθητοῦ, τουτ’ ἔστιν τοῦ σώματος, παρατείνειν τὴν
10ὀνομασίαν τὴν τοῦ ἀνθρώπου ὁ μακάριος Παῦλος βούλεται
10λέγων· «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσω ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.» Καὶ κατὰ μὲν πρώτην ἐπιβολὴν ἕκαστος ἡμῶν συνέστηκεν ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος, εἰσὶν δὲ οἳ ἐκ τριῶν συνεστάναι λέγουσι τὸν ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος καὶ πνεύματος,
15ὃ καὶ κατασκευάζουσιν συγχρώμενοι τῷ ἀποστολικῷ
ῥητῷ φάσκοντι· «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰ[ρ]ήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ [π]νεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα», οὐκ ἀκόλουθον ἡγούμενοι τὸ περὶ τοῦ
18ἁγίου Πνεύματος εἰρῆσθαι ἵν’ ᾖ ὁλόκληρον, ὃ οὐδὲ εἰς ἀσθένειαν ἐλθεῖν πέφυκεν. Τούτου οὖν ἀποδεικτικὸν
20παράγουσιν καὶ ἕτερον ῥητὸν οὕτως ἔχον· «Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν»· τὸ γὰρ ἡμῶν, φασίν, πνεῦμα ἕτερόν ἐστιν παρὰ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, μαρτυρούμενον ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅταν εὖ ἔχῃ. Καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Δανιήλ· «Πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων
24εὐλογεῖτε τὸν Κύριον», τοῦ αὐτοῦ παραστατικὸν οἴονται.
25Οἱ δὲ μὴ βουλόμενοι ἕτερον εἶναι τὸ πνεῦμα παρὰ τὴν ψυχὴν λέγουσιν ὅτι τὴν γνώμην ση[μ]αίνει διὰ τοῦ πνεύμα‐ τος ἢ ὅτι καὶ αὐτὴν τὴν ψυχὴν τῇ προσηγορί[ᾳ] τοῦ

56

πνεύματος ἐδήλωσεν. Οἱ δὲ πρὸς τοῦτο ἀνανεύοντές φασιν ὅτι συμπλεκτικῷ χρησάμενος συνδέσμῳ τῷ καὶ ἐν τῷ «πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων» δηλοῖ ἕτερον εἶναι τὴν ψυχὴν παρὰ τὸ πνεῦμα. Κατασκευαστικὸν δὲ τὸ ἐκ
5ψυχῆς καὶ σώματος συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον παράγουσιν τὸ ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διαρρήδην λεγόμενον· «Μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυνα‐ μένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν
8καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεένν[ῃ].» Εἰ δὲ τὸ μὲν ἀποκτέν‐ νουσιν ἄνθρωποι, τὸ δὲ οὔ, δύο εἰσὶν τὸ σῶμα καὶ ἡ
10 Ἐλέγομεν οὖν ἄνθρωπον καὶ τὸ σῶμα μόνον, ἀλλ’ οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔξω ἄνθρωπονμετὰ προσθήκης, καὶ μόνην τὴν ψυχὴν ἄνθρωπον οὐχ ἁπλῶς, ἀλλὰ ἔσω ἄνθρωπον,
12τὸν δὲ σύνθετον ἁπλῶς ἄνθρωπον μηδὲν προστιθέντες. Ζητείσθω οὖν ἐνταῦθα περὶ οὗ λέγεται πρὸς τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ
15ὁμοιώσιν ἡμετέραν.» Οὐ κατὰ τὸν σύνθετον τοίνυν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος γέγονεν· οὐ γὰρ ἀνθρω‐
16πόμορφος ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο ἡ θεία διδασκαλία βεβαιοῖ·
λέγεται γὰρ ὁ Θεὸς πνεῦμα καὶ φῶς εἶναι, φῶς δὲ καὶ πνεῦμα οὐκ ἔχει μορφὴν ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ ἑπτὰ ὀφθαλμοὺς ἔχειν τὸν Θεὸν ἡ γραφὴ διαγορεύει καθορῶντας
20πᾶσαν τὴν γῆν, ὁ δὲ ἄνθρωπος δύο ἔχει· οὐκ ἄρα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, οὕτως ἡμῶν θεωρούντων,
21εὑρεθήσεται. Ταῦτα δέ φαμεν οὐχ ὡς τοῦ Θεοῦ ἑπτὰ αἰσθη‐ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντος, ἀλλὰ θηρεύοντες πῶς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπός ἐστιν· τὴν γὰρ τελείαν ἐποπτικὴν αὐτοῦ δύναμιν διὰ τῆς ἑβδομάδος ἐδήλωσεν ὁ λόγος καὶ
25δι’ ἃς ἔχει ἀρετὰς ὁ ἑπτὰ ἀριθμός, ὡς ἤδη προείρηται. Πάλιν ὁ Θεὸς λέγεται πτέρυγας ἔχειν καθὰ ὁ ἅγιός φ[η]σιν· »Ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου σκεπάσεις με», ὁ δὲ ἄνθρωπος ἄπτερον ζῷόν ἐστιν, τὸ δὲ ἄπτερον οὐχ οἷόν τε εἰκόνα κα[ὶ ὁ]μοίωσιν ἔχειν Θεοῦ, οὐκ ἐπὶ αἰσθητῶν

57

λαμβανόντων ἡμῶ[ν] τὰς τοῦ Θεοῦ πτέρυγας ἀλλ’ ἐπὶ
1νοήσεων ὑπερβαλλουσῶν καὶ ἄνω φερουσῶν τοὺς τοῦτο ποθοῦντας. Ἐρευνητέον οὖν πῶς κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος γέγονεν. Καὶ γὰρ καὶ ὁ σοφώτατος Παῦλος τούτῳ τῷ ὀνόματι ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου χρώμενός
5φησιν· «Ἀνὴρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἰκὼν καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων.» Δέδεικται δὲ ὅτι οὐ κατὰ τὸ σύνθετος εἶναι εἰκών ἐστιν· ὁ μὲν γὰρ ἀσώματος καὶ νοερὰ οὐσία ἐστίν, ὁ δὲ σῶμα ἔχει μεμορφω‐ μένον. Ἑτέρως ἄρα δεῖ λαβεῖν τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν
9αὐτὸν γεγονέναι. Ὁ Θεὸς οὖν πεποιηκὼς τὰ ὅλα πάντων τε
10ἄρχων καὶ προ〈ηγ〉ητὴς ὑπάρχων—ὡς γὰρ δημιουργὸς οὕτω καὶ ἄρχων καὶ βασιλεύς ἐστιν—ποιήσας τὸν ἄνθρωπον ὥστε καὶ ἄρχειν τῶν δι’ αὐτὸν γενομένων
θηρίων, κτηνῶν, πτηνῶν, δείκνυσιν εἰκόνα κατὰ τὸ ἄρχειν ἑαυτοῦ εἶναι τὸν ἄνθρωπον. Ὅτι δὲ τοῦθ’ οὕτως ἔχει,
14ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς λέξεως ἔστι μαθεῖν· «Θέλω δὲ
15ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι κεφαλὴ παντὸς ἀνδρὸς ὁ Χριστός ἐστιν, κεφαλὴ δὲ τῆς γυναικὸς ὁ ἀνήρ.» Ὡς γὰρ ἄρχεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀνήρ, οὕτως ἄρχεται καὶ ἡ γυνὴ ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἔχουσα αὐτὸν κεφαλήν. Κατὰ γὰρ ἀναλογίαν ἡ ὁμοιότης λημπτέα, ἥτις οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ὕλαις ἔχει
20τὴν ὁμοιότητα, καθὸ λέγομεν ὅτι, ὃν ἔχει λόγον ἰατρὸς πρὸς τὸ ποιεῖν ὑγείαν, τοῦτον ἔχει τὸν λόγον οἰκοδόμος πρὸς τὸ κατασκευάζειν οἰκίαν· ποιητικὸς γὰρ ἑκάτερος
22ἔργου τινός. Ἐπεὶ οὖν μιμεῖται τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος λογικὸς γεγενημένος κατὰ τὸ ἄρχειν τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ, κατὰ
25τοῦτο δύναται εἶναι κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσινΘεοῦ.
25Ἔστιν δὲ μάλιστα κατὰ προηγουμένην διάνοιαν ἐκλαβεῖν τὸ προκείμενον· προείρηται κυρίως ἄνθρωπος εἶναι ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχή· αὕτη μετέχουσα Θεοῦ ἐξ αὐτῆς τῆς μετουσίας εἰκὼν αὐτοῦ γίνεται, καθὸ λέγομεν εἰκονίζ[ει]ν τὴν ἀρετὴν τὸν μετέχοντα αὐτῆς, ὅπερ ἐπιστάμεν[ος] καὶ
30ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλός φησιν οἷς προτρέπεται κατὰ

58

Χριστὸν εἰκονισθῆναι· «μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν
1ὑμῖν», διδάσκων ὅτι ἡ περὶ Χριστοῦ νόησις ἀληθὴς ἐγγι‐
νομένη ψυχῇ χαρακτηρίζει καὶ εἰκονίζει αὐτὴν κατ’ αὐτόν. »Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν»· εἰκὼν τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ Υἱὸς αὐτοῦ ὁ
5μονογενής· Παῦλος τοῦτο διδάσκει γράφων· «Ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», εἰκὼν δὲ οὐσιώδης
6καὶ ἀπαράλλακτος· «» γὰρ «ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα.» Ἐὰν οὖν εἴρηται πρὸς τοῦ Θεοῦ· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν», οὐ δεῖ διαφόρους τὰς εἰκόνας λαμβάνειν· οὐ γὰρ ἄλλη Πατρὸς
10καὶ ἄλλη Υἱοῦ τυγχάνει· εἰ γὰρ ὁ ἑωρακὼς τὸν Υἱὸν
10εἶδεν καὶ τὸν Πατέρα καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός ἐστιν κατὰ τὸν μακάριον Παῦλον, οὐ δεῖ ἑτέραν εἰκόνα ἐννοεῖν. Οὐ γάρ τι τῶν γενητῶν εἰκονίζει καὶ χαρακτηρίζει κατ’ οὐσίαν τὸν Θεόν. Διόπερ οὐκ εἴρηται· Ποιήσωμεν τὸν ἄνθρωπον εἰκόνα, ἀλλὰ κατ’ εἰκόνα, ὅπερ
15ἐστιν ἀπ’ ἐκείνης εἰκονισθῆναι καὶ μιμήσασθαι ταύτην· χωρητικὸς γὰρ κατεσκευάσθη ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰκόνος.
16 Δεῖ δὲ κατανοεῖν ὅτι δύο τινά ἐστιν ἅ φησιν ὁ Θεὸς γενέσθαι λέγων· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν»· οἶμαι γὰρ ὅτι ἡ ὑπερβάλλουσα ἐμφέρεια ἀπαράλλακτος ὁμοιότητα ἐμφαίνει, ὡς εἶναι τὴν
20μὲν ὁμοιότητα καὶ εἰκόνος ὑπερβολήν, οὐ πάντως δὲ τὴν εἰκόνα οὕτως ἠκριβάσθαι ὡς ἀπαράλλακτον ἔχειν ὁμοι‐ ότητα. Ὡσπεροῦν ἀρχὴ καὶ προοίμιον ὁμοιώσεως εἴη ἂν ἡ
22εἰκών. Πρῶτον οὖν δεῖ γενέσθαι αὐτὸν κατ’ εἰκόνα, εἶτα
καθ’ ὁμοίωσιν, τὸ δὲ πρῶτον οὐ χρόνῳ δεῖ λαβεῖν καὶ
24μάλιστα ὅτε πρώτη ποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἦν, ἀλλὰ κατ’ ἐπί‐
25νοιαν. Καὶ ὅτι τοῦθ’ οὕτως ἔχει, ἐπιφέρει τὸ συγγραφικὸν Πνεῦμα· «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν». οὐκέτι προσθεὶς τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ γὰρ ν[οῦς] προσελθὼν τῇ θεοσεβείᾳ τυποῦται μὲν κατὰ
28τὴν εἰκόνα τ[οῦ Θ]εοῦ, ὕστερον δὲ διὰ προκοπῆς τῆς

59

ἐπὶ τελειότητα καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ γίνεται ὅπερ 〈παρ〉ι‐ στὰ̣ς ὁ μακάριος Ἰωάννης φησίν· «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν ὅτι ἐὰν φανερωθῇ ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα.» Ἤδη
5γὰρ κατ’ εἰκόνα ὄντες ἐλπίζουσιν καθ’ ὁμοίωσιν γενέσθαι. Ὅτι δὲ αὕτη ἔρρωται ἡ διάνοια, καὶ Παῦλος μαρτυρεῖ προτρεπόμενός τινας προκόπτειν κατ’ ἀρετὴν λέγων· Ἵνα γίνησθε κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος, καίτοι ἤδη ὄντας οὕτω κατὰ τὸν λόγον τῆς οὐσιώσεως. Ὃ λέγει οὖν τοιοῦτόν
10ἐστιν, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος, ᾗ μὲν δημιούργημα Θεοῦ ἐστιν, δεκτικὸς λόγου τυγχάνων, κατ’ εἰκόνα ὑπάρχει, χωρητικὸς
11ὤν, ὡς εἴπομεν, τῆς εἰκόνος καὶ ἐπιτηδείως ἔχων πρὸς μετουσίαν αὐτῆς, εἰ δὲ κατ’ ἐνέργειαν τοῦτο προσλάβοι, ὥσπερ ὁ ἐξ ἀρχῆς δημιουργηθεὶς ἄνθρωπος, ἔχει ἤδη ἐν ἑαυτῷ ἐνεργοῦν τὸ κατ’ εἰκόνα. Καὶ ἔστω ἐπὶ παρα‐
15δείγματος σαφὲς τὸ λεγόμενον. Ὁ ἄνθρωπος λογικός ἐστιν· καὶ αὕτη ἡ οὐσιώδης ἐπιτηδειότης ὑπάρχει καὶ
τῷ βρέφει, τὸ δὲ λογικὸν οὔ· ἔχει οὖν καὶ τὸ βρέφος ταύτην τὴν δύναμιν· συμπληρωθέντος γοῦν τοῦ λόγου ἐπιδείκνυται ταῦτα, ἐὰν πρὸς παίδευσιν ῥέψῃ. Οὕτω καὶ
20τὸ κατ’ εἰκόνα, ἕως μὲν οὐκ ἐπιχώννυται, φέρει τῆς πρώτης δημιουργίας τὴν ἀξίαν, ἐπὰν δὲ προσχωσθῇ κακία καὶ μοχθηρία, δεῖ δέξασθαι τὸ σάρον κατὰ τὰ ἐν εὐαγγελίῳ εἰρημένα, ὅπερ ἐστὶν ὁ τῆς μετανοίας λόγος, ἵν’ ἀναπτύ‐ ξαντες τὴν ἐπικειμένην ἀχλὺν τοὺς τύπους τῆς εἰκόνος
24φανερώσωμ[εν].
25 Τὸ δὲ «καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς [κα]ὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ
27τῆς γῆς» κατὰ [τὴν] προτέραν διήγησιν ἐμφαίνοι ἂν

60

τὸ ἀρχικὸν τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῶν ὑποτεταγμένων αὐτῷ ζῴων. Θαυμάσαι γὰρ ἄν τις πῶς τὰ πάνυ ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτοῦ τυγχάνοντα καὶ ἄγρια ἅμα καὶ βλάπτειν πεφυκότα καὶ προσέτι ὑπερμεγέθη πάγαις τισὶν καὶ δικτύοις ἀγρεύει·
5οὐκ ἂν δὲ τοῦτο οὕτως ἐγίνετο, εἰ μὴ ἀρχὴν κατ’ αὐτῶν εἶχεν θεόθεν. Ἔσθ’ ὅτε γὰρ καὶ ὑπὸ κομιδῇ παιδίου ἢ ἄλλως ἀνθρώπου ἀσθενοῦς ἀγέλαι πολυπληθεῖς διαφόρων ζῴων ἐλαύνονται, ὅπερ σαφῶς ἐπιδείκνυσιν θείαν τινὰ δύναμιν ἐνεῖναι τῷ λογικῷ ζῴῳ, καθ’ ἣν αὐτῷ ταῦτα
10ὑποτέτακται. Ἀρχὴ δὲ οὐδὲν ἕτερόν ἐστι ἢ νόμιμος ἐπι‐ στασία. Οὐδὲν γοῦν τῶν ἄλλων ἄρχει τοῦ ὁμογενοῦς· κἄν ποτε δὲ ὁ καλούμενος κτίλος πρόβατον ἐξάρχῃ ἀγέλης
12κατὰ τὸ προηγεῖσθαι, οὐ λογισμῷ κατὰ τοῦς ποιμένας ἀνθρώπους, φύσει δὲ τοῦτο δρᾷ. Γέγονεν δὲ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἵνα ἄρχῃ τῶν εἰρημένων.
15 Ἐπειδὴ δὲ καὶ κατ’ ἄλλην διάνοιαν τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου λέγομεν εἶναι ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ προσταχθέντα γενέσθαι, καταλλήλως λαμβάνομεν αὐτὸν ἄρχειν θηρίων ἐκείνων περὶ [ὧν] εὐχὴν ἀναπέμπων φησὶν ὁ ἅγιος· «Μὴ παραδῷς τοῖς θηρίο[ις] ψυχὴν ἐξομο‐
20λογουμένην σοι», ἅπερ εἶεν αἱ ἀντικείμεναι ἐ[νέρ]γειαι,
20ὧν ἔξω γενέσθαι τὴν ἐξομολογουμένην ψυχὴν εὔχεται, ἢ λογισμοὶ πονηροὶ παρ’ αὐτῶν ὑποβαλλόμενοι. Πάλιν τῷ Ἰὼβ λέγεται· «Ἰδοὺ θηρία παρὰ σοὶ χόρτον ἴσα βουσὶν ἐσθίει», οὐχ ὅτι τὰ κατὰ τὸ πρόχειρον θηρία παρὰ τῷ Ἰὼβ ἐξήλλακται τὴν φύσιν, ἀλλ’ ὅτι τὸ ἀτίθασον τῶν
25ἐναντίων δυνάμεων ἐξημεροῦτο μὴ σθένον πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἁγίου. Καὶ πολλὰ ἔστιν εὑρεῖν ἐν τῇ γραφ[ῇ] ζῷα μυστικῶς ἀναγόμενα. Καὶ γὰρ ἰχθύες εἰσὶν συμβο‐ λικῶς καλούμενοί τινες ἐν ἀνθρώποις, οὓς ἑλκεῖ ἡ βληθεῖσα
28βασιλεία τῶ[ν οὐρα]νῶν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀπὸ γὰρ παντὸς γένους, τοῦτ’ ἔστιν ἀ[πὸ] παντὸς ἤθους ἀνθρώπων
30καὶ ἔθνους ἄγει τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου. Ἄρχει οὖν καὶ τῶν

61

ἰχθύων τούτων. Καὶ πετεινὰ δέ εἰσιν νοητά, τὰ μὲν ψεγόμενα, τὰ δὲ ἐπαινούμενα· «Νεοσσοί» φησιν «γυπῶν τὰ ὑψηλὰ πέτοντα», καὶ περὶ τοῦ καταλαλοῦντος πατρὸς ἢ μητρὸς εἴρηται· «Ἐκκόψαισαν αὐτὸν κόρακες ἐκ τῶν φαράγγων
5καὶ καταφάγοισαν αὐτὸν νεοσσοὶ ἀετῶν», ἅπερ ἐπὶ
5ἱστορίας οὐκ ἂν εἴη, ἐπὶ παντὸς τόπου δυνατοῦ ὄντος εὑρίσκεσθαι κακολογοῦντα τοὺς γονεῖς, κοράκων πανταχόσε μὴ εὑρισκομένων· ἀλλὰ δῆλον ὡς τούτῳ τῷ σφάλματι ἐνεχόμενος ὑπὸ σκοτίων ἐνεργειῶν τρόπον τινὰ δαμάζεται
καὶ κατεσθίεται, αἵτινες ταπειναὶ τυγχάνουσιν, φάραγξιν
10ἐνδιατρίβειν εἰωθυῖαι. Καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁ φιλόκαλος εὑρήσει καὶ ἐπαινετῶς καὶ ψεκτῶς ζῷα λαμβανόμενα. Ἄρχειν οὖν ὁ ἄνθρωπος τούτων ἁπάντων τέθειται, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονώς. Οἱ ἀπόστολοι εἰς ταύτην τὴν
13κατάστασιν ἐληλυθότ[ε]ς ὥστε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ εἶναι ἦρχον τῶν ἰχθύων τ[ῆ]ς νοητῆς θαλάσσης,
15ἁλεεῖς ὑπὸ Χριστοῦ γεγενημένοι εἰπόντος πρὸς αὐτούς· »Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλεεῖς ἀνθρώπων», ὡς καὶ τῷ Πέτρῳ· «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ
17ζωγρῶν», τοὺς ἐν τῇ εἰρημένῃ δηλονότι θαλάσσῃ ἐννη‐ χομένους. Ὅτι δὲ καὶ θηρίων ἄρχοντες ἦσαν, ἐξουσίαν εἰλήφασιν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ
20πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ δείκνυται ὡς παρὰ Θεοῦ ἐξουσία τῷ δικαίῳ κατὰ τῶν τοιούτων δέδοται, λέγοντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἐνάρετον· «Ἐπ’ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ δράκοντα.» Δέδωκεν δὲ
24αὐτοῖς καὶ τῶν πετεινῶ[ν] ἐξουσίαν τῶν ἁρπαζόντων τὸν
25ὑπὸ τοῦ λόγου πεμπόμενον σπόρον, ἵνα θηρεύοντες αὐτὰ πόρρω αὐτοὺς ἀποπέμπωσιν, ἔτι δὲ καὶ τῶν κτηνωδεστέρων ἀνθρώπων, περὶ ὧν εἴρηται· «Μὴ γίνεσθε [ὡ]ς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστιν σύνεσις», καί· «Ἵπποι θηλυμαν[εῖ]ς ἐγενήθητε.» Ἄρχουσι δὲ τούτων ἁπάντων

62

οἱ ἅγιοι μετατιθέντες αὐτοὺς ἀπὸ τῶν χειρόνων ἐπὶ κρείτ‐
1τονα διὰ τοῦ λόγου. Ἀλλὰ καὶ τῶν ἑρπετῶν ἐξουσίαν εἴληφεν ἄνθρωπος, ἅπερ εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ τ[ὰ] πάθη ἀναφέρων οὐκ ἂν ἁμάρτοις, ἀπεχόμενος τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν ἐν τῷ κατεξανίστασθαι αὐτῶν καὶ νεκροῦν «τὰ μέλη τὰ
5ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν,
5κακήν». Καλῶς δὲ κατὰ τῆς ἀνταποδόσεως ἔχει λεγούσης·
»Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν.» Τῆς γὰρ προστάξεως περιεχούσης, πρὸς τῷ «κατ’ εἰκόνα», «καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» αὐτὸν
10γενέσθαι, ἡ ἀνταπόδοσίς φησιν ὅτι «κατ’ εἰκόνα ἐποίησεν αὐτόν», οὐ προσθεῖσα τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», περὶ οὗ
11ἐν τοῖς ὀλίγῳ πρότερον διειλήφαμεν. Τὸ δὲ «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐ[τ]οὺς» ἐξεταστέον, πῶς, περὶ ἑνὸς ἀνθρώπου προστάξαντος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνταπόδοσις λέγει· «Ἐποίησεν αὐτούς.» Καὶ εἴη ἂν
15κατὰ τὸ ῥητὸν ἀπόδειξις αὕτη τοῦ ὁμοούσιον εἶναι τὴν γυναῖκα τῷ ἀνδρί, ὑπὸ ἓν εἶδος αὐτῶν ταττομένων καὶ διὰ τοῦτο εἰρημένου τοῦ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον»· τὸ δὲ «ἄρσεν καὶ θῆλυ» παραστατικὸν τῶν τμημάτων 〈ὧν〉 τῆς διαδοχῆς ἕνεκεν ὁ Θεὸς ᾠκονόμησεν, ἐμφαῖνον ἅμα
19ὡς καὶ ἡ γυνὴ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» ἐστιν, τῶν αὐτῶν
20δεκτικοὶ ἀμφότεροι, μιμήσεώς τε τῆς πρὸς Θεὸν καὶ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετουσίας καὶ ἀναλήμψεως ἀρετῆς. Καὶ ἐπεὶ ἐλέγομεν δηλοῦσθαι τὴν ἀνθρώπου π[ρο]σηγο‐ ρίαν καὶ ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ ψυχῆς, νοήσομεν κατ’ ἀναγωγὴν οὕτω τὸ «ἄρσεν καὶ θῆλυ», ὡς ὁ μὲν δυνάμενος διδα‐
25σκ[α]λικὸς εἶναι, ὡς τὸν τοῦ λόγου σπόρον εἰσ̣ι̣έναι ταῖς παραδέξ[ασ]θαι δυναμέναις ψυχαῖς, οὕτως ἂν ἄρρην εἴη,

63

ἐκείνων συμβ[ολι]κῶς τὸν θήλεος ἐπεχόντων τόπον τῶν ἀφ’ ἑαυτῶν μὲν τίκτειν οὐδὲν δυναμένων, τὰς δὲ παρ’ ἑτέρων παιδεύσεις δεχομένων δίκην σπόρου. Καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ αἰσθητοῦ παρὰ Θεοῦ τὸ θῆλυ καὶ τὸ ἄρρεν γίνεται, ἐπὶ
5δὲ τοῦ νοητοῦ ἑαυτῷ τις καὶ ἀπὸ τῆς ἰδίας προαιρέσεως ἢ διδασκάλου χώραν ἐπέχει, ὅς ἐστιν ἄρρην καὶ τῶν
ἀγαθῶν σπορεύς, ἢ μαθητὴς τὸν ἑτέρου σπόρον δεχόμενος καὶ θῆλυ κατὰ τοῦτο τυγχάνων. Καὶ οὕτω μὲν ἄν τις νοήσαι τὰ μείζονα πρὸς τὰ ὑποδεέστερα τῶν λογικῶν
10δεχόμενος. Εἰ δὲ ὡς πρὸς τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ τις ἐκλαβεῖν βούλοιτο, πᾶσα ἡ λογικὴ φύσις θήλεος πρὸς αὐτὸν ἔχοι
11τάξιν. Νυμφίος ἐστὶν οὗτος τῆς λογικῆς οὐσίας· «〈Ὁ〉 ἔχων» γὰρ «τὴν νύμφην νυμφί[ος ἐσ]τίν.» Καὶ ἐν τῷ Ἄισματι δὲ τῶν ᾀσμάτων καὶ ἐπιθαλάμι[ος] ὕμνος ᾄδεται νύμφης πρὸς νυμφίον, τῆς ἐκκλησίας ν[ύ]μφης
15νοουμένης ἢ τῆς τελείας ψυχῆς τῆς ἤδη δυναμέ[νη]ς ἁρμοσθῆναι τῷ Λόγῳ, ὅστις σπορεὺς ὑπάρχει πάσης λογ[ι]κῆς οὐσίας, ταύτης δεχομένης τὴν παρ’ αὐτοῦ ὠφελίαν ἔν τε ἠθικοῖς καὶ τοῖς τῆς ἀληθείας δόγμασιν. Καὶ ἐπὶ μὲν τῶν αἰσθητῶν ἐξαλλαγὴν γενέσθαι τῆς φύσεως
20ἀδύνατον, ἐπὶ δὲ τῶν νοητῶν ὁ νῦν μαθήματα δεχόμενος καὶ διὰ τοῦτο ἐν τάξει θήλεος ὑπάρχων εἴη ἄν ποτε ἐκ προκοπῆς ἀνὴρ ὡς ἄλλων γενέσθαι διδάσκαλος, ὡς καὶ ἀνάπαλιν ἐκ ῥᾳθυμίας ἀποβαλεῖν τις δύναται τὸ διδάσκαλος εἶναι ὥστε μάλα μόγις δύνασθαι δέξασθαι παρ’ ἄλλου ἃ
24αὐτὸς πρότερον τοὺς [ἄλλο]υς ἐπαίδευεν. Καὶ εἴη ἂν μαρτύ‐
25ριον τῶν δεχομένων τὰς τοῦ Λόγου σπορὰς τὸ «ἀπὸ τοῦ φόβου σου ἐν γαστρὶ ἐλάβο〈με〉ν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ̣ φόβος δὲ τὴν [ἁγί]αν ἐργάζεται σύλληψιν περὶ Θεοῦ· εἴρηται·
28»Ὁ φόβος Κυρίου ἁγν[ός], διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος»,

64

καί· «Φόβος Κυρίου πάντα ὑπερέβαλεν», ὅντινα ἔχων τις καὶ ἐν αὐτῷ προκόπτων ὡς καὶ ἀνὴρ γενέσθαι γυναικὸς νοητῆς καὶ διὰ τοῦτο μακαρίζεσθαι, λέγοντος τοῦ ψαλμοῦ· »Μακάριος εἶ καὶ καλῶς σοι ἔσται, ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος
5εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου, οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου. Ἰδοὺ οὕτως
6εὐλογηθήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον», ὅπερ κατὰ τὴν ἱστορίαν οὐκ ἔχει τὸ ἀναντίρρητον, πολλῶν φοβουμένων τὸν Θεὸν ἀτέκνων διατελεσάντων ἢ μέχρι γήρως κατὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν πατέρα τοῦ Ἰωάννου
10Ζαχαρίαν διαμεινάντων. Ὃ λέγει τοίνυν τοιοῦτόν ἐστιν· ἡ γνώμη καὶ ἡ πίστις ἣν παρείληφεν ὁ μακαριζόμενος γυνή ἐστιν συνοικοῦσα αὐτῷ, ἔργα καὶ λόγους καὶ νοήματα θεῖ[α γ]εννῆσαι δυναμένη· εἴρηται γάρ· «Ἡ σοφία
13τίκτει ἀνδρὶ φρόνη[σι]ν», καὶ ὁ σοφός φησιν περὶ αὐτῆς· »Ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς», τῆς σοφίας
15δηλονότι, καὶ «ἤγαγον αὐτὴν πρὸς συμβ[ίωσι]ν ἐμαυτῷ.» Ὁ φοβούμενος οὖν τὸν Κύριον ταύτην ἔχει σύνοικον τὴν σοφίαν, τὴν πίστιν, τὴν ἀρετήν, ἀφ’ ἧς οὐδὲν θῆλυ γεννᾷ ἀλλὰ πάντα ἄρρενα· οὐ γεννᾷ γὰρ πρᾶξιν καταγιγνωσ‐ κομένην ἢ νόημα σαθρὸν ἢ ἐλεγχόμ[ε]νον ἀλλὰ πάντα
20εὔτονα καὶ ἰσχυρά· «Οἱ υἱοί σου» γάρ φησιν «ὡς νεόφυτα
20ἐλαιῶν», ἅπερ φέρει ἔλαιον τρεπτικὸν φωτὸς καὶ λυτήριον πόνων. Ὁ γὰρ πνευματικὸς ἀεὶ προκόπτων πρᾶξιν ἔχει ἐλαίου δίκην, ἐπιχεομένην τῷ ἑαυτοῦ φωτί, ὃ καὶ εἰς ἀνδρείαν καὶ ἀγῶνας τοὺς κατὰ τῆς ἀντικειμένης ἐνεργείας συντελεῖ. «Ἄρσεν» οὖν «καὶ θῆλυ» κατὰ τὴν εἰρημέν̣η̣ν
24διάνοιαν ἐκλαμβάνοντες, τ̣ὸν μὲν διδάσκοντα ἄρρενα, τὸν
25δὲ πρὸς διδασκάλου ἢ τοῦ Λόγου [τοῦ Θεοῦ] δεχόμενον τὰς γονὰς καὶ μορφοῦντα αὐτὰς καὶ τελεσιου[ρ]γοῦντα θῆλυ, τὰς θείας ἀρετὰς ἀπογεννῶντα, ἐξ ὧν καὶ εἰς ἄνδρα
27τέλειον ἀχθήσεται. I, 28—31. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς λέγων· Αὐξάνεσθ[ε καὶ] πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατα‐

65

κυριεύσατε α[ὐτῆ]ς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων
ἐπὶ [τ]ῆς γῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα
5χόρ[το]ν σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τ[ῆ]ς γῆς, κ[α]ὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπό[ριμον] ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν καὶ πᾶσιν τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ [ἕρπον]τι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν αὑτῷ ψυχὴν
9ζωῆς, καὶ πάντα χ[όρτον] χλωρὸν εἰς βρῶσιν. Καὶ ἐγένετο
10οὕτως. Καὶ εἶδεν ὁ [Θεὸς τὰ] πάντα ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. Καὶ ἐγένε[το ἑσπ]έρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη. Τὸ «καὶ ἐ[ποί]η̣σεν αὐτοὺς» π̣[ερὶ ἀν]δρὸς καὶ γυναικὸς εἰρημένον οὐ ξενισ[τ]έον εἰ ἀρσεν̣[ικῷ χα]ρακτῆρι
15ἐξενήνεκται· ἔδει γὰρ ἀπὸ τοῦ ἐν̣τιμοτέρου τ̣[ὴν ὀν]ομα‐ σίαν ἀμφοτέρων ποιήσασθαι. Οὐδέποτε γάρ τι[ς περὶ] ἀρρένων καὶ θηλειῶν διαλεγόμενος προέκρινεν ἀπὸ [τῶν] θηλειῶν πο[ι]ήσασθαι τὴν σημασίαν.
18 »Ε̣ὐ̣λ̣ό̣γησεν αὐ[τοὺς]» ὡ̣ς συμπληρῶντας τὴν συμ‐ βίωσιν καὶ τῆς διαδ[οχῆς ἀ]ρχ̣ομένους. Τοῦτο γὰρ καὶ
20ἐπήγαγεν λέγων· «Αὐξά[νεσθ]ε καὶ πληθύνεσθε», τὴν τέκνωσιν δηλῶν καὶ τὴν ε[ἰς τοῦ]το ἐπιτηδειότητα ἀκώλυτον̣ εἶναι καὶ ἀπαραπόδισ[τον, κ]αθ’ ἣν γονεῖς ἔμελλον ἔσεσθαι τῶν ἐξ α[ὐ]τῶν, οἳ κα[τὰ τ]ὸ θεῖον πρόσταγμα πληροῦν ἔμελλο[ν] τὴν γῆν. Ε[ἴρητ]αι γάρ·
25»Καὶ πληρώσατε τὴν γῆν», ὅπερ φρο[νι]μώτερον [νοεῖν] δ̣εῖ· εἰ δὲ μή γε, μάχεται τῷ ἐνταῦθα λεγομένῳ τ[ὸ ... παρ]οιμίας φερόμενον· «Κύριος ἐποίησεν χώρας καὶ
27ἀοικήτου[ς.» Καὶ γ]άρ εἰσιν ἀοίκητοι χῶραι καὶ τόποι.

66

Τὸ «πληρώσατε τὴν γῆν» τὴν πρὸς οἴκ̣[η]σ̣ιν εἰλημμένην ἀκου̣στέ̣ον κατὰ τὸ προσυπακούειν τῷ «πληρ̣ώ̣σατε τὴν γῆν» τὴν ε̣ἰς τοῦτο ἔχουσαν ἐπιτηδείως̣. »Καὶ κα[τ]ακυριεύσατε αὐτῆς», ὅπερ τὴν ἐπιτεταμένην
5ἐξουσίαν [σ]ημ[αί]νει. Οὐ γὰρ μέρους ἐξουσιάζων κατα‐
κυριεύειν λέγεται. Τ[οῦτο] δ̣ὲ τῷ ἀνθρώπῳ Θεὸς δεδώρηται,
6ὡς παρεστήσαμεν, ἵνα γεω[ργήσι]μον καὶ τὸ μεταλλεύσιμον ὁ ἐν διαφόροις καὶ πολλαῖς ὕλαις [.....]υς ὑπ’ αὐτὸν ὑπάρχῃ. Καὶ γὰρ χαλκὸν καὶ σίδηρον καὶ ἄργ[υρον κα]ὶ χρυσὸν καὶ πολλὰ ἄλλα ἐκ γῆς ἄνθρωπος δέχεται, ἥτις
10α[ὐ]τῷ [καὶ ε]ἰ̣ς τροφὴν ἀνεῖται καὶ σκέπην. Καὶ ἐπὶ
10τοσοῦτον τὴν δεσπ[οτείαν] τῆς γῆς ἐδέξατο ἄνθρωπος ὡς καὶ μετατρέπειν αὐτὴν διὰ [τέχνης], ὅταν εἰς ὕελον καὶ ὄστρακον μετάγηται καὶ τὰ ὅμοια. Τ[οῦτ’ αὐτ]ὸ γὰρ δηλοῖ τὸ καὶ πάσης τῆς γῆς ἄρχειν τὸν ἄνθρωπον. Ἐπάγε̣[ται δὲ τ]ὸ «ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης
15καὶ τῶν πετε[ινῶν το]ῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν».
15Καὶ γάρ, ὡς ἤδη καὶ πρό[τερον εἴ]ρηται, πάγαις καὶ μηχα‐ ναῖς τισιν καὶ ἀ[γ]κίστροις ἀνθρώποις [....].τα ταῦτα τυγχάνει, ὡς καὶ τὰ φοβερώτατα οἷον λέ[ων τε] καὶ πόρδαλις, οἷς ἡ φύ[σις] ἀγριωτάτη τιθασ[εύε]σθαι πολλάκ̣[ις ὑ]πὸ χεῖρα ἀνθρώπων. Καὶ οὕτως ἡ κατ’ αὐτῶν
19ἀρχὴ ὑπά[ρ]χει, τοῦ Θεοῦ τα[ύτην αὐ]τοῖς παρασχόντος.
20Δ̣ε̣ῖ̣ δὲ εἰδέναι ὡς διάφορος ὁ τῆς ἀρχῆς [ὑπάρχ]ει τρόπος. Ἀρχὴ μὲν οὖ̣ν ἐστι νόμιμος ἐπιστασία τοῦ τε ἄρ[χοντος] καὶ τοῦ ἀρχομένου· ὁ γὰρ νόμος δίδωσιν ἐξουσίαν καὶ .[....] ἀ̣ρχῆς τῷ ἄρχοντι καὶ τῷ ὑπηκόῳ, ἵνα κατὰ ταὐτὸν καὶ ἄρχ[ων ἄρ]χῃ καὶ ὁ ὑπήκοος ὑποτάττηται,
24ὑφηγουμένου τοῦ νόμο[υ ὅτι οὕ]τω ποιητέον. Ἄλλως
25παρὰ τοῦτον ἄρχει μαθητῶν διδάσ[καλος, κ]αὶ ἑτέρως δούλων δεσπότης καὶ στρατηγὸς στ[ρ]ατοπέδο[υ. Τῶν]

67

ἀλόγων οὖν ζῴων διαφόρως ἄρχει ὁ ἅνθρωπος, ὡς̣ ε̣ἴρηται, τῶν μὲν ἡμέρων οὕτως, τῶν δὲ ἀγρίων πρὸς ὃ πεφ̣ύ̣κασιν·
οὐ γὰρ ἅπαντα βρωτά, ἀλλ’ ἤδη τινὰ καὶ πρὸς θερα̣π̣είαν ἐστὶν καὶ πρὸς ἑτέραν συντελοῦντα χρείαν, ἣν ὁ φυ̣σ[ι]ολογῶν
4εὑρήσει.
5 Ἑξῆς τούτοις ἐστὶν τὸ «Καὶ εἶπεν ὁ [Θεός· Ἰ]δοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖ[ρον σ]πέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς». Δέδωκεν γὰρ ὁ [Θεὸς ἐξ]ουσίαν καὶ γνῶσιν, ἵνα γιγνώσκῃ ὁ ἄνθρωπος ποῖον τῶν ἐ[πάνω] τῆς γῆς σπορίμων εἰς τροφὴν χρήσιμόν ἐστιν
10καὶ π̣[οῖον εἰ]ς θεραπείαν καὶ ποῖον εἰς ἑτέραν χρείαν. Διαφόρα δ[ὲ φύσις] τούτοις· τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν δένδρα, τὰ δὲ λαχανώδ̣[η, τὰ δὲ] πόαι, καὶ ἐπὶ πάντων τὰ μὲν ἐδώδιμα, τὰ δὲ π[ρὸς ἄλλην] χ̣ρῆσιν εὖ ὄντα. Χρείαν οὐκ ἀγνοητέον μὲν το[ύτων κα]τ̣ὰ τὴν πρὸ ταύτης πρόσταξιν
14—ὅτε εἶπεν ὁ Θεό[ς· «Βλαστη]σάτω ἡ γῆ βοτάνην
15χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατ[ὰ γένος]», ἐπάγει· «καὶ ξύλον κάρπιμον π̣[ο]ι̣οῦν καρπόν», ὅτι διαφ[έρει πρ]ὸς τὸν χόρτον τὰ δένδρα, «ξ[ύ]λον κάρπιμον» αὐτὰ ὀ[νομάζω]ν—οὐ μόνον δὲ τῶν ἐκ γε]ωργίας περιγινομένων̣ [ὁ ἄνθρωπος] ἐξουσιάζεν, ἀλλ’ ἤδη καὶ ὑλῶν αὐτῶν ἃς
20οὔτε σπείρει ο[ὔτε γε]ωργεῖ, ὡς καὶ ἐκ τούτων διαφόρους ἔχειν τὰς χρεία[ς· οὐ γ]ὰρ πόρρω τῶν οἰκουμένων τόπων ταύτας φορητὰς̣ π̣[οιεῖ, δ]ῆλον ὡς πρὸς τὸ χρειῶδες τῶν
22ἀνθρώπων, καὶ τῷ παντὶ [τῶν φύ]τ̣ω̣ν βλάστη γέγονεν· πάντα γὰρ εἰς χρείαν αὐτῶ[ν πεποίη]ται. Σφόδρα δὲ τὸ προνοητικὸν τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλ[ων σημαί]‐
25νεται διὰ τοῦ φάσκειν. «Ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν κ[αὶ πᾶσιν] τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσιν τοῖς πετεινοῖς το[ῦ οὐρανοῦ.» Ἔ]πρεπεν γὰρ τὸν κηδόμενον ἀνθρώπων

68

καὶ τῶν εἰς [χρείαν καὶ] ὑπηρεσίαν αὐτῶν γεγενημένων
1ζῴων καὶ ἄλλων αὐτοῖς χρησίμων προνοεῖσθαι· καὶ γάρ, εἰ μὴ κατὰ προηγούμενον λόγον τῶν ἀλόγων, ἀλλὰ γοῦν
διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ αὐτῶν πεποίηται τὴν πρόνοιαν. Ἅπερ πάντα πάλιν εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλά· ἐπιφέρει
5γάρ· «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ κα[λ]ὰ λίαν.» Καὶ πρὸ τούτου μὲν οὖν ἕκαστον τῶν γινομένων ὁ λόγ[ο]ς ἐπ̣ῄνε̣σ̣εν φάσκων· «Καὶ εἶδεν ὁ
7Θεὸς ὅτι καλὰ» ἢ «καλόν»· νῦν δὲ ἐ[πισ]ταμένως εἴρηται· »καλὰ λίαν» διὰ τὴν πάντων ἁρμονίαν [τε καὶ] σύ̣μ̣πνοιαν. Καὶ ἔστω ἐπὶ παραδείγματος τὸ λεγόμενον̣ [φανε]ρόν.
10Ὁ βουλόμενος συστήσασθαι χορ̣ὸ[ν] τοὺς καθ’ ἕκαστ[ον χορε]υτὰς ἀρίστους ἐκλέγετα〈ι〉 ὡς μηδὲν ἐλλείπειν ἕκαστ[ον πρὸ]ς τὸ̣ οἰκεῖον ἔργον· εἰ δὲ καὶ συνόψοι
12τούτους εἰς ὃ αὐτοὺς ἡτ̣[οίμα]σ̣εν, εὑρήσει λίαν ὑπέρβολον καλὸν τὸ ἐκ τῆς συμπνοίας α[ὐτῶν γε]νόμενον ἔργον, ὅπερ ἀφ’ ἑνὸς μόνου γενέσθαι οὐχ οἷ[όν τε. Τοῦ]το καὶ ἐπὶ
15στρατοπέδου εὕροι τις ἄν· δεῖ γὰρ ὁπλίτην ἐν αὑ[τῷ ἄρ]ιστον εἶναι, τοξότην, στρατηγόν, σύμβουλον, ἵνα, τοῦ καιροῦ [ἐλθό]ντος, τὸ πάντων ἔργον συναπτόμενον δείξῃ τὸ τοῦ ἐπαί[νου] μέγεθος, εἰς ἕνα σκοπὸν ἀναφερόμενον. Τὴν τῶν πάντω[ν εἰς] προσάλληλα ἀναλο̣γ̣ί̣[αν] καὶ
19ἁρμονίαν καὶ τὸ σύμφωνον κα[ὶ τε]ταγμένο̣ν, ἔτι τε τὸ
20τῶν̣ ἐναντίων ἀστασίαστον ὁ λόγ[ος ἐπι]δεικνὺς τὰ πάντα »καλὰ λίαν» εἶναι διδάσκει, ἅπερ, ὡς κα[ὶ πρότε]ρον εἴρηται, οὐκ αἰσθήσ̣ε̣ι, ἀλλὰ τῷ λόγῳ κρίνεται. »Καὶ ἐγέν[ε]το ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα
23ἕκτη»· ἔδει γὰρ τὸν τοσοῦτον [κ]αὶ̣ τηλικοῦτον κόσμον ἐν τούτῳ γενέσθαι τῷ ἀριθμῷ, οὗ [ἡ και]ρ̣ονομία καὶ ἐν
25τοῖς φθάσασιν εἴρηται καὶ ἔτι μᾶλλον ἐ̣[ν τοῖ]ς ἑξῆς
25ῥηθήσεται. Τὸ μὲν οὖν ῥητὸν τοῦτο· ἐπειδὴ δὲ καὶ [ἐν τοῖς]
ἔμπροσθεν πρὸς τῇ λέξει καὶ τὴν ἀναγωγὴν εἰρήκαμε[ν,

69

κα]ὶ̣ νῦν τοῦτο ποιητέον. Εὐλογοῦνται οἱ ἄνθρωποι αὐξά‐ νοντες καὶ πληθύνοντες τῷ τρόπῳ τῆς συναγωγῆς· προείρη‐ ται δ’ ἤδη ὡς ὁ μὲν ἀνὴρ ὁ σπορεὺς καὶ διδάσκαλος τῶν καλῶν ὑπάρχει, θήλεια δὲ ἡ ὑποδεχομένη τὰ παρὰ τοῦ
4διδασκάλου μαθήματα καὶ μορφοῦσα καὶ ἀποτίκτουσα
5ψυχή, ὡς ἀμφοτέρων εἶναι τ[ὸ] κατόρθωμα, τοῦ μὲν διδασκάλου ὡς ἐναγαγόντ[ο]ς εἰ[ς αὐ]τήν, τοῦ δὲ μαθητοῦ ὡς εὔεικτον παράσχοντος τὴν κ̣αρ[δίαν π]ρὸς τελεσιουργίαν τῆς ἀγαθῆς πράξεως. Καὶ ἐπεὶ ἡ θεία [παίδε]υσις καὶ εἰσαγωγὴν ἔχει καὶ̣ προκοπὴν καὶ τέλος, κατὰ τ[αύτην
10τὸ] «αὐξάνεσθε» νοητέον. Καὶ γ̣ὰ̣ρ ὁ μακάριος Παῦλος τὸ τῆ[ς εἰσαγ]ωγῆς δηλῶν καὶ τοὺς ἐν ταύτῃ ὄντας
11νηπίους εἰδὼς ε[ἶναί] φησιν· «Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα, οὐ βρῶμα»· ἀλλὰ καὶ τελείοις [οὕτως] λέγει· «Ἡρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ παρθένον ἁγνὴν [παραστῆσα]ι τῷ Χριστῷ»· ἡ γὰρ ἐκκλησία τελεία τυγχάνουσα νύμφ[ης
15τρό]πῳ τῷ Χριστῷ συναρμόζεται, ἄνδρα αὐτὸν ἔχουσα, περὶ [οὗ λέγε]ται· «Ἰδοὺ ἀνήρ, ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ.»
16Εὐλογοῦνται οὖν [ὅσοι ἐ]κ μικρῶν τέλειοι καὶ ἐξ ὀλίγων [θ]εωρημάτων πλείονα μ[ανθά]νουσιν, αὔξησιν ἀρετῆς καὶ πλῆθος νοητῶν ἀγαθῶν δ[εχόμ]ενοι, οἱ Θεῷ προσα‐ νέχοντες. Οὕτω καὶ τὴν γῆν πληροῦσ[ιν, τὴ]ν ἀγαθὴν
20ἑαυτῶν καρπίαν· καὶ γὰρ Σωτὴρ ἐν εὐαγγελί[ῳ περ]ὶ τοῦ σπόρου τὴν καλὴν γῆν τὴν καρδίαν εἶναι τὴν ἀγαθὴ[ν ἐδ]ίδαξεν, ἥτις δεξαμένη τὸν θεῖον σπόρον πολλὰ γεννήματα ἤγαγεν κατὰ τὸ «Σπείρετε ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην, τρυγή[σα]τε εἰς καρπὸν ζωῆς». Δυνατὸν δὲ καὶ περὶ
24διδασκάλου αὔξο[ντο]ς καὶ πληθύνοντος τοὺς μαθητευ‐
25ομένους νοῆσαι ὡς ἐνε[ργοῦ]ντος τὴν εἰρημένην εὐλογίαν φάσκουσαν· «Αὐξάνεσθε κ[αὶ π]ληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε [α]ὐτῆς.» Κατακυριεύει

70

γὰρ ὁ δρεπόμενος ἃ ἔσπειρεν, ὡς λεχθῆναι περὶ αὐτοῦ καὶ τῶν ὁμοίων· «Ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἱροῦντες τὰ δράγματα αὐτῶν», εἶτε ἐ̣ν θεωρήμασιν καὶ πράξεσιν θείαις, εἶτε ἐν μαθηταῖς· [οὐ] μικρὸν γὰρ
5τῷ διδασκάλῳ καὶ τὸ ἀπὸ τούτων ὄφελος. Τ[ὸ δ]ὲ «[Κ]αὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν [πετει]νῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν» οὕτω ν[οηθείη]. Διάφορα ἐν ἀνθρώποις ἤθη τυγχάνει, ὡς τοὺς μ[ὲν ἀκο]ύειν «Γεννήματα ἐχιδνῶν», περὶ ἄλλων
10λέγεσ̣θ̣[αι· «Ἵππο]ι θηλυμανεῖς ἐγενήθητε», καὶ πάλιν· »Ἄνθρωπος ἐν [τιμῇ ὢ]ν οὐ συνῆκεν, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι[ν τοῖς ἀ]νοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», καί· «Μὴ γίνεσθε [ὡς ἵππο]ς καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστιν σύνεσις», καὶ ἕτερα φ[ιλόκ]αλος ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς
15ἐπεσπαρμένα εὑρή[σει.] Λέγοι οὖν ἂν ὅτι ὁ τοὺς ἄλλους ὑπεραναβεβηκὼ[ς διὰ] παιδεύσεως τοὺς προε[ι]ρημένους τῆς ἀλογίας [ἀ̣]π̣ο[σῴζε]ι, ὃ δυνατὸν δὲ καὶ οὕτως· τὰ διάφορα πάθη καὶ κι̣ν̣[ήμ]ατα τῆς ψυχῆς, πολλὰ ὄντα καὶ ποικίλα, ὑπὸ τῆ[ς] .[...] ψυχῆς ἡνιοχεῖται, μὴ
20ὑποσυρομένης αὐτῆς τ[ῷ κ]ύματι τῆς τούτων φορᾶς, ἀλλὰ
20κρατούσης αὐτῶν καὶ ἀ̣[ρ]χ̣ούσης κατὰ τὴν δοθεῖσαν ἐξουσίαν· «Καὶ ἀρχέτωσαν» γὰ[ρ «τ]ῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης» καὶ τὰ ἑξῆς. Ἢ οὐκ ἄρχει ἰχ̣θ̣ύ̣ω̣[ν ὁ] τοὺς ἐννηχομένους τῷ κλύδωνι τοῦδε τοῦ βίου [ἐκ τοῦ] βάθους ἀνιμώμενος κατὰ τὸν Πέτρον τῷ λόγῳ τῆ̣[ς θ]είας
25παιδεύσεως καὶ τοὺς ἄλλως ὑψιπετεῖς δι’ οἴημα .[.]ον
κατεσπακ̣ὼς ἐντιθείς τε ταπεινοφροσύνης σ[ω]τ̣ή[ρ]ιον,

71

ἐφ’ ἧς ὁ Κύριος παρακα̣λῶν φησιν· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ἵν’ οὕτως ἀπὸ̣ τ̣αύτης εἰς θεῖον ὕψος ἐπαιρόμενοι πτεροφυήσωσιν ὡς ἀετοί, λαβόντες πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθέντες
5εἰς̣ τὴν κατάλληλον κατάπαυσιν. Ἀλλὰ καὶ ὁ τοὺς ἐξηγρ̣ι̣ω[μ]έ̣νους εἰς ἡμερότητα ἄγων δείκνυσιν τῆς
6ἀρχῆς [τὸ μέ]γεθος. Καὶ ὁ τὰ ἴδια δὲ κινήμα̣τα ἐπαιρόμενα κ̣[ατὰ το]ῦ νοῦ καὶ κατεξανιστάμενα λογισμῷ ἀγω[νιῶν κα]τακρατεῖν αὐτῶν τὴν παρὰ Θεοῦ δοθεῖσαν ἀρχὴ[ν ἀποδ]είκνυται,
10ἄρχων «καὶ πά̣σης τῆς γῆς», ὅ ἐστιν τῶ̣[ν σωμ]ατικῶν ἁπάντων παθῶν, νεκρῶν «τὰ μέλη τὰ ἐ[πὶ τῆς γ]ῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν», ἅ̣[περ
12ἑρπ]ετὰ λέγων οὐκ ἂν ἁμάρτοις. Ὧν καὶ αὐτῶν ἄρχε[ιν λέγετ]α̣ι̣ ὑπὸ τοῦ δεδωκότος »πάντα χόρτον σπόριμον̣» [καὶ τρ]ο̣φὴν τὴν ἄλλην, ἅπερ
15εὐλόγως ἂν νοηθείη τὰ̣ [τῆς θ]είας γραφῆς παιδεύματα, τροφὸς τυγχάνοντα οὐ[ράνιο]ς· «Οὐ» γὰρ «ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσετα̣ι̣ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ π[αντὶ] ῥήματι ἐκπο‐ ρευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ.» Δέδ[ωκε] δ[ὲ] ὁ Θεὸς καὶ ἕτερον εἶδος τροφῆς ἐπάνω τῆς γῆ[ς] ἐ̣πικ[εί]μενον·
20τὰς γὰρ ἀγαθὰς ἐννοίας ἐν τῷ λόγῳ [ἐ]ν̣ ἀ̣ρ̣χῇ δημιουργήσας ἐνέπηξεν, ἃς ὁ διασῴζων ὡς ζω[τ]ι̣[κ]ὸν ἀεὶ τοῦτο φυλάττειν τὸ τρόφιον ἕξει τὴν ἐν ἀρ̣ε̣[τ]ῇ δι̣α̣μονήν, μὴ καταχωννὺς τὰ παρὰ Θεοῦ δοθέντα̣ ἡμῖν [ἐ]ξ ἀρχῆς ἐν τῇ ἐννοίᾳ ἀγαθά.
24Δέδωκε δὲ ὁ Θεὸς «[πᾶν] ξύλον κάρπιμον ποιοῦν
25καρπόν», ἐξ οὗ πάλιν τροφή τις δ[έ]δ̣[οτ]α̣ι̣· οἱ γὰρ τελειότεροι καὶ διακονοῦντες τὴν τῶν ἀνθρώπων σ[ωτηρ]ίαν οὗτοι ἂν εἶεν ξύλα κατὰ τὸ ε̣ἰρημένον· «Καὶ πάντ[α τὰ ξ]ύλα τοῦ ἀγροῦ ἐπικροτήσει τοῖς κλάδοις», ἅπερ

72

ε[ἰσ]ὶ̣ν̣ [ο]ἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῶν μετα‐ νοούντων, παραπλήσιοι ὄντες τῷ μακαριζομένῳ ἐν πρώτῳ ψαλμῷ, ὅντινα ὁμοιοῖ ὁ λόγος τῷ ξύλῳ τῷ πεφυτευμένῳ
3παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὅπερ ἀεὶ ποτίζεται τῇ τῶν θείων μελέτῃ καὶ καιρίως τὸν καρπὸν ἀποδίδωσιν.
5 Τὸ δὲ καί· «Ὑμῖν δέδοται εἰς βρῶσιν καὶ [π]ᾶσιν τοῖς θηρίοις καὶ πᾶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ [ἑρπ]ετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς» οὕτω νοηθείη· ὁ κηδόμενος τῆς̣ [σωτηρ]ίας τῶν πάντων Κύριος διάφορα
8φάρμα〈κα〉 πρὸς τὰ ποικίλα τραύ[ματα] δέδωκεν, ἵνα πᾶς ὁστισοῦν ἀναπολόγητος ᾖ μὴ ἔχων ...[...] οὐκ ἔσχεν
10τὰς τοῦ λόγου ἀφορμάς· οὕτω καὶ οἱ θεραπ[ευταὶ] αὐτοῦ πρὸς ἕκαστον ἁρμο[ζό]μενοί φασιν καθὰ ὁ Παῦλος [.....] «Τοῖς πᾶσιν γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω», [....].ως καὶ προσφόρως ἑκάστῳ ἁρμο‐
13ζόμενος, καὶ οὐ βάλλω[ν τὰ ἅγι]α τοῖς κυσὶν οὐδὲ τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χ[οίρων, ἀλλ]ὰ καὶ τούτους
15μετάγων [ἀ]πὸ τῶν ἰδιωμάτων ὧν ἔσχον [ἐξ ἰ]δ̣ίας προθέσεως διὰ λόγου καταλλήλου αὐτοῖς εἰς παίδευσιν. [Μὴ ἑ]ρπετὸν ὑπάρχῃ τις καὶ διὰ τοῦτο εἰς βάθος κακῶν ἀφίκηται, ο[ὐ]κ ἐστέρηται τῆς ἐπιγνώσε̣ως τοῦ καλοῦ, ὅνπερ τρόφιον [ἐπ]άνω τῆς γῆς ὁ Θεὸς δέδωκε[ν] τῇ
20ψυχῇ ἐξ ἀρχῆς ἐνεὶς τὰς κ[αλ]ὰς ἐννοίας, ἃς ὁ διακαθαίρων
20ἕξει ζωτικὴν τροφήν. »Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ πάντα
καλὰ λίαν»· ὡ[ς] γὰρ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐλέγετο ὅτι ἡ ἑκάστου πρὸς ἕκαστον ἁρμονία τὸ ἐπιτεταμένον καλὸν δείκνυσιν, οὕτω καὶ τῶν κατὰ ἀρετὴν τόδε πρὸς τόδε
24ἔχον τὴν ἀναλογίαν, πρ[ὸ]ς [τ]ὸ ἐπὶ πᾶσι τέλος ἔχον τὴν
25ἀναφοράν, «λίαν» ἐπαινετὸν τ[ὸ] λ̣[εγ]όμενον δείκνυσιν. »Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένε[τ]ο π̣ρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.» Τὰ περὶ τοῦ ἕκτου ἀριθμοῦ καὶ νῦν ἐφαρμ[ο]‐ στ̣[έ]ον πολλῷ πλέον, ὅσῳ τὰ ἐπαινούμενα νῦν κρείττονα

73

τῶν αἰ[σ]θ[η]τ̣ῶ[ν] ἐστιν. Ἐπ’ ἐκείνων γὰρ ἐλέγετο ὡς
1ἥρμοζεν ἐν τῷ ἀριθμῷ τούτῳ, τελείῳ τυγχάνοντι καὶ ἐκ τῶν ἑαυτοῦ μερῶν ἀπαρτιζομένῳ, τόνδε τὸν κόσμον γενέσθαι, ἔχοντά τι παθητὸν καὶ δρ̣α̣στήριον· πολλὰ γὰρ ἐν αὐτῷ καὶ ποι̣εῖ καὶ πάσχει, εἰ καὶ οὐχ ἅμα, [ὅπε]ρ
5συμβολικῶς καὶ ἐν τῷ ἀριθμῷ οἱ τὰ περὶ τούτων φυσιο‐ λογο[ῦ]ν[τες] λέγουσιν. Εἴη δὲ καὶ κατὰ τὸν τῆς ἀναγωγῆς λόγον οἰκείως [τέλειο]ς ἀριθμὸς παραλημφθείς· τέλειον
7γὰρ ὄντως ἡ ἀρετὴ κα[ὶ μὴ ἐλλ]ειπὲς καὶ πληρέστατον, ἅτε Θεοῦ τελειότερον δώρημα. Ἄχρ̣[ι πάντω]ν τῶν ἐν ταῖς σαφηνισθείσαις ἓξ ἡμέραις
10γεγενημένω[ν φθά]σαντες περιγράψομεν τὸν λόγον, εὐχό‐
10μενοι τὸν τῶν [ὅλων] Θεὸν καὶ δημιουργὸν τοῦ τελείου
11-12καὶ πληρεστάτου κόσμου δοῦναι καὶ ἐν τοῖς ἑξῆς τελείαν
12πρὸς τὰ λεγ[όμενα νό]ησιν. II, 1—3. [Καὶ σ]υνετελέσθη ὁ οὐρανὸς [καὶ ἡ γ]ῆ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν καὶ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν [τῇ ἡ]μέρᾳ
15τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησεν, καὶ κατέπαυ[σεν ἐ]ν̣
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐ[ποίησ]εν. Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέ[ρα]ν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν, ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν [ἀ]π̣ὸ
18πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ Θεὸς ποιῆσαι. Τὸ «συνετελέσθη» ὁτὲ μὲ[ν] τὴν φθορὰν σημαίνει,
20ὁτὲ δὲ τὴν ὕπαρξιν. Ὅταν γοῦν τὸν [Σ]ωτῆρα ἐρωτῶσιν οἱ μαθηταί· «Πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημε[ῖο]ν τῆς σῆς παρουσίας καὶ συντελείας τοῦ αἰῶνος;», περὶ τοῦ τέλο[υ]ς ἐστὶ τὸ τῆς συντελείας σημαινόμενον, ὅπερ ἀντὶ φθορᾶς [τ]οῦ κόσμου εἴωθε λαμβάνεσθαι· ἐνταῦθα
24δὲ τὸ συνετελέσθ[η] ἀν[τὶ] τοῦ̣ ἐπληρώσθη κεῖται. Οὐ γὰρ
25ἡ ὕπαρξις αὐτῶν συντετέλε̣[σ]τα[ι], ἀλλ’ ἡ ποίησις, καθὸ λέγομεν καὶ ἐπὶ τῶν ποιητικῶν τεχνῶν με[τ]ὰ τὰς ἐνεργείας τὸ τέλος ἐπιφερουσῶν ὅτι φέρε συνετ[ε]λέσ̣θ̣η ἡ ναῦς ἢ οἶκος. Συντετέλεσται οὖν ὁ μὲν οὐρανὸς τὴ[ν] ο̣ἰκεί[α]ν

74

ἁρμονίαν δεξάμενος, ἥτις ἔκ τε τοῦ στερεώματος καὶ τ̣ῶ̣ν φωστήρων καὶ προσέτι τῶν ἀστέρων ἐδέξατο τὴν διαπ̣λήρωσιν, ἡ δὲ γῆ ἔκ τε τῶν ζῴων καὶ τῶν διαφόρων φυ̣τ̣ῶν. Καὶ ὅτε μὲν ἕκαστον αὐτῶν ἐγίνετο, τὸ ‘συντετέ‐
5λ[εσ]ται‘ οὐχ ἥρμοζεν, νῦν δέ, ἁ̣πάντων τὴν σύμπνοιαν κ[αὶ τ]ὴ[ν] ἁρμονίαν δεξαμένω̣ν, ἀκολούθως ἐπενήνεκται [τὸ «Συνε]τελέσθη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ̣ γ̣ῆ̣ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν». Κα̣[ὶ λέγε]τ̣αι μὲν ὁ κόσμος τῆς γ̣ῆ̣ς̣ καὶ πλήρωμα
8αὐτῆς κατὰ τ[ὸ λεγόμε]νον· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.» Ὅτι καὶ ἡ τ[οῦ οὐρανο]ῦ ποικι[λ]ία
10κόσμος προσηγόρευται, αὐτὸς Μωσῆς αὐ[ταῖς λέ]ξεσίν φησιν· «Μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰ[δὼν τὸν] ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας, πάντα τ̣[ὸν κόσ]μον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς», οἵ[τινες διὰ] τ̣ῆς θέσεως, ἧς παρὰ Θεοῦ ἐτέθησαν, τὸ
15κάλλος ἐπι̣[δείκνυ]νται 〈ἐν τῷ〉, τῶνδε μὲν τάσδε τὰς περικυκλήσεις κινουμ̣[ένω]ν̣, τούσδε δὲ μετὰ τῶνδε εἶναι, καὶ τούσδε μὲν ἐ̣π̣’ [εὐ]θ̣είας ποιεῖσθαι τὴν κίνησιν,
17τούσδε δὲ ἐγκαρσ̣ί̣ω̣ς̣. Στρατιὰ γοῦν οὐρανοῦ διὰ τ[ὸ] τεταγμένον εἴρηται κατ̣ὰ̣ τ̣ὸ̣ εἰρημένον· «Οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατι̣ὰ̣ν̣ τοῦ̣ οὐρανοῦ.» Περὶ ἣν
20οἱ μὴ καλῶς ἐπιστήσαντες ἀπεσφά̣λη[σ]αν εἱμαρμένην εἰσηγησάμενοι καὶ πάντα κατ’ ἀν̣ά̣γκ[η]ν τιθέμενοι, ποιητι‐ κοὺς τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἄλ̣λ̣ω̣[ν] συμβαινόντων τοὺς ἀστέ̣ρας εἶναι ὁρίζοντες, οἳ ε̣ἰς [τὸ] σημεῖον, εἰ οὐκ εἰς τὸ ποιεῖν, τέθεινται καθὰ καὶ οτ... [πε]ρὶ τῶν ἐν τῇ
25τετάρτῃ ἡμέρα̣ γεγενημένων διηγ̣ο̣ύ̣[μ]ε̣νοι τὸ «Ἔστωσαν εἰς σημεῖα 〈καὶ εἰσ〉 καιροὺς καὶ μῆνας καὶ ἐνι[αυ]τοὺς» ἀπεδείξαμεν, παρατιθέμενοι ὡς οὐ κατηνά̣γ̣[κα]σται ἐκ

75

τῶν ἀστέρων ὁ βίος ὁ ἀνθρώπινος. [Οὐ] γὰρ οἱ ἐν πολέμῳ καὶ τοῖς καθολικοῖς συμπτώμασι̣ν̣ ἀπαλλαττόμενοι τοῦ
3-4βίου ὑπὸ ἕνα σχηματισμό[ν ε]ἰσιν. Ἔτι δὲ μᾶλλον [ὁ]
5τῆς εἱμαρμένης ἀ[νατ]ρ̣έπεται λόγος ἐκ τῶν νό[μ]ων· πάντες Ἰο[υδαῖοι] ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἔχοντες [ἀ]πὸ γενέσεως π[εριτέμ]νονται καὶ πεῖραν σιδήρου ἐξ ἔτι σπαργάνων δ[έχοντ]αι, καὶ οὐ δήπου τις εἰπεῖν ἔχοι ὡς ἅμα πάντες [ὑπὸ μ]ίαν ὥραν ἀποτίκτονται, πανταχόσε σχεδὸν ἐπ̣[ὶ
10γῆς] κ̣αὶ καθ’ ἡμέραν Ἰουδαίων γεννωμένων· ἀλλὰ [καί τινα]ς̣ Αἰθιόπων τὰς κόγχας τῶν γονάτων ἅμα γενέσ̣θ[αι περιαιρεῖ]σθαί φασιν, καὶ οὐδ’ οὗτοι ἅμα τὴν γένεσιν ἔχ[ουσιν]· καὶ ἁπαξαπλῶς τὰ διάφορα ἔθη καὶ νόμιμα κα[τὰ τὰ ἔθ]νη ἀναιρεῖ τὴν εἱμαρμένην. Εἰ δὲ τοῦτο
15καθ’ εἱμ[αρμέ]ν̣ην οὐ χωρεῖ, πολλῷ πλέον οὐδὲ τὰ
προαιρετικά. Εἰ γὰ̣ρ̣ ἡ μὲν εἱμαρμένη ἐξ ἀνάγκης ἐπάγει τὰ συμβαίνον̣τ̣α, ἡ δὲ προαίρεσις περὶ τὰ ἐνδεχόμενα ἔχει, οὐκ ἔ[σ]ται περὶ ταῦτα εἱμαρμένη. Ἀρετὴ γὰρ
18καὶ κακία τὸν ἔχον[τα] ἡ̣ μ̣ὲ̣ν̣ ὠφέλησεν, ἡ δὲ ἔβλαψεν, ἕκαστος δὲ τῶν δρώντ[ω]ν ᾒ κ̣ο̣λάζεται ἐκ τῶν ἐπιτηδευ‐
20μάτων τῶν φαύλων, ἢ [ἐπ]αιν̣εῖται κατορθῶν· τὰ δὲ ἐξ ἀνάγκης συμβαίνοντα [...]....αι· τὸν ἐξ ἀνάγκης τι ἐνεργοῦντα οὐδεὶς οὔτ’ ἀπ[οδέ]χ̣ε̣τ̣αι, οὔτε μέμφεται. Ἄλλως
23-24τε, εἰ οἱ νόμοι ἐξ εἱμαρμ̣[έ]ν̣η̣ς̣ καὶ οἱ τούτοις μὴ πειθόμενοι
25ἐξ εἱμαρμένης, ἑαυ[τήν], ὡ̣ς̣ ἔοικεν, ἀναιρεῖ καὶ ἀνατρέπει.
25Σημαντικοὶ οὖν εἰσ̣ι̣[ν ο]ἱ̣ ἀ̣σ̣τ̣έρες, οὐ ποιητικοί, σημαί‐

76

νοντες ἢ ἐφ[η]μερίας ἢ λοιμικὰ καταστήματα ἢ ἕτερόν τι ὃ τῷ προνοουμένῳ δοκεῖ, καὶ ταῦτα μὲν περὶ τούτου· ἐπανέλθωμεν δὲ ἐπὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς προκείμενον· «Κα̣ὶ̣ συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ,
5ἃ ἐποίησεν», ὅπερ ἐμφαίνει ὡς περὶ μόνων ὧν πεποίηκ[εν] εἶναι τὴν συμπλήρωσ[ιν. Εἰ]σὶν γὰρ ἔργα καὶ ἃ μηδέπω γ[έγο]ν[ε]ν, προαναπεφώνη[το δ]ὲ ὡς ἐσόμενα, οἷον ἡ ἀνά[στασις] τῶν 〈νεκρῶν〉 καὶ ὅλως τ[ὰ κατὰ] πρόνοιαν ἔσεσθαι μέλλοντ[α, ἅπερ. τ]ῇ οἰκείᾳ. ἀκολουθίᾳ [πα]ρὰ
9Θεοῦ γίνεται. Καλῶς οὖν ἡ [προσθή]κη «ὧν ἐποίησεν
10ἔργων» πρόσκειται. Δεῖ δὲ κα[ὶ τοῦτο] θ̣εωρεῖν, ὅτι οὐκ ἐνεργήσας τι τῇ
11ἑβδόμῃ «κατέπαυσεν» ὁ [Θεός, —ἤ]δη γὰρ ἅπαντα συντετέλεστο, —»εὐλόγησεν» δὲ μ[όνην «τ]ὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμη[ν] καὶ ἡγίασεν αὐτήν», καὶ τ[ούτοις δὲ] ἐ̣πάγει τὸ λόγιον φάσκ[ον]· «Ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν
15ἀπὸ [πάντ]ων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧ[ν ἤρ]ξατο ὁ Θεὸς
15ποιῆσαι.» «Ὧν ἤρξατο»· [οὐ γὰ]ρ πάντων τῶν ἔργων ἀρχ[ὴ] γέγονεν ἔν τινι τῶν ἓξ ἡμερῶ[ν· ἄ]γγελοι καὶ ἀρχάγγελοι [καὶ] πᾶσα ἡ νοερὰ οὐσία οὔτε ἀρχὴν ἐδέξατο. Καὶ ὅτι τοῦτο οὕτ[ως] ἔχει, ὁ Θεὸς αὐτὸς ἐν τῷ Ἰὼβ λέγει· «Ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔ[νε]σάν με φωνῇ
19μεγάλῃ πάντες οἱ ἄγ[γ]ελοί μου.

