TLG 1386 019 :: HISTORIA ALEXANDRI MAGNI :: Recensio poetica (recensio R) HISTORIA ALEXANDRI MAGNI Narr. Fict., vel Pseudo–Callisthenes Cf. et ANONYMI HISTORICI in FGrH (1139 007) Recensio poetica (recensio R) Citation: (Line) | ||
t1 | ΓΕΝΝΗΣΙΣ, ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ | |
---|---|---|
t2 | ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ ΔΙΑ ΣΤΙΧΟΥ | |
1 | Σοφία τῶν Αἰγυπτίων ἦτον πολλὰ περίσσα, τὸν οὐρανὸν ἀρίθμησαν καὶ τ’ ἄστρα του μετρῆσα. Ἐμέτρησαν καὶ τὸ λοιπὸν τὰ βάθη τῆς θαλάσσου, ἔδειξαν καὶ τὴν τέχνην τους νὰ σώσουν νὰ τὴν πιάσου. | |
5 | Τὴν τέχνην τους ἀφήκασι στὴν γῆν ἐξαπλωμένη, νὰ τὴν ἠξεύρουν ὅλοι τους, νά ’ναι διαρμηνεμένοι. Ἔλεγε γὰρ Ἐκτεναβὸς τὴν Αἴγυπτ’ ἀφεντεύει (αὐτεῖνος ἦτον ὕστερος ὁποὺ τὴν κυριεύει), καὶ ἤξευρε μὲ τὴν μαγειὰ ὅλα νὰ τὰ γρικήση· | |
10 | ἀφέντης δὲν ηὑρίσκετον μ’ αὐτὸν νὰ πολεμήση. Ποτέ του δὲν ἐξέβαινε σὲ πόλεμον, 〈’σ〉 στρατεία, μὰ κάθετον στὸ σπίτι του κ’ ἔκανε τὴν μαντεία. Ἀνθρώπους ἐργαζέτονε κέρινους γιὰ νὰ κάνη, ἔπειτα τοὺς ἀπόθιζε μέσα εἰς τὴν λεκάνη· | |
15 | καὶ ἄρχιζε μὲ τὴν σπουδὴν τοὺς δαίμονας νὰ κράζη, καὶ τὸ κερὶ ἔκανε λαλιὰ στὰ θέλει νὰ ’ρδινιάζη. Καράβια, κάτεργα μικρά, μὲ τὸ κερὶ ὅλα κάνει, κι ἀπέκει τὰ ἀπόθιζε μέσα εἰς τὴν λεκάνη. Ὕστερα ἔπιανε ῥαβδὶ κ’ ἐκτύπα κ’ ἐχαλοῦσαν, | |
20 | καὶ τῶν ἐχθρῶν τὰ κάτεργα ὅλα τους ἐβουλοῦσαν. Καὶ ἦλθεν ἕνας στρατηγὸς ς’ αὐτὸν τὸν βασιλέα, λέγει του· «Μὴν ἀκαρτερῆς ὅτι ἔχομε μαλέα. Ἄφες τοὺς περιδιαβασμούς, γρίκα γιὰ τὸ φουσάτο, νὰ μὴ μᾶς βάλουν ἐδεπὰ ὅλους ἀπάνω κάτω· | |
25 | καὶ κατεβαίνουν εἰς ἐμᾶς Μῆδοι καὶ Ξηδαρκίτες, πολλοὶ ἐξ αὔτους βρίσκονται πού ’ναι ’κ τοὺς Ἀραβίτες· Βηθαϊσδά, οἱ Κάχονες, οἱ ἅπαντες Ἀχαῖοι, καὶ ἔρχουνται ἀπάνου μας αὐτεῖν’ οἱ Χαναναῖοι.» | |
Γρικώντας ὁ Ἐκτεναβὸς ἐγέλασε κ’ ἐχάρη, | 103 | |
30 | καὶ εἶπε τοῦ στρατιώτη του· «Καὶ τίς ἐμὲ νὰ πάρη; Καὶ χίλια πρόβατα λοιπὸν ὁ λύκος νὰ ξαφνίση, δύνεται μὲ τὰ δόντια του ὅλα νὰ τὰ ξεσκίση.» Καὶ εἶπε του· «Πρὸς τὸ παρὸν ὕπαγε, ἀναπάψου, καὶ μ’ ἕνα λόγον τὸ λοιπὸν ὅλοι τους γιὰ νὰ πάψου.» | |
35 | Ἐγρίκησε ὁ βασιλεὺς ὅτι ἔρχεται στρατεία, ἐσέβη στὸ παλάτι του κ’ ἔκανε τὴν μαντεία· κ’ ἐγρίκησε ὀκ τὴν μαντειὰ χάνει τὴν βασιλειά του· ἐβγῆκε ’κ τὸ παλάτι του κ’ ἔκοψε τὰ μαλλιά του, τὰ γένια του ἐξούρισε, τὴν φορεσά τ’ ἀλλάζει, | |
40 | καὶ βάνει κ’ εἰς τὸν κόρφον του στάμενα νὰ ξοδιάζη. Ἔφυγεν ὀκ τὴν Αἴγυπτον κ’ ὑπάγει ς’ ἄλλη χώρα, καὶ περπατεῖ ὁ ἐλενὸς ὅπου τὸν εὕρ’ ἡ ὥρα. Λοιπὸν τὸ τέλος ἔφθασε εἰς τὴν Μακεδονίαν, κ’ ἐκεῖ ’κανε τὴν τέχνη του, αὐτείνην τὴν μαγείαν. | |
45 | Καὶ τοὺς θεοὺς παρακαλοῦν ς’ Αἴγυπτον νὰ γυρίση ἀφέντης τους ὁ Κτεναβός, αὐτὸς νὰ τοὺς ὁρίση. Ἀπιλογήθησαν θεοί, ἔρχεται βασιλεία γιὰ νὰ χαλάση τοὺς ἐχθρούς, αὐτείνη τὴν Περσία. Γύπτιοι διαλογίζονταν Ἐκτεναβὸς τί ἐγίνη, | |
(50) | ἐκάμασίν του πιστολὴ γιὰ νὰ τοῦ πέψουν κεῖνοι. Ἐγράψαν καὶ τὰ λόγια τους καὶ τοὺς θεοὺς ν’ ἀκούση, τ’ ἀφέντη τους τοῦ Κτεναβοῦ, ὀπίσω νὰ γυρίση. Ὁ Κτεναβὸς ἐγένετον εἰς τὴν Μακεδονίαν, περίφουμος ἠκούστηκε ’κ τὴν τέχνη, τὴν μαγείαν. | |
55 | Γυναίκα ἡ βασίλισσα Φιλίππου, Λυμπιάδα, ἤκουε τοῦ Ἐκτεναβοῦ κ’ εἶχε τὴ νοστιμάδα. Ὡσὰν ἐδιάβη Φίλιππος ἔξω νὰ πολεμήση, Ὀλυμπιάδα γύρεψε γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήση. Σὰν ἦλθε, τὸν ἐρώτησε· «Ἐσύ ’ς’ ὁ μαθημένος, | |
60 | τὴν τέχνην ὅλην τῆς μαγειᾶς εἶσαι διαρμηνεμένος;» Ἀπιλογήθη Κτεναβός· «Ξεύρω κι ὀρθομαντεία, | |
κι ἂν θέλης γιὰ νὰ μαντευθῆς εἰπέ μου τὴν αἰτία.» Ἔδειξε κι ὀκ τὸν κόρφο του δίσκο κ’ εἶχε φεγγάρι καὶ ἕξι ἄστρα τ’ οὐρανοῦ ὁπού ’χασιν τὴ χάρη. | 104 | |
65 | Ὡς εἶδεν ἡ Ὀλυμπιὰς καὶ τ’ ἄστρα νὰ μετρήση, ὅλους ἔξω τοὺς ἔβγαλε γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήση. Εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Θέλει γιὰ νὰ μ’ ἀφήση ὁ ἄνδρας μου ὁ Φίλιππος, καὶ δές μου ἂν τὸ ποίση.» Κι αὐτεῖνος τὴν ἀνερωτᾶ γιὰ τὴν γενιὰν τ’ ἀνδρός της, | |
70 | ἐκεῖνο ποὺ τὸν ὅρισε γιὰ νὰ τὸ κάμη ὀμπρός της. Καὶ τότε ἐξηγήθηκε γι’ αὐτὰ τὰ ἐδικά του, ἐκ τὴν ἀρχὴ λογάριασε ὅλα τὰ γονικά του. Ἀπιλογήθη κ’ εἶπε της· «Βρίσκω εἰς τὴν μαγειά μου, ἀφήνει σε ὁ ἄνδρας σου, ὡς λέγουν τὰ χαρτιά μου. | |
75 | Ἀλήθεια λέγεις τὸ λοιπόν, θέλει γιὰ νὰ ς’ ἀφήση· δύνομαι μὲ τὴν τέχνη μου αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ποίση. Καὶ ἂν θελήση Φίλιππος αὐτεῖνος νὰ ς’ ἀφήση, ἔχεις μεγάλον ἄνθρωπον γιὰ νὰ σὲ ξεκδικήση.» Εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Καὶ πῶς τοῦτο νὰ γένη, | |
80 | ὁποὺ δὲν ἔχω δῶ τινὰν οὐδὲ κανένα γένει;» Κ’ εἶπε της ὁ Ἐκτεναβός· «Θέλει σοῦ βοηθήσει ἕνας θεὸς ἐπίγειος, μ’ ἐσὲν παιδὶ νὰ ποίση· νὰ θρέψης κεῖνο τὸ παιδί, κ’ ἐκεῖνο θέλει ποίσει ὅ,τι σοῦ κάμνει ἄνδρας σου γιὰ νὰ τὸ ξεκδικήση.» | |
85 | Εἶπε της πάλι ὁ Κτεναβός· «Ἔναι θεὸς κ’ εἰς τ’ ἄλλα, ἀντίπερα στὴν Βαρβαριὰ μὲ κέρατα μεγάλα. Θὲς τὸν ἰδεῖ στὸν ὕπνον σου νὰ ἔλθη εἰς ἐσένα, κι αὐτεῖνος ἔναι ἀφορμὴ γιὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν γέννα.» Καὶ εἶπε του ἡ Ὀλυμπιάς· «Ἂ λέγης τὴν ἀλήθεια, | |
90 | εἰς τ’ ὄνειρο τὸ θέλω δεῖ ἂν ἔχ’ αὐτὸ βοήθεια.» Ἐβγῆκε ὁ Νεκτεναβὸς καὶ τὴν μαγειά του κάνει, κ’ ἐγύρευσε παράμερα καὶ βρίσκει τὸ βοτάνι· πιάνει καὶ κοπανίζει το καὶ τὸ ζουμί του βγάνει, ἀνασκυρίζει το καλά, παράμερα τὸ βάνει. | |
95 | Γυναίκα ἐκατόρθωσε μὲ τὸ κερὶ πλασμένη, Ὀλυμπιάδος τ’ ὄνομα ἔγραψε στὴν κερένη. Ἀπῆτις τὴν ἐξέφλησε ἀνάφτει τὸ λυχνάρι, κ’ ἔβανε ἀπὸ τὸ ζουμὶ τοῦ λύχνου νά ’χη χάρη. | |
Ἔκαμ’ αὐτείνη τὴ μαγειά, θεούς του κεῖνος κράζει, | 105 | |
(100) | ἐκεῖνο πού ’θελεν αὐτός, γιὰ νὰ τοῦ τ’ ὀρδινιάζη. Ὄνειρό ’δεν στὸν ὕπνον της, κ’ ἦλθε θεὸς Ἀμμῶνος, εἰς τὸ παλάτι σέβηκε κ’ ἐκεῖνος ἦτον μόνος· εἶδε καὶ τὴν ἀγκάλιασε, αὔτη γἡ Ὀλυμπιάδα, θεράπειαν παίρνει ἐξ αὐτόν, περίσσια νοστιμάδα. | |
105 | Εἶδε πὼς τὴν ἐπλάκωσε ἀπάνω σὲ κλινάρι, κ’ εἶπε· «Ἡ μήτρα σου παιδὶ νὰ λάβη καὶ νὰ πάρη.» Ἐξύπνησε ἡ Ὀλυμπιάς, Ἐκτεναβῶνα κράζει, λέγει· «Νὰ ξεύρης ὁ θεὸς ἦλθε καὶ μοῦ φαντάζει· εἶδα τὸ ὄνειρο λοιπόν, καὶ τὸν θεὸν ἐκεῖνο, | |
110 | κι ὀρέγομαί τον δυνατά, μὲ δαῦτον θὲ νὰ μείνω.» Λέγει της ὁ Νεκτεναβός· «Σὰν τί πράμα τὸν εἶδες;» «Σὰν τράγον μεγαλόκερον ὁπὄναι μὲ τὲς γίδες· καὶ ἔχει καὶ τὰ κέρατα ἀπάνω στὴν κεφάλη· καὶ κάμε μὲ τὴν τέχνη σου στὸ σπίτι νά ’λθη πάλι.» | |
115 | Αὐτὸς ἀπιλογήθηκε· «Θὲ νά ’χης θεραπεία, κάμε βραδὺ στὸ σπίτι σου νά ’χω μεγάλη ἀδεία, διὰ νὰ κάμω συντροφιά, θεοῦ γὰρ τοῦ Ἀμμῶνος, γιὰ νά ’ρχεται στὸ σπίτι σου νύκτα αὐτεῖνος μόνος.» Κι αὐτὴ τ’ ἀπιλογήθηκε· «Ἄμε νά ’χης ἀδεία, | |
120 | μόνε αὐτεῖνον τὸν θεὸν νὰ ἔχω συντροφία.» Εἶπε της ὁ Νεκτεναβός· «Βράδυ τὸν θέλω φέρει, γιὰ νά ’ναι στὴν ἀγκάλη σου, εἰς τὸ δικό σου χέρι.» Ἐπῆρε ὁ Νεκτεναβὸς ἐξ αὔτην τὴν ἀδεία γιὰ νὰ τῆς φέρη τὸν θεὸν τὴ νύκτα μὲ μαγεία. | |
125 | Ἐπῆγε ὁ Νεκτεναβὸς γιὰ κέρατα μεγάλα, ηὗρε καὶ τράγου ἔνδυμα, ἄσπρο ὡσὰν τὸ γάλα. Καὶ ἔβαλε τὰ κέρατα ἀπάνω στὸ κεφάλι, κ’ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι της ὁ μάγος κεῖνος πάλι. Κ’ ἐγίνηκε σὰν τὸν θεόν, κ’ ἐδιάβη στὸ κλινάρι, | |
130 | καὶ τότε τῆς ἐμίλησε· «Παιδὶ νὰ λάβης χάρη· ἀρσενικό ’ναι τὸ παιδί,» λέγει, «κυρὰ γουμένη, ὁρίσει θέλει βασιλειὰ κι ὅλη τὴν οἰκουμένη.» | |
Καὶ τότε ἐκατέβηκε ἐκ τὸ κρεβάτι κάτου κ’ ἐδιάβη ὁ Νεκτεναβὸς ἐκεῖ στὴν κατοικιά του. | 106 | |
135 | Σηκώνεται ἡ Ὀλυμπιάς, στὸν Κτεναβὸν κ’ ὑπάει, καὶ εἶπε του· «Μὲ τὸν θεὸν περίσσια θεραπάη· καὶ κάμ’ αὐτεῖνο τὸ λοιπὸν νά ’ρχεται πάσα βράδυ, καὶ νά ’μαι πάντα μετ’ αὐτὸν εἰς τὸ κρεβάτι ὁμάδι.» Ἀπολογήθη Κτεναβός· «Δῶς’ μου ἀδειὰν τελείαν | |
140 | διὰ νὰ φέρνω τὸν θεὸν μ’ ἁγίαν ὁμιλίαν.» Καὶ εἶπε του Ὀλυμπιάς· «Θὲς πάλι νὰ στὸ λέγω; Τινὰν μὴν ἔχης ἔμποδον, εἰς τὸν Ἀμμῶν σοῦ μνέγω.» Ἐπῆρε πᾶν τὸ θέλημα τότες ὀκ τὴν κυρά του κ’ ἤτονε πάντα μετ’ αὐτὴν κ’ ἐπέρνα τὴ δουλειά του. | |