81

«λοιπὸν γεγενημένης. Διὰ τοῦτο τὸ λόγιον προασφαλί‐ ζεται λέγον· «Ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῇ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἀφῇς.» Αὕτη γὰρ ἡ πρόφασις αἰτία πολλῶν γίνεται κακῶν, ἔτι μείζονα ὑποβαλ[ό]ντος τοῦ
5διαβόλου, ὅπερ καὶ νῦ[ν] ἐνεργεῖ φθονερὸν εἰσάγω[ν] τὸν Θεόν, ὡς οὐχ ἕνεκα τοῦ μὴ βλ[αφθ]ῆναι ἐντειλαμένου τοῦ [Θεοῦ] μὴ μεταλαμβάνειν μόνου το[ῦ] γνωστοῦ
7καλοῦ καὶ πονηρ[οῦ], ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ μὴ γενέσθαι αὐτ[οὺ]ς θεούς, ὡς δὴ διορατικῶν α[ὐτ]ῶν μελλόντων γενέσθαι. Ἀμέλει γοῦν ἐκ ταύτης τῆς παρεκ[δο]χῆς ὅλη αἵρεσις
10συνέστη ἡ καλουμέν̣η ὀφιανή, ἥτις σεμνύνε[ι τὸ]ν ὄφιν μεγάλα περὶ αὐτοῦ, ὡς οἴεται, λέγουσα· ἐν̣ οἷς φησ[ιν, αὐ]τοῦ Θεοῦ θέλοντος ὡς ἐν κακοπραγίᾳ εἶναι τὸν ἄνθρωπον, κακοπ[ραγία]ν λέγοντες εἶναι τὸ μὴ γιγνώσκει[ν] καλὸν
13καὶ πονηρόν, οὕτω[ς δὲ το]ῦτο λέγουσι πανούργως· αὐτός, φησίν, ἐποίησεν ἐν καλοῖς [τὸν ἄ]νθρωπον· καὶ ἄλλα δὲ
15μυθολογοῦσι περὶ τοῦ ὄφεως κακολογοῦντ[ε]ς ὃν ἀνέπλασαν
ἑαυτοῖς θεόν. Ὁμῶς ὄφις δὲ καλῶς π̣οιεῖται τὴ[ν] ἀπάτην, τὴν ἐντρέχειαν μόνον ἀναπείθων αὐτοὺς ἔχειν οὐκ ἐπ’ ἀγαθῷ, οὐδ’ ὥσπερ ὁ ἀπόστολος ἔλεγεν· «Βούλομαι ὑμᾶς σοφοὺς μὲν εἶναι εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραί[ο]υς εἰς τὸ
19κακόν.» Ὁ δὲ ὄφις θέλων αὐτοὺς εἶναι σοφοὺς εἰς τὸ
20κακὸν τοὺς ἐπὶ τοῦτο ὀφθαλμοὺς ῥέποντας ἀνοῖξαι ἠβούλετο, οἵτινες τῆς ἀρετῆς ἐνεργουμένης οὐ διανοίγονται ἀλλὰ κεκλεισ[μ]ένοι τυγχάνουσιν τύφλωσιν ὠφέλιμον ὑπομέ‐ νοντες, ἥντινα [ἐ]νεργεῖν φησιν 〈Ἰησοῦσ〉 ἐν τῷ εὐαγγελίῳ λέγων. «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσιν καὶ οἱ
25βλέποντες τυφλοὶ γένωνται.» Ἰησοῦς δὲ καθ’ ἱσ[τ]ορίαν οὐδένα τυφλὸν πεποίηκεν, ἀλλὰ τυφλοῖς τὸ βλέπειν δεδώ‐
26ρηται. Δῆλον οὖν ὅτι ἐκείνους τυφλοῖ τοὺς κακῶς ὁρῶντας καὶ ἀν̣αβλέπειν ποιεῖ τοῖς ὠφελίμοις ὀφθαλμοῖς, οἵτινες τοῦ ἔσω ἀνθρώπου τυγχάνοντες, σῴζοντες τὸ καθαρῶς ὁρᾶν οὐκ αἰσθητῶς ἀλλὰ νοητῶς, πρὶν γν[ό]ντες καὶ τῇ
30αἰσθήσει λόγον ἐπιβάλλοντες, κρύπτουσιν αὐτὴν κατὰ τὸ

82

εἰρημένον· «Σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθη[σιν].» Καὶ ἵνα διὰ παραδείγματος σαφὲς γένηται τὸ λεγό[με]νον, καὶ αἴσθησις ἡ ἁφὴ ἀντιλημπτική [ἐ]στιν θερμῶν καὶ ψυχρῶν, [σκ]ληρῶν
3καὶ ἁπαλῶν, τραχέων καὶ λείων, καὶ ἀλόγῳ δὲ καὶ παιδίῳ ταῦτ̣α̣ κατὰ τὴν ἁφὴν δῆλα τυγχάνει· ὅταν δὲ φέρε ὁ
5ἰατρὸς ἅπτηται ἰπώ̣[σ]εως, κρύπτει τὴν αἴσθησιν, λόγον τῇ κινήσει τῶν σφυγμῶν ἐπιβά̣λ̣[λων]. Οὕτω καὶ τὰς εἰκόνας οἱ μὲν ἰδιῶται αἰσθήσει μόνῃ, οἱ δὲ γρα[φεῖς] τῷ
7λόγῳ θεωροῦσιν. Εἶχεν οὖν ὁ ἄνθρωπο[ς π]ρὸ παραβάσεως ὀφθαλμοὺς πρ[οσ]βλ[έ]ποντας τὰ πράγματα, τοῦτ’ ἔστι
[νόη]σιν ἐπιστημονικῶς ἐπιβά[λλου]σαν τοῖς πράγμασιν,
9ὡς δεῖ. Ἕως οὖ[ν τ]ούτους εἶχε τοὺς ὀφθαλμοὺς π[ροσ]‐
10βάλλοντας τοῖς καταλλήλοις θεά[μα]σιν, οὐκ ἐγίγνωσκεν τὸ κακόν, ἀντὶ τοῦ πειρᾶν αὐτοῦ οὐκ ἐδέχετο· [ὅτ]ε δὲ οὗτοι ἔβυσαν, ἠνοίχθησαν δὲ οἱ ἐπὶ τὸ κακὸν ῥέπ[ο]ν̣[τ]ες, τότε [κ]αὶ [ἐ]ξώβλητοι γεγένηνται. Τούτω̣ν ὁ διάβολος ἔχων τὸ θέλημα σ[οφίζε]ται τὴν γυναῖκα, φθόνον εἰσά[γε]ι
14Θεοῦ ἐννοεῖν αὐτήν, ἐπαγγέλ[λεται] δὲ μεγάλα, ἵνα καὶ
15διὰ τούτω̣[ν] δελεάσῃ λέγ̣ω̣ν· «Ἔσεσθε ὡς θεο[ὺς γιγν]ώσκοντες καλὸν καὶ πον[η]ρόν», πρὸς τῷ καὶ ἔννοιαν ὑποβάλλ[ει]ν πλειόνων θεῶ̣ν, μήπω σ̣υσπ̣[.].ς̣ ουσης τῆς δι’ ἀγαλμάτων ε[ἰδ]ωλολατρείας, αἰνιττόμενος̣ τοὺς συνα‐
18ποστάντας ἀγγέλους αὐτῷ. III, 6—7. Καὶ εἶδεν ὅτι καλὸν τὸ ξύλο[ν] εἰς βρῶσιν καὶ
20ὅτι ἀρεστόν ἐστιν τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ὡραῖόν ἐστ[ιν] τοῦ
20κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγεν, καὶ ἔδωκ[εν] καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ’ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφ[θαλ]μοὶ τῶν δύο καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ
22ἦσαν. Τὰ τῆ̣ς ἀπάτης τοῦ [ὄφε]ως κρατήσαντα ἀντίστροφον αὐτῇ τὴν δοκιμασίαν ἐνεποίε̣[ι]· τὸ γὰρ εἰς βρῶσιν
25ἐκκείμενον οὐκ ὄψει δοκιμάζεται, πλὴν ἀρξαμ[ένη] ἡ
25ἀπάτη πρότερον τέρψιν τινὰ καὶ ἡδονὴν ἐργάζεται, εἰθ’ ο̣ὕτ̣ω̣ ἐπὶ τὴν πρᾶξιν ἐγείρει τὸν ἀπατώμενον. Μετὰ 〈τὸ〉 ᾐσθῆναι ἐπὶ τοῖς ὑπὸ̣ ὄφεως εἰρημένοις ἔλαβεν διὰ συγκατ̣αθέσεως καὶ ἔφαγεν τελ̣ε̣σ̣ι̣ουργοῦσα τὴν πρᾶξιν, κοινωνὸν δὲ καὶ τὸν ἄνδρα δέχεται, πο̣ι̣ο̣ῦ̣σα καὶ διακο‐
29νοῦσα τὰ πρὸς ἀπάτην· τοιοῦτον γὰρ ἡ αἴσθησις, ἥντ̣ι̣ν̣α̣

83

λόγον ἐπέχειν τῆς γυναικὸς ἐφάσκομεν. Διανοιχθ̣έντων δ[ὲ] τῶν ὀφθαλμῶν «ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν». Φιλεῖ γὰρ τοῦτο τ[οῖς] ἀπατωμένοις συμβαίνειν. Μετὰ γὰρ τὴν ἐνέργειαν τὸ αἰσχρ̣ὸ̣ν τῆς κακίας
4αὐτῶν φανεροῦτα[ι] ἐπιγιγνωσκόντων ὅτι τῆς ἀρε̣[τῆς]
5ἐγυμνώθησαν, τοῦτο πάλι[ν] τοῦ οἰκτίρμονος Θεοῦ χαριζο[μέ]νου, ἵνα μὴ ὁ τὴν κακίαν ἐν[ε]ργῶν, παντελῶς ἀναίσθητος δ[ια]τελῶν, ἔξω παντελῶς τῆς [ἀ]ρετῆς
7διαμείνῃ. Ἡ οὖν ἀπάτη τ[οῦ] διαβόλου αὕτη ἐστίν, ἵνα τὰ [θ]εωρούμενα κατὰ τὸν ἀληθῆ λόγον ὑπὸ τοῦ ὄμματος τοῦ
10καθα[ρο]ῦ τῆς ψυχῆς αὐτὸς ἀντιστρόφως ὁρᾶσθαι ποιήσῃ, τὸ μὲν ἡδὺ [ἀν]τὶ τοῦ ἀγαθοῦ ὑποτιθείς, τὸ δ’ ἀγαθὸν
11ἐπίπονον παραδει[κ]νύ[ων]. Οὕτω γοῦν καὶ διανοίγονται ὀφθαλμοὶ οἱ πάλαι χρησίμως κ[εκλεισ]μέ[ν]οι. Ἔστιν γὰρ ἐν ψυχῇ ὀφθαλμὸς μὲν ὁ δι’ ἑαυτοῦ τοῖ[ς νοη]τοῖς ἐπιβάλλων, οὖς δὲ τὸ τῇ παρ’ ἑτέρου παιδεύσει ἑπόμ[ενον],
15ἅπερ διαστρέψας ὁ ὄφις τὰ τῆς ἀπάτης ἐπλήρωσεν, ὡς κα[ὶ τ]ὴν αἴσθησιν καὶ τὸν νοῦν βλάβην ὑπομεῖναι· ὅτε γὰρ ἡ αἴσ[θ]ησις πάσχει διαστροφήν, τότε καὶ αἱ αἱ̣ρέσεις τοῦ νοῦ διεστραμμέναι γίνονται. Εἴρηται περὶ τῶν ἀλλο‐
18κότως κεχρημένων τοῖς πράγμασιν· «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν.»
20 Ὑπήχθησαν οὖν ἡδονῇ τῇ αἰτίᾳ τῶν σφαλμάτων· κατὰ γὰρ ταύτη̣ν φασὶν καὶ οἱ ἐν τῇ σοφίᾳ τὰ ἡδέα προτ[ι]‐ μῶντες· *** Τὴν γὰρ ῥᾳστώνην οἱ πο̣λλοὶ προτιμῶσιν
τῆς ἀρετῆς, τὴν συντονίαν οὐκ ἀποδεχόμε[ν]οι, οἵτινες καὶ ἀπ’ αὐτῆς γυμνοῦνται. Καταφρονητέον οὖν τῶν ἡδέων,
25ἅπερ ὑπόθεσις ἁμαρτημάτων γίνεται. Εἴσι τινὲς οἵ φασιν ὅτι τὸ «μετ’ αὐτῆς ἔφαγεν Ἀδὰμ»
26δηλοῖ συγκατά[β]ασιν αὐτοῦ, ἵνα μὴ τέλεον ἀπόληται, συγχρώμενοι τῷ εἰρημέ[ν]ῳ ὑπὸ Παύλου· «Ἀδὰμ

84

οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἐ]ξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν», ὡς ἱκανὸς καὶ αὐτὴν δι’ [ἑαυ]τοῦ τῆς κακίας
2ἀποστῆσαι. III, 7—8. [Καὶ] ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα. Καὶ [ἤκουσ]αν τὴν φωνὴν Κυρίου
5περιπατοῦντ[ο]ς ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, [καὶ
5ἐκ]ρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἐμμέ[σῳ τοῦ] ξύλου τοῦ παραδείσου. Μενόντων τῶν προτεθεωρημένων περί τε τοῦ παραδείσου καὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς γυναικός, καὶ ταῦτα συνάπτομεν. Ἐπεὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί εἰσιν, ῥάψαντες φύλλα συ[κ]ῆς
10ἐποίησαν αὑτοῖς περιζώματα, ἀκούσαντές τε τὴν φωνὴν [Κυρίου] περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν ἐκρύβησαν ἀπὸ π[ρο]σώπου τοῦ Θεοῦ ἐμμέσῳ τοῦ ξύλου
12τοῦ παραδείσου. Ἄξιον γὰρ μὴ [κακο]λογοῦντας τοῦς τῇ ἱστορίᾳ ἑπομένους εἰπεῖν πῶς συνέρρα[ψαν ἑ]αυτοῖς ἐκ φύλλων συκῆ[ς] περιζώματα, πῶς τε ἀκούουσι τῆς φ[ωνῆ]ς
15Κυρίου περιπατοῦντος οἱ ἀνάξια αὐτῆς πεποιηκότες, διὰ τί τε [τ]ὸ δειλινὸν περιπατεῖ, ἔτι τε πῶς ἐκρύβησαν, ὅ τι ἐννοήσαντε[ς] περὶ Θεοῦ, ὑπὸ τὸ δένδρον. Οἶμαι γὰρ
17εἰς ἅπαντα ταῦτα μὴ ἔχειν α[ὐ]τοὺς σῶσαι τὸν εἱρμὸν τῆς̣ ἱστορίας ἄξιον τῆς ἀπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διηγήσε̣ω̣ς.
Ἡμεῖς τοίνυν, ὥσπερ ἐν τοῖς φθάσασιν πεποιήκαμεν, καὶ
20ἐπὶ τούτων τὸ θεῖον τῶν γεγραμμένων κατανοήσωμεν. Δύο σχέσεις γυμνότητος εἰσάγει ὁ λόγος, μίαν μὲν τὴν πρὸ τῆς παραβάσεως, ἑτέραν δὲ τὴν μετ’ αὐτήν, καὶ τὴν μὲν ἀνεπαίσχυντον, τὴν δὲ γνωσθεῖσαν καὶ αἰσχύνην ποιήσασαν. Ἐλέγετο μέντοι καὶ ἐν τοῖς πρότερον εἰρημένοις
24ὡς οὐδὲν ἄξιον αἰσχύνης ποι[ο]ῦντες ἀλλὰ πάσης ἀπηλ‐
25λαγμένοι κηλῖδος εὐπαρρησίαστον εἶχο[ν] πρὸς Θεὸν τὴν διάνοιαν, τοιοῦτον γὰρ ἀρετή· ἐπειδὴ δὲ παραβ̣ᾶται τῆς τοῦ Θεοῦ ἐντολῆς γεγένηνται, τὸ τηνικαῦτα ἀπαμφια‐ σθέντες τῆς ἀρετῆς τὸ κάλλος, γυμνοὶ αὐτῆς διαμείναντε̣ς ᾐσχύνοντο λογιζόμενοι ἐξ οἵων ἀγαθῶν εἰς οἷα μετέπεσαν

85

κακ[ά], ἔτι αἰσθήσεως ἐκκειμένης, ἑξῆς καὶ κρύπτονται τὸν τῶν ὅλων Θεὸν περιπατοῦντα. [Ὁ] γὰρ ἁμαρτάνων καὶ μήπω ἐκκεκομμένος τὴν αἴσθησιν, ἀλλ[’ ἔ]τι περιέπων τὸ ἁμάρτημα, διελέγχεται μὲν ἀπὸ τῶν ἐνεσπαρμένων παρὰ
5Θεοῦ κοινῶν ἐννοιῶν, ἀεὶ δι’ αὐτῶν τοῦ ποιητοῦ ἐμβοῶντος, τῷ δὲ ἔτι ἐνέχεσθαι [τῇ] ἀπάτ[ῃ τοῦ] σφάλματος ἀπολογίας πολλάκις τῶν ἁμαρτημ[ά]τω[ν] συρράπτει. Ἢ τοῦτο ἐν πολλοῖς οὐκ ἔστι φανε[ρ]όν; Πολλάκις γὰρ ὁ τῷ θυμῷ κεχρημ̣έ̣νο̣ς ἀπολογίας πορίζεται πιθανάς, ἐξ ὧν τοῦ
10θυμοῦ δῆθεν παραστήσει τὸ εὔλογον, προσχρώμ[ε]νος ἐσθ’ ὅτε καὶ τῇ ἀπὸ τῶν γραφῶν δείξει πρὸς τὸ συνιστᾶ[ν] τὸ ἑαυτοῦ βούλημα, ὅπερ συρράπτοντός ἐστιν ἐκ φύλλων κ[αὶ μὴ] ἀπὸ καρποῦ σκέπην τινὰ οὐ τελείαν· τοῦτο
13γὰρ τὸ περίζ[ωμ]α παρίστησιν. Ἔστιν γὰρ ἀκοῦσαι τῶν θυμουμένων ὡς καὶ ἅγιος θυμῷ χρησάμενος τοὺς πεντηκον‐
15τάρχους ἀνεῖλεν καὶ [π]ερὶ ἄλλων, ἀλλὰ οὐκ ἐννοού〈ν〉των ὡς οὔτε ξίφει οὔτε τινὶ ἀμυντηρίῳ χρησάμενοι τοιαῦτ’ ἔδρα‐ σαν, ἀλλ’ αὐτὸν ἐπικαλεσάμενοι τὸν Θεὸν καὶ δι’ εὐχῆς αὐτὸν ἐσχηκότες ἐπινεύοντα πρὸς ἐπικουρίαν, οἷς οὐκ ἄν, εἴπερ ἀπὸ θυμοῦ τὴν εὐχὴν ἐποιο[ῦ]ντο, προσέσχεν
20ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἑαυτοῦ παραινῶν ὡς προσήκει τὸν εὐχόμενον ἐπαίρειν ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμῶν. Ἀπὸ τῆς οὖν ἀρετῆς τῶν ἁγίων οἱ προφασισταὶ καὶ τὰ ἑαυτῶν κρύπτειν σφάλματα βουλόμενοι φύλλα συρράπ‐ τοντες, ἀπολογίαν δῆθεν τῶν καθ’ ἑαυτοὺς οἴονται ποιεῖσθαι,
25ἅπερ καὶ ἐπὶ τῶν πρωτοπλάστων συμβέβηκεν. Τοῖς τοιαύτῃ προθέσει κεχρημένοις διὰ τῆς συκῆς συμβολικῶς ὁ Κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις ἐπιτιμᾷ, ἐλθὼν πρὸς αὐτὴν

86

καὶ μ̣ὴ εὑρὼν εἰ μὴ φύλλα μόνον, «Οὐ μηκέτι ἐκ σοῦ
1καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» εἰπών. Καὶ οὐδήπου αὐτῇ τῇ συκῇ τὴν ἐπιτιμίαν εἰρῆσθαί φαμεν· οὐ γὰρ παρὰ τὴν ἑαυτῆς αἰτίαν ἡ αἰσθητὴ συκῆ καρπὸν οὐκ ἔφερεν. Ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἰσραὴλ εἰς ἀ[σ]έβειαν ἐκπεσόντος εἴρηται· «Οὐκ
5ἔστιν σταφυλὴ ἐν ταῖς ἀμ[πέ]λοις οὐδὲ σῦκα ἐν ταῖς
5συκαῖς.» Ἔρραψαν οὖν φύλλα συκῆς πιθα[ν]ὴν ἀπολογίαν, ὡς προείρηται, πορίζοντες, ἀκόλουθος δὲ τῷ σχήματι τῆς ἱστορίας ὁ λόγος. Ἐπεὶ γὰρ παράδεισος εἰσήχθη καὶ γυμνότης καὶ μετὰ π̣α̣ρακοὴν ταύτης ἐπίγνωσις, τὴν σκέπην
10ἀπὸ φύλλων λέγει ποιεῖσθαι τῷ οἰκείῳ τῆς̣ διηγήσεως ὁ λόγος προσχρώμενος κατὰ τὸ εἰωθὸς τῇ θεοπνεύστῳ
11γραφῇ. Πολλάκις γὰρ ἡ ψυχὴ π̣ο̣τὲ μὲν ἄμπελος, ποτὲ
δὲ πρόβατον, ποτὲ νύμφη ἐν τῇ θείᾳ παιδεύσει λέγεται, καὶ πρὸς ἕκαστον ἀκολούθως ἐπάγει τᾲ ἑξῆς ὁ λόγος. Ὅτε γὰρ ἄμπελον αὐτὴν ὑποτίθεται λέγων· «Ἄμ̣πελος
15εὐκληματοῦσα Ἰσραήλ», τότε τοὺς διδασκάλους γεωργοὺς καὶ τοὺς ἐπιβουλεύοντας ἀλώπεκας καλεῖ· «Πιάσατε» γὰρ «ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας»· ὅτε δὲ πρόβατον αὐτὴν ὀνομάζει, τοὺς διδασκάλους ποιμένας καὶ τοὺς διαστρέφοντας λύκουςκαὶ λέοντας· εἴρηται·
20»Πρόβατον πλανώμενον Ἰσραήλ, λέοντες ἐξῶσαν αὐτόν»· ἀλλὰ καὶ ὅταν νύμφην αὐτὴν καλῇ, τὸν ἐπάγοντα εἰς τὴν ἀλήθειαν νυμφίον καὶ τὸν βλάπτοντα μοιχὸν ὀνομάζει· πάντα δὲ ταῦτα, εἰ καὶ διάφορα ὀνόματά ἐστιν, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἀναφερόμενα οἰκείαν καὶ πρέπουσαν τῷ θείῳ
24Πνεύματι δέχεται τὴν νόησιν, οὐχ ὅτι αὕτη ἢ πρόβατον
25νύμφηἄμπελός ἐστιν. Ἀκολούθως οὖν, παραδείσου μνήμης γεγενημένης, διὰ τὸ σχῆμα τῆς λέξεως φύλλων ἐμνημόνευσεν, ἃ συνέρραψαν οἱ τῆς ἀρετῆς ἐκπεσόντες

87

κατὰ τὴν εἰρημένην διάνοιαν.
1 Οὗτοι δ’ αὐτοὶ καὶ ἤκουσαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ περι‐ πατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν. Καὶ πρὸ μὲν τῆς παραβάσεως οὐ περιεπάτει αὐτοῖς ἔξω αὐτῶν τυγχάνων, ἀλλ’ ἦν μετ’ αὐτῶν. Τοῦ γὰρ τηροῦντος τὴν ἀρετὴν καὶ
5ἐν αὐ̣τῇ ὄντος οἰκεῖον τοῦτο, ὡς λέγειν· «Προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ», καὶ «Ἐγὼ δὲ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ.» Τοῦ δὲ ἀνθρώπου μετὰ Θεοῦ ὄντος, καὶ ὁ Θεὸς μετ’ αὐτοῦ ἐστιν· εἴρηται γάρ· «Ἐγγίσατε τῷ
9Θεῷ καὶ ἐγγίσ̣ει ὑμῖν»· ἐπειδὰν δὲ ἀποστῶσιν αὐτοῦ
10τινες, ἀκούουσιν· «Ἐπορεύθη[σ]αν πρὸς ἐμὲ πλάγιοι κἀγὼ πορεύσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐν θυμῷ πλαγίῳ.» Καὶ ὥσπερ ὁ τὸν ἥλιον καταλείπων καὶ βύων̣ τοὺς ὀφθαλμοὺς οὐ ποιεῖ τινα τῷ ἡλίῳ ἐλάττωσιν—μένει γὰρ ὅπερ [ἦ]ν φωτίζων—, οὕτως ὁ καταλείπων Θεὸν ἑαυτοῦ
15βλάβην ἐργάζεται, καταλείπει δὲ αὐτὸν οὐχ ὡς ἐν τόπῳ,
15ἀλλὰ τὴν ἀρετὴν ἀποστρεφόμενος ὡς ἐκεῖνοι περὶ ὧν εἴρηται· «Ἀπώσεται αὐτοὺς ὁ Θεός, ὅτι οὐκ εἰσήκουσαν αὐτοῦ, καὶ ἔσονται πλανῆται ἐν τοῖς ἔθνεσιν»· ἐπεὶ γὰρ αὐτοὶ οὐκ ἤκουσαν, αὐτὸς αὐτοὺς ἀπώσατο. Ἐπεὶ οὖν καὶ οὗτοι διὰ τῆς παραβάσεως ἀπέστησαν
20αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς αὐτῶν μεμάκρυνται μέν, διὰ δὲ τὴν ἰδίαν ἀγαθότητα περιπατεῖ, αἴσθησιν παρέχων, ὡς εἴρηται, κατὰ τὰς κοινὰς ἐννοίας, ὁπῶς ἐπιστράφωσιν. Τοῦτο δὲ γίνεται̣ τὸ δειλινὸν καταλλήλως τοῖς παραβεβηκόσιν. Τῷ μὲν γὰρ ἐν ἀρετῇ ὄντι ἀκμάζει τὸ τῆς ἀληθείας φῶς,
25οὐδέπο̣τε γινομένῳ ἐν σκοτεινῇ καταστάσει—ἀκοῦσαι γοῦν ἔστιν λέγοντος τοῦ ἁγίου· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει
26τὸ πνεῦμά μου πρὸς σ̣ὲ ὁ Θεός», καὶ «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου πρὸς σὲ ὀρθρίζω», καὶ «Τὸ πρωῒ παρ[α̣]σ̣τήσομαί

88

σοι καὶ ἐπόψομαι»—τότε δὲ γίνεται δειλινὴ καὶ σκοτώδης ἡ ὥρα ἐπὶ τὴν ἑσπέραν ἐλαύνουσα, ὅτε τις ἑαυτὸν ἔξω τοῦ φωτὸς καθίστησιν ἐν ἀγνοίᾳ καὶ κακίᾳ γινόμενος,
3ὡς λέγειν τὸν Θεὸν πρὸς τὴν ἁμαρτάνουσαν ψυχήν· »Νυκτὶ ὡμοίωσα τὴν μητέρα σου». Καὶ υἱοὶ δὲ νυκτὸς
5γίνονταί τινες καὶ σκότους, ὥστε τῷ ἁμαρτάνοντι τὸ ἀπὸ τῆς ἀγνοίας καὶ ἀσεβείας καὶ κακίας σκότος πάρεστιν. Δείκνυται δὲ ὡς οὐκ ἀθρόως ἀφῆκεν αὐτοὺς τὸ φῶς ἐν
τῷ λέγεσθαι ὡς τὸ δειλινὸν ἤκουσαν τοῦ Θεοῦ περιπα‐ τοῦντος. Οἱ γὰρ αὔραν αἰσθήσεως ἔχοντες ἀμαυράν τινα
10δέχονται κατάστασιν, οὔπω εἰς παντελῆ ἐλθόντες ἄγνοιαν, ἀλλὰ φιλανθρωπ[ί]ᾳ Θεοῦ διεγειρόμενοι ἔτι ἐμβοῶντος αὐτῶν τῷ κρυπτῷ, ἵν’ ἐκ [τ]ούτου ἐν μεταγνώσει γένωνται,
12ὡς μαθε〈ῖ〉ν ὅτι «Ψάντος ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυ‐ θμός, καὶ εἰς τὸ πρωῒ ἀγαλλίωσις», ἵν’ οὕτω καὶ περὶ τῶν τοιούτων λεχθῇ ὡς περί τινος αἰσθομένης οἷ κα[κ]ῶν
15ἐστιν· «Ὀψὲ φωνὴ αὐτῆς ὠλόλυξεν»· ἐκ τούτου γὰρ συμβήσεται μετανοοῦντας ἐλθεῖν ἐπὶ φῶς, ὡς εἰπεῖν· »Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα
17καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.» Ἀκούσαντες οὖν τῆς φωνῆς Κυρίου περιπατοῦντος, ὡς εἴρηται, ἐκρύβησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
20Πρόσωπον δὲ Κυρίου Θεοῦ οὐχ ὡς ἀνθρωπομόρφου λέγεται·
20εἴρηται γάρ· «Πνεῦμα ὁ Θεός»· πνεῦμα δὲ οὐκ ἐκ μερῶν συνέστηκεν, ὡς τὸ μέν τι αὐτῶν πρόσωπον καλεῖσθαι ἢ ἄλλο τι τῶν ἀνθρωπίνων μελῶν. Οὐ γὰρ προσήκει τὰς περὶ Θεοῦ φωνὰς ἀνθρωπίνως ἐκλαμβάνειν, διὰ τὸ ἡμῶν χρήσιμον οὕτως εἰρημένας. Καὶ οὐδὲν θαυμα‐
24στόν, εἰ περὶ Θεοῦ ταῦτα λέγεται, ὁπότε καὶ περὶ αἰσθητῶν
25οὕτως διδασκόμεθα. Ἐν γοῦν Παροιμίαις γέγραπται· »Θάνατος καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης», καὶ οὐχ οὕτως νοοῦμεν ὡς τῆς γλώττης χεῖρα ἐχούσης, ἀλλ’ ἐνέργειαν, ἥτις χεὶρ αὐτῆς ὠνομάσθη· καὶ ἐπεὶ εἴρηται· «Ἐκ τῶν

89

ἑαυτοῦ τις λόγων δικαιοῦται καὶ ἐκ τῶν λόγων καταδικά‐ ζεται», διὰ τοῦτό φησιν ὡς ἐν χειρὶ γλώσσης, τοῦτ’ ἔστιν
2τῷ λόγῳ, «θάνατος καὶ ζωή» ἐστιν, ὅτε τις εὖ ἢ κακῶς
αὐτῷ χρῆται.
3 Ἐκρύβησαν οὖν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀποστάντες τῆς περὶ Θεοῦ καθαρᾶς νοήσεως, οὐχ ὡς Κάιν· ἐκεῖνος
5γὰρ ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀφάνταστον ἑαυτὸν αὐτοῦ παρασκευάσας κατὰ ἐκεῖνον, περὶ οὗ εἴρηται. «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστιν Θεός»· πάντες δ’ οἱ ἀπρονοησίαν εἰσάγοντες ταύτης εἰσὶ τῆς ἐννοίας. Οἱ δ’ ἀποκρυπτόμενοι οὐκ ἀνεννόητοι μὲν τῆς θείας εἰσὶν
10ἐπιστασίας, διὰ δὲ τὴν ῥυπαρίαν τῆς ἁμαρτίας τὴν παρρη‐ σίαν οὐκ ἔχουσιν, καταφρονηταί τινες ὄντες, ἀλλ’ οἱ ἅγιοι ἐλευθέραν ἔχο[ν]τες τὴν συνείδησιν ἐνώπιόν εἰσι τοῦ Κυρίου,
12ὡς λέγειν· «Ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ»· περὶ δὲ τῶν ἁμαρτανόντων λέγεται· «Ἔστρεψαν ἐπ’ ἐμὲ νῶτα καὶ οὐ πρόσωπα αὐτῶν», ὅπερ ἔδει ἵν’ ὡς ἱερεῖς
15παραστᾶται τυγχάνωσιν καὶ ὡς ἄγγελοι διὰ παντὸς βλέποντες τὸ πρόσωπον τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατρός.
16 Δύναται δὲ καθ’ ἕτερον λόγον ἐκλαμβάνεσθαι τὸ «Καὶ ἐκρύβησαν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ», πρόσωπον νοούντων ἡμῶν εἶναι τὸν μονογενὴ Υἱὸν αὐτοῦ ὄντα αὐτοῦ εἰκόνα καὶ χαρακτῆρα τῆς ὑποστάσεως. Ὁ γὰρ τοῦτον ἰδὼν
19ἑώρακε τὸν Πατέρα.
20 Δέον οὖν αὐτοὺς πάντα πράττειν ἐπὶ τῷ τηρεῖν τὸ κατ’ εἰκόνα, καθ’ ὃ καὶ γεγένηνται. Παραβᾶται θελήσαντες εἶναι τῆς ἐντολῆς ἀπέστησαν τοῦ φωτίζεσθαι ἀπὸ τοῦ εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Εἰκότως δὲ φεύγουσιν ὑπὸ τὸ ξύλον τὸ ἐμμέσῳ τῷ παραδείσῳ, ὃ ἦν τὸ γνωστὸν καλοῦ καὶ
25πονηροῦ. Ὁ γὰρ κρυπτόμενος τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον,
ὡς μὴ ἐνεργεῖν τὴν ἀρετήν, ἀλλ’ ἐπιμορφάζεσθαι, κρύπτεται ὑπὸ τὴν ὑπόκρισιν. Ὁ γὰρ γιγνώσκων καλὸν καὶ πονηρόν, ὡς μὴ διαστέλλειν καὶ αἱρεῖσθαι τὸ καλόν, οὕτως τῇ

90

ἐντρεχείᾳ οἴησιν ἔχων κ̣ρύπτεται Θεόν, τὴν ἀρετὴν ἐπι‐
1μορφαζόμενος. III, 9—12. Καὶ ἐκάλεσεν Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ποῦ εἶ; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· Τὴν φωνήν σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι
5γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην. Καὶ εἶπεν αὐτῷ· Τίς ἀνήγγειλέν σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες. Καὶ εἶπεν ὁ Ἀδάμ· Ἡ γυνή, ἣν δέδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν
8ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον. Πηγὴ ἀγαθότητος ὑπάρχων ὁ Θεὸς καὶ μετὰ τὰ
10σφάλματα πάλιν ἡμᾶς καλεῖ, τὴν παντελῆ γνῶσιν τοῦ καλοῦ μὴ ἀπαλείφων ἀπὸ τοῦ λογισμοῦ, κἂν ἡμεῖς διὰ τὴν ἁμαρτίαν τὴν ἀρετὴν ἀποστρεφώμεθα. Τοῦτο καὶ τῷ Ἀδὰμ ἐπὶ τοῦ παρόντος ὁ Θεὸς ποιεῖ, καλῶν αὐτὸν κρυπτόμενον, λέγων τε αὐτῷ· «Ποῦ εἶ;» Αὐτὸς μὲν
15γὰρ ἐπὶ τῷ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάττειν τὸν παράδεισον τεταγμένος ἦν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, τόπον τοῦτον οἰκεῖον παρ’ αὐτοῦ δεξάμενος· τούτου δ’ ἀποστὰς διὰ τὴν παρα‐ κοὴν ἀκολούθως ἀκούει παρὰ τοῦ Θεοῦ· «Ποῦ εἶ;» Ὅτι δὴ τάξις, ἣν ἐγχειρίζεται τίς, τόπος καλεῖται,
20ἔστιν ἀπὸ τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων μαθεῖν, ὁπηνίκα ἀντὶ τοῦ Ἰούδα τοῦ προδόντος τὸν Ἰησοῦν προστήσασθαι μ̣α̣θητὴν οἱ ἀπόστολοι βουλόμενοι εὐχὴν τῷ Θεῷ ἀναφέ̣‐ ροντες ἔλεγον· «Σὺ Κύριε καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ἕνα λαβεῖν τὸν τόπον τῆς διακονίας ταύτης».
25Καὶ ἠκολούθησεν δὲ τῷ Ἀδὰμ παραβεβηκότι τὴν θ̣ε̣ί̣αν τάξιν τὸ καὶ τοῦ καταλλήλου τόπου τῆς τάξεως ἐκπεσ̣ε̣ῖν·
26ἐκβέβληται γὰρ ἐκ τοῦ παραδείσου. Εἴη δ’ ἂν καὶ ἐντρεπ̣τ̣ι̣κὸν τὸ «ποῦ εἶ;»· ἐγὼ μὲν

91

γάρ σε ἐν ἀρετῇ ἔθηκα, νῦν δὲ ποῦ εἶ; ἐννοήσας αἰσχύνου. Εἴσι δ’ οἱ καὶ τὴν ἀσώματον οὐσίαν κατὰ τὸ πρῶτον ὑποκείμενον τῆς ψυχῆς ἐννοοῦντες καὶ διὰ τοῦτο ἐκτὸς παντὸς τόπου αὐτὴν εἶναι προσήκειν λογιζόμενοι, παρ’
4ἑαυτὴν δὲ σώματος πειραθεῖσαν ἐντρεπτικῶς ἀκούειν·
5Που εἶ; Ἐν τόπῳ ὑπάρχεις, ἡ ἀπὸ παντὸς τόπου ἐλευθέρα διὰ τὸ ἀσώματος, ὅπερ μὴ φυλάξασα, ἀλλὰ συναφθεῖσα σώματι, ἐν τόπῳ γέγονας;
7 Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐν οὐρανῷ ἔχων τὸ πολίτευμα καὶ ἔχων τὴν καρδίαν ἐν οὐρανῷ διὰ τὸ ἐκεῖ τεθησαυρικέναι κἀκεῖ εἶναι οὐκ ἐν τόπῳ ἐστίν, ὑπερκόσμιο[ς γ]εγενημένος.
10Ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ Ἀδὰμ οὕτως εἶχε, παρέβη δέ, οὕτω[ς]
12ἀκούει τὸ «Ποῦ εἶ». Σὺ δὲ καὶ τὸ πρόσκεισθαι τὸ Κύριος ἐνταῦθα τῷ Θεός· λέγεται γάρ· Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεός. Ὅτε μὲν γὰρ περὶ δημιουργίας, προέκειτο·
14»Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»·
15ὅτε δὲ παράβασις ἠκολούθησεν, τότε καὶ τὸ τοῦ Κυρίου πρόσκειται ὄνομα· ἕπεται γὰρ τῷ Κυρίῳ ἐπεξέρχεσθαι κατὰ τῶν ἀμελούντων διατάξεων αὐτοῦ. Καὶ ἐπιτιμίας γὰρ̣ ἔδει, ἥτις οἰκείως ἀπὸ δεσπότου γίνεται, συγκεραν‐
18νύντος ἀγαθό[τ]ητι τὴν ἐπιτιμίαν· διὰ γὰρ τοῦτο εἴρηται· »Καὶ ἐκάλεσεν Κύριος ὁ Θεός». Τοῦτο καὶ Δαυὶδ ψάλλει
20λέγων. «Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε»· μετὰ
γὰρ τοῦ ἐλεεῖν καὶ τὸ κρίνειν συναπτόμενον φιλανθρωπί̣ας δεῖγμα ἐκφέρει. Καὶ γὰρ ἐπιτιμῶν ἐλέει· πρὸς τὸ συμφέρον
22γὰρ ἐπάγει τὰ κολαστήρια. Ἴδωμεν δὲ καὶ τὴν ἀπόκρισιν· «Τὴν φωνήν σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ πα̣ραδείσῳ». Ὅταν γάρ τις
24ἐν ἁμαρτίᾳ γενόμενος αἰσθήσεως βραχεία̣ς δέηται τοῦ
25μόνως ἔννοιαν δέχεσθαι τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς κτίσεως ἐν ᾗ ἐμπ̣εριπατεῖ τῶν ὅλων προνοούμενος τάξιν ἐπιθεὶς ἑκάστῳ τῶ̣ν ὄντων, τότε καὶ ἐπ̣ι̣σ̣τρέφει καὶ γιγνώσκει ὅτι ἐφορᾷ τὰ ὅλα καὶ διοικεῖ, οὕτω τε ἔξω καταφρονήσεως

92

γίνεται. Ὅταν γὰρ θεάσηται ἡλίου̣ μὲν τὴν τεταγμένην πορείαν, οὐρανῶν δὲ τὴν κίνησιν, σελήνης δὲ τὰς μεταβολάς,
2ἀστέρων δὲ τὰς κατὰ καιροὺς ἐπιτολάς, καὶ λογίσηται ὅτι ὁ τοῦδε τοῦ παντὸς ἡνίοχος καὶ ταξίαρχος ὁ τῶν ὅλων ἐστὶν δημιουργός, ἐμπεριπατῶν ὅλοις φωνῆς ἀκούει Θεοῦ,
5οὐ κατὰ πρόσφορον γινομένης, ἀλλ’ ἐν διανοίᾳ τυπουμένης, ὅτι Θεὸν οὐδὲν λανθάνει, ἀλλὰ πάντα ὑπὸ τὴν αὐτοῦ οἰκονομίαν ἐστίν. Καὶ οὕτω αἰσχυνθεὶς κρύπτεται· ὁ γὰρ
7ἁμαρτάνων, οὐκ ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν Θεὸν ἁμαρτάνει. Αἰσθήσεως δὲ καὶ τὸ εἰπεῖν· «Τὴν φωνήν σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός
10εἰμι.» Αὐτὸς γὰρ ὁ φόβος ἔχοντος ἔτι διάλημψιν ὡς αἰσχρὸν ἡ κακία καὶ κολαστέον. Τοῦ δὲ φόβου αἴτιον
11εἶναί φησιν τὴν γυμνό[τη]τα, ἥτις ἐκ τοῦ ἀπολωλεκέναι τὴν ἀρετήν, ἥτις ἦν σκέπασμα· ἔνδυμα γάρ ἐστιν θεῖον ἡ ἀρετή. Οὕτω καὶ ὁ Παῦλος παραινεῖ· «Ἐνδύσασθε τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν», καὶ «Ἐνδύσασθε σπλάγχνα οἰκ‐
14τιρμοῦ», ὅ ἐστιν· Ἐλεημονικῷ τρόπῳ καὶ τῇ κατὰ Χριστὸν
15πολιτείᾳ κοσμήθητε, καὶ πάλιν· «Ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς» πρὸς τὸ παρασκευάσαι ἑαυτοὺς προσπολεμεῖν
16κατὰ τῶν ἀντικειμένων. Ἐπεὶ οὖν τούτων ἐστέρητο τῶν ἐνδυμάτων διὰ τῆς παραβάσεως, ἠλέγχετό τε ἐκ τοῦ συνειδότος, οὐκ εἶχεν παρρησίαν πρὸς Θεὸν ἀτενίζειν· διὰ τοῦτό φησιν·
19»Ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι»· ὡς γὰρ ἄτοπα πράξας, εἰ
20ζητοῖτο, πρὸς ἄρχοντος δέει τῶν πεπραγμένων κρύπτεται, οὕτως καὶ ὁ Ἀδάμ, τοῦ μὴ συνειδότος ἑαυτῷ ἁμάρτημα φυλάττοντος παρρησίαν. Πρὸς ἃ μετὰ διορθώσεως πάλιν ὁ τοῦ παντὸς δεσπότης ἀνακινῶν αὐτοῦ τὴν ἔννοιάν φησιν· «Τίς ἀνήγγειλέν σοι ὅτι γυμνὸς εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ
25ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ
25ἔφα̣γε̣ς;» Φιλάνθρωπος ὁ λόγος· πάλιν γὰρ ἀντέχεται τοῦ ἁμαρτήσαντος Θεός, ὑποδεικνὺς τῆς ἐντολῆς τὸν λογισμόν. Ἔδει γὰρ μ̣ετὰ πάντων καὶ τοῦ γνωστοῦ καλοῦ καὶ πονηροῦ μεταλαμβάνειν καὶ μὴ μόνου. Ἡ γάρ, ὡς προείρηται, ἐντρέχεια ἀνθρωπίνη χωρὶς τῆς ἐνεργείας τῆς ἀρετῆς
30ἐπιβλαβέστατον, μετὰ δὲ πάντων ὠφέλιμον· ὅπερ καὶ ὁ Θεὸς προσέταξεν ἀγαθοῦ ἰατροῦ δίκην, προπότισμα
31χρησιμώτατον πρὸς ὑγίειαν παρέχων, ὃ συγκραθὲν μὲν

93

λυσιτελεῖ, διαιρεθὲν δὲ βλάπτει, ὥσπερ ἐπὶ τῆς καλουμένης θηριακῆς προείρηται. Τοιοῦτον ὁ Κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις παιδεύων φησίν· «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ
3ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.» Ἀλλὰ πρὸς αὐτὰ ὁ Ἀδὰμ τὴν γυναῖκα αἰτιώμενός
5φησιν· «Ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγον.» Φιλαίτιον ἡ 〈κα〉κία,
6καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ἴδιον τὸ μὴ ταχέως ὁμολογεῖν τὸ ἁμάρτημα, ἀλλὰ ἀναπλάττεσθαι αἰτίας τοῦ σφάλματος. Οἱ μὲν γὰρ τῶν ἀνθρώπων εἱμαρμένῃ διδόντες τὸν βίον ἀπ’ ἐκείνης καὶ εἰς ἁμαρτίαν ἀναγκάζεσθαι οἴονται, οἱ
10δὲ εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν τὰ πάντα γίνεσθαι λέγοντες καὶ ταῦτα οὕτω συμβαίνειν νομίζουσιν· ὁδὲ πρωτόπλαστος τῆς ἐντολῆς παρακούσας φησίν· «Ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας
12μετ’ ἐμοῦ.» Ἔδει δ’ αὐτὸν ἐννοῆσαι ὅτι πρῶτον μέν, ἀπὸ Θεοῦ ταύτην δεξάμενος, δεόντως αὐτὴν καὶ τὸ πρὸς τὸ συμφέρον ἐδέξατο, ἔπειτα οὐχ ὡς διδάσκαλον ἔλαβεν,
15ἀλλ’ ὡς ἑπομένην. Καὶ τοῦτο ἐν τοῖς φθάσασιν παρεση‐ μειωσάμεθα ἐκ τῆς ἀποκρίσεως τῆς Εὕας πρὸς τὸν ὄφιν, φασκούσης πρὸς αὐτόν· «Ἀπὸ καρποῦ ξύλου τοῦ
17παραδείσου φαγόμεθα, ἀπὸ δὲ καρποῦ τοῦ ξύλου ὅ ἐστιν ἐμμέσῳ τῷ παραδείσῳ εἶπεν ὁ Θεός· Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ οὐδὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε», περὶ γὰρ ἁφῆς
20ὁ Θεὸς οὐκ ἦν ἐντειλάμενος, τοῦτο δὲ ὡς ἐκ τοῦ Ἀδὰμ μαθοῦσαν παιδεύοντος αὐτὴν εὐλαβεστέραν εἶναι, ἅτε ἀσθενῆ, ἀκοῦσαι παρ’ αὐτοῦ τὸ μηδὲ ἁψῆσθαι αὐτοῦ.
22 Πῶς οὖν ὁ διδάσκαλος καὶ ὑφηγητὴς παρὰ τῆς μανθα‐ νούσης εἰς ἀπάτην ἤχθη; Εἰσὶ δ’ οἱ ἀπολογούμενοι ὑπὲρ τοῦ Ἀδὰμ ἐκ τοῦ εἰρημένου πρὸς αὐτοῦ· «Ἡ γυνὴ» γάρ
25φησιν «ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ»· ἐπεὶ γὰρ μετ’ ἐμοῦ αὐτὴν δέδωκας εἶπεν, ἐπιστάμενος ὡς διὰ τὴν παρακοὴν ἐξώβλητος ἔσται, συνηκολούθησεν οὐ κατὰ παράβασίν φασιν αὐτῇ, ἀλλὰ πρὸς ὠφέλειαν αὐτῆς· πολλάκις γὰρ
τοῖς ἀσθενεστέροις οἱ διδάσκαλοι συγκατίασιν, ἵν’ ἐκ
30τούτου ὑποστροφὴν αὐτοῖς ἐργάσωνται. Καὶ ταῦτα κρατύ‐

94

νουσιν ἐκ τῶν παρὰ Παύλῳ λεγομένων, ἅπερ εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγ̣[αγεν· «Ὁ δ̣’ Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐνπαραβάσει γέγονεν.» Συνετοῦ δέ ἐστιν, εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς γυναικὸς ἀναφερο‐
5μένης καὶ εἰς Χριστὸν τοῦ Ἀδάμ, σῶσαι τὸν εἱρμὸν τῆς ἀλληγορίας καὶ συνεπισκέψαι μήποτε τὸ μὲν γένος τὸ ἀνθρώπων, ἐξ οὗπερ συμπληροῦται ἡ ἐκκ̣λησία, τῇ παραβάσει χρησάμενον αἴτιον κατέστη τῆς τοῦ Σωτῆρος
8καθόδου, ἵνα τῇ οἰκονομίᾳ χρήσηται, δι’ ἣν κατάρα κα̣ὶ ἁμαρτία γέγονεν, οὐκ ὢν ταῦτα, ἀλλὰ δι’ ἡμᾶς αὐτὰ
10ἀναδεξάμενος. III, 13. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· Τί τοῦτο ἐποίησας; Καὶ εἶπεν ἡ γυνή· Ὁ ὄ̣φις ἠπάτησέν με καὶ
12ἔφαγον. Τρία πρόσωπα εἰσάγεται ὑπὸ μέμψιν ἐνταῦθα· ὁ ἀνήρ, ἡ γυνή, ὁ ὄφις. Καὶ ὁ μὲν ἀνὴρ ἔσχεν ἀπολογήσασθαι
15ὅτι ἡ γυνὴ αὐτῷ παραιτία γέγονεν τοῦ φαγεῖν τοῦ ἀπηγορευμένου ξύλου, ἐξ οὗ ἔγνω ὅτι γυμνός ἐστιν, ἡ δὲ γ̣υνὴ αἰτιᾶται τὸν ὄφιν λέγουσα· «Ὁ ὄφις ἠπάτησέν με καὶ ἔφα̣γ̣ο̣ν»· καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἀπῄτησεν παρ’ αὐτῶν τοῦ σφάλματος αἰτίαν· οὐ φέρεται δὲ τοιαύτη πρὸς τὸν
20ὄφιν ἐρώτησις. Οὐ γὰρ εἶχεν τὴν αἰτίαν τῆς κακίας ἐπ’ ἄλλον ἀνενεγκεῖν, αὐτὸς αὐτῆς γεννήτωρ ὑπάρξας. Τοῦτο γὰρ
21αὐτὸ καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις ὁ Κύριος διδάσκει λέγων περὶ αὐτοῦ· «Ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶν καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ», ὅ ἐστιν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους· οὐ γὰρ ὁ διάβολος πατέρα ἔχει κατὰ τοὺς
25μυθωδῶς οἰηθέντας. Πάντες δ’ οἱ κακίᾳ χρώμενοι πλὴν
αὐτοῦ οὐκ ἐκ τῶν ἰδίων, ἀλλ’ ἐκ τῆς αὐτοῦ κακεντρεχείας, ἐπὶ τοῦτο ἔρχονται, αὐτοῦ ἀκούοντος πρὸς τοῦ λόγου· »Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· Εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβή‐ σομαι» καὶ τὰ ἑξῆς. Οὐ γὰρ ἄλλος αὐτῷ τὴν ὑπερηφανίαν

95

ὑπέβαλεν, ἀλλὰ αὐτὸς ἑαυτῷ· διὸ καὶ οὐδὲ λόγος [ἀ]πο‐
1λογίας αὐτῷ δίδοται. Τί οὖν, φησίν, τοῦτο ἐποίησας; Μὴ γὰρ εἰς τοῦτο ἐτέθης ἐπὶ τῷ αἰτία καταστῆναι τῷ ἀνδρὶ σφάλματος;
3Καὶ εἶπεν· «Ὁ ὄφις ἠπάτησέν με». Ἀπάτῃ γὰρ τοῦτο γέγονεν. Αὐτῆς γὰρ τὰ τῆς ἐντολῆς προενεγκαμένης,
5αὐτὸς ἀντιστρόφως ἐχρήσατο τῇ προστάξει μετὰ τοῦ καὶ ὑπισχνεῖσθαί τι αὐτοῖς κομπῶδες καὶ δελεάσαι δυνάμενον· «ᾜδει γάρ» φησιν «ὁ Θεὸς ὅτι ᾗ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γιγνώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.»
10Ὁμολογεῖ δὲ νῦν τὴν ἀπάτην εἰκότως· Θεοῦ γὰρ αἰσθομένη ἐπιγιγνώσκει τὸ γεγενημένον. Τοῦτο γὰρ ἔθος τοῖς ἀπατωμένοις μετὰ τὴν ἔκβασιν ἐπαισ̣θ̣άνεσθαι τοῦ κακοῦ· κατὰ γὰρ τὴν ἀρχήν, τῆς ἡδο̣ν̣ῆς ἐπικρυπτούσης τὴν αἴσθησιν, οὐ γίνεται ἐπίγνωσις.
15 Τὸ δὲ «εἶπεν» οὕτως πάλιν λεκτέον, ὅτι ὁμιλία ἐν διανοίᾳ τῆς γυναικὸς τοῦ Θεοῦ γέγονεν, καὶ τοῦτο οὐκ
16ἄδηλον· ὅτε γάρ, ἁμαρτανόντων ἡμῶν, λογισμὸς ἀνα‐ τρεπτικὸς τῆς ἁμαρτίας γίνεται, Θεὸν ἡγητέον ἐν τῇ διανοίᾳ παρεῖναι καὶ λαλεῖν. Ἐκεῖ δὲ καὶ τάξιν κατὰ τὰ πρότερον ἀλληγοροῦμεν· ἡ
20γὰρ ἡδονή, ἥτις ὁ ὄφις ἐστίν, πρότερον τῇ αἰσθήσει, ἣν γυναῖκα ἐλέγομεν, ἐγγίνεται, εἶθ’ οὕτως τῷ νῷ αὕτη
21διακονεῖ, ὅστις καὶ ὁ ἀνὴρ εἴρηται. III, 14. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· Ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει
25σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φάγῃ πάσας τὰς
25ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Ὅπερ πρός τε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕαν εἶπεν ὁ Θεός, ἑκάστῳ αὐτῶν [λ]έγων· «Τί ἐποίησας τοῦτο;», ἀφ’ ὧν καὶ τὸν αἴτιον τῆς κακίας [ἤ]κουσεν, τοῦ μὲν Ἀδὰμ τὴν γυναῖκα αἰτιωμένου, τῆς δὲ γ̣υν̣α̣ι̣κὸς τὸν

96

ὄφιν, οὐκέτι εἶπεν πρὸς τὸν ὄφιν· ἀρχέκακος γὰρ οὗτος
1καὶ τὴν αἰτίαν ἐπ’ ἄλλον ἀνενεγκεῖν οὐκ ἔχων. Διόπερ εὐθὺς ἀντὶ τοῦ «τί ὅτι ἐποίησας τοῦτο;» ἐπάγει τὴν ἐπιτιμίαν εἰπών· «Ὅτι τοῦτο ἐποίησας, ἐπικα〈τά〉ρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων
5τῶν ἐπὶ τῆς γῆς,» Δῆλον δὲ ὡς οὐ τῷ ἑρπετῷ τούτῳ
5τὴν ἐπιτιμίαν προσάγει Θεός· οὐδὲ γὰρ ἔχει φύσιν τοῦ τὸν ἀπάτης προαγαγεῖν λόγον, ἐξ οὗ τὴν καθ’ ἑαυτοῦ ἐπιτιμίαν ἐκκαλέσεται τὸν Θεὸν ποιήσασθαι. Παῦλος γοῦν γράφων Κορινθίοις, ἐπιστάμενος ὡς οὐ ζῷον ἄλογον ὑπῆρχεν, περὶ οὗ ἔγραφεν, φησίν· «Φοβοῦμαι μήπως,
10ὡς ὄφις ἐξηπάτησεν Εὕαν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς 〈ἁπλότητοσ〉». Παραβάλλει γὰρ ὁ Παῦλος ἀπάτην γινομένην ὑπὸ κακοήθων ἀνθρώπων
12καὶ πανούργων, οἵτινες ἐπιφυέντες ἦσαν, λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν μηδὲ ἐκ παρθένου τὸν Σωτῆρα γεγεννῆσθαι, οἳ καὶ ἠπάτων τοὺς ἐν Κορίνθῳ νηπίους ἐν
15Χριστῷ, οὐκ ἔχοντας τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας γεγυμνασ‐ μένα πρὸς διάκρισιν καλοῦ καὶ κακοῦ, τῇ ὑπὸ τοῦ ὄφεως κατὰ τῆς Εὕας ἀπάτῃ, ὅπερ δείκνυσιν αὐτὸν οὐχ ἑρπετόν, ἀλλὰ ἀντικειμένην ἐνέργειαν, ἣν διάβολον ἔθος τῇ γραφῇ καλεῖν. Οὐ γὰρ ‘ὄφισ‘ ἁπλῶς λέγεται, ὥσπερ καὶ περὶ
20ἐκείνων ἐλέχθη· «Ὄφεις γεννήματα ἐχιδνῶν», ἀλλ’ ὁ ὄφις, ὃ δηλοῖ αὐτὸν τὸν διάβολον, ὃς καίτοι ἄλλοις τῆς κακίας αἴτιος κατέστη· ἐνεργεῖ γὰρ ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας, καὶ ἐνεργεῖται τὰ ἴδια ἐμποιῶν ἐκείνοις σοφι‐
23στικῇ ἀπάτῃ. Διόπερ καὶ τὴν ἐπιτιμίαν ὑπερβάλλουσαν δέχεται· «Ἐπικατάρατος» γάρ φησιν «σὺ ἀπὸ πάντων
25τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς». Ὡς γὰρ αἴτιος κακίας, εἰκότως καὶ τῇ ἐπιτιμίᾳ ὑπὲρ πάντας ὑπόκειται τοὺς ἀπ’ αὐτοῦ τὸ ὄφ〈ε〉ις εἶναι ἐσχηκότας καὶ κτήνη τῷ τρόπῳ καὶ θηρία γῆς, καθ’ ὧν τὴν ἐξουσίαν δίδωσιν ὁ
28Σωτὴρ τοῖς ἰδίοις μαθηταῖς λέγων· «Ἰδοὺ δέδωκα μὲν ὑμῖν ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ
30ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.» Καὶ τῷ ἐν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου κατοικοῦν[τι] ἐπιλέγεται· «Ἐπ’ ἀσπίδα

97

καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ
1δράκοντα.» Ταῦτα δὲ πάντα ἀγριότητα κακίας ἔχοντα ὑπερβάλλων ὁ διάβολος ὄφις καλούμενος ἀκολού[θως] ὑπὲρ πάντα καταδικάζεται. Πρόσκειται δὲ τῇ ἐπιτιμίᾳ καὶ τὸ «Ἐπὶ
4τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ σου πορεύσῃ»· ἐπεὶ γὰρ
5δοκῶν νόησιν ἐπηρμένην ἔχειν καὶ τροφὰς ἐπιμορφα‐ ζόμενος ἔχειν μεγάλας ἠπάτα, τὴν πτῶσιν αὐτοῦ ὁ λόγος ἑρμηνεύει φάσκων ὡς γήϊνα αὐτῷ ἔσται τροφή, οὐδὲν θεῖον ἢ ἀνηγμένον ἔχοντι, ἀλλ’ εἰλυσπωμένῳ περὶ τὰ γήϊνα, τοῦ ἡγεμονικοῦ αὐτοῦ ἐκπεσόν〈τος, ὃ〉 τὸ στῆθος σημαίνει,
10οὐκέτι ἀποτίκτοντός τι θεῖον ἢ οὐράνιόν τι διὰ τὸ τὴν γεννητικὴν δύναμιν, ἥτις διὰ τῆς κοιλίας σημαίνεται, περὶ τὴν ὕλην καὶ τὰ γήϊνα ἔχειν τὴν σπουδήν. Ὅτι δ’ ἡ κοιλία οὕτως νοεῖται, ἐκτοῦ ἐναντίου ἔστι μαθεῖν,
ψάλλοντος τοῦ μακαρίου Δαυίδ· «Καὶ τὸν νόμον σου
14ἐμμέσῳ τῆς κοιλίας μου», ὅπερ οὐ τὸ αἰσθητὸν μέλος
15ἀλλὰ δύναμιν ψυχῆς σημαίνει. Ἀμέλει γοῦν οἱ ἐν μετανοίᾳ γεγενημένοι ἄνθρωποι γνόντες ὅτι ἡ νόησις αὐτῶν ὀφείλουσα οὐρανίων μεταλαμβάνειν τροφῶν εἰς γῆν κατεβλήθη φασίν· »Ἐκολλήθη εἰς γῆν ἡ γαστὴρ ἡμῶν», κάτα πάντα γήϊνα γεγενημένη τῷ καὶ γήϊνα τρέφεσθαι καὶ γήϊνα ἀπο‐
20κυίσκειν. Ὡς γὰρ δοχεῖόν ἐστιν ἡ κοιλία τροφῶν, οὕτω καὶ ἐργαστήριον τῶν πλαττομένων. Οἱ μὲν οὖν φαῦλα
21γεννῶντες ἐπὶ γῆς ἕρποντες πορεύονται, οἱ δὲ θεῖα ἀποτίκ‐ τοντές φασιν· «Ἀπὸ τοῦ φόβου σου ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν»· τὸ δ’ αὐτὸ γέννημα
23διανοίας καὶ τροφεῖόν ἐστιν. Εὖ δὲ καὶ τὸ προσκεῖσθαι· «Καὶ γῆν φάγῃ πάσας
25τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου»· οὐ γὰρ ἁπλῶς ‘ζωῆσ‘ εἶπεν, ἀλλὰ τῆς σῆς, ἣν εἵλω ἐκ τῆς σεαυτοῦ ῥοπῆς, ὡς εἰ λέγοι τις καὶ τῷ μὴ καθηκόντως ζῶντι· Πάσας τὰς ἡμέρας
27ἣς εἵλω ἔχειν ζωῆς φαῦλος ἔσει, ἁμαρτίαι σοι τροφὴ ἐν πάσαις αἷς προέκρινας ἡμέραις σου φαύλαις. Ἕκαστα

98

γὰρ πρὸς τὸν ἴδιον τρόπον, ἀποστὰς τῆς δεούσης ζωῆς, ἑαυτῷ ζωὴν περιποιεῖται. Τούτῳ ὅμοιον καὶ τὸ πρὸς τὸν πλούσιον εἰρημένον· «Ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου [ἐν]
3τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά.» Καὶ παρατήρει ὅτι τοῦ μὲν φαύλου τὰ ἀδιάφορα̣ ἀγαθὰ εἶπεν· ἐπεὶ αὐτὸς
5ὡς ἀγαθὰ αὐτὰ ἐλογίζετο καὶ ἐν αὐτοῖς ἤλπισ̣εν, διὰ τοῦτο καὶ «τὰ ἀγαθά σου» εἶπεν· ἐπὶ δὲ τοῦ Λαζάρου οὐκ
6ἐρρέθη τὰ κακὰ ἑαυτοῦ· οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς ἰδίας προθέσεως
ἔπασχεν, εἰ καὶ γενναίως ἔφερεν. Καὶ ὁ Ἰὼβ δὲ στερηθεὶς τῶν ἡδέων, ἐπεὶ οὐχ ἑαυτοῦ ἀγαθὰ αὐτὰ ἐλογίζετο, ἀλλ’ ἐπιστάμενος αὐτῶν τὴν φύσιν, ὡς ἐδόθησαν παρὰ
10Θεοῦ, αὐτοῖς ἐκέχρητο, οὐκ εἶπεν· ‘Εἰ τὰ ἀγαθά μου
10ἐδεξάμεθα‘, ἀλλ’ «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου». Ἃ γὰρ αὐτὸς ᾑρεῖτο ἀγαθά, αἱ ἀρεταὶ ἐτύγχανον, τοῖς δ’ ἀκολουθοῦσιν, κρίσει Θεοῦ ἀδιαφόροις, ὡς ἔπρεπεν ἐκέχρητο, ἐπαρκῶν δεομένοις· οὕτω γοῦν καὶ ἔφη·
13»Ἡ θύρα δέ μου παντὶ ἐλθόντι ἠνέῳκτο». III, 15. Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον
15τῆς γυναικός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει
16κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν. Ὅτε ὁ ἁπλούστερος σύνεστιν πονηρῷ, οὐ μικρὰν ἔχει τὴν βλάβην· ὁ πονηρὸς γὰρ προσέρχεται καὶ τὰ βλάβης ὑποβάλλει, καὶ δέχεται ἡ ἁπλουστέρα ψυχὴ εἰς ὠφέλιμα.
20Δεῖ οὖν διαίρεσιν γενέσθαι τούτων καὶ εἰς ἔχθραν καὶ
20τὸ ἀκοινώνητον ἐλθεῖν, ὡς τὸν ἁπλούστερον γενόμενον κατὰ τὸ σωτήριον παράγγελμα φρόνιμον εἰπεῖν περὶ διαβόλου· «Οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.» Πολλάκις γοῦν καὶ γυναικὸς φιλίαν πρὸς ἄνδρα σὺν ἁπλότητι γινομένην ὁρῶντες, ἐξ ἧς ἀπάτης ἕπεται αἰσχρο‐
24ποιεῖν τοὺς τοιούτους, σπουδάζομεν οὐ μίσει εἰρήνης, ἥτις
25ἐστὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ ἀποστροφῇ εἰρήνης, καθ’ ἧς ὁ Σωτὴρ ἥκει μάχαιραν ἐπενεγκεῖν λέγων· «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» διαιροῦσαν καὶ διατέμνουσαν τοὺς ὠφελεῖσθαι ποθοῦντας ἀπὸ τῶν βλάπτειν
28ἐπιχειρούντων. Ἀγαθὸς οὖν ὑπάρχων ὁ Θεὸς φυτεύει ἔχθραν οἷς ἡ
29εἰρήνη καὶ ἡ συναφὴ πολέμιον. Ὅταν γάρ τις ἀγνοίᾳ τοῦ
30κακοῦ αὐτῷ περιπίπτων μανθάνῃ ὅτι ὀλέθριόν ἐστι καὶ ἐπιζήμιον, ὠφελίαν οὐ μικρὰν καρποῦται. Ἀκολούθως

99

δὲ καὶ τὸ σπέρμα τῷ σπέρματιἐχθρὸν ποιεῖ καὶ αὐτὸν αὐτῇ. Καὶ ἐπεὶ μὴ περὶ αἰσθητοῦ ὄφεώς ἐστι τὸ λεγόμενον,
2οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ αἰσθητὸν ἐκδεκτέον, ἀλλὰ τοὺς κατ’ αὐτὸν τυπωθέντας καὶ μορφωθέντας καὶ γεννηθέντας ἢ λογισ[μο]ὺς διαστρέφοντας ἀπὸ τῆς ἀληθείας καὶ
5μαθήματα αὐτῆς ἀλλότρ[ια], σπέρμα δὲ τῆς γυναικὸς ὁμοίως τοὺς ἀπ’ αὐτῆς ἐναρέτους—τῆς γὰρ ἐκκλησίας
6ἐπέχει τύπον—, ἢ τὰ τῆς θείας παιδεύσεως μαθήματα, πρὸς ἃ ἡ τοῦ ἀντικειμένου κακουργία τὰς ἐπιχειρήσεις ποιεῖται. Σπέρματος δὲ καὶ τέκνου διαφορὰ καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις εἴρηται, τῶν μὲν Ἰουδαίων λεγόντων·
10»Σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν», τοῦ δὲ Σωτῆρος τοῦτο μὲν
10αὐτοῖς συγχωροῦντος, ἀπαγορεύοντος δὲ αὐτοὺς τέκνα τυγχ[ά]νειν τοῦ Ἀβραὰμ ἐν τῷ λέγειν· «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ποιεῖτε.» Ὁ μὲν γὰρ τέκνον ὑπάρχων καὶ σπέρμα ἐστίν, οὐ πάντως τοῦ
13σπέρματος καὶ τέκνου γινομένου τῷ ἀπαμβλίσκεσθαι καὶ μὴ τ[ε]λεσιουργεῖσθαι. Εἴη δὲ τοῦτο καὶ κατὰ τὸν τῆς
15ἀναγωγῆς λόγον ἑπόμενο[ν]. Πολλοὶ γὰρ ἀρξάμενοι κατὰ τὸν Ὑμέναιον καὶ Ἀλέξανδρον περὶ τὴν πίστιν
16ναυαγήσαντες τέκνα οὐκ ἀπετελέσθησαν. Πᾶν δὲ τεταγμένως καὶ τὰ τῆς φράσεως ἔχει. Οὐ γὰρ ὁ ὄφις πρὸς τὸ σπέρμα, ἀλλὰ πρὸς αὐτήν, οὐδὲ τὸ σπέρμα τοῦ ὄφεως πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ τὸ σπέρμα αὐτῆς. Τὰ γὰρ
20ἄκρως κακὰ πρὸς τὰ ὑπερβάλλοντα ἀγαθὰ ἔχει τὴν μάχην,
20καὶ τὰ ἐλάττω πρὸς τὰ ἰσόρροπα. Ὁ Θεὸς γὰρ δίδωσιν καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν μὴ ἐῶν ἄμετρον γίνεσθαι κατά τινος πειρασμόν· «Εἰ μὴ Κύριος ἦν ἐν ἡμῖν, ἄρα κατέπιον ἡμᾶς.» Ὡς ἀγαθὸς δὲ ὁ τοῦ παντὸς Κύριος καὶ τὰς ἐπιβουλὰς τοῦ ἀντικειμένου καταμηνύει καὶ
25τὰς κατ’ αὐτοῦ ἐπιθέσεις ἐκδιδάσκει, τοῦ μὲν διαβόλου
25ἐπιτηροῦντος τὰς τοῦ ἀνθρώπου προκοπὰς καὶ διαβάσεις ἐπὶ τὴν ἀρετήν, αἵτινες διὰ τῆς πτέρνας δηλοῦνται, τοῦ δὲ ἀνθρώπου τὸ κεφάλαιον τῆς κακίας ἐπιτηροῦντος· τούτου γὰρ ἀναιρουμένου, συναναιρεῖται καὶ τὸ πᾶν.
28 Πρόσ〈σ〉χες δὲ πῶς ἀπὸ γένους ἐπὶ γένος ἕτερον μετέστη ὁ λόγος· ὡς γὰρ πρὸς τὴν γυναῖκα πάντα ἐκεῖνα ἐλέγετο·
30»Ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου καὶ τῆς γυναικὸς» καὶ τὰ ἑξῆς, νῦν δέ φησιν· «Αὐτὸς τηρήσει κεφαλὴν καὶ σὺ αὐτοῦ

100

πτέρναν.» Ἔδει γὰρ περὶ μὲν τῆς ἀσθενεστέρας λέγεσθαι τὸ ἔχθραν θήσω, ἵνα τὸ ἀμιγὲς μηδὲ ἀπάτης χώρα γένηται,
2περὶ δὲ τοῦ ἀνδρός, ἅτε οὐκ ἐξαπατηθέντος κατὰ τὴν ἀποστολικὴν φωνήν, λέγεσθαι· «Αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν.» Ἰσχυ[ρὸ]ς γὰρ ὢν καὶ πολεμεῖν ἐστιν ἐπιτη‐
5δειότερος καὶ φυλάττειν τὰς τοῦ ἀντικειμένου ἐπιβολάς, μὴ συγχωρῶν αὑτῷ ἀπάτης ἀρχὴν προσαγαγεῖν ὡς τῇ Εὕᾳ, ᾗ, καθὼς προειρήκαμεν, συνηκολούθησεν, ἐπεὶ καὶ
7αὐτὸς εἶπεν· «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ», ἣν καὶ οὐκ ἀφῆκεν διὰ τὸ αὐτῆς χρήσιμον. Συνεκβέβληται γὰρ οὐ δι’ ἑαυτόν, καθὰ καὶ τοῖς ἐν Βαβυλῶνι αἰχμαλωτιζομένοις
10ἠκολούθουν οἱ ἅγιοι οὐδὲν ἄξιον αἰχμαλωσίας δεδρακότες, ἀλλ’ ὅπως ἰατροὶ τῶν αἰχμαλωτισθέντων γένωνται, ὡς
Δανιὴλ καὶ Ἰεζεχιὴλ καὶ οἱ ἐν τῇ καμίνῳ τρεῖς παῖδες. Τὸ λεγόμενον οὖν πρὸς τὸν ὄφιν «αὐτός σου τηρήσει
15-16κεφαλὴν» ἐμφάνοι ἂν ὅτι, εἰ καὶ ὡς ἀσθενεστέραν
17ἠπάτησας τὴν γυναῖκα, ἀλλ’ ὁ ἀνήρ σοι προσπολεμήσει τὸ κεφάλαιον τῆς σῆς κακίας ἐπιτηρῶν, ὅ ἐστιν ἡ ἀσέβεια,
18ὅπερ ὁ σοφὸς ἐκβάλλει, τοῦ διαβόλου μὴ ἐφικνουμένου τῆς κεφαλῆς τοῦ σοφοῦ, ἀλλ’ εἰ ἄρα τῆς πτέρνης, ἥτις
20εἴη ἂν τὰ ἐσχατιὰ τῶν εἰς ἀρετὴν συντελούντων. Πολλάκις γὰρ μὴ δυνάμενός τι τῶν προηγουμένων πολεμεῖν, περὶ τὰς χρείας τὰς ἀνθρωπίνας ἐνεδρεύει, ἵνα διὰ τούτων ὑποσκελίσῃ. Τοῦτ’ αὐτὸ καὶ ἐν ψαλμοῖς λέγεται· «Αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσιν»· τοῦτο δὲ τὸ φυλάξαι τῷ
25τηρῆσαι ἐν τῷ νῦν προκειμένῳ ταὐτὸ σημαίνει· τὸ ἐπιτηρῆσαι γὰρ δηλοῖ, οὐκ ἀγνοούντων ἡμῶν ὅτι καὶ ἐπὶ τὸ διατηρῆσαι κεῖνται αἱ λέξεις καὶ σκεπάσαι ὡς ἐν τῷ «Σύ, Κύριε, φυλάξεις ἡμᾶς καὶ διατηρήσεις ἡμᾶς»,
28καὶ ἐν τῷ «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς». III, 16—19. Καὶ τῇ γυναικὶ εἶπεν· Πληθύνων πληθυνῶ

101

τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. Τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· Ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου,
5οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ’ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον
9σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν 〈γῆν〉 ἐξ ἧς ἐλήμφθη〈σ〉,
10ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ. Οὐκ ἀπίθανόν ἐστιν καὶ τὰς ἱστορίας ἐκλαβεῖν ἐπὶ τῶν λέξεων τούτων. Καὶ γὰρ φαίνεται ὡς ἡ μὲν γυνὴ πυκναῖς καὶ συνεχέσιν λύπαιςπιέζεται καὶ στεναγμοῖς, οὐ μικρὸν ὑπομένουσα κάματον ἔν τε ταῖς συλλήψεσιν καὶ ἀποτέξεσιν
14ἔτι τε καὶ ἀνατροφαῖς, καθὸ καὶ ἡ τοῦ μακαρίου Ἰώβ φησιν
14ὅτι «Ἠφανισταί σου τὸ μνημόσυνον ἀπὸ τῆς γῆς, υἱοὶ
14καὶ θυγατέρες, ἐμῆς κοιλίας ὠδῖνες καὶ πόνοι, οὓς εἰς τὸ
15κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθων», καὶ ὡς ἅπαντα πρὸς
15τὸν ἄνδρα ἤνεγκεν ἰσχυρότερον δεσπότου, τὰς ἀπ’ αὐτοῦ ἀπεκδεχομένη ἐπικελεύσεις, ὁ δὲ ἀνὴρ ἔργοις καὶ φροντίσιν κατατρυχόμενος πόνοις καὶ ἱδρῶσιν διὰ παντὸς διατελῶν τοῦ βίου. Καὶ γὰρ τῶν λυπούντων τὴν γυναῖκα οὐκ ἔστιν ἀμέτοχος, καὶ αὐτὸς ἰδιαζόντως πόνοις συνέχεται διὰ
20παντὸς τοῦ ζῆν, ἄλλα ἐπ’ ἄλλοις πονῶν τε καὶ κάμνων σώματι καὶ ψυχῇ· καὶ γὰρ τὰ κατ’ οἶκον αὐτῷ οὐκ ἀφρόν‐
21τιστα, παίδων ἀνατροφή, καὶ τούτων πολλάκις ὀδύναι διάφοροι ἢ νόσοις πιεσθέντων ἢ θανάτῳ προλαμβανόντων, ἐξ ὧν ἁπάντων ἀνία ὑπερβάλλουσα καὶ πόνος ἱκανώτατος, καὶ πολλὰ ἂν εἴη λέγειν, ἃ πᾶσίν ἐστι προδηλότατα.
25 Ἴδωμεν δὲ καὶ τὸ καθ’ ἕκαστον τῶν εἰρημένων. Τῷ μὲν οὖν ὄφει εἴρηται· «Ἐπικατάρατος σύ», τῷ δὲ
26Ἀδὰμ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου», καὶ εἰκότως· οὐ γὰρ ἡττηθεὶς τῇ ἁμαρτίᾳ παρέβη, ἀλλ’ ἀκολουθήσας τῇ γυναικὶ κατὰ τὰ προαπο‐

102

δοθέντα ἡμῖν εἰς τὸ «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ», ὅτε παρετιθέμεθα τὸ ἀποστολικὸν λέγον· «Ἀδὰμ γὰρ
οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν.» Ἀλλὰ καὶ τῇ γυναικὶ εἰς πρόσωπον αἱ ἀπειλαὶ
4δίδονται· «Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου».
5 Ἐπιφέρων δὲ καὶ τὸ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», τῆς σωματικῆς οὐσίας τὸ ἴδιον ἐπιδείκνυσιν· οὐ γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ γῆς ἔχει τὴν ἀρχήν, ἵνα καὶ εἰς ταύτην ἀναλυθῇ κατὰ τοὺς φθαρτὴν αὐτὴν εἰσηγουμένους. Ἐπειδὴ δὲ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ὁ παράδεισος ἡμῖν ἐν
10ἀλληγορίᾳ ἐλαμβάνετο χωρίον εἶναι θεῖον ἐνδιαίτημα μακα‐ ρίων δυνάμεων, καταλλήλως καὶ τὰ περὶ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς ἐκλημπτέον. Ἔχομεν τοίνυν ἐκ τοῦ μακαρίου Παύλου ἀρχὰς ἐπὶ τὴν ἀναγωγὴν ἀγούσας λέγοντος τὸ »Μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ
14εἰς τὴν ἐκκλησίαν.» Ἡ ἐκκλησία τοίνυν τέκνα ἐν λύπαις τίκ‐
15τει, πόνος γὰρ τῆς ἀρετῆς προηγεῖται καὶ λύπῃ, μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργαζομένη· τίκτει δὲ αὐτὰ διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας. Ἕπεται γὰρ τῇ μὲν ἀρετῇ πόνος, τῇ δὲ ἡδονῇ ῥᾳστώνη. Τοῦτο ὁ Σωτὴρ παιδεύει λέγων· «Τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ
20ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», «πλατεῖα» δὲ «καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι εἰς αὐτήν.» Καὶ ὁ στεναγμὸς
22δὲ ἔπαινον̣ ἔχει δι’ ἀρετὴν γινόμενος· «τῶν καταστενα‐
23-24ζόντων ***». Ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα Χριστὸν
25τὴν ἀποστροφὴν ἔχει, παρ’ αὐτοῦ κυριευομένη, ἵνα κατὰ τὰς ἐκείνου ὑποθημοσύνας τὰ παρ’ αὐτῆς ἀποτικτόμενα τῆς

103

ἀρετῆς γεννήματα ἀπ’ αὐτοῦ ἔχῃ τὴν τελεσιουργίαν·
1»Ἡρμοσά[μ]ην γὰρ ὑμᾶς» φησιν ὁ Παῦλος «ἑνὶ ἀνδρὶ 〈παρθένον ἁγνὴν〉 παραστῆσαι τῷ Χριστῷ.» Μακαρία γάρ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ὅτε ὑπὸ Χριστοῦ π[ε]ριέχεται, καὶ ἑκάστη δὲ γυνὴ ὑπὸ τελείου καὶ σπουδαίου καὶ σῴζοντος
4τὸ καθῆκον τοῦ ἄρχειν μακαρία. Μὴ γάρ τις τὰς διεστραμ‐
5μένας συμβιώσεις παραλαμβάνων ψευδοποιεῖν πειράσθω τὸ ῥητόν· οὐδὲ γὰρ περὶ τῶν τοιούτων τῷ λόγῳ τῷ θείῳ πεφρόντισται, καὶ τοῦτο διδάσκων ὁ Παῦλος παραινεῖ λέγων· «*** ὥσπερ καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ἐκκλησίαν»,
8ὅπερ ἐστὶν ἀπαθῶς. Τὰ δὲ περὶ τῆς ἐντολῆς περιεχούσης ὡς οὐ δεῖ μόνου
10τοῦ ἀπηγορευμένου φαγεῖν ἐν τοῖς πρὸ τούτων αὐτάρκως σαφηνισθέντα νῦν παρεατέον, τοῦτο μόνον καὶ νῦν ἐπιση‐ μειώμενος, ὡς ὅτι τῆς φωνῆς ἀκούσας τῆς γυναικὸς ὁ Ἀδὰμ οὐ προηγουμένως ἥμαρτεν, ἀλλ’ ἠκολούθησεν αὐτῇ, δι’ ἣν καὶ τὰ εἰρημένα ὑφίσταται· «Ἐπικατάρατος»
14γάρ φησιν «ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σοῦ.» ***
15 »Ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι». Τί γὰρ ἐκ τῆς τοῦ σώματος ἀκολουθίας οὐκ ἐπώδυνόν ἐστιν, ἡδονῶν τε καὶ μεριμνῶν ἐξ αὐτοῦ ἐπιφυομένων; Ταύτας γὰρ εἶναι τὰς ἀκάνθας ὁ Σωτὴρ ἡρμήνευσεν, αἵτινες συμπνίγουσι τὸν ὑπὸ Ἰησοῦ βαλλόμενον σπόρον, ἐὰν ὁ δεξάμενος μὴ
20εἰς βάθος τοῦτον ὑποδέξηται, ἀλλὰ καὶ τὸ λεγόμενον ὡς Γῆ ἡ πιοῦσα τὸν ἐπ’ αὐτῆς ἐρχόμενον πολλάκις ὑετὸν καὶ τίκτουσα βοτάνην εὔθετον ἐκείνοις δι’ οὓς καὶ γεωργεῖ‐
22ται, μεταλαμβάνει εὐλογίας ἀπὸ τοῦ Θεοῦ· ἐκφέρουσα
δὲ ἀκάνθας̣ καὶ τριβόλους, ἀδόκιμος καὶ κατάρας ἐγγύς,

104

ἧς τὸ τέλος εἰς καῦσιν.» Ἐὰν οὖν τις διὰ μελέτης ταύτας μὲν ἀναβλαστῆσαι μὴ συγχωρήσῃ, σχήσει χόρτον, ὅ ἐστι τρόφιμόν τι· πρῶτον γὰρ χορτῶδες ἔσται τὸ φυόμενον, ὡς καὶ ὁ Σωτήρ φησιν· «*** εἶτεν στάχυν». Τοῦτον
5οὖν τὸν πνευματικὸν οὐκ ἀμελετήτως οὐδ’ ἄτερ πόνου εὑρήσει ὁ σπουδαῖος. Καὶ γὰρ ἐπιμελῶς τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τὰ κακὰ ἐκκειμένης, δυσθήρατος ἡ ἀρετὴ
7καὶ κόπῳ λαμβανομένη· «Διὰ» γὰρ «πολλῶν θλίψεών» φησιν «δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.» Ἀγαθοῦ δ’ εἰσαγωγικὸν χόρτον τέως ἐμφαγεῖν τὰ πρῶτα
10τῆς ἀρετῆς, εἶτεν στάχυν, ὅτε μεγάλα εἰσαγωγικὰ μαθήματα τελειότητός τις ἐπιλαμβάνεται ὡς ἀκοῦσαι· «Τελείων δέ ἐστιν ἡ στερεὰ τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ
13κακοῦ.» Ἐπίμοχθον οὖν ἡ ἀρετή, ὅπου καὶ ἡ καρδία τῶν ἀνθρώ‐
15πων ἐπιμελῶς ἐπὶ τὸ κακὸν ἔγκειται· διὰ τοῦτο «πάσας»
15φησὶν «τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου ἐν ἱδρῶτι φαγῇ τὸν ἄρτον σου», ὅπερ οὐκ ἂν λεχθείη ἀγγέλοις· εὐκολώτερον γὰρ παρ’ ἐκείνοις τὰ τῆς ἀρετῆς ἐνεργεῖται. Οἰκείως δὲ τῇ ἀλληγορίᾳ ἐκλημπτέον καὶ τὸ «ἕως ἂν ἀποστρέψῃς εἰς τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήμφθης». Ἀναστὰς γὰρ
19ἐν πνευματικῷ σώματι οὐράνιον ἕξεις πολιτείαν ἐ[ν] τῇ
20γῇ τῶν πραῶν γινόμενος· «Μακάριοι» γὰρ «οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν», εἰ καὶ ἀντὶ ταύτης τὴν χέρσον διὰ τὰ ἴδια πταίσματα ἄνθρωπος ἀντικατηλ‐
22λάξατο. Παρ’ ἑα〈υ〉τοὺς γὰρ ἢ γῆ ἐσμεν ἢ οὐρανὸς γινόμεθα τοῦτο ὁ σοφὸς Παῦλος παιδεύει λέγων· «Καὶ καθὼς
ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν
25εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου», ὅπερ ἐν τῇ εὐχῇ λέγειν προστάτ‐ τονται οἱ μαθηταί· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.» Πότε δὲ τοῦτο ἔσται, ἢ ὅταν ἄνθρωποι ἐπὶ γῆς περιπατοῦντες ἐν οὐρανῷ ἔχωσιν τὸ
28πολίτευμα.
28 Σημειωτέον δὲ τοῦτο, ὅτι οὐκ, ἐάν τι ἀλληγορῆται, πάντως ὅλον ἐξομαλίζειν ἀνάγκη· εἴλημπται γὰρ διὰ
30τί τὸ ῥητὸν οἰκεῖον πρὸς ἀλληγορίαν, τούτου δὲ νοουμένου,

105

οὐκ ἀνάγκη καὶ τὰ πάντα δέχεσθαι πρὸς ἀναγωγήν, οἷον ὡς ἐπὶ τοῦ «οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα», ὅπερ διὰ τὸ προσήκειν ἐπιγιγνώσκειν τὸν διδάσκαλον καὶ τοὺς πόνους οὓς πονεῖ ὑπὲρ τῶν παιδευομένων εἴρηται· οὐκ ἀνάγκη
4δὲ λέγειν εἰ δίκερως ὁ βοῦς καὶ ταῦτα εἰς τί ἀνάγεται·
5οὐ γὰρ διὰ τοῦτο παρείλημπται. Ταῦτα δὲ εἴρηται ἵνα μή τις, εἰς Χριστὸν ἀναγομένου τοῦ Ἀδάμ, πάντα ἀπαιτήσῃ περὶ Χριστοῦ τὰ περὶ τοῦ Ἀδὰμ ὅλα τὰ οἰκεῖα. Καὶ γὰρ αὐτὸς κατάρα ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος γέγονεν, σύμβολον ἐχούσης τῆς ἐκκλησίας, ἥτις ἦν ἡ γυνή, ἵνα διὰ τοῦ
9κόπου αὐτοῦ καὶ τῆς κενώσεως ζωὴ γένηται τοῖς ἀποσφα‐
10λεῖσιν· «Τὸν» γὰρ «μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ.» Ἁμαρτία δὲ οὐ καθάπαξ ἐστίν, ἣ γὰρ ἂν οὐκ ἦν ποιητικὴ δικαιοσύνης. Καὶ γὰρ κατάραδὲ
13γέγονεν, ἵν’ ἡμεῖς εὐλογίαν σχῶμεν· καὶ ὥσπερ οὐχ ὁ Ἀδὰμ ἠπατήθη, ἀλλὰ τῆς γυναικὸς ἐξαπατηθείσης ἠκολού‐
15θησεν, οὕτω, τῆς ἀνθρωπότητος σφαλείσης, «ἐκένωσεν ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών». Εἰ γὰρ μὴ παραβὰν
ἐτύγχανε τὸ γένος, οὐδὲ τοῦ θεραπεύσοντος ἔχρηζον, τραύματος μὴ γεγενημένου, ὃ τὴν ἐν ἀνθρώποις ἐπιδημίαν
18ἐξεκάλειτο. III, 20. Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδ[ὰ]μ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς
20αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων. Συνέσει κινούμενος προμηθεστάτῃ ὁ Ἀδάμ, ἐπιστάμενος ὅτι ἔξω τοῦ παραδείσου διὰ τὴν παράβασιν ἔσονται, προαναφωνεῖ τὸ μέλλον Ζωὴν καλῶν τὴν γυναῖκα, «ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων» ἔσται «τῶν ζώντων». Ἐξ αὐτῆς
25γὰρ ἅπασα ἡ διαδοχὴ γέγονεν, οὐ δεῖ δὲ προσυπακούειν ὅτι καὶ τῶν ἀλόγων. Οὐ γάρ, ἐὰν καθόλου τι λέγηται, προσπαραλαμβάνειν καὶ τὰ μὴ πεφυκότα προσήκ[ε]ι. Οὐ γάρ, ἐὰν φάσκῃ τὸ λόγιον· «Ἐκχέω ἀπὸ τοῦ πνεύματός
28μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», καὶ τὴν τῶν ἀλόγων προσλαβεῖν ἀκόλουθον· οὐδ’ ἂν λέγῃ πάλιν· «Καὶ ὄψεται πᾶσα
30σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», προσυπακούειν τοῦτο καὶ περὶ τῆς σαρκὸς τῶν ἀλόγων ἁρμόζει. Οὕτω καὶ νῦν πάντων τῶν ζώντων μήτηρ ἡ Εὕα, τῶν πεφυκότων
32δηλονότι μητέρα αὐτὴν ἔχειν ἀνθρώπων.

106

Εἰ δὲ καὶ ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν αὕτη ἀνάγοιτο, τίς ἂν ἄλλη εἴη μήτηρ τῶν ζώντων κατὰ τὴν ζωὴν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν λέγοντα· «Ἐγώ εἰμι ἡ Ζωή», ἢ ἡ ἐκκλησία, ἥτις ἀπ’ αὐτοῦ ὡς ἀπὸ πηγῆς τὴν ζωὴν ἔχει,
4ἐξ ἧς καὶ οἱ ἀπογεγραμμένοι ἐν αὐτῇ, πρωτοτόκων ἐκκλη‐
5σίᾳ τυγχανούσῃ, ζωῆς θείας μετέχουσιν. Δῆλον δὲ ὅτι, εἰ αὕτη μήτηρ, καὶ ὁ Χριστὸς πατὴρ τῶν πιστευόντων ὑπάρχει, «ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς
7ὀνομάζεται». III, 21. Καὶ ἐποίησεν Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ
γυναικὶ αὐτοῦ κιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.
10 Καταλλήλως τῇ μελλούσῃ πάντων ἔσεσθαι μητρὶ μετὰ τοῦ ἀνδρὸς εἰς τοῦτο συμβαλλομένου οἱ δερμάτινοι κιτῶνες γίνονται, οὓς οὐκ ἂν ἑτέρους τις τῶν σωμάτων εἴποι. Εἰ γὰρ καὶ οἱ φιλίστορες ἐκ δερμάτων κιτῶνας τὸν Θεὸν πεποιηκέναι οἰήσονται, τί πρόσκειται καὶ τὸ
15»ἐνέδυσεν αὐτούς», δι’ ἑαυτῶν τοῦτο ποιῆσαι δυναμένων; Οὐ γὰρ ἀνεννόητοι ἐτύγχανον σκεπασμάτων, οἵ γε ῥάψαν‐ τε[ς] ἑαυτοῖς ἐκ φύλλων περιζώματα. Ὅτι δὲ πολλαχοῦ τῶν θ[εί]ων παιδευμάτων τὸ σῶμα δέρμα καλεῖται, ἔστιν εὑρεῖν. Ἰὼ[β] γὰρ ὁ μακάριός φησιν· «Οἶδα γὰρ
20ὅτι ἀέναός ἐστιν ὁ ἐκλύε̣ι̣ν με μέ̣λλων· ἐπὶ γῆς ἀναστήσαι τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα», παντὶ δέ τῳ σαφὲς ὡς ταῦτα περὶ τοῦ σώματος ἑαυτοῦ ὁ Ἰὼβ ἔφασκεν· Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ τοιαῦτά φησιν· «Δέρμα καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις δὲ καὶ νεύροις με ἐνείρας.»
25Σαφὲς γὰρ καὶ ἀριδηλότατον δεῖγμα τοῦ τοὺς δερματίνους κιτῶνας εἶναι τὸ σῶμα, ὅτι καὶ τοῦ ἐνέδυσας μνημονεύει
26ὁ Ἰώβ, ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν πρωτοπλάστων εἴρηται. Εὖ δὲ καὶ τὰ τῆς παρατηρήσεως ἔχει· δυναμένου γὰρ λεχθῆναι ὡς ‘ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀμφοτέροις κιτῶνας δερματίνουσ‘, οὐχ οὕτω δ’ εἴρηται, ἀλλὰ «ἐποίησεν
29ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικ[ὶ] αὐτοῦ κιτῶνας».

107

Δῆλον γὰρ ὅτι διάφοροι χαρακτῆρες ἄρρενος καὶ θήλεος καὶ ἰδιοσυγκρισίαι ἑτέραι καὶ ἕτερα πλεῖστα, καθὰ ὁ μὲν ἀνδρὸς χώραν, ἡ δὲ γυναικὸς ἐπέχουσα τῆς διαδοχῆς
3εἰσιν ἀρχή. Πρότερον μὲν οὖν κατ’ εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος γεγενῆσθαι
5εἴρηται, ὅπερ δηλοῖ τὸ ἄϋλον· ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐν ἑτέρᾳ καταστάσει γεγένηται ὡς δεῖσθαί τινος ᾧ χρήσεται, ἐδέησεν αὐτῷ ὀργανικοῦ σώματος, νῦν δὲ καὶ δερμάτινοι γίνονται. Τούτων παραστατικόν ἐστιν τὸ λεγόμενον· »Φθαρτὸν γὰρ σῶμα βαρύνει ψυχήν», τοῦ φθαρτοῦ
10σώματος δηλοῦντος τὸ παχὺ τοῦτο, εἶθ’ ἑξῆς «[κ]αὶ βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν πολυφροντίδα», γεῶδες σκῆνος λέγων ᾧ κέχρηται ἡ ψυχὴ ἀπαλλαττομένη τοῦδε τοῦ σώματος πρὸς τὰς μεταβατικὰς ἑαυτῆς κ[ι]νήσεις, ὅπερ μέσον ἐστὶ συνάπτον τὴν νοερὰν οὐσίαν πρὸς τὸ
15[π]αχύ· τοῦτο τὴν ψυχὴν βαρεῖ, τοῦ σκήνους οὐ τὴν
15ψυχὴν ἀλλ[ὰ] τὸν νοῦν βρίθοντος. Τοῦτο καὶ ὁ ἀπόστολος διδάσκει λέγων· «[Ο]ἴδαμεν ὅτι ἐὰν ἡ [ἐ]πίγειος
17-18ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλύθῃ οἰκοδ[ομὴν ἐκ
18Θεο[ῦ ἔ]χομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς· καὶ γὰρ οἱ [ὄ]ντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν»·
20οἰκίαν γὰρ σκήνους λέγων φαν[ε]ρῶς διδάσκει τὰ προειρη‐
20μένα. Ζητήσειεν ἄν τις, εἰ ὁ παράδεισος χωρίον ἐστὶν ὑπεραναβεβηκός, πῶς ἐκεῖ ἐνδιδύσκονται καὶ οὕτως ἐκβάλ‐ λονται· πρὸς ὃ λεκτέον ὅτι οὐχ ὡς ἔχει τὰ τῆς προφ[ορ]ᾶς, οὕτως καὶ τὰ πράγματα. Ἐν γὰρ τοῖς ἅμα γινομένοις
25πολλά[κι]ς ἁρμόζει τὸ μὲν πρότερον, τὸ δ’ ὕστερον λεχθῆ‐
25ναι, οὐχ ἵ[ν]α, ὡς ἔχει τὰ τῆς προφορᾶς, καὶ τὰ πράγματα ἔχῃ. Τούτου τοῦ [εἴ]δους ἐστὶν τὸ ἐν τῇ προφητείᾳ λεγόμενον οὕτως· «Ἰδοὺ Κύριος κά[θ]ηται ἐπὶ κούφης νεφέλης, καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσετ[α]ι τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου»· οὐ γὰρ ἀπ’ οὐρανοῦ τὸ σῶμα κεκομι[κ]έναι

108

τὸν Κύριον φρονητέον, ἵν’ οὕτως ἐπ̣’ αὐτοῦ ὀχούμενος ἐπὶ
τὴν Αἴγυπτον τὸν περίγειον ἔλθῃ τόπον, ἀλλ’ ἅμα τε σῶμα ἔλαβεν εἰς Αἴγυπτον ἦν, τάξεως δὲ οὐ συγχεούσης
3τὰ πράγματα χάριν εἴρηται. Ὡς οὖν ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος οὔ φαμεν ὅτι προκαθίσας ἐπὶ τῆς κούφης νεφέλης ἦλθεν εἰς
5τὸν κόσμον, ἀλλὰ ταῦτα ἅμα λέγομεν, καὶ ἐνταῦθα οὔ φαμεν ὅτι ἐν τῷ παραδείσῳ ἔσχον τὰ παχέα σώματα καὶ οὕτω ἐκβέβληνται· οὐχ οἷόν τε γὰρ μετὰ σώματος ἐκεῖ τοιούτου διάγειν. Ἀμέλει γοῦν τὸν λῃστὴν γυμνῇ τῇ ψυχῇ εἰς τὸν παράδεισον εἰσήγαγεν λέγων αὐτῷ· «Σήμερον
10μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ»—καὶ γὰρ τὸ αὐτοῦ σῶμα ἐν τῷ ἰκρίῳ ἔμεινεν, ἕως καὶ τῇ γῇ παρεδόθη— ἅμα καὶ ὁ ἀκούσας· «Σὺ ἀποσφράγισμα ὁμοιώσεως καὶ στέφανος κάλλους ἐν τῇ τρυφῇ τοῦ παραδείσου», οὐκ ἐγενήθη ὅμοιός σοι δεικνύμενος ἐκεῖσε διάγειν. Διὰ τούτων
15παρίστησιν ὡς παχέα σώ[μ]ατα ἐν αὐτῷ διατρίβειν οὐχ
15οἷά τε ἦν. III, 22. καὶ εἶπεν ὁ θεός. Ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶ[ν] τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν; καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείν[ῃ τ]ὴν χεῖρα καὶ λάβῃ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς
18καὶ φάγῃ καὶ ζήσετ[αι εἰ]ς τὸν αἰ[ῶνα]. Οἱ πολλοὶ ὡς χλευαστικῶς εἰρηκότα τὸ ῥῆ[μ]α τοῦτο
20τῷ Ἀδὰμ τὸν Θεὸν ἐκλαμβάνουσιν, ἀνάρμοστόν τι τῷ [Θ]εῷ λέγοντες. Οὐ γὰρ οἰκεῖον σπουδαίῳ ἀνθρώπῳ ἐπεμβαίνειν πτώματί τινος, μή τί γε δὴ τῷ Θεῷ. Ἐπεὶ γάρ, φησὶν, ὁ ὄφις τοῦτο κατεπαγγείλατο τῇ γυναικὶ
23λέγων· «Ἤδει γὰρ ὁ Θεὸς ὅτι, ᾗ δ’ ἂν ἡμέρ[ᾳ] φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔ[σε]σθε
25ὡς θεοὶ γιγνώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν», ὁ Θεὸς εἶπεν τῷ Ἀδὰμ παραβάντι· Ἰδοὺ Ἀδὰμ ὡς ἡμεῖς γέγονεν,
26εἰρωνευόμενος α[ὐ]τόν. Ἀπάγοντες οὖν ἡμεῖς καὶ ἐξορίζοντες τὴν τοιαύτην

109

ἔνν[οι]αν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ οἰκείως τῷ βουλήματι τῆς θεοπνεύ‐ στου γραφῆς ἐκλάβωμεν καὶ τὸ προκείμενον. Ὁ διάβολος οὐ φύσει κακὸς ἢ κατ’ οὐσίαν ἐστίν, ἀλλὰ καλὸς καὶ ἀγαθὸς γέγονεν, κατ’ ἰδίαν τε μεταβολὴν τραπεὶς γέγονεν
5διάβολος καὶ σατανᾶς καὶ πονηρός· τότε δὲ ἀγαθὸς καὶ καλὸς ἦν, ὅτε τοῦ τάγματος ἐτύγχανε τῶν ἀγγέλων, ἐξ
6αὐτῶν δὲ ἀπέστη ῥιφεὶς ἐπὶ γῆς διὰ τὴν ὑπερηφανίαν, ἣν ἑαυτῷ ἐπενόησεν. Οὐκ εἶπεν οὖν τῷ Ἀδάμ· Ἰδοῦ γέγονας ὡς εἷς ἡμῶν, ἀλλ’ «ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν»· ἐκ γὰρ τῶν οὐρανίων ὁ εἷς οὗτος ἐξέπεσεν, καθὰ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς
10διδάσκει λέγων· «Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱο[ὶ Ὑ]ψίστου πάντες, ὑμεῖς δὲ δὴ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε
11καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.» Καὶ γὰρ ἐκεῖνος ἄρχων καὶ θεός, οὐ κατ’ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ θεοποίησιν, ἐξέπεσεν ὡς κἀκεῖνοι περὶ ὧν ε[ἴ]ρηται· «Υἱοὺς ἐγέννησα καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν.»
14[Εἰ]πὼν δὲ «Ἰδοὺ γέγονεν Ἀδὰμ ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν»,
15ἐπήγαγεν πῶς· «[το]ῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν». Τοῦτ’ αὐτὸ γὰρ μόνον [οἱ] μὴ χρώμενοι τῇ ἀρετῇ ἔχουσιν, γινώσκοντες μόνον [τί] καλὸν καὶ [τί] πονηρόν, μὴ διαστέλλοντες δὲ [ὡ]ς αἱρεῖσθαι μὲν τὸ ἀγαθόν, φεύγειν δὲ τὸ κακόν. Ἐναλλὰξ γο[ῦν] τοῖς πράγμασιν χρῶνται
20κατὰ τοὺς ταλανιζομένους περὶ ὧν λέγεται· «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φ[ῶ]ς σκότος.» Λέγει δὲ οὕτως ὁ Θεὸς τὸ «ἐξ ἡμῶν» τοῖς ἑαυτο[ῦ ἀ]γγέλοις, καθάπερ βασιλεὺς τοῖς ἑαυτοῦ δορυφόροις.
25Ὅτ[ι] δὲ τὸ κοινοποιεῖν ἑαυτὸν τὸν Θεὸν μετὰ τῶν
25ἑαυτοῦ κτισ[μ]άτων ἐκ τῆς γραφῆς γιγνώσκεται, ἔστιν μαθεῖν ἐκ τοῦ π[ρὸ]ς τοῦ Σωτῆρος εἰρημένου τοῖς μαθηταῖς·

110

»Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν», ὃ καὶ αὐτὸ οὐ μικρὰν ἔχει τὴν παρατήρησιν· τὸ μὲν γὰρ «ἐγείρε[σ]θε» πρὸς ἐκείνους, τὸ δὲ «ἄγωμεν» μετ’ ἐκείνων. Ἐπεὶ γὰρ ὁ Σωτὴρ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν
5τῷ στόματι αὐτοῦ», διὸ οὐδὲ ὑπὸ πτῶμα γεγένηται, τοιαύτης ἐγέρσεως οὐ χρῄζει ὡς οἱ μαθηταί, οἷς εἶπεν »Ἐγείρεσθε», ‘διαναστῆτε τῶν ἀνθρωπίνων‘, συναριθμεῖ δ’ ἐν τῷ ἀπελθεῖν ἑαυτόν. Ἐπεὶ μόνης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως οὐκ ἔστιν χωρὶς ἐπιπνοίας Θεοῦ τῇ ἀρετῇ
10χρήσασθαι, διὰ τοῦτο «ἄγωμεν ἐντεῦθεν» λέγει· αὐτὸς γάρ ἐστιν κα[ὶ] ποιμὴν καὶ ὅδοςκαὶ βακτηρία, 〈ἣ〉 ἐπὶ τὰ θεῖα χειραγωγεῖ. Ἀμέλει γοῦν καὶ τῷ λῃστῇ εἶπεν· »Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ [ἐ]ν τῷ παραδεί‐
13σῳ.» Ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ ἀθέῳ ἐπινοηθεί[σῃ] πρὸς ἀνθρώπων πυργοποιΐᾳ
15εἴρηται· «Δεῦτε καὶ κατα[β]άντες συγχέωμεν αὐτῶν τὴν γλῶτταν.» Κἂν γὰρ διὰ ὑπο[υργ]ῶν ἀγγέλων ποιῇ
16ἃ βούλεται Θεός, —ἀλλὰ λέγω κρίσει α[ὐ]τοῦ γίνεσθαι τὰ γινόμενα, —καταβαίνειν σὺν τοῖς π[ρ]οστελ[λομ]ένοις ὑπ’ αὐτοῦ λέγεται. »Ἰδοὺ» οὖν «γέγονέν» [φ]ησιν «Ἀδὰμ ὡς εἷς ἐξ
19ἡμῶν τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πο[ν]ηρόν», οἷς ἐπάγει
20ὥσπερ κατάκρισιν κηδεμονικῶς ὁ φι[λά]νθρωπος. Καὶ γὰρ
τὰς ἀπειλὰς καὶ τὰς ἐπαγωγὰς πρὸς [τὸ] συμφέρον ποιεῖται. Τί δέ ἐστιν ὅ φησιν· «Καὶ νῦν μή [π]οτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα καὶ λάβῃ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς κ[αὶ] ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα»; Φθόνος ἔξω θείου χοροῦ ἀπελήλασται·
25εἰ δὲ τοῦτο, πολλῷ πλέον καὶ ὑπερβαλλόντως ἐν [Θ]εῷ τοῦτον ὑπάρχειν ἀδύνατον. Οὐ φθόνῳ οὖν κωλύει τοῦ

111

ξ[ύ]λου τῆς Ζωῆς πάλιν αὐτοὺς λαβεῖν, ἀλλ’ ἀναρμόστως κωλύει. Ὡς γὰρ ὁ Σωτὴρ παραγγέλλει· «Μὴ βάλητε τὰ ἅγια τοῖς κυσὶν μηδὲ τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων», ἐπιφέρει τε καὶ τὸν λογισμὸν λέγων· «μήποτε
4καταπατήσωσιν αὐτοὺς καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς»,
5οὕτω οὐ καλὸν τὸν ἐν ἁμαρτίαις γεγενημένον καὶ ἔτι ἐν αὐταῖς ὄντα τῆς ζωῆς τοῦ ξύλου δέχεσθαι· καταφρονητικὸν γὰρ τὸ τοιοῦτο. Εἰ δὲ κωλυθείη τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς ὁ φαῦλος, μὴ καθ’ ἡμέραν ἀκαίρως διδασκαλίας ἐπαΐων ποθήσει ποτὲ αἰσθόμενος οἷ κακῶν ἐστιν· εἰ δὲ καὶ μὴ
10ποθήσοι, βελτίων ἡ ἐν τοῖς ἐξ ἐπινοίας αὐτοῦ κακ[οῖ]ς διατριβὴ τῆς τῶν θείων καταφρονήσεως, εἰ ταῦτά τις
11αὐτῷ ἀκ[α]ίρως προσάγοι· πολυχρόνιον γὰρ τὸ κακὸν γίνεται, τοῦ ἀγαθοῦ [κ]αταφρονηθέντος, ἐξ οὗ συμβαίνει ἀνεράστως ἔχειν πρὸς αὐτ[ό].
13 Τὸ δ’ «εἰς τὸν αἰῶνα» πρόσκειται ἀντὶ τοῦ ‘διὰ βίου‘, ᾧ ὅμοιόν ἐστι [τὸ] παρὰ Παύλῳ λεγόμενον· «Οὐ μὴ
15φάγω κρέας εἰστὸν αἰῶνα, ἵνα μ[ὴ] τὸν ἀδελφόν μου
15σκανδαλίσω.» III, 23—24. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐ[τὸ]ν Κύριος ὁ θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθ[αι τ]ὴν γῆ[ν] ἐξ ἧς ἐλήμφθη, καὶ ἐξέβαλεν τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισε[ν]
18ἀπέν[αν]τι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς. Ζητήσειεν ἄν τις πῶς, τοῦ ὄ[φ]εως μὲν αἰτίου τῆς
20παραβάσεως γεγενημένου, τῆς δὲ γυναικὸς [ἐξ]απατηθείσης πρώτης, οὐκ εἴρηται περὶ τούτων ὡς ἐξεβλήθησα[ν], ἀλλὰ περὶ τοῦ Ἀδάμ, ὃς εἴρηται παρὰ Παύλῳ τῷ σοφῷ
22μὴ ἠπατῆ[σ]θαι. Λέγομεν ὅτι, εἰ ὁ τὸ ἐλάττον παθὼν ἔξω τοῦ παραδείσου γ[έγ]ονεν, πόσῳ δὴ πλέον οἱ τὰ μεγάλα πταίσαντες. Εἰ μὲν γὰρ [ὁ] ὄφις ἐκβέβλητο, οὔπω δῆλον
25τὸ περὶ τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ Ἀδὰμ ἄξιον εἶναι τοῦ ἐκβληθῆναι ἀπὸ τοῦ παραδείσου, ἐπειδὴ 〈δὲ〉 ὁ Ἀδὰμ, ὃ ο[ὐ]χ ὑπόκειται τοῖς μεγάλοις σφάλμασιν, ἔξω γέγονεν,
27δῆλον ὡς κ[αὶ] οἱ τὰ μεγάλα ἁμάρτοντες. Δύναται δὲ καὶ

112

προσυπακούεσθα̣ι περὶ τῆς γυναικὸς τῷ τὸν Ἀδὰμ ἐκβεβλῆ‐ σθαι συνεκβαλλομένης καὶ αὐτῆς· καὶ γὰρ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ὄνομα ἄνθρωπον σημαίνει, ὅπερ βεβαιοῖ τὸ λόγιον οὕτως ἔχον· «Καὶ ἔπλασεν» γάρ φησιν «ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον
4ἄρρεν καὶ θῆλυ καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτῶν Ἀδάμ»,
5ὅ ἐστιν ‘ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτῶν ἄνθρωπον‘. Περὶ δὲ τοῦ ὄφεως λεχθείη ἂν ὅτι ἐν παραδείσῳ ἦν οὐχ ὡς ἄξιος ἐκεῖ διάγειν, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν τῷ Ἰὼβ εἴρηται ὅτι «ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παραστῆναι ἐνώπιον αὐτοῦ», οὕτω
8καὶ περὶ τοῦ ὄφεως ἐκλημπτέον. Ἐξαπέστειλεν οὖν τὸν Ἀδάμ, δῆλον δ’ ὅτι καὶ τὴν
10γυν[α]ῖκα, ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου, τὸ δ’ ἀποστελλόμενον καιρὸν ἔχει τοῦ ἐ[π]ανακάμψαι· οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τῷ ἀνεπι‐ στρεπτὶ ἔχει〈ν〉 αὐτὸν ἐξαπέστειλεν, ἀλλὰ ἵνα καταντικρὺ κατοικισθεὶς ἀπὸ Θεοῦ ἐν ἀναπολήσει αὐτοῦ γίνηται
13ἀτενίζων αὐτῷ. Ἐργάζεσθαι τὴν γῆν [ἐ]ξ ἧς ἐλήμφθη ἐξεβλήθη, ἵνα
14τὸ σκεῦος ἑαυτοῦ ἄγῃ σεμνῶς, ἡν[ιο]χῶν αὐτὸ καὶ μὴ
15ἐὼν τὰς σωματικὰς ὁρμὰς κατατρέχειν τοῦ [λο]γισμοῦ. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς καταντικρὺ [τ]οῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, νόμον δεδωκὼς ἐν διανοίᾳ, ὃν [κ]αὶ ὕστε[ρον] γραπτὸν παρέσχετο, ἵνα ἐγκειμένην προστάγμ[α]σιν ἑαυ[τ]οῦ τὴν ἀρετὴν εὑρίσκων χρήσηται
20αὐτῇ καὶ δι’ αὐτῆς [κα]τανόησιν λάβῃ τῆς θείας καὶ
20καθαρωτέρας ζωῆς τοῦ παραδεί[σο]υ. Καὶ κατανόησον πῶς ἐπὶ μὲν τοῦ Κάιν οὐκ εἴρηται· ‘Ἐξέβαλεν [αὐ]τὸν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου ἑαυτοῦ‘,
22ἀλλ’ «ἐξῆλθεν Κάιν ἀπὸ προσ[ώπο]υ τοῦ Θεοῦ», νῦν δὲ »καὶ ἐξέβαλεν τὸν Ἀδάμ», τρόπον τινὰ ἔτι ἔχ[οντ]α αὔραν πόθου τοῦ παραδείσου, διὰ δὲ τὸ ἀνάξιον ἐκβαλ‐
24λόμ[ενον].
25 Οὕτω δὲ οὐχ ὡς παντελῶς ἀλλότριον ἐξέβαλεν· «Καὶ κατῴκι[σέν]» φησιν «αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου», ἔτι γὰρ κηδομένου καὶ οὐ[κ ἀ]παγορεύσαντος τὸ κατοι‐
27κίσαι, κατῴκισεν δὲ αὐτὸν νομίμως, ὡς [πρ]οείρηται,

113

ἐνθεὶς αὐτῷ ἔννοιαν τῶν ἀπαγορευόντων τὸ κακὸν νόμων, ὅπερ εἰσαγωγὴ τοῦ ἀγαθοῦ ἐστιν, οὐ κρύψας τὸν παρά‐ δεισον ἀπ’ αὐτοῦ· οὐ γὰρ ἀφεῖλεν ἀπ’ αὐτοῦ τὴν γνῶσιν τοῦ καλοῦ, οὐδὲ λήθην ἐνεποίησεν αὐτῷ τῆς ἀρετῆς,
5καθ’ ἣν ἐν παραδείσῳ διῆγεν. III, 24. Καὶ ἔταξεν τὰ χερουβεὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάττειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς. Αἱ προσηγορίαι τῶν ὑπ[ε]ρβεβηκυιῶν δυνάμεων, ὡς
10ἂν εἴποι τις, οὐχ ἁπλῶς κα[τὰ] τὰ παρ’ ἡμῖν κύρια καλούμενα ὀνόματά εἰσιν, ἀλλὰ πολ[ιτ]ειῶν σημαντικαί· ἀρχαὶ καὶ ἐξουσία〈ι〉, θρόνοι, κυριότητε[ς δ]ιὰ τὸ ἄρχειν καὶ ἐξουσιά‐ ζειν καὶ βασιλεύειν, —τοῦτο γὰρ ὁ θ[ρό]νος δηλοῖ κατὰ τὸ ἐν Παροιμίαις λεγόμενον· «Μετὰ γὰρ [δικ]αιοσύνης
15ἑτοιμάζεται θρόνος ἀρχῆς», —καὶ κυριότητες δ[ὲ δ]ιὰ τὸ κυριεύειν λέγονται. Οὕτω χερου〈βεὶ〉μ ἐκ τοῦ ἐνυπάρ‐ χοντ[ος] αὐτοῖς ἐκλήθησαν· ‘πλῆθοσ‘ γὰρ ‘γνώσεωσ‘
17ἑρμηνε[ύε]ται χε[ρο]υβείμ. Ἀπ’ αὐτοῦ οὖν τούτου τοῦ προσόντος αὐτοῖς ἡ προσηγο[ρία] εἴρηται. Ταὐτῇ τοι καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀβρὰμ Ἀβραὰμ μετωνο[μά]σθη καὶ ἀπὸ Σάρας
20Σάρρα καὶ ἀπὸ Ἰακὼβ Ἰσραήλ, καὶ Πέ[τρο]ς δ’ ὁ πρό‐ κριτος τῶν ἀποστόλων τῆς προσηγορίας ταύτη[ς τ]ετύχη‐ κεν διὰ προκοπὴν ἀρετῆς ὡς καὶ οἱ προεκτεθ[έν]τες. Ἀπὸ γὰρ ὑποδεεστέρας ἀρετῆς, ἥτις διὰ τῶν πρώτω[ν ὀ]νο‐ μάτων ἐσημαίνετο, διαβάντες ἐπὶ μείζονα, οἰκείως [ἀρετ]ῆς
25τὰς προσηγορίας ἐδέξαντο, ὡς ἔνεστιν ἐντύχοντα τα[ῖς
25τ]ούτων ἑρμηνείαις θεωρῆσαι. Ἀβρὰμ μὲν γὰρ ἑρμηνεύε[ται]

114

πρὸς ἑτέραις καὶ ‘πατὴρ υἱοῦ‘, Ἀβραὰμ δὲ ‘πατὴρ
1υἱῶν‘, τοῦ μὲν πρώτου δηλοῦντος διδασκαλικὴν ἕξιν, οὔ̣πω δὲ διαβαίνειν εἰς πάντας δυναμένην, ὅπερ ἐδήλου δε̣ύτερον· Σάρα δέ, ἑνὸς προσγραφομένου ῥῶ, ‘μικρότησ‘ ἑρμηνεύεται, ὅπερ δηλοῖ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον, Σάρρα
5δὲ ‘ἀρχοῦσα‘ δι’ οὗ δηλοῦται ἡ τελειότης τῆς ἀρετῆς· ἀρχικὸν γὰρ αὕτη καὶ δυνατώτατον. Ἰακὼβ ‘πτερνιστὴσ‘
ἑρμηνευόμενος παρίστησι τὸ ἀσκητικὸν καὶ πρὸς τὰ πάθη ἀντιστατικόν, Ἰσραὴλ δὲ πρὸς τοῦ Θεοῦ μετονομαζόμενος τοῦ μηδὲν εἰκαίως ποιοῦντος, παρίστησιν τὸ θεωρητικὸν
10καὶ τὴν τοῦ νοῦ καθαρότητα, καθ’ ἣν Θεὸν ὁρᾷ, [ὅπ]ερ μετὰ τὴν ἠθικὴν κατόρθωσιν συμβαίνει· ‘νοῦσ‘ γὰρ ‘[ὁρῶ]ν Θεὸν‘ Ἰσραὴλ ἑρμηνεύεται. Τί δὲ δεῖ περὶ τοῦ προκρ[ίτο]υ τῶν ἀποστόλων λέγειν, ὅποτε ὁ Κύριος
13ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς φανε[ρῶ]ς ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διὰ τὴν ὁμολογίαν αὐτὸν οὕτω κέ[κ]ληκεν· εἰπόντι γὰρ
15»Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» [ἀπε]κρίνατο· «Σὺ εἶ Πέτ̣ρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομή[σω] μου τὴν ἐκκλησία̣ν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ
17κατισχύσουσιν αὐ[τῆς].» Καὶ τα[ῦτα] μὲν περὶ τούτων· ἐπανέλθωμεν δὲ ἐπὶ τὸ ἐ̣[ξ ἀ]ρχῆς· «Κ[αὶ] ἔταξεν τὰ χερουβεὶμ καὶ τὴν
20φλογίνην ῥομ[φα]ίαν τὴν στρεφομένην φυλάττειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύ[λου] τῆς ζωῆς». Κα̣ὶ ἔστιν καὶ ἀπὸ τούτων ἐλέγξαι τοὺς κ[αὶ νῦ]ν εἶναι νομίζον̣τας ἐπὶ γῆς τὸν παρά‐ δεισον, ἐρω̣[τῶν]τας αὐτοὺς πῶς ῥο̣μφαίαφυλάττει ἄψυχος, εἰ οὕτω λ[αμβά]νοιτο· 〈τὸ〉 γὰρ φυλάττειν οὐκ
24ἐμψύχου μόνον ἀλλὰ καὶ λο[γικοῦ] τυγχάνει, καὶ μάλιστα
25Θεοῦ παράδεισον. Τίνα δὲ δώσουσι[ν λό]γον περὶ τοῦ μὴ ἕτερά τινα δεδόσθαι φυλάττειν τὴν ὁδὸ[ν το]ῦ ξύλου

115

τῆς ζωῆς ἢ τὰ ὑπερανεβεβηκότα λογικὰ χερουβείμ; Ἐκ γὰρ τῶν φυλαττόντων τὸ μέγεθος τοῦ φυλαττομένου ἔστιν μὲν νοεῖν. Πῶς δὲ ἐπὶ μὲν τῆς ῥομφαίας ὁ ἑνικὸς εἴρηται χαρακτήρ, ἐπὶ δὲ τῶν χερουβεὶμ πλῆθος; Οὐκοῦν
5ἐπειδὴ οὐδὲν παρ’ ἐκείνων ἢ ψυχρά τινα, ἃ οὐδὲ λέγειν καλόν, λεχθήσεται, ὥρα ἡμᾶς, ἀξίαν τοῦ θείου παραδείσου ἐννοοῦντας τὴν δοθεῖσαν φυλακήν, οἰκείως περὶ τούτου,
Θεοῦ δίδοντος, διαλαβεῖν. Φιλανθρωπίαν μὲν οὖν τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων σημαίνει τὸ μίαν εἶναι ῥομφαίαν, ὅπερ
10σημεῖόν ἐστι κολαστικῆς δυνάμεως, τὴν φυλάσσουσαν, ‘πλῆθοσ‘ δὲ ‘[τ]ῆς γνώσεωσ‘ τῆς ἐπὶ τὴν θείαν ἀρετὴν
11ἀγούσης. Οὐ γὰρ κα[τ]ὰ τὰ ἁμαρτήματα ἐπάγει Θεὸς τὰς κολάσεις, πολλὰς διδο[ὺ]ς ἀφορμὰς ἐπὶ σωτηρίαν ἄγουσας. Καὶ ὅτι μὲν οὐ κατ’ ἀξίαν κ[ολ]άζει, δηλοῖ ὁ ψαλμός· »Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃ, Κύριε, τί[ς] ὑποστήσεται;
15ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν». Τῶν δ’ ἐπὶ τὴν ἀ[ρετ]ὴν καλούντων πολλὰ τὰ αἴτια, πρῶτον ἡ τῶν κοινῶν ἐνν[οιῶ]ν δόσις, καθ’ ἃς σῳζόμενας ἀδιαστρόφους ἡ ἀρετὴ κατο[ρ‐ θο]ῦται, ἐπὶ τούτων διὰ πλῆθος ἁμαρτίας κα[λυφ]θεισῶν [π]ατριάρχαι, νόμος, προφῆται καὶ ἐπὶ συντελείᾳ τῶν
19[α]ἰώνων [ὁ] Κύριος, ὃς καὶ τοὺς ἀποστόλους δέδωκεν,
20καὶ ὅλως οὐδὲν τῶν πα[ρὰ] τῆς προνοίας ἐστὶν ὃ μὴ ἐπὶ σωτηρία̣ν καλεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ [ῥ]ομφαία χρησίμως καὶ δι’ αὐτὸ τοῦτο τέθειται. Ἢ οὐ θε[ῖος] παράδεισός ἐστιν καὶ ὁ τῆς γραφῆς λόγος ἔχων ἐν ἑαυ[τῷ] καὶ τὰς ἀπειλὰς τὰς κατὰ τῶν μὴ βουλομένων ἕπεσθ[αι τ]αῖς τοῦ Θεοῦ
25προστάξεσιν καὶ τὰς μυρίας διορθώσεις ἐπὶ τὴ[ν ἀ]ρετὴν καλοῦσας; Καὶ γὰρ αὕται, ποιητικαὶ τυγχάνουσαι τῆ[ς] ἐπὶ τὸν παράδεισον εἰσόδου, κωλύουσι καὶ τῆς κολάσεως
27[τ]ὴν πικρίαν. Ὅτι δὲ ἡ ῥομφαία ἀντὶ κολάσεως ἐν ταῖς γραφ[αῖς]

116

φέρεται, ἔστιν ἐκ πολλῶν μαρτύρασθαι· «Ἐν ῥομφαίᾳ» φησὶν «τελευτήσουσιν πάντες ἁμαρτωλοὶ λαοῦ»· καὶ
2οὐδήπου πάντες διὰ ξίφους ἀποθνῄσκουσιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν κατὰ τῶν ἁμαρτανόντων ἐπιφέρεσθαι κόλασιν τὸ τῆς ῥομφαίας ὄνομα δηλοῖ· καὶ τὸ «Ὑμεῖς δ’ Αἰθίοπες
5τραυματίαι ῥομφαίας μού ἐστε» τὴν αὐτὴν παρίστησιν
διάνοιαν· ἀλλὰ καὶ τὸ λεγόμενον ἐν τῇ Ἐξόδῳ ὑπὸ τῶν ὑπὸ τοῦ Φαραὼ καταπονουμένων πρὸς Μωσέα καὶ Ἀαρών·
8-9»Ἴδοι ὁ Θεὸς καὶ κρίναι *** δοῦναι ῥομφαίαν εἰς τὰς
10χεῖρας Φαραώ», δηλοῦσιν δὲ διὰ τοῦ ὀνόματος τῆς ῥομφαίας τὴν καθ’ ἑαυ[τ]ῶν ἐπενεχθεῖσαν θλῖψιν. Τούτοις συνᾴδει καὶ τὸ «Ἐὰν μὴ ἐπιστραφῆτε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ, στιλβώσει»· αὕτη δὲ στ[ρε]φομένη εἴρηται, ἵνα, στρα‐
13φέντος ἀπὸ κακίας ἐπ’ ἀρετὴν [τ]οῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴ στραφῇ τὴν εἴσοδον παρέχουσα.
15 Ἡ φυλακὴ ο[ὖν, εἰ]ς ἣν τέθεινται ἡ ῥομφαία καὶ τὰ χερουβείμ, ὡς πρ[οείρ]ηται, εἴη πρὸς ὠφέλειαν, ἵνα, εἰ
16γένοιτο πόθος τινὶ τῆς εἰσόδου, [δι]ὰ τούτων ἡ χειραγωγία γένηται, τῶν μὲν χερουβεὶμ αἰνιττο[μέν]ων τὴν γνῶσιν τῆς ἀληθείας, ἧς μετέχειν δεῖ τὸν εἰσεῖνα[ι β]ουλόμε[νο]ν, τῆς δὲ ῥομφαίας τὴν ἐπίπονον ἀγωγήν· καὶ γὰρ δι[ὰ
20π]ολλῶν [θλ]ίψεων τῆς εἰσόδου ἔστιν τῆς βασιλείας τυχεῖν, ὡ[ς γ]έγραπται. Ὅτι δὲ στρεφομένη ἡ παρὰ Θεοῦ ἐκ[κε]ιμένη κόλασις καὶ οὐ πάντως ἐνερχομένη, τὰ κατὰ Νινευεί[τα]ς διδάσκει, οἳ τὴν ὀργὴν διὰ μετανοίας
23ἐκώλυσαν· τούτοις [δὲ] τὰ τῆς ἀπειλῆς ἐστράφη. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι, εἰδότες τὸ περὶ τ[ὰ] χερουβεὶμ
25κρῖμα καὶ ὡς οὐχ οἷόν τε εἰσελθεῖν εἰς τὸν παρά[δει]σον χωρὶς τῆς περὶ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας, φασίν· »Ὁ καθή[μ]ενος ἐπὶ τῶν χερουβεὶμ ἐμφάνηθι» καθάπερ ἡνίοχος αὐτοῖς ἐ[πο]χούμενος καὶ τῇ σῇ βουλῇ ἀνοίγων ἢ
28κλείων τὴν εἴσοδον, ὅτ[ι] τ[ο]ῖς σοῖς πειθόμενοι προστάγ‐

117

μασι οἱ ἔξω εἰσελθεῖν ἐπιθυμοῦσιν. Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐπιστάμενοι ὡς αὐτός ἐστιν ὁ ἀποφηνάμενος κατὰ τοῦ ἀνθρώπου· «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», παρακα‐
λοῦσιν αὐτὸν λέγοντες· «Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν χερουβείμ,
5σαλευθήτω ἡ γῆ», ἵνα, μεταβολῆς γεγενημένης περὶ τὴν γῆν, εἴπῃ τῷ λῃστῇ· «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ
6παραδείσῳ». IV, 1—2. Ἀδὰμ δὲ ἔγνω Εὕαν τὴν [γ]υναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Κάιν καὶ εἶπεν· Ἐκτησάμην ἄνθρω‐ πον διὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τ[ὸ]ν ἀδελφὸν
10αὐτοῦ τὸν Ἄβελ. Καὶ ἐγένετο Ἄβελ ποιμὴν π[ρο]βάτων, Κάιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν. Ἀκολούθως μετὰ τὴν ἐ[κ]βολὴν τὴν ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ τὴν ποίησιν τῶν δερμ[α]τί[ν]ων κιτώνων εἴρηται· Ἔγνω δὲ Ἀδὰμ Εὕαν τὴν γυνα[ῖκα] αὐτοῦ, τῆς γνώσεως
15ἀντὶ πείρας καὶ τῆς πρὸς γυναῖκα [συν]όδου λεγομένης· ᾔδει γὰρ αὐτὴν κατὰ τὸ τοῦ ἐπίστα[σθ]αι σημαινόμενον· οὕτω γοῦν καὶ εἶπεν θε[α]σ̣άμεν[ος] αὐτήν· «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου». [Κα]τὰ τὴν [γ]νῶσιν ἣν ἔγνω Ἀδὰμ Εὕαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ εἴρηται κα[ὶ
20ἐ]ν ταῖς Βασιλείαις· «Ἔγνω Ἐλκανᾶ Ἅνναν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ». [Οὕ]τως εἴρηται καὶ περὶ Ῥεβέκκας· «Παρ‐ θένος ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔ[γνω] αὐτήν», καὶ οὐδήπου ὑπ’ οὐδένος ἐγιγνώσκετο ἀνδρό[ς, ἀ]λλὰ δῆλον ὡς διὰ τὸ μήπω συνελη‐
23λυθέναι αὐτὴν ἀνδρὶ [οὕ]τως εἴρηται. Εὖ δὲ καὶ τὸ εἰπεῖν· »Παρθένος ἦν, ἀνὴρ οὐκ ἔγν[ω] αὐτήν»· εἰ μὴ συνετῶς
25νοηθῇ, δισσολογία ἂν εἴη, ἀλλὰ δ[ηλ]ῶσαι βουλόμενον τὸ λόγιον ὡς καὶ σώματι καὶ γνώμῃ ἁγνοτάτη ἐτύγχανεν,

118

οὕτως εἴρηκεν. Οὕτω θειότερον καὶ Μαρία ἔφασκεν· »Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γιγνώσκω;» Ἀλήθης γὰρ οὖσα ὄψεως ἀνδρός, διεταράχθηθεασαμένη τὸν ἄγγελον, εἰ μὴ αὐτὸς αὐτῆς ἀφεῖλεν τὸν φόβον, πιθανὸν
5δὲ καὶ τὸ νομομαθὴ οὔσαν ἐννοῆσαι μὴ ἄρα τις τῶν παραβάντων ἀγγέλων ἦν ὁ φανείς, τῶν ἐπιτεθυμηκέναι
6εἰρημένων τὰς τῶν ἀνθρώπων θυγατέρας. »Καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Κάιν.» Ἕτερο[ς] τρόπος γενέσεως ἀνθρώπων ὑπογράφεται· ὁ μὲν γὰρ Ἀδὰμ ἀπ[ὸ] χοῦ πέπλασται, ἡ δὲ Εὕα ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ
10ἀνδρὸς λη[μ]φθεῖσα ᾠκοδομήθη, οὗτος δὲ ὁ νῦν γεννώμενος ἐξ ἀ[μ]φοτέρων τοκέων πρῶτος προῆλθεν, τῆς κατὰ τὸν Σωτῆρα γ[εν]έ̣σεως ἐκ μόνης παρθένου γεγενημένης. Οὐκ ἄκαιρον γὰρ τ[ο]ῦτο παρασημήνασθαι, ἵνα πάντες οἱ τρόποι τῆς ἀνθρώπων γενέ[σ]εως ἐξαριθμηθῶσιν, σῳζόν‐
14των ἡμῶν τὰ προειρημέ[ν]α [π]ερὶ τοῦ χοῦ, ὡς τῆς σωμα‐
15τικῆς οὐσίας δηλουμένης, κα[ταλ]λήλου δηλαδὴ τῆς ἐν παραδείσῳ διατριβῆς ὄντος το[ῦ σ]ώματος. »Συλλαβοῦσα» δὲ εἴρηται ἐνταῦθα καὶ δῆλον [ὡς ἐ]κ σπερμάτων οὗτοι· ἀκολούθως δέ, ἅτε μὴ πάντη ἐ[ξῃρ]ημένη τὸν περὶ προνοίας λόγον, εἶπεν· «Ἐκτη‐
20σάμην ἄνθρωπ[ον] διὰ το[ῦ Θεοῦ]»· εἰ γὰρ ὑπηρέτησαν
20ὡς γονεῖς τῇ ἀποτέξ[ει], ἀλλ’ ἀγω[γῇ] Θεοῦ τὸ πᾶν ἤρτυται. Τὸ δὲ «διὰ τοῦ Θεοῦ» ἁπλούστ[ερο]ν ἐκλαβεῖν δεῖ ἀντὶ τοῦ ‘παρὰ τοῦ Θεοῦ‘· οὕτως γὰρ καὶ ὁ Ἰωσ[ὴφ] εἶπεν· «Οὐχὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἡ διασάφησις αὐτῶν ἐστιν;»
23ἀντ[ὶ το]ῦ ‘παρὰ Θεοῦ‘. «Καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κ[άι]ν τὸν
25Ἄβελ». Ὁ Φίλων μὲν οὖν βούλεται διδύμους αὐτοὺς εἶν[αι] ἀπὸ μιᾶς συλλήμψεως· διό, φησίν, πρόσκειται τῷ ἔτεκεν τ[ὸν] Κάιν τὸ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν Ἀβέλ. Π[ό]τερον ὑγιῶς ἔχει ἢ οὔ, ἐπιστήσας
28δοκιμάσεις, δυνατοῦ ὄντ[ο]ς καὶ χωρὶς αὐτοὺς ἐν διαφό‐ ροις χρόνοις γεγεννῆσθαι· καὶ γ[άρ], εἴ τῳ φίλον προσέσθαι

119

τὴν βίβλον τῆς διαθήκης εὑρήσει ἐν αὐτῇ καὶ πόσον θάτερ[ο]ς θατέρου τῷ χρόνῳ προσείληφεν. Ὅσα μὲν οὖν Φίλων εἰς τοῦτο ἀλληγορῶν εἶπεν, ὁ φιλόκαλος εἴσεται, λεκτέον δ’ ὅμως εἰς τοῦτο τὰ κατὰ
4δύναμιν. Ἡ ψυχὴ τοίνυν, ὅτε μὲν παροράματι καὶ σφάλ‐
5ματι ὑποπίπτει, ἀπογεννᾷ φαῦλα γεννήματα, ἐὰν δὲ νήματα, ἐὰν δὲ ἀνανήψας ὁ νοῦς ἐπιστροφήν τινα σχῇ, τότε δῆτα ἄρχεται ἐκεῖνα μὲν ἀπωθεῖσθαι, τίκτε̣ι̣ν δὲ εἰσαγωγὴν ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἀποδεκτόν· κατ’ ὀλίγον [δὴ] προκοπῇ αὐξομένη ἐπὶ τὸ τέλειον ἥξει ποτέ, τὸ ἀνάπαλιν δὲ ἄπευκτον,
10ἀρετῆς προκαταρξαμένης, κακίαν προσθεῖναι τ[ο]ῦ ἀστείου
10λογισμοῦ παρατραπέντος. Εὖ δὲ καὶ τὸ τὰ ἐπιτηδε[ύμα]τα αὐτῶν ἀναγεγρᾶφθαι· »〈Ὁ〉 μὲν» γὰρ «Ἄβελ» φησὶν «ἐγένετο πο[ι]μὴν προβάτων, Κάιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν», ὅπερ ὡς πρὸς τὴν ἱστορίαν ἔχοι παρατήρησιν οὐκ εὐκαταφρόνητον,
15καὶ τ[ὴ]ν̣ τάξιν ἡμῶν ἐπιτηρούντων. Ἐν μὲν γὰρ τῇ
15γενέσει τὸν Κάιν [προ]έταξεν, τοῦ χρόνου τοῦτ’ ἀναγκά‐ ζοντος, ἐν δὲ τοῖς ἐπιτη[δεύ]μασιν προτάττει τὸν δίκαιον. Ἀστεῖα γὰρ καὶ τιμιώτερα τ[ὰ το]ῦ Ἄβελ, ὧν ἐσπούδαζεν
Κάιν· τὰ μὲν γὰρ ἔμψυχα τῶν ἀψ[ύχων] τῷ τῆς φύσεως λόγῳ διαφέρει. Καὶ ταύτῃ κ[αλῶς] ὁ Φίλω[ν] τοὺς
20ἀρχῆς μέλλοντας ἐπιλαμβάνεσθαι τῆς τε [ἑτ]έρων κ[αὶ] τῆς ἑαυτοῦ ἐν τῇ ποιμενικῇ προπαιδεύεσθαι ἔφη. Κάιν δ[ὲ ο]ὐκ ἐρρέθη γεωργός, ἀλλ’ ἐργαζόμενος τὴν
22γῆν· οὐ γὰρ ἦν ἀ[στε]ῖος κατὰ τὸν Νῶε, ὅστις γεωργός, οὐκ ἐργάτης, εἴρηται. Πρὸς δὲ ἀ[λλ]η̣γορίαν ποιμήν ἐστιν ὁ Ἅβελ ζῴων, ὅ
25ἐστιν τῶν αἰσθήσ[εω]ν, ὑπὸ ἐπιστήμην ἄγων ταῦτας ὡς
25νομεὺς ἄριστος, τῷ τ[ε θ]υμικῷ καὶ ἐπιθυμητικῷ ἡνίοχον καὶ ταξίαρχον τὸν λογισ[μὸ]ν ἐπιτιθείς. Ὁ δὲ Κάι̣ν περὶ τὴν γῆν καὶ τὰ γήϊνα εἰλ[υ]σ〈πώ〉μενος οὐ γεωργὸς εἴρηται—ἢ γὰρ ἂν καὶ περὶ αὐτὰ τάξιν [ἐ]ζήτει—, ἀλλ’ ἐργαζόμενος τὴν γῆναὐτὸ μόνον, φιλοσώματός

120

[τι]ς ὤν, μηδένα λόγον ἢ τάξιν ἔχων, ὃς εἴποι ἂν προσφόρως ἑαυτῷ· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν· αὔριον γὰρ ἀποθ[ν]ῄσ‐ κομεν», τοῦ σὺν ἐπιστήμῃ θείᾳ ταῦτα ποιοῦντος κατὰ τὸ λεχθὲν «Εἴτε ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα
5εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» ἀλλ’ οὐκ ἐργάτου γῆς
5τυγχάνοντος. Οὗτοι δέ, ὡς προείρηται, τρόποι ψυχῆς ἂν εἶεν διάφοροι κατὰ διαφόρους ἐνεργούμενοι χρόνους. IV, 3—5. Καὶ ἐγένετο μεθ’ ἡμέρας ἤνεγκεν̣ Κάιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ, καὶ Ἄβελ [ἤν]εγκεν
10καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ
ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν. Καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐ[π]ὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυ[σία]ις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν· καὶ ἐλύπησεν τὸν Κάιν λίαν καὶ
13συνέπεσεν τῷ προσώπῳ. Σύντονον καὶ ἀνενδοίαστον εἶνα[ι] προσήκει τὸν ἐνάρετον,
15ὡς μὴ μόνον αὐτὸν ἑτοιμότ[ε]ρ̣ο̣ν εἶναι πρὸς τὴν τῆς ἀρετῆς ἐνέργειαν, ἀλλὰ καὶ, κω[λυό]ντων ἄλλων, ἐθέλειν αὐτῆς προκινδυνεύειν καθάπ[ερ] ἥ τε μακαρία Σουσάννα καὶ Ἰωσὴφ ὁ ἀνδρειότατος· πε[ιρώ]μενοι γὰρ ὡς ἀντεχό‐ μενοι τῆς σωφροσύνης περιπ[οι]οῦνται [ἐνσ]τάσεσιν.
20Κύριοι γὰρ τοῦ ταύταις περιβαλεῖν ἐφαίνον[το] οἱ εἰς ἁμαρτίαν προτρεπόμενοι· ὅμως οὐκ εἶξαν, [ἀ]λλ’ εἵλαντ[ο] τὸ γνήσιον τὸ πρὸς Θεὸν διατηρεῖν, καὶ εἰ θάνατ[ος] γένοιτο· οὕτως διαπύρῳ τῷ πόθῳ τῆς ἁγνείας ἀντείχον[το], καὶ τὸ τέλος δὲ διέδειξεν καὶ τοῖς ἀπίστοις
25τὴν κρίσιν [α]ὐτῶν καὶ τὴν δοκιμασίαν σωτήριον Θεοῦ,
25τῆς ἀρετῆς αὐ[το]ὺς ἀποδεξαμένου. Ἀλλ’ ὁ Κάιν οὐ τοιοῦτος, μελλητὴς δ[ὲ ε]ἰσάγεται· »Μεθ’ ἡμέρας» γὰρ «ἤνεγκεν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς», ὥσπερ ἔκ τινος μεταγνώσεως Θεοῦ μνημονεύων. Το[ῦ]το καταμεμφομένη ἡ θεία γραφὴ διδάσκει· «Μὴ

121

ἀπόσχῃ εὖ [π]οιεῖν ἐνδεή, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν. Μὴ εἴπης· Ἐπανελθὼν ἐπάνηκε καὶ αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν». Περὶ δὲ τοῦ Ἄβελ οὐκ εἴρηται ὡς «μεθ’ ἡμέρας», ἀλλά· «Καὶ Ἄβελ ἤνεγκεν
4καὶ αὐτός»· καὶ ποῖα ἤνεγκεν, παρασημαίνει τὸ λόγιον,
5αἰνιττόμενον αὐτῶν τὸ οἰκεῖον καὶ τίμιον· «ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων». Ἅτε δὲ τοῦ μὲν Κάιν ἠμελημένως πεποιηκότος τὰ τῆς προσαγωγῆς, τοῦ δ’ Ἄβελ γνησίως, «ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάι[ν] καὶ
10ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν». Τὸ γὰρ γνήσιον διαφ[αί]νεται τοῦ Ἄβελ· πρωτότοκα γὰρ προσήγαγεν, τὰ τιμιώτατα τ[ῷ] Θεῷ κρίνας ἀπονέμειν, ὧν ἐστιν καὶ
12τὰ στέατα, ὡς ἔδει κ[αὶ τ]ὸν Κάιν ποιῆσαι, ἀπὸ τῶν πρωτογενημάτων παράσχοντα. Ἀ[π]άρχεσθαι γὰρ προη‐ γουμένως πρέπει τῷ Θεῷ, ὅπερ πνευματικῶς ὁ μακάριος
15Δαυὶδ ποιεῖ λέγων· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρ[ὸ]ς σέ, ὁ Θεός», οὐδέν μοι τῶν ἄλλων πρόκριτόν
16ἐστιν ἀλλ’ ἡ πρὸ[ς] σὲ καταφυγή· καίτοι σοι τῷ Θεῷ πρὸ παντὸς πράγματος ἀπο[νέμητ]αι τὰ καθήκοντα. Δῶρον δὲ θυσίας ταύτῃ διαφέρει ὅτ[ι τὸ μ]ὲν δῶρον ἀπὸ ζῴων προσάγεται, ἡ δὲ θυσία οὐχί· ὅσῳ δὲ [ζῷ]α
20τῶν ἀψύχων τῇ φύσει τιμιώτερα φανερ[όν.
20 Τί] δὲ τὸ «[Οὐ] προσέσχεν ὁ Θεός», ἐξ οὗ καὶ λελύ‐ πηται Κάιν καὶ συν[έπ]εσεν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον, εἴποι τις ἄν, ἢ πῶς ἔγνω Κάιν ὅτι ο[ὐ] προσεδέ[χε]το Θεός, ἵνα καὶ λυπηθῇ; πρὸς ὃ λέγοι τις τὰ ἀπὸ τῆς βίβλου τῆς δ[ιαθ]ήκης, ἐν ἧ γέγραπται ὡς ἀπ’ οὐρανοῦ πῦρ
25κατιὸν ἐδέχετο [τὰς] θυσίας τὰς δεόντως προσαγομένας, ἐξ οὗ εἰκὸς ἐγνωκ[έ]ναι τὸν Κάιν, ἐπὶ τὰς αὐτοῦ μὴ ἐπελ‐ θόντος τοῦ πυρός, τῶ[ν τ]οῦ Ἄβελ δαπανηθεισῶν ὑπ’ αὐτοῦ.
27Τοῦτο δὲ καὶ ἐν τῷ Λευι[τι]κῷ ἐγίνετο· οἱ γὰρ προαγα‐ γόντες ἀλλότριον πῦρ ἐπὶ τὸ θυ[σι]αστήριον δίκην ὑπέσχον οὐ μίκραν, καὶ Ἠλίας ὁ μέγας προφήτης [π]ρὸς τοὺς

122

ἱερεῖς τῆς Βάαλ ἀπομαχό〈μενοσ〉 διέδειξεν ὡς ἀπ’ οὐρανοῦ τὸ πῦρ κατῄει ἐπὶ τὰς αὐτοῦ, ἁγίου ὄντος, θυσίας. Ταῦτα μὲν οὖν ἡ τοῦ ῥητοῦ παρέχει διήγησις· ὁ δὲ τῆς ἀναγωγῆς νοῦς τοιοῦτος ἂν εἴη· οἱ τὴν ἀρετὴν ὑποκρι‐
5νόμενοι τῷ μὴ ἀπὸ γνησίας προθέσεως ἀλλ’ ἄλλου χάριν τὴν ἐξωφάνειαν ἐπιδείκνυσθαι μελληταί τινές εἰσιν καὶ
6ἀδόκιμοι, οὐκ ἀπαρχόμενοι τῷ Θεῷ· ἀπαρχὴ δ’ ἐστὶν ἀρετῆς ἡ ἀπὸ τῆς γνώμης· κίνησις ἐπ’ [α]ὐτὴν ἐκεῖθεν φύεται. Τοῦτο Δαυὶδ παιδεύει φάσκων· «Ἀλλ’ ἦν [ἐν] νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ»· οἱ δ’ ὑποκριταί, οὐκ
10ἔχοντες ἀρετ[ῆ]ς θέλημα, ἢ αἰσχροῦ χάριν κέρδους, ὡς εἴρηται, ἢ δόξης τὰ τῆς ἀ[ρε]τῆς ὑποκρίνονται. Ταύτης
11ὢν τῆς μερίδος Κάιν προσήγα̣[γεν] μεθ’ ἡμέρας, ὁ δ’ Ἄβελ ἀμελλητὶ ζῷα πρωτότοκα καὶ στέατ[α] προσάγει· οὐδεμίαν γὰρ ἑαυτοῦ πρᾶξιν οἴεται ἀπαρχόμενος ὁ [ἐ]νάρετος εἶναι μὴ τῷ Θεῷ προσήκουσαν, καθὰ καὶ Παῦλος ὁ
15μα[κ]άρ[ιο]ς λέγων· «Οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ
15Θεοῦ σὺν ἐμοί», καὶ ὁ Ψα[λμ]ῳδός· «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπία[σαν ο]ἱ οἰκοδομοῦντες
16αὐτόν.» Ὁ Ἄβελ οὖν τὰ ζωτικὰ καὶ ἄλογα κ[τή]ματα [...ημ]ε‐ ρώσας τῷ λογισμῷ καὶ εὐσταθῆ ποιήσας ἀνέ[φ]ερε τῷ [Θε]ῷ οἰκείων αὐτῷ καὶ μὴ τοῖς πάθεσιν. Γίνεται λύπ[η]
20τοῖς μὴ ὃν δεῖ τρόπον χρωμένοις τοῖς πράγμασιν, δίκην πυρὸ[ς] τοῦ συνειδότος ἐλέγχοντος καὶ παραδεικνύντος, κἂν ἔτι [ἡ] κακία ἐνέχηται, τὸ ἀπρεπὲς τῶν ἐνεργουμένων, ἐξ οὗ καὶ σ̣[υ]μπίπτει τὸ τῆς ψυχῆς πρόσωπον, ἀφ’ οὗ καὶ οἱ σωματικοὶ χαρα[κτ]ῆρες δέχονται τὴν κατήφειαν.
24Ὅτι δὲ ψυχῆς πρόσωπον ἔ[σ]τιν, φησὶν τὸ λόγιον· «Σοφία
25ἀνθρώπου φωτιεῖ πρόσωπον αὐτοῦ», κ[α]ὶ «Ἀνακεκα‐ λυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα»,

123

τοῦ αἰσθητοῦ προσώπου σημαινομένου ἐν τῷ «καρδίας
εὐφραινομένης πρόσωπον ἱλαρόν, ἐν λύπαις οὔσης σκυθρω‐ πάζει», ὅπερ τῷ Κάιν συμβέβηκεν ὑπὸ τοῦ συνειδότος
3ἐλεγχομένῳ. IV, 6—7. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάιν· Ἵνα τί
5περίλυπος ἐγένου, καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου; Οὐκ ἂν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες. Ἡσύχασον. Πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ
7ἄρξ[ει]ς αὐτοῦ. Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ [τ]ῶν ὅλων ὑπερβάλλουσα δείκνυται, ὅτι καὶ τοῖς σφαλλομέν[ο]ις διαλέγεται, μὴ
10ἐῶν αὐτοὺς βυθίζεσθαι ταῖς ἁμαρ[τίαι]ς, ἀλλὰ διεγείρων πρὸς τὸ συναισθομένους ἐπὶ τὴν [ἀρε]τὴν ἐπιστρέψαι, ὅπερ καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ Κάιν γίνεται, λ[έγο]ντος αὐτῷ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ ἐνηχεῖν ἐν διανοίᾳ· «Ἵν[α τί] π̣ερίλυπος ἐγένου;», σαυτῷ τούτου παραίτιος γέγονας καὶ ο[ὐχ
15ἕ]τερος τοῦ ἁμαρτήματος πρόφασις ὑπῆρξεν. Ὑποτ[ί‐ θε]ται δὲ καὶ τὸν τρόπον τοῦ σφάλματος λέγων· «Οὐκ [ἂν ὀρ]θῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥ[μαρτε]ς.» Ὅσοι γ[ὰρ] πρόνοιαν ἐφεστάναι μὲν τοῖς ὅλοις ἡγοῦντ[αι κ]αὶ διεξ[ά]γουσιν αὐτῶν τὰ πράγματα προσάγοντες
20εὐχαριστίαν [οἰ]κείως ποιοῦσιν, ἠμελημένως δὲ ταύτῃ χρώμενοι, ὡ[ς] τὰ μὲν τίμια ἑαυτοῖς φυλάττειν, προσάγειν
21δὲ τὰ εὐτελῆ, [οὗτ]οι κακῶς τῇ διαιρέσει κέχρηνται. Τοῦτ’ αὐτὸ τοῦ Ἰσραὴλ π[οιο]ῦντος, ὁ προφητικὸς λόγος ἐπιτιμητικῶς καὶ ἐντρεπτικ[ῶς] φησιν· «〈Ἐὰν
23προσαγάγητε τυφλὸν εἰς θυσίαν, οὐ κακόν; καὶ ἐὰν προσα‐ γάγητε χωλὸν ἢ ἄρρωστον,〉 οὐ κακόν; Προσάγαγε αὐτὸ
25τ[ῷ] ἡγουμένῳ σου». Ἀλλὰ καὶ Ἀνανία καὶ Σαφφείρα ἐν ταῖς Πράξε̣σιν τῶν ἀποστόλων, πολλῶν προσφερόντων

124

εἰς χρείας τοῖς̣ δεομένοις, καὶ αὐτοὶ καθυπέσχοντο τιμὴν χωρίου, ἀφ’ ἧς νοσφισάμενοι τὸ ἥμισυ τὸ ἕτερον προσήγαγον
2κακῶς τῇ διαιρέσει χρώμενοι, ὅπερ ἐλέγχων ὁ πρόκριτος τῶν ἀποστόλων τῷ πνεύματι κινούμενος ἔλεγεν· «Οὐχὶ μένον σοὶ ἔμενεν καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχεν;
5Τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο;» ὃπερ καὶ ἐνταῦθα τῷ Κάιν ὑπὸ Θεοῦ εἴρηται· «Ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου; Ο[ὐκ] ἂν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτε.» Ἁμαρ[τ]άνουσι γὰρ ὅσοι ὡς δεομένῳ τῷ
10Θεῷ προσάγουσιν, ἀγνοο[ῦν]τες τὸ εἰρημένον ἐν Ψαλμοῖς
10πρὸς αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ φάγο[μ]αι κρέα ταύρων, ἢ αἷμα τράγων πίομαι;» καὶ ἔτι· «Ἐμά ἐστιν [πάν]τα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσιν καὶ βόες»· ὑμεῖς μ[ὲν] γὰρ ὅσα εὐχείρωτα παρ’ ἐμοῦ ἔχετε, ἐγὼ δὲ καὶ τὰ πάντα, [ὥσ]τε οὐ δεόμενος διετάξατο, ἀλλ’ ἀπὸ
15τούτων συμβολικ[ῶς πα]ιδεύων ὡς οὐκ ἠμελημένως τῇ
15ἀρετῇ χρῆσθαι πρ[οσήκ]ει, ἀλλὰ τελείᾳ καὶ ὁλοκλήρῳ. Εἶτα, ἵνα μὴ προκόπτῃ τὸ κακόν, ἠ[ρεμ]εῖν ἀπ’ αὐτοῦ παραινεῖ, ἵνα μὴ ἐπιτριβόμενον λύμην ἐργάσητ[αι χ]είρονα. Οὕτῳ καὶ τῇ Σίων λέγεται ἀτάκτως κινουμένῃ—τ[ο]ι[οῦ]‐ τον γὰρ [ὄνομ]α—· «Στῆσον σεαυτὴν Σίων.» Ἐπεὶ
20γὰρ τὸ λογικὸν [ζ]ῷον ἐνε[ργη]τικόν ἐστιν ἢ κακίαν
20ἢ ἀρετὴν ἐνεργοῦν, εἰκότω[ς], ὅτε κακ[ία]ν πράττει,
οἰκεῖον αὐτῷ τὸ στῆσαι ταύτην, ἵν’ οὕ[τω]ς ἡ ἀρετὴ χώραν εὕρῃ τὴν πρέπουσαν. Τοῦτό τοι καὶ Δαυὶδ [πα]ραινεῖ· »Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ» λέγων «καὶ ποίησον ἀγαθόν.» «Ἡσ[ύχ]ασον» οὖν, φησίν, μὴ πρόκοπτε τῷ κακῷ, μὴ
25διὰ τῆς κατηφεί[ας] λογίζου ὡς οὐ δεόντως οὐ προσεδέχθη σου ἡ θυσία. Πολλο[ὶ γ]ὰρ πολλάκις αὐτοὶ σφαλλόμενοι
26καὶ διὰ τοῦτο μὴ ἔχοντες εἶτα καθ’ ἑαυτοὺς συνεργὸν τὸν Θεὸν δυσαρεστοῦνται τῇ προν[οί]ᾳ, ὅπερ κωλύει Θεὸς ἐπὶ τοῦ Κάιν λέγων· «Ἡσύχασον.»