145 | Περνᾶ καμπόσος ὁ καιρὸς κ’ ἐκείνη ἐγγαστρώθη, καὶ τὸ παιδὶ ἐκ τὴν κοιλιὰ ἀρχίζει νὰ τὸ γνώθη. Καὶ τότες ἡ Ὀλυμπιὰς τοῦ Κτεναβῶνος λέγει, ἐβούρκωσαν τὰ μάτια της, αὐτὴ ὀμπρός του κλαίγει· «Μήπως κ’ ἔλθη ὁ ἄνδρας μου καὶ βρῆ με γγαστρωμένη, | |
(150) | καὶ τοῦτο ποὺ ἐγίνετο αὐτὸς δὲν τὸ πομένει.» Κι ἀπιλογήθη Κτεναβός· «Ἄφης’ με νὰ ’ρδινιάσω, καὶ τοῦ ἀνδρός σου τὸν θυμὸν ἐγὼ νὰ τόνε παύσω.» Γεράκι πιάνει Κτεναβὸς καὶ κάμνει τὴ μαγειά του, γιὰ νὰ τὸ δῆ ὁ Φίλιππος στὴν ὑπνοφαντασά του. | |
155 | Φίλιππος εἶδεν ὄνειρον, κι αὐτὸς τὸ εἶδε μόνε, Ὀλυμπιάδα ἔβλεπε μὲ τὸν θεὸν Ἀμμῶνε. Καθάρια τό ’δε Φίλιππος, δὲν εἶχε τί νὰ ποίση, ὁποὺ τῆς εἶπε ὁ θεὸς καὶ νὰ μηδὲν ἀργήση· παιδὶ νὰ κάμη σερνικό, ὁπὄναι γγαστρωμένη, | |
160 | κι ὁρίσει θέλει τὸ παιδὶ ὅλην τὴν οἰκουμένη. Καὶ βουλωτήριν ἀργυρὸ βουλώνει τὴν κοιλιά της· εἶπε της νὰ προσέχεται ὄμορφα τὴ δουλειά της. Κι ἀποταχὺ σηκώνεται ὁ Φίλιππος νὰ ποίση, τινὰς ἀπὸ τοὺς μάγους του τὸ ὄνειρο νὰ λύση. | |
165 | Ἐκάλες’ ἕναν ἐξ αὐτούς, περίσσια προκομμένο, κ’ εἶπε του τὴν ἀθιβολή, νὰ τό ’χη ξηγημένο. Κι αὐτὸς ἀπιλογήθηκε· «Ἀλήθεια τ’ ὄνειρό σου· αὐτεῖνον πού ’δες σπίτι σου, ἔχε τον γιὰ θεό σου. | |
Ἔχει μεγάλα κέρατα ἀπάνω στὸ κεφάλι, | 107 | |
170 | ἔχει καὶ τράγου ἔνδυμα μὲ μιὰ ποδιὰ μεγάλη, καὶ εἶδε τὴν γυναίκα σου καὶ μ’ αὔτην ἐσυγκλίθη.» Κι ὡς τό ’κουσεν ὁ Φίλιππος, στὰ λόγια ἀπατήθη, καὶ φεύγει τότε παρευθὺς μέσα ἐκ τοῦ φουσάτου, κ’ ἐδιάβηκε στὸ σπίτι του, μέσα στὴν κατοικιά του. | |
175 | Ἐκ’ ηὗρε τὴν Ὀλυμπιά, πολλά ’τον λυπημένη, κι αὐτεῖνος τὴν παρηγορᾶ νὰ μὴ ἔναι φοβισμένη· «Ἅμα θεοὶ τὸ θέλουσι δὲν ἔχω τί νὰ ποίσω· αὐτεῖνοι γὰρ προβλέπουσι τὰ μπρὸς καὶ τὰ ὀπίσω. Αὐτεῖνοι μᾶς ὁρίζουσι κ’ ἔχουν τὴν ἐξουσιά μας. | |
180 | Μὴ τὸ λυπᾶται τὸ λοιπὸν ἐτοῦτο ἡ καρδιά μας.» Ὡς τό ’κουσεν Ὀλυμπιὰς ὅλη ἐθεραπάη, τὸ πῶς τῆς εἶπε Φίλιππος, ς’ αὐτὴν θεὸς ὑπάει. Σὲ μέρες ὀλιγούτσικες ἤθελε νὰ διατάξη Ὀλυμπιάδα Φίλιππος, καὶ νὰ τὴν ἐξετάξη. | |
185 | Ὡς τό ’κουσε Νεκτεναβὸς τότε μεταμορφώθη, ἐγίνη δράκος φοβερός, στὴν μέση τους εὑρέθη, ποὺ κάθετον ὁ Φίλιππος μ’ ὅλη του τὴν ἀρμάδα· εἶχαν ἐκεῖ στὴν μέση τους καὶ τὴν Ὀλυμπιάδα. Ἦλθε ὡς δράκος φοβερὸς κ’ ἐκεῖ κλωθογυρίζει, | |
190 | ἐσέβην εἰς τὴν μέση τους καὶ δυνατὰ σουρίζει. Κ’ ἐδιέβη κι ἀγκαλιάσθηκε τότε τὴν Ὀλυμπιάδα, ὁποὺ καθέτον Φίλιππος μ’ ὅλη του τὴν ὁμάδα. Ἀπῆτις τὴν ἐφίλησε ὁ δράκοντας ἐκείνη, πάλι μεταμορφώθηκε κι ὡσὰν γεράκι γίνη· | |
195 | καὶ ὅλοι δ’ ἐφοβήθησαν, ἄρχοντες καὶ οἱ δοῦλοι, καὶ πάλι ἐθαυμάσθησαν ς’ ἐκεῖνο πού ’δαν οὗλοι. Ἀπὸ τὸν φόβον Φίλιππος ἤτονε τρομασμένος, ἐζάρωσε ὁ ταπεινὸς καὶ στέκει φοβισμένος. Ἀπιλογήθη Φίλιππος μὲ τὴν πολλὴν τρομάραν· | |
(200) | «Ὀργίσθησάν μου οἱ θεοὶ μ’ ὅλη τους τὴν κατάραν.» Καὶ εἶπε· «Τὴν Ὀλυμπιὰ ἀλήθεια βοηθοῦσι, ς’ αὐτείνη ἔρχονται θεοὶ πάντα καὶ δὲν ἀργοῦσι.» Ἐμήνησε τοῦ Φίλιππου τότε ἡ Ὀλυμπίας· | |
«Αὐτεῖνος ἔναι ὁ θεὸς πὄναι τῆς Βαρβαρίας.» | 108 | |
205 | Ὡς τό ’κουσεν ὁ Φίλιππος πολλὰ γὰρ τὸ ἐχάρη, ποὺ κάμνει κεῖνο τὸ παιδὶ μὲ τοῦ θεοῦ τὴ χάρη. Ἡμέρες περαζόμενες στὸν Φίλιππό ’ρθ’ ὀρνίθι, κ’ εἰς τὴν ποδιά του γέννησε κ’ ὕστερα καρκαρήθη. Σηκώνοντας ὁ Φίλιππος, τ’ αὐγὸ ἐκαταλύθη, | |
210 | καὶ μέσα ἐκ τὸ φλούδι του μικρὸ φιδάκι ἐχύθη. Γυρίζει τὸ φιδόπουλο κι ὁλόγυρα ὑπάει, καὶ θέλει νά ’μπη εἰς τ’ ἀβγὸ καὶ πάραυτα ψοφάει. Ἐθαύμασε ὁ Φίλιππος μ’ ἐκεῖνο τὸ ὀρνίθι, τὸ εἶδε μὲ τὰ μάτια του, περίσσια τὸ φοβήθη· | |
215 | καὶ ἔκραξεν Ἀντίφωτον τὸν μάγον νὰ μαντέψη τὸ τί ’τον τὸ φιδόπουλον εἰς τὸ αὐγὸ νὰ στρέψη. Κι Ἀντίφωτος τὸ ἔκαμε τότε γιαμιὰ μαγεία, γιὰ νὰ εἰπῆ τοῦ Φίλιππου καθάρια τὴν αἰτία. Καὶ τότες τὸ καθάρισε κ’ εἶπε· «Παιδὶ θὲς ποίσει· | |
220 | αὐτὸ π’ ἀκούεις τὸ παιδὶ τὸν κόσμον θέλει ὁρίσει. Γυρίζοντα γιὰ νὰ στραφῆ, νά ’ρθη στὰ ἐδικά του, θέλει ἀπεθάνει τὸ παιδὶ ἔξω ’κ τὰ γονικά του.» Ἦλθεν ἡ ὥρα καὶ καιρὸς αὐτείνη νὰ γεννήση, αὐτεῖνο λέγω τὸ παιδί, ποὺ κόσμον θέλει ὁρίσει· | |
225 | κι αὐτὴ ἐβιάσθη δυνατά, καὶ τὸ παιδὶ ἐχύθη, τότε φωνὴν ἐφώναξε καὶ τότες ἐγεννήθη. Βροντὲς ἐκάμαν μὲ σεισμὸν κ’ ἦρθε κοντά της ζάλη, πάραυτα ἐφοβήθησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι. Τὸ πῶς τοῦ δῶσαν οἱ θεοὶ τόση μεγάλη χάρη, | |
230 | σὰν ἐγεννήθ’ Ἀλέξανδρος, ὁ Φίλιππος ἐχάρη. Καὶ ὅρισε στὲς χῶρες του ὅλοι χαρὲς νὰ κάμουν, καὶ γιὰ τὴ γέννα τοῦ παιδιοῦ νὰ τὴν ἀναθιβάνουν. Ἀλέξανδρος ἐθρέφετον σὲ ἡλικιὰ κι ἀξαίνει, οὐδὲ τῆς μάνας ἔμοιαζε οὐδὲ πατρὸς τῷ γένει. | |
235 | Τὸ ἦθος τού ’τον θαυμαστόν, ἦτον ὡσὰν λοντάρι, τ’ ἀριστερὸ τὸ μάτι του εἶχε μεγάλη χάρη· καὶ τ’ ἄλλον του, τὸ δεξιόν, ἤτονε μαυρισμένο, ἀράθυμα ἐκοίταζε κ’ ἔστεκε μανιωμένο. | |
Εἶχεν διδάσκαλον καλόν, τὸν μέγ’ Ἀριστοτέλη, | 109 | |
240 | κι αὐτεῖνον τὸν Αἰάνιδα, πού ’χαν κ’ οἱ δυὸ τὰ τέλη. Καὶ μιὰν ἡμέρα φέρασι ἕν’ ἄλογο μεγάλο, κανίσκι εἰς τὸν Φίλιππον, ὁποὺ οὐκ ἦτον ἄλλο· τόσό ’τον μέγα φοβερὸν κ’ ἤθελαν τριπηδήσει, κανένας δὲν ἠμπόρειε αὐτεῖνο νὰ κρατήση. | |
245 | Καὶ ὅρισεν ὁ Φίλιππος αὐτεῖνο νὰ φυλάξουν, στὸν στάβλον νὰ τὸ βάλουσι καὶ νὰ τὸ κατατάξουν. Κι ὡσὰν ἐγίνη Ἀλέξανδρος τοὺς χρόνους δωδεκάρης, ἐπήγαινε στὸν πόλεμον κι αὐτεῖνος καβαλάρης· κ’ ἐκτύπα μὲ τοὺς μπροστινοὺς κι αὐτεῖνος κονδαρέα, | |
(250) | καὶ ὅθεν τὸν ἠβλέπασι τοῦ κάμνασι μερέα. Καὶ εἶπε του ὁ Φίλιππος· «Στρατιὰ καλὰ τὴν σιάζεις, καὶ ὅλον τὸ φουσάτο μου ἐσὺ νὰ τ’ ὀρδινιάζης.» Ὡς τό ’κουσε Ὀλυμπιὰς πολὺ κακὸν τῆς φάνη, κ’ ἔκραξε τὸν Νεκτεναβὸ κι ἄρχισε ν’ ἀθιβάνη· | |
255 | «Γιά δές μου εἰς τὴν τέχνη σου τὸ τί μοῦ θέλει ποίσει ὁ ἄνδρας μου ὁ Φίλιππος, ἂν ἔναι καὶ μ’ ἀφήση. Ἔπαρ’ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον τὴν τέχνη ν’ ἀρμηνεύσης, πάντα κοντά σου σύρνε τον, νὰ τόνε μαθητεύσης.» Ἐπῆρε τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τοῦ δείξη τ’ ἄστρο, | |
260 | κ’ ἐκεῖνος τὸν ἀσκόντησε, γκρεμνίζει τον ’κ τὸ κάστρο. Ἀφώναξε Νεκτεναβός· «Γιατί μὲ ἐγκρεμνίζεις, ὁπού ’μαι ὁ πατέρας σου καὶ δὲ μὲ ἐγνωρίζεις;» Καὶ εἶπε του Ἀλέξανδρος· «Τὸν οὐρανὸν γυρεύεις, μὲ τὲς μαγειές σου τὲς πολλὲς τὴν Αἴγυπτ’ ἀφεντεύεις.» | |
265 | Εἶπε του ὁ Νεκτεναβός· «Δὲν ἒν παρὰ νὰ γένη, γιατὶ σὲ τοῦτο ἡ μαγειὰ μ’ ἔχει διαρμηνεμένη.» Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Ἤξερες θὲς νὰ ποίσω, πῶς δὲν ἐπαραμέρισες νὰ μὴ σὲ ἐγκρεμνίσω;» «Ηὑρῆκα το εἰς τὴν μαντειὰ τὶ ἔναι τοῦ ῥιζικοῦ μου, | |
270 | διὰ νὰ λάβω θάνατον ’κ τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ μου.» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Πῶς εἶμ’ ἐγὼ υἱός σου; Λοιπὸν βεβαίωσέ μού το, ἂν εἶμαι ἐδικός σου.» Εἶπε του τὴν ἀθιβολή, πὼς ἔναι ἡ σπορά του, καὶ πὼς στὴν Αἴγυπτ’ ἄφησε αὐτὸς τὴν αὐθεντιά του. | |
275 | Ὡσὰν τοῦ τὰ ξηγήθηκε, ἔμεινε ποθαμένος, λοιπὸν κανένα βοηθὸν δὲν εἶχεν ὁ καημένος. Σὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος κι αὐτεῖνος ἀποθαίνει, παίρνει τον εἰς τὸν ὦμον του, στὸ σπίτι τὸν παγαίνει. Ἀλέξανδρος λυπήθηκε πὼς ἔκτεινε πατέρα, | 110 |
280 | καὶ δυνατὰ τὸν ἔκλαυσε ἐκείνην τὴν ἑσπέρα. Καὶ ἦλθεν ἡ Ὀλυμπιὰς κ’ ηὗρε τον ξαπλωμένον, τὸν ἄτυχον τὸν Κτεναβό, νεκρὸν ἀποθαμένον· «Καὶ δὲν ἐδιάβηκε ἐψὲς νὰ κάμη τὴ μαγεία;» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε της τὴν αἰτία· | |
285 | «Ἐτοῦτος ἒν πατέρας μου ποὺ σέ ’χε στὸ κρεβάτι, ὁπὄρχετον καὶ σὄλεγε, ἕνας θεὸς ς’ ἐκράτει.» Ὡς τό ’κουσεν Ὀλυμπιάς, τὴν ἁμαρτιὰ ἐμέφθη πὼς ἐπλανήθη κ’ ἔκαμε μετ’ αὖτον κ’ ἐμοιχεύθη. Κ’ ὕστερον ἡ Ὀλυμπιὰς αὐτεῖνον σαβανώνει, | |
290 | σάβανον χρυσοράντιστον, μ’ αὐτεῖνο τόνε χώνει. Λοιπὸν ἔλειπε Φίλιππος κ’ ἤθελε νὰ πιστρέψη, ἐδιάβηκε στὸ μάντειο ὡς διὰ νὰ μαντέψη. Ἐρώτησέ τους τὸ λοιπόν· «Τίς θέλει βασιλεύσει, ποιὸς θέλει γένει βασιλεὺς κι ὅλα νὰ τ’ ἀφεντεύση;» | |