125

Ἐπάγει δὲ [κ]αὶ τὸ «πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ
1καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ», παιδεύων ὡς ὅσα οὐ κατὰ τὸ πρέπον προσάγεται Θεῷ, ταῦτα οὐκ αὐτῷ προσφέρεται, ἀλλὰ τοῦ δεδωκότος ἐστὶν ὑποστρέφοντος πρὸς αὐτὸν διὰ τὸ μὴ εὑρηκέναι χώραν ἐν Θεῷ. Οὕτω καὶ οἱ ἐλεημοσύνην
5παρέχοντες πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις ἀπέχουσιν ἑαυτῶν τὸν μισθόν, οὐδὲν ἀπὸ Θεοῦ ἔχοντες· οὐ γὰρ
6θείῳ [σ]κόπῳ τοῦτ’ ἐποίησαν. Ὅλη μὲν οὖν ἡ τοῦ ῥητοῦ διή[γη]σις ὠφελιμωτάτη πρὸς ἦθος καὶ οὕτω ψιλῶς λαμβανομ[έ]νη, παιδεύουσα γνησίως τὰς προσφορὰς καὶ μὴ ἠμελημένως π̣οιεῖσθαι· ἐπειδὴ δὲ
10ἐν τοῖς φθάσασιν εἰς τρόπους ψυχῆς ἀ[νη]γάγομεν τὰ προειρημένα, ἀναγκαῖον καὶ νῦν τοῦτο ποιῆσ[αι]. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ κατὰ τὰς κοινὰς ἐννοίας ἐνυπάρχων, τῇ συνειδήσει τε παρών, κηδεμονικῶς ἐλέγχει τοὺς σφα[λ]λομένους, ὅπερ καὶ νῦν παρίσταται. Οἱ γὰρ ὑποκριταί, ὅσον μὲν
15εἰ[ς] τὸ τιμίαν δεικνύναι τὴν ἀρετήν, εἰ καὶ μὴ αἱροῦνται αὐ[τήν], ὀρθόν τι δοκοῦσιν ποιεῖν· ἐπειδὴ δ̣ὲ̣ τῇ διαιρέσει φαύλω[ς χρ]ῶ̣νται, τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς διανοίας
17κίνημα πρὸ̣ς τὰς ἑ[αυτ]ῶν ἡδονὰς ἄγοντες, τὸ δὲ τῆς
ἐξωφανείας δ[ῶρον] διὰ Θεοῦ ποιεῖν σχηματιζόμενοι, εἰκότως οὐκ εἴσι δε[κτοί], τὸ ἔξω[θ]εν τοῦ ποτηρίου
20καθαρίζοντες καὶ ἔξωθεν μὲν προ[βά]του δορὰ[ν] περιβαλ‐ λόμενοι, ἔσωθεν δὲ ὄντες λύκοι ἅρπαγες· τοῖς τοιούτ[οι]ς ἐλέγχων ὁ Κύριος ἔλεγεν· «Τί παρομοιάζετε τάφοις κεκονι[αμ]ένοις· ἔσωθεν γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ
23πάσης ἀκαθ[αρ]σίας.» Ἀλλ’ οἱ ἐνάρετοι, ὅλοι δι’ ὅλων ὄντες Θεοῦ καὶ διαθέσει καὶ π[ρ]ά̣ξει, καὶ τὰ ἀνθρώπινα,
25ἃ δὴ τῆς σωματικῆς ἀνάγκης ἕνεκ[εν] εἰς αὐτοὺς ὅρα, καὶ αὐτὰ σοφῶς ἐπ̣ιτελοῦντες, ὀρθῶς τῇ π[ρο]σαγωγῇ τῇ πρὸς Θεὸν χρῶνται, καὶ τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ καθα[ρ]ότητος ἐπιμελόμενοι, ὧν τύπος ὁ Ἄβελ ὑπάρχει

126

ἄρχοντα καὶ προστάτην τὸν Θεὸν τῶν ἑαυτοῦ πράξεων
1τιθέμενος. Τοῦτο γὰρ ἐναρέτου ἴδιον, τῆς πράξεως τοῦ ὑποκριτοῦ ὑποστρεφούσης ἐπ’ αὐτόν· Θεὸς γὰρ τὸ βάθος τῆς διανοίας ἐνορῶν οὐχ ὑποδέχεται τὰ παρ’ αὐτοῦ τοιούτου
5ἐνεργούμενα.
5 IV, 8. Καὶ εἶπεν Κάιν πρὸς Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. Διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον· καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη Κάιν ἐπὶ Ἄβελ τὸν ἀδελ[φ]ὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν.
8 Ἡ κατ’ ὀλίγον ἐπίδοσις τῆ[ς κ]ακίας μὴ ἐμποδιζομένη εἰς ἀμετρίαν φθάνει, καὶ κρυπτό̣[μ]ενον ἁμάρτημα τῇ
10διανοίᾳ, ἐπὰν μὴ ἀπὸ λογισμοῦ κω[λ]υθῇ, ἀποτελέσει τὰ τῆς ἐνεργείας, κἂν δόξῃ πρὸς βραχὺν [ἀ]ν̣αμένειν χρόνον. Τοῦτ’ αὐτὸ ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστ[ό]λων φέρεται· τοῦ γὰρ ἡγέμονος πλεῖστα ὅσα παρὰ τοῦ Παύ[λο]υ ἀκούσαντος περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς θείας καὶ ἐμφό[βο]υ
15γεγενημένον, ἐνέκειτο πάλιν τὸ τῆς φιλαργυρίας [π]ά[θ]ος· φησὶν γὰρ τὸ συγγραφικὸν Πνεῦμα ὡς ἔφη πρὸς Παῦλον·
»[Και]ρὸν ἔχων μεταπέμψομαί σε», ἅμα καὶ προσδοκῶν χρ[ήμα]τα παρ’ αὐτοῦ λαβεῖν. Τοιοῦτόν τι καὶ ὁ ἀλάστωρ Κάιν [πάσχ]ει· μετ[ὰ γ]ὰρ τὸ ἐντραπῆναι ὀλίγον ἐνίσχων
20τρέφει [τ]ὸν φθόν[ον ἐν] τῇ διανοίᾳ καί φησιν πρὸς τὸν ἀδελφὸν με[τ]ὰ δόλο[υ· «Δι]έλθωμεν εἰστὸ πεδίον»· καὶ διελθὼν οὐκ ἀφῆκ[εν] τὸν θυ[μό]ν, ἀλλ’ ἐπιθέμενος ἀναιρεῖ τὸν ἀδελφόν. [Τι]νὲς καὶ ταῦτα ζητεῖν θέλοντές φασιν· Τίνι ἀμυντηρ[ίῳ] χρησάμενος ἀνεῖλεν τὸν Ἄβελ;
25Οὐδὲν δέ τοι τὸ ἄπ[ορ]ον· καὶ γάρ, εἰ καὶ μὴ σιδήρῳ,
25ἀλλὰ γοῦν ἢ λίθῳ ἢ ξύλῳ τοῦ[το] οἷόν τε ἦν γενέσθαι, ὃ καὶ ἡ βίβλος τῆς διαθήκης ᾐν[ίξ]ατο. Σφαγὴν δὲ ὁμῶς ἡ γραφὴ τὴν ὁπωσδήποτε γινομ[έ]νην ἀναίρεσιν εἶναί φησιν, ὡς δηλοῦται ἐν τῇ ἐπιστολῇ τῇ Ἰωάννου· «Καθὼς

127

Κάιν ἔσφαξεν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅτ[ι τ]ὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια». Τ[ὸ] δὲ «ἀνέστη Κάιν ἐπὶ Ἄβελ» καὶ τὴν ἐπίθεσιν
3ἅμα καὶ τὴν ἑκ[ού]σιον ὁρμὴν δηλοῖ. Ταῦτα μὲν οὖν ὁ τῆς ἱστορίας περιέχει λόγο[ς]· ἐπειδὴ
5δὲ τρόπον ὑποκριτὴν ἐφάσκομεν εἶναι τὸν Κά[ι]ν κατὰ τὸν τῆς ἀναγωγῆς λόγον, τοιαῦτα ἂν εἴη καὶ [τὰ] νῦν. Ἀδελφός ἐστι τοῦ φαινομένου ἔξω ἀνθρώπου [ὁ κ]ρυπτ[ὸς] καὶ ἐν διανοίᾳ ἄνθρωπος· ἀμφοτέρων γὰρ τὸν σπουδ[αῖο]ν̣ ἐπι[μ]έλεσθαι προσήκει, καὶ ὀρθά τε λογιζόμενον καὶ
10σ[τολι]σμὸν [ο]ἰκεῖον τοῖς τρόποις ἐπιδεικνύμενον, ὅπερ καὶ ὁ ψαλ[μ]ῳδὸς [π]αιδεύων ἐν πρώτῳ ψαλμῷ φησιν·
11»Μακάριος ἄνη[ρ ὃ]ς οὐκ ἐ[π]ορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν», καὶ μετ’ ὀλίγα· «ὃ τὸν καρπὸ[ν] αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυ[ήσε]ται», καρπὸν μὲν λέγων τὴν ἀπὸ διαθέσεως ἐνάρετο[ν πρ]ᾶξιν,
15φύλλον δὲ 〈τ〉ὸ ἔξωθεν κατάστημα, ὃ ἐν σχήμα[τι κα]ὶ
στολισμῷ καὶ μειδιασμῷ ὀδόντων διαφ[αίν]εται. [Ἐπὰ]ν οὖν ὁ ὑποκριτὴς ταῦτα σπουδάζῃ, τοῦ λογ[ισμοῦ] δὲ αὐτ[οῦ] διεστραμμένου τυγχάνοντος, τὸν ἀδελφ[ὸν σ]φάτ‐ τ[ει], ἀσύμφωνον τὴν διάνοιαν τοῖς ἔξωθεν ἔχων.
20 [Π]εδιὰς δ[ὲ] τούτῳ ἡ κατὰ τῶν ἀπατωμένων μηχανή, εἰ̣[ς] ἣν χωρῶ[ν] τῇ κατ’ ἐκείνων ἀπάτῃ ἑαυτὸν πρότερον εἰς ἁμαρτίαν ἄγε[ι]. Τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ σοφισταὶ τυγχά‐
22νουσιν, πεδιά̣δι τῇ λέξε[ι] χρώμενοι, δι’ ἧς εἰς ἀσέβειαν περιάγουσιν τοὺς ἑαυτῶ[ν ἀ]δελφούς. IV, 9. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάιν· [Πο]ῦ ἐστιν
25Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου; Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐ γιγνώσκω· μ[ὴ] φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;
26Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ τ[οὺ]ς πάντη ἀλλοτριωθέντας

128

αὐτοῦ διὰ πολλὴν ἀγαθότητα πάλιν ἐπισκέπτεται καὶ διὰ τῆς ἐπισκέψεως εἰς αἴσθησιν διεγε̣ίρει, ὅπερ καὶ νῦν ἐπὶ τοῦ Κάιν ποιεῖ, πρῶτον μὲν ἐνιεὶς αὐτῷ τοὺς ἀπὸ τῆς συνειδήσεως λόγους, ἔπειτα καὶ δ[ι]ὰ τοῦ εἰπεῖν «Ἄβελ
5ὁ ἀδελφὸς» ὥσπερ βαρύνει αὐτὸν τῇ προσηγορίᾳ τῆς φύσεως καὶ ἄγει εἰς συναίσθησιν τοῦ μιάσμα[το]ς. Μέγεθος παρίσταται τ̣οῦ τολμήματος, ὅτι καὶ ἀπέκτει[ν]εν κ[αὶ] ἀδελφὸν καὶ δίκαιον ἀδελφὸν, ὃν δι’ ἐπικουρίαν καὶ [β]οή‐ θε[ιαν] ὁ Θεὸς πεποίηκεν, ἀνελών. Τοῦτο γὰρ τὸ λόγιόν
10φησιν· «Εἰς πά[ντ]α̣ καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω σοι, ἀδελφοὶ δὲ ἐν ἀνάγκ[α]ις χρή[σι]μοι ἔστωσαν· τούτου γὰρ χάριν
11γεννῶνται». Τὴν γ[ὰ]ρ αἰτί[αν] τῆς τῶν ἀδελφῶν ὑποστά‐ σεως ταύτην ὁ λόγος ὑπο[σ]ημαίν[ει]. Ἑνωτικὴ γὰρ ὑπάρχουσα ἡ θεία διοίκησις διὰ πάντων τοῦ[το π]οιεῖ. Ἀμέλει καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἀρκούσης τῆς ἀδελφικῆς δια‐
15θέ[σ]εω[ς] καὶ τῶν σφόδρα ἐγγὺς εἰς ἕνωσιν, τούτους μὲν οὐ συγχωρεῖ γ[άμ]ῳ συνάπτεσθαι, ἄλλας δὲ παρὰ
16τὰς ἀδελφὰς καὶ τὰς πλη[σίον] ἐπιτρέ[π]ει, ἵνα διὰ τούτων ἐπισυνάγηται καὶ ἀπὸ ἄλλων σ̣[...]η καὶ δι[ά]θεσις, ἅπερ ἐπάτησεν Κάιν.
18 Ἰδεῖν γὰρ αὐτοῦ καὶ τ[ὴν ὑ]πόκρισ[ιν ἔ]στιν λέγοντος μετὰ ἀπονοίας· «Οὐ γινώσκω· μὴ φύ[λα]ξ τοῦ
20ἀ[δελφ]οῦ μού εἰμι ἐγώ;» Διὰ μὲν γὰρ το〈ῦ〉 «Οὐκ οἶδα» τὸ θρασὺ δ[εί]κνυτ[αι, ὅ]τι ᾠήθη Θεὸν λανθάνειν,
21διὰ 〈δὲ〉 τοῦ «Μὴ φύλαξ;» τὸ ἀ̣δ̣ι̣άθετον [κα]ὶ ἀνήμερον καὶ διὰ τοῦτο ἀδιανόητον δηλοῦτα[ι· φ]ύλακα γὰρ αὐτὸν τοῦ ἀδελφοῦἔπρεπεν εἶναι.

129

IV, 10—12. Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Τί ἐποίησας; Φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρὸς μὲ ἐκ τῆς γῆς. Καὶ νῦν ἐπικα‐ τάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χει̣ρός σου, ὅτι ἐργᾷ τὴν
5γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοί· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ ἀναισχυνοῦντα διδάσκει ὁ φιλάνθρωπος, καὶ οἰόμενον λανθάνειν Θεὸν παιδεύει ὡς [το]ῦτο ἀδύνατον· »Φωνή» φησιν «αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου [β]οᾷ πρὸς
10μὲ ἐκ τῆς γῆς», μὴ νόμιζε τὸν ἀκοίμητον ὀφ[θα]λμὸν τῆς προνοίας διαπεφευγέναι τὸ μίασμα. Φωνὴ[ν] δὲ αἵματος τὴν φανέρωσιν λέγει ὡς καὶ ἑτέρωθι· «Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρα[ς] ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει». Καὶ οὕτω[ς] γ[ὰ]ρ
15ἐκλημπτέον, δυνατὸν δὲ καὶ τὸ αἷμα ἀντὶ τῆς ψυ[χῆς] ἐνταῦθα εἰρῆσθαι. Λέγοι δ’ ἄν τις ὅτι διὰ τοῦ〈το〉 αἵματος ἐμνήσθη, ὅτι τὸ σῶμα ἔκρυψεν. Ἐκχύ[σεως] δὲ μνημονεύει καὶ ὡς ἡ γῆ ἔχανεν τὸ στόμα α[ὐτῆς] δέξασθ̣αι τὸ αἷμα καὶ ἀδελφοῦ συνεχῶς,
20ἵνα μεγ[εθύ]νων [τὸ] πραχθὲν καταιδέσῃ τὸν ὠμόθυμον. Ἐπ[άγ]ει δὲ αὐτ[ῷ] καὶ ἀρὰς εἰκότως τοσοῦτον ἐργα‐
21σαμένῳ [λ]έγω〈ν〉· «Καὶ ν[ῦν] ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ὅτι ἐργᾷ τὴν [γ]ῆν καὶ οὐ πρ[ο]σθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι.» Πολλάκ[ι]ς γὰρ διὰ τὰ̣ς̣ τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας ἡ τῆς γῆς ἔνδεια συμβαίνει τοὺς καρ̣π̣οὺς οὐκ
25ἀποδιδούσης κατὰ τὸ εἰρημένον· «[Π]ενθήσει ἡ γῆ διὰ τοὺς κατοικοῦντας ἐν̣ αὐτῇ.» Δέδο[τ]αι γὰρ αὐτῂ ἐπὶ τῷ ἐκφέρειν καρποὺς τοῖς ἀδιάστρο[φ]ον μὲν τηροῦσι τὸν λογισμόν, φιλανθρωπίᾳ δὲ Θεοῦ κ[αὶ] τοῖς σφαλλομένοις

130

παρέχει τὰ ἀναγκαῖα, προστάγματι πάλιν αὐτοῦ τῶν ἀπ’ αὐτῆς ἐκλειπόν[των] καρπῶν, ἵν’ ἐπιστροφὴ γένηται. Εἴη δὲ πρὸς ἀναγωγήν, ἑπομένων ἡμῶν τοῖς πρώτοις, αἰτιώμενος τὸν ὑποκριτὴν ὁ Θεός, ὅτι τὴν ζωτικὴν δύναμιν
5τῆς ψυχῆς διαστρέφει, ἀδελφὸν οὖσαν τοῦ ἔξω ἀνθρώπου, ὡς εἴρηται. Διὸ καὶ ἐπικατάρατος ἔσται, μηκέτι παρέχουσα καρπούς, ἀλλὰ τὴν ἐντρέχειαν ἐπὶ χρησίμῳ παραπολλύουσα, ἵν’ ἐκ τούτου 〈εἰσ〉 τὴν τῆς ἀρετῆς ἀρχὴν καταβάληται· [χρ]ήσιμον γὰρ καὶ τὸ διαστραφῆναι πονηρίαν, τῶν
10ἀπ’ αὐτῆ[ς ..]τελῶν μὴ ἐπιτυγχανομένων, ἵνα κόπος ἐγγενόμε[νος] ἔρωτα τῆς ἀρετῆς ἐμποιήσῃ κατὰ τὸ εἰρημένον· «Ἐκοπίασεν Αἴγυπτος, καὶ ἐμπορία Αἰθιόπων καὶ οἱ Σαβαεὶμ ἄνδρες ὑψηλοὶ ἐπὶ σὲ διαβήσονται».
13 »Στένων» δὲ «κα[ὶ] τρ[έ]μων ἐπὶ τῆς γῆς» ἔσται, οὕτω κρινόμενος, ἀεὶ ὑπὸ τοῦ συνειδότος ἐλεγχόμενος.
15 IV, 13—14. [Καὶ] εἶπεν Κάιν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν· Μείζων ἡ α[ἰ]τία μου τοῦ ἀφεθῆναί με· εἰ ἐκβάλλεις με
σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι· καὶ ἔ[σομαι σ]τένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς
18γῆς, καὶ ἔσται, πᾶς ὁ εὑρίσκ[ων] με ἀποκτενεῖ με· Ἔγκειται καὶ τοῖς ἀλλοτριοῦσιν ἑ[α]υτοὺς το[ῦ] Θεοῦ
20λόγος, καθ’ ὃν περὶ Θεοῦ αὐτοῦ ὡς φιλανθρώπου καὶ ἀγαθοῦ [ἀν]αλαμβάνουσιν· καὶ οὐχ οἷόν τε ἐκκεκόφθαι ταύτην ἀγ̣αθ̣[ὴ]ν τὴν ἔννοιαν, κἂν διὰ βάθος κακίας δυσαρεστῶνται π[ο]λλάκις. Αὐτίκα γοῦν εἰς ἀνάγκην περιστάντες οἱ πάν[τως] Θεοῦ ἀμνήμονες ἐπὶ λιτὰς καὶ
25ἱκεσίας καταφεύγ[ου]σιν, ὅπερ καὶ ἐπὶ τοῦ Κάιν θεωρεῖται. Ὡς γὰρ ἐπιλήσμων [Θεοῦ] ἐπὶ τὸν τοῦ ἀδελφοῦ φόνον

131

ὁρμήσας καὶ μετὰ θράσους [ὑ]ποκρινάμενος αὐτῷ ἐρωτή‐
1σαντι· «Ποῦ Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;», ἅτε δὲ μήπω πλείστης ἐν ἀνθρώποις διαστροφῆς ὑπαρχούσης, γνοὺς ἐκ τῶν τοῦ Θεοῦ λόγων, ὧν διὰ τοῦ ἐλέγχου ἔμαθεν τῶν ἐν τῷ συνειδότι γεγενημένων, ὡς ἀναπόδραστός ἐστιν ὁ
5τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμός, δέεται αὐτοῦ μὴ εἰς παντὴ ἀλλοτρίω‐
6-7σιν αὐτοῦ τοῦτον περιστῆσαι, ἐξ οὗ στένειν τε καὶ τρέμειν
8συμβήσεται καὶ ὑπὸ παντὸς τοῦ εὑρίσκοντος αὐτὸν προσ‐ δοκᾶν ἀναίρεσιν. Ὁ γὰρ πεπεισμένος ὡς ἡ σκεπαστικὴ
10δύναμις τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτοῦ ἀπέστη πάντα τὰ ἄλλα φοβερὰ λογίζεται κ̣αὶ ἐπ’ οὐδενὶ τῶν ὑφ’ ἑαυτοῦ πραττο‐
11μένων θαρρεῖ. Καὶ ταῦτα μὲν ἡμῖν εἴρηται εἰς τὴν ὅλην περίνοιαν τῆς τοῦ Κάιν ἀποκρίσεως· ἴδωμεν δὲ καὶ τὴν ὑποσυγκεχυ‐ μένην αὐτοῦ ἀπόκρισιν, ἅτε φαύλου καὶ οὐ μετέχοντος
15θεία[ς] χάριτος. «Μείζων» φησίν «ἐστιν ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με», ὅπερ εἴη δηλοῦν κατὰ πρώτην διάνοιαν ὅτι μεῖζον ἔσται μου τὸ κ[ακό]ν, μὴ ἐπεξερχομένου σου, ὦ̣ Θεέ, τῇ κατ’ ἐμο[ῦ ἀ]δικίᾳ· ἔτι γὰρ ὑπὸ κηδεμονίαν ὑπάρχοντός ἐστ[ι τ]ὸ μὴ ἀπ̣αγορεύεσθαι. Τοῦτ’ αὐτὸ
20ἐν τῷ προφήτῃ ἐπὶ τῶν ἀξίων καταφρονήσεως καὶ εἰς ἀδόκιμον νοῦν παραδοθέντων λέγεται πρὸς τοῦ Θεοῦ· »Οὐ μὴ ἐπισκήψομαι ἐπὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν, ὅταν
23-24πορνεύωσιν, καὶ ἐπὶ τὰς νύμφας αὐτῶν, ὅταν μοιχεύωσιν.
25Ὅτε μὲν γὰρ ἁμαρτάνοντας ἐπιστρέψαι οἵους τε ὄντας πα̣ιδεῦ̣σαι βούλεται, φησίν· «Ἐπισκέψομαι ἐ̣ν ῥάβδῳ

132

τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξιν τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν,
1τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ ἀποστήσω ἀπ’ αὐτῶν.» Ὅ τι δὲ̣ νῦν φησιν, τοῦτ’ ἔστιν ὅτι μείζων μου ἡ μέμψις ἔσται, σοῦ, Κύριε, μὴ ἐπεξίοντος, ὡς εἴρηται· ὡς δὲ ἐσφαλμένος καὶ διαστροφὴν παθὼν οἴεται ὅτι τῆς γῆς
5ἐκβεβλημένος καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἐκβληθήσεται. Κατὰ δὲ ἑτέραν διάνοιαν εἴη ἂν λέγων ταῦτα, ὅτι μεῖζόν μοι ἔσται κακόν, εἰ παραμένοιμι ἐν τῇ γῇ, σοῦ, ὦ Θεέ, μὴ ἀπολλύοντός με εἰς ἀνυπαρξίαν· εἰ γὰρ ἐκβάλλοις με ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι
10μηκέτι ὑπάρχων, ὅπερ εὐκτὸν αὐτῷ ὑπῆρχεν, ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἐκβάλλεις με ἀπὸ τῆς γῆς—τοῦτο γὰρ προσυ‐
11πακούειν δεῖ—, ἔσομαι στένων ἐν αὐτῇ καὶ τρέμων, παν[τ]ὸ̣ς τοῦ εὑρίσκοντός με ἀποκτενο〈ῦ〉ντος. Ὅτι δὲ οἱ πολλοί, ἐ[πειδὰ]ν γιγνώσκωσιν ἑαυτοῖς ἀμετρίαν σφαλμάτων, ἔχον[τές] πως ἔννοιαν ὡς μετελεύσεται αὐτὸς
15ὁ Θεός, αἱρετὸν [ἡγ]οῦνται τὸ μὴ εἶναι, ἀναισθησίαν παθῶν τοῦ ὑπάρχειν προτιμῶντε〈σ〉, εἴη ἂν σαφὲς ἐκ τοῦ εἰρημ[ένου] ὑπὸ τοῦ προφήτου περὶ τῶν προδότων Ἰησοῦ· «Θελήσουσ[ιν ε]ἰ ἐγενήθησαν πυρίκαυστοι.» Καὶ ἑτέρως δ’ ἂν ἐπιβάλοι λέγον[τ]ος αὐτοῦ· «Εἰ
19ἐκβάλλεις με», «σήμερον» δ’ αἰτοῦντος τόπον μετανοίας
20ἵν’ ὑπερτεθῇ τὸ νῦν, «σήμερον» εἰρημένον. Ἐβούλετο
δὲ καὶ τέλει τῷ καλουμένῳ «ἰδίῳ» πρὸς τοῦ Θεοῦ περιπεσεῖν, ἵνα μὴ παντὶ τῷ εὑρίσκοντι εἰς ἀναίρεσιν
22ὑποκείμενος ᾖ.
23-24Ἐρωτήσειεν ἂν τίνα δήποτε ἐδεδίει ὁ Κάιν εὑρήσοντα
25αὐτὸν καὶ ἀποκτενοῦντα, μηδενὸς ὅλως πλὴν αὐτοῦ καὶ τῶν τοκέων ὑπάρχοντος· π[ρὸ]ς ὃν εἴποι τις ὅτι πρῶτον μὲν ἔννοιαν ἔχων ὡς διαδοχῆς ἐσομένης ἀνθρώπων, ἐφοβεῖτο μὴ ὡς τοσοῦτον μίασμα ἐργασάμενος ὑπὸ τῶν
28ἐσομένων ἀναιρεθῇ ὡς βδελυκτὸς, τοῦ τοσούτου ἄγους

133

ἐ̣πὶ καὶ τῶν γεννησομένων διαβαίνοντος, ἔπειτα δέ, εἰ καὶ μὴ τοῦτο, θείας δυνάμεις ἐτόπαζεν ἐκδίκους ἔσεσθαι τῆς ἀνοσιουργίας, ἃς εἰκὸς αὐτὸν καὶ ἑορακέναι μήπω τῆς κακίας κεχυμένης.
4Τὰ δὲ πρὸς ἀναγωγήν
5 IV, 15. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός· Οὐχ οὕτως· πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. Καὶ ἔθετο Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον τῷ Κάιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν παντὰ
7τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν. Ἐπὶ μείζονα κόλασιν ἢ κατὰ τὴν ὑπόνοιαν τοῦ Κάιν τὴν ὅτι πᾶς ὁ εὑρίσκων αὐτὸν ἀποκτενεῖ αὐτὸν φυλάττων,
10τὸν τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ φονέα γεγενημένον, φησὶν ὁ Θεός· »Οὐχ οὕτως»· ἔστιν οὐχ αὕτη σο[υ] ἁρμόνιος ἡ δίκη τοῦ πλημμελήματος τὸ ὑπὸ ὁτουοῦν ἀναιρεθῆναι. Οὗτος γὰρ ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσειε, ὅπερ δηλοῖ τὴν τελείαν τιμωρίαν. Πολλάκις γὰρ ὁ ἑπτὰ ἀριθμὸς ἐν τῇ
15γραφῇ ἀντὶ τελειότητος παρείλημπται· τοῦτο δηλοῦται ὑπὸ τοῦ [λε]γομένου· «Ἑπτὰ ὀφθαλμοί εἰσιν ἐπιβλέποντες ἐπὶ π[ᾶ]σαν τὴν γῆν»· οὐ γὰρ δὴ σῶμά ἐστιν ὁ Θεός,
ἵνα καὶ ὑπὸ τὸν ἑπτὰ ἀριθμὸν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τυγχά‐ νωσιν, ἀλλὰ δῆλον ὡς τὴ[ν ἐ]ποπτικὴν αὐτοῦ δύναμιν
20πληρεστάτην καὶ μεγ[άλη]ν εἶναι διδάσκει. Ἄλλοι δὲ εἶπον ὅτι, ὥσπερ ὁ τοῦ [Σ]ωτῆρος ἄνθρωπος ἔσχεν ἑπτὰ πνεύματα ἐπαναπαυσόμενα, «[π]νεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας, πνεῦμα φόβου Θεοῦ», οὕτως ἕκαστος
25ἄνθρωπος, πρὸ τῆς ἁμαρτίας ἀνὴρ τέλειος ὤν, εἰς ὃν καὶ καταντῆσαι ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος διδάσκων φησίν· «ἄχρι καταντήσωμεν πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον
27ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ἔχων ταῦτα

134

ἐπανα〈πα〉υσόμενα, εἰ ἁμαρτήσοι, παραλύσει αὐτά, περὶ ὧν ἐκδίκησις γενέσθαι ὤφειλεν πληρεστάτη καὶ κατάλ‐ ληλος. Σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ «πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάιν» ἢ
5ἀντὶ κλητικῆς εἴρηται, ἀντὶ τοῦ ‘ὦ Κάιν, πᾶς ὁ ἀποκτείνασ‘,
5ἢ ἄλλοις περὶ αὐτοῦ, ἵν’ ᾖ ‘πᾶς ὁ τὸν Κάιν ἀποκτείνασ‘, οὓς δυνάμεις τινάς τις ὁ λέγων οὐκ ἂν ἁμάρτοι. Ταῖς δ’ αὐταῖς ταύταις «σημεῖον» δέδωκεν «τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτόν», ὅπερ ἂν εἴη αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσταγμα· οὐ γάρ τι τῶν τοιούτων κριμάτων χωρὶς συγχωρήσεως
9γίνεται. ***
9n—huit lignes en blanc—
10 Σημεῖον ἔθετο τὴν μετὰ τὰ πταίσματα ῥο[πὴν τ]ῆς μετανοίας, καθ’ ἣν οὐκ εὐχείρωτος ἔσται πρ[ὸς ἀν]αίρεσιν. Μέγα μὲν γὰρ ἀγαθὸν τὸ μὴ πταῖσαι· τὸ δὲ μ[ε]τὰ τὰ πταίσματα ἐν μεταγνώσει γενέσθαι δεύτερος ἂ[ν] εἴη λιμήν, ὅπερ οἰκονομῶν ὁ Θεὸς 〈διὰ〉 διδασκαλίας διεγείρει
15πρὸς τὸ μὴ ὑποπεσεῖν τῷ ἀπατεῶνι. Τοιαύτην τὴν διάνοιαν ὑποβάλλει τὸ ἐν ψαλμοῖς λεγόμενον· «Ἐσημειώθη
ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε», ὅπερ προσώπου φῶς τὸν Υἱὸν ἢ τὰς θείας ἔννοιας λέγων οἰκείως ἐρεῖς. Οὕτω γὰρ ἂν καὶ τὸ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου

135

γενήσεται, τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὡς εἴρηται, ὑπάρχοντος· καὶ τὸ ἑξῆς δὲ ἐπιφερόμενον βεβαιοῖ· »Ὅπως ἂν ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου». Φιλανθρωπίᾳ
3οὖν καὶ ἀγαθότητι ὁ Θεὸς καὶ τοῖς μεγάλα σφαλλομένοις τόπον μετανοίας δίδωσιν, ἵνα πάλιν ἀνάλη〈μ〉ψις τῆς
5ἀρετῆς γένηται. IV, 16. Ἐξῆλθεν οὖν Κάιν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ
6ᾤκησεν ἐν γῇ Ναῒν κατέναντι Ἐδέμ. Τὸ ἐξελθεῖν τὸν Κάιν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ οὐ τοπικῶς ἐκλαμβάνοντές φαμεν ὅτι πᾶς ἁμαρτάνων ἔξω Θεοῦ γίνεται, ἐπεὶ καὶ τὸ εἰσελθεῖν πρὸς τὸν Θεὸν οὕτω
10νοοῦμεν, λέγοντος τοῦ ψαλμοῦ· «Εἰ[σ]έλθατε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἰσέρχεται δέ τις ἐνώπιον Θεοῦ τὰ ἔξω πάντα καταλιπών, ἁμαρτήματά τε καὶ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, καὶ ἄλλος τοῦ κόσμου γινόμενος, ἵν’ οὕτως τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως μέτοχος γένηται.
15Λέγεται οὖν ἐνταῦθα· «Ἐξῆλθεν Κάιν ἀπ̣[ὸ] προσώ‐
15που Θεοῦ», καὶ οὐ λέγομεν ὅτι τόπος τίς ἐστιν, ἐν ᾧ ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ἐν ᾧ Κάιν ὑπάρχων ἐξῆλθεν· ἀπερίγραφ[ος] γὰρ ὁ Θεὸς καὶ τόποις οὐχ ὑποκείμενος, εἰ καὶ ναὸς ὕστερον γέγο[νεν], συμβολικῆς λατρείας ὑπάρχων διδα‐
18σκαλία. Ἐξῆλθεν οὖ[ν] Κάιν, ἀνάξιον ἑαυτὸν καταστήσας
20τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ἀνεννόητος λοιπὸν αὐτοῦ γεγενη‐ μένος. Περὶ τῶν τοιούτων εἴρηται· «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώπιον αὐτοῦ», καὶ περὶ τῶν υἱῶν Ἠλὶ λέγεται· «Υἱοὶ Ἠλὶ οὐκ εἰδότες τὸν Κύριον»· καὶ γὰρ εἰ προσεκαρ‐ τέρουν τῷ ναῷ, ἀλλὰ τῇ διαθέσει καὶ τοῖς ἔργοις ἔξω
24ἐτύγχανον αὐτοῦ.
25 Ὅτι δὲ Κάιν οὕτως ἐξῆλθεν, τὸ ἐπιφερόμενον παρί‐ στησιν· «Καὶ ᾤκησεν» γάρ φησιν «ἐν γῇ Ναῒν κατέναντι Ἐδέμ» ‘Σάλοσ‘ γὰρ ἡ Ναῒν ἑρμηνεύεται· ποῦ γὰρ

136

ἔδει τὸν ἀποστάντα τῆς εἰρηνικῆς ἀρετῆς οἰκεῖν ἢ ἐν τῇ ‘σάλῳ‘, ἀστάτῳ πράγματι καὶ ἀβεβαίῳ, ὅπερ ἐστὶν ἡ κακία; Εὖ δὲ καὶ τὸ κατέναντι· ἐναντία γὰρ τῇ
3ἀρετῇ ἡ κακία. Μεμνήμεθα τοίνυν ὡς, ὅτε διελαμβάνομεν περὶ τῆς
5ἐκβολῆς τοῦ Ἀδάμ, ἐσημειωσάμεθα ὅτι ἐκβέβληκεν αὐτὸν οὐκ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐξελθόντα, ἀλλὰ ἔτι ἔχοντα ἔναυσμα πόθου τῆς διατριβῆς τοῦ παρ〈α〉δείσου τῆς τρυφῆς· διὸ καὶ κατέναντι τούτων αὐτὸν κατῴκισεν, οἷον αὐτὸς καὶ τὴν οἴκησιν οἰκονομήσας. Τοῖς γὰρ μὴ μεγάλα ἁμαρτάνουσιν,
10ἐπεὶ οὐ πόρρω ἡ ἀρετὴ ἐνυπάρχει, δίδοταί τις πρόφασις ταχεῖαν τὴν ὑποστροφὴν ὑποδεικνύουσα, πρὸς Θεοῦ διδο‐
11μένη, ὅπερ ἐπὶ τοῦ Κάιν οὐκ εἴρηται. Οὔτε γὰρ κατῴκισται οὐδὲ ἐκβέβληται, προθύμῳ πόθῳ πρὸς τὸ κακὸν ἀπολι‐ σθήσας· διόπερ καὶ ‘σάλον‘ οἰκεῖ, ἀδιαστάτως ταρατ‐ τόμενος, ἐπεὶ [τ]οῦτο ἐπόθησεν, τοῦ ἐναρέτου βεβαίου
15ὑπάρχοντος, διὰ [τὸ στ]άσιν ἔχειν ἰσχυράν, ὡς καὶ μετὰ Θεοῦ στῆναι δύνασθαι [κα]τὰ τὸ εἰρημένον· «Σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι μετ’ ἐμοῦ», καὶ ὑπὸ τοῦ [Σ]ωτῆρος
17περὶ τῶν θανάτου μὴ γευομένων· «Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων», οἵτινες ἦσαν οἱ γνώριμοι αὐτοῦ. Ἀ[λ]λὰ καὶ Παῦλος προτρέπων μὴ περιφέρεσθαι παντὶ ἀνα[ξί]ῳ
20διδασκαλίας γράφει· «Στήκετε οὖν καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε»· καὶ ὁ ψαλμῳδὸς δὲ εὐχαριστητικῶς φησιν· «Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου»· περὶ δὲ τῶν φαύλων ὡς ἀεὶ ἐπιτριβομένων ἐν κακοῖς εἴρηται· »Οὐ μὴ στῇ» ὁ σάλος τῶν ποδῶν αὐτῶν. Μέγα γὰρ
25ἁμάρτημα ἀεὶ ἐν τῷ κακῷ κινεῖσθαι, ὅπερ μὴ βουλόμενος ἐν τῇ Σιὼν εἶναί φησιν ὁ λόγος· «Στῆσον σεαυτὴν Σιών»· ὅπερ ἔχων ὁ μακάριος Δαυίδ, ἵνα μὴ αὐτοῦ ἐκπέσῃ, ἔψαλλεν· «Καὶ χεὶρ ἁμαρτωλῶν μὴ σαλεύσαι
28με», ὅ ἐστιν· πράξεις ἁμαρτωλοῦ, τοῦ διαβόλου, μὴ

137

ἀποστήσῃ με ἀπὸ ἀρετῆς. IV, 17. Καὶ ἔγνω Κάιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν Ἑνώχ. Καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν, καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἑνώχ.
5 Ζητοῦσί τινες πόθεν ἔσχεν γυναῖκα ὁ Κάιν, οὐκ ὄντων ἄλλων ἢ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας, ἐξ οὗ οἱ κακοῦργοι ἀδελφογαμίαν εἰσάγουσιν. Ἔδει δ’ αὐτοὺς ἐννοεῖν ὡς οὐκ ἐκ τούτου ἀδελφογαμία εἰσάγεται. Εἰ μὲν γάρ, ἀλλῶν οὐσῶν, ἐκέχρητο τῇ ἀδελφῇ, πιθανὸς ἦν ὁ λόγος· εἰ δέ,
10μηδένος ὑπάρχοντος, πρὸς σύστασιν τῆς διαδοχῆς τοῦτο γέγονεν, ποῦ χώραν ἔχει ἀδελφογαμία, 〈οὐχ〉 οἵου τε ὄντος ἑτέρωθεν δέξασθαι πρὸς συζυγίαν; Φέρεται καὶ λόγος παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ζητούμενος ὡς, εἰ συμβαίη ἐκπύρωσιν γενέσθαι τοῦ κόσμου καὶ ὑπὲρ τοῦ ζώπυρον
15παραμεῖναι τὸ τοῦ ἀνθρωπείου γένους μό̣νος σοφὸς μείνοι μετὰ θυγατρὸς ἐπιστάμενος ὅτι διακοσμηθήσεται πάλιν κόσμος, δι’ ὃ καὶ χρεία διαδοχῆς, εἰ καθηκόντως χρήσηται τῇ θυγατρί· καὶ φαίνεται αὐτοῖς ὁ λόγος οὐκ ἀνοίκειος τῷ μὴ εἶναι ἄλλην. Τοῦτο φαίνεται καὶ περὶ τῶν θυγατέρων
20τοῦ Λὼτ γεγενημένον, ὃ οἱ φιλαίτιοι μὲν αἰτιάσονται, τῶν δὲ συνετῶν οὐδείς. Μὴ γὰρ οἰόμεναι ἄλλον ἄνδρα εἶναι διὰ τὴν γεγενημένην καῦσιν τῶν πόλεων ἐκείνων, ἀλλὰ καὶ προσλαβοῦσαι ὡς κόραι ὅτι πᾶσα ἡ γῆ τοιαῦτα ὑπέστη ἐμπρησθεῖσα, λέγουσι γοῦν· «Ἰδοὺ ὁ πατὴρ
25ἡμῶν γεγήρακεν καὶ οὐκ ἔστιν ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, καθὼς καθήκει πάσῃ τῇ γῇ, δεῦτε καὶ ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἑαυτῶν οἶνον»· καὶ ὅτι οὐκ ἐμπαθῶς τοῦτο πεποιήκασιν, ἀλλὰ ζώπυρον ὑπολιποῦσαι, συνελθοῦσα ἡ

138

μία προετρέψατο καὶ τὴν ἄλλην τοῦτο ποιῆσαι, ὅπερ οὐκ ἂν ἐποίει ταχέως, εἰ πάθει ἐδούλευεν, ἀλλὰ τῷ αὐτῷ τρόπῳ ὡς ἡ πρώτη ᾠκονόμησεν καὶ ἡ δευτέρα πεποίηκεν διαδοχῆς ἕνεκεν πλείονος. Οὐκ ἐγκλητέος οὖν ἐν αὐτοῖς
5ὁ Κάιν, εἰ καὶ ἐν πολλοῖς διεσφαλῇ. Σημειωτέον ὡς οὐκ εἶπεν· Ἔγνω Κάιν τὴν ἀδελφήν, ἀλλὰ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· αὕτη γὰρ ἡ προσηγορία τῆς διαδοχῆς οἰκεία. Ζητήσειεν ἄν τις πῶς, πέντε που ὀνομασθέντων ἀνθρώπων, τῶν γονέων τοῦ Κάιν καὶ αὐτοῦ καὶ τῆς γυ‐
9ναικός, πόλιν
10οἰκοδομεῖν λέγεται, πρᾶγμα πολυπληθείας δεομένου· ὁ δὲ τοῦτο ζητῶν καὶ τὴν αἰτίαν ἀπαιτήσει διὰ τί πόλιν ἐποίουν, ἑνὸς ἄντρου ἢ καὶ οἰκηματίου σφόδρα μίκρου ἀρκοῦντος πρὸς οἴκησιν· πρὸς ἃ ***
13n—le reste de la page en blanc

139

IV, 18. Ἐγεννήθη δὲ τῷ Ἑνὼχ Γαϊδάδ, καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησεν τὸν Μαουιά, καὶ Μαουιὰ ἐγέννησεν τὸν Μαθου‐ σαήλ, καὶ Μαθουσαὴλ ἐγέννησεν τὸν Λάμεχ. Τὴν γενεὰν τοῦ Κάιν διηγεῖται, ἥτις ἕως ἑβδόμης
5-6γενεᾶς φθάσασα τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπιγενομένου ἀπώλετο·
7ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ διαδοχὴ ἀπὸ Σήθ, οὗ ἀνέστησεν ὁ Θεὸς, καταγομένη εἰς ἔτι νῦν φυλάττεται· ἀπὸ γὰρ αὐτῆς ἦν ὁ τοῦ Νῶε οἶκος καὶ οἱ διασωθέντες μετ’ αὐτοῦ
9ἐν τῇ κιβωτῷ.
10 Εἰ δέ τις καὶ ἀναγαγεῖν ταῦτα βούλεται, ἀπὸ τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνομάτων δεχόμενος τῆς ἀναγωγῆς τὴν ἀρχὴν μετὰ τοῦ μὴ ψυχρολογεῖν τοῦτο ποιείτω. Εἴρηται δὲ καὶ Φίλωνι
13-14εἰς ταῦτα, ἅπερ ὁ φιλόκαλος ἐπισκεψάμενος τὴν δεοῦσαν
14δεχέσθω ὠφέλειαν.
15 IV, 19—22. Καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας· ὄνομα τῇ μι[ᾷ] Ἀδὰδ καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά. Καὶ ἔτεκε〈ν〉 Ἀδὰδ τὸν Ἰωβέλ· [ο]ὗ̣τος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων. Καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ἰουβάλ· οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν.
20-21Σελλὰ δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν Θόβελ, καὶ ἦν σφυροκόπος
22χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ δὲ Θόβελ Νοεμά.
23-24Τὸ παλαιὸν οὐκ ἐδοκεῖ παράνομον εἶναι οὐδὲ τοῖς
25σπουδαίοις δύο γυναῖκας ἔχειν· τῆς διαδοχῆς γὰρ καὶ
25τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων καιρὸς ἦν. Ὁ Λάμεχ οὖν δύο γυναῖκας ἔχων ἐξ ἀμφοτέρων ἐποίησεν υἱούς, οἳ καὶ

140

(1-2)

ἀρχηγοὶ τεχνῶν γεγένηνται, ὁ μὲν κτηνοτρόφων ἀρχηγὸς
3γεγενημένος, ὃς ἀδελφὸν Ἰουβὰλ εἶχε̣ν̣ κ̣α̣ταδείξαντα ψαλτήριον καὶ κιθάραν, ἐκ δὲ τῆς ἑτέρας ὁ Θόβελ, ὅστις
5σφυροκόπος ἤρξατο εἶναι χαλκοῦ καὶ σιδήρου, οὗ καὶ ἀδελφὴν ὀνομάζει. Παρίστησιν μὲν οὖν διὰ τῶν ἐκτεθέντων ἡ θεία παίδευσις ὡς προαιρετικὰ ζῷα οἱ ἄνθρωποι τυγχά‐ νουσιν, μετέχοντες ἐπιστημῶν· οὐ γὰρ ὥσπερ τὰ ἄλογα μόνῃ αἰσθήσει συνζῶσιν, ἀλλ’ ἤδη καὶ τοῦ λογιστικοῦ
10ἡ ἀρετὴ δείκνυται διὰ τοῦ καὶ τεχνῶν εὑρετὰς γεγενῆσθαι. Τὰ μὲν οὖν πρὸς τὸ ῥητὸν οὕτως ἔχει· εἴη δὲ τὰ τῆς ἀναγωγῆς ταῦτα. Ὁ κτηνοτρόφος ἕτερός ἐστι τοῦ ποιμένος· ὁ μὲν γὰρ σὺν ἐπιστήμῃ νέμει, [ὁ] δὲ κτηνοτρόφος οὔ. Ἄβελ ὁ δίκαιος ποιμὴν ἐτύγχανεν, [τὰς] ἀλόγους ἑαυτοῦ
15δυνάμεις ἐπιθυμητικὴν ὀρεκτι[κὴ]ν θυμικὴν ἄγων κατὰ λόγον τὸν ὀρθόν· ὁ δὲ κτηνοτρό[φο]ς ἀμοιρῶν ἐπιστήμης, ἡδονικός τις ὤν, [μ]όνων ἐστὶ [τ]ῶν αἰσθήσεων, οὐ κρατῶν ἀλλὰ κρατούμενος ὑπ’ αὐτῶν. Καὶ ὡς ἐπὶ παρα‐ δείγματος σαφὲς ἂν εἴη τὸ λεγόμενον τοῦτον τρόπον.
20Ὁ ἰατρὸς ἄλλως χρῆται τῇ ἁφῇ ἢ ὁ πρὸς ἡδονὴν ὁρῶν· οὗτος οὖν κτηνοτρόφος τρόπον τινά ἐστι̣ν̣, ὁ δὲ ἰατρὸς ποιμήν· λόγῳ γὰρ χρῆται τῇ αἰσθήσει. Οὕτω καὶ περὶ ὀσφρήσεως καὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων ὁ λόγῳ αὐταῖς
23χρώμενος ἄριστος. Ἄρχει γὰρ ὁ λογισμ̣ὸς τῆς αἰσθήσε̣ω̣ς, ἐπὰν δὲ ὁ λογισμὸς κατακρατηθῇ, κατὰ τὰ πάθη λοιπὸν
25δέχεται τὰς προσηγορίας ὁ ἄνθρωπος, ὡς μὲν διὰ τὸν θυμὸν λέων καλεῖσθαι, διὰ δὲ τὸ πανοῦργον ἀλώπηξ, διὰ

141

δὲ τ[ὸ] γεῶδες ὄφις, οὕτως ὡς καί τινας διὰ τὸ ἡδονικὸν
καλεῖσθαι ἵππος· «Ἵπποι» γάρ φησιν «θηλυμανεῖς ἐγενήθητε», καὶ ἄλλους ἀνθρώπους καλεῖσθαι διὰ τὸ ὅλους τῶν αἰσθήσεων ὄντας μηδὲν θεῖον ἀπογεννᾶν ἡμιό‐
5νους· «Μὴ γίγνεσθε» γάρ φησιν «ὡς ἵππος καὶ
5ἡμίονος, οἷς οὐκ ἔστιν σύνεσις.» Ὁ μὲν οὖν κτηνοτρόφος τοιοῦτος, φαῦλος τις ὑπάρχων, οὐκ οἶκον οἰκῶν, ἀλλὰ σκηνάς, πρᾶγμα ἀβέβαιον, οὐκ ἐκείνους μιμούμενος τοὺς διὰ προκοπὴν σκηνοῦντας, ἵν’ ἀπὸ τούτου καὶ εἰς τὸν οἶκον εἰσελθῶσιν, οἳ καὶ λέγουσιν
9ὡς ἐν τῷ ψαλμῷ· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου,
10Κύριε τῶν δυνάμεων· ἐπιποθεῖ καὶ [ἐ]κλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου»· ἀπὸ γὰρ σκηνῶν ὁ προκόπτων αὐλῶν ἐπιθυμεῖ ψάλλων· «Διελεύσομαι ἐν
12τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.» Ὁ δ’ ἕτερος ἀδελφός ἐστιν «ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθ[άραν]», ἐν δίκῃ ἀδελφὸς αὐτοῦ τυγχάνων·
15γειτνίασιν γὰρ ἔχει πρὸς [τὴν] τῶν ἡδέων ἀπόλαυσιν καὶ ἡ διὰ μουσικῆς ἀπατὴν ἐνεργ[ουμέ]ν̣η̣ τ̣α̣ῖς ἀκοαῖς·
16»Οὐαὶ» γὰρ «οἱ ἐγειρόμενοι τὸ πρωῒ καὶ τὸ σίκε[ρα διώ]κοντες καὶ μένοντες τὸ ὀψέ· ὁ γὰρ οἶνος αὐτοὺς συγκαύσει· μ[ετὰ] γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου τὸν οἶνον πίνουσιν, τὰ δὲ ἔργα τοῦ Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσιν.»
20 Ὁ δὲ ἐκ τῆς ἑτέρας τεχνιτεύει σκεύη πολέμια διὰ χαλκοῦ καὶ σιδήρου, τοῦ μὲν χαλκοῦ τὴν φωνὴν σημαί‐
21νοντος, ὡς καὶ Παῦλος γράφει· «Γέγονα χαλκὸς ἠχῶν»· ὁ δ’ αὐτὸς καὶ σιδήρου ἐργατής ἐστιν, σοφιστής τις ὢν καὶ διὰ δῆθεν δυνατῶν πιθανοτήτων ἀπατῶν. IV, 23—24. Εἶπεν δὲ Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξὶν Ἀδὰ καὶ
25Σελλά· Ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες Λάμεχ,
ἐνωτίσασθέ μου τ̣ο̣ὺ̣ς̣ λ̣ό̣γ̣ο̣υ̣ς̣· ὅ̣τι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοί, καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπά μοι· ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ Κάιν, ἐκ δ[ὲ] Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. Τὸ ἐνωτίζεσθαι παρὰ τῇ θείᾳ παιδεύσει νομίζω μόνῃ

142

φέρεσθαι, διαφέρει δὲ τοῦ ἀκοῦσαι, ὅτε σὺν αὐτῷ συνάπ‐ τεται, ὅτι τὸ μὲν ἐνωτίζεσθαι τὴν ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἀκοήν, τὸ δὲ ἀκοῦσαι τὸ ὁπωσοῦν ἀκοῦσαι, καὶ εἰ μὴ ἐγγὺς ὁ λόγος ἐστίν. Καὶ ἐν τῷ Ἠσαίᾳ δὲ τὸ «Ἄκουε, οὐρανέ,
5καὶ ἐνωτίζου, γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν» οὐκ ἐκ παραλ‐ λήλου ἐστὶν λεγόμενον, ὃ καὶ τὸ «Ἐνωτίζου, οὐρανέ, καὶ λαλήσω»—ἀντὶ γὰρ τοῦ «Πρόσεχε» τὸ «Ἐνω̣τίζου»
7ἄλλοι λέγουσιν ἑρμηνευταί—»καὶ ἀκουέτω γῆ ῥήματα ἐκ
8-9στόματος μου». Καί φασιν τοιαύτην εἶναι τὴν παρα‐
10τήρησιν· ὅτε ὁ νόμος πρὸς τοῦ Θεοῦ ἐδίδοτο, ἐπεὶ πλ[η]σίον ἐτύγχανον τῶν οὐρανίων ἔργων, διὰ τοῦτο ὁ οὐρανὸς ἐνωτίζεσθαι παραγγέλ̣λεται, ὅτε δὲ ἀπέστησαν τῆς ἐναρέτου πολιτείας, ὡς ἐγγὺς γενέσθαι τῆς γῆς, τ[ό̣]τε λοιπὸν εἴρηται· «Ἄκουε, [οὐρα]νέ»—πόρρω γὰρ
15αὐτῶν ἐτύγχανεν—»καὶ ἐνωτίζου, γῆ»—πλη̣[σίον
15γ]ὰρ αὕτη διὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑπῆρχεν. [...] ὁ Λάμεχ οὖν 〈οὐκ〉 ἐκ παραλλήλου εἶπεν τὸ »Ἀκούσατε» καὶ «Ἐ[νω]τίσασθε», ἀλλὰ γοῦν οὐκ ἀκαίρως τὴν διαφορὰ[ν] αὐτῶ̣ν κειμένην ἐν τῇ γραφῇ παρετηρησάμεθα· τί δέ ἐστιν ὃ, λέγει, μαθῶμεν·
20»Ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες̣ Λάμεχ· ἐνωτίσασθέ
μου τοὺς λόγους.» Καὶ τὴν φωνὴν οὖν καὶ τοὺς λόγους ἐκ παραλλήλου τις ἂν λέγοι· ὁ δὲ καὶ ἐπὶ τούτων ἀκρίβειαν ζητῶν λέγοι ἂν ὅτι ἐπὶ μὲν τῆς φωνῆς τὸ «Ἀκούσατε», ἐπὶ δὲ τῶν λόγων τὸ ἀκριβέστερον, ὅπερ ἐστὶν τὸ ἐνωτί‐
25ζεσθαι, ἔταξεν. Εἰς ταύτην τὴν διαφορὰν ὁρῶν̣ τις λέγοι ὅτι Ἰωάννης «φωνὴ βοῶντος» ἐτύγχανεν, ἐκλαμβάνων τὴν μὲν πρόχειρον λέξιν τῶν γραφῶν φωνήν, τὸν δὲ
27μυστικὸν νοῦν λόγον. »Ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον

143

εἰς μώλωπά μοι.» Λέγε〈ται〉 ἐν τῇ βίβλῳ τῆς διαθήκης
1ὑπὸ τοῦ Λάμεχ τὸν Κάιν ἀνῃρῆσθαι ἀκουσίως· τοῖχον γάρ τινα οἰκοδομῶν προσανέτρεψεν αὐτόν, ὄπιθεν ὄντος τοῦ Κάιν, ὃς καὶ ἀνῃρέθη ἀκουσίως. Τῷ μὲν οὖν ἀνῃρῆσθαι φησίν, «εἰς τραῦμα ἐμοὶ» γέγονεν, τῷ δὲ μὴ ἑκὼν «εἰς
4μώλωπά μοι». ***
4n—treize lignes en blanc—
5 IV, 25. Ἔγνω δὲ Ἀδὰμ Εὕαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σὴθ λέγουσα· Ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἕτερον ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέκτεινεν Κάιν. Πρότερον διαστέλλοντες τὰ σημαινόμενα τοῦ «ἔγνω»
10τὸ ἐγνωκέναι Ἀδὰμ τὴν Εὕαν γυναῖκα αὐτοῦ οὐ τὸ ἐπί‐ στασθαι ἐλέγομεν, ἀλλὰ τὸ σ̣υ̣ν̣εληλυθέναι, ὅπερ καὶ νῦν σημαίνει. Ἥτις «συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱόν», ὃν «καὶ ἐπωνόμασεν Σὴθ λέγουσα· Ἀνέστησεν γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέ[κ]τεινεν Κάιν». Οἱ τῆς
15Οὐαλεντίνου αἱρέσεως φύσεις διαφόρους εἰσ[άγο]ντες ὡς

144

τὴν μὲν αὐτῶν ἀνεπίδεκτον ἀρετῆς εἶναι, ἥντινα καὶ
1χοϊκὴν καλοῦσιν, τὴν δὲ ἀνεπίδεκτον κακίας, ἣν δὴ καὶ πνευματικὴν ὀνομάζουσιν, τρίτην λέγοντες εἶναι τὴν ψυχικήν, ἥτις μεμιγμένη τις παρ’ αὐτοῖς νομίζεται· καὶ τῆς μὲν ἀνεπιδέκτου ἀρετῆς σημεῖον τὸν Κάιν λαμβάνουσιν,
5τῆς δὲ πνευματικῆς τὸν Ἄβελ, τὴν λοιπὴν ἐπὶ τὸν Σὴθ ἀναφέροντες. Οὐ τοῦ παρόντος δὲ καιροῦ τὴν δυσσεβὴ ταύτην διελέγξαι αἵρεσιν, ἵνα μὴ ὁ λόγος μηκύνηται· σ[..]νομεθα δὲ καὶ τὸν λόγον τῆς Εὕας ὥσπερ μαρτυρίαν εἶναι τοῦ τρόπου τοῦ Σήθ. Ἀντὶ γὰρ σπουδαίου τοῦ
10Ἄβελ οὗτος ἑρμηνευόμενος ‘ποτισμόσ‘· ζωτικῆς δὲ
10χορηγείας τοῦτο σύμβο[λο]ν· ἔδει γὰρ τὸν ‘ἀναφέροντα‘ τοῦτον γὰρ Ἄβελ ἑρμηνεύ[ε]ται—ποτισμὸν ἔχειν ἀδελφόν, ἵνα πρῶτός τις ὢν καὶ τελειότερος ἐκεῖνος ἱερέως δίκην ἀναφέρῃ τῷ Θεῷ τὰς πνευματικὰς θυσίας, ὁ δὲ Σὴθ δευτερεῖα ἄγων προσφέρῃ διὰ ποτισμοῦ καὶ διδασκαλίας
15τοὺς παιδευομέ[ν]ους τῷ Θεῷ, ὃς ἀντὶ Κάιν ὑπάρχει αὐθεκάστου τινὸς ὄντος [κα]ὶ ἐφ’ ἑαυτῷ βαλλομένου·
16κτῆσις γὰρ ἑρμηνεύεται Κάιν. IV, 26. [Κ]αὶ τῷ Σὴθ ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐνώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ θεοῦ.
20 Οἱ ἐξ ἁγίου ἅγιοι πολλάκις καὶ τὴν κατὰ σάρκα γένεσιν ἐξ ἐκείνων ἀπέχουσι καὶ τὴν κατὰ ψυχήν, ὅνπερ τρόπον Ἀβραὰμ τοῦ Ἰσαὰκ πατὴρ γέγονεν καὶ Ἰσαὰκ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσήφ· οὗτοι γὰρ ἅμα τε τῇ ἀνθρωπίνῃ διαδοχῇ ἐξ αὐτῶν ὑπάρχουσιν καὶ μιμηταὶ τῆς ἀρετῆς
25αὐτῶν κατέστησαν. Ὁ δὲ Ἠσαὺ κατὰ σάρκα μόνην γέγονεν τοῦ Ἰσαάκ, ἀλλοτριούμενος αὐτοῦ διὰ γνωμήν· φαῦλος γὰρ ἐτύγχανεν. Ὁ Σὴθ οὖν ἀντὶ τοῦ δικαίου τεχθεὶς γεννᾷ τὸν Ἐνὼς δίκαιος δίκαιον, ὃς ἀντὶ τοῦ
28κυρίου ὀνόματος ἄνθρωπος καλεῖται, τῆς τοιαύτης προση‐

145

γορίας, τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὴν ἀρετὴν δηλούσης, σῳζούσης τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ τὴν τοῦ ὄντως ὄντ[ο]ς ἀνθρώπου κατάστασιν· Ἐνὼς γὰρ παρ’ Ἑβραίοις ἄνθρωπός ἐστιν.
3 Ἀμέλει γοῦν καὶ τὸ ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου προσάπτει αὐτῷ· «Οὗτός» φησιν «ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα
5Κυρίου»· προσήκουσα δὲ αὕτη ἀνθρώπῳ ἐναρέτῳ πρᾶξις· ἐλπὶς δὲ ἡ τῷ ὄντι αὕτη ἐστὶν τὸ ὁμοιωθῆναι τῷ Θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν· ἐλπίζειν δὲ ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα
7Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἅμα καὶ ὑπὸ ἐξουσίαν καὶ ὑπὸ τὴν διδασ‐
καλίαν τὴν θείαν ἐστὶν ἑαυτὸν ὑποτά[τ]τοντος. V, 1—2. Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων. Ἧι ἡμέρᾳ
10ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀδάμ, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν· ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς, καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐπων[ό]μασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν Ἀδάμ, ᾗ ἡμέρᾳ
12ἐποίησεν αὐτούς. Βίβλ[ον] ἐνταῦθα τὴν διήγησιν τὴν περὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς διαδοχῆς αὐτοῦ ἕως τῶν παρόντων ἐκάλεσεν.
14Πρὸ μὲν οὖν τῆς ἕκτης ἡμέρας, καθ’ ἣν ὁ ἄνθρωπος συνέστη,
15»βίβλος» ἐλέγετο «οὐρανοῦ καὶ γῆς»· ὅλην γὰρ ἐκείνην τὴν διήγησιν τοῖς πρ[ὸ] τοῦ ἀνθρώπου γεγονόσιν ἀπένειμεν, ἄλλην ἀρχὴν τῆς τῶν [ἀνθρώπων] γενέσεως κατατιθέμενος· γένεσιν δὲ τὸν λόγον δ̣ιαγρ[άφοντα] τὴν
18ποίησιν αὐτοῦ φησιν, ὡς καὶ περὶ τοῦ Ἰησοῦ εἴρηται· »Βίβλ[ος γε]νέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ», τὴν κατὰ σάρκα
20λέγων· ἡ γὰρ ἀΐδιος ἄγν[ωστος] ἀνθρώποις· λέγεται
20γάρ· «Τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» Ὥ[σ]περ δὲ οὐ πλῆθος ἡμερῶν τὰς ἓξ ἡμέρας ἐλέγομεν εἶναι, οὕτως οὐδὲ τὴν μίαν· οὐ γὰρ ἐν χρόνῳ Θεὸς δημι‐ ουργεῖ. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ τὰς πράξεις χρόνῳ συμμε‐ τρουμένας ἔχουσιν, Θεὸς δὲ οὐχ οὕτως· «Αὐτὸς̣» γὰρ
24»εἶπεν καὶ ἐγεννήθησαν», καὶ οὐκ ἔχομεν διαστεῖλαι τὸ
25θελῆσαι τοῦ ὑπᾶρξαι ὃ βούλεται ὑποστῆσαι, τάξεως δ’ ἕ〈νεκεν〉, ὡς εἴρηται, ὁ πρῶτος ἐν τελείοις εἴλημπται. Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τὸν ἄνθρωπον γεγονέ‐ ναι τότε ὁμοίως εἴρηται.
28Τὸ δὲ «καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς» ἐμφατικὸν τοῦ ἀγαθοὺς

146

εἶναι· εὐλογία γὰρ εἰς ἀγαθοὺς φθάνει· «Οὗτος» γὰρ «λήμψεται εὐλογίαν παρὰ Κυρίου». Σημειωτέον ὅτι ἀμφοτέρους Ἀδὰμ καλεῖ, καὶ περὶ τοῦ «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» εἰπόντες ἐν τοῖς
4πρώτοις, οὐ παλιλλογήσομεν.
5 Εἰ δὲ καὶ τὸ Ἐνὼς καὶ Ἀδὰμ τὸν ἄνθρωπον σημαίνει, οὐ ξενιστέον· παρ’ Ἑβραίοις γὰρ πολυώνυμος ὁ ἄνθρωπος, ὥσπερ καὶ παρὰ τοῖς ἑλληνιστὶ λαλοῦσιν ἄνθρωπον, μέροπα, βροτόν, φῶτα· ἐτυμολογίαις δὲ ταῦτα ὑποπίπτοντα φύσει καὶ οὐ θέσει εἰσίν, ὡς καὶ πρότερον εἴρηται.
10 V, 3—5. Ἔζησεν δὲ Ἀδὰμ τριάκοντα καὶ διακόσια καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν α[ὐτ]οῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ. Ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι Ἀδὰμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σὴθ ἑπτα‐ κόσια ἔτη, καὶ ἐγέννησεν υ[ἱο]ὺς καὶ θυγατέρας. Καὶ ἐγένον‐
15[το π]ᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἀδὰμ ἃς ἔζησεν τριάκοντα καὶ
ἐν[νακόσ]ια ἔτη καὶ ἀπέθανεν. [Ἡ ζωὴ μ]ὲν ἀνθρώπων νῦν εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν συντέτμηται· ῥ[ηθήσ]εται γὰρ ὕστερον ἐκ τῶν ἱστοριῶν οὕτω κατ’ ὀλίγο[ν] χωρῆσαν τὸ πρᾶγμα, ὡς καὶ προανα‐
20φωνηθῆναι πρὸς τοῦ Θεοῦ λέγοντος· «Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἔτη ἑκατὸν εἴκοσι», εἴρηται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ ψαλμῳδοῦ· «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυνα‐
25στείαις ὀγδοήκοντα ἔτη, τὸ δὲ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος»· τὰ γὰρ μετὰ τὸ ὀγδοηκοστὸν ἔτος τῆς ζωῆς πόνος ἐστὶν καὶ κόπος. Τότε δὲ οὐδὲ ταχέως ἐγήρων·

147

ἑκατὸν γοῦν καὶ ἑξήκοντα ἐτῶν ἀκμαῖς ἐδόκουν εἶναι. Καὶ εἰκότως γε κατ’ ἀρχὰς πολυχρόνιοι οἱ ἄνθρωποι ἐτύγχανο[ν], ἵνα μή, ὠκυμόρων αὐτῶν τυγχανόντων,
3ἐπιλείψῃ τὸ τῶ[ν] ἀνθρώπων γένος ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς κατα‐ γόμενον· οὕτω γὰρ καὶ πλείονα〈σ〉 ἐγ〈έν〉νων, τοῦ χρόνου
5τῆς ζωῆς πλείονος ὄντος, ἑνὸς δὲ μνήμη γίνεται διὰ τὸν τῆς διαδοχῆς λόγον, τῶν πρωτο[τό]κων ὀνομαζομένων. Εἰ δέ τις λέγοι· Καὶ μὴν Σὴθ τρίτος, οὐ πρωτότοκος, ἐστίν, λεκτέον ὡς οὔτε ἀπὸ Κάιν ἔπρεπεν φαύλου ὄντος οὔτε ἀπὸ Ἄβελ ἀτέκνου ἀναχωρήσαντος, διόπερ εἰκότως
10ἀπὸ τοῦ Σὴθ τρόπον τινὰ πρωτοτόκου ὑπάρχοντ[ος]. Τὸ δὲ «κατὰ τὴν ἰδέαν» καὶ «κατὰ τὴν εἰκόνα» δόξει μὲν ἁπλ[ο]ύστερον λαμβανόμενον ταὐτὸν ἂν εἴη, ὁ δὲ φιλοτεχνῶν λέγοι ἂν ὅτι κατὰ μὲν τὴν ἰδέαν τῷ ***, »κατὰ» δὲ «τὴν εἰκόνα» τῷ ***.
15Ταῦτα μὲν οὕτω νῦν ἀποδέδοται· εἰ δέ τις καὶ τῷ
πλήθε[ι τῶν ἐ]τῶν καὶ τῇ ἑρμηνείᾳ τῶν ὀνομάτων 〈τῶν〉 γεννωμένων ἔ[νσχοι, Φί]λων ἀποδοίη λόγον μυστικὸν μετὰ τοῦ μὴ ψυχρολογ[εῖ]ν̣· πρόσεστε οὖν τούτῳ, ὠφέλιμον
18γάρ. V, 6—8. Ἔζησεν δὲ Σὴθ πέντε καὶ διακόσια ἔτη καὶ
20ἐγέννησεν τὸν Ἐνώς. Καὶ ἔζησεν Σὴθ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἐνὼς ἑπτὰ ἔτη καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. Καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Σὴθ δώδεκα καὶ ἐννακόσια ἔτη καὶ ἀπέθανεν. Ὁμώνυμος δέ ἐστιν οὗτος ὁ Ἐνὼς τοῦ πρὸ τούτου, ὃς
25υἱὸς ἦν τοῦ Κάιν. Οὗτος δὲ ὁ Ἐνὼς ἔζησεν ϡ καὶ ἀπέ‐ θανεν· υἱὸς δὲ αὐτοῦ Καινάν, ὃς καὶ αὐτὸς ἔζησεν ι καὶ ϡ καὶ ἀπέθανεν· υἱὸς δὲ τούτου Μαλελεήλ, καὶ τούτου δὲ ὁ χρ[ό]νος ἐν πέντε καὶ ἐνενήκοντα ἔτεσιν συνετελέσθη·
28καὶ τούτου δὲ υἱὸς Ἰάρεδ, ὃς ἔζησεν δύο καὶ ἑξήκοντα

148

ἔτη καὶ ἐννακόσια καὶ ἀπέθανεν, ὃς ἐ[γ]έννησεν τὸν Ἑνώχ. V, 21—24. Καὶ ἔζησεν Ἑνὼχ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑ[κα]τὸν ἔτη καὶ ἐγέννησεν τὸν Μαθουσαλά, εὐηρέστησεν δὲ Ἑνὼ[χ] τῷ Θεῷ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Μαθουσαλὰ
5διακόσια ἔτη, καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας. Καὶ
5ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἑν[ὼ]χ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ τριακόσια ἔτη. Καὶ εὐηρέστησεν Ἑνὼχ [τ]ῷ Θεῷ, καὶ οὐχ ηὑρίσκετο̣, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός. Τὴν περ[ὶ τοῦ] Ἑνὼχ λέξιν παραλαβὼν ὁ Ἀπόστολος
8ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους λέ[γ]ει· «Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον». Περιγράφετα[ι] δ̣’ ἡ ζωὴ αὐτοῦ
10εἰς ἀριθμὸν ἡμερῶν ἐνιαυτὸν καὶ λοιπὸν μετε[τ]έθη, ὅπερ συνετῶς λογίσαιτο ἄν τις ὅτι τελειότητος καὶ πληρό[τ]ητος ἐπειλημμένος κατὰ τὴν ἐν ἀνθρώποις ὑπᾶρξαι ὀφείλουσαν ἀρετὴν μετετέθη [εἰς] τὰ κρείττονα. Ἡ δὲ μετάθεσις [α]ὐτοῦ οὐ κατὰ τοὺς ἄλλους γέ[γονεν] ἀνθρώπους· τὰ
15γὰρ τῶν ἄλλων σώ̣ματα ἐνταῦθα διαμείναν[τα καὶ δια]λυ‐ θέντα ἐχωρίσθη τῶν ψυχῶν, περὶ δὲ τούτου λέγε[ται ὅτι
16μ]ετετέθη, περὶ οὗ νοοῦμεν ὅτι ἢ ὡς Ἠλίας ἀνελήμφθη ἢ καθ’ ἕ[τ]ερον τρόπον εἰς θεῖον ἡρπάγη χῶρον. Ἐνταῦθα λοιπὸν σκοπεῖν προσήκει τὸ ὑπὸ Παύλου εἰρημένον «Καὶ καθὼς ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ
20ἀποθανεῖν» πῶς ἀληθεύεται. Εἰ γὰρ οὗτοι, Ἠλίας λέγω καὶ Ἑνώχ, μετὰ τῶν παχυτάτων σωμάτων ἄχρις̣ καὶ
21νῦν καὶ τοῦ παντὸς αἰῶνος ἔσεσθαι μέλλοντες ἀνελήμ‐ φθησαν, ψευδὴς ὁ λόγος ὁ περὶ τοῦ δεῖν πάντας ἀνθρώπους ἀποθανεῖν παρὰ Παύλου τοῦ σοφοῦ καὶ ἁγίου λεγόμενος. Ἀλλ’ οὐ ψευδής. Θεωρίαν ἄρα πρέπουσαν ἔχει τὸ προ‐
25κείμενον, εἰ καὶ μὴ τῷ εἰθισμένῳ τ̣ὸ νῦν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις θανάτῳ κεκοινωνήκασιν, ἀλλὰ τῷ τὴν ἔνυλον ζωὴν ἀποτεθεῖσθαι κατὰ τὸν ἀπόρρητον ἡμῖν τοῦ Θεοῦ
27λόγον τὸ θνητὸν αὐτῶν δεῖ νο̣ῆ̣σαι. Εἰ γὰρ «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» ὁ Σωτήρ, καὶ τούτων ἂν εἴη πρωτότοκος.

149

Ἄδοξον γὰρ τὸ ἐκτὸς αὐτοὺς εἶναι τοῦ τοιούτου λόγου, ἄλλως τε, εἰ οὐκ ἀπέθε〈ν〉το τὴν ἔνυλον ζωήν, ὡς εἴπομε[ν, ο]ὐδὲ τῆς θείας ἀναστάσεως κεκοινωνήκασιν, καθ’ ἣν ἐξ ἀτίμ[ο]υ ἔντιμον, ἐξ ἀδόξου ἐπίδοξον, ἐξ 〈ἀ〉σθενοῦς
4δυνατόν, ἐξ ψυχικοῦ πνευματικὸν ἀπολημψόμεθα πάντες τὸ
5σῶμα.
5 Εἰ δέ τῳ φίλον κα̣[ὶ] τὴν βίβλον τῆς διαθήκης ἀναγιγνώ‐ σκειν, γνώσεται ὡς [εἰς] τὸν παράδεισον ἡρπᾶσθαι λέγεται· καὶ τοῦτο γὰρ εἰδέναι, [εἰ κα]ὶ μὴ ἐξ ἀναντιρρήτου βιβλίου ἐστίν, οὐκ ἄτοπον. Εἰσὶ δὲ οἳ τὴν μετάθεσιν τὴν ἐκ τρόπου εἰς τρόπον φασὶν εἶναι, καθ’ ἣν [το]ῖς μαθηταῖς ὁ Σωτὴρ
10ἔλεγεν· «Οὐκέτι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου [ἐσ]τέ, ἐγὼ δὲ ἐξελεξάμην ὑμᾶς», τῆς ἐκλογῆς μετάθεσιν ἐκ τῶν κοσμικῶν ποιούσης, καὶ ἕτερον δὲ ῥητὸν τούτου κατα‐ σκευαστικὸν δέχονται· «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβε‐ βή[κ]αμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴ[ν ζω]ήν»· οἱ γὰρ
15μεταβεβηκότες ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ ἑπ[ομένου] τῇ κακίᾳ ἐπὶ τὴν ζωὴν τὴν ἐξ ἀρετῆς μετεληλύ[θαμεν]. Αὕτη δὲ
16ἡ ἀπόδοσις οὐ μόνῳ τῷ Ἑνώχ, ἀλλὰ καὶ πᾶ[σι]ν τοῖς ἁγίοις ἁρμόζει· διόπερ ἐπιστῆσον εἰ τὴν προτέραν ἐγκρίναι προσήκει. V, 32. Καὶ ἦν Νῶε ἐτῶν φ, καὶ ἐγέννησεν Νῶε τρεῖς
20υἱούς, τὸν Σήθ, τὸν Χάμ, τὸν Ἰάφετ. Παρατηρητέον ὅτι οὐκ εἶπεν ἐπὶ τούτου πόσων ὑπάρχων ἐτῶν ἤρξατο γεννᾶν, ἀλλὰ φ τυγχάνων εἶχεν τρεῖς οὐχ ἅμα γεννηθέντας υἱούς. Εὖ δὲ καὶ ὅτι οὐ θυγατέρας γεγεννηκέναι ἀναγέγραπται, ἀλλ’ υἱούς, διὰ
25συμβόλου δεικνυμένο̣υ ὅτι οὐ θηλυτόκος ὁ δίκαιος, ὡς καὶ περὶ Μωσέως καὶ Ἀβραὰμ ἀναγέγρα[πτ]αι· οὐδὲ γὰρ οὗτοι θυγατέρας ἔσχον. Μακαρίζεται γοῦν τις κατὰ

150

ψυχὴν πατὴρ εὐτόνων γεννημάτων ὑπάρχων, ἀκούων·
»Μακάριο[ς] εἶ καὶ καλῶς γὰρ ἔσται. Οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κ[ύκλ]ῳ τῆς τραπέζης σου· οὕτως
3εὐλογηθήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον». Αἰσθητῶν δὲ σύμβολα τυγχάνουσιν αἱ θυγατέρες. Αὐτίκα
5γοῦν καὶ ὁ τύραννος Φαραὼ φιλοπαθὴς [ὢν] τὰ γεννώμενα παρὰ τοῖς Ἑβραίοις ἄρρενα ἀνῄρει, τὰ [θή]λεα περιποι‐ ούμενος. Τὰ γὰρ γεννήματα τῆς ψυχῆς τὰ [ε]ὔτονα οἱ περὶ τὰ κάτω στρεφόμενοι ἀναιρεῖν σπουδάζουσιν, χαίροντες περὶ πλοῦτον καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Αὐτίκα γοῦν κ[αὶ] τὸ
10ἑξῆς ῥητὸν τοῦτο παιδεύει· ὡς γὰρ πλῆθος ἐγένοντο, [θ]υγατέρες αὐτοῖς ἐγεννή〈θη〉σαν αὐτοῖς.
11 VI, 1. Καὶ ἐγένοντο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγα[τ]έρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. [Τὸ «πολ]λοὶ» δυνατὸν καὶ ἐπὶ πλήθους, ἐφ’ οὗ μάλιστα καὶ κυριόλε[κτον, ἐκλ]αμβάνεσθαι καὶ ἐπὶ τοῦ
15χυδαίου. Καὶ ἐν τῇ Ἐξόδῳ γὰρ [εἴρηται· «Κ]αὶ ἐπλη‐ θύνθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ χυδαῖοι ἐγένον[το]». Ἀλλὰ
16καὶ τὸ «Πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου» ἀντὶ το[ῦ] ‘χυδαῖ‐ οι‘· οὐ γὰρ σπουδαῖα ἐπιφέρουσιν ῥήματα. Καὶ Παῦλος δὲ λέγων· «Οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου», τοὺς ἠμελημένους δηλοῖ.
19Εὖ δὲ καὶ τὸ «ἐπὶ τῆς γῆς» λέγειν τούτους πεπλη‐
20θύνθαι· γήϊνα γὰρ φρονοῦντες εὐτελεῖς ἦσαν καὶ τοῖς πολλοῖςμᾶλλον οἰκειότεροι· οὐ γὰρ ἐν οὐρανῷ οὗτοι,
21ἀλλ’ ἐπὶ γῆς. Εἰκότως δὲ «καὶ θυγατέρες αὐτοῖς ἐγεννήθησαν αὐτοῖς»·
θηλυτόκον γὰρ ἠμελημένον ὁ φαῦλος. VI, 2. Ἰδόντες δὲ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας
25τῶν ἀνθρώπων 〈ὅτι καλαί εἰσιν〉, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας
25ἀπὸ πάντων ὧν ἐξελέξαντο. Παρὰ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί· διόπερ ὁ χωρὶς

151

τῆς̣ εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίδος τῇ συζυγίᾳ χρώμενος [ἑ]αυτῷ καὶ οὐκ ἐκ Θεοῦ δέχεται, ἐπεὶ καὶ τῷ Ἀδὰμ ὁ Θεὸς [τὴ]ν γυναῖκα ἤγαγεν. Ὠφέλιμον οὖν καὶ τὸ ῥητὸν πρὸ[ς τ]ὸ μὴ χωρὶς Θεοῦ τι ποιεῖν. Ὁ γὰρ τὸν τίμιον γάμον σπου‐
5δάζων οὐκ εἰς πλοῦτον ὁρᾷ, οὐκ εἰς εὐγένειαν, οὐκ εἰς εὐμορ[φίαν], ἐὰν ἀκόλαστος ᾖ. Οὕτω καὶ ὁ ἅγιος Ἀβραὰμ ἐ[κπ]έμπει τὸν ἑαυτοῦ παῖδα πρὸς μνηστείαν τρόποις [...]ομένην δέξασθαι τῷ Ἰσαὰκ προστεταγμένος. Ἀμέλει γοῦν καὶ τὸ συγγραφικὸν Πνεῦμά φησιν περὶ αὐτῆ[ς·]
10»Παρθένος ἦν· ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν», διὰ μὲν τοῦ »π[αρθ]ένος ἦν» καὶ τὴν τῆς ψυχῆς δεικνὺς καθαρότητα, διὰ δὲ τοῦ «ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτὴν» αὐτὸ τοῦτο τὸ τοῦ σώμ[ατ]ος ἀδιάφθορον. Καὶ ὅτι οὐ πᾶς γάμος ἐκ Θεοῦ ἐστιν, γρ[ά]φει Παῦλος· «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες
15ἀπίστοις», ὅπερ οἰκείως ἐν ἀρχῇ τοῦ κηρ̣ύγ̣μ[α]τος προσέταττεν, εἰ καὶ φαίνεται ὁ Παῦλος .....[.] «Εἴ τις γυναῖκα ἔχει ἄπιστον»· δῆλον γὰρ ὅτι πρὸ πίστεως ἦσαν συναφθέντες, οὓς οὐκ ἐβούλετο διαιρεῖσθαι μετὰ τὴν
18πίστιν ἵνα μὴ ὁ λόγος ἐμποδίζηται. Καὶ πρὸς ἀλληγορίαν δὲ γνώμην καὶ εὐσέβειαν καὶ
20σοφίαν συνάπτει Θεὸς ἀνδρί, ἵν’ ἀπογεννήσῃ ἀρετάς· »Ἡ σοφία» γοῦν «τίκτει ἀνδρὶ φρόνησιν», καὶ Σολομὼν
δέ φησιν περὶ τῆς σοφίας· «Ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς» καὶ ἤγαγον αὐτὴν πρὸς συμβίωσιν ἐμαυτῷ. Ταύτην τὴν γυναῖκα ὁ Θεὸς ἁρμόζει· ὁ γὰρ
24»Κύριος δίδωσιν σοφίαν».
25 Οὗτοι οὖν περὶ ὧν τὰ προκείμενα ἑαυτοῖς ἔλαβον γυναῖκας, οὐκ ἐκδεξάμενοι παρὰ Θεοῦ το[ῦτο] γενέσθαι. Τοῦτο γὰρ αὐτῶν ἐλέγχει τὴν ἄλογον ἐπιθυμίαν ὅτι πρὸς

152

εὐμορφίαν ἔβλεψαν· τὸ γὰρ «καλαὶ» τοῦτο σημαίνει. Ζητ[ε]ῖται παρὰ πολλοῖς πότερον ἄγγελοι φύσει συνεμί‐ γησαν ταῖς γυναιξὶν ....ν ἕτερον ἔχει τὸ λεγόμενον. Ἔ[νιο]ι μὲν οὖν φασιν ἡδυπαθεῖς δαίμονας ἐρασθέντας
5[σ]ωμάτων γυναιξὶν συνεύνασθαι, ἀλλὰ τοῦτο νοεῖν κωλύει ἡ γενομένη ἐξ αὐτῶν σύλλημψις· οὐ γὰρ οἷόν τ[ε] ἀνθρώ‐ πων διαδοχὴν ὑπᾶρξαι οὕτως. Ἕτεροι δέ φασιν ὅτι [ἄγ]γελοι τῶν σωμάτων ἐπιθυμήσαντες αἰσθήσει συνε‐ [πλ]ά̣κησαν Θεοῦ τοῦτο οἰκονομοῦντος, ἵνα κορεσθέντες
10τοῦ πόθου ἐπιστρέψωσιν εἰς ὃ καταλελοίπασιν, ἀλλη‐ γο[ρο]ῦντες δὲ τὰς γυναῖκας εἰς τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ
11σώματα τοῦτό φασιν, ἐξ ὧν γίγαν[τας τ]οὺς λογισμοὺς
12,20καὶ πράξεις ἀπεγέννησαν. Εἰσὶ δ’ οἱ φάσκοντες ὡς
21δαίμονες δι’ ἡδυπαθείας ὀργάνῳ χρῶνται φαύλοις ἀνθρώ‐ ποις, δι’ ὧν ὥσπερ οἷόν τε συνεῖναι γυναιξίν, τῇ ἀπ’ ἐκείνων
ἁμαρτίᾳ αὐτοὶ ἡδόμενοι. VI, 3. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεός· Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ
25πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι
25αὐτοὺς σάρκας. Τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα παραμένει ἐν τοῖς ἀνωτέρω χωρήσασιν τῶν ὑλικῶν, δι’ ἃ σάρκες λέγονται οἱ προσ‐ πελ[άζ]οντες αὐτοῖς, σαρκῶν νοουμένων τῶν ὑλικῶν καὶ ἐμπαθῶν καταστάσεων. Οὐ γὰρ τὴν πρόχειρον
30σάρκα λέγει· οὕτω γὰρ ἂν συνέβ[α]ινεν μηδένα ἄνθρωπον
30μετέχειν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲ [ἔσ]τι[ν] ἄλλη

153

σὰρξ παρὰ ταύτην τὴν ὁρ[ω]μένην ἣν περικείμεθα, Παῦλος γράφει· «Τὸ φρόνημα τῆς σαρκ̣[ὸς] ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται, οὐδ[ὲ γ]ὰρ δύναται· οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύναν‐
5ται»· εἰ γάρ τις σάρκα λάβοι τὴν ὁρωμένην, πολλοὶ
5σὺν αὐτῇ Θεῷ [ἤρε]σαν, οἱ ἅγιοι πάντες. Καὶ πάλιν λέγων »Ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ [ἐν σ]αρκί, ἀλλ’ ἐν πνεύματι», τὴν ψεγομένην σάρκα σημαίνει· ἐν σαρκ̣[ὶ γὰρ ἦ]σαν ἔτι,

152

(19)

τοῦτο τῷ ζῆν ἔχοντες. [152]Εἶτα λέγεται σὰρξ ἣν
20περικείμεθα καὶ τὸ ἄλογον ζῷον καὶ ὁ ἄνθρωπος·

153

(8)

»Ἐκχεῶ 153γὰρ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», ἀντὶ τοῦ ἐπὶ ἀνθρώπους, «καὶ ὄψεται πᾶσα
10σὰρξ τὸ [σω]τήριον τοῦ Θεοῦ». Λέγεται δὲ καὶ ἡ λέξις
10τῆς γραφῆς σάρξ· «Ἡ σὰρξ» γάρ φησιν «οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν, τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοπ[οι]οῦν». Ψιλῶς γὰρ ἡ γραφὴ λαμβανομένη καὶ αἰσθητῶς οὐ [ζω]οποιεῖ, ὡς εἰ λέγοιμεν ὅτι καὶ ὁ κατὰ γεωμετρίαν σχήματα π[οιῶ]ν ὠφελεῖ, ὁ δὲ μόνον ἄνευ λόγου τοῦτο ποιῶν ἐλάττων
14ἂν εἴη ζωγράφου.

152

(12-13)

Ἐπεὶ οὖν πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι γεγενημένοι
14φαυλ[ότη]τος ἦσαν πλήρεις, οὐ μὴ κατοικήσει, φησίν,
15τὸ πνεῦμά μου ἐν αὐτοῖς· «Ἅγιον γὰρ πνεῦμα παιδεί[α]ς
15φεύξεται δόλον»· χείριστον δὲ πάθος ὁ δόλος· ἀπρονοή‐ τως γὰρ βλάπτει. Τὸ δ’ «εἰς τὸν αἰῶνα» σημαίνοι ἂν τὸ διὰ βίου αὐτῶν
17ὁπόσον τοιοῦτοί εἰσιν. Τούτω̣ ἰσοδυναμεῖ τὸ «οὐ [μ]ὴ φαγῶ κρέας εἰς τὸν αἰῶνα». Εἴτ’ οὖν ἄνθρωποι ὑπὸ δαιμόνων ἐλαυνόμενοί εἰσιν

153

(15)

θυγατέρας δεξάμενοι, εἴτε, ὡς προαποδέδοται, οἱ ἄγγελοι αἰσθήσεων ἐπιθυμηταί, οὐδὲν τούτοις τὸ πνεῦμα καταμένει. Ὅσοι γὰρ πάθει καὶ ἁμαρτήμασιν ἐπὶ τούτῳ ἦλθον, δῆλον ὡς ἀμετόχως ἔχουσι π[ν]εύματος θείου· οὐδὲ γὰρ οἱ διὰ βοήθειαν ἐλθόντες πνεύματος θείου
20στέρονται. Εἰ δέ τις ξενίζοιτο ἐπὶ τῷ τὰς ψυχὰς ἀγγέλους εἰρῆσθαι, οὐ δεῖ θαυμάζειν· τὸ γὰρ νοερὸν ἀμφοτέρων ταὐτόν, κἂν ἄγγελος λεπτὸν ἔχῃ σῶμα, ὁ δὲ ἄνθρωπος παχύ· κοινὸν γὰρ ἀμφοτέροις τὸ Θεῷ ἀρέσκειν, ἐπεὶ
23καὶ τὸ τῆς λογικῆς φύσεως κοινόν. Εἰ δὲ καὶ ἔνστασίν τις κομίζοι ὅτι πῶς αἱ προϋπάρχουσαι ψυχαὶ σωμάτων ἐπεθύ‐
25μησαν, ὧν οὐκ ᾔδεσαν, πρὸς ὃν λεκτέον ὅτι τὸ ἐπιθυμεῖν λέγεται πολλάκις οὐχ ὡς πάντως τοῦτο εἰς ὃ αἱ πράξεις ἄγουσιν ἐπιθυμεῖν. Πολλάκις γοῦν καὶ ἐπιτιμῶντες τοῖς οὐ καλῶς πολιτευομένοις [ὅτι] ‘ἐπιθυμεῖς ἀπολέσθαι‘, οὐ τοῦτό φαμεν ὅτι ‘αὐτὸ τοῦτο ποθεῖσ‘ ἀλλὰ ‘τοιαῦτα
30πράττεις ἃ ἄγει σε εἰς ἀπώλειαν‘. Εἰ οὖν τις λέγοι ὅτι ἐπεθύμησαν αἱ ψυχαὶ σώματα, οὕτω δεῖ δι[ανο]εῖσθαι
ὅτι τοιαύτης καταστάσεως ὑπήρξαντο, ἥτις χρε[ία]ν εἶχεν

154

τῆς ἐν σώματι διαγωγῆς, ἀναξίων αὐτῶν οὐσῶν μετὰ πράξε[ω]ν τοιούτων ἐν χ̣ωρίῳ εἶναι μὴ τοιούτῳ. VI, 3. Ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν ε[ἴκ]οσι ἔτη. Πᾶν ὃ ποιεῖ καὶ λέγει Θεός, κρίσει τιν[ὶ] ἀληθινῇ καὶ
5πο[ι]εῖ καὶ λέγει. Ἐπεὶ οὖν ὡς ἀναγκαῖον λέγ[ει τ]ὸ »ἔσονται αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι», οὐ φα[ίνε]ται δὲ τοῦτο, ἀναγκαῖον ἑτέρως θηρεῦσαι τὴν τοῦ προ[κει]‐ μένου διάνοιαν. Οἱ παραλαμβανόμενοι ἐν ταῖς γραφαῖς ἀριθμοὶ οὐχ ὡς ἔτυχεν παρελήμφθησαν, ἀλλὰ λόγου
10τινὸς χ̣[άρ]ιν· πολλάκις οὐδ’ οἰκείως τῇ ἱστορίᾳ εἰσά‐ γονται, λόγου τ[ιν]ὸς ἕνεκα παραλαμβανόμενοι. Τὸ γὰρ εἰπεῖν «Κατέλιπον [ἐμ]αυτῷ ἑπτακι〈σ〉χιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν [γό]νυ τῇ Βαὰλ» τὴν ἱστορί[αν]
13οὐκ ἔχον—οὐδὲ γὰρ ἐλάνθανον τοσοῦτοι τὸν ἅγιον—
14-15διε̣λήμφθη τῆς διανοίας χάριν δηλούσης ὅτι πᾶς ὁ ὑπερβὰς
16τὰ αἰσθητὰ καὶ τὸν ἐν ἓξ ἡμέραις γενάμενον κόσμον, ἐν τῇ ἑβδομάδι τῇ ἀνα̣γ̣ω̣γικῇ γεγενημένος, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καταλείπεται σκοπὸς τῶν ἄλλων καὶ ὄφελος. Οὕτω καὶ
18ὁ ἓξ ἀριθμὸς εἰς τὴν γένεσιν το̣ῦ̣ κ̣όσμου παρείλημπται ὡς τέλειος, καθὰ καὶ ἐν τοῖς φθάσασιν εἴρηται. Καὶ τὸ
20»Ἑξάκις ἐξ ἀναγκῶν ἐξελεῖται» οὐ διὰ τὸν ἀριθμὸν ἢ διὰ τ̣ὸ̣ τ̣οσαυτάκις ῥύεσθαι ἀπὸ ἀναγκῶν εἴρηται, ἀλλ’ ἐπεί, ἕως τις ἐ̣ν̣ τοῖς πράγμασιν τοῦ ἐν ἓξ γενομένου ἐστίν, ὑπὸ ἀνάγκας ἐστ̣ίν, οὕτως εἴρηται· τῆς κατα‐
23παύσεως, ἣ διὰ τοῦ ἑβδόμου δηλοῦται, κάθ̣α̣ρ̣σιν οὐκ ἔχουσιν, ὡς εἴρηται τοῖς μαθηταῖς πρὸς τοῦ Σωτῆρος· «Οὐχ
25[ὑμεῖς] ἐστὲ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ὑπερβάντες τὰς ἐν
25αὐτῷ [ἀνά]γκας. Ταῦτα δὲ προκατεσκευάσθη πρὸς τὸ δειχθῆναι ὡς οὐ μάτην ὁ ἑκατὸν εἴκοσι ἀριθμὸς ἐνταῦθα παρείλημπται·

155

δεῖ δὲ καὶ τοῦτο ἐπ̣ιτηρεῖν, ὅτι ἡ γρα[φὴ] παραλαμβάνουσα τοὺς ἀριθμοὺς συνάπ̣τ̣ε̣ι αὐτοῖς οἰκεῖα ὡ[ς ἐπ]ὶ τοῦ ἐν ἓξ ἡμέραις κόσμου γεγενημένου. Λάβωμέ[ν τι] παρά‐ δειγμα. Οὐ γὰρ φέρε εἰπεῖν ἐν ἓξ ἀγγέλοις ἢ ἐ[ν ἓξ]
5μονάσιν ἢ ἐν ἓξ ἀνθρώποις 〈π〉εποίηκεν ὁ Θ̣εὸς τὸν κόσμον· χ[ρόνος] γὰρ ἐδηλοῦτο. Προσφόρως οὖν ἐν ἓξ ἡμέραις εἴ[ρηται δ]ιὰ τὸ ἕπεσθαι τῇ γενέσει χρόνον, οἰκείως τῇ ἡμ[έρᾳ συγχ]ρώμενος, ἵνα μὴ ἔτη ἢ μῆνας ἢ
8ὥρας· τὸ μὲ[ν γὰρ ἀ]νάξιον τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ ἀτελοῦς ὄνομα· μὴ γὰρ εἰδ[ότες ἡ]μέραν τί ἐστιν, ὥραν ἠγνοοῦ‐
10-11μεν. Καὶ ἐνταῦθ[α δέ], ἐπεὶ περὶ ζωῆς ἦν, ἐτῶν ἐμνη‐
12μόνευσεν. Κα[ὶ ... ὁ] πολὺς λέξει ὡς συντέμνων ὁ Θεὸς αὐτῶν τὴν [ζωὴν] εἰς ἑκατὸν εἴκοσι αὐτὴν περιέστησεν, τῶν π[ροτέρ]ων πολλοῖς ἔτεσιν ἐπιβιούντων· ἀλλὰ τοῦτο
15[οὐ προ]σῆκεν· φαίνονται γὰρ πλείονα ἔτη ζήσαντες. Ἴ[δωμε]ν τοίνυν τὸ ἰδίωμα τοῦ ἀριθμοῦ. Λέγεται τοίνυν ὅ[τι οὗτος] ὁ ἀριθμὸς ἐκ τῶν ἑαυτοῦ μερῶν συντεθέντων δι[πλασιά]ζεται· ἐὰν γὰρ συντεθῇ τὸ ἥμισυ, ὅ ἐστιν ἑξήκον[τα, τρ]ίτον μ, τέταρτον λ, πέμπτον εἴκοσι τέσσερα,
20ἕκτο[ν] εἴκοσι, ὄγδοον δέκα πέντε, δέκατον ιβ, δωδέ‐ κατ[ον] ι, πεντεκαιδέκατον ὀκτώ, εἰκοστὸν ϛ εἰκοστο‐ τέ[ταρ]τον πέντε, τριακοστὸν τέσσερα, τεσσερακοστὸν τρεῖσ[, ἑξ]εκοστὸν δύο, ἑκατοστοεικοστὸν ἕν, ἀποτελεῖ τὸν δ[ιακό]σια τεσσεράκοντα, διπλασίονα ὄντα τοῦ ἑκατὸν
25εἴκο[σι, οὗ] τὰ μέρη δέκα πέντε τυγχάνει, ὅσπερ δέκα πέντε αὐ̣[ξόμ]ενος κατὰ παραύξησιν ποιεῖ τὸν ἑκατὸν
26εἴκοσι. Ὁ δὲ δέκ[α π]έντε ὅτι εἰς τὸν τελειότατον βαθμὸν

156

παρελήμφθη, δῆλόν ἐστιν· τοῦ γὰρ [αὐ]τοῦ ἀριθμοῦ ἓξ βαθμοί *** Ἀλλὰ καὶ τὸ «δὸς μερίδα τοῖς ἑπτά», [ὅπε]ρ δηλοῖ τὰ τῆς παλα̣ι̣ᾶς διαθήκης, «καί γε τοῖς ὀκτώ», ὅ[περ]
5ἀναστασίμου [καὶ] καινῆς διαθήκης ἐστὶν σύμβολ[ον, τ]ὸν δέκα πέντε [συ]νάπτει. Ἰουδαῖοι γοῦν τὴν πα[λαιὰ]ν μόνον δεχόμε̣νοι τοῖς ἑπτὰ διδόασιν μερίδα, [μὴ] ἀκούοντες τοῦ καὶ τοῖς ὀκτὼ αὐτὴν διδόναι· ἀλλὰ [καὶ οἱ ἑ]τερόδοξοι ἀθετοῦντες τὴν παλαιάν, τοῖς ὀκτὼ μ[ερίδα] διδόντες,
10παραιτοῦνται τοῖς ἑπτὰ παρέχειν· τοῦ ἐκ[κλησια]στικοῦ ἀμφοτέρας δεχομένου τὰς διαθήκας, ἀ[μφοτέ]ροις μερίδα
11δίδωσιν. Ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ ἑκατὸν εἴκοσι [ἀριθμὸς] διπλασιάζεται, σύμβολον ὑπάρχει διδασκαλ[ίας διε]γειρούσης ἐπὶ τὴν ἀληθῆ ζωὴν κατά τε πρᾶξιν [καὶ θε]ωρίαν τιμ̣ω̣μέν[η]ν̣,
15-16ἵνα διπλασιάσαντες τὸν βίο[ν τὴν] ζωὴν ταύ̣την ἔχωσιν
17διὰ τοῦ ἀριθμοῦ δηλουμ[ένην, ἵ]ν’ ᾗ τὸ λεγόμενον ὅτι ὁ
17μὴ καὶ πράξει καὶ θεωρίᾳ ζῶ[ν οὐ ζῇ], ἀλλὰ καθάπερ ἡ σπαταλῶσα τέθνηκεν. VI, 4. Οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν τα[ῖς ἡ‐
20μ]έραις ἐκείναις καὶ μετ’ ἐκεῖνο, ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο [οἱ] υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγέννων ἑ[αυτοῖ]ς· ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ’ αἰῶνος,
22οἱ ἄνθρωποι οἱ [ὀνο]μαστοί. Οἱ μὲν ἔξω τῆς πίστεως γίγαντας εἰσάγοντες ἀ[πὸ
μ]ύθων τοῦτο εἰσάγουσι〈ν〉, ἐν δὲ τῇ θείᾳ γραφῇ ἀντὶ
25ἰσχυρῶν ἀ[νθρώπων] ὀνομάζονται. Ἐν γοῦν τῷ Ἠσαΐᾳ ἀπειλῶν ὁ Θεὸς ἀφαιρήσειν [το]ύτων τὰ χρήσιμα, ἐπεὶ
26τούτου ἄξιοι ἐτύγχανον, συν[άπτ]ει καὶ γίγαντα καὶ ἰσ‐ χύοντα ἐν τοῖς ἀφαιρουμένοις. Καὶ [τὸν] Γολιὰδ δὲ οὕτως ἐκάλεσεν μαρτυρήσασα ἡ γραφὴ ὅ[τι ἰ]σχυρὸς ὑπῆρχεν καὶ πολεμιστής. Ἀλλὰ καί, ὅτε Μωσῆς ἐξέ‐

157

[γρ]αψεν τοὺς κατασκόπ[ου]ς εἰς̣ τὴν πολεμίαν ἀπαγ‐ [γέλλ]οντας, περὶ τῆς χώρας ἔλεγον· «Ἀλλὰ καὶ υἱοὺς
2γιγάντων ἑω[ράκ]αμεν ἐκεῖ», εἶθ’ ἑρμηνεύοντες τὸ μέγε‐ θος αὐτῶν ἔλεγον· «Κα[ὶ ἦμ]εν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες». Οὕτ̣ω̣ς μεγαλοσώμ[ατ]α αὐτοὺς εἶναι μαρτυρεῖ.
5Καὶ εἰμ̣ὲ̣ν̣ ἐ̣πι〈τε〉τευγμένως ε[ἴρη]ται ὡς ὀργάνοις δαίμονες ἐχρῶντ̣ο̣ [ἀ]νθρώποις ἐμπαθέσι[ν, λέ]γοι ἄν τις ὅτι πρὸς ἔλεγχον αὐτῶν τῆ[ς] σωματικωτάτη[ς ἕξ]εως τηλικοῦτοι ἀπεγεννήθησαν αὐτοῖς, οἳ καὶ «ὀνο[μαστο]ὶ» ἐκαλοῦντο «ἀπ’ αἰῶνος», δηλοῦντος τοῦ «ἀπ’ αἰῶνος»
10τ[ὸ πολ]υχρονίως τὸν περὶ αὐτῶν ὡς μεγαλοσωμάτων λόγ[ον ἐκφ]έρεσθαι. Εἰ δὲ καὶ γίγαντας λέγοις 〈αὐ〉τοὺς διὰ τὸ τῆ[ς ἕξεως] φαῦλον καλεῖσθαι, οὐκ ἂν ἔξω λόγου εἴη τὸ λεγόμ[ενον, οἵτ]ινες κατὰ κακίαν τοὺς ὑφ’ ἑαυτοὺς
13ἐγέννων, ἐπ[ὶ μέγεθ]ος φαυλότητος ἀλείφοντες. Εἰ δὲ τὸ «μετ’ ἐκεῖνο» ὑ[πάρχ]ον ἐν τῷ προκειμένῳ
15πρὸς τῷ χρόνῳ δηλοῖ καὶ τ[ὸ μετ]ὰ τὸ κεχωρίσθαι αὐτῶν τὸ πνεῦμα περὶ ο̣ὗ̣ εἶπεν ὁ [Θεός· «Οὐ] μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐντοῖς ἀνθρώποις τούτοις [διὰ τὸ] εἶναι
αὐτοὺς σάρκας», συνεπισκ[έ]ψαι· τότε γὰρ ἀλ[λοτρι]ω‐ θέντες τῆς μετουσίας αὐτοῦ, εἴτ’ ἄνθρωποι εἴτε κα[ὶ
20ἄλλο]ι, γεννήματα εἶχον ἐπαιρόμενα κατὰ τῆς γνώ[μης] τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον νοήματα ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους. VI, 5—7. Ἰδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἐπλ[ηθ]ύνθησαν αἱ κακία〈ι〉 τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις δ[ιανο]‐ εῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελ̣ῶ̣ς̣ ἐπὶ τὰ πονηρὰ [πάσ]ας
25τὰς ἡμέρας, καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησεν τὸ[ν ἄνθρωπ]ον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ διενοήθη καὶ εἶπεν ὁ Θεός·
26Ἀπαλείψ[ω τὸ]ν ἄνθρωπον ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς ἀπὸ ἀνθρώπου ἕω[ς κτ]ήνους καὶ ἀπὸ ἑρπετῶν ἕως τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανο[ῦ, ὅτι] ἐθυμώθην ὅτι ἐποίησα
28αὐτούς. Ἀκολούθως, εἰ καὶ μὴ πρ[οαι]ρετικόν τι τὰ ἄλογα

158

ἔπραττον, μετὰ τοῦ ἀνθρώπου συ[ν]απόλλυνται, δι[’ ὃν κ]αὶ γεγόνασιν πρὸς τ̣ὸ̣ αὐτοῦ χρείας ἐκτ̣ε̣λεῖν, ζωπύρου κ[ατα]λιμπανομένου μ[ε]τ̣ὰ̣ τοῦ Ν]ῶε καὶ ἀπ̣’ α̣ὐτῶν. Ἀκολούθω[ς δὲ] καὶ διαφθείροντ̣α̣ι̣ ἄ[νθρωπο]ι, κακίας
5πλ̣ε̣ο̣νασάσης ἐπὶ γῆ[ς, ὅτι] μετὰ τοῦ κακοῦ [τ]ῷ δια‐
5νοεῖσθαι ἡμάρτανον, οὐ παρέ[ργως] ἀλλ’ «ἐπιμελῶ[ς» τ]α̣ῖ̣ς̣ ἁμαρτίαις χρώ̣μενοι. Ἐπιμελῶς [ἐξ]ετάσωμεν τὸ ε[ἰρη]θὲν ἄνωθεν ἀρ̣ξ̣ά̣μενοι· »Ἰδών» φ[ησιν] «Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἐπλ[η]θ̣ύ̣ν̣θησαν αἱ
8κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ [τῆς γῆ]ς.» Ἄρα γὰρ πρότερ̣ο̣ν̣ οὐχ ἑώρα αὐτῶν τὰς κακίας; Ἀλ[λὰ δῆλο]ν ὅτι νῦν ἐπὶ
10ἐκ̣δ̣ι̣κ̣ή̣σει τεθέαται. Ὅτε γὰρ οὐ βούλ[εται κόλ]ασιν ἐπιπέμψαι τ̣ο̣ῖ̣ς̣ ἁμαρτάνουσιν, λέγεται μὴ ὁρ[ᾶν αὐτού]ς, ἔστιν δ’ ὅτε κο̣ι̣μᾶσθαι, ἄλλοις δὲ γρηγορένα[ι. Λέγεται]
γοῦν ὑπό τι̣ν̣ος· «Ἐ̣γ̣ρ̣η̣γορήθη ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά μο[υ», ἐπὶ δὲ π]ο̣λλὰ ἀσεβήμ̣ατ̣α̣ τ̣ὰ̣ς̣ μακροθυμίας Θεοῦ
15πειραθείς, [παρελθόν]των τῶν ἐπιπό̣[νω]ν φησίν·
15»Ἐγρηγορήθη ἐπὶ τὰ ἀσεβή[ματά] μου». Καὶ ἄλλος δέ τις εἶπεν ἅγιος· «Ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶ[ν Κύριος], ὡς δυνατὸς κεκραιπαληκὼς ἐξ οἴνου»· πολὺ γὰρ μ[ακρο‐ θ]υμήσας ἐπάγει ὑπερ̣βαλλόντως καὶ ἀθρόως τὰς κο[λάσει]ς τοῖς οὕτω δεομένοις, ὅπερ διὰ τὸ ἀθρόον καὶ πλῆθ[ος
20ἐξ]έγερσις καὶ κραιπάλη̣ ἐξ οἴνου λέγεται. Ἰατροῦ γὰρ ἀγαθο[ῦ τυγ]χάνει τὸ καιρίως̣ κεχρῆσθαι τοῖς πάθεσιν, ὅπερ διὰ τ[οῦ «Ἰδ]ὼν δὲ Κύριος ὁ Θεὸς» δ[η]λοῦται.
22 Εἰ δὲ πρόσκειται τὸ «πᾶς τις [διανο]εῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπὶ τὰ πονηρά» καίτοι τοῦ Νῶε [οὐχ ο]ὕτως ἔχοντος, οὐ δεῖ ξενίζεσθαι· πρὸς γὰρ τὸ ὡς ἐπὶ [τὸ
25π]λεῖστον οὕτως εἴρηται, καθὰ καὶ τὸ «πᾶς ἀδελφὸς πτέρ[νῃ π]τερνιεῖ καὶ πᾶς φίλος δολίως πορεύσεται»·

159

δυνατὸν δὲ δ[ή, ἐ]πεὶ ὁ Νῶε οὐ κα̣θόλου̣ ἄ̣ν̣θ̣ρ̣ω̣π̣ο̣[ς ἦν
1—ἀ]ναβεβήκει γὰρ [τὴν] ἀνθρώπων κατάστασιν—, τοῦτο εἰρῆσ̣[θαι ὡς] μὴ ὑποκειμέν[ου αὐ]τοῦ τῷ τῶν ἀνθρώπων καθόλου, θεοῦ [τυγχ]άνοντος καθὸ [εἴρητ]αι· «Ἐκείνους θεοὺς εἶπεν πρὸς οὓς [ὁ λόγο]ς τοῦ Θεοῦ ἐγέ[νετο]».
5Τούτῳ ὅμοιον καὶ τὸ «ἐγὼ εἶπα [ἐν] τῇ ἐκστάσει μ[ου· π]ᾶς ἄνθρωπος ψεύστης»· θεὸς γὰρ ἦν, ὡς ἀ[ποδ]εδώ‐ καμεν, ὁ τ[αῦτα] λέγων. Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν καὶ̣
7[ἄνθρωπο]ς ψεύστης ἦν [.. οὐ]κέτι ἀληθὲς τὸ «πᾶς ἄνθρωπος ψ[εύστη]ς»· ἀλλ’ ἀληθεύ[ει μὲ]ν καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸς
ἄνθρωπος ὁ̣ ὑ[περ]βὰς δι’ ἀρετὴν [ἀνθρώπου] ὀνομασίαν
10καθὸ εἴρηται· «Ὅ̣π̣[ου γὰ]ρ ἔρις καὶ ζῆλ[ος, οὐχὶ ἄ]νθρωποί ἐστε, ὡς καὶ οὗτοι περι[πατεῖ]τε;» Οὐ γὰρ ὡς ἔ[τυχεν ἐπ]ράττετο παρὰ αὐτῶν ἡ̣ κ̣[ακία] ἀλλ’ «ἐπιμελῶ[ς» καὶ βεβο]υλευμένως· τοῦτο γὰρ δηλ[οῖ
13τὸ «ἐ]ν τῇ καρδίᾳ». [Ὡσαύτως] τὸ «ἐκ νεότητος» διττῶς ἂ[ν νοη]θείη, ἤτοι ἐκ μ[ικρᾶς] ἡλικίας εἰς κακίαν
15ἀλειφόμ̣[ενοι], ἢ ὅτι οὐδεὶς τ[ῶν κατὰ] τὸν διαγραφέντα ἄνθρωπον π[ρεσβύ]της ἐστί, κἂν τὴ[ν φύσι]ν οὕτως ὑπάρχῃ, τὰ νεω[τεροπο]ιὰ καὶ ἐπιπόλαι[α προ]ταττόμενος· »Γῆρας γὰρ τίμ[ιον οὐ] τὸ πολυχρόνιον [οὐδὲ ἀ]ριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται· π̣[ολιὰ] γάρ ἐστιν φρόν[ησις ἀ]νθρώ‐
20ποις καὶ γῆρας βίος ἀκηλίδωτ̣[ος». Οὐ]κ ἀνοικείως δὲ [καὶ τὸ «ἁ]μαρτίας νεότητος καὶ τὰς [ἀγνοία]ς μου μὴ μνησθ[ῇς» ἑρ]μηνεύσεις λέγων ὅτι ὅσα [πονηρ]ῷ ἤθει
22ἔπραξα [μὴ μ]νησθῇς. Τούτων οὕτως εἰ[ρημέν]ων ἄξιον θεωρῆσ[αι τί δ]ηλοῦται ἐκ τοῦ «ἐνεθυμήθη [ὁ Θεὸς ὅ]τι ἐποίησεν τὸν [ἄνθρωπον]
25ἐπὶ τῆς γῆς καὶ διενοήθη» καὶ «ἐ[θυμώθ]η̣ν ὅτι ἐποίησα α[ὐτούς]», ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ «μετε[μελήθ]ην ὅτι ἔχρισα τὸ[ν Σαο]ὺλ εἰς βασιλέα». Λεκτέον [δὲ ὅτ]ι̣ ἀνθρωπο‐

160

πα[θῶς πε]ρὶ Θεοῦ λέγεται καὶ οὐχ οὕτως ὡς αἱ λέξεις καὶ ἡ νόησις ἔχε[ι. Ἐ]ὰν γὰρ περὶ χειρω̣[ν] καὶ ποδῶν καὶ ὀφθαλμῶν καὶ [ὤτω]ν ἐν τῇ γραφῇ μ[ετα]φέρηται, οὐ δεῖ οἴεσθαι ἀνθρ[ωπ]ίνως ἐσχημα[τῖσθαι] τὸν Θεόν, ἀλλὰ
5δῆλον ὡς δυν[άμε]ις αὐτοῦ δραστι̣κ̣ὰ̣ς̣ τὰς χεῖρας καὶ τὸ ἀναπόδρασ[τον ὀ]φθαλμοὺς καὶ οὕ̣τ̣ω̣ς̣ ἕκαστον ὡς
περὶ δυνάμεως [ἐκλη]μψόμεθα Θεοῦ ... ... . εἰ καὶ
7καθ’ ἑτέραν διάνοιαν το[ὺς ἐν τ]ῇ ἐκκλησίᾳ διο[ρατικοὺς] ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς πρα[κτικοὺ]ς χεῖρας καὶ τὰ̣ λ̣ο̣ι̣π̣ὰ̣ ὁμοίως. Καὶ γὰρ τῷ ὄντι ἐπὶ μ[ὲν τῶν] αἰσθητῶν
10ἕκασ[τον τῶν] ὀνομαζομένων οἷον ξύλον μ[όνον] τι σημαίνει, ἐπὶ δ[ὲ τοῦ] Θεοῦ πλειόνων ὀνομάτων λεγο[μένων], ἃ νοεῖσθαι προίσ[τησι] λόγῳ τὰ διάφορα περὶ αὐτοῦ· [οὕτω]ς γὰρ ὁ Θεὸς καὶ πν[εῦμα καὶ πη]γὴ καλεῖται καὶ πάλιν χεῖρα[ς καὶ] πόδας ἀνάγετ[αι ἔχειν]· οὐδήπου
14δέ, εἴπερ αἰσθητόν τ[ι ἔτυ]χον, τοσαῦτα ἦσ̣[αν αὐτοῦ]
15τὰ ὀνόματα· οὐ γὰρ τὸ φῶς ἢ τὸ [πνεῦμα ἢ ἡ] πηγὴ χεῖρας ἔχο̣[υσιν]. Καὶ ἐπὶ τοῦ διενοήθη καὶ μετε[μελήθη] ὡς περὶ ἀτρέπτου [νοή]σομεν. Ὅνπερ γὰρ τρόπον καὶ ἄ[νθρωποι τὴν] ἔμφασιν παρασ[τῆσαι] βουλόμενοι τοῖς ὑφ’ ἑαυτῶν διδ[ασκομέ]νοις ἁμαρτή̣μ̣α̣τ̣[ος ὅτι] μεγάλως
19ἐσφάλησαν καὶ ἀνάξι[οί εἰσι] μαθημάτων λέ[γουσι]·
20Μετεμελήθην ὅτι τὰ τηλικαῦ[τα σοι π]αραδέδωκα, εἰς ἐ[πίγνω]σιν τοῦ πταίσματος αὐτὸν ἀγαγ[όντες, τ]ὸν αὐτὸν τρόπον [καὶ ὁ] Θεὸς οὐ πάθος ὑπομένων μετα[μέλεσ]θαι λέγεται, ἀλ[λὰ δι’] ἔμφασιν τοῦ μεγέθους τοῦ ἁμ[αρτή‐ μ]ατος. Οὐδὲ γὰρ ἠγ̣[νόει ὅ]τι τοιοῦτοι ἔσονται, ἀγαθότητι
25δ[ὲ ἐθε]ώρει εἴ πως ἐκ τῶ[ν νό]μων τῶν κατὰ διάνοιαν ἐπιγρα[φέντων]. Εἰκόνι δὲ χρησό̣[μεθα] πρὸς τὸ μὴ αὐτοῦ εἶναι πάθος το[ῦ Θεοῦ ἀ]λλὰ τῶν μεταβαλ[λομέ]νων
27τοιαύτῃ. Ἔστω τις σοφὸς ε[....].ιοις πάλιν .....[....] τιθέμενος, εἰ συμβαίη τινὰς τ[.....]ιδων ......... [....] καὶ διὰ τοῦτο ἀποκλήρους, οὐκ αὐτ[ὸς ἐπὶ] τῶν

161

μετ̣αβληθ[έντων] τ]ῇ γνώμῃ μετέβαλεν, εἰς τοὺς δικαίους μόνους ἐλθούσης τῆς] περιουσίας· τοῦτον γὰρ ἐξ ἀρχῆς
2εἶχεν τὸν σκοπόν. Εὖ δὲ τὸ «ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς»· οὐ γὰρ εἰς ἀνυπαρξίαν αὐτὸν
5περιάγει, οὐδὲ κατὰ ψυχὴν ἀπαλείφει, ἀλλ’ ἀπὸ γῆς. Οὐ τοῦτο δὲ μόνον ἔργον ἐστὶ Θεοῦ τό, ἐπιπολασάσης κακίας, ἀναιρεῖν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ διὰ συμβόλου ἀπόλλυσιν τὸν ἐν τῇ γῇ κατοικοῦντα φαῦλον ὄντα· κάτοικος γὰρ γῆς ὁ φαῦλος, τοῦ ἁγίου οὐ κατοίκου ἀλλὰ παροίκου
10τυγχάνοντος. Οὕτω γοῦν καὶ ἐν Ἰερεμίᾳ λέγεται· «Ἐκκαυ‐
10θήσεται τὰ κακὰ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς», τοὺς ῥιζώσαντας ἐπὶ γῆς, ὅπερ οὐ παθὼν ὁ ἅγιός φησιν εὐχαριστῶν· «Παρὰ βραχὺ συνετέ̣[λε]σάν με ἐν τῇ γῇ», καὶ ἐν τῇ Ἀποκαλύψει δὲ λέγεται· «Οὐαὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν», οὐ τοὺς παροικοῦντας· σκοπὸς
15δὲ Θεοῦ ἀπὸ τῶν γηΐνων τὸν ἄνθρωπον ἀποσπᾶσαι, κἂν
15αὐτὸς τῶν γηΐνων ἀντέχηται. VI, 8. Νῶε δὲ εὗρεν χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ. Μέγα καὶ οὐράνιόν ἐστιν τὸ εὑρεῖν χάριν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦτο δὲ κατορθοῦται ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν ἀρεσκείας, ᾧ ἕπεται καὶ τὸ ἀνθρώποις ἀρέσ̣κ̣ει̣ν, τοῦ
20ἀρέσκοντος ἀνθρώποις οὐ πάντως Θεῷ ἀρέσκοντος. Ὅρα
20γὰρ τί ὁ μακάριος Παῦλός φησιν· «Εἰ ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην», καὶ ὁ ψαλμῳδός· «Κύριος διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων»· οἱ δὲ ἐκ Θεοῦ τὴν χάριν ἔχοντές φασιν· «Ὃς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς σὺν τ[ῷ]
23ἠγαπημένῳ», ἅμα καὶ Μαρία ἀκούει πρὸς τοῦ ἀγγέλου· »Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Αὕτη γάρ
25ἐστιν ἡ χάρις τὸ ἔ̣χειν μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν Κύριον· ἔχει δὲ μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν Κύριον ὁ δι’ ἀρε[τὴ]ν καὶ πράξεις ἐναρέ‐ τους λέγων· «Εἰ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ [λα]λοῦντος
27Χριστοῦ». Αὐτὸς γὰρ δίδωσιν χάριν καὶ εἰρήνην· τοῦτο

162

γὰρ [ἐ]πεύχεται ὁ ἅγιος λέγων· «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δίδωσιν δὲ Θεὸς τὸ δῶρον τοῦτο, ἡμῶν τὴν ἀφορμὴν τοῦ λαβεῖν αὐτὸ παρεχόντων. Εἴρηται γοῦν ἐν Παροιμίαις·
5»Χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἃς τήρησον σεαυτῷ, ἵνα μὴ
5ἐπονείδιστος γένῃ»· ἐν γὰρ τῇ τῆς προαιρέσεώς ἐστιν ἐξουσίᾳ †.τιη† τηρῆσαι αὐτὰς καὶ κατορθῶσαι. Οὕτως οὖν καὶ Νῶε ἐκ τῆς̣ οἰκείας προπαρασκευῆς εὗρεν χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς ἔργων χαριτώσας ἑαυτὸν καὶ ἐκ τούτου δεξάμενος
9παρὰ Θεοῦ χάριν· τοῖς γὰρ ἀφ’ ἡμῶν κατορθουμένοις καὶ
10ἀνυομένοις συνέργων ὁ τῶν ὅλων Θεὸς προστιθεὶς ἐπι‐ κοσμεῖ καὶ εἰς̣ μέγεθος ἀγαθοῦ ἄγει. Τοῦτ’ αὐτὸ εἰδότες οἱ τοῦ Σωτῆρος μαθηταὶ ἤδη δι’ ἑαυτῶν προκατορθώσαντες τὴν εἰς αὐτὸν πί[σ]τιν ἔλεγον αὐτῷ εἰδότες ὅτι καὶ θεοδώρητος πίστις ἐστίν· «Πρόσθες ἡμῖν πίσ̣τι̣ν̣». Ὡς
14γὰρ λόγος σοφίας δίδοται διὰ τοῦ πνεύματος καὶ λόγος
15γνώσε̣ως κατὰ τὸ πνεῦμα, οὕτω καὶ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι. Ἀδύνατον γάρ ἐστιν δέξασθαι τὴν ἐκ Θεοῦ κατὰ χάριν διδομένην πίστιν μὴ ἔχοντα τὴν ἐκ τοῦ ἐφ’ ἡμῖν συνισταμένην. Τοῦτ’ αὐτὸ γὰρ δηλοῦται ἐκ τοῦ «πρόσθες ἡμῖν πίστιν»· ἀλλὰ γὰρ καὶ Ἠσαΐας ἐκ προσώπου τοῦ
19ἀνθρώπου τοῦ κυριακοῦ, ἔστω δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἰδίου, φησίν·
20»Προσέθηκέν μοι ὠτίον τοῦ ἀκούειν καὶ ἡ παιδεία Κυρίου
διανοίγει μου τὰ ὦτα»· ἡ γὰρ πρὸς τοῦ Θεοῦ διδομένη ἀκοὴ καὶ παιδεία δ[ι]ανοίγει καὶ ταῦτα τὰ ὦτα πρὸς τὸ τὴν διάνοιαν θειότερον ἀκούειν. Οὕτω καὶ τὸ «χάριν ἀντὶ χάριτος» νοήσομεν, τὴν ἐκ Θεοῦ ἀπὸ τῆς ἐφ’ ἡμῖν
24προσγινομένην νοοῦντες.
25Εὖ δὲ καὶ τὸ «εὗρεν» εἴρητα[ι, ἵ]να δειχθῇ ὅτι
25ζητήσας δεόντως εὗρεν, τῶν μὴ ὃν δεῖ τρόπο[ν] ζητούντων οὐχ εὑρισκόντων· «Ζητήσουσίν με» γάρ φησιν «κακοὶ καὶ οὐχ εὑρήσουσιν». Ἐντεῦθεν δὲ γνωρίζεται ὅτι καλῶς ἐζήτησεν ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπικρίσεως καὶ δωρείας, ὅταν ὥσπερ ἐπισφραγίζων αὐτὸς τὴν χά̣ριν δῷ· «Οὐ»
29γὰρ «τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντ̣ο̣ς

163

Θεοῦ», καὶ «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν̣ οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν». VI, 9. Αὗτ̣αι δὲ αἱ γενέσεις Νῶε. Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ τῷ Θεῷ εὐηρέστησεν Νῶε.
5 Τοῦ δικαίου ἡ γενεαλογία οὐκ ἔστιν τοσοῦτον ἐξ ἀνθρώπων ὅσον ἐξ ἀρετῶν· αὗται γὰρ αὐτοῦ προηγούμενα γεννήματα. Τοῦτό τοι διδάσκει τὸ συγγραφικὸν πνεῦμα· προκειμένου γὰρ ὄντος τοῦ τὰς γενέσεις τοῦ Νῶε εἰπεῖν, ἐπήνεγκεν· «Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ
9γενεᾷ αὐτοῦ τῷ Θεῷ εὐηρέστησεν».
10 Τί δὲ δηλοῦται ἐκ τοῦ «τέλειος ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ», ἴδωμεν. Καὶ κατὰ μὲν πρώτην ἀπόδοσιν λέγοι ἂν ὅτι, τῶν ἀνθρώπων τῶν κατ’ αὐτὸν αὐτοῦ καιρὸν εἰς ἄμετρον κακίαν ἐπιδεδωκότων, ἐκ τῆς πρὸς αὐτοὺς συγκρίσεως τέλειος ἦν, ὅπερ οὐ μέγα τυγχάνει, εἰ πρὸς ἀπεγνωσμένους
15συγκρίνοιτο, τάχα δυναμένου λεχθῆναι ὅτι τῶν σὺν αὐτῷ εἰς τὴν κιβωτὸν εἰσελθόντων διαφέρων τέλειος ἐλέγετο· καὶ γὰρ εἰκὸς αὐτοὺς εἶναι τοιούτους ἐκ τῆς
17πρὸς τὸν ἅγιον συνηθείας. Λεχθείη δὲ καὶ οὕτως· γενεὰ τοῦ δικαίου ἐστὶν ἡ ὁμοιοτροπία, καὶ τοῦτο σημαίνεται ἐκ τοῦ «Αὕτη ἡ
20γενεὰ ζητούντων αὐτόν»· εἰπὼν γὰρ «Τίς ἀναβήσεται
20εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου ἢ τίς στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ; ἀθῷος χερσὶν καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ» καὶ τὰ ἑξῆς, ἐπήγαγεν· «Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων αὐτόν», τοὺς τῇ αὐτῇ κεκοσμένους ἀρετῇ μίαν γενεὰν εἰπών. Τούτῳ κατὰ τὸ ἐναντίον ἀναλόγως ὅμοιόν ἐστιν τὸ λεγόμενον·
25»Υἱοὶ τοῦ αἰῶνος το[ύ]του φρονιμώτεροί εἰσιν τῶν υἱῶν τοῦ φωτὸς ἐν τῇ γενεᾷ τῇ ἑαυτῶν»· γενεὰ γὰρ τῶν τοιούτων ἡ ὁμοία κατάστασις καὶ πολιτεία. Δεῖ δὲ οὕτως ἀκούειν τέλειον ὡς ἐν ἀνθρώποις, ὅπερ
28τέλειον ὁ Παῦλος ἐκ μέρους γιγνώσκειν ἔφη, λέγων περὶ τοῦ τελείου· «Ὅταν ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους

164

καταργηθήσεται»· πᾶσα ἡ ἐν ἀνθρώποις κατορθουμένη τελειότης ὡς πρὸς τὸ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι τέλειον ἐκ μέρους ἐστίν. Καὶ ἔστω ἐπὶ παραδείγματος σαφὲς τὸ λεγόμενον· ὁ ἐν τοῖς πρώτοις γράμμασιν τέλειος ὡς πρὸς
5τὸν γραμματικῶν λόγων ἀκούοντα ἀτελής ἐστιν. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Ἀπόστολος λέγων «Ἐκ μέρους γιγνώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομέν» φησιν περὶ ἑαυτοῦ καὶ τῶν
7ὁμοίων· «Ὅσοι οὖν τέλειοι τοῦτο φρονῶμεν», καὶ »Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις»· ὡς γὰρ πρὸς τὴν ἐντῷ μέλλοντι, ὡς ἔφαμεν, γνῶσιν «πρόσωπον πρὸς
10πρόσωπον» οὔσαν ἀτέλης ἡ ἐνταῦθα ὑπάρχει πολιτεία,
κἂν εἰς ἄκρον φθάσασα τυγχάνῃ. Τὸ δὲ δίκαιον καὶ τὸ τέλειον καὶ τὸ εὐαρεστεῖν τῷ Θεῷ περὶ τοῦ Νῶε λεγόμενον ἅμα ἐκλαμβάνειν δεῖ, κἂν τὰ ῥήματα τάξιν ἔχῃ· «δίκαιος» γὰρ καὶ «τέλειος ὢν»
15τὴν πρὸς Θεὸν εἶχεν εὐαρέστησιν· προεπινοεῖται δὲ τῆς
15εὐαρεστήσεως τὸ τέλειον καὶ δίκαιον· οὐ γὰρ ὅτι εὐηρέ‐ στησεν, γέγονεν δίκαιος καὶ τέλειος, ἀλλ’ ὅτι δίκαιος καὶ τέλειος ἀνεφάνη, ἀποδέδεικται εὐαρεστῶν τῷ Θεῷ. Εἰ δὲ καὶ τηλικαύτης ὑπάρχων ὁ Νῶε καταστάσεως ἄνθρωπος εἴρηται, οὐ δεῖ ξενίζεσθαι, πολλάκις ἡμῶν
20παρατηρησαμένων ὅτι πλείονα σημαίνει τὸ τοῦ ἀνθρώπου ὄνομα· οὐ γὰρ ἐπὶ ψεκτοῦ μόνου, ὡς εἴρηται· «Ὅπου γὰρ ἔρις καὶ ζῆλος ἐν ὑμῖν, οὐχὶ ἄνθρωποί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» καὶ περὶ τοῦ ἐπ[ι]σπείροντος
23δὲ διαβόλου κακὰς ἐννοίας εἴρηται· «Ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν»· ἐνταῦθα δὲ πρὸς τῷ τὴν φύσιν δηλοῦν
25ἔτι καὶ τὸν κυρίως ἄνθρωπον σημαίνει τὸν σῴζοντα τὸ
25»κατ’ εἰκόνα». Εὖ δὲ καὶ τὸ «τέλειος ὢν τῷ Θεῷ εὐηρέστησεν»·

165

ἤδη γὰρ τελειότητος ἐπειλημμένος εὐηρέστησεν τῷ Θεῷ, οὐ παντὸς εὐαρεστοῦντος τῷ Θεῷ εὐαρεστοῦντος, ἀλλ’ ἐσθότε, καὶ δικαίοις ἀνδράσ[ι] καὶ ἄλλως ἀνθρώποις· καὶ γὰρ εἰ ἐπαινεῖται ὁ δικαίῳ ἀρέσκων, ἀλλ[ὰ] μετὰ τὸ τῷ Θεῷ
4ἀρέσκειν.
5VI, 10. Ἐγέννησεν δὲ Νῶε τρεῖς υἱοὺς τὸν Σὴμ τὸν
5Χὰμ τὸν Ἰάφετ. Τρεῖς μὲν υἱοὺς ἐγέννησεν καὶ τοσούτων γέγονεν πατὴρ
ὁ Νῶε· οὐδὲ γὰρ πρὸ τούτου εἴρηται ἐσχηκέναι ἄλλο τέκνον. Καὶ τὸ μὲν ῥητὸν φανερόν· εἰ δὲ πρὸς ἀναγωγήν τις βλέποι, λέγοι ἂν ὅτι δύο τις γεννῶν ὑλικῆς ἕξεως
10ἂν εἴη σύμβολα τίκτων· τὰ γὰρ δύο τῇ ὕλῃ οἴκεια·
10διαιρετὴ γὰρ αὕτη· ὁ δὲ τριαγεννητικὸς τέ〈λειοσ〉 λέγεται πρῶτος ὢν ἄρτιος εἰκόνα φέρων τοῦ δημιουργοῦ, δρα‐ στήριος γάρ, καὶ ἔτι ἡ ἀφαίρεσις ἀπ’ αὐτοῦ ἑνὸς ἀριθμοῦ δυάδα ποιεῖ, ὡς δηλονότι κατὰ προσθήκην τὰ τρία γεγένηται· τοῖς δὲ ἀνθρωπίνοις, ἃ δηλοῦται διὰ τῶν δύο,
15εἰ προστεθείη λογισμός, οὐκέτι ὑλικὰ ἢ ἀνθρώπινα μένουσιν, ὀρθότητος μετέχοντα· οὐ γὰρ ἁπλῶς πράττειν δεῖ, ἀλλὰ καὶ λόγῳ ὀρθῷ, ἵν’ ἔχῃ τὸν ἔπαινον.
17 Δύναται δέ τις καὶ τροπολογῶν εἰς τὴν ψυχῆς τελείωσιν ταῦτα λαμβάνειν· δεῖ γὰρ πρότερον ἐγγενέσθαι τι τῇ ψυχῇ πάθος, εἶθ’ οὕτω διάθεσιν γενέσθαι, καὶ οὕτως ἐπὶ τὴν
20πρᾶξιν ὁρμῆσαι· πάθος δέ φαμεν οὐ τὸ ψεγόμενον, ἀλλὰ τὴν ὡς ἂν ἐκτύπωσιν τῆς ψυχῆς ἐπὶ ἐνάρετον ὁρμήν· γίνεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου ταῦτα. Τρία οὖν ταῦτα γεννήματα τοῦ σπουδαίου· ἐάσθω γὰρ νῦν ἡ προπάθεια
23ὡς ῥοπὴν εἰς τὰ ἀδιάφορα ἔχουσα. Εἰ δὲ καὶ ταῖς ἑρμηνείαις τις ἐπιβάλλων εὐπορήσοι
25τινὸς ὠφελίμου, σκοπητέον. Ὁ μὲν οὖν Σὴμ ἑρμηνεύεται τέλειος, Ἰάφετ πλατυσμὸς ἢ καλλονή, Χὰμ δὲ τολμηρὸς ἢ προπετὴς ἢ θέρμη ἢ ἔκτασις. Ποῖα δὲ ἄλλα γεννήματα τῷ δικαίῳ ἥρμοζεν ὡς ἡ τελειότης πλατυσμός τε καὶ

166

καλλονή, ἅπερ ἅπαντα τῆς ἀρετῆς ἐστιν γνωρίσματα; Καλλονὴ γὰρ μετὰ πλατυσμοῦ συναπτομένη ἔξω ποιεῖ
τῆς πλατείας ὁδοῦ, ἥτις ἐπὶ τὴν ἀπώλειαν ἄγει· εἰ δ’ ὅτι ὁ Χὰμ ἑρμηνεύεται τολμηρὸς ἢ προπετὴς ἢ θέρμη ἢ ἔκτασις,
5εἴη μὲν ὡς πρὸς τὸν φαῦλον υἱὸν ἐπὶ ψόγου λαμβανόμενα οἴκεια τῷ ἐκείνου τρόπῳ, ὡς δὲ πρὸς τὸν τέλειον τῇ
6χρήσει σπουδαίως εἴλημπται· ἀβιαστικώτατον γὰρ ὁ ἐνάρετος, ἐπεὶ καὶ βιασταὶ τὴν βασιλείαν ἁρπάζουσιν· ἀλλὰ καὶ τολμηρὸς ὁ τοιοῦτος κατὰ τῶν ἐναντίων δυνάμεων κατὰ Παῦλον τὸν μακάριον λέγοντα· «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν
10ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα» καὶ τὰ ἑξῆς· προπετὴς δὲ οὗτος ὡς καὶ τολμηρός, τὴν προπέτειαν οὐκ ἐπὶ κακῷ κτώμενος, ἀλλ’ ἐπιτυχὼν ἐπ’ ἀρετὴν θερμὸς καὶ ζέων τῷ Πνεύματι τυγχάνων, ἐξ οὗ καὶ τῶν ἀνθρωπίνων
13ἐξίσταται. VI, 11—12. Ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ
15ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας. Καὶ εἶδεν Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρεν πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν
16αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Φθο̣ρὰ̣ν γῆς οὐ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι ἀπώλειαν τοῦ οὕτω καλοῦ στοιχείου δηλοῖ, ἀλλὰ τὴν τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώ‐ πων ὑπερβολήν, γῆν τοὺς ἀνθρώπους μετωνυμικῷ
20τρόπῳ καλῶν, καθὰ καὶ ὁ ψαλμῳδός φησιν· «Πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτωσάν σοι καὶ ψαλλάτωσάν σοι», καὶ πάλιν «Ἄισατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ»· ὅταν γὰρ λέγηται «Συνετελέσθη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ», τὸ στοιχεῖον
23τοῦτο σημαίνεται, καὶ «Βλαστησάτω ἡ γῆ». Τοσαύτη δὲ ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων γεγένηται, οἵτινες
25γῆκαλοῦνται, ὡς Θεὸν ἰδεῖν αὐτὴν τὸν διὰ πολλὴν ἀγαθότητα παρορῶντα καὶ τὰ μεγάλα τῶν πταισμάτων·

167

εἴρηται γάρ· «Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃ Κύριε, Κύριε τίς ὑποστήσεται;» Οὐκ ὀργὴν οὖν ἐπάγει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, ἐπειδὰν δὲ τὰ μέτρια τῶν ἁμαρτημάτων γένηται, ὡς λεχθῆναι καθάπερ ἐν τῷ προφήτῃ Ἰωνᾴ· «Ἀνέβη
5ἡ κραυγὴ τῆς κακίας πρὸς τὸν Θεόν», καὶ περὶ Σοδόμων· »Κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρων πεπλήθυνται, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα», ὡς καὶ ἐνταῦθα τὸ ὅμοιον· «Καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας» τό τε λοιπόν. Ὁρᾷ οὐ πρότερον ἀγνοῶν, ἀλλὰ τὴν ἐπὶ ἐκδικίας
10ἐποπτικὴν δύναμιν δηλῶν, καθὰ ἐν τῷ «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη». Φθορὰν δὲ τὴν κακίαν καλεῖ καὶ τὴν ἐπ’ αὐτῇ τιμωρίαν, οὕτω πολλάκις τῆς γραφῆς δηλούσης ἐν τῷ ὑπὸ Παύλου εἰρημένῳ· «Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός»· ὁ
15γὰρ δι’ ἀκολασίας ἁμαρτάνων φθορὰν τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ ἐργαζόμενος ὑπὸ κόλασιν εὑρισκόμενος φθείρεται, τῆς κολάσεως τὰ νῦν ὑπὸ τῆς φθορᾶς δηλουμένης. Φθορὰ δέ ἐστιν καὶ τὸ εἰς ἀδόκιμον παραδοθῆναι νοῦν· ἐσχάτη
18γὰρ αὕτη τιμωρία. Οὐ δεῖ δὲ κατὰ τοὺς Μανιχαίους οἴεσθαι ὅτι ἡ ἄποιος
20ὕλη περιλειφθεῖσα ἐν τῷ περιπολεῖν φθορὰν τῆς γῆς ἐργάζεται· τοῦτο γὰρ ἀμέμπτους ἐποίει τοὺς ἀνθρώπους, εἰ τὸ μὴ δυνηθὲν διακοσμηθῆναι πρὸς Θεοῦ τὴν λύμην εἰργάζετο· ἀλλὰ τρόπων μοχθηρία διὰ τῆς φθορᾶς τῆς
γῆς δηλοῦται, καθὰ καὶ προείρηται, τῶν ἀνθρώπων διαφ‐
25θειράντων τὴν ὁδὸν αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἣν ἐπὶ τῷ εὐοδεύειν ἐπὶ μακαριότητα εἰλήφεσαν. Τοιοῦτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες τοὺς Ἰησοῦ λόγους καὶ μὴ ποιήσαντες. Εἰ δὲ καὶ σάρκα τὸν ἄνθρωπον, ὡς πολλαχοῦ εἴρηται, δηλοῖ, σκοπητέον μὴ τὸ «Κατέφθειρεν πᾶσα σὰρξ τὴν

168

ὁδὸν αὐτοῦ» δηλοῖ ὡς ἕκαστος ἄνθρωπος διεστράφη ἀπὸ τῆς οἰκείας γνώμης. Ὅτι δὲ ἡ σὰρξ ἀντὶ τοῦ ἀνθρώπου λέγεται, σαφὲς ἐκ τοῦ «Ἐκχέω ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου
3ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», καὶ «Κρίνεται αὐτὸς πρὸς πᾶσαν σάρκα». Ὅλοι οὖν οἱ κατὰ τὴν τοῦ Νῶε γενεὰν γήϊνοι
5καὶ σάρκινοι γεγενημένοι διέστρεψαν «τὴν ὁδὸν αὐτοῦ» ἕκαστος, ἣν παρείληφεν· οὕτω γὰρ τῷ μὲν δεδέχθαι αὐτοῦ, τῷ δὲ δεδόσθαι Θεοῦ ἡ ὁδὸς λέγεται. Κατέφθειραν οὖν τὴν ἑαυτῶν ὁδὸν ἢ τὴν τοῦ Θεοῦ· ἀμφοτέρως γὰρ οἷόν τε. VI, 13. Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· Καιρὸς παντὸς
10ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον ἐμοῦ, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας
10ἀπ’ αὐτῶν. Πολλὰ τῶν γεγραμμένων ὠφελιμωτέραν ἔχει τὴν ἱστορίαν τοῖς πολλοῖς. Οὗτοι γὰρ αἰσθήσει καὶ δόξῃ
ζῶντες οὐκ ἐφικνοῦνται τῶν ἀληθῶς μεγάλων καὶ ἐπωφελῶν. Καὶ ἔστω ἐπὶ παραδείγματος τὸ λεγόμενον.
15Τυφλὸν ἀπὸ γενετῆς Ἰησοῦς ἰάσατο καὶ Λάζαρον τέσσαρας ἡμέρας ἐν τῷ μνημείῳ ἔχοντα ἐξήγαγεν προστάξει μόνῃ, καὶ πάλιν τὸν ἐν λη ἔτεσιν ἐν πολλῇ παρέσει μένοντα ἤγειρεν. Ταῦτα δὲ πρὸς τῷ αἰσθητῶς πληροῦσθαι καὶ συμβολικὰ ἦσαν, τοῦ μὲν ἀπὸ γενετῆς τυφλοῦ δηλοῦντος
20ἀνάβλεψιν ψυχῆς μηδέποτε βλεψάσης διὰ τὸ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐν ἁμαρτίᾳ καὶ ἀγνοίᾳ ἀνατετρᾶφθαι, καὶ πάλιν ὁ ἤδη ὀδωδὼς καὶ ἀπεγνωσμένην ἔχων τὴν ἐλπίδα, ἐκπεσών τε τῆς μακαρίας ζωῆς, ἐπ’ αὐτὴν διὰ Ἰησοῦ συμβολικῶς ἐλθὼν ἐδείκνυτο, καὶ ὁ παρέσει δὲ κατειλημμένος εἶτα
25σωθεὶς ἐμήνυεν ψυχῆς εἰς ἀναισθησίαν πεσούσης ἐπι‐ στροφήν. Θαυμασιώτερα δὲ ταῦτα καὶ μείζονα τῆς σωμάτων ἰάσεως, ὅσῳ καὶ ἡ ψυχῆς οὐσία τιμιωτέρα σώματος,
27ἀλλ’ ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀγνοοῦσιν. Ὁ οὖν τὰ παράδοξα οὕτως αὐτοῖς διηγούμενος ὠφελι‐ μώτερον ποιεῖ, καὶ ἐν τοῖς νῦν συνεκτεθεῖσιν τὰ τῆς

169

ἱστορίας πολλὴν καὶ εὐσυνοπτοτέραν τοῖς πολλοῖς ἔχει τὴν ὠφελίαν. Τί γάρ φησιν; «Καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐπὶ τῆς γῆς», λέγει δὲ καὶ ὁ Πέτρος μακροθυμίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐπῆχθαι τὸν κατακλυσμόν, ἵνα μετάνοια δοθῇ.
5Προδεδήλωται γὰρ ὅτι ἐν ἑκατὸν ἔτεσιν ἐγίνετο τὸ τῆς κιβωτοῦ κατασκεύασμα, ἵνα ὁρῶντες οἱ ἄνθρωποι καὶ πυνθανόμενοι τὴν αἰτίαν λάβωσιν καιρὸν μετανοίας. Καιρὸν
δὲ ἐνταῦθα οὐ δεῖ νομίζειν τὸν παρά τισιν ὡροσκόπον καλούμενον· οὐδὲ γὰρ εἱμαρμένη κρατεῖ τῶν πραγμάτων,
10ἀλλὰ ψήφῳ Θεοῦ πάντα γίνεται. Διόπερ ἡγητέον τὸ »Καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐπὶ τῆς γῆς» σημαίνειν τὴν ὡσανεὶ συμπλήρωσιν τῶν ἡμαρτημένων ἀνθρώποις,
12καθ’ ἣν ἡ τῆς ἐκδικίας ἐπαγωγὴ προσάγεσθαι ὀφείλει, καθὸ λέγεται· «Οὔπω γὰρ ἀναπεπληρῶνται αἱ ἁμαρτίαι τῶν Ἀμαρραίων ἕως τοῦ νῦν» ἀντὶ τοῦ οὔπω τοσαῦτα
15ἥμαρτον ὡς ἀπογνωσθῆναι αὐτῶν τὴν μετάνοιαν. Καὶ γὰρ οὐκ ὀργὴν ἐπάγει ὁ Θεὸς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καίτοι ἁμαρτημάτων γινομένων, τοῦτο δὲ ποιεῖ τόπον μετανοίας παρέχων καὶ διδοὺς καιρὸν τοῦ καταγνῶναι ἑαυτῶν τοὺς ἁμαρτάνοντας· ὅταν δὲ οὕτω συνετελεσθῇ
20τὰ κατ’ αὐτοὺς ὡς μηκέτι ἔχειν καιρὸν τοῦ μεταγνῶναι, καιρὸς ἦλθεν τοῦ παθεῖν αὐτούς. Ἅπαξ δὲ ὑπομνήσεως γεγενημένης τοῦ ἀναπληροῦσθαι ἁμαρτίας, τοῦτο σημειωτέον, ὅτι οὐ ταὐτὸν ἕνα πληροῦσθαι ἄνθρωπον ἁμαρτιῶν καὶ ὅλον λαόν· ἐν μὲν γὰρ τοῖς
25πολλοῖς πάσας ἐγχωρεῖ τὰς ἁμαρτίας εὑρίσκεσθαι, ὡς τὸν μὲν φέρε ἄσωτον εἶναι, τὸν δὲ φειδωλόν, καὶ τὸν μὲν θρασύν, τὸν δὲ δειλόν, καὶ πάλιν τὸν μὲν ἀκόλαστον, τὸν

170

δὲ ἠλίθιον· περὶ ἕνα δὲ ἄνθρωπον τὰς ἐναντίας ταύτας κακίας, ὑπερβολὰς οὔσας καὶ ἐλλείψεις, εὑρίσκεσθαι ἀδύνα‐ τον. Πάσας μὲν γὰρ ἐν ἀνθρώπῳ τὰς ἀρετὰς εἶναι δυνατόν, ἀλλήλαις γὰρ ἀντακολουθοῦσιν, τὰς δὲ κακίας οὐχ οἷόν
4τε διὰ τὰ προειρημένα.
5 Καὶ ταῦτα μὲν ὡς παρεκβάσει, ἐπανελθῶμεν δὲ ἐπὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς· «Καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει». Οὐδεὶς τοιαῦτα ἁμαρτήματα ἔχει ὡς συγχωρηθῆναι αὐτῷ· καὶ ὥσπερ ἄριστος ἰατρὸς καιρὸν τοῦ τροφὴν δέξασθαι τὸν κάμνοντα, κἂν ἐν νυκτὶ γίνηται, κατὰ τὴν τοῦ νοσήματος
10τοιάνδε κατάστασιν τίθεται, οὕτω καὶ τὸ νῦν λεγόμενον. Τοιῶσδε γὰρ ἐχόντων τῶν ἀνθρώπων ὡς εἰς ἔσχατον ἁμαρτίας ἥκειν, δι’ ἃς ὁ κατακλυσμὸς ἐπάγεται, γίνεται τοῦτο ἀσυγγνώστατα πράττουσιν. Οὐ δεῖ δὲ οἴεσθαι ψεῦδος εἶναι τὸ καιρὸν παντὸς
15ἀνθρώπου ἥκειν, εἰ καὶ ὀκτὼ ἐν τῇ κιβωτῷ διεσώθησαν· ἐνταῦθα γὰρ τὸ καθόλου ἀντὶ τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἴληπται. Εἰ δὲ κατὰ τὸ «Ὅπου γὰρ ἔρις καὶ ζῆλος ἐν
17ὑμῖν, οὐχὶ ἄνθρωποί ἐστε» λέγει τὸ «παντὸς ἀνθρώπου», οὐχ ὑπόκειται ὁ Νῶε τούτῳ ὑπερβαίνων τὴν ἀνθρώπου κατάστασιν· καὶ οὕτως ἀληθὲς τὸ παντὸς ἀνθρώπου
20καιρὸν ἥκειν, τοῦ κατὰ τὸ ἁμαρτάνειν οὕτω καλουμένου. Οὐδὲ 〈ματαίωσ〉 καὶ τὸ «ἐναντίον ἐμοῦ» πρόσκειται· οὐδενὸς γὰρ γενητοῦ ὑπάρχει τὸ γνῶναι καιρόν, καθ’ ὃν ἄξια πεποίηκέν τις τοῦ λοιπὸν ἀπογνωσθῆναι. Καὶ τοῦτό γε δεόντως οὐδεὶς οἶδεν γενητός· εἰ γὰρ ἐγίγνωσκον τὰς
25καρδίας, οὐδ’ ἂν ἐβοήθουν ἀποστρεφόμενοι ταχέως τοὺς ἐν ἁμαρτίᾳ γεγενημένους. Μόνης γὰρ τῆς ἀγαθότητός ἐστιν τῆς ἀνυπερβλήτου, τῆς κ[α]τ’ οὐσίαν ἀγαθότητος

171

τῆς μὴ μειουμένης, καὶ ὁρᾶν τὸ κρυπτὸν καὶ τὸν καιρὸν εἰδέναι. Εἰ δὲ καί τις γενητῶν ἐκ Θεοῦ μ[ε]τέχει ἀγαθό‐ τητος κατὰ διάθεσιν, ἀλλ’ οὖν τὰς ἐπιβολὰ[ς] τῶν ἁμαρτημάτων καὶ τὰς αἰτίας ἀγνοεῖ, ἅσπερ πάσας εἰδὼς
5ὁ Θεὸς τὸν καιρὸν τῆς ἐπιτιμίας γιγνώσκει, διὸ εἴρηται »ἐναντίον ἐμοῦ» καὶ «ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ’ αὐ‐ τῶν». Εἰκότως δὲ καὶ τοῦτο εἴρηται· οὐ γὰρ ἄ[λ]λων ἁμαρτόντων ἐπ’ αὐτοὺς ἡ τιμωρία ἔρχεται. Δῆ[λο]ν δὲ
καὶ ἐκ τούτου ὡς οὐχ εἱμαρμένη αὐτοῖς ἐπήνε[γ]κεν
10τὸν τοιοῦτον θάνατον· ἐπεὶ γὰρ «ἐπλήσθη» φησὶν «[ἡ]
10γῆ ἀδικίας ἀπ’ αὐτῶν», ὁ καιρὸς ἥκει, ὅσπερ οὐκ ἂν ἐνστήσῃ, [ε]ἰ μὴ ἡμάρτανον. VI, 13. Καὶ ἰδοὺ ἐ[γὼ] κ̣[ατ]αφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν
12γῆν. Φιλανθρωπ[ία] κ̣αὶ ἀγαθότης Θεοῦ καὶ διὰ τούτων δηλοῦται προλέγοντ̣ο̣ς [τὸ] ἐσόμενον, ἵνα τῷ φόβῳ τῶν
15προσδοκωμένων̣ τ̣ὴ[ν] κακίαν ἀναστείλῃ, ὅπερ καὶ ἐπὶ Νινευειτῶν γέγονεν τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ ἀκούσαντος· »Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται». Ἀκολούθως οὖν καὶ τῷ δικαίῳ ταῦτα προλέγει καὶ προδιατάττει τὴν κιβωτὸν γενέσθαι, παντὸς κηρύγματος
20ἐναργέστερον πρὸς μετάνοιαν τὴν ταύτης κατασκευὴν προβαλλόμενος, φθείρειν δὲ αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν κατ‐ επαγγελεῖται, ἐπεὶ τούτου ἔχρῃζον. Εἴσι μὲν γὰρ ἐπιτιμίαι πολλαὶ πρὸς Θεοῦ διδό‐
23μεναι ἐπὶ τῷ μετάγνωσιν γενέσθαι τῶν ἁμαρτημάτων· θέλε[ι] γὰρ πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι
25καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν λέγων· «Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου, ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελή‐

172

σατε». Ἀνάγκη γὰρ οὐ βιάζεται ἀγαθοὺς γενέσθαι, οὐδὲ γὰρ οἷόν τε· οὐκέτι γὰρ ἀγαθὸν τὸ τοιοῦτον. Ἐπὰν δὲ Θεὸς ὁ τὰ πάντα ἐπιστάμενος μετὰ πολλὰς τὰς νουθεσίας μὴ ἔχῃ ὑπακούοντα τὸν νουθετούμενον, τούτους, περὶ ὧν
5ὁ [λό]γος, καταφθείρει αὐτούς, καὶ τούτου κρίσει αὐτοῦ συμφέροντος. Συμφθείρεται δὲ καὶ ἡ γῆ—τουτέστιν τὰ
ἐν τῇ γῇ, τοῦτο γὰρ σημαίνει τὰ νῦν ἡ γῆ—εἰκότως· τῶν γὰρ ἀνθρώπων ἀπολλυμέν[ων], ἔδει καὶ τὰ δι’ αὐτοὺς
8συστάντα παραπόλεσθαι. Ἐπεὶ καὶ ζ[ωπύ]ρου πα〈ρα〉‐ καταλιμπανομένου διὰ τοῦ Νῶε καὶ τῶν σὺν αὐ[τ]ῷ,
10καὶ τῶν ἄλλων ζῴων ὁμοίως ζώπυρα κατελείφθησ̣[α]ν̣. VI, 14—17. [Π]οίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐ〈κ〉 ξύλων τετραγώνων· ν[οσ]σ̣ι̣ὰ̣ς ποιήσ̣ε̣ι̣ς̣ τὴν κιβωτόν· καὶ ἀσφαλ‐ τώσεις αὐτὴν ἔσωθε[ν] καὶ [ἔ]ξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ. Καὶ οὕτως ποιήσεις τὴν κιβωτό[ν]· τριακοσίων πήχεων τὸ
15μῆκος τῆς κιβωτοῦ καὶ πεντήκ̣[ο]ν̣τ̣[α] πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς. Ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων. Κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτῇ. Ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω
20τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν, καταφθεῖραι πᾶσαν
20σάρκα, ἐν ᾗ ἐστιν πνεῦμα ζωῆς ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς τελευτήσει. Πλείστην ἀκολουθίαν ἔχει τὸ ῥητόν, «ἐκ ξύλων τετρα‐ γώνων» προσταττομένου ποιῆσαι τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε, πρῶτον μὲν ἵνα μὴ καὶ πολὺς χρόνος καταναλίσκηται
25εἰς διαίρεσιν α̣ὐ̣τ̣ῶ̣ν̣, ἔπειτα, ὅπερ καὶ ἀληθέστερόν ἐστιν, ἵν’ ἐξ ὁλοκλή[ρ]ω̣ν ξ̣ύ̣λ̣ω̣ν̣ γινομένη ἀσφαλεστέρα τυγχάνῃ· ἔμελλεν γὰρ καὶ ὄρεσιν προσπελάζειν καὶ ζάλην οὐ μικρὰν ὑφίστασθαι, πρὸς ἅπερ οὐκ ἂν 〈ἀν〉τεῖχεν, εἰ μὴ

173

ἐξ ὁλοκλήρων ξύλων κατεσκεύαστο. Χρησίμως̣ δὲ καὶ
1»νοσσιὰς» γενέσθαι προστάττει, αἵπερ εἰσὶν χῶραι διῃρη‐ μέναι, δύο τούτων ἕνεκεν, πρός τε τὸ μὴ ἀναμὶξ εἶναι τὴν
τῶν ζῴων [δι]ατριβήν, ὧν ἔμελλεν εἰσάγειν μεθ’ ἑαυτοῦ, καὶ πρὸς τὸ σύνδ[ε]σιν εἶναι τοῦ κατασκευάσματος·
5ἀσθενέστερον γὰρ ἦν, εἰ πεν[τ]ήκοντα τὸ πλάτος καὶ τριακοσίων τὸ μῆκος καὶ τὸ ὕψος τριά[κ]οντα πηχῶν ὑπάρχον ἀσύνδετον ἔμενεν. Ἀσφαλτοῦτ[αί τ]ε καὶ ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν πρὸς τὸ μηδεμίαν παρείσ[δυ]σιν ὕδα[τος]
8γενέσθαι. Εὖ δὲ καὶ τὸ εἶναι τὸ μῆκος τοῦ πλάτους μ̣[εῖ]ζον· οὕτ[ω γὰρ] εὐκίνητον ἦν, ἐπεὶ καὶ τὰ σκάφη
10ταύτης εἰσὶ τῆς τοῦ σχήμα[τος ἀ]ναλογίας. Εἰ δ’ ὅτι τετράγωνος κάτωθεν γέγονέν τις λέ[γοι, καὶ] τοῦτο οὐκ ἀπεικότως· ἐπεὶ γὰρ οὐκ εἰς τὸ πλεῖν προηγ̣ο̣υμέ[νως ἀ]λλ’ εἰς τὸ φυλάττειν ἐγίνετο, διὰ τοῦτο οὕτως γέγονεν· ἄ[λ]λως [τ]ε καὶ κατεποντοῦτο τάχεως, εἰ μὴ τετράγωνος
14ἦν. Ἐπισυνη[γ]μένη δὲ οἰκείως ἐγίνετο, ἵνα ἡ τῶν ὑδάτων
15ἐπιφορὰ ἔχ[ῃ τὸ]ν ὄλισθον καὶ μὴ καθάπερ εἰς πέτραν πάντοθεν ἔχουσαν ὕψος προσαράττῃ τὰ κύματα. Καὶ τὸ τὴν θύραν δὲ ἐκ πλαγίων γε[ν]έσθαι ἐπιτηδείως προσ‐
17ετάττετο ***
17n(2 lignes en blanc)
18 »Κατάγαια» δὲ «διώροφα καὶ τριώροφα» οἰκείως κατεσκευάζετο πρὸς τὸ διαρκέσαι πάντα τὰ εἰσαγόμενα
20ζῷά τε καὶ τὰ πρὸς τροφὴν τούτω̣ν̣.
20 Τὸ δὲ «ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν, καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα ἐν ᾗ ἐστιν πνεῦμα
ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ, κα[ὶ ὅ]σα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς τελευ‐ τήσει» ἐστὶ μὲν καὶ διεγερτικόν, [καθὰ πρότερον] εἴρηται, δηλοῖ δὲ ὅτι τά τε ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ ἀεροπό[ρα
24φθαρήσετ]α̣[ι· τ]άχα γὰρ τὰ ἔνυδρα διεσῴζετο. ***
24n(12 lignes en blanc)

174

VI, 18. Καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς σέ. Οὐ φαίνεται πρὸς τοῦ Θεοῦ τῷ Νῶε γεγενημένη δ[ια]θή[κη] ἡ συνόρκη, ὡς Σύμμαχος καὶ Ἀκύλας ἡρμή‐ νευσαν. Μὴ δ[ή]που καταπορῇ τοὺς λόγους, ἀπεκαλύφθη
5τῷ Νῶε τὸ ἐσόμε[νον, ἵνα] εὔελπις [ᾖ] περὶ τῶν μελλόντων καὶ παιδεύῃ καὶ τὴν ἑαυτοῦ γενε[ὰν] ὡς ‘ἁμαρτημάτων ἕνεκεν ὁ Θεὸς ταῦτα ἐπήγαγεν· καὶ ὑμεῖς διὰ δικα̣ι̣οσύνην
7σῴζεσθε‘, ἵνα τὸ αἶσχος τῆς κακίας ὑποδειχ[θ]ῇ καὶ [τὸ] τῆς ἀρετῆς ἐράσμιον, οὐχ ὡς τῶν ἡδέων μισθοῦ ὄ[ν]τος ἀρε̣τῆς, ἀλλ’ ὅτι οὐ συναναπαύει τοῦ τρόπου τῆς κολάσεως
10ὁ σπουδα̣ῖ̣ος οὐχ ὑποκείμενος αὐτῇ.
Τὸ δὲ «στήσω» ἐνταῦθα τὸ βέβα̣ι̣ο̣ν̣ δηλοῖ.
11 VI, 18. Εἰσελεύσῃ δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ̣ ἡ̣ γ̣υ̣ν̣ή̣ σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ. Ὁ Σωτὴρ ἐν εὐαγγελίῳ εἶπεν περὶ παντὸς ἀργοῦ ῥήματος δ[ώσειν] ἀνθρώπους λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως,
15ἀργὸν δὲ ῥῆμα ἐ[... ... ... .]κον καὶ μὴ ἔχον τι ἐπωφελές· εἰ δὲ τοῦτο ἀνθρώποις π[ροσ]τ̣[άττεται] μὴ
16προφέρειν, πολλῷ πλέον οὐδὲ τὰ θεῖα λόγια περι[έ]χε[ι τι τοι]οῦτον, ἀλλὰ χρησίμως ἅπαντα ἐν αὐτοῖς φέρεται και̣[.]ατα̣[..] η[..].μεν ἐκ τῶν ἐκτεθέντων. Εἰσερχομένῳ

175

εἰς τὴν κ[ι]βω[τὸν] [τ]ῷ Νῶε τοὺς υἱοὺς συνέταξεν, καὶ τῇ γυναικὶ τὰς γυναῖκας τῶν υ̣ἱ̣ῶ̣ν· ὅτε δὲ [λ]οιπὸν καιρὸς τοῦ ἐξελθεῖν εἰς τὴν γῆν, παυσαμένου τοῦ κ[α]τακλυσμοῦ, ἐπισημαίνεται τὸ λόγιον οὕτως· «[Κα]ὶ εἶπεν ὁ [Θ]εὸς
5τῷ Νῶε· Ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ σὺ καὶ ἡ γυνή [σου
5κ]αὶ οἱ υἱ[οί σ]ου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ». Ἔπρ[ε]π[εν] γάρ, με[λλο]ύσης φθορᾶς ἀνθρώπων γίνεσθαι, μὴ ἀσυμπαθε[ῖς] γενέσθαι τ[οὺς] δικαίους, ὥστε τοῖς γαμικοῖς ἀδέως χρᾶσθαι. Ἐ̣χ̣ώρισεν ο[ὖν τ]ὰς γυναῖκας τῶν ἀνδρῶν λέγων· «Εἰσελεύσῃ σὺ [κ]αὶ οἱ υἱοί [σου
9καὶ] ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου»· ὅτε δὲ
10[ἐδ]έχετο [ὅτι ἔμπ]αλιν ἤμελλεν ἀποδοθῆναι ἡ διαδοχή, ἀποδέ[δω]κεν, ὡ[ς παρεθ]έμεθα, τῷ Νῶε τὴν γυναῖκα λέγων· «Ἔξελθε σὺ [κ]αὶ ἡ γυνή [σου, οἱ υἱοί] σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου». Καὶ ὅτι δι’ ἔθους [οὐκ]
13ἔ̣φη ε[ἰκαίως, ἀ]λλὰ μετὰ παρατηρήσεως, λέγειν ἔστιν, καὶ [τὸ ε]ὐαγγ[έλιον π]ιστώσασθαι, εἰρημένου πρὸς τοῦ
15Σωτῆρος· «Οὐδεὶς [δύν]α̣ται δ[υσὶ κυρίοι]ς δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τ[ὸν ἕτερ]ον ἀγ[απήσει] ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου κατα[φρονήσει]· οὐ δ[ύνασθ]ε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Καὶ δηλο[νότι δουλεί]α̣ τοῦ
18[μαμω]νᾶ ἡ φιλαργυρία, καὶ ἐπὶ πάσης δὲ κακίας [... ... ..]ν. Οὐ[δαμῶς] γὰρ οἷόν τε κακίᾳ καὶ ἀρετῇ
20δουλεύειν· ὁ γὰρ ποιῶν τ]ὴν [ἁμαρτ]ίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας καὶ πᾶσα με[..... ... ... ...]ωντα μισεῖν τὰ πονηρά. Οἱ γὰρ ἀγαπῶντε[ς ... ... ... .. μ]ισεῖται
22πονηρά. »Ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τ[ὸν ἕτερον ἀγαπήσει»] —ἀγαπᾷ γὰρ Θεὸν ὁ ἐνάρετος μισῶν τὴν κακί[αν—»
24τοῦ ἑνὸς ἀνθέ]ξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει», ὅπερ
25[... ... ... ..] ἀκριβῶς εἴρηται· τὸ γὰρ ἀντέχεσθαι εἶπεν [ἐπὶ τῆς κακία]ς, οὐ τὸ ἀγαπᾶν. Οὐδεὶς γὰρ ἀγάπῃ τῇ πρὸς [..]α[... ... ..]ην ἐνεργεῖ, ἀλλ’ ὀλισθήσας ἀντέχεται, οὐδὲ [μ]ισ[εῖν λέ]γεται τὸν Θεόν, ἀλλὰ κατα‐ φρονεῖν· διόπερ τὸ οἰκεῖ[ον ... ...]ενι μὲν ῥῆμα, τῷ

176

μὲν Θεῷ τὸ ἀγαπᾶσθαι ὑπὸ τοῦ σπουδαίου, τῇ δὲ κακίᾳ τὸ μισεῖσθαι, καὶ πάλιν τῇ μὲν κα̣κίᾳ τὸ ἀντέχεσθαι αὐτῆς τὸν ἐνεχόμενον φα[ῦ]λον, τῷ δὲ̣ Θ̣ε̣ῷ τὸ καταφρονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ τοιούτου. Οὐδεὶς γὰρ εἴ[πο]ι ἄν ποτε̣ κ̣αταφρονεῖν
5τινα τῆς ἁμαρτίας ἢ μισεῖν τὸν Θεό[ν], εἰ καὶ πρὸς [ἐ]πί‐
5πληξιν οἱ φαῦλοι διὰ τὸ ῥοπὴν ἐσχηκέν[αι π]ρὸς κακ[ίαν μ]ισεῖν λέγονται Θεὸν κατὰ τὸ «κύριε οὐχὶ τ[ο]ὺς μισο[ῦν‐ τ]άς σε ἐμίσησα;» οὐ γὰρ τοῦτο κυρίως ποι[εῖ, ἀ]λλ’ ὀλισ[θών], ὡς ἐλέχθη, μισεῖν λέγεται. Τὸ δὲ κατα[φρον]εῖν κυριώτατον τοιαύτης ἀκριβείας καὶ παρατηρή[σεώς] ἐστ[ι
10κατὰ] τὸ λεγόμενον πάλιν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος· »Πᾶ[ς ὃς ἂ]ν ὁμολ̣ο̣γήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώ‐ πων, ὁμ[ολογ]ήσω κἀγ[ὼ] ἐν αὐτῷ, καὶ πᾶς ὃς ἂν ἀρνήσηται»—οὐκ «ἐ[ν ἐμο]ὶ» εἶ[πεν]—»ἀρνήσομαι
13κἀγὼ αὐτόν»· ὁ γὰρ ὁμολογ[ῶν τὸν] Θεὸν ἐν̣ [Χριστῷ] τοῦτο ποιεῖ, ὁ δὲ ἀρνούμενος οὐκ ἐν [Χριστῷ τ]οῦτο
15πο[ιεῖ]. Δεῖ οὖν τὴν ὁμολογίαν ἐν αὐτῷ εἶνα[ι ... .]ω̣ς̣ και.[.. ..]ση πρὸς τοὺς μὴ τοιούτους, ἀλλὰ μόν[ον τοῖς]
λόγο̣[ις λέ]γοντας ὁμολογεῖν εἴρηται· «Θεὸν ὁμολ[ο‐ γοῦσι]ν εἰδ[έναι, τοῖ]ς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται», καὶ »Ὁ λαὸς οὗτ[ος τοῖ]ς χείλ[εσίν με] τιμᾷ, τῇ δὲ καρδίᾳ
20πόρρω ἄπεστιν ἀ[π’ ἐμοῦ»· ἐν γὰρ τῷ ὁ]μολογοῦντι ὁ ὁμολογούμενός ἐστιν κ[αὶ ὁ ὁμολογῶν ἐντῷ] ὁμολο‐
21γουμένῳ. Ἀλλὰ μή̣ τις ταὐτὸν οἴη[ται τῷ «ἐγὼ ἐν τῷ Πατρ]ὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστιν»· τὸ μὲν γὰρ τὸ απ̣[... ... ... ....]γ̣ίας δηλοῖ, τὸ δὲ τὴν ἐν τῷ ὁμολογου[μένῳ ... ... ., ὅπ]ερ δηλοῦται ἐν τῷ «πᾶς
25ὁστισοῦν ὁμολο[γήσῃ ἐν ἐμοί», τ]οῦ «ὁμολογήσω
26κἀγὼ ἐν αὐτῷ» οὐ μετο[... ... ... ..]τος, —οὐ γὰρ
26Θεὸς ἀνθρώπου μετέχει, —ἀλλὰ κρίσιν [... ... ... ...] ἐκ Θεοῦ τοῦ ὁμολογοῦντος. Οὕτως οὖν παρ[... ... ... . εἴ]ρηται καὶ τὸ περὶ τῶν υἱῶν τοῦ Νῶε καὶ αὐτοῦ καὶ τῆ[ς γυναικὸς] αὐτοῦ καὶ
29τῶν υἱῶν, ἀλλ’ ὡς παρετηρησάμεθα κα̣λῶ[ς ... ... ..]