295 | Καὶ τὸ μαντειὸ ’ποκρίθηκε· «Ἐκεῖνος θέλει ὁρίσει ποὺ κάτσει στὸν βουκέφαλον κι ἀπάνω νὰ πηδήση.» Ἀριστοτέλης ἔλεγεν, ἐκεῖνος ὁπ’ ὁρίση τῶν μαθητάδων τὸ λοιπόν, τί διὰ νὰ τοῦ χαρίση. Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασι πράματα νὰ τοῦ δώσουν, | |
(300) | νὰ εἶναι εἰς ἀντίμεψιν, γιὰ νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν. Ῥωτᾶ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον τί γιὰ νὰ τοῦ χαρίση, ἂν ἔλθη τὸ βασίλειον εἰς αὖτον καὶ νὰ ’ρίση. Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος, ἂν ἔναι καὶ ὁρίση, κεῖνο ποὺ τοῦ ’θελε φανῆ, ἤθελεν τοῦ χαρίσει. | |
305 | «Χαίροις,» τοῦ λέγει, τὸ λοιπόν, «Ἀλέξανδρ’ αὐτοκράτορ· ς’ ἐσένα τὸ βασίλειον ἔρχεται, μονοκράτορ.» Καὶ μιὰν ἡμέρα θέλησεν Ἀλέξανδρος νὰ ποίση, καὶ ἄλογον ἐγύρεψε νὰ βγῆ νὰ πολεμήση. Ἄρχισεν ὁ Βουκέφαλος διὰ νὰ χλιμιτρίζη, | |
310 | καὶ εἶπαν του· «Βουκέφαλος ἔναι ποὺ ἀνταρίζει.» Κ’ ἐδιάβη ὁ Ἀλέξανδρος κ’ εἶδε τον ποὺ γυρίζει· τότε τὸν ἐχαλίνωσε κι ἀπάνου του καθίζει. Σὰν τό ’μαθεν ὁ Φίλιππος ἐδιάβη κι ἀπαντᾶ τον, τρέχει λοιπὸν μὲ τὴν σπουδὴν καὶ γλυκοχαιρετᾶ τον. | 111 |
315 | Ἀνεθυμήθη Φίλιππος ἐκεῖ ὁποὺ μαντεύθη, τὸ ποιὸς νὰ ’ρίση ἐξ αὐτῶν τώρα τὸ μαθητεύθη. Καὶ σὰν ἐγίνη Ἀλέξανδρος εἰς τὴν παλικαρία, ἐρώτησε τὸν Φίλιππον νὰ πάγη στὸν Μωρέα· καὶ ἀρματώνει κάτεργα καὶ θέλει νὰ μισεύση, | |
320 | καὶ κάμνει καὶ τὴν ὀρδινιὰ ὡς γιὰ νὰ ταξιδεύση· κ’ ἔφερε ἄλογα καλὰ καὶ μ’ αὖτα ἀρματώθη, καὶ ὅλους τους ἐνίκησε, καὶ τότ’ ἐστεφανώθη. Καὶ ἦλθεν ὁ Νικόλαος, υἱὸς ὁ τοῦ Δαρείου, εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πάρει θὲς μὲ ῥαβδίου;» | |
325 | Γυρίζει ὁ Νικόλαος αὐτεῖνον καὶ τὸν φθύνει, καὶ δὲν ἠθέλησε ποσῶς αὐτὸς νὰ τὸ πομείνη. Ἐμήνησέ τ’ Ἀλέξανδρος νὰ μὴ χολομανίση, ὅτι τὴν αὐθεντία του αὐτὸς τὴν θέλει ὁρίσει. Σὰν ἐχολομανίσθησαν, τότες ἐχωριστῆκαν, | |
330 | μετ’ αὖτον ὁ Νικόλαος εἶχε μεγάλη πρίκαν. Καὶ μέρες περαζόμενες ἦλθε νὰ δοκιμάση τὸ ἄλογό του καθαείς, τὸ ποιὸς γιὰ νὰ περάση. Μέσα ς’ αὐτείνους ἤτονε κι αὐτὸς ὁ κὺρ Νικόλας, υἱὸς Δαρείου, τὸ λοιπόν, κ’ ἔλαμπε ὡς ἀστέρας. | |
335 | Ἦσαν καὶ ἀφεντῶν παιδιὰ ἐννέα διαλεμένα, μὲ τάξη καὶ μὲ φρόνεση ἤτονε τὸ καθένα. Κι ὅλοι ἐτρέχαν τὸ λοιπόν, ποῖος γιὰ νὰ περάση, μὲ θέλημά τ’ Ἀλέξανδρος μένει νὰ μὴν τοὺς φθάση. Ἐκεῖνοι ἐστοιβάκτησαν κ’ ἐκλείσασι τὸν δρόμον, | |
340 | Ἀλέξανδρος ἀπὸ πλευροῦ περνᾶ μὲ δίχως τρόμον. Ὡς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος μεγάλως τὸ ἐχάρη, τὸ πὼς ἐδιάβη ὀμπροστά, ἄλλος οὐκ εἶχε χάρη. Κι ὡς εἶδεν ὁ Νικόλαος, ἐφώναξε· «Μερία, ἀπέρασε Ἀλέξανδρος μετὰ τὴν πονηρία.» | |
345 | Κ’ εἶπε του ὁ Νικόλαος· «Τὸ δίκαιον νὰ πιάση, | |
πάλι ἂς μεταδράμωμε καὶ εἴτις ἀπεράση.» Καὶ εἴπασι τῶν ἀλλωνῶν ὀπίσω γιὰ νὰ κάμουν, Νικόλαος κι Ἀλέξανδρος ὀμπρὸς διὰ νὰ δράμουν. Ἐτρέχασι τὰ ἄλογα ἐκεῖνα τοῦ καθένος, | 112 | |
(350) | τοῦ Νικολάου σκόνταψε κ’ ἔμεινε νεκρωμένος, διότις τὸν ἐπλάκωσε ἡ σέλα κ’ ἐσκοτώθη· Ἀλέξανδρος ἐκέρδαισε καὶ τότ’ ἐστεφανώθη. Καὶ τότε πάλι χώρισε καὶ πὰ νὰ προσκυνήση, καὶ εἴπασίν του οἱ θεοί, ὅλα τὰ θέλει ὁρίσει· | |
355 | «Ὡσὰν καὶ τὸν Νικόλαον, π’ ἀτός του ἐσκοτώθη, ἔτσι κ’ ἐσὲν ἡ βασιλειὰ ἐκ τοὺς θεοὺς ἐδόθη.» Λοιπὸν αὐτεῖνος ἔσωσε εἰς τὴν Μακεδονίαν, καὶ γιὰ τὸν γάμον ἔμαθε, κ’ εἶχε πολλὴν μανίαν, τὸ πὼς πανδρεύτη Φίλιππος, τὴ μάνα του ἀφήνει· | |
360 | Ἀλέξανδρος ἐρώτησε· «Καὶ τοῦτο πῶς ἐγίνη;» Κ’ ἐρώτησε τὸν Φίλιππον, ἐτοῦτο ἂν τ’ ἀρέση, στὸν γάμον τῆς μητέρας του αὐτὸς νὰ τὸν καλέση, γιὰ νὰ τῆς δώση ἄνδρα της τότε βλογητικό της, ὅγοιον τῆς δώς’ ἡ μοίρα της κι αὐτὸ τὸ ῥιζικό της. | |
365 | Καὶ τοῦτο εἶπ’ Ἀλέξανδρος, γυρίζει καὶ καθίζει, καὶ γιὰ τὸν γάμον τίποτες ποσῶς οὐδὲν τὸ χρήζει. Ὁ συγγενὴς τοῦ Φίλιππου τότες ἐχολομάνει, καὶ εἶπε τοῦ Ἀλέξανδρου νὰ μὴν τ’ ἀναθιβάνη· καὶ κούπα κράτει Ἀλέξανδρος ὁπὄπιε μετ’ ἐκείνη, | |
370 | τὴν κούπα ἔσυρε λοιπόν, στὸν μήλιγγα τοῦ δίνει· καὶ πάραυτα ξεψύχησε κ’ ἔμειν’ ἀποθαμένος. Ὡσὰν τὸν εἶδ’ ὁ Φίλιππος ὅτι ἔναι σκοτωμένος, ἐτότες ἐξεσπάθωσε κ’ ἠθέλησε νὰ σώση, υἱόν του τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τόνε σκοτώση. | |
375 | Πηγαίνοντας ἀσκόνταψε κ’ ἔπεσε ’κ τὴν τρομάρα, σὰν νά ’χε στὰ ποδάρια του μεγάλη κρατημάρα· καὶ τὴν ῥομφαίαν ἅρπαξε ’κ τὰ χέρια τοῦ πατρός του, κ’ ἐγίνηκε ἐκδικητὴς ἐτότες τῆς μητρός του. Ἔπιασε κ’ ἐκατάκοψε ὅλους τοὺς καλεσμένους, | |
380 | χάμω στὴν γῆν τοὺς ἔριξε ὅλους ἀποθαμένους. Ἐκ τὸ πικρό του Φίλιππος ἦλθε γιὰ ν’ ἀρρωστήση· ἐδιάβηκε Ἀλέξανδρος νὰ τὸν παρηγορήση. Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Σὰν νά ’μουνα ἐχθρός σου, | |
γιὰ τὸν Λυσία ἤθελες νὰ σφάξης τὸν υἱό σου; | 113 | |
385 | Λοιπὸν ἐτοῦτ’ ἀφήνω τα καὶ ὅλα θὲ νὰ πάψου, ὅμως μὲ τὴν μητέρα μου σύρε καὶ ἀναπάψου.» Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος, ὑπὰ νὰ τοῦ τὴν φέρη, γιὰ νά ’ναι πάντα μετ’ αὐτὸν εἰς τὸ δικό του χέρι. Ἐδιάβη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ λέγει τῆς μητρός του, | |
390 | πρέπει διὰ νὰ πείθεται ἐκείνη τοῦ πατρός του· ὁ ἄνδρας πρέπει ν’ ἀγαπᾶ γυναίκα δίχως μάχη, καὶ ἡ γυναίκα πρὸς αὐτὸν τὸν φόβον θέλει νά ’χη. Οἱ Μακεδόνες ἀποροῦν, ἐκεῖνος ν’ ἀρμηνεύη, Ἀλέξανδρος, ποὺ ἒν παιδί, ἐκείνους νὰ ’ρηνεύη. | |
395 | Ἡμέρες περαζόμενες Φίλιππον πιάνουν πόνοι· μαντάτα τοῦ ἠφέρασι, ἀπίστησε Μοθώνη. Ἔπεψε τὸν Ἀλέξανδρον κ’ ἐκείνους εἰρηνεύει, καὶ μὲ τὰ λόγια τὰ καλὰ ὅλους τους ἀφεντεύει. Γυρίζοντας Ἀλέξανδρος ὁπού ’ρθε ’κ τὴν Μοθώνη, | |
(400) | ἤλθασιν ὀκ τὸν Δάρειον γιὰ τέλος νὰ πληρώνη· καὶ ἀπεκρίθ’ Ἀλέξανδρος· «Γιὰ τί ζητᾶτε τέλος; Τοῦτο τὸ ἔχω στὴν καρδιὰ σὰν νά ’χα μέγα βέλος.» Κ’ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Γιὰ γῆ ὁποὺ πατεῖτε, καὶ γιὰ νερὸ ποὺ πίνετε, καὶ ἥλιον ποὺ θωρεῖτε· | |
405 | γιὰ τοῦτο σᾶς γυρεύομεν νά ’στε διαδουλωμένοι ς’ αὐτὸν τὸν μέγαν βασιλιὰ ὅλοι σας ’γγαρεμένοι.» Καὶ ἀπεκρίθ’ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα τὰ ἐπληρῶσαν, οἱ γὰρ θεοὶ σὲ ’πηρεσιὰ κι ἀνθρώπων τὰ ἐδῶσαν. Τοῦτο γινώσκετε λοιπόν, τίποτα δὲ σᾶς δίδω· | |
410 | τὰ λόγια τοῦτα εἰς ἐσᾶς ὅλα τὰ παραδίδω. Εἰπέτε τοῦ αὐθέντη σας ἐτοῦτο νὰ μοῦ ποίση, τὸ τέλος ποὺ ἐδώσαμε ὀπίσω νὰ γυρίση. Κ’ ἔρχομαι κεῖ νὰ τὸν ἰδῶ, ὡς διὰ νὰ μοῦ δώση τὸ τέλος ποὺ μᾶς ἔπαιρνε, καλὰ νὰ μὲ πληρώση.» | |
415 | Κ’ ἐκεῖνοι, σὰν ἐγρίκησαν, ὀπίσω ἐγυρίσαν στὸν Δάρειον καὶ εἴπασι ἐκεῖνα ποὺ γρικῆσαν. Καὶ τότες ἐζωγράφισαν Ἀλέξανδρου τὸ ἦθος, καὶ ἦτον τόσον θαυμαστόν, σὰν ν’ ἔναι τῆς ἀσπίδος. Ὡς τ’ ἄκουσεν ὁ Δάρειος, μεγάλως τὸ θυμώθη | |
420 | τὰ λόγια τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ δυνατὰ ἐτρώθη. | |
Μαντάτα ἦλθαν κ’ εἴπασι, ἀπίστης’ ἄλλο κάστρο, ἡ Θράκη τὴν ἐλέγασι, ὅντεν ἐβγῆκε τ’ ἄστρο. Καὶ τὸν Ἀλέξανδρό ’στειλε αὐτὰ νὰ πολεμήση, καὶ νὰ τῆς δώκη πόλεμον, αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίση. | 114 | |
425 | Καὶ Παυσανίας ὄνομα, Σαλονικιῶν ὁμάδα, μαντάτα κεῖνος ἔπεβεν εἰς τὴν Ὀλυμπιάδα, διὰ ν’ ἀφήση Φίλιππον, ἐκεῖνον γιὰ νὰ πάρη· κ’ ἐκείνη τοῦ ἐμήνησε, δὲν ἔχει τέτοιαν χάρη. Ἀλέξανδρος ἐμίσευσε, κ’ ἤθελε νὰ πατάξη | |
430 | ὁ Παυσανίας Φίλιππον ὡς γιὰ νὰ τὴν ἁρπάξη. Ὁ Φίλιππος ἐδιάβηκε γιὰ νὰ περιδιαβάση, ὁ Παυσανίας σύντομα τότε σπαθὶν ἁρπάσσει. Καὶ ἔδωκε τοῦ Φίλιππου ἀπάνω στὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν ἐλογάριαζε τὰ στέρνα κεῖνος πάλι. | |
435 | Ὅρμησε μ’ ὅλη τὴ σπουδὴ τὸν Φίλιππον νὰ σφάξη, Ὀλυμπιάδα ἔδραμε ὡς γιὰ νὰ τὴν ἁρπάξη· κ’ ἐδιάβη κι ἀγκαλιάσθη την αὐτὸς νὰ τὴν ἐπάρη, καὶ μὸν τυχαίνει Ἀλέξανδρος ἐκεῖ μὲ τὸ κονδάρι. Κι αὐτεῖνος ἐφοβήθηκε νὰ σύρη μὲ μανία, | |
440 | μήπως καὶ τὴν μητέρα του σφάξη μὲ Παυσανία. Εἶπε του ἡ μητέρα του· «Σύρε το τὸ κονδάρι, βοθᾶ μ’ Ἀμμῶνος ὁ Θεός, ὁπὄχει τόση χάρη.» Καὶ παρευθὺς Ἀλέξανδρος τό ’συρε μὲ μανία, καὶ τότε τὸν ἐσκότωσε αὐτὸς τὸν Παυσανία. | |