177

Εἴσελθε σὺ καὶ οἱ υἱοί σου μετὰ σοῦ. Οὐ γὰρ αὐτὸς δι’ αὐτούς, ἀλλὰ [α]ὐτ[οὶ] δι’ αὐτ[ὸ]ν καὶ τὴν ἀπ’ αὐτοῦ ὠφελίαν διεσώθησαν. Καὶ τοῦτ[ο βεβαι]οῦτα[ι ἐκ] τοῦ ἐν τοῖς μετέπειτα ἐπιφερομένου, λέγο[ντος τοῦ Θεο]ῦ̣ πρὸς
4[τὸ]ν Νῶε· «Ὅτι σε εἶδον δίκαιον ἐναντίον ἐμοῦ ἐ[ν τῇ
5γεν]εᾷ ταύ[τῃ]». Τὸ μέγεθος γὰρ αὐτοῦ τῆς ψυχῆς δηλοῦτ[αι τῷ «δί]καιος», ἐ[πε]ὶ οὐχ ἁπλῶς μεμαρτύρηται,
6ἀλλ’ ἐναντίον τ[οῦ Θεοῦ]. VI, 19. Καὶ ἀπ[ὸ πά]ντων κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάσης
7σαρκὸς δύο δύ[ο ἀπὸ πάντ]ων. Εἰ[ς τὰς] φύσεις τῶν ἀριθμῶν τις ἀποσκοπῶν καὶ γιγ[νώσκων] ὡς [ὁ ἑπτὰ ἐν] γραφαῖς πολλὰ ἔχων προ‐
10νόμια μνημονεύετ̣[α]ι, ὁ δὲ δύο [ἐστὶ τῇ ὕ]λῃ οἰκεῖος, καθὰ καὶ πρότερον εἴρηται, ἐπιστήσει πῶς ἐπὶ [μὲν τῶν]
11καθαρῶν ἐν τοῖς ἑξῆς τὸν ἑπτὰ ἔταξεν ἀριθμόν, ἐπὶ δὲ [τῶν ἀκα]θάρτων καὶ νῦν τὸν δύο· ἔτι δὲ καὶ τοῦτο ζητήσει πῶς, [μηδέπω] τοῦ νόμου δεδομένου περὶ καθαρῶν καὶ ἀκα[θ]άρτων, [ὁ δύο λέ]γεται, εἰ μή που
15ἀπολόγοιτό τις ὅτι τῷ δικαίῳ προ[εθεωρεῖ]το ἡ ἐπιστη‐ μονικὴ τοῦ νόμου διάταξι[ς]. Κἀκεῖ[νος π]ροσαπορῶν πῶς εἷς ἄνθρωπος τοσούτων [κτηνῶν] περι[κρατεῖ] ὥστε καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτὰ εἰς τὴν κ[ιβωτὸν] ἀκου[έσθω ὅ]τι Θεοῦ συνεργείᾳ τῷ δικαίῳ δέδοται [τὸ ἀναπ]λη[ροῦν] τὸ
20πρόσταγμα, οὐδὲν δὲ ἄπιστον τὸ [ὑπὸ Θεοῦ κ]αὶ τὰ [ἄγρια]
20ἡμεροῦσθαι. Εἰ δὲ καὶ τῷ προκρίτῳ [τῶν ἀποσ]τόλων [Πέτρῳ] ἐν τῷ σκεύει τῷ ὡς ὀθόνῃ πάντων τ[ῶν ζῴ]ων αἱ εἰ[κόνες] ἐφανερώθησαν, τί ἄπιστον εἰ διὰ τὸ μέ[λλειν] παλιγ[γίνεσ]θαι κόσμον συνήργησεν, ὅτε τῷ δικαίῳ κ[ελεύε]ι τούτων [εἰσαγ]ωγήν, ἵνα καὶ ἐξ αὐτῶν μετὰ
24ταῦτα διαδ[οχὴ γέ]νηται.
25 VI, 19—20. [Εἰσ]άξεις εἰς τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετ[ὰ σε]αυτοῦ [ἄρσ]εν καὶ θῆλυ· ἔσονται ἀπὸ τῶν πετει‐ νῶ[ν κα]τὰ γένος [καὶ] ἀπὸ τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ [πάν]των ἑρπε[τῶν] τῶν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν.

178

[Δύο δ]ύο ἀπὸ πάντων εἰσ[ελεύσον]ται πρὸς σὲ τρέφεσθαι
μετὰ σοῦ ἄρσεν καὶ θῆ[λυ. Λεκτ]έον δὲ ὅτι ἐνταῦθα τὸ γένος ἀντὶ τοῦ εἴδου[ς ἐστίν], λεγομένου ποτὲ τοῦ εἴδους καὶ γένους. Καὶ π[...
4...]εξω ***
4n(17 lignes en blanc)
5 VI, 21. [Σ]ὺ δὲ λήμψῃ̣ [σεαυ]τ̣ῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων ἃ ἔδεσθε, καὶ σ[υνάξ]εις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι κἀ[κείν]οι̣ς φαγ̣ε̣ῖ̣[ν].
8-9[...].ητ..[... ..]α ὑποτίθεσθαι τῷ δικαίῳ οὐ μόνον
10ἑαυτ̣ο̣ῦ̣ κ̣[αὶ τῶ]ν σὺν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀλόγων φρονῆ‐ σαι· δικα[ίως] γὰρ οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν αὐτοῦ. Τὸ̣ δ̣ὲ «πρὸς [σεα]υτὸν συνάξεις» παρατήρησιν ἂν ἔχοι ὅτι

179

ἐν οἷς [σὺ] διαιτᾷ καταγωγίοις, καὶ ἄλλα ζῷα οὐ πλησιάζει, συνάγαγε τὰς τροφάς· εἰ γὰρ [ἐν τοῖς ἐ]κείν[ων] τόποις ἀπέκειντο, ἀφειδῶς ἐπιβαί[νοντα ταῖς] τρο[φα]ῖς ἔνδειαν
3αὐτῶν ἐργάζοντο ***
3n(13 lignes en blanc)
4VI, 22. [Καὶ ἐπο]ίησεν Νῶε πάντα ὅσα ἐνετείλατ[ο
5αὐτῷ] Κύριος [ὁ Θεός], οὕτως ἐποίησεν. [Μέγας] ἔπαινός ἐστιν, ὅταν, ἐπιστήμονο[ς ποιή]σαν‐
[τος, εἰ]πῇ τις ἀξιόπιστος καὶ ὀρθῶς κρίνε[ιν δυνά]μενος [ὅτι οὕ]τως ἐποίησεν ὡς ὁ προστάξας ὑπέθ[ηκεν α]ὐτῷ· [ἀρετῆ]ς γὰρ αὕτη ἡ πρᾶξις. Ἔστιν γάρ ποτε[ ... ..]....
10... ..]ιν μὴ μὴν οὕτως ὡς προσέταξεν· τὸ γὰ[ρ ... .] ... .... .]ν̣ην πρὸς τὸ θεαθῆναι τὴν πρᾶξι[ν ... .]... . σ[..]θ̣αι τῆς διαθέσεως, οὐχ ὃν δεῖ τρόπον ἔχ[...]κα...τος. Πᾶ[σ]α πρᾶξις μὴ μετὰ τοῦ πρέποντος λογισ[μοῦ] γινομένη [ἀ]τελής ἐστι, κἂν τὸ ἀποτέλεσμα γίνη̣[ται]
15τέ̣λειο̣ν, μ[αρ]τυρεῖται δὲ ὁ δίκαιος ὡς καὶ ποιήσας

180

κα[...]... ... .ο[... ... Το]ῦτο γὰρ καὶ ὁ Σωτὴρ παιδεύει λέγων· «Ἐλεᾶτε καὶ ἐ[λεηθήσεσ]θε», βούλεται δὲ τὸν ἔλεον μὴ μετὰ σ[αλ]πίγγω[ν γίνεσθ]αι, ὅ ἐστιν μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον]εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν
5πενομένων· «Γίνεσθε» γάρ [φη]σιν «τ[έλειοι ὡς] ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστιν»· ὁ [Θεὸς] γὰρ [ἑαυτοῦ] μεταδοτικός ἐστιν καὶ οὐκ ἄλλοθεν δ[εχό]μεν[ος· οὕτ]ω καὶ ὑμεῖς τὸ μεταδοτικὸν ζηλώσατε, [καθὰ] παρα[ινεῖ
8κ]αὶ ὁ μακάριος Παῦλος· «Μακάριόν ἐστι μᾶ[λλον] διδόν[αι ἢ λ]αμβάνειν». Οὐ γὰρ ὁ λαμβάνων μιμεῖται
10[τὸν] Θεόν· ὁ [γὰρ Θεὸ]ς παρ’ οὐδενός τι δέχεται, ἀλλὰ χορηγὸ[ς τῶν] πάντ[ων ἀ]γαθῶν. Ὁ μιμητὴς οὖν τοῦ
11Θεοῦ δίδωσιν. VII, 1. Κ[αὶ εἶ]πεν Κύριο[ς ὁ Θεὸς] πρὸς Νῶε· Εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἰκό[ς σου] τὴν κ[ιβωτόν, ὅ]τι σε εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου ἐ[ν τῇ γε]νεᾷ τ[αύτῃ].
15 〈Οὕτ〉ως ἐμφ[αίνεται] ὅτι ἅπας ὁ οἶκος οἱ ὀκτὼ μόνοι ἐτύ[γχα]νον· θ[εραπευτὴ]ν γὰρ οὐκ ἐπηγάγοντο ἢ διὰ τὸ μήπω [κα]ταδ[εδουλῶσ]θαι ἀνθρώπους ἢ διὰ τὸ
ἀκτήμονας εἶναι τ[ῶν] τοιού[των]. [Οἶκον] οὖν ἐνταῦθα τὴν ἐν τοῖς ὀκτὼ συγ[γέ]νειαν
20[καλεῖ, πο]λλάκις γὰρ τοιούτου ὀνόματος ὁμων[υ]μοῦντ[ος καὶ ἐ]πὶ τούτων, κυρίως ἐπὶ τοῦ οἰκοδομηθ[έν]τος λεγ[ο‐ μένο]υ. Τὸ δ’ αὐτὸ καὶ ἐπὶ πόλεως εὕροις ἄ[ν]. Ἐν τῷ
22εὐα̣[γγελί]ῳ γοῦν εἴρηται· «Καὶ ἤγαγον αὐτόν», δηλο‐ ν[ότ]ι τὸν Ἰησοῦν, «ἕ[ως ὀ]φρύος τοῦ ὄρους, 〈ἐφ’〉 οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο», δηλ[οῦντο]ς νῦν τοῦ ὀνόματος
25τῆς πόλεως τὴν κατασκευασθεῖ[σαν κ]αὶ οἰκοδομηθεῖσαν, ἐν δὲ τῷ «ὡς δὲ ἦλθεν Ἰησοῦς εἰς Ἱ[εροσό]λυμα, ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις» τοῦ ἀθροΐσματ[ο]ς τοῦ περιεχ[ομέν]ου

181

τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τῆς πόλεως σημαινομέ[ν]ου. Καὶ
1πάλιν ἐν τῷ «ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ὀνειδίζειν τὰς πόλει[ς ἐν αἷς ἐ]γένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μ[ετε‐ νόησαν» αὐ]τὸ [τοῦ]το δηλοῦται· μετάνοια γὰρ οὐκ ἐν ἀψύχοι[ς οὐδὲ ἐν ὑλ]ικο[ῖς] γίνεται, τοῦ ὀνόματος τοῦ
5οἴκου σημαίνον[τος τὸ μὲ]ν οἰ[κο]δόμημα ἐν τῷ ‘ἥδε τοῦδε οἰκ[ία‘... ..]. ου..τη συναγωγή, τὸ δὲ ἀθρόϊσμα, ἐπὰν λέγητ[... ... .]υ [.]..δε ὁ βασιλικὸς καὶ ὁ δεσμο‐
7φύλαξ καὶ ἡ οἰκία [... ... .]η. Τὴ[ν δ]ὲ αἰτίαν τοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν εἰσελθεῖν ἐ[πάγων] φησίν· «[ὅτι] σ̣ὲ̣ εἶδον δίκαιον ἐναντίον ἐμοῦ». Οὐχ
10ἁπλῶς «[ὅτι σ]ὲ εἶδον» [εἶπ]ε̣ν, —καὶ γὰρ ὁ Ἄβελ δίκαιος ἦν καὶ ὁ Ἐνὼς ο[ὗ ἐλπὶς] τὸ «ἐ[πικαλ]εῖσθαι
11τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ», —ἀλλ’ «ὅτι σὲ εἶδ[ον δίκ]αιον [ἐνωπί]ον ἐμοῦ ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ», τῇ παρού[σῃ δ]ηλον[ότι. Ο]ὐ παρίσταται ὅτι διὰ τὴν τούτου ἀρετὴ[ν καὶ ο]ἱ παῖ[δες αὐ]τοῦ μετέχοντες αὐτῆς ἐσώθησ̣α[ν,
15γενε]ὰν [δέ, ὡς] προείρηται, τὴν ὁμοτροπίαν δηλ[οῖ, καθ]ὰ πα[ρεθέ]μεθα καὶ ἐν τοῖς φθάσασιν. Προσέ[τι δηλοῖ] τ̣ο̣ὺς [τοῦ α]ὐτοῦ τρόπου γενεὰν λέγεσθαι τὸ «ζη[τηθή‐ σεται π]ᾶν αἷμα δ]ίκαιον ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τ[ῆς γενεᾶς] τού[της]».
19Ἐν τῇ τῶν δικαίων γενεᾷ, ἵνα λάβωμ[εν τοὺς] σὺν
20[αὐτ]ῷ δικαίους, αὐτὸς εὑρέθη ἐναντίον αὐ[τοῦ δίκαιο]ς, οὐ [παν]τὸς δικαίου ἐναντίον Θεοῦ δικαίου 〈ὄ〉ντος· [δίκαιοι] γὰρ υἱοὶ [κ]αὶ γυναῖκες ἐναντίον Νῶε ἐτύγχανον [μόνον]. Μέγα [δὲ ο]ὕτως ἐστὶν τὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκα̣[ιον, ὡς] λέγεσ[θαι]· «Ἄστρα δὲ οὐ καθαρὰ
25ἐνώπιον αὐτοῦ» καὶ [τὰ ἄλλ]α φῶτα· ἀλλὰ καὶ ἐν ψαλμοῖς λέγεται· «Οὐ δικαιω[θήσε]ται κατενώπιον σου πᾶς ζῶν», καὶ πάλιν ἕτερον [λόγιό]ν φησιν· «Ὡς
27ῥάκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἦν δικαιοσύ[νη ἡ]μῶν» ἐκ πρ[ο]σώπου πάντων τῶν δικαίων.

182

VII, 2—3. Ἀπ[ὸ δὲ τῶν] κτηνῶν τῶν καθαρῶν εἰσάγαγε πρὸς σὲ ἑπτὰ ἑπτ[ὰ ἄρσεν] καὶ θῆλυ, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ ὄντω[ν καθα]ρῶν δύο δύο ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ τῶν πετε[ι]νῶν [τοῦ οὐραν]ο̣ῦ̣ τῶν καθαρῶν ἑπτὰ ἑπτὰ
5ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀ[πὸ τῶν] πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο ἄρ[σεν] καὶ θ[ῆλυ δια]θρέψαι σπέρμα ἐπὶ πᾶσαν
6τὴν γῆν. Ἀκο[λούθως] «ἑπτὰ [ἑπτὰ]» ἀπὸ τῶν καθαρῶν προστάττει εἰσαγ[αγεῖν]. Ἐπει[δὴ γὰρ] αὐτῶν καὶ πρὸς τροφὰς καὶ πρὸς ἱερουρ[γίας ἔ]μελλ[ον ἄνθρ]ωποι καὶ
10αὐτοὶ δὲ οἱ ἐν τῇ κιβωτῷ ἐ[μμένον]τες χ[ρείαν ἔχ]ειν,
διὰ τοῦτο πλείονα κατα[λαμβάνο]ν[ται, ἵν’ ἐξ α]ὐ̣τῶν καὶ πλείων γένηται διαδοχὴ π[ρὸς] τὰς α[ὐτῶν χ]ρείας κατάλληλος· ἐπὶ δὲ τῶν αλλω. [... .]κότω[ν ... ... τ]οσαύτην εἰσαγόντων χρείαν «δύο δύο» [εἰσ]άγεσ[θαι
15προσέ]τ̣αξεν. Εἰ δὲ δεῖ καὶ φυσιολογίαν εἰσάγ[ειν] τῷ
15λόγ[ῳ ... ...]ωπονοις λέγοιτ’ ἄν, ὡς καὶ πρὸ τούτου, [ὅτι, ἐ]πεὶ ἡ δ[υὰς διαι]ρετή, τοῦτο δὲ τῇ ὕλῃ οἰκεῖον, οἰκεῖος [τοῖς] μὴ καθ[αροῖς ὁ] δύο ἀριθμός. Ἀλλὰ καί, τοῦ δύο ἀναιρέτ[ου], ὁ Σωτὴρ κ[αλεῖ «εἰς] ἕνα καινὸν ἄνθρωπον» τοὺς δύο, τόν τε ἐ[κ] περιτομ[ῆς καὶ] τὸν
20ἀπὸ ἐθνῶν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς κ[α]τὰ τὸ ε[ὐαγγέλ]ιον πολιτείας εἰσάγων, ἥντινα οἱ παλαι[οὶ] ἅγιοι ἔ[σχον,

183

μ]ηδεμιᾶς οὔσης διαφορᾶς ἑλληνισμο[ῦ] καὶ ἰουδαισμοῦ. Ἀφ’ οὗ γὰρ τέχναι ἐξ ὧν ἀγάλ[ματα, καὶ ἡ] δὲ μετ’ αὐτὰς εἰδωλολατρεία, καὶ ἐξότε νόμ[ος, γίνετα]ι̣ ἰο[υ]δαισμός. Ἡ πρώτη οὖν τῶν ἀνθρώπων πολιτεί[α, ἥτις χρι]στ[ια]‐
5νισμοῦ ἐτύγχανεν, εἰ καὶ μὴ ἡ προσηγορί[α αὕτη, κ]ατὰ
5τὰς κοινὰς ἐννοίας ὑπάρχει, ὅπερ καὶ ὁ Σωτὴ[ρ ... ..]. ἐκήρυττεν· «Πάντα ὅσα θέλετε ἵνα ποιῶ[σιν ὑμῖν οἱ] ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε ὁμοίως». Τοῦτο δὲ ἐν τ[ῇ κοινῇ κ]εῖται ἐννοίᾳ· ἃ γὰρ μὴ βούλεταί τις παθεῖν, τα[ῦτα οὔ]τε τῷ πέλας ποιεῖν ὀφείλει. Διὰ δὲ τοῦτο
10κεῖται το[ῦτο ἐ]ν τῇ κοινῇ ἐννοίᾳ, ἵνα ἀναπολόγητος ᾖ ὁ ἄνθρωπος ε[... ..].αγόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον δέ, διαστραφείσης [τῆς ἐν]νοί[α]ς, ὁ γραπτὸς δέδοται, οὐ μαχόμενος ἐκείνῳ, ἀλ[λὰ ...].ιων [τοὺς ἀν]θρώπους εἰς αὐτόν· εἴρηται γοῦν· «Νόμον εἰς βοή[θειαν] δέ[δ]ω‐
14κεν». Ο̣ὕτω καὶ τὸ εὐαγγέλιον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ [κεκή‐
15ρυκ]ταιἵν[α μὴ] προφασίσηταί τις ὡς μὴ ὑπομνησθείς,
[... ... .].α [... ..]ν κοινῶν ἐννοιῶν. Ταῦτα μὲν οὖν ὡ[ς πρὸς τὸ ῥη]τὸν [... .]ηται· λεκτέον δὲ καὶ ὅτι τὰ καθαρὰ ζῷ[α ... ... .].. [...]ως ἑπτὰ ἑπτὰ εἰσάγεσθαι [... ....[... .] γὰρ τὸ εἰπεῖν
20τὸ ἀκόλουθον τῇ ἱστορίᾳ, ὅτ̣[ι διὰ τὸ] α̣ὐ̣τοῖς κ]αὶ πρὸς ἱερουργίαν καὶ πρὸς τροφὴν μέλ[λειν χ]ρ̣ῆ̣[σθαι] τοὺς
21ἀνθρώπους διὰ τοῦτο πλείονα, ἔτι καὶ δι[ὰ τὸν ἀριθ]μῶν λ[όγο]ν, ὅτι πολυΰμνητός ἐστιν ἐν τῇ γραφῇ .[... ... .].. ..[.τ]ῃ ἑβδομάδι λέγω, κατέπαυσεν ὁ Θεὸς ...[... ..]. γ.[..] πλείονας. Εἰς γὰρ τὴν ἀγένητον οἱ περὶ τ[... ..
25το[... .]ναγουσι τὴν ἑβδομάδα· αὕτη γὰρ παρθέν[ος ἐσ]τὶ καὶ ἀπάτωρ καὶ ἀμήτωρ, ἵν’ ᾖ τὸ λεγόμενον τοιο̣[ῦ‐ το]ν̣. Πάντες οἱ̣ ἐντὸς δεκάδος ἀριθμοὶ διπλασιαζόμε[νοι

184

ἢ τ]ριπλασ[ιαζόμενοι π]λὴν τοῦ ἑπτὰ καὶ γεννῶσιν καὶ γεν[νῶνται, ο]ἷον ὁ εἷς γεννᾷ τὸν δύο, καὶ ὁ δύο τὸν τέσσε[ρα] οὕτ[ως γεννη]θεὶς ὑπὸ τοῦ ἑνός, καὶ ὁ τέσσερα τὸν ὀκτὼ γεν[νη]θεὶς [καὶ αὐτὸς] ὑπὸ τῶν δύο, ὁ δὲ πέντε
5τὸν δέκα, καὶ ὁ ἓξ δέ ποτ[ε γεννώμεν]ος οὐ γεννῶν, ὁ δὲ ἑπτὰ οὔτε ὑπὸ τῶν φθασάντων γ[εννᾶται οὔ]τε τινὰ μεθ’ ἑαυτὸν ἕως δεκάδος γεννᾷ· ἀλλὰ καὶ ὁ δύο τὸν ἓξ
7καὶ ὁ τρία τὸν ἐννέα τριπλασιαζόμενοι γεννῶσιν. Ἔχει δὲ κα[ὶ ἕτερόν] τι προνόμιον· ἐὰν γὰρ ἐν διπλασίονι λόγῳ πολυπλασιά[ζῃς το]ὺς ἀπὸ μονάδος ἀριθμοὺς ἕως
10ἑπτά, ἴσος ἅμα καὶ τετράγ[ωνος] γίνεται· εἷς γάρ, δύο, τέσσερα, ὀκτώ, δέκα ἕξ, τριάκοντα δύο, [διπ]λασιασθέντα τὸν ἑξήκοντα τέσσερα, ὅστις τετράγωνος [μέν ἐ]στιν, ὀκτὰ γὰρ ὀκτὼ ἑξήκοντα τέσσερα, κύβος δέ, τέτρα γ[ὰρ
13τέ]σσερα τέτρα ἑξήκοντα τέσσερα. Ἀλλὰ καὶ τριπλα‐ σιαζόμ[ενοι] ἕως ἑπτὰ πάλιν ἀπὸ μονάδος ἀποτελεῖ τ[ὸν]
15ἑ̣π̣τ̣α̣κόσια ε[ἴκοσι ἐνν]έα καὶ αὐτὸν ὄντα τετράγωνον ἅμα κ[αὶ] κύβον· εἷς [γάρ, τρία], ἐννέα, εἴκοσι ἑπτά, ὀγδοήκοντα εἷς, δ[ιακόσια τ[εσσε[ράκοντα τρ]ία, ἑπτα‐ κόσια εἴκοσι ἐννέα, ὡς εἴρηται, κ̣[ύβον] ἅμα κ[αὶ τετρά‐
18γων]ον συμπληροῖ, τετράγωνον μὲν οὕτως· [ἑπτὰ εἰ]‐ κοσάκ[ις εἴκοσι ἑπ]τὰ ἑπτακόσια εἴκοσι ἐννέα, κύβον
20οὕτως· ἐ̣[ννεά]κις ἐνν[έα ἐννεά]κις ἑπτακόσια εἴκοσι ἐννέα· σημαίνει μ[ὲν] τὸ τετρ[άγωνον] βεβαιότητα, ὁ δὲ
21κύβος *** Οὐκ ἀπεικ[ότως] οὖν ἂν εἴη τὰ περὶ τῶν ἀριθμῶν εἰρημέ[να] τῷ μηδὲ[ν ἀρ]γὸν ἐγκεῖσθαι τοῖς θείοις γράμμασιν πεπιστω̣[μέ][ν]ως.
24Κἀκείν[οις τοῖ]ς εἰρημένοις προσθεῖναι προσήκει ὅτι
25δεόντ[ως] ζώπυρον κ[αταλ]έλειπται ἐν τῇ κιβωτῷ, ἵνα μή, ἄλλης ἀρχῆς γινο[μέ]νης, ὡς περ[ὶ δύο δ]ημ̣ιουργῶν αἵρεσις εἰσαχθῇ. Εἰ γάρ, καὶ τοσαύτης ἀσφαλείας π[εποι]ημένης, εὑρησιλογοῦσιν οἱ αἱρετικοὶ διαφόρους εἰσά‐
28γον[τες] θεότητας, πόσῳ πλέον εἰ καὶ λόγους πιθανοὺς

185

πρὸς τὴν αὐτῶν κακὴν ὑπόθεσιν ηὕρισκον. VII, 4. Ἔτι γὰρ ἡμερῶν ἑπτὰ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν τε[σσεράκοντ]α̣ ἡμέρας καὶ τεσσερ[ά]κοντα νύκτας· καὶ ἐξαλείψω [πᾶσαν τὴ]ν ἀν[άσ]τασιν, ἣν ἐποίησα ἀπὸ προσ‐
4ώπου τῆς γῆς.
5 Καὶ [τοῦ]το φιλανθρωπίᾳ Θεοῦ προείρηται ἐπὶ διορ‐ θώσε̣[ι ... .]ον τ[ῷ] ἀκούσεσθαι περὶ τοῦ μετὰ ἑπτὰ ἡμέρας ἔσεσ[θαι κα]τακλυσμόν, καθὰ καὶ ἐν τοῖς φθάσασιν
παρεθέμεθ[α τὸ κατὰ] τὸν Ἰωνᾶν κήρυγμα, ὃ καὶ αὐτὸ ἐπὶ μετανοίᾳ γέγονεν [τῶν Νι]νευειτῶν, καθὼς καὶ συμβέ‐
9βηκεν.
10 Τεσσεράκοντα δὲ ἡ̣[μερῶ]ν̣ καὶ τεσσεράκοντα νυκτῶν ἄνωθεν καὶ κάτωθεν ἐπ[ομβρί]α γεγένηται οὕτως, ὥστε ὑπερβαλέσθαι τὰ ὄρη πή[χεις πε]ντε[κα]ίδεκα. Εἰ δὲ καὶ ὁ ἀριθμὸς καθ’ ὃν ὁ κατακλυσμ[ὸς γέγ]ονεν ἔχει λόγον, συνεπίσκεψαι ὅπως «ἐξαλείψω πᾶσ[αν τὴ]ν ἀνά[στασι]ν,
14ἣν ἐποίησα ἐπὶ τῆς γῆς». Τινὲς τὸ τῆς [ἀνασ]τάσεως
15.[...]. ἐξειληφότες ᾠήθησαν ἐκ προτέρου κό[σμου] πυρωθέντος [κατ]ὰ τοὺς Στωϊκοὺς τοῦτον ὑφιστάναι κα[ὶ γενέ]σθαι, τῶν [αὐ]τῶν ἐνυπαρχόντων ἐν τῇ ὕλῃ τῇ ἀπὸ τ[οῦδε κ]όσμου [ἀ]παραλλάκτου πρὸς τοῦτον. Τοῦτο δὲ ἐσχε̣[δίασα]ν ἐν[τῇ τ]ῶν δογμάτων ἀποδείξει· οὐ
20γὰρ οἷόν τε [ἀπαραλλ]άκτως [τὰ κ]ινήματα τῶν ψυχῶν συμβῆναι τοῦ γε[γενημ]ένου [καὶ] τοῦ μέλλοντος, ὥστε
21ἐν μηδενὶ διαλλά[ττειν]. VII, 5. Κα[ὶ ἐπ]οίησεν Νῶε πάντα ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ
22[Κύριος ὁ Θ]εός. Ὅτι̣ [αὕ]τη ἀνθρώπῳ μαρτυρία ἐστὶν τὸ πάντα ἃ ἐνε[τείλατ]ο Κύριος ὁ [Θεὸς] ποιῆσαι, καὶ ἐν τοῖς προλα‐
25βοῦσιν εἴρηται. Το[ιαύτ]ης ἀποδοχῆς ἠξιώθη καὶ ὁ μακά‐ ριος Δαυίδ, περὶ οὗ εἶπε[ν ὁ Θ]εὸς εὑρεῖν «Δαυὶδ τὸν
26τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν [μου, ὃ]ς ποιήσει
πάντα τὰ θελήματά μου».

186

VII, 6. [Νῶε δὲ ἦν ἐτ]ῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ὕδατος ἐ[γένετο ἐπὶ τ]ῆς γῆς. [.].μ[... ... . τ]ὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐν ἑκατὸν ὅλοις ἔ[τ]εσιν [τὴν κιβω]τὸν γίνεσθαι συνεχώρησεν·
5δῆλον γὰρ τοῦτο ἐκ [τοῦ πεντα]κοσίων ἐτῶν εἶναι ὅτε ἤρξατο αὐτὴν ὁ Νῶε π̣οι [... ... ..] ἐγίνετο σοφῶς πρὸς τοῦ τὰ ὅλα συστησαμένου, ἵν̣α [βλέψαν]τες τὸ ξένον τοῦ κατασκευάσματος οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀ[κούσαν]τές τε καὶ μαθόντες τὴν αἰτίαν καὶ παύσωνται τῆς κακίας.
9[Εἰ ἤκου]σαν μετανοήσαντες, οὐκ ἐπήγετο ὁ κατακλυσμός.
10Ὅτι δὲ μ[ακροθυ]μ̣ίας χάριν καὶ τοῦ ἐκκαλέσασθαι τοὺς ἀνθρώπους ἐπὶ μετάν[οιαν το]ῦτο γεγένηται, Πέτρος ὁ πρόκριτος τῶν ἀποστόλων ἐν τῇ [κατ’ α]ὐτὸν ἐπιστολῇ χαράττει περὶ τοῦ Σωτῆρος· «Ἐν ᾧ κ[αὶ το]ῖ[ς] ἐν φυλα[κῇ πν]εύμασιν πορευθεὶς ἐκήρυξεν, ἀπειθήσασί[ν πο]τε
14ὅτε [ἀπεξεδέ]χετο ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία ἐν ἡμεραῖς
15Ν[ῶε κα]τασκευα[ζομένη]ς κιβωτοῦ». Καὶ ἐκ τούτου σκοπῶμεν ὅτι εἶπ[εν ὅτι] πολλαὶ ἁ]μαρτίαι »ἐ]πὶ τῆς γῆς» γίνονται· μὴ ἐπάγῃ δὲ ὁ Θεὸς α.[....]
17ἁμα[ρτ... ...] διά τινα μακροθυμίαν τοῦτο ποιεῖ τόπον μ̣[ε]τανοίας [διδούς. Ο]ὕτω καὶ μετὰ παράβασιν νόμον δέδωκ[εν] κωλυτικ[ὸν καὶ μετὰ τ]ὰς νουθεσίας προσάγει
20ἐλέγχους ἀπε[ιλῶν]. Καὶ ἐν τοῖ[ς ... ... .].ος τοῦτο εὑρήσεις. Ὁ Ἰσραὴλ μερὶς Κυρίου κα[ὶ υἱ]ὸς Θεοῦ
21ὑπ[άρχων τ]ὰς αὐτοῦ προστάξεις παρέβαινεν, καίτοι Θεο[ῦ] πάντα εἰς [αὐτοὺ]ς ποιοῦντος. Τί γάρ φησιν ἐν τῷ Ἠσαΐᾳ; »Ἀμπ[ελὼ]ν̣ ἐ̣γεν[ήθη τῷ ἠ]γα̣πημένῳ ἐν κέρατι ἐν τόπῳ πίονι», «κέρα[τι» μὲν] τὴν βα[σιλείαν] λέγων,
25»πίονι» δὲ «τόπῳ» σημαίνων τὴν διὰ [νό]μου καὶ
25πρ[οφητῶ]ν παίδευσιν. «Καὶ ἐφύτευσα ἄμπελον Σωρή[κ»], ὅ ἐστιν ἐκλε[κτή· ἐ]πὶ̣ γὰρ τῷ «βασίλειον» εἶναι »ἱεράτευμα» καὶ ἐκλεκτὴν ἄμπελο[ν εἶν]αι ἐφύτευσεν τὸν λαόν. «Καὶ ᾠκοδόμησα πύργον» ἐπὶ τῷ κα[ταφε]ύ̣γειν

187

τοὺς ἐπερχομένους ἐχθρούς· λόγος δὲ τούτου παιδευτικὸς ὁ πύργος, φρουρῶν ἅμα καὶ ἐκ̣παίων ἐχθρῶν ἔφοδον.
2Οἰκο〈δο〉μήσας ἀκούει· «Ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζον̣‐ τος [ἀ]νάβῃ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ ἀφῇς». Θριγκόν τε ἐποίησεν κα[ὶ φρ]αγμὸν περιέθηκεν, ἃ δηλοῖ τὴν ἀπὸ τῶν
5ἀγ̣γέλων ἀσφάλ[ει]αν. Καὶ ὁμῶς ἐν τῇ αὐτῇ ἀκαρπίᾳ, τοσούτων γεγενημένων, διέμεινεν· διό φησιν· «Τί ἔτι ποιήσω τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ;» πάντα πεποίηκα ἀνελλιπῶς, διόπερ, ἐπεὶ αὐτοὶ οὐκ ἔχουσιν εἰπεῖν ὃ δεῖ γενέσθαι, ἐγὼ ἐρῶ, «ἀπαγγε̣λ̣ῶ ὑ[μ]ῖ̣ν τί ποιήσω
9τῷ ἀμπελῶνί μου»· ἀφελῶ ἃ δέδωκα αὐτῷ, «καθελῶ
10τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα, καὶ τὸν φρα̣γμὸν ἀφελῶ καὶ ἔσται εἰς διαρπαγήν». Χρήσιμον γὰρ τῶν ἀνωφελῆ τὴν ἀπ’ ἀγγέλων δεξαμένων βοήθειαν ταύτην προσαφελεῖν· [ἵνα ὁρῶ]ντες οἷ κακῶν εἰσιν ποθήσωσιν ἐπιστρέψαι, [δ]ι̣όπερ καὶ ἐ[λέγ]χει λέγων·
15»Καὶ ταῖς νεφέλαις ἐντελοῦμαι τὸ μὴ βρέξαι ε̣[ἰς] α̣ὐτὸν
15〈ὑετόν〉», αἵτινες τοὺς προφήτας δηλοῦσιν καὶ τ̣οὺς δια‐ κόνους τ[οῦ πνε]υματικοῦ ὑετοῦ, περὶ ὧν εἴρηται· «Αἱ νεφέλαι ῥανάτωσ[αν] δικαιοσύνην». Τούτῳ γὰρ τῷ ὑετῷ οὐ δεόν[τως] ἐχρήσατο ἀ̣[ντὶ] σ̣ταφυλῆς ἀκάνθας ἐνεγκών· διόπερ ἐξώ[λεια] το[ῦ] Ἰ̣σρα[ὴλ γέ]γονεν τοσαύτην
20ὠφελίαν μὴ δεξαμέ[νου]. Οὕ̣τως̣ ει[.....] ὁ κατακλυσμὸς ἐπήχθη, μηδὲν τῶν ἀν̣θρώπω̣ν ἐν τῇ ἑαυ[τῶν] π̣ροθυμίᾳ
21ὠφεληθῆναι θελησάντων. Δ̣....η̣τ̣οι ἔσται [ἡ τοῦ] καθόλου συντέλεια σπάνει ἀρετῆς ὑφισταμέ[νη], καθὰ καὶ ὁ Σ[ωτήρ φ]ησιν·
23»Ἄρα ἐλθὼν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εὑρήσει τὴν [π]ίστιν ἐπὶ τ[ῆς γ]ῆς;»
25 VII, 7—9. Εἰσῆ[λθ]εν δὲ Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ [αἱ γ]υναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν [διὰ τ]ὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσμοῦ. Καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν καὶ ἀπὸ [τ]ῶν κτηνῶν τῶν̣ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν [καὶ] ἀπὸ πάντων τῶν
29ἑρπετῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς δύο δύο εἰσῆλθον π[ρὸς Ν]ῶ̣ε εἰς

188

τὴν κιβωτὸν ἄρσεν καὶ θῆλυ κατὰ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός. Δῆ[λό]ν ἐστιν ὅτι, σημείων τινῶν τοῦ κατακλυσμοῦ ὑπαρξάντων καὶ φανέν̣των τῷ Νῶε οἷον τῆς ὑγρᾶς τῆς γῆς ἢ τῶν ὁμο[ιο]τ̣ρόπων, εἰσῆλθεν εἰς τὴν κιβωτὸν ὁ
5Νῶε, οὐ πολλοῦ διαγεγονότος̣ [χρό]νου. Τὰ δὲ περὶ τοῦ
5μετὰ τοῦ Νῶε τοὺς υἱοὺς καὶ μετὰ τῆς γυναικὸς τὰς γυναῖκας τῶν υἱῶν εἰσεληλυθέναι παρατηρηθέντα πρότερον εἴρηται· οὐ γὰρ ἥρμοζεν, τοσαύτης κολάσεως ἐπὶ πάντας ἐλθούσης, αὐτοὺς τὰ τῶν γάμων ἐπιτελεῖν· διόπερ πρὸς καιρόν, ἵν’ ἀπὸ τούτων σχολάσωσιν, διεῖλεν τὰς συζυγίας
10ἀποδιδοὺς αὐτὰς ἐν τῇ ἀπὸ τῆς κιβωτοῦ ἐξόδῳ. Ἀπὸ
10κοινοῦ δὲ καὶ τὰ ζῷα εἰσεληλυθέναι φησίν, τῶν καθαρῶν προτέρων μνημονεύσας διὰ τὸ τίμιον· καὶ τὰ προειρη‐ μένα δέ, ὅτε πρὸς τοῦ Θεοῦ προσετάττετο Νῶε εἰσαγαγεῖν ἀπὸ τῶν ζῴων εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἐνταῦθα συμβαλεῖς,
ἵνα μὴ ἀεὶ τὰ αὐτὰ λέγωμεν.
15 VII, 10—19. Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ κατ[ακ]λυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ [ζωῇ] τ̣οῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου
17μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μην[ός]. Παρετήρησάν [τ]ι̣νες διὰ τὸ ἐν ἀριθμῷ τοιούτῳ ἐπῆχθαι τὸ[ν κ]ατακλυ[σ]μὸ[ν λέ]γ̣οντες ὅτι, ἐπειδὴ ἐπὶ τελειότητι
20ἔργου ε[... .] γον[....[.]α̣[.].ς̣ ἐξᾶραι, διὰ τοῦτο τούτου ἐμνήσθη, τε[λείας] ἐπιρύσεως γινομένης, ἥτις ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ κόσμ[ου ἐγίνε]το. Καὶ τὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς γὰρ ἀφαιρεθῆναι ἀπὸ τῆς [γῆς καὶ] τὸ ἀρχὴν λαβεῖν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος σὺν ἀρετῇ ζῆν τ[έλειόν] ἐστιν· καὶ
25ὥ[σπ]ερ ἀρίστου ἰατροῦ ἐστιν οὐ μόνον ἐκτεμε[ῖν σῆ]ψιν γεγενημένην σωμάτων, ἀλλὰ καὶ ἐπαυξῆσαι σάρκ[ας ἀν]τὶ
26τῶν σῆψιν ὑπομεινασῶν, οὕτω Θεοῦ ἔργον ἁμαρτωλοὺς φ[θεῖρ]αι, ἵνα ἀρχὴν λάβωσιν οἱ κατὰ δικαιοσύνην ζῶντες. Ἀμέλει γοῦν μ̣ετὰ ταῦτα ἐ̣[γ]ένοντο Ἀβραὰμ Ἰσαὰκ
28Ἰακώβ. Εἰ δὲ καὶ πρὸς ἀναγωγήν τις ἐθέλοι, [λ]έγοι ἂν ὅτι,
30ἐπεὶ ὁ 〈ἑ〉πτὰ ἀριθμὸς ἀναπαύσεώς ἐστι σύμβολον, [ὁ ἐ]ν

189

τούτῳ μένειν μὴ βουλόμενος διὰ τὸ μὴ ἐκλέγεσθαι τὴν ἀνάπαυσιν ἐκείνην, περὶ ἧς ὁ Σωτήρ φησιν· «Ἄρατε
2τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πραΰς εἰμι κ[α]ὶ τα[πε]ινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμ[ῶ]ν», ὑπὸ τὸν κατακλυσμὸν τῆς ἁμαρτίας
5γίνεται καὶ τὴν κόλασιν τὴν ἐπαγομένην διὰ τὴν κακίαν. Τοῦτο δὲ συμβαίνει ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει οὔπω πληρωθέντι, διὰ συμβόλου δεικνυμένου ὅτι καὶ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἀτελεῖς ἦσαν οἱ ὑπὸ τὸν κατακλυσμὸν γεγενη‐ μένοι, οὐχ ὡς δεῖ οὐδὲ τούτοις χρώμενοι. Τὰ γὰρ ἑξακόσια
10συγγένειαν ἔχει πρὸς τὸν ἕξ, ἐν ἒξ ἑκατοντάσιν συμπλη‐
10ρούμεν〈α〉. Εἰ δὲ δεῖ καὶ εἰς τὸ «ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι» γεγενῆσθαι τὸν κατακλυσμὸν εἰπεῖν, λεχθείη ἂν τοῦτο· οὐ πᾶσα ἀπειλὴ βεβαιοῦται, ἐξ ἡμῶν ἢ συμπληρου̣[μ]ένη ἢ παυο‐ μένη, καθὰ καὶ ἐπὶ Νινευειτῶν γέγονεν· ἐπεὶ ο[ὖ]ν ὁ
15ἀριθμὸς οὗτος βεβαιότητός ἐστι σύμβολον, —τρεῖς
15[γ]ὰρ τρὶς τρίς—, διὰ τοῦτο ἐν αὐτῷ ἐπήχθη κατὰ τῶν μ̣[ὴ ἐπι]στραφέντων ἀλλ’ ἀμετακινήτως ἐχόντων πρὸς κακ[ίαν] βεβαία κόλασις. »Ἐν ἑξακοσιοστῷ» δὲ λέγει γεγενῆσθαι τ̣[ὸν] κατα‐ κλυσμὸν ἐξ ἄκρου αὐτοῦ ἁψάμενος. Τοῦτο δὲ ἔθος [τῇ
19γ]ρ̣αφῇ, καθὰ καὶ ὁ Σωτήρ φησιν· «Ὥσπερ γὰρ Ἰων̣ᾶς
20ἔμενεν [ἐν τῇ κ]οιλίᾳ τοῦ κήτους 〈τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς
20νύκτασ〉, οὕτως 〈ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου〉 ἐν τῇ καρ‐ [δίᾳ τ]ῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας». Εἰ γὰρ δι’ ὅλου τις τού[του] ἔχοιτο, ὁλοκλήρους λέγων ἡμέρας τρεῖς καὶ νύκτας αὐ[τὸν] μεμενηκέναι, ψεύδεται· τῇ γὰρ ἕκτῃ ὥρᾳ τῆς παρασκ[ευῆ]ς̣ ἐσταυρώθη, ἥντινα ἡμέραν
25καλεῖ, ἐκ τοῦ ἅψασθαι τῆς [ἡμέρ]ας οὕτως ὀνομάζων —δηλονότι καὶ τῆς νυκτὸς παραλαμ̣[βα]νομένης, πάσῃ τῇ ἡμέρᾳ ἡ παρελθοῦσα νὺξ συμμετρεῖται, καὶ τῆς
27συνηθείας οὕτως ἐχούσης ὡς τὰς νύκτας ἐπιγινομένων ἡμερῶν λογίζεσθαι—, μεθ’ ἣν νὺξ πληρεστάτ[η] καὶ ἡμέρα τοῦ σαββάτου, εἶτα νὺξ καὶ τὸ ἄκρον τῆς ἀνα‐
30στασί[μο]υ ἡμέρας, ἥψατο γὰρ καὶ αὐτῆς. Καὶ οὕτω ἐξ

190

ἄκρου τοῦ τε πρώ[του δια]στήματος τοῦ νυχθημέρου τῆς παρασκευῆς ἁψάμενος καὶ τοῦ τῆς κυριακῆς, ὅλου τε τοῦ νυχθημέρου τοῦ σαββάτου, τρεῖς ἡμέρα[ς κα]ὶ τρεῖς
3νύκτας διατετελεκέναι ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς εἴρηται.
[Ταῦ]τα δὲ ὡς ἐν παρεκβάσει ἡμῖν εἴρηται, δηλῶσαι
5βουλομένοις ὅτι ἡ γραφὴ συνηθῶς ἐξ ἄκρου τῶν χρόνων ἁπτομένη χρῆται τοιούτοις τρόποις. VII, 11—12. Τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, καὶ οἱ καταράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχ‐ θησαν, καὶ ἐγένετο ὁ ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσεράκοντα
9ἡμέρας καὶ τεσσεράκοντα νύκτας.
10 Ὁ ἀριθμὸς οὗτος κακωτικός ἐστιν. Καὶ γὰρ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τοσαῦτα ἔτη διετέλεσαν ἐν τῇ ὁδοιπορίᾳ, καὶ Μωσῆς δὲ αὐτὸς τεσσεράκοντα ἡμέρας ἄρτον οὐκ ἔφαγεν, ἀλλὰ καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν τούτῳ τῷ ἀριθμῷ τῶ̣ν ἡμερῶν ἐνήστευσεν, ὅπερ τοῖς μὴ παρε[ρ]χ̣ομένοις παρέργως τὰ
15θεῖα γράμματα παρέξει διάνοιαν ἀκόλουθον. Διὸ καὶ ἡ φορὰ τοῦ ὕδατος ἐν τοσούτῳ γέγονεν ἡ[μερῶν] ἀριθμῷ.
16 Ζητήσειεν ἄν τις τὰ περὶ τῶν καταρακτῶν τοῦ οὐραν[οῦ] [ἐ]κ̣εῖνα παρατιθέμενος, ὅτι προσκαλούμενος ὁ Θεὸς τὸ ὕδωρ [τῆς] θαλάσσης τὸν ὑ̣ετὸν ἐπιπέμπει, πῶς ὁ κατακλυσμὸς γέγονε[ν], τρόπον τινὰ μηχανῆς τρόπῳ
20ἐκ τῆς θαλάττης τοῦ ὑετοῦ [γι]νομένου καὶ πάλιν ἐπ’ αὐτὴν ἰόντος· πρὸς ὃ λεχθείη ὅτι [πρῶ]τον μὲν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου ῥαγεῖσαι τὴν χορηγίαν παρέσχον, —καὶ γάρ,
22ἅτε ἐπισχεῖν ἐβουλήθη, ἀναγέγραπται· «Ἐπεκαλύφθη‐ σαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου», —ἔπειτα οὐδὲν ἀπεικὸς καὶ τὸ ποσ[ὸν] τοῦ ὕδατος ἐπαύξειν τὸν Θεόν, καθάπερ
25ἐν τοῖς εὐαγγελίοις [ο]ἱ πέντε ἄρτοι ἐπὶ πεντακισχιλίους
25ηὐξήθησαν. VII, 13—16. [Ἐν] τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἰσῆλθεν Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτόν, [κ]αὶ πάντα τὰ θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ
29γέν̣[ος καὶ] πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ

191

γένος καὶ πᾶν πετεινὸν κατὰ γένος. Εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κι[βω]τὸν δύο δύο ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστιν πνεῦμα [ζ]ωῆς. Καὶ τὰ εἰσπορευόμενα ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκ̣ὸς εἰσῆλθον, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ
4Νῶε.
5 Δῆλον ὡς οὐκ ἀθρόως ὁ κατακλυσμὸς γέγονεν, ἀλλὰ παρέσχεν τι καὶ σημεῖον, ὡς καὶ πρότερον εἴρηται, ἵν’ εὐαγώγως τὰ 〈ἄλογα〉 ἐπὶ τὴν κιβωτὸν εἰσέλθωσιν καὶ μὴ συμπεφυρμένως, καὶ ὅπως μή, ἀθρόως τοῦ ὕδατος ἐπιρρεύσαντος, καὶ τῆς κιβωτοῦ βλάβη γένηται, προσαρα‐
9ξάντων τῶν ὑδάτων. Ἐν τάξει δὲ καὶ ἡ εἴσοδος γέγονεν
10πρώτου Νῶε, δι’ ὃν καὶ οἱ ἄλλοι ἐσῴζοντο, εἶθ’ ἑξῆς καὶ οἱ ἄλλοι καὶ οὕτω τὰ ἄλογα εἰσῆλθον, ὅπερ παρατηρητέον ὅτι θείᾳ δυνάμει γέγονεν· οὐδὲ γὰρ ἀνθρωπίνης ἦν ἐπιχει‐ ρήσεως τὰ ἀτίθασα εἰσαγαγεῖν, εἰ μὴ Θεοῦ γεγόνει συνεργείᾳ. Εὖ δὲ καὶ τὸ «κατὰ γένος»· οὐ γὰρ οἷόν τε
15ἦν ἅμα εἶναι αὐτῶν τὴν δίαιταν, διῃρημένω[ν ταῖς] φύσεσιν. Προσέθηκεν δὲ τὸ «ἐν ᾧ ἐστιν πνεῦμα ζωῆς»
16πρὸς ἀντιδιαστολὴν νεκρῶν. Σημειώσαιτο ἄν τις πῶς [οὖ]ν ο[ὐκ ἐ]μ̣νήσθη τῶν καθαρῶν ἀλλὰ τῶν μὴ καθαρῶν· «δύο [δύο]» γ[άρ
18φη]σιν «εἰσῆλθον εἰς τὴν κιβωτόν», δῆλον δὲ ὅτι ταῦτα [ἦσ]α̣ν̣ [τὰ μὴ] καθαρά· πρὸς ὃ λέγοι τις ὅτι φανερὸν
20ὅτι, τῶν μ̣ὴ̣ κ[αθαρῶ]ν εἰσελθόντων, καὶ τὰ καθαρὰ εἰσῄει· εἰ γὰρ τὰ ἐλάτ̣[τονα] εἰσῄεσαν, δῆλον ὅτι τὰ κρείττω. Ἔπειτα τὸ «δύο δύο» εἴη [ἂν καὶ] περὶ τῶν καθαρῶν ἐκλαβεῖν, δηλοῦντος τοῦ λόγου ὅτι κ[ατὰ]
23σ̣υζυγίαν τὰ πάντα εἰσῆλθεν. VII, 16—18. Καὶ ἔκλ[εισε] Κύριος ὁ Θεὸς ἔξωθεν αὐτοῦ
25τὴν κιβωτόν, καὶ ἐγένετο ὁ κατα[κλ]υ̣σμὸς τεσσεράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσεράκοντα νύκτα̣ς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπληθύνθη τὸ ὕδωρ κ〈αὶ〉 ἐπῆρεν τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεφέρετ[ο] ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.

192

Καὶ πρὸς τὴν ἱστορίαν αὐτὴν ἀκολούθως Θεοῦ δυνάμει »ἔξωθεν» κέκλεισται ἡ κιβωτός, ἀνθρώπου μὴ ὑπάρχοντος ἔξωθε̣[ν]. Ἐπεὶ γὰρ ἅπασαν ἀσφαλτώσας ἐτύγχανεν ἔσωθεν κα̣[ὶ ἔ]ξωθεν, τὴν δὲ θύραν μήπω κλεισθεῖσαν οὐχ
5οἷός τε ἦν ἔξ[ω]θεν ἀσφαλτῶσαι, πρὸς τὸ μὴ ἄν τινα εἰπεῖν ὅτι διὰ τῆς θύρας εἴσοδος ἐγίνετο τῷ ὕδατι, τὴν ἀπὸ Θεοῦ ἀσφάλειαν προσέθηκεν· ποικίλη δὲ αὕτη καὶ εὔπορος. Καλῶς δὲ καὶ τὸ «ἐπῆρεν τὴν κιβωτὸν» ὁμαλῶς καὶ οὐκ ἀθρόως, καθὰ καὶ πρότερον τὴν αἰτίαν παρεθέμεθα.
10 VII, 19—20. Τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπεκάλυψεν πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· πεντεκαίδεκα πήχεις ἐπάνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ. Περιττῶς οἱ φάσκοντες διασεσῶσθαι ἀνθρώπους εἰς
τὰ ὑψηλὰ ὄρη φασίν. Καὶ γὰρ ἐσημειώσατο ὡς πεντεκαίδεκα
15[π]ήχειςἐπήρθη τὸ ὕδωρ ἐπάνω τῶν ὑψηλῶν ὀρῶν, ἐξ οὗ δῆλον ὡς ἐκεῖνο εἰκαίως εἴρηται, μάλιστα ὅτι καὶ ἐν̣α̣ν[τίον] τοῦ βουλήματος τοῦ Θεοῦ τυγχάνει· τῷ Νῶε γὰρ δικαιοσύνης ἕνεκα κιβωτὸν κατασκευάσαι προσέ‐ ταξεν ὁ̣ [Θεὸς] λέγων ὅτι πᾶσαν σάρκα καταφθερεῖ,
20ὥστ’ οὐ διεσώ[θη] τις ἔξω τῆς κιβωτοῦ. Καὶ περὶ τοῦ ὑψῶσθαι δὲ τ[ὸ ὕδωρ] ἐπάνω πήχεις δεκάπεντε, εἴ τις ἐθέλοι τῷ ἀριθ[μῷ ἐ]πιστάνων, θεωρήσει ὅτι πολλαχοῦ τῆς γραφῆς [παρα]λαμβάνεται· οἱ τοῦ ναοῦ ἀναβαθμοὶ δεκάπεντε [ἦσα]ν̣, καὶ διδόναι προστάττει
25ὁ λόγος «μερίδα τοῖς ἑπ[τὰ] καί γε τοῖς ὀκτώ», νοουμένου τούτου ὅτι οἱ μὲν πρ[ο]σ̣ι̣έμενοι τὴν παλαιὰν μετὰ καὶ τῆς νέας μέρος τοῖς ἑπτὰ καὶ τοῖς ὀκτὼ παρέ‐ χουσιν. Πιθανῶς ἂν εἴποι τις ὅτι οἱ καταφρονηταὶ γεγενη‐ μένοι τοῦ διὰ τοῦ ἀριθμοῦ σημαινομένου μυστηρίου ὑπὸ
30τὸν κατακλυσμὸν [γε]γένηνται τῆς κακίας. Σημαίνεται γὰρ πάλιν ἐνταῖς [γρα]φαῖς ὑπὸ τοῦ πλήθους τοῦ ὕδατος

193

ὡς ἐν τῷ «Τί λογίζεσθε ἐπὶ τὸν Κύριον; Συντέλειαν ***»· εἰ γάρ τις λογίσαιτο ὅτι τὰ ῥευστὰ τοῦ βίου πράγματα ἀντὶ κατακλυσμοῦ λαμβανόμενα, ὅτε πληθύν̣ε̣ι̣, ψυχομένης [τ]ῆς τῶν πολλῶν ἀγάπης, συντέλεια ἔσται, προσεχῶς ἐν
5τῷ [λ]όγῳ νοήσειεν. VII, 21—23. Καὶ ἀπέθανεν πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς
6γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων· καὶ πᾶν
ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος καὶ πάντα ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς καὶ πᾶς ὃς ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἀπέθανεν. Καὶ ἐξηλείφθη πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπὶ
10προσώπου πάσης τῆς γῆς ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐξηλείφθησαν
11ἀπὸ τῆς γῆς. Τὸ μὲν ῥητὸν φανερόν· φθορὰν γὰρ πάντων τῶν ζώντων πλὴν τῶν ἐν τῇ κιβωτῷ δηλοῖ, {πρὸς δὲ διάνοιαν
14-15λογιζομένων γάμων}, ὅτι καὶ τὰ ἄλογα ἀπώλετο διὰ τὸ
15διὰ χρείαν γεγενῆσθαι. Πρὸς δὲ διάνοιαν πᾶς ἀπώλετο ὑπὸ τοῦ κολαστικοῦ ὕδατος ὁ τὸ «κατ’ εἰκόνα» ἀπολω‐ λεκὼς καὶ τοῦ χοϊκοῦ ἔχων τὴν εἰκόνα, ὡς εἰς διάφορα ἤθη σχισθῆναι θηρίων τε καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀλόγων, καθὰ ἀκούουσίν τινες· «Γεννήματα ἐχιδνῶν»,
20καὶ [ἄλ]λοι ὄφεις καὶ σκορπίοι, ἕτεροι δὲ κύνες κατὰ τὸ εἰρημέ[νον]· «Βλέπετε τοὺς κύνας»· καὶ ὅλως τὸ πολύτροπον τῆς [κα]κίας ἀναδεξάμενοι εἰκότως τῇ ὑπὸ τῆς κακίας φθορ̣ᾷ διελύθησαν, ταύτην τοῦ ὕδατος συμβο‐ λικῶς ὑποδείκνυντος. Οὗτοι δ’ αὐτοὶ καὶ γήϊνοι, ὡς ἀπο‐
25λωλεκότες τὴν ἐ̣π̣ουράνιον εἰκόνα· οἱ δ’ αὐτοὶ καὶ »ἐπὶ τῆς ξηρᾶς» ἀπώλοντο, τῆς μηδὲν ζωτικὸν ἐχούσης
26κακίας. VII, 23—24. Καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ

194

ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ὑψώθη τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἑκατὸν
πεντήκοντα ἡμέρας. Εἰκότως Νῶε σῴζεται μὴ μετέχων κακίας μετὰ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ἅτε παρ’ αὐτοῦ παιδευομ̣ένων, ὑπεραναβὰς
5τὴν φορὰν τοῦ ἀλληγορουμένου ὕδατος πεντεκαίδεκα πήχεις, φθάσας εἰς τὸν ναὸν διὰ τῶν ἀναβαθμῶν, καὶ τὰ προειρημένα δι〈ὰ〉 τοῦ ἀριθμοῦ δηλοῦσθαι πληρώσας· »Ὕδωρ» γὰρ «πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγά‐
8πην». *** VIII, 1—3. Καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων
10τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν, ὅσα ἦν μετ’ αὐτοῦ ἐντῇ κιβωτῷ. Καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς π[ν]εῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασεν τὸ ὕδωρ· καὶ ἐπεκαλύφ‐ θησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ [οἱ] καταράκται τοῦ
13οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ
14-15ἐνεδίδου τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπ̣[ὸ τ]ῆς γῆς, ἐνεδίδου
15καὶ ἠλαττονοῦτο τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα 〈καὶ ἑκατὸν
15ἡμέρασ〉. Καὶ τὸ «ἐμνή̣σθη» θεοπρ[ε]πῶς ἀκουστέον, οὐχ ὡς ἐκ λήθης, ἀλλ’ ὥσπερ περὶ τῶν ἀσέβων λέγει· «Οὐκ
17οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀποχωρεῖτε ἐργάται ἀνομίας· οὐδέποτε ὑμᾶς ἔγνων», τῆς γνώσεως ἐνταῦθα δηλούσης τὸ ‘οὐδέποτε ὡς ἡμετέρους ὑμᾶς ἔσχον‘, «ἐμνήσθη»
20οὐκ ἐκλαθόμ[ε]νος, —ἐνώπιον γὰρ διὰ παντός ἐστιν τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, —ἀλλὰ τὴν ἐπ[ὶ] τὸ ἀγαγεῖν αὐτὸν εἰς τὸ ἀρχὴν γενέσθαι γένους μνήμην αὐτο̣ῦ̣ εἶπεν, ὁμοίως δὲ
22καὶ τῶν ἄλλων. Ζητοῦσί τινες ποῦ κεχώρηκεν τὸ ὕδωρ τοῦ κατα‐ κλυσμοῦ, πνεύματος ἐπελθόντος, δι’ ὃ κεκόπακεν τὸ ὕδωρ,
25ὅπερ ἢ τὸ βούλημα τοῦ Θεοῦ εἴη ἢ θεία δύναμις τοῦτο ἐγκεχειρισμένη· πρὸς δὲ τούτῳ καὶ συνεργὸν πρὸς τὸ

195

κοπάσαι γέγονεν ἡ ἐποχὴ τῶν ἀβύσσων καὶ ἡ ἄνωθεν
1ἐπομβρία κωλυθεῖσα. VIII, 4. Καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ,
2καὶ τὰ ἑξῆς. Τὸ μὲν ῥητὸν φανερόν· τὸ δὲ πρὸς διάνοιαν ἴδωμεν. Δύναται εἶναι ἡ κιβωτὸς ἡ ἐκκλησία σῴζουσα τοὺς διὰ
5φρονημάτων 〈καὶ〉 ἔργων ἀρετῆς πρὸς αὐτὴν κολλω‐
5μένους, ἥτις καὶ ἐν ὕψει καθέζεται. Οὐδέποτε γὰρ ἐν ταπεινῷ γίνεται, διόπερ οὐδὲ πύλαι ᾅδου κατισχύουσιν αὐτῆς· παρίσταται τῷ Χριστῷ ἔνδοξος, οὐκ ἔχουσα σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἐπεὶ καὶ ὁ Χριστὸς
8ἐν ὕψει ἐστίν, ὃ δηλοῦται ἐν τῷ «Ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη», τοὺς προφήτας καὶ Μωσέα καὶ τὰς ἀοράτους
9δυνάμεις.
10 Ἐν τῇ πέτρᾳ οὖν καθέζεται, τῷ ἀρραγεῖ τῆς εὐσεβείας λόγῳ. «Οἱ θεμέλιοι» γὰρ τοῦ Θεοῦ «ἐν τοῖς ὄρεσιν τοῖς ἁγίοις», ἅπερ καὶ πόλις εἰσὶν Θεοῦ· «Ὁ Θεὸς» γὰρ «ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα». «Ἐξεδέχοντο
13γάρ» φησιν «τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν», ἧς
τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός.
15Εἴη δὲ ὄρη καὶ εἰσαπομείναντα ϟΘ πρόβατα τὰ μὴ
15ὑποπεσόντα τῇ πλάνῃ. Εἰ δὲ καὶ διὰ τὸν ἀριθμόν τις ἐθέλοι τεχνολογεῖν, εἴποι ἂν ὅτι τὸ βέβαιον δηλοῦται δι’ αὐτοῦ τῆς θείας ἐκκλησίας· τετράγωνος γὰρ οὗτος, ὁ δ’ αὐτὸς καὶ κύβος· τρὶς τρία
18γὰρ τρὶς εἴκοσι ἑπτά. »Ἀραριὰδ» δὲ ἑρμηνεύεται μαρτυρία καταβάσεως·
19Θεὸς δὲ μαρτυρεῖ τῷ ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν διὰ πολιτείας
20[κ]αταφεύγοντι, ὅστις ἀχείμαστός ἐστιν· εἴρηται γάρ· »Ἐὰν διέλθῃς [δι’ ὕ]δατος, ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσίν σε», καὶ πάλιν· «Διήλθαμεν [διὰ] πυρὸς καὶ ὕδατος,
22καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν». Εὖ δὲ καὶ τὸ ἐν ἐνιαυτῷ πληροῦσθαι τὸν κατακλυσμόν· ἐπὰν γὰρ ὁ ἀληθινὸς ἥλιος φωτίσῃ καὶ καταυγάσῃ ἡμῶν
25τὴν διάνοιαν, τότε πᾶσα περίστασις τῆς ψυχῆς ἐκποδὼν
25οἰχήσεται. VIII, 6. Καὶ ἀνέῳξεν Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ,
26καὶ τὰ ἑξῆς. Κ̣αὶ ἐνταῦθα οὐκ ἀσαφὲς τὸ ῥητόν· εἰ δὲ πρὸς ἀνα‐ γωγὴν σκοπε̣ῖ̣ς̣ σ̣οι ἐραυνήσεις τὰ περὶ ἀνοίξεως, ὅτι

196

καιρῶν ἐπίγνωσις πρέπουσα τῷ δικαίῳ καὶ πρὸς τὴν ἰδίαν ὠφελίαν ἐστὶν καὶ πρὸς τὴν ἄλλων. Ἔστιν γὰρ ὅτε
κλείειν πρέπει καὶ ὅτε ἀν̣οίγειν· οὕτως, ἀνοί̣ξαντος τοῦ
3Σωτῆρος, τοῖς περὶ Κλεοπᾶν εἴρηται· «Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν, ὅτε διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;»
5ἀλλὰ καὶ τὸ «Ἀνοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης» σκοπήσεις εἰ συμβάλλεται τῷ ῥητῷ, καὶ τὸ προσταττόμενον ἐν τῷ
6Ἠσαΐᾳ «Ἀνοίξατε οἱ ἄρχοντες» ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀκολου‐ θίας σκοπήσεις· καὶ τὸ κεκλεῖσθαι κατὰ τὸ εἰρημένον· »Μὴ βάλητε τὰ ἅγια τοῖς κυσίν»· ὅτε γάρ τις καθη‐ κόντως κλείει ἢ ἀνοίγει, οὗτος μιμητὴς τοῦ Νῶέ ἐστιν.
10 VIII, 7. Καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα, καὶ τὰ ἑξῆς. Οὐ πάντες οἱ ὑπὸ τὴν ἐκκλησίαν τῆς αὐτῆς ἀγωγῆς ὑπάρχουσιν, ἀλλ’ οἱ μὲν περιστεραί, οἱ δὲ κόρακες τυγχά‐ νουσιν, σύμβολα τυγχάνοντες τρόπων καὶ ἠθῶν. Καὶ περιστερὰ μέν ἐστιν καθαροῦ βίου σημεῖον, αὕτη γὰρ ἐν
15τοῖς καθαροῖς τέτακται καὶ εἰς θυσίαν ἀναφέρεται, ὁ δὲ κόραξ οὐδέτερον ἔχει. Κατὰ ταύτην τὴν διάνοιαν ἐκλημπτέα
16ἐστὶν καὶ ἡ κατὰ Ἠλίαν ἱστορία, ὡς κόρακες αὐτὸν ἔθρεψαν· ὅτε γὰρ διδάσκαλος ἀκάθαρτον μεθίστησιν τῆς ἀκαθαρσίας ὡς μεταβα[λ]εῖν αὐτὸν τοῦ τρόπου, τροφὴν ἔχει τὸν ὠφελούμενον. Οὗτος δ’ αὐτός, ὁ τοιοῦτός φημι καὶ
20κατὰ τὸν κόρακα τρόπον ἔχων, κἂν ὑπὸ τὸν δίκαιον δοκεῖ
20τυγχάνειν, ἐξελθὼν ὡς ἐν ἀγῶνι πρὸς πειρασμὸν οὐχ [ὑ]ποστρέφει. Μὴ θαυμάσῃς δὲ εἰ ὁ δίκαιος ἀποστέλλει τὸν τοιο[ῦτον] εἰς γυμνάσιον, ὅπου γε καὶ θεῖον λόγιόν φησιν· «Τέκνον, εἰ προσέ[ρχῃ] δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν»· διόπερ̣ οὐδὲ
24ὑποστρέφει, ἀβέβαιός τις ὢν καὶ ζάλην ἐνεγκεῖν πειρασμῷ
25οὐ δεδυνημένος. VIII, 8. Καὶ ἀπέστειλεν τὴν περιστεράν, καὶ τὰ ἑξῆς. Προοίμιον καὶ θεμέλιός ἐστιν τῆς ἀληθοῦς πολιτείας τὸ εἰς πειρασμοὺς πρόθυμον· διὰ τοῦτο καὶ ὁ κατὰ τὴν περιστερὰν πολιτευόμενος ἀποστέλλεται εἰς τὸ στάδιον.