445 | Καὶ τότε πάλι σύντομα αὐτεῖνος τὸν ἁρπάζει, κ’ ἐπαίρνει τον στὸν Φίλιππον ἀκόμα ποὺ ἀνάζει. Ἀπῆτις τὸν ἠφέρασι τοῦ Φίλιππου ὀμπρός του, Ἀλέξανδρος τὸν ἔσφαξε ὀμπρὸς εἰς τοῦ πατρός του. Εἶπε· «Παιδί μου Ἀλέξανδρε, δὲν ἔχω δὰ μανία, | |
(450) | διότι μοῦ ἐσκότωσες μιαρὸν τὸν Παυσανία. Τώρα πεθαίνω μὲ χαρά, μὴν εἶστε λυπημένοι, καὶ νὰ σοῦ δώσουν οἱ θεοὶ ὅλην τὴν οἰκουμένη.» Καὶ τοῦτα εἶπε Φίλιππος κ’ ἐδιέβη ἡ ζωή του καὶ μετ’ αὐτὴν ἐπλήρωσε κ’ ἐβγῆκε ἡ ψυχή του. | |
455 | Ἐτότες ὀρδινιάσασι, κεριὰ μεγάλα ἅψαν, μ’ ἐντύματα βασιλικὰ αὐτεῖνον τὸν ἐθάψαν. Ἀπόμεινε ἡ Ὀλυμπιάς, μ’ Ἀλέξανδρ’ ἀφεντεύει, | |
ἐχάσε τὸν πατέρα του καὶ μόνος του στρατεύει. «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, ὁ τῆς Μακεδονίας, | 115 | |
460 | ὁ τοῦ Φιλίππου ὁ υἱὸς κι αὐτῆς τῆς Ὀλυμπίας. Ὅλους σατράπας χαιρετῶ, κι ἂς εἶστ’ ὀρδινιασμένοι, νά ’λθετε εἰς τὸν πόλεμον, ὅλοι ἀρματωμένοι. Γράφω σας νὰ ἠξεύρετε τὶ ἀπέθαν’ ὁ πατήρ μου, ἀπόμεινα στὴν αὐθεντιά, μόνε μὲ τὴ μητρί μου. | |
465 | Ὀρδινιαστῆτε τὸ λοιπὸν νὰ πᾶμε στοὺς ἐχθρούς μας, γιὰ νὰ τοὺς καταλάβωμεν καὶ οἱ θεοὶ βοθοῦ μας. Ἐλᾶτε γληγορώτερα μ’ ὅλο σας τὸ φουσάτο, νὰ πᾶμε νὰ τοὺς βάλωμε ὅλους ἀπάνω κάτω· κι ἂν ἀντιτείνη καὶ τινάς, θέλω νὰ τὸν τιμήσουν, | |
470 | σὲ φούρκα ὑψηλότατην νὰ ’ρίσω νὰ φουρκίσουν. Σ’ ὅλους σας χαιρετίσματα σᾶς πέβω μὲ εἰρήνη, καὶ ἀγαπᾶτε με καλὰ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη.» Ὡσὰν ἀκοῦσαν τὴν γραφὴν ἦλθαν ’ς Μακεδονίαν οἱ στρατηγοὶ τ’ Ἀλέξανδρου μ’ ὄμορφην ὀρδινίαν. | |
475 | Ἀνοίξασιν τὰ ἄρματα πού ’σαν ὀκ τοὺς γονιούς τους, νὰ πᾶσιν γληγορώτερο νὰ σφάξουν τοὺς ἐχθρούς τους. Ἤφερε καὶ τοὺς γέροντας πού ’ν κακοπαθημένοι, κ’ εἰς τοῦ πολέμου τὴν στρατιὰ εἶναι διαρμηνεμένοι. Κ’ ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν πᾶμε σὲ στρατεία, | |
480 | καὶ μὴ ἐμᾶς ἐπαίρνετε, κ’ ἔχετε ἁμαρτία.» Καὶ ἀπεκρίθ’ Ἀλέξανδρος· «Θέλω ἐγὼ νὰ ’λθῆτε, νὰ ἑρμηνεύσετε κ’ ἐσεῖς ἐκεῖνο τὸ μπορεῖτε, τοὺς νέους ν’ ἀναγκάζετε νὰ μπαίνουν στὴν στρατεία, νὰ κάμνουσιν ἐγλήγορα καὶ μὲ καλὴν καρδία.» | |
485 | Καὶ τὸ φουσάτο μέτρησε κ’ ηὗρε τὸ πατρικό του, χιλιάδες πεντακόσιες πού ’σαν ’κ τὸ γονικό του· συντρόφους ἑπταχίλιους ὁπού ’σαν τοῦ σπαθίου, συμμάχους ἑπταχίλιους κ’ ἦσαν τοῦ κονδαρίου· καὶ ξένοι ἐμαζώχθησαν ἑξήντα χιλιάδες, | |
490 | ὁπού ’λθασιν κ’ ἐσμίξασι μ’ αὐτεῖνες τὲς ὁμάδες· ἄλογα μακεδονικὰ χίλια ἑπτακόσια καὶ κηντηνάρια μάλαμα ἕως 〈τὰ〉 πεντακόσια· καὶ ὅλοι ἦσαν τὸ λοιπὸν ὀμορφαρματωμένοι, | |
κεῖνοι ποὺ πᾶσι τῆς στερᾶς, καλά ’νιαι βγοδωμένοι. | 116 | |
495 | ’Κατὸ κάτεργ’ ἀρμάτωσε κ’ ἤτανε μέσα βέροι, καὶ τότες τοὺς ἐρίξασι ς’ Ἀνατολῆς τὰ μέρη. Καὶ τότες ἐξεδιάλεξε τὰ κάλλια παλικάρια, ἐκεῖνα πού ’σανε καλὰ καὶ τῆς ἀνδρειᾶς καθάρια. Πάραυτα ἐκατέβηκε στὴν Λακεδαιμονία, | |
(500) | ἐκεῖ ἀπόμεινε καιρὸν καὶ κάμνει καὶ στρατεία. Εἰς νῆσον ἐκατέβηκε, τὴν λέγουν Σικελία, ἐδούλεσέ τους καὶ αὐτοὺς δίχως καμιὰ μαλία. Καὶ εἰς τὴν Πούλια πέρασε κ’ ἐδιάβη κεῖ κ’ ἐφάνη, Πουλιέζοι τοῦ ἐστείλασι ἕνα χρυσὸ στεφάνι, | |
505 | λιθάρια πολυτίμητα μὲ τὸ μαργαριτάρι· καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος, ἐκεῖνοι νά ’χουν χάρη· παίρνει καὶ στάμενα περσά, τρακόσια κηντηνάρια, δουκάτα λέγω μετρητά, ὁπού ’σανε καθάρια. Τότες ἐκεῖθ’ ἀπέρασε κ’ ἐδιάβη στὴ Βερία | |
510 | Βεριᾶς ἐκεῖν’ οἱ στρατηγοὶ εἶχαν παλικαρία. Τότες ἐπαρεκάλεσαν νὰ μὴν τοὺς ζημιώνουν, κι ὅ,τι ὁρίς’ Ἀλέξανδρος ἐκεῖνοι νὰ πληρώνουν· γρικώντας τὴν παλικαριὰ ἐκείνους εἰρηνεύει, ἐτότες ἐσηκώθηκε ἐκεῖθε καὶ μισεύει. | |
515 | Στὴν Ἀμμωνίκη ἐδιάβηκε, ὀμορφαρδινιασμένος, νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, ὁπού ’τονε ταμένος. Ἐκεῖνος ἦτον ὁ θεός, τὸ ὄνομα Ἀμμῶνος· ἐμπῆκε ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν ναόν του μόνος· καὶ ἔστειλε τὰ κάτεργα εἰς τὴν Φωκίδα νήσου, | |
520 | νὰ πᾶσι γληγορώτερα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσου. Ἐκεῖνος γλήγορά ’λεγε ἐκεῖ γιὰ νὰ περάση, μὸν νὰ σταθῆ στὸν Ἄμμωνα νὰ τόνε θυσιάση. Μέσα ς’ αὐτεῖνον ἔμεινε νὰ δῆ τὴν ἀρετή του, γιατὶ ἡ μάνα τὄλεγε τὶ αὐτὸς ἒν ὁ πατήρ του· | |
525 | καὶ ἐδεήθη τὸν Ἀμμῶν, ἂ λέγη τὴν ἀλήθεια, ἂν ἔναι ὁ πατέρας του καὶ ἔχη τον βοήθεια. Ἐκεῖ ποὺ ἐκοιμήθηκε, εἶδε εἰς τ’ ὄνειρόν του, τὴν μάνα τ’ ἀγκαλιάστηκε κ’ ἔχει τον βοηθόν του. Ὡσὰν τὸ εἶδε τ’ ὄνειρον, αὐτὸν ἀνακαινίζει· | |
530 | μὲ ὅλη τὴν σπλαγχνότητα ἔμορφα τόνε κτίζει | |
γράμματα γράφ’ Ἀλέξανδρος, χαίρει θεῷ Ἀμμῶνι, υἱόν του τὸν Ἀλέξανδρον νὰ τὸν κατευοδώνη. Καὶ τότε τὸν ἐρώτησε ἂν ἒν τὸ θελημά του νὰ κτίση κάστρ’ Ἀλέξανδρος, νὰ στέκη τ’ ὄνομά του· | 117 | |
535 | κι ἀπιλογήθη ὁ θεὸς ἂ θέλη γιὰ νὰ κάμη· «Κτίσε πόλιν Ἀλέξανδρον στὸν Νεῖλον τὸ ποτάμι, καὶ βάλε τὰ θεμέλια της στὴν παραθαλασσία, ς’ ὅλον τὸν κόσμον τὸ λοιπὸν νά ’χη τὴν ἐμπασία.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος τοῦ ἔκαμε θυσία, | |
540 | ἐτότες ἐκατέβηκε στὴν παραθαλασσία· καὶ ἐκ τὸν Νεῖλον ποταμὸν ἐλάφι ἀπερνάει, ὀκ τὸ φουσάτ’ ἀπέρασε καὶ ὀμπρὸς πάντα πάει. Καὶ ἄφησε Ἀλέξανδρος αὐτεῖνο νὰ δοξεύσουν, νὰ δράμουσι ὀγλήγορα κ’ ἐκεῖνο νὰ φονεύσουν. | |
545 | Καὶ σύρνει τὰς σαΐτας του κ’ ἐκεῖνος δὲν τὸ σώνει· ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου κεῖ Πλατόνι. Καὶ ἔφθασε Ἀλέξανδρος ἐκεῖθεν καὶ περνάει ’κ τὸν τάφονε τοῦ Σίρεως τότε καὶ προσκυνάει. Ἦλθε ’ς ποτάμι φοβερὸν ’ς ποὺ δώδεκα παγαίνει, | |
(550) | πάσα ποτάμι τὸ λοιπὸν χώρά ’τον γεναμένη· καὶ τὰ ποτάμια τὰ ἀκοῦς ἤσανε κινημένα. Λοιπὸν αὐτὰ ἐρχόντησαν, στὴ θάλασσα παγαῖνα· ἠθέλησεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖ νὰ κτίση χώρα, κ’ ἐμέτρησε τὸ πλάτος της τότε κατὰ τὴν ὥρα, | |
555 | ὁμοίως καὶ τὸ μάκρος της ἐσημαδέψανέ το, καὶ νὰ κτιστῆ μικρότερη ἐσυβουλεύανέ το· ὅλοι ἐσυβουλεῦαν τον μεγάλη μὴν τὴν κτίση, μήπως δὲ θέλει δυνηθῆ ἀνθρώπους νὰ γεμίση. Μεγάλη χώρα τὸ λοιπὸν ἔξοδον θέλει νά ’χη, | |
560 | μὰ κάλλιο ἔναι νά ’ν μικρή, γιὰ νὰ μὴν ἔχη μάχη. Καὶ ὅρισε Ἀλέξανδρος νὰ κάμουν οἱ κτιστάδες ἐκεῖνο ποὺ νὰ τοὺς εἰποῦν ὅλοι οἱ βουλευτάδες· κ’ ἐκάμασι τὸ μάκρος της τοῦ Δράκοντος αὐλάκι, ὁποὺ τὴν ἐθεμέλιωσαν κ’ ἐκάμαν καὶ χαντάκι· | |
565 | ἐπήγαινε τὸ μάκρος της τοῦ Θέμβονος ποτάμι, ἐκεῖθεν τὴν ἐκάμασι γιὰ νά ’χη τὴ δυνάμη· ἦτον ἐκεῖ τὸ πλάτος της ὡς ἀπὸ τοῦ Μηδίου, ἐπῆγε καὶ ἀκούμπισε ὡς τοῦ Ἀριλογχίου καὶ ὅσοι ἦσαν ἐδεκεῖ Λεξανδρινοὺς τοὺς κράζει, | |
570 | ἐδέτις καὶ τὴν χώραν του θέλει νὰ ὀνομάζη. Εἷς γέρος τὸν βουλεύτηκε· «Νὰ κτίσης μὲ αὐλῶνας τὴν πόλιν, ὦ Ἀλέξανδρε, νὰ στέκη εἰς αἰῶνας.» Ὅρισε γὰρ νὰ κάμουσι τὸν λόγον τοῦ γερόντου, γιατ’ εἶδε μὲ τὰ μάτια του πολλὰ εἰς τὸν καιρόν του. | 118 |
575 | Εἶδε νησὶ Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε τὸ πῶς τὸ κράζουν· εἶπαν του· «Φέρον, δέσποτα, οἱ πάντες τ’ ὀνομάζουν· ἐκ’ ἔναι τάφος τὸ λοιπὸν κι ὅρισε ἡ αὐθεντιά σου (Τρωὸς μὲ τ’ ὄνομα), κ’ εἰπὲς αὐτεῖνον νὰ τὸν φθειάσου.» Καὶ τοὺς κτιστάδες ἔστειλε νὰ τὸν ἀνακαινίσουν, | |
580 | νὰ πᾶσι γληγορώτερο καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσουν· κ’ ἐδιάβηκαν κ’ ἐκτίσαν τον καὶ πάλι ἐγυρίσαν τὴν χώραν ὅλη ὁλόγυρα μ’ ἀλεύρι ἐμετρῆσαν. Ὡς εἴδασι τὰ ὄρνεα τ’ ἀλεύρια πὼς ὑπᾶνε, στ’ ἀλεύρια ἐχυμήσασι ὅλα τους γιὰ νὰ φᾶνε. | |
585 | Κ’ ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος τὸ τί δηλοῖ ἡ πέψη· «Ἡ χώρα κείνη», τοῦ ’πασι, «τὸν κόσμον θέλει θρέψει. Καθὼς εἶν καὶ τὰ ὄρνεα ποὺ πᾶν τὴν οἰκουμένη, ἡ χώρα μας γὰρ πάντοτε θέλ’ εἶσται τιμημένη.» Ὁ μάστορας ἀρχίνησε τὴ χώρα γιὰ νὰ κτίζη, | |
590 | κ’ ἐβγῆκε δράκος φοβερὸς καὶ δυνατὰ σουρίζει· ὅρισε ὁ Ἀλέξανδρος νὰ σφάξουσι τὸν δράκον, κ’ εἶπε νὰ τόνε θάψουσι, καὶ νὰ τοῦ κάμουν λάκκον. Ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐθάψασι, κάμνει ναὸν μεγάλον, στῆς χώρας τὸ περίγυρο οὐδὲν ηὑρίσκεις ἄλλον. | |
595 | Στὴν χώραν ἦσαν τὸ λοιπὸν ὅταν ἐθεμελιώθη, οὐδὲν ἐλεῖψαν ἀποκεῖ, ὥστε ποὺ τελειώθη· καὶ πέντε γράμματά ’γραψαν σὲ στίχον εἰς τὴν πόλη, γιὰ νὰ τὰ βλέπουν τὸ λοιπὸν νὰ τ’ ἀναγνώθουν ὅλοι· τὰ γράμματα ποὺ θὲ νὰ πῶ, ποὺ θέλετε ἀκούσει, | |
(600) | ἐκεῖνοι ποὺ τὰ λέγουσι θέλουν σᾶς τὸ διαλύσει· τὸ ἄλφα λέγει Ἀλέξανδρος, τὸ βῆτα βασιλεία, τὸ γάμμα γένος, ὅρισε ὅλην τὴν αὐθεντία· τὸ δέλτα Δία τοῦ θεοῦ, τὸ ἒ αὐτεῖνο πάλι, ἐπόκτισεν Ἀλέξανδρος τὴ χώρα τὴ μεγάλη. | |
605 | Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος κ’ ἠθέλησε νὰ ποίση, στὸν Σοβραπίδη τὸν θεὸν νὰ πὰ νὰ προσκυνήση· | |
τότες τὸν ἐπροσκύνησε κι αὐτεῖνον ὀνομάζει, πρόβατα φέρνει περισσὰ καὶ τόνε θυσιάζει. Ὅρισε τὰ φουσάτα του στὴν Αἴγυπτον νὰ πᾶσι, | 119 | |
610 | ὁ κόμης μὲ τὰ κάτεργα στὴν Τρίπολη νὰ πιάση. Στὴν Μέφη ἐδιάβησαν, ἐκεῖθεν τριγυρίζουν, οἱ Μέφοι τότε μὲ σπουδὴ αὐτείνους κανισκίζουν· κ’ ἐπαίρνουν τὸν Ἀλέξανδρον στὸν θρόνον νὰ καθίση, εἰς τοῦ Φαγίστου τοῦ θεοῦ, ὡς γιὰ νὰ τοὺς ὁρίση· | |
615 | ὡσὰν ἐκάτσε στὸ θρονί, εἶδε ἐκεῖ γραμμένα, εἰς μιὰ κολόνα γράμματα κ’ ἦσαν διαρμηνεμένα· κ’ ἐλέγασι τὰ γράμματα νά ’λθη ἡ βασιλεία, νὰ καταλάβη τοὺς ἐχθροὺς κ’ ἐκείνην τὴν Περσία. Ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος γιὰ τὰ ἐκεῖ θεμένα, | |
620 | καὶ εἴπασι· «Τοῦ Κτεναβοῦ εἶναι τὰ γεγραμμένα· τὸν εἴχαμεν αὐθέντη μας καὶ ἐκυρίευέ μας, καὶ μιὰν αὐγὴ σηκώθηκε ἐδῶθεν κ’ ἔφυγέ μας· καὶ τοὺς θεοὺς δεήθημαν νὰ δοῦμε τί ἐγίνη, καὶ ἀποκρίθησαν ς’ ἐμᾶς καὶ εἴπασι ἐκεῖνοι | |
625 | ὅτι ἔλθει θέλει βασιλειὰ καλὰ νὰ μᾶς ὁρίση, στὰ ἔθνη κεῖνα τὰ κακὰ νὰ μᾶς ἐξεκδικήση.» Ὡς τό ’κουσεν Ἀλέξανδρος, ἀγκάλιασε τὴν στήλη, καὶ ὅλην τὴν ἐφίλησε μὲ στόμα καὶ μὲ χείλη· καὶ εἶπε· «Τοῦ πατέρα μου εἶναι τὰ γεγραμμένα, | |
630 | ἐκεῖνος τὰ προφήτευε καὶ τά ’καμνε γιὰ μένα.» Στάμενα τοὺς ἐζήτησε νὰ κτίς’ Ἀλεξανδρεία, κ’ ἐκεῖνοι τοῦ ἐδώκασι μὲ καθαρὴ καρδία. Ἐκεῖθεν ἀσηκώθηκε κ’ ὑπάγει στὴ Σουρία, ὅλοι τους τοῦ δουλώθηκαν καὶ κάμνουν του μερία. | |
635 | Καὶ τότες ἐκατέβηκε στὴν Τύρον κ’ ἐδιέβη· ἡ Τύρο δὲν τὸν προσκυνᾶ, μὰ πόλεμον γυρεύει. Λοιπὸν σκοτώθησαν ἐκεῖ πολλοὶ Μακεδονίτες, ὁποὺ τοὺς ἐσκοτώσασι αὐτεῖνοι οἱ Τυρίτες· γραφὴ ἔκαμε Ἀλέξανδρος στὴν Τύρο γιὰ νὰ δώσουν, | |
640 | μαντατοφόρους ἔστειλε νὰ τοῦ τὴν παραδώσουν· ἔγραφεν ἔτσι ἡ γραφή, σὰν θέλετε ἀκούσει, οὕτως τὴν ἐδιαβάσασι κι ὅλοι τους τὴν γρικοῦσι· «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, υἱὸς ὁ τοῦ Ἀμμῶνος, | |
καὶ τοῦ Φιλίππου ὁ υἱός, ἦτον αὐτεῖνος μόνος· | 120 | |
645 | καὶ βασιλεὺς γὰρ μέγιστος Εὐρώπης καὶ Ἀσίας, Αἰγύπτου γὰρ καὶ τῶν ἑξῆς, καὶ πάσης τῆς Σουρίας· λοιπὸν στὰ ἔθνη ἔρχουνμου αὐτεῖνα τῆς Ἀσίας, κ’ ἐκεῖνα γὰρ ἐδούλωσα ὁμοῦ μὲ τῆς Σουρίας· ς’ ἐκεῖνα γὰρ ὑπήγαινα κ’ εἶχα μεγάλ’ εἰρήνη, | |
(650) | καὶ ὅλοι μοῦ δουλώνοντα, κ’ ἔκαμνα δικιοσύνη. Ἐσεῖς ὀρέγεσθε λοιπὸν διὰ νὰ πολεμᾶτε, σὲ ποιὰν ὀλπίδα στέκεστε, ποῦ θέλετε νὰ πᾶτε; Λοιπὸν τὸ κάστρο δότε μου μὲ τὴν ταπεινοσύνη, κ’ ἐγὼ νὰ κάμω εἰς ἐσᾶς μεγάλη λεμοσύνη. | |
655 | Καὶ ἂν οὐδὲν θελήσετε, θέλω νὰ κάμω δρόμον, τὰ ἄλλα ἔθνη γιὰ νὰ δοῦν, νά ’χουν μεγάλον τρόμον. Ὡσὰν ἰδοῦν Ἀλέξανδρον ὅλοι νὰ προσκυνοῦσι, ν’ ἀνοίγουσι τὲς χῶρες τους καὶ νὰ τὸν ἀγαποῦσι. Λοιπὸν διὰ τὸ κάλλιο σας ὅλους σας συβουλεύω, | |
660 | κι ὁλῶν σας χαιρετίσματα μὲ τὴ γραφὴ σᾶς πέβω.» Ὡσὰν ἀκοῦσαν τὴν γραφήν, ἀβούλως ἔτς’ ἐποῖσαν, τοὺς χαρτοφόρους παρευθὺς ἔπιασαν κ’ ἐφουρκίσαν. Ὡς τό ’κουσεν Ἀλέξανδρος, ἔσεισε τὸ κεφάλι, κ’ ἐγύρευε κατασκευὴ γιὰ νὰ τοὺς καταβάλη. | |
665 | Στὸν ὕπνον τού ’δ’ Ἀλέξανδρος ἕνά ’μορφο ὀνεῖρο, κ’ οἱ μάντες του τοῦ εἴπασι τὶ πάρει θὲ τὴν Τύρο· κ’ εἰς τρεῖς ἡμέρες τὸ λοιπὸν ἡ Τύρο παρεδόθη, ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος, στὰς χεῖρας του ἐδόθη. Ἐμπαίνουν τὰ φουσάτα του κι ὅλη την ἀφανίζει, | |
670 | κι ὅποιοι ἐκάμαν τὸ κακό, πιάνει καὶ τοὺς φουρκίζει. Φουσάτο μέσα ἄφησε, ὅς’ ἀπατός του χρήζει, νὰ τὴ φυλάγη δυνατὰ καὶ νὰ τὴν περιορίζη. Καὶ ὅρισε Ἀλέξανδρος ὀμπρὸς γιὰ νὰ κρατοῦσι. Μαντατοφόροι Δάρειου στὸν δρόμον τ’ ἀπαντοῦσι. | |
675 | Ἠφέρανέ του τὸ λοιπὸν χρυσὸν εἰσὲ σεντούκι, βαστούσανέ του καὶ ῥαβδὶ καὶ σφύρα καὶ ματσούκι· ἐδῶσαν του κ’ ἐπιστολή, τὸ τί ’σαν τὰ γραμμένα, ἐπιστολὴ τὰ θέλει πεῖ ὅλα τὰ γεγραμμένα. «Βασιλεὺς ὁ Δάρειος, αὐθέντης τῆς Περσίας, | |
680 | δοῦλο μ’ ὁρίζ’ Ἀλέξανδρον, πὂν τῆς Μακεδονίας, νὰ στρέψη εἰς τὴν μάνα του νὰ τόνε κανακίζη, καὶ νὰ τὸν ἔχη σὰν παιδὶ καὶ νὰ τόνε ῥαβδίζη· γιὰ τοῦτο σὄστειλα ῥαβδὶ ὡς διὰ νὰ σὲ δέρνουν, μ’ αὐτεῖνο νὰ σὲ δέρνουσι καὶ νὰ σὲ μαστιγώνουν· | 121 |
685 | καὶ τὸ σφυρὶ γιὰ παίγνιο, χρυσάφι γιὰ τροφή σου, γιὰ ν’ ἀγοράζης βρώματα, ν’ ἀποκρατῆ 〈ἡ〉 πνοή σου· γιὰ κείνους ποὺ ἐμάζωξες ἔξοδες νὰ γυρίσουν, νὰ πᾶσι γληγορώτερα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσουν. Γύρισε καὶ ἐσὺ λοιπὸν κι ἄμε μ’ αὐτοὺς ὀπίσω, | |
690 | τὶ πέβω νὰ σὲ πιάσουσι καὶ νὰ σὲ τυραγνήσω· ἄμε, παιδάκι, τὸ λοιπόν, νὰ παίζης στὸ τσουγκάνι, κι ὁ κόσμος νὰ μαζώνεται, τίποτες δὲ σοῦ κάνει· δουκάτα ’χω ἀμέτρητα, φουσάτα ἔχω πλήθια, τὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν ἔχω τον γιὰ βοήθεια. | |
695 | Κι ἂ δὲ μ’ ἀκούσης νὰ στραφῆς διὰ νὰ πᾶς ὀπίσω, νὰ πέψω νὰ σὲ πιάσουσι, καὶ νὰ σὲ τιμωρήσω· καὶ τὸν θεόν, ταλαίπωρε, θέλεις νὰ πολεμήσης, ὁπού ’μαι σύνθρονος ἡλιοῦ καὶ μὲ φοβᾶται ἡ κτίσις;» Καὶ τὴ γραφὴ ἀκούσασι καὶ πιάνει τους ἡ ζάλη, | |
(700) | οἱ Μακεδόνες ἔτρεμαν, μικροί τε καὶ μεγάλοι. Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ὅτ’ εἶναι φοβισμένοι, εἶπε τους· «Στρατιῶτες μου, γιατί ’στεν τρομασμένοι; Γιὰ κεῖνα ὁποὺ ἔγραψε ὁ Δάρειος καὶ λέγει; Ἐγὼ ὀλπίζω στοὺς θεούς, ὕστερα θέλει κλαίγει· | |
705 | αὐτὸς τὸ κάμνει σὰν σκυλὶ κι ἀπομακρὰ βαβίζει, καὶ ὕστερα τὸν ἄνθρωπον ποσῶς δὲν τὸν ἐγγίζει. Ἔτσι κι αὐτὸς μὲ λόγους του θέλει νὰ μᾶς φοβίζη· λοιπὸν κι αὐτὸν ἀπομακρὰ ἀφῆτε τον κι ἂς βρίζη· ἐλπίζω πρῶτα στοὺς θεοὺς κ’ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας, | |
710 | νικοῦμε τον τὸν Δάρειον, μὸν νά ’ν καλὴ 〈ἡ〉 καρδιά μας.» Ἐτοῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος κι ὅρισε γιὰ νὰ ποίσουν, μαντατοφόρους Δάρειου νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν. Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Καὶ τί ’μαστε σφαλμένοι; Ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Δάρειον εἴμαστ’ ἀπεσταλμένοι.» | |
715 | Εἶπε τους ὁ Ἀλέξανδρος· «Μὴ μέμφεστε ἐμένα, μέμφεστε τὸν αὐθέντη σας, τὰ μὄχει δῶ γραμμένα· οὐδὲν σᾶς πέβει ’ς βασιλιά, μόνον εἰσὲ παιδάρι· τέτοιαν τιμὴ αὐθέντης σας μοῦ κάμνει κ’ ἔχω χάρη.» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Εἴμαστ’ ἀπεσταλμένοι | 122 |
720 | ἐκ βασιλέα Δάρειον, εἴμαστ’ ἑρμηνεμένοι· καὶ τώρα ηὑρισκόμαστεν στὰ χέρια τὰ δικά σου, ὅ,τι ὁρίσης εἰς ἐμᾶς κάμε ἡ αὐθεντιά σου.» Κι ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος, αὐτὸς τοὺς δοκιμάζει, λοιπὸν κανίσκι ἔμορφο τότες τοὺς ὀρδινιάζει· | |
725 | κ’ ἐδῶσε τους ἐπιστολὴ τοῦ Δάρειου νὰ δώσουν, νὰ τοῦ τὴν πᾶν ὀγλήγορα νὰ τοῦ τὴν ἀναγνώσουν. Ἐπιστολὴ τὰ θέλει πεῖ ὅλα τὰ γεγραμμένα, ἐκεῖνα πού ’π’ Ἀλέξανδρος καὶ τά ’χει μιλημένα· «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, υἱὸς τῆς Λυμπιάδος, | |
730 | Μακεδονίας ἀρχηγὸς καὶ πάσης τῆς ὁμάδος· εἰς τῶν Περσῶν τὸν βασιλή, Δάρειον ἀξωμένον, τὸν βασιλιὰ τῶν βασιλιῶν κι ἀπ’ ὅλους τιμημένον· ἐγνώριζε ὁτ’ ἄσχημον ἒν ἐτοῦτο ὁπ’ ὁρίζεις, νὰ λέγεσαι ἐσὺ θεὸς κ’ ἐμένα γιὰ νὰ βρίζης· | |
735 | καὶ τοῦτα γὰρ οἱ βασιλεῖς ποσῶς δὲν τὰ ’ρευνοῦσι, οὐδὲν ἀλαζονεύονται νὰ λέγουν τὶ νικοῦσι. Λέγεις ἐσὺ κ’ εἶσαι θεὸς καὶ σύνθρονος ἡλίου, τ’ ὁποῖον θάνατον χρωστεῖς κ’ εἶσαι τοῦ μακελείου. Ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος φθαρτὸς θὲ νὰ σὲ πολεμήσω, | |
740 | καὶ ἔρχομαι ἀπάνου σου, θέλω νά ς’ ἀφανίσω· λοιπὸν τὴν ἄνω πρόνοιαν περίσσια τὴν δοξάζω, ’ξ ἐκείνην ἔχω τὴν βουλὴ νὰ ’λθῶ νὰ σὲ πειράζω. Καὶ τὴ γραφὴ ποὺ μὄστειλες, οἱ πάντες τὴν γρικῆσαν, τὰ λόγια ὁποὺ ἔγραψες, ὅλοι τους τὰ ’ρευνῆσαν· | |