197

Περὶ τῶν σπουδαίων τὸ λόγιον πρὸς αὐτοῖς φησιν· »Ἐὰν κοιμηθῆτε ἀνάμεσον τῶν κλήρων, πτέρυγες περι‐ στερᾶς περιηργυρωμέναι, καὶ τὰ μετάφρενα αὐτῶν ἐν
3χλωρότητι χρυσίου.» Πρὸς τὴν τοιαύτην ψυχὴν ὁ λόγος φησίν· «Καλή μου, περιστερά μου.» Διότι βεβαία
5τυγχάνουσα ἡ τοιαύτη ψυχή, κἂν ἐν πειρασμοῖς γένηται καὶ ἔξω τῶν ὠφελού〈ν〉των ἀποστάλῃ, ὑποστρέφει ἀδιά‐ φορος πρὸς τὸν ὠφελητήν, ὅτε μάλισ̣τα σύνοιδεν οὔπω
7τέλος εἶναι πειρασμοῦ, ὥστε γῆς ἐπιλαβέσθαι. Καὶ πρέπει γὰρ μὴ εἰς τὰ ἄμετρα ἀντιτείνειν· διόπερ καὶ ὁ δίκαιος ἐκτείνει τὴν χεῖρα ἐπικουρῶν καὶ βοήθειαν ὀρέγων.
9Τοῦτο δὲ ἀνηγά〈γο〉μεν διὰ τὸ σαφές.
10VIII, 12. Καὶ ἐπίσχων ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας πάλιν
10ἐξαπέστειλεν αὐτήν. Οἰκείως πάλιν ἐξαποστέλλει τὴν περιστεράν, καὶ ὑπο‐ στρέφει ἔχουσα ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι. Λόγῳ γὰρ ἅπαντα πράττει ὁ σπουδαῖος· φωτὸς οὖν φυλακτικὰς πράξεις ἤγαγεν πρὸς τὸν δίκαιον, σημεῖον τοῦ μὴ ἐφ’ ἑαυτοῦ
15βάλλεσθαι, ἀλλ’ ἢ πρὸς τὸν διδάσκαλον χωρεῖν, «πρὸς ἑσπέραν», πλησίον λοιπὸν τοῦ τέλους. Καὶ τρίτον διαπο‐
16σταλεῖσα οὐκέτι ὑποστρέφει· μετὰ γὰρ τοσαύτας προκοπὰς αὐτάρχης λοιπὸν γεγένηται χωρὶς διδασκάλου εἶναι. Καὶ ἡ μὲν ἀναγωγὴ οὕτως· τὰ δὲ ῥητὰ οὐκ ἄδηλα. VIII, 13. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ,
19καὶ τὰ ἑξῆς.
20 Τοῦ ῥητοῦ σαφοῦς ὄντος, τὰ τῆς διανοίας περιλαλητέον. Ὁ ἄνω χωρήσας διὰ καλοκαγαθίαν ὁρᾷ τὴν κακίαν τέλος λαβοῦσαν, περιελὼν τὸ κάλυμμα τὸ ἐκ πειρασμῶν συμβαῖνον καὶ τούτων ἀνω[τέρ]ω γεγονώς. Τὸ δὲ ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι πεπαῦσθαι [τὴν] βεβαιό[τ]ητα
24σημαίνει· τετράγωνος γὰρ ὁ ἀριθμὸς καὶ κύβος.
25 VIII, 15—16. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεός· Ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ σὺ καὶ ἡ γυνὴ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν
26υἱῶν σου, καὶ τὰ ἑξῆς. Ἐπεσημηνάμεθα πρὸ τ[ού]του ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ κατα‐ κλυσμοῦ ἁρμόνιον ἦν λεχθῆναι «Εἴσελ[θε] εἰς τὴν κιβωτὸν
28σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶ[ν] υἱῶν σου μετὰ σοῦ», νῦν δέ «Ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ
30σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν

198

υἱῶν σου». Ἔδει γὰρ τότε μέν, ἅτε πάντων ἀνθρώπων
φθειρομένων, τρόπον τινὰ μὴ ἐντρυφᾶν αὐτοὺς τοῖς γάμοις ἀκολάζοντας, νῦν οἰκείως μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτὸς ἐξελθεῖν
3κε̣λεύεται καὶ μετὰ τῶν ἰδίων οἱ υἱοί· ἀρχὴ γὰρ ἔμελλον τῆς ... ... ... {ἔσεσθαι} γενέσθαι. Πρεπόντως δὲ αὐτὸς
5μὲν ἀκούει ἐξελθεῖν, περὶ τῶν ζῴων ἐξαγαγεῖν προστάτ‐ τεται ὡς βασιλεὺς αὐτῶν καὶ δεσπότης πρὸς Θεοῦ χειρο‐ τονηθείς. Παρατηρεῖται δὲ τὸ λόγιον ὅτι «πάντα»
7ἐξῆλθε, οὐδένος βλαβέντος. VIII, 20. Καὶ ᾠκοδόμησεν Νῶε θυσιαστήριον. Εἰ καὶ συνέ̣πραξέν τι πρὸς σωτηρίαν Νῶε κατα‐
10σκευάσας τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλῶς αὐτὴν ἀσφαλτώσας καὶ τὰ ἄλλα ποιήσας, ἀλλ’ οὐκ ἐφ’ ἑαυτῷ ἐβάλετο, ἀλλ’ εὐχα‐ ριστῶν θυσιαστήριον οἰκοδομεῖ. Οἰκείως δὲ πρὸ τούτου ἐλέγομεν ὅτι πλείονα εἰκότως τῶν ζῴων τῇ κιβωτῷ καθαρὰ ζῷα εἰσήγαγεν· ἔμελλεν γὰρ ἐξ αὐτῶν ἱερουρ‐
15γεῖν ***. Εἰ δὲ καὶ μήπω νόμῳ προστεταγμένον ἦν ἱερουργεῖν, ἀλλὰ δίκαιος ὤν, καθὰ καὶ Ἄβε̣λ̣ ἐξ̣ ὧ̣ν̣ ἔκαμνεν καὶ εἶχεν ἀπήρχετο Θεῷ, δίκαιον ἡ[γούμ]ενος τῷ δεδωκότι εὐχαριστητικῶς ἀπάρχεσθαι. Τὸ δὲ «ἀπὸ
18πάντων» εἴρ̣ησθαι αὐτὸν τῷ θυσιαστηρίῳ προσανενεγκεῖν συνετῶς ἀκούειν δεῖ. Τρία γάρ ἐστι τὰ εἰς θυσίαν ἀνα‐
20φερόμεν[α] ... ζῴων τῶν ἐν κτήνεσιν μόσχος, πρόβατον, .ει̣[..]..νων δὲ τούτων, καὶ περιστερά. Ταῦτα οὖν ἐστι
τὰ «πάντα». Καὶ ἔστι τοῦτο ἐκ τῶν γραφῶν εὑρεῖν, ὅτι, τοῦ καθόλου λεγομένου, πρὸς τὸ [ἀκ]ολούθως αὐτὸ ἐκλαμβάνειν προσήκει· τὸ γὰρ «Καὶ ὄψεται πᾶσα [σὰρ]ξ
24τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» οὐχ ἁπλῶς πᾶσαν ἡγεῖσθαι δεῖ,
25ἀλλὰ τὴν [πεφ]υκυῖαν, ἥτις ἐστὶν ἡ ἀνθρώπου φύσις. Καθαρὰ δὲ τὰ κτήνη τὰ [π]ροειρημένα διὰ τ̣ὰ ἐν τῷ
26νόμῳ εἰρημένα ***

209

XII, 1—3. Καὶ εἶπεν Κύριος τῷ Ἀβράμ· Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τ[ο]ῦ οἴκου τοῦ πατρός σου εἰς τὴν γῆ[ν] ἣν ἐάν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα, καὶ εὐλογήσω σε, καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά
5σου καὶ ἔσῃ εὐλογητός, καὶ εὐλογήσω το̣ὺ̣ς̣ εὐλογοῦντάς σε, καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογη‐
6θήσονται ἐν σο[ὶ πᾶ]σαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. Οὐκ ἀποκληρωτικῶς τῷ Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς κελεύει ἀποστῆναι τῆς γῆς καὶ τῆς συγγενείας ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐνιδὼν ἐν αὐτῷ ἄξιόν 〈τι〉 τοῦ ὑπὸ κηδεμονίαν αὐτοῦ λοιπὸν
10τετάχθαι, ὅπερ ἦν ἡ εἰς αὐτὸν πίστις, καὶ οὐχ ἥρμοζεν
10τὸν ἔχοντα πίστιν εἰς Θεὸν παραμενεῖν τοῖς φαύλοις· εἰδωλολάτρης γὰρ ἦν ὁ τούτου πατήρ. Πολλάκις γὰρ ἡ συνουσία τῶν κακῶν βλάπτει τοὺς σπουδαίους, καὶ μάλιστα
ὅταν νεοπαγεῖς ὦσιν. Διά τοι τοῦτο καὶ ὁ Σωτὴρ κηρύττει· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν καὶ οὐ μισεῖ
15τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς,
15ἔτι δὲ καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τέκνα, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής». Οὐ μῖσος δὲ τῶν οἰκείων ἐνεργαζόμενος τοῦτ̣ο̣ ἔφη ὁ Κύριος, ἀλλ’ εἰ ἐμπόδιον τούτων τι πρὸς ἀρετὴν γίνοιτο, [μι]σητέον αὐτὸ δι’ ἀρετήν, ὅπερ ποιήσαντες οἱ μαθηταὶ ἔλεγον· «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ
19ἠκολουθήκαμέν σοι».
20 Τοῦτ’ οὖν καὶ νῦν τῷ πατριάρχῃ προστάττεται, 〈τοῦ Θεοῦ〉 ἐπαγγελομένου δείξειν αὐτῷ γῆν, ἵν’ ἐκεῖ διάγῃ, ποιήσειν τε αὐτὸν εἰς ἔθνος μέγα, εὐλογήσει〈ν〉 τε καὶ μεγαλυνεῖν τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ εὐλογητὸν αὐτὸν ἀπο‐ δείξειν, ὡς τοὺς εὐλογοῦντας αὐτὸν τυγχάνειν παρ’ αὐτοῦ
24εὐλογίας, τοὺς δὲ καταρωμένους κατάραν ὑφίστασθαι
25πα[ρ’ αὐ]τοῦ. Πρὸς δὲ τούτοις ἐν ὑποσχέσει αὐτῷ κατε‐ παγ̣γ̣έλλεται ἐνε[υλο]γηθῆναι ἐν αὐτῷ πᾶσας τὰς φυλὰς τῆς γῆς, ἅπερ ἅπαντα οὐκ ἀνθρ[ώ]πινα τυγχάνει, ὡς ἐκ τῆς ἀναγωγῆς εἰσόμεθα [τὰ] ἐντεῦθεν ἄν̣ω̣θε̣[ν] ἀρχόμενοι. Παντὸς ἁμαρτωλοῦ διάβολος πατή[ρ ἐσ]τιν κατὰ τὸ ε̣ἰ̣ρη‐
29μένον· «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν».

210

Ὡς γὰρ ὁ πο̣ι̣ῶν τὸ θέλη[μα τοῦ] Θεοῦ γέννημα αὐτοῦ γίνεται, —»Π̣[ᾶς]» γάρ φησιν «ὁ ποιῶν τὴν δικαι‐
2[οσύν]ην ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται»—, οὕτως «ὁ τὴν ἁμαρτίαν ποιῶν ἐκ τοῦ δ̣ιαβό̣λου ἐστίν» καὶ πατρὸς αὐτῆς̣. Ἔχει δὲ καὶ συγγένειαν τὴν ἐκ τούτου̣ [τοῦ] πατρὸς
5σύστασιν. Ταύτην οὖν ὑπεξελθεῖν αὐτῷ παρακελε̣ύετ̣αι
5Θεὸς γῆν αὐτὴν καλ[ῶν, —ο]ὐδὲν γὰρ οὐράνιον ἀλλὰ πάντα γήϊν̣α ἐν τῷ ἀντικειμένῳ διαβόλῳ, —ἵν’ οὕτω ἀποθέμενος τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ ἀναλάβῃ τὴν εἰκόν̣α̣
τοῦ ἐπουρανίου. Τοιοῦτον δ’ ἐν ψαλμῷ φέρεται πρὸς τὴν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐκκλησίαν λεγόμενον· «Ἄκουσον,
10θύγατερ, καὶ ἰδὲ καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ
10λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, ὅτι ἐπεθύμησεν ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, καὶ αὐτός ἐστιν ὁ Κύριός σου». Ἤδη γὰρ αὐτὴν ὑπαρξαμένην τοῦ κινεῖσθαι ἀπὸ τῆς εἰδωλολατρείας προφητικῷ ὀφθαλμῷ διεγείρων ὁ λόγος θυγατέρα καλεῖ προτρεπόμενος αὐτὴν ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν,
15τοῦ τοῦ Θεοῦ λόγου ἅμα καὶ τὸ ἀκούεσθαι καὶ τὸ ὁρᾶσθαι ἔχοντος καρδίᾳ καθαρᾷ, πρὸς δὲ τοῦτο καὶ κλῖναι τὸ οὖς,
16ἵν’ ἐκ τούτων ἐπιλάθῃ «τοῦ λαοῦ σου» οἰκείου «καὶ πατρός σου» ἀποταξαμένη αὐτῷ, προσθεὶς καὶ τὴν αἰτίαν, ἥνπερ καὶ ἐν τῷ πατριάρχῃ ἐφάσκομεν ἐνυπάρχειν, κάλλος ψυχῆς· οὐδὲν γὰρ οὕτως καλλωπίζει τὴν ψυχὴν
19ὡς ἀρετή̣.
20 Δεῖ οὖν ἐπιλαθέσθαι πάντων τῶν γηΐνων ἃ διαιρεῖται εἰς τὰ προειρημένα. Φησὶν δὲ τῷ σπουδαίῳ ἥκειν εἰς γῆν ἣν ἐὰν αὐτῷ δείξῃ Θεός, οὐχ ὁρατό̣ν, εἰ καὶ συμβόλου χάριν καὶ τοῦτο παρηκολούθησεν, ἀλλ’ ἀόρατον· «ἐλπὶς
23γὰρ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς». Τί δὲ καὶ τὸ ποιήσειν [αὐ]τὸν «εἰς ἔθνος μέγα» μετὰ
25τὸ κατὰ τὸ ῥητὸν ἐκλαβεῖν; Δῆλον γὰρ [ὅτ]ι καὶ καθ’ ἱστορίαν τοῦτο ὑπῆρξεν. Μέγα δέ ἐστιν τῷ ὄντ̣ι γινόμενος ἔθνος, ὅταν ἐξ ἀρετῶν κοσμῆται. Φανερὸν δὲ
27ὅτι, πλειον.[..]. προκοπῶν ἐν ψυχῇ γινομένων, μέγεθος οὐκ ἀνθρώπινο[ν σ]υνίσταται, ἀλλ’ οὐράνιον, ὅπερ εὐλογία
ἐστίν, οὐ̣ ψιλῶς προφερομένη, ἀλλὰ πραγματικῶς,

211

μεγάλου τοῦ ὀνόματοςκαὶ διαβοήτου γινομένου ἐκ τῆς συ̣νούσης ἀρετῆς καὶ τοῦ κόσμου τοῦ ἑπομένου ἐκ τῆς εὐλογίας τῆς πνευματικῆς· αἱρετώτερον γὰρ ὄνομακαλὸν
3ἢ πλοῦτος *** καὶ «φήμη ἀγαθὴ πιαίνει ὀστᾶ». Οὐκ ἀρκεῖται δὲ τῷ εὐλογῆσαι, ἀλλ’ ἔτι ἐπάγει λέγων·
5»Καὶ ἔσῃ εὐλογητός», ἄξιος εὐλογίας γινόμενος̣ διὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἐπὶ τελείαν ἀρετὴν προκοπήν, εὐλογεῖ δὲ καὶ τοὺς εὐλογοῦντας, οὐ ψιλῇ προφορᾷ, ἀλλὰ τῇ αἱρέσει καὶ ἐκλογῇ ὧν αὐτὸς ἐκλέγεται. Ὡσαύτως δὲ καὶ κατάρᾳ
8ὑποπεσοῦνται οἱ ἐναντίως αὐτῷ διακείμενοι. Καὶ φαί‐ νεται τοῦτο τῷ ἀναγνόντι τὰς ἱστορίας, ἐν αἷς δηλοῦται
10ὡς ὅσοι μὲν αὐτὸν ἀσμένως ὑπεδέξαντο εὐλογήθησαν, ὅσοι δὲ οὐ δεόντως αὐτῷ ἐχρήσαντο ὑπὸ κατάραν γεγόνασιν ὡς ὁ Ἀβιμέλεχ. Δύνανται δὲ καὶ περὶ ἀοράτων δυνάμεων ταῦτα λέγεσθαι, ἁγίων μὲν ἀγγέλων εὐλογούντων τὸν σπουδαῖον καὶ εὐλογουμένων, διαβόλου δὲ καὶ δαιμόνων
15καταρωμένων αὐτὸν καὶ ὑπὸ κατάραν πιπτόντων. Ἔτι δὲ ἕτερον ὑπάρξει κατόρθωμα τὸ ἐνευλογηθῆναι ἐν αὐτῷ πάσας τὰς φυλὰς τῆς γῆς, ἀπαλλαττομένας τοῦ γῆς εἶναι φυλὰς διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν μίμησιν κατὰ ἁγιότητα, μηκέτι τὰ ἐπίγεια αὐτῶν φρονουσῶν. Ἔκκειται δὲ εἰς
20τοῦτο ὁ σπουδαῖος εἰς τὸ ἐνευλογηθῆναι ἐν αὐτῷ διὰ μιμήσεως πάσας τὰς φυλὰς τῆς γῆς, κἂν μὴ πᾶσαι προ‐ σέλθωσιν τῇ προαιρέσει ἑαυτὰς ἀπὸ τούτου χωρίζουσαι. XII, 4—5. Καὶ ἐπορεύθη Ἀβράμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ’ αὐτοῦ Λώτ. Ἀβρὰμ δὲ
25ἦν πέντε καὶ ἑβδομήκοντα ἐτῶν, ὅτε ἐξῆλθεν ἐκ Χαρράν. Καὶ ἔλαβεν Ἀβρὰμ τὴν Σάραν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν, ὅσα ἐκτήσαντο, καὶ πᾶσαν ψυχήν, ἣν ἐκτήσαντο ἐκ Χαρράν, καὶ ἐξῆλθαν πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναὰν καὶ
29ἦλθαν εἰς γῆν Χαναάν.»

212

Μεγάλη μαρτυρία τῷ πατριάρχῃ αὕτη, ὅτι οὕ̣τω πεπόρευται καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός, ἀποδοχῆς δὲ καὶ Λὼτ συνακολουθήσας τῷ Ἀβράμ. Μαρτύρεται δὲ τὸ λόγιον καὶ τὸν χρόνον καθ’ ὃν ἐξελήλυθεν καὶ ὡς ἅπαντα
5ὅσα ἐκτήσαντο ἐξήγαγον ἐκ Χαρρὰν καὶ πᾶσαν ψυχὴν ἣν ἐκτήσαντο καὶ οὕτως ἦλθον εἰς γῆν Χαναάν. Καὶ τοῦτο μὲν ἂν εἴη ἔχ[ο]ν [κα]ὶ καθ’ αὑτὸ μεγίστην ἀποδοχήν, ὅτι οὐκ ἀναμείνας, οὐ καμφθεὶς οἰκειότητι συγγενείας, οὐ
8φίλων, οὐ τῶν ἄλλων, ὅσα ἀγωγὰ εἰς τὸ μὴ ἀποστῆναι τῆς πατρίδος ὑπῆρχεν, ὑπερεῖδεν ἅπαντα τῷ θείῳ κατα‐
10πειθὴς γινόμενος προστάγματι. Προσθήκη, ὡς προλα‐ βόντες εἰρήκαμεν, τὸ καὶ οὕτως πορευθῆναι καθὼς ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεός. Συμβαίνει γὰρ πολλάκις ποιῆσαι μὲν τὸ προσταττόμενον, μὴ οὕτω δὲ αὐτὸ ἀνῦσαι ὡς ὁ προστάξας ὑπέθετο. Ἐνταῦθα οὕτως γέγονεν ὡς ὁ Θεὸς ἐκέλευσεν,
15καὶ τῆς αἰτίας τοῦ πραττομένου θείως γινομένης καὶ τοῦ ἀποτελέσματος κατὰ τὸν σκοπὸν τοῦ κελεύσαντος. Οὐχ οὕτως οἱ ἐλεημοσύνην ποιοῦντες πρὸς τὸ θεαθῆναι ὑπ’ ἀνθρώπων ἐνεργοῦσιν, τὴν μὲν πρᾶξιν ἐπιτελοῦντες, τῷ δὲ τρόπῳ τοῦ ἐνεργουμένου διασφαλλόμενοι. Ὁ μακά‐
20ριος δὲ Παῦλος οὐχ οὕτως, ἀλλὰ λέγων «Μιμηταί μου γίνεσθε» οὐχ ἁπλῶς τοῦτο προσέταττεν, ἀλλ’ ἑξῆς ἐπέ‐
21φερεν «καθὼς κἀγὼ τοῦ Χριστοῦ», οὐ τῷ δοκεῖν ἀλλ’ ἀλη‐
θείᾳ. Πάλιν δ’ ὁ Σωτὴρ λέγων «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» ἐνάγει τοὺς ἀκούοντας κατανοεῖν εἰς τὸ μαθεῖν καὶ τὸν τρόπον καὶ τὴν ἐνέργειαν
25καὶ τὰς αἰτίας τῆς πραότητος καὶ ταπεινοφροσύνης. Ἐπάγεται δὲ ὁ πατριάρχης καὶ τὴν κτῆσιν οὐχ ὡς δεδουλωμένος αὐτῇ ὅ γε μὴ τῷ μονογενεῖ υἱῷ ἑαυτοῦ δουλωθείς, ἀλλ’ ἑλὼν αὐτὰ πρὸς τὰς χρείας. Καὶ ταῦτα μὲν τῆς ἱστορίας ἕνεκα λεχθέντα ἱκανὰ πρὸς
30ὠφελίαν, οἷς προσλημπτέον καὶ τὸ ἐξαγαγεῖν ἐκ Χαρρὰν

213

καὶ τὰς ψυχὰς ἃς ἐκτήσαντο δηλοῦν ὅτι τῆς οἰκετείας οὓς πρὸς τ[ὸ]ν ἑαυτοῦ τρόπον ἐκτήσατο συνεπηγάγετο·
2οὐδεὶς γάρ, κατ[ὰ] τὸ εἰρημένον, βραδὺς ἐν οἰκίᾳ σοφοῦ. Ἔχει δὲ καὶ ὁ τῆς ἀναγωγῆς λόγος πολλὴν τὴν ὠφελίαν τῷ ἅπαντα ἐξομαλῖσαι δυναμένῳ. Χαρρὰν μὲν οὖν ἑρμη‐
5νεύεται ‘τρῶγλαι‘, ὅπερ σύμβολόν ἐστιν τῶν αἰσθήσεων· οἱ τόποι γὰρ τῶν αἰσθήσεων ὡσανεὶ τρῶγλαί εἰσιν. Βούλεται οὖν ὁ Θεὸς ἀπαναστῆναι αὐτὸν ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν. Καὶ τὴν ἐν τούτοις κτῆσιν συνετῶς γεγενημένην ὁ ἅγιος συνε‐ πάγεται χρησιμεύουσαν αὐτῷ εἰς τὴν εἰστὰ νοητὰ
9τελείωσιν, ἢ ὁ τέλειος πρὸς τοῖς μεγάλοις οὐκ ἔχει καὶ
10τὸν στολισμὸν κεκοσμημένον μειδιασμόν τε ὀδόντων καὶ βῆμα ποδός; Ἐπάγεται δὲ καὶ τὴν γυναῖκα, ἥτις ἑρμηνεύε‐ ται ‘ἀρχή μου‘ προσφόρως· ὁ σοφὸς γὰρ μετὰ τῆς σοφίας ἐστὶν ἤτοι ἀρχόμενος ὑπ’ αὐτῆς ἢ ἐξ αὐτῆς ἔχων τὸ ἄρχειν, καὶ σύζυγον αὐτὴν ἔχων κατὰ τὸ σαλομώντιον·
15»Ἤγαγον αὐτὴν εἰς συμβίωσιν ἐμαυτῷ», τὴν σοφίαν
δηλονότι, «καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς»· αὕτη δὲ καὶ τίκτει ἀνδρὶ φρόνησιν. Ἐπάγεται δὲ καὶ
17τὸν Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν, περὶ οὗ οὕτως ἂν διαλάβοιμεν· ὁ Ἀβρὰμ υἱὸς Θεοῦ διὰ δικαιοσύνην ὑπάρχει, —»Πᾶς» γὰρ «ὁ ποιῶν δικαιοσύνην ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται»,
20—καὶ διὰ τοῦτο τῶν θείων καὶ ἀοράτων καὶ ὑπερφυῶν ἐστι μέτοχος μυστηρίων, ἔχει δ’ ἀδελφὸν ὁ τοιοῦτος τὸν τῶν αἰσθητῶν σοφῶς μεταποιούμενον· συμβάλλεται γὰρ τῷ τελείῳ τὸ τοιοῦτον· τούτου δ’ υἱὸς ὁ Λὼτ ‘ἀπόκλισις λελυτρωμένοσ‘ ἑρμηνευόμενος· ᾗ γὰρ οὐκ ἔστιν υἱὸς τοῦ
25σοφοῦ ἀλλὰ τοῦ περὶ τὰ αἰσθητὰ ἔχοντος, ἀπόκλισίς ἐστιν ὀλίγον σαλευόμενος ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν, ᾗ δὲ ὑπὸ τὸν ἅγιόν
26ἐστιν καὶ τούτῳ ἕπεται, λελυτρωμένος ὑπάρχει ἀρχὴν ταύτην τῆς τῶν θείων καὶ ὑπερφυῶν νοήσεως δεχόμενος. Τοῦτον δὴ καὶ ἄνθρωπον καὶ τρόπον ἐπήγετο Ἀβρὰμ σοφῶς δεχόμενος καὶ τὰ αἰσθητά· καλὸν γὰρ καὶ τὸ
30ἀπόκλισιν εἶναι ῥέποντα πρὸς τὰ καλὰ καὶ σαλευόμενον ἀπὸ τῶν ἐναντίων· οὕτω γὰρ καὶ εὐχὴ ἀναπέμπεται
31λέγοντος τοῦ ψαλμῳδοῦ· «Σαλευθήτω ἀπὸ προσώπου

214

αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ»· τούτου γὰρ γινομένου οὐκέτι ἡ γῆ γῆ μένει, τοῦ προσώπου καταλάμψαντος τοὺς ἐπὶ γῆς πρὸς τὸ γενέσθαι οὐρανίους. Τῆς αὐτῆς διανοίας ἐστὶν καὶ τὸ «Ὁ καθήμεν̣ος ἐπὶ τῶν χερουβείμ, σαλευθήτω ἡ
5γῆ», ἵνα μεταβολὴ περὶ αὐτοῦ γένηται. Οὕτω δὴ καὶ οἱ
5σὺν αὐτῷ τῷ πατριάρχῃ ἐξῆλθον μεταβαλόντες ἐπὶ τὸ βέλτιον· ἦλθον γὰρ εἰς Χαναάν, ὅπερ ἑρμηνεύεται ‘ἡτοι‐ μασμένη‘· πρέπει γὰρ τῷ νῦν εἰσαγομένῳ ἀρξαμένῳ καταλιπεῖν τὰ αἰσθητὰ εὐτρεπισθῆναι πρὸς παραδοχὴν
8τῶ̣ν θειοτέρων. XII, 6. Καὶ διώδευσεν Ἀβρὰμ τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος
10αὐτῆς ἕως τοῦ τόπου Συχὲμ ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν· οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν» Εἰσάγει μὲν ὁ λόγος ὅτι νεωστὶ εἰς̣ τὴν γῆν ταύτην μεταστὰς ἀναγκαίως αὐτῆς τὴν εἰδέαν κατανοεῖ διοδεύων τὸ μῆκος, εἰκὸς δ’ ὅτι καὶ τὸ πλάτος, τὴν περιοχὴν αὐτῆς
15καταμανθάνων· σημειοῦται γὰρ τὸ λόγιον «ἕως τοῦ τόπου Συχέμ», καὶ ὅτι δὲ οἱ Χαναναῖοι ἐπὶ τὴν γῆν
16κατῴκουν. Ἀναγκαίως δὲ ἀπὸ τούτου χωρητέον ἐπὶ τὴν ἀναγωγήν. Ὁ ἅγιος μεταστὰς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν, ἃ καὶ αὐτὰ καλῶς μετῄει, ἐπὶ προκοπὴν θειοτέραν, καὶ μετελθὼν κατενόει
20τὸ μῆκος, ὅπερ ἔμφασιν παρέχει ὡς τὸ ὕψος καὶ τῶν θείων κατενόει. Τοῦτ’ αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Παῦλος *** τί πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος γνῶναι τε τὴν ὑπερβάλ‐ λουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ». Ταῦτα οὖν ἅπαντα κατενόει ἀπὸ τοῦ μείζονος καὶ περὶ τῶν ἄλλων μαρτυρούμενος.
25Ἔρχεται δὲ «ἕως τοῦ τόπου Συχέμ», ἔνθα ἡ πηγὴ
25ἐτύγχανεν, ἐφ’ ἣν ὁ Ἰησοῦς ἐκαθέσθη κοπιάσας διὰ τὸ ὁμοούσιον τῇ ἡμετέρᾳ σαρκὶ σῶμα ἔχειν, ὅπερ πιθανῶς ὑποβάλλοι ὅτι ἀπὸ τῆς μείζονος καὶ περὶ θεολογίαν ἀσχολίας, ὃ δηλοῦται διὰ τοῦ μήκους, ἦλθεν καὶ εἰς τὸν περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως λόγον κατὰ τὸ ὑπὸ Ἰησοῦ

215

εἰρημένον· «Ἀβρ〈α〉ὰμ ἐπεθύμησεν ἰδεῖν τὴν ἡμέραν [τ]ὴν ἐμήν, καὶ εἶδεν καὶ ἐχάρη». Ἔρχεται δὲ εἰς Συχὲμ ἑρμηνευομένην ὠμίασιν διὰ πράξεων ἐναρετῶν ἁπάντων τούτων ἀξιούμενος· ὁ ὦμος γάρ, ἀφ’ οὗ ἡ ὠμίασις,
5σύμβολον ὑπάρχει ἔργου, καθὸ εἴρηται· «Δὸς καρδίαν
5σου εἰς ὤμους σου», καὶ περὶ ἑνὸς τῶν πατριαρχῶν· »Ὑπέθηκεν τὸν ὦμον αὐτοῦ εἰς τὸ πονεῖν». Οὕτω γοῦν λέγεται καὶ περὶ τοῦ ἀνθρώπου, οὗ ἀνέλαβεν ὁ Σωτήρ· »Ἐγενήθη ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ»· ἐργασά‐
8μενος ἔσχεν τὴν ἀρχήν, ἔργον δὲ οὐ τὸ ἀπὸ κακίας εἰς ἀρετήν—»Ἁμαρτίαν» γὰρ «οὐκ ἐποίησεν»—, ἀλλὰ
10τὴν φυλακὴν τῆς τελ̣ε̣ι̣ότητος· οὕτω καὶ τὰ κατὰ τὸν ἄνθρωπον βασιλεὺς ἦν, τοῦ Θεοῦ Λόγου τὴν ἀΐδιον καὶ σύμφυτον καὶ οὐσιώδη ἔχοντος βασιλείαν, οὐκ 〈ἐξ〉 ἔργου
12ἢ πόνου. Ἔρχεται δὲ καὶ «ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν», καὶ ἐπεὶ πολλὰ τῶν δένδρων καὶ φυτῶν νοητά τινα δηλοῖ, ὡς τὰ ἐν
14τῷ Ἠσαΐᾳ λέγοντι· «Ἐν χαρᾷ» φησιν «ἐξελεύσεσθε καὶ
15ἐν εὐφροσύνῃ διδαχθήσεσθε· τὰ γὰρ ὄρη καὶ οἱ βουνοὶ ἐξολοῦ̣νται προσδεχόμενοι ὑμᾶς ἐν χαρᾷ καὶ πάντα τὰ ξύλα τοῦ ἀγροῦ ἐπικροτήσει τοῖς κλάδοις», ἅπερ οὐδὲν αἰσθητὸν σημαίνει, ἀλλὰ τὴν ἔξοδον τῶν ἀστείων, οἳ οὐ μετὰ κλαυθμοῦ ἀπέρχονται, ἀλλὰ μετὰ χαρᾶς. Φαῦλος
20οὖν τίς φησιν· «Εἰ οὕτω πικρὸς ὁ θάνατος», περὶ δὲ τοῦ Ἀβρὰμ λέγεται ὅτι ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς
21τοὺς πατέρας αὐτοῦ, «τραφεὶς ἐν γήρει καλῷ». Τῶν δικαίων οὖν ἀναχωρούντων τοῦ βίου, «τὰ ὄρη καὶ οἱ βουνοί», 〈οἱ〉 ἄγγελοι καὶ οἱ δίκαιοι, προσδέξονται
αὐτοὺς ἐν χαρᾷ, συγχαίροντα διὰ τὸ ἓν πρόβατον. Σὺν
25τούτοις δὲ «καὶ πάντα τὰ τοῦ ἀγροῦ ξύλα ἐπικροτήσει» χαίροντα, ἅπερ ἐστὶν τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ λογικά. Εἶτα λέγει· «Ἀντὶ στοιβῆς ἀναβήσεται κυπάρισσος», ἀντὶ
27ἀκάρπου καὶ ἀκανθώδους χρήσιμον καὶ εὐῶδες—τοῦτο γὰρ ὁ μετανοῶν γίνεται—, «καὶ ἀντὶ κονύζης ἀναβήσεται

216

μυρσίνη», τῆς δυσωδίας εἰς εὐωδίαν μεταβαλούσης. Ἐπεὶ οὖν ἔχομεν δένδρα νοητῶς λαμβανόμενα, ἀναγκαῖον καὶ περὶ τῆς δρυὸς θεωρῆσαι, εἰς ἣν ὁ Ἀβρὰμ ἔρχεται, ὑφ’ ἣν καθεζόμενος καὶ ὀπτασίας ἠξιώθη, ὅτε καὶ τὴν
5κατὰ τὸν Ἰσαὰκ ἐπαγγελίαν ἐδέξατο. Δι’ ἔργων οὖν καὶ πόνων ἐπὶ τὰ ὕψη προκόπτων πρόεισιν μεταλαμβάνων εὐωδίας καὶ θεωρίας τῶν ὑψηλῶν καὶ θείων νοημάτων. Σκοπήσεις δὲ καὶ τὸ παρασημανθέν, ὅτι «οἱ δὲ Χαναναῖοι
8ἔτι κατῴκουν τὴν γῆν», μήποτε δυνάμεθα νοῆσαι ὅτι τῷ προκόπτοντι οὐκ εὐθὺς ἅπαντα ἐλευθεροῦται, ἀλλ’ ἔχει
10τινὰ καὶ τῆς παλαιᾶς συνηθείας—τοῦτο γὰρ τὸ «ἔτι» δηλοῖ—, ἅπερ ἂν νοήσειας περὶ τῶν ἀκολούθων τῷ ἁγίῳ μήπω τελείων τυγχανόντων.
12 XII, 7. Καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἀβρὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην. Καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἀβρὰμ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ τῷ ὀφθέντι αὐτῷ.
15 Ἀκολούθως τῷ πειθαρχήσαντι τοῖς κελευομένοις ὑφ’ ἑαυτοῦ ὁ Θεὸς ἐπιφαίνεται, ἐλπίδι ἀγαθῇ τῶν προσδο‐ κωμένων αὐτὸν βεβαιότερον ποιῶν· ἐπαγγέλλεται γὰρ
καὶ τῷ σπέρματι αὐτῷ δώσειν τὴν γῆν. Ἀκολούθως δὲ καὶ ὁ ἅγιος, εὐχάριστος ὤν, θυσιαστήριον οἰκοδομεῖ τῷ
19τὴν ἐπαγγελίαν προτείναντι.
20 Καὶ ταῦτα ὡς μεταφράσεως τρόπῳ εἰρήσθω. Ἄξιον δὲ θεωρῆσαι εἰς τὸ «Ὤφθη ὁ Θεὸς τῷ Ἀβράμ», τοῦ γὰρ Θεοῦ ἀοράτου τυγχάνοντος, καθὰ τὰ ἐν εὐαγγελίῳ
22ἀποδείκνυται, λεγομένου «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε», καὶ τοῦ «Οὐχ ὅτι τὸν Πατέρα ἑώρακέν τις», ἀλλὰ καὶ Παύλου λέγοντος περὶ Θεοῦ· «Ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων
25οὐδὲ ἰδεῖν δύναται», ὅπερ σημαίνει τὸ φύσει ἀόρατον. Ἔνια γὰρ τῶν ὁρατῶν οὐχ ὁρῶμεν, ἀλλὰ ἰδεῖν δυνάμεθα, κἂν μὴ ἀκολουθήσῃ δὲ τοῦτο· τῆς τῶν ὁρωμένων φύσεώς ἐστιν ἐκεῖνα· τὸ δὲ ἀόρατον οὐ διὰ τὸ μὴ ὁρᾶσθαι τοιοῦτόν
28ἐστιν, ἀλλὰ διὰ τὸ ἀόρατον οὐχ ὁρᾶται. Δῆλον οὖν ὅτι τὸ ὁρᾶν δίττον, τὸ μὲν κατ’ αἴσθησιν, τὸ δὲ κατὰ διάνοιαν·
30καὶ τὸ μὲν τῶν ὁρατῶν ἀντιλημπτικόν, τὸ δὲ τῶν ἀοράτων,

217

ὅπερ ἐστὶν νοῦς καθαρός, καθ’ ὃν ὤφθη [ὁ] Θεὸς τῷ
1Ἀβράμ. Ἔχει δὲ καὶ ἑτέραν παρατήρησιν ὁ λόγος. Οὐ γὰρ
2εἴρ[η]ται ‘εἶδεν ὁ Ἀβρὰμ τὸ〈ν〉 Θεόν‘, ἀλλ’ «ὤφθη ὁ Θεὸς τῷ Ἀβράμ». Ὅσον γὰρ ἦμεν πρὸς τὴν γενητὴν φύσιν καὶ τὸ ταύτης ἀσθενές, οὐκ ἔστιν ἐφικτὸν τὸ πρᾶγμα·
5ὅσον δὲ πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν, δυνατὸν γίνεται, αὐτοῦ δι’ ἀγαθότητος ἐπιδιδόντος ἑαυτὸν εἰς τὴν ἑαυτοῦ κατανόησιν. Εἰ δέ ποτε ἀντὶ τοῦ «ὤφθη» τὸ «εἶδεν»
7κεῖται ὡς ἐν τῷ Ἠσαΐᾳ· «Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον» καὶ τὰ ἑξῆς, παιδευώμεθα ἐκ τοῦ πρὸς τὸν Ἀβρὰμ γεγενη‐ μένου ὅτι, Θεοῦ ἐπιδιδόντος ἑαυτόν, τοῦτο γίνεται. Ὅτι
10δὲ τὸ ὁρᾶν τάττεταί ποτε καὶ ἐπὶ τοῦ νοεῖν, ὁ Παῦλος Ῥωμαίοις γράφων λέγει· «Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθόραται».
12Καὶ Μωσῆς δὲ ἀξιῶν τὸν Θεόν, περὶ οὗ ἔννοιαν εἶχεν, ὅτι ἀόρατός ἐστιν, ἔλεγεν· «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν· γνωστὼς ἴδω σε», καὶ πάλιν· «Ἐμφανίζεται γὰρ τοῖς
15μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ»· εἰ γὰρ φύσεως ὁρατῆς ἐτύγχανεν τὸ ὁρώμενον καὶ τοῖς ἀπίστοις δυνατὸν ἦν φαίνεσθαι, νῦν δ’ εἴρηται· «Ἐμφανίζεται τοῖς μὴ ἀπιστοῦσιν αὐτῷ» καταυγασθεῖσιν ὑπὸ θείου φωτὸς τὴν διάνοιαν. Ἀνάπαλιν δὲ ἔχει τὸ πρᾶγμα ἐπὶ τῶν αἰσθητῶν· πρῶτο̣ν̣ μὲν γὰρ
20αὐτὰ ὁρῶμεν, εἶτα, τοῦ ἐκ τῆς αἰσθήσεως τύπου ἐν διανοί̣ᾳ γινομένου, νοοῦμεν αὐτά· τὰ δὲ νοητὰ ἑαυτὰ εἰς τὸ γινώ‐
21σκεσθαι παρέχει, τοῦ νοῦ οὐ προκαταρχομένου εἰ 〈μὴ〉 μόνον κατὰ τὸ εὐτρεπίζειν ἑαυτὸν εἰς κατανόησιν ἀλλ’ ἐπα‐ κολουθοῦντος τῷ ὀφθέντι. Γίνεται δέ ποτε καὶ ἐκ τῆς κατανοήσεως τῆς δημιουργίας ἡ περὶ Θεοῦ νόησις κατὰ
25τὸ «Ἐκ γὰρ καλλονῆς τῶν κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται» καὶ καθὸ ὁ Θεὸς ὤφθη
26τῷ Ἀβράμ. Τὸ γὰρ «Θεὸς» ὄνομα ὡς ἐπίπαν συνζεύγνυται τῇ δημιουργίᾳ ὡς ἐπὶ τοῦ «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν», καὶ· «Εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς», τῆς τοῦ «κυρίου» προσηγορίας τότε λεγομένης ὅτε ὁ
29νόμος παρείχετο. Οὕτω γοῦν θεασάμενος διὰ τῆς παν‐
30αρμονίου τάξεως τοῦ παντὸς τὸν Θεὸν ἀπέστη τῆς πολυθέου

218

πλάνης, ἣν παρὰ τοῦ πατρὸς μεμαθήκει, καὶ [ἀ]κολούθως εἰς κατανόησ̣ιν ὁ Θεὸς ἑαυτὸν παρέχει τῷ ἁγίῳ μετὰ τὴν ἐξ ἀκοῆς παίδευσιν, ἥτις ἐγίνετο ἐν τῷ «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τ̣ῆς συγγενείας σου». Ἀκοὴν δὲ ψυχῆς
5ἡγητέον τὴν πειθήνιον σ̣υγκατάθεσιν τῶν ὑποβαλλομένων, ὀφθαλμὸν τὴν μετὰ τ̣ὴν προκοπὴν ἐπιβολὴν καὶ κατάλημψιν βεβαιοτάτην τῶν π̣αιδευμάτων. Ἰστέον γὰρ ὅτι τὰ αὐτὰ διαφόρως ἔστιν γνῶν̣αι̣, εἰσαγωγικώτερον, προκόπτοντα, οἰκείως δὲ προκόψαντι ἐ̣κ τῆς τοῦ Θεοῦ κατανοήσεως.
10 Κατεπαγγέλλεται καὶ τῷ σπέρμ̣ατι τὴν γῆν δώσειν, γῆν ἐκείνην περὶ ἧς εἶπεν ὁ Σωτήρ· «Μακάρι̣οι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν», καὶ ἐν Ψαλμ̣οῖς·
12»Ὑπόμεινον τὸν Κύριον καὶ φύλαξον τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ὑψώσ̣ε̣ι σε τοῦ κατακληρονομῆσαι γῆν», δῆλον δ’ ὡς οὐ ταύτην ἣν π̣α̣τοῦμεν καὶ σπείρομεν, —αὐτῆς ἦν βασιλεύς,
15—ἀλλὰ τὴν οὐράνι̣ον, ἥτις ἐστὶν γνῶσις Θεοῦ τελειοτάτη̣· ταύτην «δίκαιοι κληρονο̣μήσουσιν καὶ κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐπ’ αὐτήν» ἐπ̣ὶ δὲ τῆς αἰσθητῆς
17τοῦτο οὐκ ἔσται. Ταύτην οὖν κατεπαγγέ̣〈λλε〉ται Θεὸς τῷ σπέρματι δώσειν τοῦ ἁγίου, σπέρμα δὲ ἐνταῦθ̣α̣ τὸ τέκνον λέγει.
20Διαφορὰ γὰρ πολλάκις σπέρματος κα̣ὶ̣ τέκνου εὑρίσκεται· εἰ γὰρ τέκνον τινός τις γέγονεν, τούτῳ αὐτοῦ καὶ σπέρμα γέγονεν, οὐ μήν, ἐπεὶ σπέρμα, γίνεται καὶ τέκνον· συμ‐ βαίνει γὰρ μὴ μορ〈φω〉θῆναι μηδ’ ἀποτελεσθῆναι ἢ
23ἐξεικονισθῆναι, ὡς ἡ γραφή φησιν. Ὥσπερ δὲ ἐν τοῖς
24-25σωματικοῖς ἐστιν σπέρμα μὴ γινόμενον τέκνον καὶ τέκνον
25ὂν καὶ σπέρμα, οὕτω καὶ ἐν τοῖς κατὰ ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν. Ὁ Σωτὴρ γοῦν λέγει τοῖς εἰποῦσιν ὅτι «πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ»· «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ ἐστε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ποιεῖτε»· ἐκ γὰρ τούτων τις τέκνον γίνεται. Τούτους οὓς εἶπεν μὴ εἶναι τέκνα Ἀβραάμ,
30σπέρμα αὐτοῦ λέγει εἶναι φάσκων· «Οἶδα ὅτι σπέρμα

219

Ἀβραάμ ἐστε», ὥστε δῆλον ὡς οὐ τὸ σπέρμα καὶ τέκνο[ν], ἀλλὰ σπέρμα μὲν καθὸ τὴν διαδοχὴν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ ἐσχήκασιν καὶ ἀνατροφὴν ἐξ αὐτοῦ ἐκαρπώσαντο, οὐκ ἐμιμήσαντο δὲ τούτου τὴν πρᾶξιν, δυνατὸν δὲ ἦν χρησα‐
5μένους τῇ ἐπιτηδειότητι καὶ τέκνα γενέσθαι. Ἐνταῦθα
5οὖν, ἐπεὶ ἐπαγγελία δίδοται τῷ σπέρματι, τὸ σπέρμα τέκνον ἐκλαμβάνομεν. Ἐν Ψαλμοῖς γοῦν λέγεται· «Σπέρμα Ἀβραὰμ δοῦλοι αὐτοῦ, υἱοὶ Ἰακὼβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ». Ὅτι δὲ δηλοῦταί ποτε ὡς οὐ τὸ σπέρμα καὶ τέκνον, Παῦλος γράφει· «*** ἀλλ’ οὐ πάντως τέκνα»· οὐ γὰρ πάντες
10οἱ ἐξ Ἰσραὴλ οὗτοι Ἰσραήλ, ἀλλ’ ἐκεῖνος περὶ οὗ ὁ Σωτὴρ εἶπεν· «Ἴδε ἄνθρωπος Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐχ
11ὑπάρχει»· ἀλλ’ 〈οὐχ〉 οὗτοι περὶ ὧν εἴρηται· «Βλέπετε τὸν Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα». Ταῦτα μὲν περὶ τῆς διαφορᾶς σπέρματος καὶ τέκνου· ἐπανελθετέον δὲ ἐπὶ τὸ ἐκτεθὲν ῥητόν. Οἰκοδομεῖ τοίνυν
15Ἀβρὰμ θυσιαστήριον εὐχαριστητικῶς κινούμενος, πνευμα‐
15τικῶς ἀναφέρων θυσίας, εἰ καὶ τὸ σύμβολον ἐποίει περὶ ὧν εἴρηται «ἀνενέγκαι πνευματικὰς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ» καὶ «Θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως» καὶ »Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης καὶ ἐλπίσατε ἐπὶ Κύριον». »Ἀνάγκη δὲ τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς
20ταύταις ταῖς θ̣υσίαις καθαρίζεσθαι, αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας.» Τοιοῦτον οὖν θυσια‐
21στήριον οἰκοδομεῖ ὁ προκόπτων καὶ ἀκολουθήσας τῷ καλέσαντι καὶ ἔξω τῆς γῆς καὶ τῆς συγγενείας καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς γεγενημένος ὡς λοιπὸν ἀξιωθῆναι τοῦ
ἰδεῖν Θεόν, αὐτοῦ καταξιώσαντος ὀφθῆναι τῷ ἁγίῳ.
25 XII, 8. Καὶ ἀπέστη ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος κατὰ ἀνατολὰς Β̣αιθήλ, καὶ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ κατὰ θάλασσαν καὶ Ἀγγαὶ κατὰ νότον. Τὸ μὲν ῥητὸν τί δηλοῖ, οὐκ ἔστιν ἄδηλον· πρὸς̣ δ’ ἀναγωγὴν σημαίνει ὡς ἐπὶ ὑψηλοτέραν προκοπὴν
30καὶ κα̣τ̣ά̣σ̣τ̣ασιν διέβη. Δηλοῦται διὰ τοῦ ὄρους, καὶ οὐχ

220

ἁπλῶς «εἰς τὸ ὄρος», ἀ̣λ̣λὰ τὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ·
1τοῦτο γὰρ Βαιθὴλ ἑρμηνεύε[τ]αι, ὅπερ οὐ μόνον ἐστίν, ἀλλὰ καὶ σὺν ἄλλοις κατὰ τὸ ἐν Ἄισμασιν εἰρημένον· »Ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῷ δόρκωνι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ τὰ ὄρη Βαιθήλ». Πολλὰ γὰρ ὄρη καὶ βουνοὶ
5ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ εἰσιν ὡς ἐκ τοῦ «Ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς»· καὶ καθ’ ἑκάστην προκοπὴν ἔστιν εἰς βουνὸν ἀνελθεῖν, καὶ
7ἐκ τοῦ βουνοῦ εἰς ὄρος, καὶ ἐκ ταπεινοτέρων ὀρῶν εἰς ὑψηλότερα· τοῦτο γὰρ ἔν τε ταῖς εἰσαγωγαῖς τῶν ἀρετῶν καὶ ἐν ταῖς ἀρεταῖς γνωρίζεται. Ἓν δέ ἐστιν τὸ ἐπὶ πᾶσιν
10ὄρος, ὁ Σωτὴρ καὶ Κύριος ἡμῶν, περὶ οὗ λέγεται· «Ἔσται ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμφανὲς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου», ὅπερ ἄλλο ἐστὶ παρὰ τὰ ἕτερα ὄρη, ὡς τὸν ἅγιον διδασκαλίας χάριν λέγειν, ἵνα μὴ ἀποσφάλωσίν τινες· «Ἵνα τί
13ὑπολαμβάνετε, ὄρη τετ〈υ〉ρωμένα;» εἶτα παιδεύων τὸ ἐξοχώτατον ὄρος φησίν· «Ὄρος τοῦ Θεοῦ ὅρος πῖον,
15ὄρος τετυρωμένον, ὄρος πῖον. Ἵνα τί ὑπολαμβάνετε, ὄρη τετυρωμένα, τὸ ὄρος ὃ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν ἐν
αὐτῷ;» ὅπερ σημαίνει τὸν ἐνανθρωπήσαντα Κύριον. Ἡ γὰρ ἐνσωμάτωσις δηλοῦται διὰ ταύτης τῆς λέξεως, καθὰ καὶ παρὰ τῷ Ἰώβ· «Ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελ‐
19ξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ;» Μόνος γὰρ ὁ Σωτὴρ ἐκ
20παρθένου· διὸ λέγεται. Μὴ περὶ ἄλλων τοῦτο λέγεται; οὐδὲ γὰρ τοιαύτην ἔσχεν σύστασιν ἄλλος. Διόπερ ὁ Ἰὼβ οὐκ εἶπεν ‘ἐτυρώθην‘, ἀλλ’ «ἴσα τυρῷ ἐτύρωσάς με»· ὃ γὰρ πεποίηκεν τὸ Πνεῦμα, τουτὸ ἡ καταβολὴ τῶν σπερμάτων ἐν τοῖς ἄλλοις ἐνεργεῖ, Θεοῦ κελεύσαντος.
24Τὸ δ’ αὐτὸ καὶ «πῖον» ὑπάρχει ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ
25Πνεύματοςκαὶ τῆς τοῦ Ὑψίστου δυνάμεως. Καὶ τῷ κοινῷ μὲν λόγῳ πάντες καὶ αὐτὸς ὁ ναὸς τοῦ Σωτῆρος κατὰ δημιουργίαν ἐκ Θεοῦ τυγχάνουσιν, ἐξαίρετον δὲ
27ἐπὶ τοῦ Κυρίου· ὀργάνῳ γὰρ αὐτῷ πρὸς τὴν ἐνανθρώπησιν κέχρηται. Καὶ ὥσπερ πᾶσα μὲν ἡ γῆ τοῦ Θεοῦ ἐστιν κτίσμα, ἐξαίρετον δὲ εἶχεν ὁ ναὸς διὰ τὸ ἐκεῖθεν τὸν Θεὸν χρημα‐

221

τίζειν, οὕτως καὶ ἐπὶ τῶν προειρημένων̣. [Ὅ]τι δέ, ἔνθα Θεὸς χρηματίζει, οἶκος αὐτοῦ ὁ τόπος ἐκεῖνος λέγετ[αι], μαρτυρεῖ Ἰακὼβ λέγων· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστιν τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη πύλη το〈ῦ〉
4οὐρανοῦ». Οὐ δεῖ οὖν προσέχειν, εἰ λέγοιεν πολλοὶ ἑαυτοὺς
5χριστοὺς κατὰ τὸ εἰρημένον· «Πολλοὶ ἐλεύσονται ἐν τῷ ὀνόματί μου λέγοντες· Ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός». Ἓν γάρ ἐστιν ὄρος ἐν ᾧ «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν»· ἡ γὰρ εὐδόκησις τῆς κατοικήσεως αὐτὸ καὶ οὐκ ἀνὴρ ἔπλασεν.
8 Εἰς τοῦτο οὖν τὸ ὄρος τῇ διανοίᾳ προκόπτων καίει ὁ Ἀβράμ. Ἀμέλει γοῦν ἐλθὸν ἐμαρτύρησεν αὐτῷ λέγον·
10»Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδεν καὶ ἐχάρη», φωτισθεὶς τῷ ἀληθινῷ
φωτὶ προξενηθέντι αὐτῷ ἐκ τῶν προλαβουσῶν προκοπῶν. Εὖ δὲ καὶ τὸ ὄρος τοῦτο εἰρῆσθαι ὡς «κατ’ ἀνατολάς» ἐστιν· παντόθεν γὰρ φῶτα ἔχει. Οἵαν γὰρ ἂν ἐπίνοιαν
14τούτου τοῦ ὄρους λάβοις, φωτεινή ἐστιν· λέγεται γὰρ
15σοφία λόγος ζωὴ̣ ἀλήθεια δικαιοσύνη ἁγιασμὸς ἀπολύ‐ τρωσις. Ταῦτα πάντα ἀνατέλλοντά εἰσι φῶτα, οὐ πολλὰ φῶτα κατὰ τὴν οὐσίαν, —ἓν γὰρ ἔχουσιν ὑποκείμενον τὸν τοῦ Θεοῦ Υἱόν, —ἀλλὰ κατ’ ἐνεργείας διαφόρους. »Κατὰ ἀνατολὰς» οὖν τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ τοῦ
19δι’ ὅλου καταυγαζομένου ἦλθεν ὁ ἅγιος ἐκ τῶν ἀρετῶν
20χειραγωγούμενος· δυνατὸν δὲ καὶ τὰ ποικίλα δόγματα τῆς εὐσεβείας ἀνατολὰς εἰπεῖν, δι’ ὧν ἐληλυθὼς ὁ Ἀβρὰμ τὴν σκηνὴν ἔπηξεν, ᾗ ἐκέχρητο μὲν εἰς τὰς προκοπάς, —τοῦτο γὰρ ἡ σκηνὴ δηλοῖ, —τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ μονίμου τυγχάνοντος· «Διελεύσομαι» γὰρ «ἐν τόπῳ
24σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ».
25 Διελθὼν οὖν διὰ τῆς σκηνῆς πήγνυσιν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον τὸν ἀεὶ μένοντα, μεθ’ ὃν οὐκ ἔστιν ἀνάβασις ἄλλη. Τοῦτο καὶ ἐν ἄλλῳ ψαλμῷ λέγεται· «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων· ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰστὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Ὁ γὰρ μήπω εἰς τὰς
30αὐλὰς φθάσας ἐν ταῖς σκηναῖς ἔχει τὴν ἀγάπην προκόπτων

222

καὶ προσδοκῶν τελείωσιν ἐν τῷ λέγειν· «Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ̣ μ̣ο̣[υ ἀ]γαλλιάσεται ἐπὶ Θεὸν ζῶντα», ὅτε ἐν ἐκείνῃ τῇ καταστά̣σ̣[ει γί]νεται, μεθ’ ἣν οὐκ ἔστιν
3ἑτέρα, εἰς ἣν οἱ φθάσαντες μα̣κ̣αρίζ̣ονται, λέγοντος τοῦ ψαλμοῦ· «Μακάριοι πάντες οἱ κατοικο̣ῦ̣ν̣τ̣ε̣ς ἐν τῷ
5οἴκῳ σου», οὐ παροικοῦντες ἀλλὰ κατοικοῦντες· τοῦτο γὰρ̣ τ̣ῶ̣ν ἐν σκηναῖς καὶ προκοπαῖς ἴδιον, κατοικούντων δὲ τὸ εἰς Θ̣ε̣ο̣ῦ̣ ο̣ἶκ̣ον ἐλθεῖν, ἐν ᾧ μακαρίζονται οἷα «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰ̣ώ̣ν̣ω̣ν̣» αἰνοῦντες αὐτόν, ὅπερ τὸ ἐπὶ
8πᾶσιν τέλος δηλοῖ, εἰς ὃ ἔπηξε̣ν̣ τ̣ὴν̣ σκηνὴν διὰ προκοπῶν διεληλυθὼς καὶ τελειότητος λοιπὸν με̣τ̣α̣π̣ο̣ιούμενος,
10εἰς ὃ ἥξει ὁ πειθόμενος τῷ λόγῳ παραινοῦντι· «Φύ̣λ̣α̣ξ̣ο̣ν τὸν πόδα σου ἐν ᾧ ἐὰν ἀπέρχῃ εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγγὺς τ̣ο̣ῦ̣ ἀ̣κοῦσαι»· οὕτω γὰρ κατοικῆσαι τὸν οἶκον
12δυνήσεται λέγων· «Τ̣ο̣ῦ̣ κα̣τοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν». Εἰδέναι δε̣ῖ̣ ὅ̣τ̣ι̣ δ̣ιὰ το̣ύτ̣ω̣ν συμβολικῶς ἡ πολιτεία ἡ θεία δηλοῦται, κἂν τὸ πρό̣σ̣ω̣π̣ο̣ν̣
15τοῦ Ἀβ̣ρὰμ ἔτι τελείωσιν ἐπιδέχηται· οὔπω γὰρ
15μετακέκλη̣τ̣α̣ι̣. »Κατὰ θάλασσαν» δὲ τὴν σκηνὴν πήγνυσιν βέβαιος ὢν καὶ ἄσ̣ε̣ι̣σ̣τ̣ο̣ς̣ διὰ τὸ τελείως ἀντέχεσθαι τῆς ἀρετῆς ὥστ’ ἂν εἰπεῖν· «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ
18Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία 〈ἢ〉 διωγμός;» καὶ τὰ ἑξῆς, ἅπερ θάλασσαν λέγων οὐκ ἂν ἁμάρτοις. Ὁπ̣ούποτε
20γὰρ ἂν ᾖ ὁ ἅγιος, κἂν ἐν τελειότητι, ἐφεδρεύουσαν ἔχει̣ τὴ̣ν ζάλην καὶ τῆς γενητῆς φύσεως τὸ τρεπτόν, ὅπερ ἡνιοχῶν ὁ τέλειος κωλύει τὴν ἐνέργειαν τῆς κακίας ἐν δυνάμει αὐτῆς διαμένων, ὅπερ ἐστὶ μακάριον· ἀγαθοῦ γάρ ἐστι τοῦτο καὶ ἐν ἀρετῇ ὑπάρχοντος, ἐπεὶ καὶ ὁ κακὸς
25ἐν δυνάμει ἀρετῆς ὑπάρχει, τῇ ἰδίᾳ προθέσει τραπεὶς
25ἐπὶ τοῦτο καὶ̣ μὴ φυλάξας ἑαυτὸν ὡς γέγονεν ἀγαθός. Ὁ δ’ αὐτὸς καὶ ἐν «Ἀγγαὶ κατὰ νότον» πήγνυσι τὴν σκηνὴν οἰκείως τῷ ἐφθακέναι εἰς τὸ ὄρος τοῦ οἴκου
τοῦ Θεοῦ καὶ δι’ ὅλων πεφωτισμένος ἐκ τῶν ἀνατολῶν,

223

αἵτινές εἰσιν αἱ κατ’ εἶδος ἀρεταί, καὶ μηδὲν τῶν ἀντι‐ στα̣τ̣[ού]ν̣τ̣ω̣ν ἐστὶ φροντίδα ποιούμενος, —οὐδὲ γὰρ αἱ
2ἐκ τῆς θαλάττης τ̣ρ̣ι̣κ̣υ̣μ̣ί̣αι ἀν̣ατρέπουσιν αὐτοῦ τὸ οἰκοδό‐ μημα καλῶς ἱδρύμενον, —ὅ̣σ̣περ τοὺς λόγους Ἰησοῦ εἰς ἔργα μεταβέβληκεν ἐν ἑορτῇ γ̣ινό̣μ̣ενος· τοῦτο γὰρ ἑρμη‐
5νεύεται Ἀγγαί. Ἡ μεγάλη γὰρ ἑορτ̣ὴ ἡ̣ τ̣ῆς ἀρετῆς ὑπάρχει τελείωσις. Τοῦτο γὰρ καὶ ὁ ψαλμῳδός̣ φ̣η̣σ̣ι̣ν· »Φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτα̣ζ̣ό̣ν̣‐ των»· ὁ̣ γὰρ ἀγαλλιώμενος ἐπὶ τῇ τοῦ Πνεύματος παρουσίᾳ καὶ ἐ̣ξ̣ο̣μ̣ολογούμενος οὐχ ὡς ἁμαρτάνων καὶ μετανοῶν
10ἀλλ’ ὡς̣ ε̣ὐ̣χ̣α̣ριστ̣ῶ̣ν ἑορτάζει, —κεῖται γὰρ τὸ τῆς ἐξομο‐
10λογήσεως ὄνομ̣α̣ ἀ̣ν̣τ̣ὶ̣ εὐχ̣αρ̣ιστίας ὡς ἐν τῷ «Ἐξομολο‐ γοῦμαί σοι Πάτερ Κύριε το̣ῦ̣ ο̣ὐ̣ρ̣α̣ν̣οῦ καὶ τῆς γῆς»· —φησὶν γὰρ «ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου», δη̣λ̣ο̣ν̣ότι τοῦ ἀγαλλιωμένου, «ἐξομολογήσεταί σοι καὶ ἐγκατά̣λ̣ε̣ι̣μ̣μα
13ἐνθυμίου ἑορτάσει σοι». XII, 8. Καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσι̣α̣σ̣τ̣ή̣ρ̣ιον τῷ Κυρίῳ
15κ̣α̣ὶ̣ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου. Πρεπόντως ὁ διαβὰς καὶ ἐπὶ τ̣ὸ̣ ἀποδοθὲν ὄρ̣ος καὶ̣ τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπὸ τῶν ἀνατολῶν̣ καταυγασθεὶς καὶ πατήσας τὰ ἀντικείμενα οὕτως ὡς μηδένα αὐτὰ δεδί̣ττεσθαι εὐχαριστίας ἤγειρε θυσιαστήριον, ἐφ’ ᾧ ἐπιτελεῖ τῆς
20αἰνέσεως τὴν θυσίαν καὶ δικαιοσύνην κατὰ τὰ προειρημένα περὶ πνευ〈μα〉τικῆς θυσίας, ἥτις ἐστὶ τὸ σύστημα τῶν ἀρετῶν. «Καὶ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου», ὅπερ
προχείρως τις ἐκλαμβάνων λέξει ὅτι τὸ θυσιαστήριον, ὃ ᾠκοδόμησεν, ὠνόμασεν ‘Κυρίου‘· δυνατὸν δὲ μυστηρι‐
25κώτερον καὶ ὑπεραναβεβηκότως εἰπεῖν αὐτὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσασθαι οὐ ψιλῇ συλλαβῇ ἀλλὰ πραγματικῶς, τοῦ νοῦ τὴν ἔντευξιν Θεῷ ποιουμένου, μὴ
27δι’ ἄλλο τὰς ἀρετὰς ἐνεργοῦντ̣ο̣ς ἀλλὰ δι’ αὐτὸ τὸ ἀγαθόν. Κατὰ γὰρ ταύτην τὴν διάνοιαν καὶ ὁ Σωτὴρ διδάσκων προσεύχε̣σθαι καὶ λέγειν «Πάτερ ἡμῶν» οὐ κατὰ

224

προφορὰν τοῦτο ποιεῖν ἐπαίδευσεν, ἀλλ’ ἵνα παραστήσωσιν ἑα̣υ̣τοὺς υἱοὺς καὶ μηκ̣έ̣τ̣ι̣ ματαίως ἐπικαλῶνται τὸν Θεὸν πατέρα· ο̣ὕτως ἀκούομεν καὶ̣ .....· «Οὐδεὶς λέγει
3Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁ̣γίῳ», τοῦτο δὲ οὐχ ὑπ̣ά̣ρ̣χ̣ε̣ι̣ τοῖς κατὰ μόνην τὴν προφορὰν τοῦ̣τ̣ο λέγουσιν
4καὶ ματ̣α̣ί̣ω̣ς̣.
5 Ὁ̣ οὖν Ἀβρὰμ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἐξ ἀρ̣ετῶν θυσια‐ στηρίου τ̣ῷ̣ Κυρίῳ καὶ δι’ αὐτὸν καὶ οὐ δι’ ἄλλον ἐποιεῖτο. XII, 9. Καὶ ἐπῇρεν Ἀβρὰμ καὶ πορευθεὶς ἐστρατο‐
7πέδευσεν ἐν τῇ ἐ̣ρ̣ή̣μ̣ῳ̣. Τοῦ ῥητοῦ οὐκ ἀδήλου ὄντος, λεκτέον τὸ πρὸς διάνοιαν. Κ̣ἂ̣ν̣ γ̣ὰ̣ρ̣ τ̣έ̣λειός τις ᾖ, οὐκ ἀπαλλάττεται τῶν πολεμούντων,
10κἂν ἔ̣τ̣ι̣ ν̣ήπιος καθὼς Κορίνθιοι, οἷς ἐπιστέλλων Παῦλός φησιν· «Πει̣ρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς ο̣ὐκ ἐ̣άσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ σὺν τῷ πειρα̣σ̣μ̣ῷ̣ ποιήσει τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν». Ἐφεσίοις δὲ ὡς ἤδη τελείοις
15ἐπιστέλλει καὶ ἑαυτὸν ἀριθμῶν· «Οὐ γάρ ἐστ̣ιν ἡμῖν ἡ
15πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα»· οὐ λέγει ‘οὐ γέγονεν‘, ἀλλ’ «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη»· γέγονεν γάρ ποτε, ὅτε ὑπετίθετο ἑαυτὸν σάρκινον εἶναι πεπραμένον ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, σημαίνων τοὺς ἐν τοιαύτη καταστάσει, οἷς καὶ δέον ἐστὶν λέγειν ὡς αὐτὸς γράφει· «Ὑπωπιάζω
20μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μή πως ἄλλοις κηρύξας
20αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι». Ἔχει δὲ τὴν μάχην χρώμενος ὅπλοις ἐπουρανίοις ᾗ πρὸς πνευματικὰ ἐπουράνια. Τελείου οὖν ἐστιν τὸ πολεμεῖν καθὰ καὶ Ἀβρὰμ ἐπιστὰς τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὰ ἀποδοθέντα, κατ’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς γινόμενος καθὰ εἴρηται· «Οἱ πεποιθότες ἐπὶ
25Κύριον ὡς ὄρος Σιών». Τηλικοῦτος οὖν γεγενημένος,
25ἐπιστάμενος ὅτι οὐκ ἀφέξεται αὐτοῦ ἡ ἐναντία φάλαγξ, ἐστρα〈το〉πέδευσεν, ὥσπερ ὁ Ἰακὼβ μέλλων τῷ Ἠσαύ, μεγάλῳ πολεμίῳ ὄντι καὶ φθονοῦντι αὐτῷ, συντυγχάνειν, »εἶδεν παρεμβολὴν Θεοῦ»· ἔδει γὰρ τὸν Θεὸν παρα‐ σκευάζοντα εἰς ἀνδρείαν τὸν ἀθλητὴν δεῖξαι αὐτῷ ὅτι
30ἔχει τοὺς συμμαχοῦντας. Καὶ Ἐλισαῖος δὲ μέλλων πορθεῖ‐
30σθαι ὑπὸ τοῦ τῆς Συρίας βασιλέως εἶχεν περὶ ἑαυτὸν θεῖον στρατόπεδον, ὅπερ ἀγνοοῦν τὸ παιδάριον τοῦ προφήτου πεφόβηται, ὕστερον ἐκ τῆς ἀποκαλύψεως τῶν ὀφθαλμῶν
32αὐτοῦ θαρσήσας.

225

Εὖ̣ δὲ καὶ τὸ «ἐν τῇ ἐρήμῳ» ἐστρατοπεδευκέναι. Οὕτω γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν ἐρήμῳ πειράζεται· καὶ ἐν Ἠσαΐᾳ ἔχεις· «Ὡς καταιγὶς δι’ ἐρήμου διέλθοι ἐξ
3ἐρήμου ἐρχομένη ἐκ γῆς», ἅπερ δηλοῖ πειρασμόν. Ἐστρα‐ 〈το〉πέδευσεν οὖν ὁ Ἀβρὰμ «ἐν τῇ ἐρήμῳ»· ἔξω πόλεων
5γὰρ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ πειρασμοὶ 〈ἔ〉τυχον διὰ τὸ
ἀβοηθήτους αὐτοὺς εὑρίσκεσθαι ἐκ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων· »Ἀδελφὸς γὰρ ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά».
7Καὶ ὁ Σωτὴρ οὖν, ὡς πρόειπον, ἐν ἐρήμῳ πειράζεται, ἵν’ ᾖ τὸ λεγόμενον τοιοῦτον· ἡ εἰς πειρασμὸν ἐρχομένη ψυχὴ ὥσπερ ἔρημον ἑαυτὴν ὁρᾷ συμμαχίας, Θεοῦ τοῦτο
10οἰκονομικῶς ποιοῦντος· εἰ γὰρ προαπεκάλυπτεν αὐτοῖς
10τὴν ἔκβασιν καὶ ὅτι νικήσουσιν τὸν πειρασμόν, οὐ μέγα [ἦν] τὸ ἀνυσμένον· οὐδὲ γὰρ εὐχὴν ἀνέπεμπον οὐδ’ ἄλλο τι ἐποίουν. Δείκνυται δὲ αὐτοῖς πάλιν ὅτι καὶ συμμαχεῖ Θεός, ἵνα μηδ’ οὕτως ἀποκακήσωσιν. Καὶ οὕτω μὲν ἀνθρώποις, τῷ δὲ Σωτῆρι μετὰ τὸν πειρασμὸν φαίνονται
14ἄγγελοι, καὶ ταῦτα πρὸς διακονίαν, ἵνα μὴ οἱ ἐθελόκακοι,
15πρὸ τούτου φανέντων τῶν ἀγγέλων, εἴπωσιν ὅτι ἀγγέλων ἡ νίκη. Τίς [δ]ὲ̣ ἡ διακονία τῶν ἀγγέλων ἢ ἡ παράθεσις τῶν ψυχῶν τῶν πειθομένων Θεῷ; Οὐδὲ γὰρ βοηθείας ἕνεκα παρῆσαν. Καὶ τῷ Πέτρῳ γοῦν ἐπιτιμᾷ διὰ τὸ ἐθέλειν ὑπερπολεμεῖν αὐτοῦ λέγων· «Ἢ δοκεῖς ὅτι οὐκ ἐδυνάμην
19παρακαλέσαι τὸν Πατέρα μου καὶ ἔδωκεν ἄν μοι πλείους
20δώδεκα λεγιώνων ἀγγέλων;» Οὕτως οὐ δέεται συμμαχίας. XII, 10. Καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ κατέβη Ἀβρὰμ εἰς Αἴγυπτον παροικῆσαι ἐκεῖ, ὅτι ἐνίσχυσεν λιμὸς
22ἐπὶ τῆς γῆς. Σαφὲς μὲν τὸ τοῦ ῥητοῦ· τὸ δὲ πρὸς διάνοιαν τοῦτό ἐστιν. Οἱ σοφοὶ τοῦ Θεοῦ ἀνωτέρω τῆς γῆς εἰσιν, οὐκ
24ὄντες αὐτῆς· ἐν ταύτῃ οὖν λιμὸς γέγονεν· τοῖς τὰ ἐπί‐
25γεια γὰρ φρονοῦσιν λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου πολλάκις συμβαίνει, ἐὰν τούτου ὦσιν ἄξιοι, ὕστερόν ποτε
26τούτου πάλιν ἀποδιδομένου. Ταύτῃ τοι καὶ ὁ Ἀβρὰμ εἰς Αἴγυπτον «παροικῆσαι», οὐ κατοικῆσαι, ἔρχεται συγκαταβαίνων τοῖς τὴν λιμὸν παθοῦσιν, οὐκ οἰκῆσαι ἐκεῖ· καὶ γὰρ οἱ ἀμφὶ τὸν Δανιὴλ
30οὐ δ̣ι’ ἁμαρτήματα γεγένηνται ἐν Βαβυλῶνι, ἀλλ’ ἵνα βοηθῶσιν τοῖς ἐκεῖ διὰ ἁμαρτήματα μετοικισθ[εῖ]σιν.
31Φείδεται γὰρ Θεὸς τῶν ἁμαρτανόντων εἰς ὅσον ἐνδέχεται

226

[αὐ]τοὺς μετανοῆσαι. Καὶ ὥσπερ ἰατροὶ πέμπονται ἐνθὰ πολλὴ βλάβη ἐστὶν ἢ νόσος οὐχ ἵνα αὐτοὶ κοινωνήσωσιν νόσῳ ἀλλ’ ἵνα ἰάσωνται τοὺς νοσοῦντας, οὕτως οἱ ἅγιοι ἐγίνοντο εἰς τὴν σύγχυσιν καὶ εἰς τὴν Βαβυλῶνα οὐ
5κάτοικοι ὄντες· οὐδὲν γὰρ ἄξιον αὐτῆς ἐκέκτηντο, ὅπερ
5ἴδιον τῶν κατοικούντων. XII, 11—13. Ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἤγγισεν Ἀβρὰμ εἰσελθεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἶπεν Ἀβρὰμ Σάρᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· Γινώσκω ἐγὼ ὅτι γυνὴ εὐπρόσωπος εἶ· ἔσται οὖν ὡς ἂν ἴδωσίν σε οἱ Αἰγύπτιοι, ἐροῦσιν ὅτι γυνὴ αὐτοῦ αὐτή,
10καὶ ἀποκτενοῦσίν με, σὲ δὲ περιποιήσονται· εἰπὸν οὖν ὅτι ἀδελφὴ αὐτοῦ εἰμι, ὅπως ἂν εὖ μοι γένηται διὰ σέ,
11καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκεν σοῦ. Πρὸς τὸ ῥητὸν ἁρμόζεται μετὰ συνέσεως πρὸς τὴν τῶν Αἰγυπτίων φιληδονίαν πιστεύων ὅτι ἐξαγαγὼν αὐτὸν ἐκ τῆς ἰδίας γῆς Θεὸς οὐ περιόψεται αὐτοῦ τὸν γάμον,
15ὑποβάλλει δὲ αὐτῇ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι ἀδελφὴ αὐτοῦ ἐστιν, ἵνα, τούτου πρώτου καὶ μόνου λεγομένου, μὴ δέξωνται ἔννοιαν ὡς γυναικὸς αὐτοῦ αὐτῆς ὑπαρχούσης, ἀπατῶν αὐτοὺς διὰ τούτου. Ἦν γὰρ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ ἀδελφογαμία καὶ ἐν τῇ αὐτοῦ γῇ, ὡς ὕστερον εἶπεν·
20»Καὶ γὰρ ἀληθῶς ἀδελφή μού ἐστιν»· ἀπάτην οὖν αὐτοὺς σοφὴν ἀπατᾷ τοῦτο μόνον καὶ πρῶτον λέγειν ὑποβαλ‐ λομένη. Σῳζομένων γὰρ εἰκὸς τῶν κατὰ μοιχείας νόμων παρ’ Αἰγυπτίοις, ἐλογίζετο ὁ Ἀβρὰμ ὅτι, ἵνα μὴ δόξωσιν
23εἶναι μοιχοί, δολοφονήσουσιν αὐτόν. Ταῦτα μὲν οὖν τοῦ ῥητοῦ χάριν· πρὸς δὲ διάνοιαν οἱ
25ἀπὸ ἀρετῆς εἰς κακίαν ἐρχόμενοι κατιέναι εἰς τὴν Αἴγυπτον λέγονται· εἴρηται γοῦν πολλάκις· «Οὐαὶ οἱ καταβαί‐ νοντες εἰς Αἴγυπτον». Ἐνταῦθα οὐ ‘κατέβη‘ [π]ρόκειται,
27ἀλλ’ εἰσῆλθεν· ἡ γὰρ τούτου κατάβασις εἴσοδός ἐστιν.

227

Συγκαταβαίνει γὰρ πᾶς σπουδαῖος τοῖς σφαλλομένοις οὐ σφαλλόμενος ἀλλὰ μετάγων αὐτοὺς τοῦ σφάλματος· καὶ ὥσπερ γίνεται Ἰουδαίοις Ἰουδαῖος οὐκ ὢν Ἰουδαῖος, καὶ ἀνόμοις ἄνομος οὐκ ὢν ἄνομος, οὕτω γίνεταί τις εἰς
4Αἴγυπτον οὐκ αἰγυπτιάζων.
5 Διὸ ἄλλοι καταβαινέτωσαν ἐκεῖ, αὐτὸς δὲ εἰσέρχεται· οὐ γὰρ κακία αὐτῶν κατήνεγκεν, ἀλλ’ οἰκονομία τις ἐκτελουμένη. Εἰσέρχεται ὁ ἐνάρετος εἰς Αἴγυπτον πολλάκις χρώμενος ἀλλοτρίᾳ παιδεύσει, ἵν’ ἐξ αὐτῆς τι χρήσιμον κατασκευάσῃ, καθὰ καὶ Παῦλος ὁ μακάριος πεποίηκεν
10φάσκων τὸ ἀπὸ Ἀράτου «Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν»,
10ἵνα τὰ ἑξῆς ποιήσῃ, καὶ τὸ «Ἀγνώστῳ Θεῷ» καὶ τὸ »Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται»· οὕτω δὲ καὶ παραινεῖ πᾶν
νόημα αἰχμαλωτίζεσθαι εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ. Εἰσελθών, καθὰ εἴπομεν, εἰς Αἴγυπτον τῇ ἀρετῇ ὑποτάσσεταί τινα, ἵνα εἴπῃ ὅτι γυνὴ αὐτοῦ ἐστιν· ὁ γὰρ
14σπουδαῖος καὶ τέλειος οὐκ ἀποκληρωτικῶς ἑαυτοῦ τὴν
15ἀρετὴν εἶναί φησιν τοῖς ὑποδεεστέροις, ἵνα μὴ φθόνον αὐτοῖς εἰσαγάγῃ, ἀδελφὴν δὲ ἑαυτοῦ αὐτὴν εἶναί φησιν τὰ δευτερεῖα πρὸς ἕνωσιν τὴν πρὸς ἀρετὴν ἑαυτοῦ διδούς, ἵνα συγκατέλθῃ τοῖς ἀσθενέσιν, οὕτω τε ποθήσωσιν αὐτὴν ὡς κοινῇ ἐκκειμένην δέξεσθαι. Πολλάκις γοῦν ἐπιστῆσαί
20τινα βουλόμενοι κοινοποιοῦμεν τὰ θεωρήματα οἷον τὰ περὶ προνοίας, ἵν’ οὕτω μετὰ τοῦτο καὶ δέξηται ἑαυτῷ αὐτήν. Ἡ εὐαγγελικὴ οὖν διδασκαλία ἀστὴ γαμετὴ τοῦ σπουδαίου ἐστίν· ταύτην δὲ οὐχ ἁρπάζει, εἰ καὶ ἐν τοῖς τελείοις αὐτὴν λαλεῖ, ἀλλὰ κοινοποιεῖται πᾶσιν ταύτην, καθάπερ
25Παῦλος λέγων· «Θέλω δὲ πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς
25καὶ ἐμαυτόν»· τοιοῦτοι γὰρ γεγενημένοι γνώσονται ὅτι τοῦ τελείου σύζυγός ἐστιν αὕτη ἡ παίδευσις· «Ἡ σοφία» γὰρ «τίκτει ἀνδρὶ φρόνησιν», καὶ ἐγώ, φησὶν ὁ τέλειος, »ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς», σοφίας δηλονότι· ὁ σόφος δὲ τῶν ἑαυτοῦ πᾶσιν μεταδοῦναι βούλεται·
29οὕτω γὰρ οὐδὲ φθονήσουσιν.
30XII, 14—16. Ἐγένετο δέ, ἡνίκα εἰσῆλθεν ὁ Ἀβρὰμ εἰς

228

Αἴγυπτον, ἰδόντες οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα ὅτι καλὴ
εἴη σφόδρα, καὶ εἶδον αὐτὴν οἱ ἄρχοντες Φαραώ, καὶ ἐπῄνεσαν αὐτὴν πρὸς Φαραώ, καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς
3τὸν οἶκον Φαραώ· καὶ τῷ Ἀβρὰμ εὖ ἐχρήσαντο δι’ αὐτήν, καὶ ἐγένετο αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχοι καὶ ὄνοι καὶ παῖδες
5καὶ παιδίσκαι 〈καὶ〉 ἡμίονοι καὶ κάμηλοι. Τὸ συνετὸν βούλευμα τοῦ πατριάρχου οὐκ ἠστόχησεν· οὔτε γὰρ ἐπεβουλεύθη, ἀλλὰ καὶ ὁδός τις γίνεται τοῦ μὴ διαφθαρῆναι τὸν γάμον τοῦ ὁσίου· οὐδὲ γὰρ ὡς πρὸς ἠμελημένην ἐπεπήδησαν Αἰγύπτιοι· ἀλλὰ γὰρ οἱ ἄρχοντες
10θεασάμενοι τῷ βασιλεῖ χάριν κατατιθέμενοι προσήγαγον αὐτὴν ὡς δῶρον αὐτῷ, οὕτω τε συμβέβηκεν τὸ καὶ
11καλῶς αὐτοὺς τῷ Ἀβρὰμ δι’ αὐτὴν χρήσασθαι. Εἰσέρχεται τοίνυν εἰς Αἴγυπτον ὁ Ἀβρὰμ κατὰ τὸν ἀλληγορίας τρόπον ὡς τέλειος πρὸς ἀτελεῖς, ἵν’ ὠφελη‐ θῶσιν, ἁρμοζόμενος, ἔχων τὴν ἀρετήν, ὡς προείρηται, οὐχ
15ὡς ἀποκληρωτικῶς αὐτῷ προσοῦσαν, ἀλλ’ ἅπασιν αὐτὴν ὑποδεικνὺς ὡς ἀδελφὴν συγκατιών, ἵν’ οὕτω δυνηθῶσιν θεασάμενοι ἀγαπῆσαι αὐτήν. Παρατήρει δὲ ὅτι οἱ ἄρχοντες αὐτὴν εἶδον· ἔστιν γὰρ καὶ ἐν τῷ τάγματι τῶν κατὰ
18ἀλληγορίαν Αἰγυπτίων καθαριότεροί τινες οἳ καὶ πολλὴν ἔχουσιν ἐπιτηδειότητα πρὸς τὸ θεάσασθαι τὴν ἀρετήν.
20Οὗτοι δὲ οὐκ ἄχρι μόνον τοῦ θεάσασθαι γεγένηνται, ἀλλὰ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν πρὸς τὸν ἄρχοντα ἑαυτῶν, τοῦτ’ ἔστιν τὸν ἡγεμονεύοντα αὐτῶν λόγον μετὰ τοῦ ἐπαινεῖν αὐτήν· οὗτος γὰρ ὁ σκοπὸς ἦν τοῦ ἁγίου Ἀβρὰμ
23εὐαγώγως αὐτοὺς ***

229

XV, 12. Περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἀβράμ, καὶ ἰδοὺ φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ.〉

230

〈Ὁ δὲ Ἀβρὰμ〉 ὡς θεῖα θεάματα θεωρῶν ἐφοβήθη
1φόβον προσήκοντα τελείῳ. Παρατήρει δὲ ὅτι περὶ ἡλίου δυσμὰς ἔκστασις ἐπ’ αὐτὸν ἐπέπεσεν, προκοπὴν σημαίνοντος τοῦ λόγου διὰ τοῦ παρεληλυθέναι αὐτῷ τὴν τῆς παρούσης καταστάσεως
5ἡμέραν, ἵν’ ἄλλη αὐτὸν προκοπὴ διαδέξηται εὐλογίας
5ἐπ’ αὐτὸν φθανούσης, καθ’ ἣν εἴρηται· «Μακρότητι ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτόν», οὐ πάντως πολυχρονιότητα αὐτῷ ἐπαγγελλόμενος, ἀλλὰ δῆλον ὡς φωτισμῶν προκοπάς. »Ἔκστασις» οὖν ἐπι〈πί〉πτει αὐτῷ, ἔκ〈σ〉τασις δὲ οὐχ ἡ παραφροσύνῃ ὁμοία, ἀλλ’ ὁ θαυμασμὸς καὶ τὸ
10μεταστῆναι ἀπὸ τῶν ὁρατῶν ἐπὶ τὰ ἀόρατα. Λέγει γοῦν ὁ ἀπόστολος· «Εἴτε γὰρ ἐξέστημεν Θεῷ, εἴτε σωφρο‐ νοῦμεν ὑμῖν», οὐ τόδε δηλῶν ὅτι Θεῷ ἐμάνημεν, ἀλλ’ ὅτι,
12κἂν ἔξω τῶν ἀνθρωπίνων διὰ θεωρίαν γενώμεθα, Θεῷ τοῦτο ποιοῦμεν, καθὰ καὶ Δαυίδ φησιν· «Ἐγὼ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης»· ἐκστὰς
15γὰρ καὶ γενόμενος θεὸς λέγει περὶ τῶν ἀνθρώπων ὅτι ψεῦσταί εἰσιν, αὐτὸς οὐκέτι ἄνθρωπος ὑπάρχων διὰ τὴν
16τοῦ ἁγίου πνεύματος κοινωνίαν, ἀλλ’ ἄλλος ἐκείνων τυγχάνων, περὶ ὧν εἴρηται· «Ὅπου γὰρ ἔρις καὶ ζῆλος ἐν ὑμῖν, οὐχὶ ἄνθρωποί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;» Ἐκστάντος οὖν τοῦ Ἀβράμ, σκοτεινὸς φόβος ἐπι‐
20〈πί〉πτει αὐτῷ, οὐ σκότους μετέχων ἀλλ’ ἀσαφείας καὶ μὴ γιγνωσκόμενος προχείρως· οὗτος μέγας ὑπάρχων φόβος
21οὐ μικροῖς συμβαίνει. Ὅτι δὲ ἀντὶ ἀσαφείας πολλάκις ὁ σκότος παραλαμβάνεται, εἴρηται· «Καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ»· καὶ τῷ ὄντι ἡ τῶν ὑπερφυῶν δογμάτων θεωρία καὶ κατάλημψις καὶ τοῖς μεγάλοις
25εἴλιγγον ἐμποιεῖ καὶ φόβον θεῖον μετ’ εὐλαβείας τοῖς
25τοιούτοις ἐπιβάλλουσιν. XV, 13—14. Καὶ ἐρρέθη πρὸς Ἀβράμ· Γιγνώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη· τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ ἂν δουλεύσουσιν, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ
30ταῦτα ἐλεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς.

231

Τὴν εἰς Αἴγυπτον παροίκησιντοῦ λαοῦ τὸ λόγιον προαναφωνεῖ· οὐκ ἰδίαν γὰρ οὖσαν παρῴκησαν δουλεύ‐
2σαντες τῷ Φαραὼ καὶ πολλὰ ὑπ’ αὐτοῦ καὶ τῶν Αἰγυπτίων κακωθέντες. Οὐ μάχεται δὲ τοῖς ἐνταῦθα τὰ ἐν τῇ Ἐξόδῳ γεγραμμένα· ἐκεῖ γὰρ εἴρηται· «Μετὰ τετρακόσια καὶ
5τριάκοντα ἔτη ἐξῆλθεν ἡ δύναμις Κυρίου ἐκ γῆς Αἰγύπτου», ἐνταῦθα «μετὰ τετρακόσιά» φησιν· ἀλλ’ ἐπιστῆσαι δεῖ ὅτι οὐκ ἐρρέθη ὡς πληρωθέντων τῶν τετρακοσίων ἐτῶν ἐξῆλθον ἀλλὰ μετὰ τετρακόσια ἔτη, ὅπερ ἐμφαίνει τὰ
8τριάκοντα. Καὶ τὸ «κρινῶ δὲ ἐγὼ τὸ ἔθνος ᾧ ἂν δουλεύσωσιν»
9ἐκβάσεως τετύχηκεν κατὰ τὰ ἐν Ἐξόδῳ γεγραμμένα·
10δεκάπληγον γὰρ αὐτοῖς ἐπήγαγεν καὶ τελευταῖον ἔδυσαν
ὡσεὶ μόλιβος ἐν ὕδατι πολλῷ. Ἀλλὰ καὶ «μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς» ἐξεληλύθασιν, ὡς ἡ ἱστορία δηλοῖ, ἐξ ἧς παιδευόμεθα ὅτι, κἂν ἐν χρόνῳ
13Θεός τινα κακώσῃ, οὐκ ἀδιαφόρως τοῦτο ποιεῖ ἀλλ’ ἐπ’ ἀγαθῷ τέλει.
15Εἰ δὲ αἰνίττεται ὁ λόγος καὶ τὴν τῶν ἁγίων παροίκησιν,
15συνεπισκέψαι. XV, 15—16. Σὺ δὲ ἀπελεύσῃ πρὸς τοὺς πατέρας σου 〈μετ’ εἰρήνησ〉 τραφεὶς ἐν γήρει καλῷ· τετάρτῃ δὲ γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε· οὔπω γὰρ ἀναπεπλήρωνται αἱ
18ἁμαρτίαι τῶν Ἀμορραίων ἕως τοῦ νῦν. Φαίνεται ἐκ τοῦ προχείρου τὴν ἐκ τοῦ βίου ἀναχώρησιν
20αὐτῷ προαπαγγέλλων. Πρὸς δὲ ἀναγωγὴν ταῦτα ἂν λεχθείη. Ὁ σοφὸς ἐν εἰρήνῃ ἀπέρχεται τοῦ βίου, ὁ δ’ ἁμαρτάνων συγκεχυμένους ἔχει λογισμούς, ταραττομένην ἔχει τὴν ψυχήν· καὶ ὡς παραλαμβάνεταί τις ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ κρίνεται. Ὁ εἰρήνην ἑαυτῷ ἀπ’ ἐντεῦθεν
25κατασκευάσας ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀπέρχεται, ὁ δὲ ταράχους ἔχων καὶ συγκεχυμένους λογισμοὺς πρὸς τοῦτο καὶ κρι‐ θήσεται. Τοῦτο δηλοῦται ἐκ τοῦ ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ· »Οὗ ἐὰν πέσῃ τὸ ξύλον, ἐκεῖ μενεῖ». Οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο
28οὕτως ἔχον ἐπὶ ἱστορίας· οὐ γὰρ πάντως ἔνθα πίπτει ξύλον, ἐκεῖ μενεῖ· πολλάκις γὰρ καὶ μετάγεται· ἀλλὰ
30δῆλον ὡς ὁ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ διὰ τοῦ ξύλου ἐν αἰνιγμῷ σημαινόμενος, οὕτω κριθησόμενος ὡς καὶ εὑρίσκεται.

232

Ἁρμοζόντως οὖν ἐν εἰρήνῃἈβραὰμ ἀπελεύσεται πρὸς
τοὺς πατέρας ε̣ὐάρεστος ὢν Θεῷ, τῆς αὐτῆς ἐπαγγελίας
2κοινωνῶν· «Ἀπαρχὴ» γὰρ «Χριστός, ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ». Καὶ αὐτῶν δὲ τῶν δικαίων διάφορος ἡ ἐπαγγελία καὶ ἡ μονή· πολλαὶ γὰρ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρί.
5Πρὸς οὖν τοὺς πατέρας τοὺς κατὰ πνεῦμα ἀπελεύσεται ὁ σπουδαῖος τῇ ὁμοιότητι τῶν τρόπων υἱὸς ὑπάρχων αὐτῶν,
6κἂν κατὰ σάρκα φαύλους ἔχῃ πατέρας. Ταῦτα περὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀβρὰμ εἰπὼν περὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ λέγει ὅτι «τετάρτῃ γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε», τὴν ἐπὶ τὴν γῆν τῆς κληρονομίας δηλῶν. Διὰ δὲ τοῦτο
10μετὰ «τετρακόσια ἔτη» φησὶν τὴν ἀποστροφὴν ἔσεσθαι, διότι̣ ο̣ὔπω ἐξεπλήρωσαν οἱ Ἀμορραῖοι ἑαυτῶν τὰς ἁμαρτίας, δι’ ἃς λοιπὸν πείσονται καταστροφήν, ἵν’ ἐκείνων δικασθέντων αὐτοὶ οἰκήτορες τῆς γῆς ἐκείνων γένωνται.
13Καὶ τὰς τιμωρίας γὰρ ὁ Θεὸς μέτρῳ καὶ καιρῷ ἐπιφέρει μακροθυμῶν ἕως ὁ καιρὸς ἐνστῇ τῆς ἀνταποδόσεως. Τούτῳ
15ὅμοιον καὶ κατασκευαστικὸν ὑπάρχει τὸ ἐν τῷ εὐαγγελίῳ λεγόμενον· «Τότε Ἰησοῦς ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν· Οὐαί σοι, Χοραζίν· οὐα〈ί〉 σοι Βηθσαϊδάν, ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδόνι ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ
20γενόμεναι ἐν σοί, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ μετε‐
20νόησαν». Πρὸς ὃ λέγοι τις ἄν· Πῶς οὖν οὐκ ἐγένοντο, εἴ γε μετενόουν, ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπετελέσθησαν ἔνθα οὐ μετενόη‐ σαν; Καὶ λέγοιμεν ὅτι σοφία ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ταῦτα ἐποίησεν· ἐπεὶ γὰρ τὰ κρυπτὰ ἐπιστάμενος ἐγίνωσκεν ὅτι μετανοήσαντες οὐ γνησ̣ίαν ἐποιοῦντο μετά‐
25-26νοιαν, διὰ τοῦτο ἐκεῖ οὐκ ἐγένοντο αἱ δυνάμεις. Καὶ
26ἔστιν περὶ αὐτῶν οἰκεῖον εἰπεῖν· κρεῖσσον γὰρ αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωσκέναι τὴν ἀλήθειαν ἢ ἐπιγνοῦσιν ἀνακᾶμψαι εἰς τὰ ὀπίσω. Οὕτως οὐ πεποίηκεν Τύρῳ καὶ Σιδόνι τὰ παράδοξα· ἔμελλεν γὰρ αὐτοῖς εὐμετάπτωτος εἶναι ἡ
30μετάνοια. Ἐπειδὴ δὲ οὗτοι παρ’ οἷς ἐγένοντο 〈τὸ〉
30κίνη〈μα〉 οὐ〈κ〉 εἶχον ψυχῆς γνωριζόμενον τῷ κριτῇ, ὅπερ ἔχρῃζεν τῆς τῶν σημείων ἐπιδείξεως, διὰ τοῦτο

233

ἐποίησεν, ἵνα οὗτοι μὲν ἀναπολόγητοι ὦσιν, ἐκεῖνοι δὲ μὴ πλέον βλάβωσιν ἀκαίρως τινὸς ἀξιούμενοι. Εἰ δὲ καὶ τοῦτο ὑπερβολικῶς εἴρηται πρὸς τοῦ Σωτῆρος πρὸς ἐντροπὴν τῶν θεασαμένων τὰ σημεῖα καὶ μὴ μετανοησάντων, —καὶ
5γὰρ οὗτος ὁ τρόπος διδασκαλικὸς ὑπάρχει, —συνεπι‐
5σκέψαι.
5 Ἡ̣ μακροθυμία οὖν καὶ ἀγαθότης τοῦ κριτοῦ δείκνυται τῷ ἀπεκδέχεσθαι τὴν ἀναπλήρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Ἀμορραίων, μετὰ τὸ ἐλέγξαι καὶ προτρέψασθαι καὶ ὅσα συντελεῖ μετάγνωσιν ἐπάγοντος τοῦ Θεοῦ τὴν κόλασιν, καθὰ καὶ τῷ Φαραὼ γεγένηται· πολλάκις γὰρ ἐπιτι‐
10μώμενος καὶ συγχωρήσεως ἀξιούμενος ἐπήγαγεν ἑαυτῷ διὰ τὴν σκληροκαρδίαν ἑαυτοῦ καὶ τὴν τελευταίαν
11κατάκρισιν. XV, 17. Ἐπεὶ δὲ ἐγένετο ὁ ἥλιος πρὸς δυσμαῖς, φλὸξ ἐγένετο, καὶ ἰδοὺ κλίβανος καπνιζόμενος καὶ λαμπάδες πυρός, αἳ διῆλθον ἀνάμεσον τῶν διχοτομημάτων τούτων.
15 Τὸ σαφὲς τοῦ ῥητοῦ οὕτως ἂν παρασταίη. Περὶ δυσμὰς τοῦ ἡλίου ἤδη χωροῦντος «φλὸξ ἐγένετο» καὶ »κλίβανος καπνιζόμενος» ἐφαίνετο «καὶ λαμπάδες
πυρός, αἳ διῆλθον ἀνάμεσον τῶν διχοτομημάτων», ἀμφο‐ τέραι καίουσαι καὶ φωτίζουσαι τὸν τόπον πρὸς τὸ ὁρᾶν
20τὸν πατριάρχην τὰ γινόμενα καὶ σύμβολα ἐπιδεικνύναι θειότερον, ἅπερ ἀναγκαῖον διεραυνήσασθαι. Καὶ τοῦτο δὲ
21σημειωτέον, ὅτι οὐ νῦν μόνον διαθήκης γινομένης πῦρ ἐφάνη, ἀλλὰ καὶ διὰ Μωσέως ὁ νόμος ἐπὶ πυρὶ δίδοται· ἐώρων γὰρ τὸ πῦρ, τὸν λαλοῦντα οὐ θεωροῦντες ἤκουον τὰ νομοθετηθέντα. Ἃ δὲ ᾐνίττετο διὰ τούτων εἴη ἂν τοιαῦτα.
25Ἐπεὶ ὁ νόμος ἆθλα καὶ ἐπίτιμα ἔχει, ἐμμέσῳ τοῦ πυρὸς δοθεὶς ἐδήλου ὅτι τοῖς μὲν καῦσιν ἐπιφέρει, τοῖς δὲ φωτισμόν. Διττὴν γὰρ ἔχει δύναμιν τὸ πῦρ, φωτίζον ἅμα καὶ καῖον· ὁ δοθεὶς οὖν νόμος τοὺς μὲν λιποτάκτας αὐτοῦ καίει, τοὺς δὲ φύλακας αὐτοῦ φωτίζει. Οὕτω καὶ ἐνταῦθα
30λαμπάδες καὶ καπνὸς̣ ἐφαίνοντο· ἔστι δὲ ὁ καπνὸς ἀπο‐

234

τέλεσμα καὶ ὡς παρακολούθημα πυρὸς ἐξαφθέντος, ἀλλὰ καὶ φλὸξ προτέρα ἐγίνετο. Λέγομεν οὖν ὡς ἐν τοιαύτῃ δυσχωρίᾳ τῷ διαιροῦντι τὰ πρακτέα καὶ μὴ φωτισμοῦ
3δεῖ τοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ φόβου, ὅσπερ διὰ τοῦ κλιβάνου δηλοῦται, ἵνα ἅπαντα κατὰ τὸν ὀρθὸν ἐπιτελῆται λόγον.
5 XV, 18—19. Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διέθετο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀβρὰμ διαθήκην λέγων· Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰ̣γύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου, τοὺς Καιναίους, καὶ
8τὰ ἑξῆς. Τῶν λαμπάδων διελθουσῶν τὰ διχοτομήματα, ἐβεβα̣ιοῦτο
10ἡ διαθήκη, λέγοντος τοῦ Θεοῦ· «Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην», διαγράφει δὲ καὶ τὸ διάστημα τῆς γῆς. Δεῖ δὲ κατὰ τὰ προαποδοθέντα ἀνάγοντα̣ γ̣ῆν ἐννοεῖν τῷ σπέρματι διδομένην τῷ κατὰ πνεῦμα τοῦ ἁγίου.
13〈Ταύ〉την καὶ ὁ Σωτὴρ τοῖς πραότητα κατορθώσασιν κατεπαγγέλλεται. Αὕτη πρέπουσα ἐπαγγελία τοῖς τέκνοις
15τοῖς ἀληθέσι καὶ οὐ τοῖς ἐκ διαδοχῆς πᾶσιν· «Οὐ» γὰρ »τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα»· ὁ γὰρ ποιῶν αὐτοῦ τὰ ἔργα τέκνον αὐτοῦ ἐστ̣ι̣ν.
18 Εὖ δὲ καὶ τὸ «ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἕως τοῦ ποταμοῦ»· ἡ γὰρ πρέπουσα ἐπαγγελία τῷ σπέρματι τοῦ ἁγίου ἡ
20ἀρετή ἐστιν, ἥτις μέση τῶν ῥευστῶν πραγμάτων ἐστίν, οὐκ ὄντων αὐτῆς μερῶν τῶν ῥευστῶν πραγμάτων, ἀλλ’ ὅρων αὐτῶν· ἔξω γάρ τις εἰ γίνοιτο ἀρετῆς, ταῦτα αὐτῷ εὐθὺς προαπαντᾷ. Εἰ δὲ καὶ διὰ τὸ ἐπικεῖσθαι πειρασμοὺς τῷ ἐναρέτῳ τοῦτο εἴ̣ρ̣η̣ται, ἐπιστήσ̣εις, μέσου
25αὐτοῦ ὄντος τῶν θλιβόντων καὶ ὑπερνικῶντος. XVI, 1—2. Σάρα δὲ ἡ γυνὴ Ἀβρὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ. Ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτί̣α, ᾗ ὄνομα Ἁγάρ. Εἶπεν δὲ Σάρα πρὸς Ἀβράμ· Ἰδοὺ δὴ συνέκλεισέν με Κύριος τοῦ μὴ τίκτειν· εἴσελθε οὖν πρὸς τὴν παιδίσκην μου, ἵνα
30τεκνοποιήσω ἐξ αὐτῆς. Ὑπήκουσεν δὲ Ἀβρὰμ τῆς φωνῆς
30Σάρας. Ἀνήγαγεν τα̣ύτας ἀπόστολος εἰς τὰς δύο διαθήκας

235

ἀλληγορίας νόμῳ· ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ ῥητὸν γεγένηται,
καὶ αὐτὸ ἄξ̣ιον θεωρῆσαι. Οἱ ἅγιοι οὕτως συνεβίουν ὡς μὴ ἡδονὰς θηρᾶν ἀλλὰ τέκνων χάριν. Καὶ γὰρ παράδοσις τοιαύτη περὶ αὐτῶν φέρεται, ὅτι τότε μόνον συνῄεσαν
5ταῖς γυναιξίν, ὅτε καιρὸν εἶχον συλλήμψεως· οὔτε δὲ θηλαζούσῃ οὔτε τρεφούσῃ τὸ βρέφος συνῄε̣σ̣αν οὔτε̣ κυοφο‐ ρούσῃ· ἐν οὐδενὶ γὰρ το̣ύ̣των τῶν καιρῶν οἰκείαν ἡγοῦντο τὴν σύνοδον. Βεβαιοῖ δὲ καὶ ὁ Ἰακὼβ τὴν παράδοσιν· ἐν γὰρ πολλῷ χρόνῳ δοκιμάσας ὅτι οὐκ ἐπεδέχετο ἡ Ῥαχὴλ
10τεκνῶσαι, οὐκέτι προσῄει αὐτῇ· ἐκείνης δ’ οἰομένης ὅτι, ἐὰν προσέλθῃ αὐτῇ, τεκνοῖ, ἔλεγεν· «Ἢ δός μοι τέκνα, εἰ δὲ μὴ, ἀπόκτεινόν με σύ». Μὴ γὰρ οὐκ ᾔδει ὅτι οὐκ ἦν πλάστης ὁ Ἰακώβ, ἀλλὰ σύνοδον ἀπῄτει ὡς τοῦ ἁγίου παυσαμένου διὰ τὴν εἰρημένην αἰτίαν, ἵνα μὴ ματαιουργῇ.
15Ὃς δὲ πρὸς αὐτήν· «Μὴ ἀντὶ Θεοῦ σοι ἐγώ εἰμι, ὃς
15ἐστέρησέ 〈σε〉 καρπὸν κοιλίας;» Καὶ ἡ Σάρα οὖν, σοφὴ καὶ ἁγία οὖσα, πολλῷ χρόνῳ εἰδυῖα ὅτι συνευναζομένη οὐκ ἔλαβεν κατὰ γαστρός, ἀπέσχετο τῆς πρὸς αὐ̣τὸν κοινωνίας καί, ἐπειδὴ ἐγίγνωσκεν ἀκόλουθον εἶναι ἔχειν ἐκεῖνον τέκνα, τὴν παιδίσκην
20ἑαυτῆς ἔδωκεν αὐτῷ εἰς γυναῖκα παλλακίδα. Σωφροσύνη ἅμα καὶ ἀφθονία τῆς Σάρας καὶ τοῦ Ἀβρὰμ 〈δείκνυται〉 ἀπάθεια το〈ῦ〉 πρὸς τῆς γυναικὸς καὶ οὐκ ἀπὸ ἰδίας ὁρμῆς ἑλομένου τοῦτο ἀλλ’ εἴκοντος διὰ τέκνων γένεσιν.
24-25Χρήσιμον μὲν οὖν καὶ τὸ ῥητόν, καθὰ διεξεληλύθαμεν.
26Ὁ δὲ τῆς ἀναγωγῆς λόγος οὕτως ἂν ἐξομαλισθείη, ὡς τύπῳ ὁ μακάριος Παῦλος εἰς τὰς δύο διαθήκας ἀνήγαγεν τὰς δύο γυναῖκας· τούτῳ καὶ Φίλων χρώμενος ἐν ἑτέροις πράγμασιν ἀνήγαγεν τὴν μὲν Σάραν εἰς τὴν τελείαν
30ἀρετὴν καὶ φιλοσοφίαν, αὐ̣τὴν οὖσαν γαμετὴν ἐλευθέραν
τε καὶ εὐγενίδα καὶ κ̣ατὰ νόμους σύνοικον· συνοικεῖ δὲ ἡ

236

ἀρετὴ τῷ σοφῷ κατὰ νόμους, ἵνα θεῖα γεννήματα ἐξ αὐτῆς ἀπογεννήσῃ· «Ἡ σοφία» γὰρ «τίκτει ἀνδρὶ φρόνησιν», καὶ πρὸς τὸν εὐλαβῆ καὶ ὅσιον λέγεται· »Ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ***, οἱ υἱοί σου ὡς
5νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου. Οὕτως εὐλογη‐
5θήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον». Εἰς μὲν οὖν τὴν τελείαν ἀρετὴν καὶ πνευματικὴν ἡ Σάρα ἀνάγεται, ἡ δὲ Ἁγὰρ ἡ παιδίσκη ἡ Αἰγυπτία παρὰ μὲν Φίλωνος τὰ προγυμνάσματα σημαίνειν εἴρηται, παρὰ δὲ Παύλῳ τὴν σκιάν. Ἀδύνατον γάρ τι τῶν πνευματικῶν
10ἢ ὑψηλῶν νοημάτων χωρὶς τῆς κατὰ τ̣ὸ̣ γ̣ρ̣ά̣μ̣μα σκιᾶς ἢ τῶν εἰσαγωγικῶν προπαιδεύσεω̣ς̣ κ̣α̣τ̣αλαβεῖν· δεῖ γὰρ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων πρότερον τεκ̣ν̣ο̣ῦ̣ν̣. Κατὰ γοῦν τὴν σκιὰν ἐβουθύτουν, πάσχα ἐπετέλουν αἰσ̣θ̣η̣τ̣ῶς καὶ περιετέμνοντο σωματικῶς, διὰ τούτων χειραγωγούμενοι
15ἐπὶ τὸ θύειν «τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως», ὅπερ ἐστὶν
15τῆς ἐλευθέρας ἴδιον. Ἐπεὶ οὖν σπουδὴ τῷ σοφῷ τάξει χωρεῖν ἐπὶ τὰ μείζονα, ὑποβάλλει ἡ ἀρετὴ σκοπῷ θείῳ τοῖς εἰσαγωγικοῖς πρότερον χρῆσθαι καὶ ἐξ αὐτῶν τεκνοποιεῖν. Ἐπεὶ γὰρ ἄρτι προσιὼν τῇ ἀρετῇ τελειότητος ἐφάψασθαι οὐχ οἷός τέ ἐστιν ὥστε καὶ ἐξ αὐτῆς τεκνῶσαι,
20ὑποτίθεται αὐτῷ πρότερον ἐγγυμνάσασθαι τοῖς προπαι‐
δεύμασιν, ἵν’ οὕτω καὶ αὐτὴν τελείως χωρῇ, εἰ δυνηθῇ. XVI, 3—4. Καὶ λαβοῦσα Σάρα ἡ γυνὴ Ἀβρὰμ Ἁγὰρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν ἑαυτῆς παιδίσκην μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι μετὰ Ἀβρὰμ ἐν γῇ Χαναὰν καὶ ἔδωκεν αὐτὴν
25Ἀβρὰμ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα, καὶ εἰσῆλθεν πρὸς
25Ἁγάρ, καὶ συνέλαβεν. Καθὰ προείρηται, σωφροσύνης δεῖγμα ἀκριβέστατον ἐκφέρει ἡ Σάρα ἀφθόνως προσενεχθεῖσα πρὸς 〈Ἀβρὰμ〉 τὴν ἑαυτῆς παιδίσκην συνεωρακυῖα ὅτι μετὰ δέκα ἔτη οὐ συνείληφεν, καὶ τοῦ σοφοῦ δὲ τὸ ἀπαθὲς ὅτι σκοπῷ
29παιδοποιεῖ ὡς εἴκει τῇ γαμετῇ.
30Τὰ δὲ τῆς ἀναγωγῆς ἤδη προείρηται, ὅτι κατὰ τὸν

237

σκοπὸν τῆς ἀρετῆς ἐστιν [τὸ] ὑποβάλλειν πρότερον τοῖς εἰσαγωγικοῖς κεχρῆσθαι, ἵν’ [ἐξ] αὐτῶν πρότερον τεκνο‐ ποιήσῃ· οὐδὲν δ’ ἧττον καὶ τὰ ἐκ τῆς προπαιδεύσεως τέκνα τῆς ἀρετῆς εἰσιν διὰ τὸ σκοπῷ τῷ πρὸς αὐτὴν
5αὐτὰ πεποιηκέναι. Χρησάμενος οὖν τούτοις θᾶττον τὴν σύλλημψιν εἰργάσατο· ἑτοιμοτάτη γὰρ τῷ σοφῷ ἡ προκοπή. XVI, 4. Καὶ εἶδεν ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον αὐτῆς. *** ὁ σκοπός, ὡς προείρηται, προγυμνασθῆναι τὸν
9σοφὸν ἐν τῇ προπαιδεύσει καὶ τῇ σκιᾷ, ἵνα ἐν τούτοις
10γυμνασθεὶς χωρήσῃ ἐπὶ τὰ μείζονα· ὡς γὰρ πρέπουσα τάξις ἡ τ̣ο̣ι̣α̣ύ̣τ̣η̣, οὕτως οὐκ ἀκολούθως ἡ μετὰ τὴν τῶν
τελείων γνῶσι̣ν̣ ε̣ἰ̣ς̣ τ̣ὰ̣ μικρὰ ὑποστροφή. Ἀμέλει γοῦν ὁ ἀπόστολος Γαλάταις, γ̣ρ̣άφ̣ε̣ι̣ θέλουσιν μετὰ τὸ εὐαγγέλιον τῇ σκιᾷ τοῦ νόμου συζῆν. Οὐ̣ γὰρ Ἰουδαῖοι, οἱ σύντροφον
15ἔχοντες τὴν σκιάν, Γαλᾶται δέ, μετὰ τὸ πιστεῦσαι τῷ εὐαγγελίῳ ἤθελον ἰουδαΐζειν ἀπατηθέντες ὑπὸ Ἐβίωνός τινος ἰουδαΐζειν μετὰ τοῦ χριστιανίζειν θέλοντος καὶ τοὺς ἄλλους οὕτω πείθοντος, ὡς τὴν τοῦ ὀνόματος τούτου ἐπωνυμίαν πρὸς τῶν ἀποστόλων ἔσχεν διὰ τὸ δηλοῦσθαι
19ὑπ’ αὐτοῦ τὴν πτωχείαν· πτωχὸς γὰρ ἑρμηνεύεται Ἐβίων,
20διὰ τὸ σαθρὸν ἑαυτοῦ καὶ πτωχὸν τῆς διανοίας Ἐβίων καλούμενος· ὅτι δὲ Ἕλληνες ἦσαν Γαλᾶται, γράφει Παῦλος· «Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύετε τοῖς φύσει μὴ οὖσι̣ν̣ θ̣ε̣οῖς, νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑ̣πὸ τοῦ Θεοῦ». Αἰτιᾶται οὖν αὐτούς,
25ὡς προεῖπον· δεῖ γὰρ ἀποδοῦναι τὴν ὑπόσχεσιν γραφῶν· »Ἐναρξάμενοι πνεύματος νῦν σαρκὶ ἐπιτελεῖσθε»· ἅπαξ γὰρ ἀρχὴν θείαν καταβεβλημένοι οὐ προσηκόντως τοὺς
27τύπους ἐζήτουν, ἀκαίρως γοῦν ἐπιζητοῦντες. Δεῖ γὰρ νοῆσαι τὴν αἰσθητὴν περιτομὴν διὰ τί δέδοται καὶ μέχρι

238

ποίου καιροῦ ὀφείλει πολιτεύεσθαι· ἐὰ̣ν γὰ̣ρ τοῦτο νοήσῃ τις, ἐτέκνωσεν ἐκ τῆς παλλακίδος καὶ μ̣ε̣τὰ τοῦτο δύναται νοῆσαι τὴν ἐν καρδίᾳ περιτομὴν π̣ν̣ε̣ύ̣μ̣α̣τ̣ι̣ γινομένην. Καὶ οὗτος ὁ ἅγιος καθ’ ὑφήγησιν τῆς ἀρετῆς εἰ̣σ̣ῆ̣λθεν πρὸς
5ἣν ἐνεχείρισεν αὐτῷ θεραπαινίδα, ὡς ἀποδεδώκαμεν, ἣ καὶ συνέλαβεν, πρὸς ἣν οὐκ εἶτα μένε̣ι̣ν προσ̣ή̣κει ὑπερβαί‐ νοντα τὸ χρειῶδες. Πολλοὶ γὰρ ἕνεκα τῆς τελείας πα̣ι̣δ̣εύσεως
χρησάμενοι προγυμνάσμασιν αὐτοῖς ἐναπομ̣ε̣ί̣ναντες δου‐ λοπρεπῆ γεννῶσιν καὶ τρόπον τινὰ ἀτιμάζουσιν τὴν
10ἀρετήν. Ταῦτα δὲ οὐ δεῖ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀβρὰ̣μ ἀναφέρειν ἀλλ’ εἰς τὸν τρόπον τὸν τοιοῦτον καὶ̣ τ̣οὺς̣ τ̣ούτῳ̣ τῷ εἴ̣δει χρωμένους. Εἰ δ’ ὅτι ἔφαμεν τὴν ἀρετὴν ... ..ειν τὴν ὑποτιθεμένην τὰ τῆς εἰσαγωγῆς, λέγοι τις ὅτι τρόπον τινὰ αὐτῆς ἐστι τὰ γεννήματα καὶ πρώτῃ
15τῇ ἀρετῇ σ̣υ̣νοικεῖ ὁ τοιοῦτος, —κατὰ γὰρ τὰς αὐτῆς ὑποθήκας ἐνεργεῖτ̣α̣ι̣ ὁ ὑποκείμενος αὐτῇ, —λεκτέον οὖν ὅτι τῶν ἐν χρόνῳ γινο̣μέ̣ν̣ω̣ν τὰ μὲν πρότερά τινός ἐστιν, τὰ
17δ’ ὕστερα, ἐσθότε δὲ σ̣ύ̣γ̣χ̣ρ̣ο̣ν̣α̣, ἀλλὰ τῶν ἅμα ὑπαρχόντων τὸ 〈μὲν〉 προυπάρχειν, τὸ δ’ ἕπ̣ε̣σ̣θ̣α̣ι̣ ἐ̣π̣ινοίᾳ λαμβάνομεν ὡς ἐπὶ τῶν φύσει αἰτιῶν· ἡ ἀρετὴ γ̣ο̣ῦ̣ν̣ α̣ἰ̣τ̣ί̣α̣ ἐστὶν
20πάντων τῶν δι’ αὐτὴν γινομένων· διόπερ, κἂν χ̣ρ̣ό̣ν̣ῳ̣ τ̣α̣ῦ̣τ̣α προήγηται, ἀλλ’ αὐτή γε τῇ φύσει προτέρα ἐστὶν ὡς̣ γ̣ά̣μ̣ο̣ς̣ ὑ̣π̣ά̣ρ̣χ̣ει πρότερον ἢ παιδοποιΐα· διὰ γὰρ ταῦτα
22ὁ γάμος̣ ... ... ... . τ̣ῆς ἀρετῆς. Καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων δὲ ἐπιστημῶν τὸ αυ̣.... τι̣ ... ... . Ἀτιμάζει οὖν τὴν ἀρετὴν ὁ ἕτερα προκ̣ρ̣ίν̣ων αὐτῆς̣· εἰ
25γάρ τις αὐτὴν αἱροῖτο μὴ δι’ αὐτὴν ἀλλ’ ἄλλου χάριν ο̣ἷ̣ο̣ν̣ ἐπαίνου ἢ δόξης, τρόπον τινὰ ἀτιμάζει τὸ ἀγαθόν,
26αὐτὸ καθ̣’ ἑ̣α̣υ̣τ̣ὸ ἀτιμίαν οὐ δεχόμενον. Πρόσ〈σ〉χες δὲ ὅτι οὐδὲ εἴρηται ἠτίμασ̣ε̣ν̣ αὐτὴν

239

Ἀβράμ, —οὐδὲ γὰρ ἁρμόνιον ἐπ’ αὐτοῦ τοῦτο—· ἀλλ’ ἐπεὶ τ̣ο̣ῦ̣το ἐνδέχεται παρά τινων γενέσθαι ἀσφαλι‐ ζόμενον τὸ λόγιον̣ ἐπεσημήνατο αἰνιττόμενον ὅτι οὐ πρέπει
3τὴν ἀρετὴν ἀτιμάζοντα καταμένε̣ι̣ν̣ ἐν τοῖς πρὸ αὐτῆς ***

240

XVI, 5. Εἶπεν δὲ Σάρα· Ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ· ἐγὼ ἔδωκα τὴν παιδίσκην̣ μ̣ο̣υ̣ εἰς τὸν κόλπον σου· ἰδοῦσα δὲ ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει ἠτιμάσθην ἐνα̣ντίον αὐτῆς· κρίναι ὁ Θεὸς
3ἀνάμεσον ἐμοῦ καὶ σοῦ. Τὸ «ἐκ σοῦ» διττόν, ἤτοι ‘ἀπὸ σοῦ‘ ἢ ‘ἀφ’ οὗ‘,
5ἵν’ ᾖ ἐπὶ μὲν τοῦ ‘ἀπὸ σοῦ‘ οὕ̣τ̣ω̣ς̣· ὅταν τις τῆς ἀρετῆς χάριν καὶ τῆς τελείας σοφίας προπαιδεύμ̣α̣σιν ἐθέλων χρῆσθαι καταμένῃ ἐν τούτοις τρόπον τινὰ ἀδικ̣ε̣ῖ̣ τὴν ἀρετὴν οὐκ εἰς τὸ δέον τοῖς πρὸ αὐτῆς κεχρημένος, καὶ τὸ ‘ἀ̣φ’ οὗ‘
8δὲ τὴν αὐτὴν δέξεται διάνοιαν, μόνης διαφορᾶς τῆς προει‐ ρημένης τυγχανούσης, ὅ〈τι〉 καὶ τῷ ὄντι ἀτιμάζει τὴν
10ἀρετὴν ὁ τεκνῶσαι ἐκ τῆς εἰσαγωγῆς μόνης σπεύδων καὶ τοῦτο τέλος τιθέμενος. Πρόσ〈σ〉χες δὲ καὶ τῷ «ἐναντίον αὐτῆς»· οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠτιμάσθη ἡ ἀρετὴ ἀλλ’ «ἐναντίον αὐτῆς»· ὅτε γάρ τις τοῖς προπαιδεύμασιν κεχρημένος διὰ τὴν τελείαν σοφίαν ἔξω τῆς χρείας γίνεται, ἀτιμάζει ἐν
15αὑτῷ τὴν ἀρετήν. Τὸ δὲ «κρίναι ὁ Θεὸς ἀνάμεσον ἐμοῦ
15καὶ σοῦ» εἴποι μὲν ἄν τις κατὰ τὸ ῥητὸν ὡς ἀπὸ ἀνθρω‐ πίνου τινὸς κινήματος ἐγγεγενημένου ἐν αὐτῇ εἰρῆσθαι, πρὸς δὲ διάνοιαν ἑπομ̣έ̣νως τοῖς φθάσασιν λεχθείη πρὸς
τὸν καταμείναντα τῷ εἰσαγωγ̣ι̣κ̣ῷ χαρακτῆρι, ὅτι οὐ

241

παρ’ ἐμὲ οὐκ ἐτέκνωσας τὰ τέλεια ἀ̣λλὰ παρὰ̣ τὸ ἔτι ἐν
1ἐκείνοις παραμένειν. XVI, 6. Εἶπεν δὲ Ἀβρὰμ πρὸς 〈Σ〉άραν· Ἰδοὺ ἡ παιδίσκη σου ἐν ταῖς χερσίν σου· χρῶ αὐτῇ ὡς ἄν σοι
3ἀρεστὸν ᾖ. Ἀπάθειαν μὲν ὡς πρὸς τὸ ῥητὸν εἰσάγει ὁ λόγος τοῦ
5πατριάρχου καὶ παρὰ τῆς γυναικὸς τὴν παιδίσκην δεξα‐ μένου οὐχ ἡδονὴν θη̣ρῶντος καὶ νῦν εἴκοντος αὐτῇ καὶ ἀφισταμένου ὅτε καὶ βούλεται· πρὸς δὲ ἀναγωγὴν ὁ σπουδαῖος, κἂν τῇ εἰσαγωγῇ καταμένῃ, καὶ μ̣ὴ τέλεον τῆς ἀρετῆς ἀλλοτριωθεὶς δέχεται ἀσμένως τὸν παρὰ
10ταύτης ἔλεγχον καὶ θᾶττον μεταστὰς ἀπὸ τῶν μικρῶν
10ὥσπερ ὑποτάττων ἑαυτὸν αὐτῇ κατὰ τὰς ἐκείνης ὑφηγή‐ σεις χρῆται τοῖς προγυμνάσμασιν ἐκείνῃ τὸ κῦρος ἀνάπτων. Ἅτε γ̣ὰρ πρὸς τὸν τῆς ἀρετῆς σκοπὸν ἅπαντα καὶ λέγειν καὶ πράττειν καὶ διανοεῖσθαι προθυμούμενος τὰς παρ’ ἐκείνης διορθώσεις ἑτοιμότατα δέχεται.
15XVI, 6. Καὶ ἐκάκωσεν αὐτὴν Σάρα καὶ ἀπέδρα ἀπὸ
15προσώπου αὐτῆς. Κάκωσις τῆς παιδίσκης, ἣν ἀνήγομεν εἰς τὰ προ‐ γυμνάσματα, τυγχάνει, ἣ τρόπον τινὰ κατάργησίς ἐστιν αὐτῶν. Τούτων γὰρ ὁ ἐπὶ τ[ὴ]ν̣ τελειότητα ἐπειγόμενος οὐκέτι δέεται. Διά τοι τοῦτο εἰκό̣τως ἀποδιδράσκει· οὐ
20γὰρ ἔτι ὑπομένει τὰ εἰσαγωγικὰ προ[κο]πῆς ἐγγενομένης
20καὶ τελειότητος. XVI, 7—8. Εὗρεν δὲ αὐτὴν ἄγγελος Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν τῇ ὁδῷ Σούρ. Καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· Ἁγὰρ παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; Καὶ εἶπεν·
24Ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω.
25 Ἐκ τούτων ἔστιν καὶ τὴν ἀρετὴν τῆς Ἁγὰρ συνιδεῖν καὶ γνῶναι ὡς οὐκ εὐκαταφρόνητος αὐτή, ἀγγέλου αὐτῇ συνομιλοῦντος καὶ τιθεμένου τὴν περὶ αὐτῆ̣ς̣ κηδεμονίαν

242

οὐκ ἐν παρέργῳ· δῆλον γὰρ ὡς κ̣α̣τ̣ὰ̣ Θεοῦ βούλησιν ... ... ... ... ... ... Οὐκ ἀπεικὸς δὲ ταύτην εἶνα̣ι̣ σπουδαίαν ὡ̣ς̣ α̣ἱ̣ρ̣ε̣θ̣ε̣ῖ̣σ̣α̣ν̣ ὑπὸ Σάρα̣ς̣ τῆς ἁγίας εἰς σ̣υ̣ν̣ο̣ί̣κησιν Ἀβράμ. Καὶ τὸ εὔγνωμον δὲ̣ αὐ̣τ̣ῆ̣ς̣ παρίσταται
5ἐκ τοῦ λέγειν «ἀπὸ προσώπου Σά̣ρ̣α̣ς τῆς̣ κ̣υρίας μου
5ἐγὼ ἀποδιδράσκω» οὐδὲν φαῦλον περὶ αὐ̣τ̣ῆ̣ς̣ ... ... ... . απ... .θεν..ς̣ ἀποδιδράσκων ποιεῖν καὶ τὰ ... ... .. τατ... ... . ἐ̣ν τοῖς προειρημένοις ἐτίθετο εἶναι ἡ Σάρα ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ πνευματικὴ τ̣ῶ̣ν γραφῶν νόησις, ἡ δὲ Ἁγὰρ ἡ εἰσαγ̣ω̣γικὴ καὶ σκιώδης. Ὁ προσερχόμενος τοίνυν
10τῇ θείᾳ παιδεύσε̣ι̣ οὕτως αὐτῇ προσέχ̣εσθαι ὀφείλει ὡς νοῆσαι αὐτὴ̣ν κατὰ γράμμα καὶ πνεῦμα ὁδῷ καὶ τάξει
11χωροῦντα. Δεῖ οὖν τεκνῷ Σάρας τῆς εἰσαγωγῆς, ἵν’ οὕτως ἐπὶ τὰ τελειότερα φθάσῃ καθὰ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται περὶ ὧν εἴρηται «ὅτι πρῶτοι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ»,
15ἅπερ δέδονται μέχρι καιροῦ διορθώσεως. Οὐδεὶ̣ς̣ γ̣ὰ̣ρ̣ καταμένων ἐν τῷ γράμματι ἢ τῇ εἰσαγωγῇ αὐτῆς σοφίας
16ἀντιποιούμενός ἐ̣σ̣τ̣ι̣ν̣. Οὗτος οὖν ὁ τῆς σοφίας ἐραστὴς εἰ τοῖς εἰσαγωγικοῖς χρώμενος παραμένοι τούτοις, τρόπον τινὰ ἀτιμάζει τὴν ἀρετήν· εἰ δ’ ἀνανήψοι, ἀπω‐ θεῖται μὲν τὴν εἰσαγωγικὴν ἀγωγὴν ὡς ἀποδρᾶναι
20ταύτην· προκοπῆς ἐγγεγενημένης τὰ πρότερα παρέρχεται, ἅπερ ἦν τῆς αἰγυπτίας Ἁγ̣άρ̣· ἀπὸ γὰρ τῶν γηΐνων παραδειγμάτων τὰ τῆς εἰσαγωγῆς βεβαιοῦται. Φεύγει οὖν αὕτη καὶ φεύγουσαν αὐτὴν ἄγγελος εὑρίσκει· οὐ γὰρ ἀφάνης γίνεται ἄγγελος ... ... ... τ̣ο̣ῦ̣τ̣ο γὰρ
25ἡ προσθήκη τοῦ «Κυρίου» σημαίνει. Εἴρηνται ... ... ... π̣ονηροὶ καθὸ λέγεται· «Ἀποστολὴν δι’ ἀγγέλω̣ν̣ π̣ο̣ν̣η‐
26ρ̣ῶ̣ν̣ ... ... ... ἀγγέλους κρινοῦμεν». Ὁ ἄγγελος ο̣ὖ̣ν ε̣ὑρ̣ὼ̣ν̣ αὐ̣τ̣ὴ̣ν φεύγουσαν διὰ τὸ τῆς

243

ἀρετῆς μέγεθος ἐπισ[τρέ]φει· ὁ γὰρ διδασκαλικὸς λόγος καὶ τὰ τῆς εἰσαγωγῆς μαθ[ήμ]ατα ἐπιστρέφει πρὸς τὴν
2ἀρετήν. Εὖ δὲ καὶ τὸ ἐν ἐρήμῳ καὶ ἐπὶ τῆς πηγῆς αὐτὴν λέγειν ηὑρῆσθαι ἐν τῇ ὁδῷ Σού̣ρ, ἥτις ἑρμηνεύεται συνοχή· οὐ
5γὰρ ἔξω τοῦ οἴκου ἐγεγόνει φεύγουσα οὐδὲ τάχει α...να αποστ....ν εκ̣ει... .ως δήπ̣οτε καὶ τῶν εἰσαγωγῶν τῆς ἀρετῆς ἀρξαμεν.. Οὐκ ἔξω οὖν τοῦ περιβόλου γίνεται οτ... ... κα[... ..] τῇ εἰσαγωγῇ καταμένῃ· διὸ καὶ ἐπιστρέφει ὁ διδασκα[λικ]ὸς λόγος τὸν τοιοῦτον ὑποδεικνὺς
10αὐτῷ τὸ εἰ̣κα̣ῖον τῆς παραμονῆς διὰ τοῦ λέγειν· «Πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ;» Πρέπει γὰρ καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὸν σκοπὸν εἰδέναι τὸν ἐνάρετον· ὁ δὲ χρώμενος τῇ εἰσαγωγῇ πολλάκις τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς προφασι‐ ζόμενος καταμένει ἐν αὐτῇ τρόπον τινὰ διαφεύγων τὸν
15τόνον τῆς τελειότητος· τοῦτο γὰρ δηλοῦται διὰ τοῦ »Ἀπὸ προσώπου Σάρα̣ς̣ τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδι‐
16δράσκω». Ἀλλὰ καὶ τοῦ κάλλους τοῦ πνευματικοῦ νόμου ἐνστάν‐
τος φεύγει τὰ σκιώδη, φωτεινῶν θυσιῶν παρ̣ὰ τὰς ὑπὸ τῆς σκιᾶς παραδιδομένων κα̣ὶ εἰσαχθεισῶν· οὕτω καὶ τὸ
20ἐκ μέρους καταργεῖται ἐνστάντος τοῦ τελείου. Ἀπεδί‐ δρασκεν ἀπὸ προσώπου ὁ ἀκούων πρὸς τοῦ Σωτῆρος· Δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν, καὶ λέγων· «Πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν;» τὸ γὰρ θεῖον ἀνθρω‐
23πίνως ἐνόει. Καλὸν δὲ καὶ τὸ εὑρίσκεσθ̣αι̣ ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος·
25γὰρ εἰσαγόμενος περὶ τὰ καθάρσια εὑρίσκεται, ἅπερ σημαίνει τὸ ὕδωρ, καὶ εἰς ἔρημον τῶ̣ν̣ κακῶν ὁ τοιοῦτός ἐστιν κακίας ἀπηλλαγμένος καὶ ἐχ̣ό̣μενος ἀρετῆς.

244

XVI, 9. Εἶπεν δὲ αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· Ἀποστρά‐ φητι πρὸς τὴν [κυ]ρίαν σου καὶ ταπεινώθητι ὑπὸ τὰς χεῖρας
2αὐτῆς. Τὸ μὲν ῥητὸν οὐκ ἀσαφές· δείκνυται δὲ ἐκ τῆς ἀλληγο‐ ρίας ὅτι, κἂν ὑπό τινος εἰκαίας πράξεως ἄγῃ ἕκαστος, ἧς
5οἰήθῃ εἶναι τῶν τὴν σκιὰν τοῦ νόμου περιεπόντων, καὶ ὥσπερ ἀποφεύγῃ τὴν πνευματικὴν θεωρίαν, ὑποστρέφει τὸν τοιοῦτον
7ὁ διδασκαλικὸς λόγος εἰς τὸ προηγούμενον βούλημα το̣[ῦ .... Καὶ γὰρ Κύριος τὰ ἐν τοῖς γράμμασιν τῆς σκιᾶς ἠρέμα ὑπέβαλλε̣[ν] ἀφίστασθαι αὐτῆς διὰ τοῦ
10λέγειν· «Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμ̣ῶ̣ν;» καὶ «Μὴ
φάγομαι κρέας ταύρων καὶ αἷμα τράγων πίομαι; Θῦσ̣ο̣ν̣
11τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου».
12 Μέγα οὖν τὸ ὑπὸ τὰς χεῖρας τῆς πνευματικῆς διδασ‐ καλίας κυρίαςὀνομαζομένης εὑρίσκεσθαι καὶ ταπεινοῦσθαι ὑπ’ αὐτὴν οὐκ οὖσαν ταπεινὴν ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν κυρίαν.
15Καὶ γὰρ οὐ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης. XVI, 10. Καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· Πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ἀπὸ τοῦ
18πλήθους. Οὐκ ἀπιθάνως εὐλογίας ἀξιοῦται καὶ ὁ κατὰ τὴν
20εἰσαγωγὴν ζῶν· ἡ γὰρ τούτου προκοπὴ κατὰ τὸν προσή‐ κοντα σκοπὸν προΐουσα ἥξει ἐπὶ τὸ τέλειον. Παρατήρει δὲ ὅτι ἐπὶ μὲν τῆς ἀρετῆς—ἀπ’ αὐτῆς γὰρ τὸ γνήσιόν ἐστι σπέρμα τοῦ Ἀβραάμ—ἐξαγαγόντος τοῦ Θεοῦ αὐτὸν
23ἔξω καὶ εἰπόντος· «Ἀνάβλεψον δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς ἀστέρας εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς»,
25εἴρηται· «Οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου», ἐπὶ δὲ ταύτης οὐκ ἐλέχθη ὡς ‘κατὰ τοὺς ἀστέρας ἔσται τὸ σπέρμα σου‘ ἀλλὰ μόνον· οὐκ ἀριθμήσεται ἀπὸ τοῦ πλήθους, μήποτε
27ἐκ ταύτης τῆς διαφορᾶς δυνήθῃς ἐπιστῆσαι ὅτι τὰ μὲν τοῦ

245

τελείου γεννήματα φωτεινὰ τυγχάνει, τὰ δὲ τῆς εἰσαγωγῆς
οὐ τοιαῦτα. XVI, 11. Καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· Ἰδοὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξεις υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ
5Ἰσμαὴλ ὅτι ἐπήκουσεν Κύριος τῇ ταπεινώσει σου. Μέγα τι κατ̣’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἡ τεκνογονία ἐνο‐ μίζετο ... ...μεν κα... ... ... .ν ἀν̣θρώπων, τοῦτο δὲ καὶ μήπ̣ω̣ τῆς παρθενείας καὶ τῆς περὶ ἀρετῆς διδα‐ σκαλίας ἰσχυούσης ἐν ἀνθρώποις· δι̣όπ̣ερ καὶ εὐχὰς ἐπὶ
10τούτου ἐποιοῦντο καὶ ἐν εὐλογίας μέρει τὰ τοιαῦτα ἐλογί‐
10ζοντο. Καὶ ταῦτα μὲν ἕνεκα τῆς ἐμφάσεως τοῦ ῥητοῦ ἐλέχθη· τὰ δὲ πρὸς διάνοιαν εἴη ἂν τοιαῦτα. ‘Ὁ ἤδη ἐναρχόμενος τῆς κατὰ Θεὸν παιδεύσεως καὶ ἐν τοῖς εἰσαγωγικοῖς ὑ̣πάρχων καθάπερ κυοφορῶν τὰ εἰς τοῦτο ορωντα.υ... ...αμφιλος τις ὑπάρχων εἰ ὅλως απ... ...
15... ... ... ...σει ὅμως ἐπαγγελία τοῦ διδασκαλικοῦ λόγου γίνεται οὕτ̣ω ὅτι τέξεται· ἀγχινοίᾳ γὰρ πολλάκις οἱ διδάσκοντες τὰς ἐπιβολὰς τῶν μαθητευομένων ἴσασιν καὶ τὰς εὐφυΐ̣α̣ς αὐτῶν οὐκ ἀγνοοῦσιν. Ὅτι δὲ τὸ γαστρὸς ἄδηλ̣ό̣ν̣ ἐστιν, ἔστιν ἀπὸ εὐαγγελικοῦ μαθεῖν, λέγοντος
20τοῦ Σωτῆρος· «Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Καὶ γὰρ τοιαῦται ἕξεις ἀβέβαιοι ἐπιστάντος πειρασμοῦ. Διὰ τοῦτο λόγος τοὺς τοιούτους ἀπογαλακτίζεσθαι βουλόμενός. φησιν· «Οἱ
23ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ 〈γαλακτός, οἱ ἀπεσπασμένοι ἀπὸ〉 μαστοῦ, θλῖψιν ἐπὶ θλίψει προσδέχου ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι»·
25ὡς γὰρ λοιπὸν ἐν βεβαιότητ̣ι̣ ἐ̣ν̣στάντες θλῖψιν ἐπὶ θλίψει προσδέχονται. Ἀτελεῖς δὲ εἰσὶν π̣ερὶ ὧν λέγει Παῦλος· »Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα οὐ βρῶμα· οὔπω γὰρ 〈ἐ〉δύνασθε,
27ἀλλ’ οὐδὲ ἔτι νῦν δύνασθε̣». Κατεπαγ̣[γέλ]λεται οὖν αὐτῇ τέξεσθαι υἱὸν λέγων ὅτι »καλέσεις τὸ ὄ[νο]μα αὐτοῦ Ἰσμαήλ».

246

XVI, 12. Οὗτος ἔσται ἄγροικος ἄνθρωπος. Κατὰ πλείονας τρόπους διαστέλλεται ἀπὸ τοῦ σπουδαίου καὶ σοφοῦ καὶ πολιτικοῦ ὁ μὴ τοιοῦτος. Λέγομεν οὖν ὡς πρὸς πολίτην καὶ ἐπιστήμονα ἰδιώτην καὶ ἄγροικον καὶ
5ὡς πρὸς μεμαθηκότα καὶ πεπαιδευμένον ἀμαθῆ καὶ ἀρτιμαθῆ. Ἐπεὶ τοίνυν τὸ γέννημα τῆς ἀρετῆς πολιτεία ἐστὶν νόμιμος, ὁ μὴ πολιτείᾳ κ̣α̣τ̣ὰ̣ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος τὴν ἐπουράνιον βιῶν ἄγροικός ἐσ̣τι̣ν, .α.. ἐ̣λλειπόμενος ἐκείνης τῆς καταστάσεως ἀγρὸν οἰκεῖ̣ οὔπω
9πόλιν.
9Εὖ δὲ καὶ τὸ μὴ μόνον ἄγροικον ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπον
10αὐτὸν εἰπεῖν· οὔπω γὰρ μετουσία Θεοῦ λόγου γίνεται τῷ νῦν ἀρχομένῳ ἀλλὰ μετὰ τὸ προκόψαι, —ἐκείνους γὰρ θεοὺς εἶπεν, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, —καὶ οὕτως ἔσται πολίτης τῆς ἐπουρανίου πόλεως· περὶ γὰρ
13τῶν τοιούτων λέγεται πρὸς τοῦ σοφοῦ Παύλου πρὸς Ἑβ̣ρ̣α̣ί̣ο̣υ̣ς̣ τ̣α̣ῦ̣τα· Σιὼν ὄρει καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος
15Ἰερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, ἐν ταύτῃ ἐγγραφησόμενοι. Λέγει γοῦν ὁ Σωτήρ· «Μὴ χαίρετε ὅτι τὰ δαιμ̣ό̣ν̣ι̣α ὑμῖν ὑποτάσ‐
σεται ἀλλ’ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγγέγραπται ἐν τοῖς
17οὐρανοῖς». Καὶ οὐδήπου δεῖ οὕτω λογίζεσθαι ὅτι τὰ ἐκ συλλαβῶν ὀνόματα ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐγγράφονται ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀρετὴν ὀνόματα· ταῦτα τοῖς οὐρανοῖς ἀείμνη‐
20στον ἔχει τὴν γραφήν. Καὶ οὗτοι μὲν ἐν οὐρανοῖς ἐγγρά‐ φονται, οἱ δὲ ἐναντίως διακείμενοι γήϊ̣να φρονοῦντες ἐπεκαλέσαντο τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐπὶ τῶν γη̣ΐνων αὐτῶν,
22εἰκότως τοῦ Ἰερεμίου περὶ αὐτῶν λέγοντος· «Ἀφε‐ στηκότες ἐπὶ τῆς γῆς γραφήσονται». XVI, 12—14. Αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ πάντας καὶ αἱ χεῖρες
25πάντων ἐπ’ αὐτόν, καὶ κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν

247

αὐτοῦ κατοικήσει. Καὶ ἐκάλεσεν Ἁγὰρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν· Σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπεν· Καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι. Ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσεν τὸ φρέαρ Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον ἀνὰ μέσον Καδὴς καὶ
4ἀνὰ μέσον Βάραδ.
5 Ἐν τοῖς προαναγνωσθεῖσιν ἄγγελος ἦν Θεοῦ ὁ πρὸς αὐτὴν λαλ̣ῶ̣ν̣, νῦν δὲ Κύριον καὶ Θεὸν αὐτὸν ὀνομάζει, καὶ ὁ μὴ ἀπαλλάττων αὑτὸν πραγμάτων ἐρεῖ ὅτι ὁ ἄ[γ]γελος οὐκ ἰδίους λόγους διηκόνει ἀλλὰ τοὺς τοῦ Θεοῦ ὡς οἱ πρ[ο]φῆται· τρόπον γάρ τινα καὶ οἱ ἄγγελοι ὅτε διακο‐
10νοῦσιν τὴν ..[...].ι̣ν καὶ προθεσπίζουσιν τὰ ἐσόμ̣ενα ἔργον προφητῶν ... ποιοῦσιν .μ... ... ...ν καὶ τὸ ἄγγελος ὄνομα ἐνερ[γεί]α̣ς κ̣αὶ οὐκ οὐσίας ἐστὶν παραστα‐
12τι̣κ̣ὸν ὡς καὶ τὸ προφ..[
15]τη τῇ προσηγορίᾳ ... ... ... [...] ... ... ... ... ... ... .ων ..ε̣ννου .... ἄγγελος ..[...] ἄγγελοι ... ... ... ... ... ... τὰ Θεοῦ ἐλάλησεν ὁ ἄγγελος [...]...ν ὠνόμασεν διὰ τὸν ἐνοικοῦντα, καθὰ καὶ Ἠσαΐας [προ]‐ φητεύων ποτε μὲν ἀπὸ τοῦ ἰδίου προσώπου ὡς ἔχων τὸ̣
20[πνευματι]κὸν ἐν ἑαυτῷ λαλεῖ, ποτὲ δὲ ὡς τὸ Θεοῦ προφέρων πρό[σω]πον, μὴ προειπὼν δὲ «λέγει Κύριος» ὡς ὅταν λέγῃ· «Ἐγὼ ἐ[ποί]ησα γῆν καὶ ἄνθρωπον ἐπ’ αὐτῆς»,
22ἀπὸ δὲ τοῦ Κυρίου ἀπαγγέλ〈λ〉ει .[..ν φαινε... ... ... γη· «Ἄκουε, οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου, γῆ, [ὅτ]ι Κύριος ἐλάλησεν». Τοῦτό φαμεν ὡς οὐ πάντων τῶ[ν] λόγων
25δι’ αὐτοῦ προφερομένων ἀλλ’ ὡς μετουσίας [χ]αριζομένης καὶ αὐθεντίαν καὶ διὰ τὴν ἐνοίκησιν τοῦ [Θεοῦ] θεῶν ὀνομαζομένων τῶν μετεχόντων. Ἀμέλε[ι γο]ῦν καὶ Μωσεῖ λαλῶν ἄγγελος ἐρρέθη· 〈***〉 γάρ· «Καὶ ἐκάλεσε[ν]

248

α̣ὐτὸν ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπεν· Ἐγὼ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ». Ὡς πρὸς τὸ διακονεῖν οὖν ἀγγέλων εἰσὶν λόγοι, ὡς δὲ πρὸς τὴν δύναμι̣ν Θεοῦ. Καὶ αὕτη μὲν ἡ πρώτη ἀπόδοσι̣ς̣ .... ... ... ἔστιν δὲ
5καὶ ἄλλη εἰσαγωγικῷ το̣ι̣α̣ύτη· ε̣ἰ̣σ̣ὶ̣ θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοὶ ἐν τῷ οὐρανῷ κ̣αὶ ἐπὶ τῆς γῆς, θεοὶ δὲ οὐ τὰ εἴδωλα ἢ δαίμονε̣ς̣ ἀ̣λλ’ ἐ̣κεῖνο̣ι̣ πρ̣ὸ̣ς οὓς γέγονεν ὁ θεοποιή[σα]ς αὐτούς. Ἐὰν̣ πρὸς ἀν[θρώπου]ς̣ γ̣έ̣ν̣η̣ται ὁ τοῦ
8Θεοῦ λόγος, οἱ ἄνθρωποι [θ]ε̣ο̣ποιοῦνται ε... ... ... .. ην ὅτε̣ ὁ Θεοῦ λόγος ο̣ραγ̣[.]... ..εσ̣τ̣ιν. Λέγετα̣ι γοῦν
10θεῶν ... .. κατὰ τὸ «Θεὸς [θ]εῶν Κύριος ἐλάλησεν», δηλονότι τῶν κατὰ μετουσία[ν .]... τῶν π̣οι̣ησάντων ... . Θεοῦ λόγον κατὰ τουτο.ς [...].νομένων. Καὶ ὁ ὀφθεὶς ..α... .. ὁ Κύριος ὠνομάσθη .[..]...ει̣ μὴ κ̣αὶ διὰ τουτ....ει ... ... ... ὁ Θεὸς ἀλλὰ «Σὺ ὁ
15Θεὸ[ς ὁ ἐ]πιδών με» ε.. ε... ... ... ..... .. θεο‐
15ποιουμένων [....] Καὶ ... .. δὲ τὸ εἰλικρινὲ̣ς τῆς ὀπτασίας ἐπήγαγεν· »Καὶ γ[ὰρ ἐ]νώπιον εἶν ὀφθέντα μοι», δῆλον δὲ ὡς οὐ σαρκὸς ὄμμ̣[ασι]ν ἀ̣λλὰ δια̣ν̣οίας καθὸ εἴρηται· «Μακά‐
18ριοι οἱ καθαροὶ τῇ κα[ρδ]ίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· ἐμφανίζεται γὰρ τοῖς μὴ [ἀ]πιστοῦσιν αὐτῷ. Ἀγαθότητ̣ι̣
20γὰρ ὁ̣ Θ̣εὸς ἑαυτὸν εἰς καταν[όη]σιν παρέχει, ἀδυνάτου οὔ̣σ̣η̣ς τῆς γενητῆς φύσεως ἰδεῖν [μὴ] αὐτοῦ ἑαυτὸν ἐπιδιδόντος εἰς θεωρίαν πρὸς τὴν ἑκάστο[υ τ]ῆς πίστεως ἀναλογίαν. Φρέαρ τ. δὲ καὶ τὸ συγγραφικὸν π[νεῦμα] .... λέγειν· «Ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσεν τὸ φρέαρ Φρέαρ
25οὗ ἐ[νώ]πιον εἶδον»· φρέαρ γὰρ αν... ... ἐστιν ἡ τῶν πρεπόντω[ν] κατανόησις· τὸ γὰρ ὄνομα ... ... τ̣ῶν
26πολλάκις ἐπὶ νοητῶ̣[ν λαμ]βάνεται· «Πίνε ὕδατα ἀπὸ σῶν

249

ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς». Ἡ μὲν ἀρχὴν τοῦ ... . του.. να... ... ... ... ... ... ..α τ̣ὴν ἀρχὴν γινομ... . θεωρήματ̣α̣ ῥαίνοντα τὰ φρέατά ἐστιν τῆς πηγῆς, ἥτις ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθὴ κατάληψις, τῶν φρεάτων
4ὄντων τῶν θείων λόγων.
5 Εὖ δὲ καὶ τὸ «ἀνὰ μέσον Καδὴς καὶ ἀνὰ μέσον Βάραδ» τεθεᾶσθα̣ι̣ τὴν ὀπτασίαν τ̣ο̣ῦ̣ 〈δι〉δασκαλικοῦ λ̣ό̣γ̣ο̣υ̣· ἑρμηνεύεται μὲν γὰρ Καδὴςἁγία, Βάραδ δὲ ἀστραπή. Ἐμμ[έσ]ῳ οὖν τούτων τοῦ τε ἁγίου, οὗπερ μ̣ὴ̣ν ὑπάρχει θ... ... ...[..], καὶ ἐμμέσῳ ἀστραπῆς, φωτεινῆς κατα‐
9στάσεως, ἡ παίδευσι[ς] ἡ̣ θεία γίνεται· «Ἔφαναν γὰρ αἱ
10ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ». XVI, 15—16. Καὶ ἔτεκεν Ἁγὰρ τῷ Ἀβρὰμ υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν Ἀβρὰμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ὃν ἔτεκεν Ἁγὰρ Ἰσμαήλ. Ἀβρὰμ δὲ ἦν ὀγδοήκοντα ἓξ ἐτῶν ἡνίκα ἔτεκεν
13Ἁγὰρ τὸν Ἰσμαὴλ τῷ Ἀβράμ. Πιθανὸν μὲν ἂν λέγοιτο ὅτι πρὸς κατάστασιν σεμνότητος
15καὶ γνησιότητος κεῖται μετὰ παρατηρήσεως τὸ «ἔτεκεν 〈Ἁγὰρ τῷ〉 Ἀβρὰμ υἱόν», σαφῆ δὲ πρὸς τὸ ῥητὸν τὰ ἑξῆς· ἴδωμεν δὲ καὶ τὰ πρὸς ἀναγωγήν. Ὁ προκόπτων ὅτε πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ διδασκάλου τίκτει, οὐκ εὐκα‐ ταφρόνητόν ἐστι τὸ τικτόμενον. Τὸ κατάλληλον οὖν παρί‐
19σ〈τα〉ται τὸ λόγιον τοῦ γεννήματος πρὸς τὸν ὀρθῶς
20παιδεύοντα καὶ σπείροντα τὸ ὠφελοῦν ... εἶπ̣εν «ἔτεκεν Ἁγὰρ τῷ Ἀβράμ». Ὅτι δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει .... παρέσχον τῆς γραφῆς λεγούσης, ἐπιφέρεται· «Καὶ ἐκάλεσεν Ἀβρὰμ τὸ ὄνομα 〈τοῦ υἱοῦ〉 αὐτοῦ», καὶ
23ἐπάγει «ὃν ἔτεκεν αὐτῷ»· εἰ γὰρ μὴ ἔννοιαν, ἣν ἀποδε...α ... εἶχεν το..υτ.., ἠρκεῖτο τῷ «καὶ ἐκάλεσεν Ἀβρὰμ
25τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ», οὐ προσθεὶς τὸ «ὃν ἔτεκεν
25αὐτῷ». Καὶ ταῦτα μὲν ἐπ̣ὶ̣ τοσοῦτον· ἴδωμεν δὲ καὶ τὸ̣ περὶ τ̣ῶν ἀριθμῶν τῶν ἐτῶν τοῦ πατριάρχου· εἴρηται γάρ· »Ἀβρὰμ δὲ ἦν ὀγδοήκοντα ἓξ ἐτῶν ἡνίκα ἔτεκε̣ν̣ Ἁγὰρ
28τὸν Ἰσ̣μαὴλ τῷ Ἀβράμ». Ἀμφότεροι τοίνυν οἱ ἀριθμοὶ

250

........................................................α ......................................................τ̣ω̣ .......................................................... .........................................................
5........................................................ς̣ ......................................................τω ......................................................... XVII, 1. Ἐ̣γ̣έ̣ν̣ε̣τ̣ο̣ δ̣ὲ̣ Ἀ̣β̣ρ̣ὰ̣μ̣ ἐ̣τ̣ῶ̣ν̣ ἐ̣ν̣ε̣ν̣ή̣κ̣ο̣ν̣τ̣α̣ ἐ̣ν̣ν̣έ̣α̣ κ̣α̣ὶ̣ ὤφθη Κύριος τῷ Ἀβρὰμ κ̣α̣ὶ̣ ε̣ἶ̣π̣ε̣ν̣ α̣ὐ̣τῷ· Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός [σου], εὐαρέστει ἐνάντιον ἐμοῦ καὶ γίνου
10ἄμεμπτος. Ὁ ἑκατὸν ἀριθμὸς συντελεῖται ἐκ δέκα τῶν δέκα· οὗτοι δ’ οἱ ... ..τοις κυλιόμενοι ἐλέχθησαν εἶν̣α̣[ι] τετράγωνοι, τὸ δὲ τετρ[άγωνο]ν σχῆ‐ μα βέβαιόν ἐστιν. Ἀμέλει γο[ῦν] ... .επα ... ... .. τῇ ἀγνωσί̣ᾳ̣ .. ... ..ως ἔσται ....................α.................. πρώτην
15............................ε̣σ̣ω α̣ρετη....................... ................................αυτω π................ον ... ........................τ̣ε̣λιότης ἐπὶ το .ς.................... ............................δυ ...εις ε.................λης. ......................................................νχα
20.......................................νω................ ... ..εν τω...........αηλ δ... ... .. πο................κον ... ... .ωρητ.ον· πάλιν οὖν ὤφθη τῷ Ἀβρ̣ὰ̣μ ὁ Θεὸς ... ... ... ... ... ... φ̣ι̣λ̣άνθρωπο̣ς εἰς τὸ ὀφθῆναι καταξιῶν αὐτοῦ εἶναι Θεὸς λέγων «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός σου». Ἔστιν δὲ τῶν ἁγίων Θεὸς ου̣.....ων
25ἀ̣λλὰ̣ καὶ πάντων μὲν οὐρανο̣ῦ̣ καὶ γῆς καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς δημιουρ[γὸς] ὤν, ἐξαιρέτως κατὰ λατρείαν αὐτῶν Θεὸς γινόμενος ου... . [..] εἴρηται· «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου», δηλοῦντος τοῦ λόγου ὅτι ὁ πάντων Θεὸς καὶ ἐμοῦ καὶ ὡς δουλεύοντός σοι Θεὸς τυγχάνεις. Ἀλείφ̣ω̣ν̣ δὲ αὐτ̣ὸν̣
ε̣ἰ̣ς̣ ἀγῶνα καὶ παρασκευὴν ἀνδρείας ἐπάγει τὸ «Εὐαρέστει ἐ̣ναντίον

251

......................................................... το̣....................................................... ......................................................... .........................................................
5......................................................... το....................................................... XVII, 2. Καὶ θ̣ή̣σ̣ο̣μ̣α̣ι̣ τ̣ὴ̣ν̣ δ̣ι̣α̣[θήκην μου ἀνὰ] μ̣έ̣σ̣ο̣ν̣ ἐ̣μ̣ο̣ῦ̣ κ̣α̣ὶ̣ ἀ̣ν̣ὰ̣ μ̣έ̣σ̣ο̣ν̣ σοῦ κα̣ὶ̣ π̣λ̣η̣θ̣υ̣ν̣ῶ̣ σ̣ε̣ [σφόδρα. ] Ὡς...........[... ... ... .]...........................
10................[... ... . ἐνα]ν̣τ̣ί̣ο̣ν̣ ἐμοῦ γίνου ἄμεμπτος ................[... ... ... .]..ς κληρονομίας ...ουτα̣ .ε̣παγ‐ γελ ... ἑαυτὸν πληθύνειν ... .. κατὰ τὸ ῥητὸν ...εσχεν οὐ θαῦμα δὲ τοῦτο. Καὶ γὰρ ἄλλα̣ ἔ̣θ̣ν̣η πολυάνθρωπα γεγόνασιν XVII, 3. Κ̣α̣ὶ̣ ἔ̣π̣ε̣σ̣ε̣ν̣ Ἀ̣β̣ρ̣ὰ̣μ̣ ἐ̣π̣ὶ̣ π̣ρ̣ό̣σ̣ω̣π̣ο̣ν̣
15α̣ὐτοῦ................................................... ......................................................... ......................................................... .ν....................................................... εις̣......................................................
20νον...................................................... ......................................................... οι... ... ..αν.......................................... χαίροντες ἅμα κα̣ὶ̣ καταπληθ̣υ̣νόμενοι ὡς καὶ ὁ πατριάρχης. XVII, 3—6. Καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων· Καὶ ἐγὼ ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου με‐
25τὰ σοῦ καὶ ἔσῃ πατὴρ πλήθους ἐθνῶν. Καὶ οὐ κληθήσεται τὸ ὄ‐ ν̣ο̣μ̣ά̣ σου Ἀβρὰμ ἀλλ’ ἔσται τὸ ὄνομά σου Ἀβραάμ, ὅτι πατέ‐ ρ̣α̣ πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε. Καὶ αὐξανῶ σε σφόδρα σφό‐ δρα. Πάλιν Κύ̣ρ̣ι̣ο̣ς̣ μ̣ε̣τ̣ὰ τὸ πεσεῖν βεβαιοῖ τὴν ἐπαγγελίαν λέγων αὐτῷ
30ὅτι α̣ὐ̣τ̣ὸ̣ς σ̣ὺ̣ν̣ α̣ὐτῷ διαθήσεται διαθήκ̣ην· ἔσῃ δὲ πατὴρ πλήθους