745 | καὶ ἔστειλές μας τὸ λοιπὸν χρυσάφι γιὰ νὰ φᾶμε, ὁποῖο καὶ μᾶς ἔγραφες ὀπίσω γιὰ νὰ πᾶμε· οἱ Μακεδόνες ἔρχονται μὲ καθαρὰ καρδία, ἔμαθαν τ’ εἶσαι πλούσιος κ’ ἔρχονται στὴν Περσία. Ἂ σὲ νικήσω τὸ λοιπόν, θέλ’ ἀκουστῆ μεγάλος, | |
(750) | νὰ μὴ σταθῆ τινὰς μ’ ἐμὲν νὰ πολεμήση ἄλλος· καὶ ἂν νικήσης σὺ ἐμέν, ὀλίγον ἒν δαμάκι, | |
διότι δὲν ἐνίκησες, σὰν γράφεις, μὸν παιδάκι· καὶ τοῦτο σὺ τὸ ἔγραψες εἰς τὴν ἐπιστολή σου, παιδὶ μικρὸ μὲ ἔγραφες μὲ ὅλην τὴν βουλή σου. | 123 | |
755 | Καὶ ἔστειλές μου καὶ ῥαβδὶ μετ’ αὖτο νὰ σὲ τύψω, τὰ κόκκαλά σου μετ’ αὐτὸ ὅλα νὰ τὰ συντρίψω· καὶ τὸ σφυρὶ ποὺ μὄπεψες, νὰ στέκη στεριωμένη ἡ αὐθεντιά μου δυνατὰ ς’ ὅλην τὴν οἰκουμένη· καὶ τὸ χρυσάφι τὸ λοιπὸν σημεῖον γιὰ νὰ γένη, | |
760 | νὰ μὲ τελῆ ὁ τόπος σου, δουκάτα νὰ μοῦ φέρνη.» Κι ἀπῆτις τὴν ἀπόγραψε, πιάνει καὶ τὴν βουλώνει, κ’ ἐκείνην πρὸς τὸν Δάρειον γλήγορα τὴν βγοδώνει. Κι ἀποκρισάρους ἄρχοντες ἔστειλε μετὰ κείνη, ἐπῆραν τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Δάρειον ἐκεῖνοι. | |
765 | Ὁ Δάρειος ἀνάγνωσε ἐκεῖνο τὸ πιτάκι, κ’ ἐγνώρισε Ἀλέξανδρον ὅτι δὲν ἒν παιδάκι· ἐγνώρισε ὁ Δάρειος ὅτι ἔναι τιμημένος Ἀλέξανδρος καὶ τολμηρός, μάλιστα κι ἀντρωμένος. Κ’ ἐπιστολὴ ἀπέστειλε νά ’νιαι ὀρδινιασμένοι, | |
770 | εἰς τοὺς σατράπας Δάρειος, γιὰ νά ’νιαι βγοδωμένοι· «Βασιλεὺς μέγας Δάρειος, γράφω τὸν ὁρισμόν μου, πέβω καὶ χαιρετίσματα εἰς ὅλον τὸν λαόν μου. Ἔμαθα τὶ Ἀλέξανδρος ἦλθ’ ἐκ Μακεδονία, καὶ ἦλθε εἰς τὸ σταύρωμα καὶ πιάνει τὰ βουνία· | |
775 | λοιπὸν αὐτὸς τὲς χῶρες μου ὁλόγυρα γυρίζει, ἕνας ληστὴς ὡσὰν αὐτὸν νὰ τὲς περιορίζη. Ἀρματωθῆτε δυνατά, σύρετε μὲ μανία, ὡς γιὰ νὰ μὴ γυρίσουσι ὅλοι ’ς Μακεδονία· κ’ ἔχετε τὰ φουσάτα σας καλὰ εὐοδωμένα, | |
780 | Ἀλέξανδρον νὰ πιάσετε, νὰ στείλετε ς’ ἐμένα· καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες του ἂς εἶν περιορισμένοι, στὴν Ἐρυθρὰν τὴν Θάλασσαν νὰ πᾶν σιδερωμένοι, καὶ τ’ ἄλογα καὶ τ’ ἄρματα νὰ εἶναι ἐδικά σας, αὐτεῖνα πάρετε ἐσεῖς, ἂς εἶναι μερασιά σας.» | |
785 | Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν, εἶπαν διὰ νὰ γένη γραφὴ ἄλλη στὸν Δάρειον γλήγορα νὰ παγαίνη· «Ὅλοι οἱ στρατιῶτες σου πάντες σὲ προσκυνοῦμε, | |
τὸ γράμμα ποὺ μᾶς ἔστειλες ὅλοι μας τὸ γρικοῦμε. Θαυμάζομέστε τὸ λοιπὸν ὅλοι στὴν ἀφεντιά σου, | 124 | |
790 | ὁπ’ ἄφηκες τὸν τόπον σου καὶ δὲν πονεῖ 〈ἡ〉 καρδιά σου· καὶ πάσα μέρα εἰς ἐμᾶς ἔρχουνται Μακεδόνοι, ἀνδρειωμένοι, τολμηροί, τίς νὰ τοὺς ἀπομένη; Καὶ γράφεις μας νὰ πάγωμε αὐτεῖνον γιὰ νὰ πιάσου, κ’ ἐμεῖς σὲ συβουλεύομε νά ’λθη ἡ αὐθεντιά σου, | |
795 | καὶ νὰ συνάξης δύναμιν καὶ ὅλον τὸν λαόν σου, νά ’λθης τὸ γληγορώτερο νὰ διώξης τὸν ἐχθρόν σου.» Γρικώντας κεῖνα Δάρειος, εἶπε διὰ νὰ γένη ἐπιστολὴ ἐγλήγορα, γιὰ νά ’ναι γεναμένη. «Βασιλεὺς μέγας Δάρειος 〈’σ〉 σατράπας γράφ’ εἰρήνη· | |
(800) | ἐθάρρουν κ’ ἔχετε ς’ ἐμὲ μεγάλη μπιστοσύνη· καὶ γράφω σας νὰ ξεύρετε, εἴτι καὶ ἂ ζημιώση Ἀλέξανδρος στὸν τόπον μου, θέλει μοῦ τὰ πληρώσει, διότις δὲν ηὑρίσκεστε ς’ ἐμένα δουλωμένοι· καὶ ποιοί σας εἰς τὸ πόλεμον βρίσκονται λαβωμένοι; | |
805 | Καὶ ἔγραψά σας τὸ λοιπὸν αὐτεῖνον γιὰ νὰ πιάστε. Νά ’λθω αὐτοῦ μοῦ γράφετε, θέλετε νὰ μὲ ντροπιάστε. Μὲ ποιὸν ἀφέντη τὸ λοιπόν, μὲ ποῖον βασιλέα, μ’ ἕνα ληστὴν μὲ κράζετε νὰ κάμω τὴ μαλέα; Κάθεστε, ἀναπεύεστε, κ’ ὕστερα θὲ νὰ ποίσω, | |
810 | ὅσοι δὲν ἀναγκάζουσι νὰ πιάσω νὰ φουρκίσω.» Γραφὴν ἐτούτη ἔστειλε στὲς ἐδικές του χῶρες, ὅλοι γιὰ ν’ ἀναγκάζωνται νύκτες καὶ τὲς ἡμέρες· ἐγρίκησε Ἀλέξανδρος ὅτι κοντὰ κοντεύει· γραφὴ ἔκαμεν ὁ Δάρειος, καὶ τότε τοῦ τὴν πέβει. | |
815 | «Βασιλεὺς μέγας Δάρειος, ς’ ὅλους τετιμημένος, λανθάνεσαι, Ἀλέξανδρε, καὶ εἶσαι κομπωμένος· καὶ σὲ λανθάνει, Ἀλέξανδρε, πὼς εἶμ’ ἐγὼ μεγάλος, στὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν ποὺ δὲν ηὑρίσκετ’ ἄλλος· δὲ ς’ ἀπαντᾶ, Ἀλέξανδρε, ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀφεντεύης, | |
820 | στὴν χώρα τὴν Μακεδονιά, μὰ δῶ ’ρθες καὶ γυρεύεις· κ’ ἔπιασες καὶ ἐμάζωξες αὐτείνους ποὺ σοῦ μοιάζου, κι αὐτεῖνοι οἱ ταλαίπωροι μ’ ἐσένα ὁμονοιάζου. | |
Τὸν ἑαυτόν σου τὸ λοιπὸν κηρύττεις βασιλέα, ζητᾶς, θέλεις τὲς χῶρες μου καὶ κάμνεις καὶ μαλέα. | 125 | |
825 | Κακόφρονε Ἀλέξανδρε, τί ἔναι τὸ γυρεύεις; Γύρισε εἰς τὸ σπίτι σου νὰ πάγης ν’ ἀφεντεύης. Ὀμνέω σου εἰς τοὺς θεούς, τίποτα νὰ μὴν ποίσω, κ’ ἐκεῖνα ὁποὺ μὄσφαλες νὰ σοῦ τὰ συμπαθήσω.» Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ποσῶς δὲν ἐσαλεύθη, | |
830 | μάλλιο ’ξ ἐκεῖνο πού ’τονε περσότερον ἐχθρεύθη· κ’ οἱ Πέρσες ἐγρικήσασι τὶ Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει, λοιπὸν ὅλοι στὸν πόλεμον ἦσαν ὀρδινιασμένοι· καὶ τὰ δραπανοάμαξα εἶχαν ὀρδινιασμένα, σὲ τόπον ἐπιτήδειον τὰ εἴχασι βαλμένα· | |
835 | κι ὀρδινιασμένοι ἤσασι ς’ αὐτὸ τοὺς Ἀμαζόνους γιὰ νὰ τοὺς ἀπολύσουσι ἀπάνω ’ς Μακεδόνους κι ἄλλο φουσάτ’ ἀρμάτωσαν, ὄμορφα βοδωμένο, τὴν τάξιν ὅλην τῆς στρατιᾶς ἦτον διαρμηνεμένο· κ’ ἐπαραγγεῖλαν ὁλωνῶν, σὰν βούκινο βαρέση, | |
840 | τότε νὰ κάμη πασαεὶς ἐκεῖνο ποὺ μπορέση. Σὰν ἔφτασε Ἀλέξανδρος, τὰ βούκινα βαροῦσι, ’κ τὰ δύο μέρη κονδαρὲς ὅλοι τους νὰ κτυποῦσι. Καὶ ἐσκοτώθησαν πολλοί, νέοι καὶ παλικάρια, ὁποὺ τοὺς ἐκτυπούσασι στὸ στῆθος μὲ κοντάρια· | |
845 | στ’ ἄλογ’ ἀνέβ’ Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε διὰ ν’ ἀρχίσουν οἱ σάλπιγγες γιὰ νὰ λαλοῦν, διὰ νὰ πολεμήσουν. Βοὴ ἐγένετο πολλὴ ἀνθρώπων καὶ κτημάτων, ποὺ τέτοιο πράμα κανενεὶς ποτὲ δὲν τὸ θυμᾶτον· παιγνίδια τότ’ ἐπαίξασι ὁμοῦ κι ἀνακαράδες, | |
(850) | τότες ἐπολεμήσασι αὐτεῖνοι οἱ ὁμάδες· καὶ τότες ἐσυνέκρουσαν πρῶτα μετὰ κονδάρια, τὰ παλικάρια ἤβλεπες ὁπού ’τανε καθάρια· καὶ τὰ κονδάρια τρίφθησαν ς’ ἐκείνη τὴ μπασία, καὶ τὰ σπαθία βγάλασι, κάμνουν ματοχυσία. | |
855 | Πολὺν καιρὸν ἐμάχονταν τότες καὶ ἐκτυποῦσαν, τὰ ἄρματα ’κ τὲς κοπανὲς ἐκεῖν’ ἀντιλαλοῦσαν· κι ὁ Δάρειος ἐστέκετον ἀπάνω εἰς τ’ ἁμάξι, εἰς τόπον στέκετον ψηλά, τηρᾶ κατὰ τὴν τάξη. | |
Ἐστάθηκεν Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε· «Ὦ παλικάρια, | 126 | |
860 | ὅλοι ἂς σταματήσωμε ἐτοῦτα τὰ κονδάρια. Ἐμεῖς λύκοι λεγόμεσθεν, πρόβατ’ αὐτοὶ λογοῦνται, ὅλους ἂς τοὺς σκοτώσωμε, πλέο νὰ μὴ καυχοῦνται.» Καὶ τότες πάλι ἔλεγε· «Στρατιῶτες Μακεδόνες, νὰ τιμηθοῦμε σήμερον, νὰ βγοῦμε μὲ κορόνες.» | |
865 | Καὶ τότες ἐχυμήσασι μὲ καθαρὰ καρδία, οἱ Πέρσες ἐτσακίζονταν κ’ ἐκάμνασι μερία· φουσάτο γὰρ τὸ πέρσικο ἦτον πολλὰ μεγάλο, στὸν κόσμον ὅλον τὸ λοιπὸν οὐδὲν ηὑρίσκετ’ ἄλλο· κ’ ἐκάμαν ἀνακάτωμα τότε πολλὰ μεγάλο, | |
870 | ποὺ δὲν ἐγνώριζε τινὰς ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλο· καὶ δὲν ἐγνωριζόντανε ποιοί ’ναι οἱ Μακεδόνοι, οἱ Πέρσες ἐσκοτίσθησαν κ’ ἤσανε τρομασμένοι· καὶ δὲν ἐγνώριζες ἐκεῖ πεζὸν ἢ καβελάρη, κι ὁπού ’τον ἄνδρας ἐδεκεῖ ἐτσάκιζε κονδάρι· | |
875 | οὔτε τὴ γῆ ἐβλέπασι οὐδ’ οὐρανὸν ἀπάνου, ἀπὸ τὸν τόσον κορνιακτὸν τὸ φῶς τους ὅλοι χάνου. Καὶ ὅλοι ἐκ τὲς κοπανὲς ἔμειναν δειλιασμένοι, ἡ νύκτα τοὺς ἐβόθησε κ’ ἐφύγαν οἱ καημένοι. Κ’ οἱ Πέρσες ἐφοβήθηκαν, φεύγουν οἱ ὀργισμένοι, | |
880 | εἰς τὰ κλαδία μπαίνασι κ’ ἐστέκαν μουλωμένοι. Ἐβλέποντα ὁ Δάρειος κατέβη ἐκ τ’ ἁμάξι, ἐκ τὴν πολλή του τὴν πρικιὰ ἤτονε νὰ πλαντάξη· ἄλογο ηὗρε γλήγορο κι ἀπάνου τ’ ἀνιβαίνει, καὶ φεύγει ὁ κακότυχος καὶ πλιὸ δὲν ἀνιμένει. | |
885 | Ἀλέξανδρος τοὺς ἔδιωξε κ’ ἐπιάσε τὴ μητέρα τοῦ Δάρειου καὶ τὴν γυνὴ καὶ μιά του θυγατέρα. Ἐνίκησεν Ἀλέξανδρος κ’ ἐβγῆκε τιμημένος, καὶ Δάρειος ὁ ταπεινὸς ἔμεινε κομπωμένος· κ’ ἐπαίρνει τὸ φουσάτο του Ἀλέξανδρος νὰ πᾶσι, | |
890 | εἰς χώραν Μήδων διάβηκε κι αὐτείνους ὑποτάσσει. Ὁ τόπος ἦτον ἄνυδρος κ’ ἤλθασι νὰ πλαντάξουν ἀπὸ τὴν πείνα ὅλοι τους, στό ’τοιμο νὰ λιμάξουν· στὴν στράτα ηὕρασι νερὸ κ’ ἔπιαν ὁποὺ διψοῦσα, ἀπὸ τὴν πείνα τὴν πολλὴν ἐξ αὔτους ἐσκοτῶσα. | |
895 | Καὶ ὅρισεν Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε διὰ νὰ σφάξουν | |
τὰ ἄλογά τους γιὰ νὰ φᾶν, ὡς γιὰ νὰ μὴ λιμάξουν. Ἐσφάξασι τὰ ἄλογα, πιάνουν καὶ τὰ τρῶσιν, καὶ ὅλοι ἐχορτάσασι ἐξ ἐκεινῶν τὴν βρῶσιν. | 127 | |
901 | Εἶπαν οἱ στρατιῶτες του σὲ τοῦτο· «Τί νὰ γένη, ποὺ φάγαμε τὰ ἄλογα, ὁπού ’μαστεν χρειασμένοι;» | |
899 | Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος· «Εἴμαστεν χορτασμένοι | |
(900) | ἀπὸ τὴν πείναν τὴν πολλήν, πού ’μαστεν πεινασμένοι. | |
903 | Λοιπὸν ἀναγκαιότερον ἔναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοῦτο ἔναι φανερὸ μετὰ πολλοὺς τοὺς τρόπους. | |
905 | Λοιπὸν διὰ τὰ ἄλογα δὲν εἴμαστεν χρειασμένοι, γιατὶ ἂ δὲν τὰ τρώγαμε ἤμαστ’ ἀποθαμένοι. Καὶ ἄλογα ηὑρίσκομεν σὲ τόπον τὸν καθένα, καὶ στρατιῶτες περισσοὺς νὰ ’λθοῦσι μετὰ μένα. Τώρα ἂν ἔλθη εἰς ἐμᾶς φουσάτο, ἐγρικοῦμε | |
910 | πρὸς τὴν καρδιὰν ποὺ ἔχομεν πεζοὶ νὰ τοὺς δεχθοῦμε. Ἂς κάμωμε ξυλόκαστρο μέσα διὰ νὰ μποῦμε, ὅσο νὰ ’λθῆ βοήθεια γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε· ἐγὼ ἀνθρώπους ἔπεψα ποὺ πᾶνε ταχυτέρου στοὺς τόπους ὁποὺ πῆρα με, βοήθεια νὰ μᾶς φέρου.» | |
915 | Σὲ δύο μέρες τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐδιάβη, εἰς τόπον ἐκατέβηκε, ὁπού ’τονε λιβάδι· καὶ τοῦ Δαρείου ἄλογα ἦταν ἐκεῖ βαλμένα, χιλιάδες ἤσανε πολλὲς κ’ ἦσαν καλὰ θρεμμένα. Τότες οἱ στρατιῶτες του αὐτὰ καβαλικεῦσαν, | |
920 | εἰς τὸν Ἀφράτη ποταμὸν ἐπῆγαν κ’ ἐπεζεῦσαν. Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ κάμη ἡ στρατιά του, τὸν ποταμὸν γιὰ νὰ περνοῦν ὁρίζ’ ἡ ἀφεντιά του. Γρικώντα ὁ Ἀλέξανδρος φοβοῦνται Μακεδόνες, εἶπε· «Ἂς ἀπεράσουσι τ’ ἁμάξια κ’ οἱ κατόνες.» | |
925 | Καὶ πάλι ἐφοβούντανε, μὴν πέση τὸ γιοφύρι καὶ τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ γένη ς’ αὐτοὺς κιβούρι. Ἀλέξανδρος σηκώθηκε κ’ εἶπε διὰ νὰ ποίση, οἱ στρατιῶτες κι ὁ λαὸς νὰ τὸν ἀκολουθήση. Ἀρχίνησε Ἀλέξανδρος πρῶτος γιὰ νὰ περνάη, | |
930 | τὸν ποταμὸν ἀπέρασε κι ὀμπρὸς ἀτός του πάει· | |
κι ἄλλο ποτάμ’ ἀπέρασε μ’ ὅλη του τὴ στρατεία, κι ἀντίπερα περάσασι στὴ Μεσοποταμία. Ἀπῆτις πέρα ἔσωσαν καὶ ὅλοι ἀπεράσαν, ὅρισε τὰ γιοφύρια τότες καὶ τὰ χαλάσαν· | 128 | |
935 | καὶ ὅλοι ἐπικραίνονταν αὐτοὶ οἱ στρατιῶται· τὶ ἂν τοὺς ἔλθη τσακισμός, νὰ φύγουσι ποῦ τότε; Ἀπεκρίθη Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες, γιὰ τσακισμὸν σεῖς λέγετε, νὰ φεύγετε ἐτότες; Γιατί δὲν λογαριάζετε τὶ θέλομε νικήσει, | |
940 | μὰ λέγετε· ‘Νικοῦνε μασ‘—ὁ Θιὸς νὰ μὴν τὸ ’ρίση; Καὶ τὰ γιοφύρια χάλασα πρόθυμα νὰ κτυπᾶτε, μηδὲν τὸ λογαριάζετε ὀπίσω γιὰ νὰ πᾶτε. Ὁ πόλεμος γὰρ δὲ φελᾶ ὁπὄναι τῶν φευγόντων, μὰ τιμημένος βρίσκεται πὄναι τῶν διωκόντων. | |
945 | Λοιπὸν γινώσκετ’, ἀδελφοί, τὶ θέλομε νικήσει, καὶ πασαεὶς στὸ σπίτι του γλήγορα θὲ γυρίσει.» Ἐτοῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος κ’ ἐθρασοποίησέ τους, προθύμους εἰς τὸν πόλεμον μὲ λόγους ἔκαμέ τους. Ἐπῆγαν καὶ ἀπέζευσαν στὸν ποταμὸν τὸν Τίγρη, | |
(950) | ἐκεῖ ἐκάμασι καιρόν, γιατ’ ἦτον ποτιστήρι. Ἀνθρώπους ἐκ τοὺς Πέρσεας πέντέ ’δαν ταχυτέρου, ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος ὀμπρός του νὰ τοὺς φέρου· οἱ Μακεδόνες ἔδραμαν γλήγορα μὴν τοὺς χάσου, κ’ ἐκεῖνοι ἐκρυφθήκανε εἰς μιὰ μεριὰ τοῦ δάσου. | |
955 | Εἷς Πέρσης γὰρ τοῦ Δάρειου τὲς φορεσὲς τ’ ἀλλάσσει μὲ ῥοῦχα μακεδονικὰ ἐκείνους νὰ γελάση καὶ τὸ τσεκούρ’ ἀσήκουσε τοῦ βασιλιῶς νὰ δώση. Εἰς τὸ κεφάλι τό ’δωσε, γιὰ νὰ τὸν θανατώση. Στοῦ Ἀλεξάνδρου βρέθηκε στὴν κεφαλὴν κασίδι, | |
960 | τὴν κοπανιὰ δὲν ἔχρηξε ἐκείνη ποὺ τοῦ δίδει. Τὸν στρατιώτην ἔπιασαν, ς’ Ἀλέξανδρον ὑπᾶνε, οἱ Μακεδόνες ἔδραμαν ὅλοι νὰ τόνε φᾶνε. Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Τί τόλμη γὰρ ἐποῖκες, ὁπού ’ρθες καὶ μοῦ βάρεσες καὶ δὲν ἐφοβηθῆκες;» | |
965 | Ἀπιλογήθ’ ὁ στρατηγός· «Ἐγώ ’μαι δουλωμένος | |
τ’ ἀφέντη μου τοῦ Δάρειου, κ’ εἶμαι ἐδῶ σταλμένος· καὶ εἶπε μου ὁ Δάρειος τὶ ἂ σὲ θανατώσω, ‘ἐγὼ τὴ θυγατέρα μου γυναίκα νὰ σοῦ δώσω‘. Ἂν πάρω τὸ κεφάλι σου, εἶπε μου νὰ μετέχω | 129 | |
970 | στὴν βασιλειά του χάρισμα, πατέρα νὰ τὸν ἔχω.» Ἀκούοντα Ἀλέξανδρος σύναξε τὴ στρατιά του, μέσα στὴ μές’ ἐστάθηκε κ’ εἶπε τὴ συντυχιά του. Κ’ εἶπε· «Κ’ ἐσεῖς, στρατιῶτες μου, ἔτσι νὰ μὴ φοβάστε γιὰ τὴν τιμὴν τὸν θάνατον, καὶ νὰ τόνε θυμάστε.» | |
975 | Καὶ τοῦτο εἶπ’ Ἀλέξανδρος καὶ τότε τὸν ἀφήνει, καὶ χάρισμα εὐγενικὸν ἐκείνου γὰρ τοῦ δίνει. Καὶ τὸ φουσάτο πού ’τονε ἐκεῖ τὸ τοῦ Δαρείου σηκώθηκε καὶ ἔφυγε κι αὐτεῖνο πισαυρίου. Ἀπόμεινε Ἀλέξανδρος ς’ ἐκεῖνον γὰρ τὸν τόπον, | |
980 | καὶ ἀναπαύτη ἡ στρατιὰ ἐκ τὸν περίσσιον κόπον. Καὶ ἄλλος ἐκ τοῦ Δάρειου ς’ Ἀλέξανδρον παγαίνει· «Δάρειον,» λέγει, «δούλευσα κι αὐτὸς δὲν μὲ πληρώνει· κ’ ἦλθα στὴν αὐθεντία σου φουσάτο νὰ ’ρδινιάσω, χιλιάδες δέκα στρατηγούς, νὰ πὰ νὰ τόνε πιάσω.» | |
985 | Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πήγαινε τὴ δουλειά σου, ποτὲ εἰς τὸν αὐθέντη σου μὴν ἔναι πιβουλιά σου. Ἐπειδὴ τὸν ἀφέντη σου θέλεις νὰ παραδώσης, κρένω καλὸν στὸν θάνατον νὰ μὴν τὸν ἀποδώσης.» Αὐτεῖνον ὁ Ἀλέξανδρος ποσῶς δὲν τὸν ἐδέχθη, | |
990 | μὰ μέσα ἡ καρδία του περίσσια τὸν ἐμέφθη. Οἱ στρατηγοὶ τοῦ Δάρειου ἐκάμαν νὰ ξορθώσουν ἐπιστολὴ τ’ ἀφέντη τους γουργὰ νὰ τὸν τὴν δώσουν. «Εἰς τὸν ἀφέντη τὸν ἡμῶν, Δάρειον τιμημένο, ἐμεῖς γιὰ τὸν Ἀλέξανδρον ς’ ἔχομε μηνημένο· | |
995 | καὶ πάλι γράφομέ σου το, ὅτ’ ἦλθε καὶ κουρσεύει, τὲς χῶρες ὁποὺ ἔχομε αὐτεῖνος τὲς γυρεύει. Ἐπολεμήσαμε μ’ αὐτὸν καὶ ὅλους μας σκοτώνει, ἀπόλιγον ἀπόλιγον ὅλους μας θανατώνει. | |
Ἔλα τὸ γληγορώτερο, προυτοῦ αὐτοῦ νὰ σώση, | 130 | |
(1000) | καὶ μὴν ἀφήσης τὸν λαὸν νὰ τόνε θανατώση. Ἤξευρε, τὸ φουσάτο του πολλά ’ναι ἀνδρωμένο, καὶ τολμηρὸ καὶ φοβερό, περίσσια μανιωμένο.» Ἀκούοντας ὁ Δάρειος Ἀλέξανδρος κοντεύει, ἔκαμε γλήγορα γραφή, εἰς αὔτονε τὴν πέβει. | |
1005 | Κ’ ἔγραφεν ἔτσι ἡ γραφή· «Ὀλπίζεις νὰ νικήσης; Γιατὶ ἔπιασες τὴν μάνα μου, λέγεις νὰ μ’ ἀφανίσης; Κ’ ἐγὼ δὲν τό ’χω τίποτες, μὸν νά ’ναι ἡ κεφαλή μου καλά, καὶ ἡ στρατεία μου νὰ στέκη στὴν βουλή μου. Κι ἂς τάξω μάν’ ἀπέθανε, θυγάτηρ οὐ γεννήθη, | |
1010 | καὶ ἡ γυναίκα, ἂς εἰπῶ, μ’ ἐμὲν οὐκ εὐλογήθη· ὅμως στεῖλε μ’ ἀπόφαση, τί θέλεις νὰ ποιήσης, κι ἂ βούλεσαι γιὰ νὰ ἐλθῆς μ’ ἐμὲ νὰ πολεμήσης.» Ὡς τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, ἐπόνες’ ἡ καρδιά του, εἶπε· «Γραφὴ γιὰ νὰ γενῆ νὰ ’λέγξω τὴ λωλιά του.» | |
1015 | «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, Δαρείου γὰρ ἐμήνει, τὲς φλυαρίες σου ὁ Θιὸς οὐ θέλει τὲς πομείνει. Οὐδὲν σοῦ πρέπει τὸ λοιπὸν αὐτεῖνα γιὰ ν’ ἀρχίζης, γιατὶ τὴν φαμελία σου λέγεις τὶ δὲν τὴν χρήζεις. Ἀμὴ γιὰ τὴ γυναίκα σου, μάνα καὶ θυγατέρα, | |
1020 | ἐγὼ λέγω νὰ θλίβεσαι γι’ αὐτεῖνες κάθ’ ἡμέρα. Καὶ τὴν δική σου πόληψη καθένας τήνε βρίζει, γιατὶ τὴν ἀσπλαγχνία σου ὁ κόσμος τὴν γνωρίζει. Κι ἂς τὲς ἐπόνειες τὸ λοιπὸν ὡς σκλάβες ἐδικές σου· ἀλλ’ οἱ θεοὶ νὰ κρίνουσι ἐσὲν τὲς ἀδικιές σου. | |
1025 | Γνώρισε, τὸ κεφάλι σου γλήγορα νὰ τὸ χάσης, γιατὶ τὴν φαμελία σου, λέγεις, οὐδὲν τὴν τάσσεις. Καὶ γράφεις μου πρὸς τὸ παρὸν τί θέλω νὰ ποιήσω, ἤξευρε τὶ ἀπάνου σου θέλω γιὰ νὰ κινήσω.» Τοῦτά ’γραψεν Ἀλέξανδρος, συνάσσει τὴ στρατιά του | |
1030 | νὰ πάγη εἰς τὸν πόλεμον, νὰ κάμη τὴ δουλειά του. Καὶ τότε ἔκαμε γραφὴ νὰ πάγη στὴν Φραγκία, γιὰ νὰ τοῦ πέψουν τὸ λοιπὸν ἐκεῖθεν ὀρδινία. «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος, 〈’σ〉 σατράπας τῆς Φραγκίας, | |
Καππαδοκίας καὶ ὁμοῦ πάσης τῆς Ἀρμενίας, | 131 | |
1035 | ῥοῦχα γιὰ νὰ μοῦ κάμετε ς’ αὐτὴν τὴν Ἀραβία, γλήγορα νὰ τὰ στείλετε εἰς τὴν Ἀντιοχεία. Στεῖλτε προβατοντύματα γλήγορα γιὰ νὰ ’λθοῦσι, καὶ στείλετε καὶ ἄρματα, ὅσα καὶ ἂν βρεθοῦσι· χίλια καμήλια στείλετε, κι ἂς εἶν κυβερνισμένα, | |
1040 | καὶ πέψετέ τα γλήγορα κι ἂς ἔλθουν εἰς ἐμένα· καὶ νὰ σᾶς εὕρη μὲ ὑγειὰ γλήγορα ἡ γραφή μου, νά ’στε στὴ δουλοσύνη μου κ’ εἰς τὴν ὑποταγή μου.» Ἕνας σατράπης Δάρειου, ἤτονε δημηγέρτης, ἔγραψεν εἰς τὸν Δάρειον καταλεπτῶς ἐδέτις· | |
1045 | «Γνώρις’, αὐθέντη βασιλιά, ἐκείνους περιορίζει, τοὺς δυὸ σατράπας πὄστειλες Ἀλέξανδρος φουρκίζει. Καὶ ὁ Κοιξάρης τὸ λοιπὸν στὸ σπίτι του παγαίνει, καὶ λαβωμένος βρίσκεται, δὲν ἠμπορεῖ πομένει. Ὁ Νεανίας τὸ λοιπὸν κ’ οἱ πρῶτοι ὁποὺ ἦσαν | |
(1050) | ἐπῆγαν στὸν Ἀλέξανδρον μὲ κάστρη ποὺ κρατοῦσαν.» Σὰν τ’ ἄκουσεν ὁ Δάρειος, εἶπε γιὰ νὰ ’τοιμάζου καὶ τὴν στρατιὰ καὶ τὸν λαόν, γιὰ νὰ τὴν ὀρδινιάζου. Γράφει κ’ εἰς ἄλλους βασιλεῖς νὰ ’λθοῦν ’ς βοήθειάν του, νὰ πάγη εἰς τὸν πόλεμον νὰ κάμη τὴ δουλειάν του· | |
1055 | «Σ’ ἐσένα, Πῶρο βασιλεῦ, σήμερον ἐπροεῖδα, ἐγὼ Δάρειος βρίσκομαι στὴν ἐδική ς’ ὀλπίδα. Λοιπὸν καὶ τοῦτα γράφω σου, τὰ ποιὰ δὲ σὲ λαθαίνουν, οἱ χῶρες μου ’ξ Ἀλέξανδρον τὸ τί κακὸ παθαίνουν. Λοιπόν, ἂν εἶσαι φίλος μου, τώρα νὰ μοῦ βοθήσης | |
1060 | παρακαλῶ σε γλήγορα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσης.» Ὁ Πῶρος τότε θέλησεν γιὰ νὰ τὸν κατατάξη, γραφὴ κι αὐτεῖνος ἔστειλε τότε κατὰ τὴν τάξη. «Πῶρος ὁ μέγας βασιλεὺς ς’ ἐσὲν Περσῶν Δαρείῳ. Λοιπὸν κακὸ μοῦ φαίνεται τοῦτο τὸ μαρτυρίο. | |
1065 | Ἠθέλησα νὰ ’λθῶ αὐτοῦ γιὰ νὰ συβουλευτοῦμε, μὰ τώρα εἶμαι ἀσθενὴς ’ς κρεβάτι καὶ κοιμοῦμαι· μὲ τὸ κορμί μου δὲν μπορῶ νὰ ’λθῶ ’ς βοήθειά σου, λοιπὸν φουσάτο ἔπαρε καὶ κάμε τὴ δουλειά σου.» Ὡς τ’ ἄκουσεν ὁ Δάρειος, σὲ πόλεμ’ ἀγωνιέται, | |
1070 | μὲ Μακεδόνες ἤθελε πάλι γιὰ ν’ ἀπαντιέται. Ὡσὰν τὸ ἤκουσε λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ Δαρείου, γράφει κι αὐτὴ ἐπιστολὴ κ’ ἤτονε πισαυρίου· «Ἡ Ῥοδογόνη μάνα σου, υἱέ μου, νὰ μὴν ποίσης, μὴ βουληθῆς μ’ Ἀλέξανδρον νά ’βγης νὰ πολεμήσης. | 132 |
1075 | Μηδὲν ταράσσης τὸ λοιπὸν τὸν κόσμον μὲ βουλή σου, μὴν ἔλθης εἰς Ἀλέξανδρον καὶ χάσης τὴ ζωή σου. Τοῦτο ὀλπίζω εἰς ἐσᾶς, ἀγάπη γιὰ νὰ γένη, λοιπὸν ἐσὺ καὶ ὁ λαὸς ἂς εἶν χαιρετισμένοι.» Ὡσὰν ἐπιάσε τὴν γραφὴν Δάρειος τότε κλαίγει, | |
1080 | στὸ πράγμα ποὺ ἐγίνετο δὲν εἶχε τί νὰ λέγη. Καὶ πάλι ἀναγκάζετον νὰ κάμη τὸ φουσάτο, ἐπεὶ γὰρ τὸν Ἀλέξανδρον πολλὰ τὸν ἐφοβᾶτο. Ὡσὰν ἐδιάβ’ Ἀλέξανδρος στὴν χώρα Βακτηρίνη, αὐτὴν τὴν ἐπερίλαβε μ’ ἀγάπη καὶ μὲ ’ρήνη. | |
1085 | Καὶ τότε ἐδιάβηκε εἰς περσικὴν τὴν χώρα, ἥλιος ἀκόμη ἔστεκε κ’ ἦτον καμπόση ὥρα. Ἠθέλησε Ἀλέξανδρος τοῦτο διὰ νὰ κάμη, νὰ δείξη εἰς τὸν Δάρειον τὶ ἔχει πολλὴ δυνάμη· κλαριὰ αὐτεῖνοι φέρνουσι στὴν στράτα καὶ τὰ βάνουν | |
1090 | διὰ νὰ πατοῦν τὰ ἄλογα κορνιακτὸν νὰ βγάνουν· κι ὁ κορνιακτὸς ἀνέβαινε ἀπάνω στὸν ἀέρα, Δάρειος ἐφοβήθηκε ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Ἠθέλησεν Ἀλέξανδρος διὰ νὰ ’κονομήσουν ἀποκρισάρην ἄρχοντα καὶ ποιὸν νὰ προβοδήσουν. | |
1095 | Καθ’ ὕπνου εἶδ’ Ἀλέξανδρος θεὸν γὰρ τὸν Ἀμμῶνα, ἐφόρειε στὸ κεφάλι του σκιάδι ’κ τὴν Μακεδόνα. Λέγει του· «Ἀλέξανδρε, κάμε τὴν ὀρδινιά σου, ἐγώ ’μαι ὁ πατέρας σου κ’ ἦλθα ’ς βοήθειά σου· μὴ στείλης ἀποκρισαριοὺς Δάρειον νὰ νικήσης· | |
(1100) | αὐτεῖνο, λέγω σου, ποτὲ ἐσὺ νὰ μὴν τὸ ποίσης. Μὰ γὼ σὲ συβουλεύομαι ἐσὺ νὰ πᾶς ἀτός σου, καὶ μὴ φοβῆσαι τίποτες, ἐγώ ’μαι βοηθός σου.» Ἐξύπνησε Ἀλέξανδρος κ’ εἶχε χαρὰ μεγάλη, τὸ πὼς τὸν εἶχε τὸν Ἀμμῶν ’ς βοήθειά του πάλι. | |
1105 | Κ’ ἐσυβουλεύτη τὴ στρατιὰ σὲ τοῦτο τί νὰ γένη, καλὸ τοὺς φαίνεται ’λωνῶν ἀτός του νὰ παγαίνη. | |
Ἐπῆρε καὶ τὸν Ἔρμηλον, τότ’ ἐκαβαλικεῦσαν, στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμὸν ἐπῆγαν κ’ ἐπεζεῦσαν. Ἐπάγωσεν ὁ ποταμός, Ἀλέξανδρος περνάει, | 133 | |
1110 | δύο ἄλογα ἄφησε, Ὅρμηλος τὰ φυλάει. Ἐδιάβηκεν Ἀλέξανδρος κ’ ἔσωσε στὴν Περσίδαν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Δάρειου τότε αὐτόνον εἶδαν. Ὡσὰν τὸν εἶδαν τὸ λοιπὸν αὐτοὶ οἱ βιγλατόροι, διότις ἄλλη φορεσιὰ Ἀλέξανδρος ἐφόρει, | |
1115 | ἐκεῖνοι τὸν ἐξέταξαν· «Ἐδῶθεν πῶς ὁδεύεις; Στὸν τόπον τοῦτον τῆς Περσᾶς τί θέλεις, τί γυρεύεις;» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Θέλω γιὰ νὰ μ’ ἐπάρης εἰς βασιλιὰ τὸν Δάρειον, γιατ’ εἶμ’ ἀποκρισάρης.» Καὶ τότες οἱ βιγλάτορες εἰς αὖτον τὸν παγαίνουν, | |
1120 | εἰς βασιλιὰ τὸν Δάρειον κι ὀμπρός του τόνε φέρνουν. Καὶ ηὗρε τους Ἀλέξανδρος τότε ποὺ δοκιμάζουν τοὺς στρατιῶτες τοὺς καλούς, τὴν στρατιὰν νὰ σιάζουν. Καὶ εἶδε καὶ τὸν Δάρειον, βασιλικὰ κ’ ἐφόρει, στὴν ὀμορφιὰ τῆς φορεσιᾶς Ἀλέξανδρος ἀπόρει· | |
1125 | ἦτον ἐκείν’ ἡ φορεσιὰ πολλὰ χαριτωμένη, κι ὁλόγυρα τοῦ Δάρειου στέκουν ἀρματωμένοι. Ῥωτᾶ τονε ὁ Δάρειος· «Ἐδῶ πῶς ἀπλικεύεις; Πῶς ἦλθες εἰς τὸν τόπον μας, τί θέλεις, τί γυρεύεις;» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτο διὰ νὰ ποίσης, | |
1130 | εἶπε μου ὁ ἀφέντης μου, ποῦ θὲς νὰ πολεμήσης· εἶπε μου ὁ Ἀλέξανδρος, σὲ τοῦτο ἐγρικᾶσαι, ποὺ δὲν ἐβγαίνεις 〈’σ〉 πόλεμον, μοιάζει καὶ τὸν φοβᾶσαι.» Ὡς τ’ ἄκουσεν ὁ Δάρειος, μεγάλως τὸ θυμώθη, τὰ λόγια τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ δυνατὰ τὰ τρώθη· | |
1135 | καὶ εἶπε του ὁ Δάρειος· «Πῶς ἔτς’ ἀπιλογᾶσαι, σὰν νά ’σουν ὁ Ἀλέξανδρος, ποσῶς οὐδὲν φοβᾶσαι; Ἀφοῦ ’σαι ’ποκρισάριος, δὲν θέλω νὰ ξεδράμω εἰς τὸ δικό σου τὸ κορμὶ κακὸ διὰ νὰ κάμω, διότις ἐξ Ἀλέξανδρον πολλά ’ναι τιμημένοι | |
1140 | μαντατοφόροι οἱ ἐμοί, ’ξ αὐτοῦ φκαριστημένοι.» Καὶ τοῦτα εἶπε Δάρειος, πιάνει τον ἐκ τὸ χέρι, ἐτράβα τὸν Ἀλέξανδρον στὸ σπίτι νὰ τὸν φέρη. Ἀπῆτι ἀποσώσασι μέσα εἰς τὸ παλάτι, | |
ὁ Δάρειος Ἀλέξανδρον ’κ τὸ χέρι τὸν ἐκράτει· | 134 | |
1145 | καὶ ὅρισέ τους τὸ λοιπὸν τὴν τάβλα διὰ νὰ στήσουν, καὶ τότες ἐπεράσασι ὅλοι γιὰ νὰ καθίσουν. Καθίζει πρῶτον Δάρειος ὁ πρῶτος τοῖς ἑτέροις, καὶ παρακάτω κάθισε ’δελφός του Ὀξιδέρης· καὶ τρίτος ὁποὺ κάθισε ἦτον ὁ Κουσατράπης, | |
(1150) | καὶ παρακάτου τὸ λοιπὸν ἦτον ὁ Ἐθεράπης. Κ’ εἰς τ’ ἄλλο μέρος τὸ λοιπὸν ἐκάθετον Καυδάλης, ὁ τῶν Θιόπων βασιλεύς, τῆς χώρας τῆς μεγάλης. Κυβιέρης καὶ Ὀνυφατὸς παρακάτω καθίσαν, τότες καὶ τὸν Ἀλέξανδρον νὰ κάτση τὸν ὁρίσαν. | |
1155 | Ἀλέξανδρος ἐκάθισε, Σουβλάκης, πιτηδέως, καὶ παρακάτω κάθισε αὐτεῖνος Ἀλκιδέως. Οἱ ἐπικέρνοι τὸ λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κερνοῦσαν, ὁλόγυρα κερνούσασι ἐκείνους ποὺ καθίσαν· κερνοῦν καὶ τὸν Ἀλέξανδρον, τὴν κούπαν γὰρ λαμβάνει, | |
1160 | ἀπῆτις ἔπιε τὸ κρασί, στὸν κόλφον του τὴν βάνει. Εἶδε τον ὁ κερνάτορας στὸν κόλφον πὼς τὴν βάνει, ἐπῆγε εἰς τὸν Δάρειον καὶ τοῦτ’ ἀναθιβάνει· καὶ εἶπε του ὁ Δάρειος· «Γιατ’ εἶς’ ἀποκρισάρης, τὴν κούπαν ὁποὺ ἔπιες στὸν κόλφον σου νὰ πάρης;» | |
1165 | Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν φρόνιμα συννοήθη, ἐτοῦτο γὰρ τοῦ Δάρειου ὄμορφα πιλογήθη· «Ἔτσι γὰρ στὸν ἀφέντη μου ὅλοι οἱ καλεσμένοι, ὅποιος μὲ κούπα γὰρ νὰ πιῆ, χάρισμα τὴν ἐπαίρνει· εἶπα στὸν νοῦ μου τὸ λοιπόν, ἔτσι μά την ἀλήθεια, | |
1170 | τὶ καὶ ἡ βασιλεία σου ἔτσι τό ’χει συνήθεια.» Ὡσὰν τ’ ἀκοῦσαν τὸ λοιπόν, ὅλοι τους ἀπορῆσαν, οἱ ἄρχοντες ἐθαύμασαν ς’ ἐκεῖνο ὁπ’ ἀκοῦσαν. Ὁ στρατιώτης Δάρειου, ὄνομα Παρισάρης, ποὺ διάβην εἰς τὸν Φίλιππον πρώην ἀποκρισάρης, | |
1175 | σὰν εἶδε τὸν Ἀλέξανδρον, τότες τὸν ἐγνωρίζει, ὑπάγει εἰς τὸν Δάρειον, στ’ ἀφτί του μουρμουρίζει καὶ εἶπε του· «Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ λέτε ἀποκρισάρη, εὐτεῖνος ἒν Ἀλέξανδρος, ποὺ θέλει νὰ μᾶς πάρη. Ἐγὼ αὐτὸν γνωρίζω τον ἐκ τῆς Μακεδονίας, | |
1180 | ὅπου μὲ ἀπιλόγιασε μετὰ πολλῆς μανίας.» | |
Τὲς κοῦπες κράτει τὸ λοιπόν, κτυπώντας τότε βγαίνει, ἄλογο καβαλίκευσε, γλήγορα τότε φεύγει· καὶ ἔφυγεν Ἀλέξανδρος μὲ βιὰ πολλὴ καὶ ζάλη, οἱ Πέρσες γὰρ τὸν ἔδιωχναν, μικροί τε καὶ μεγάλοι. | 135 | |
1185 | Καὶ ἔσωσεν Ἀλέξανδρος, διχῶς ἀλλιῶς νὰ κάμη, στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμόν, ς’ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι. Πηγμένο γὰρ τὸ ηὕρηκε τότε καὶ ἀπερνάει, ἐκ’ ηὕρηκε τὸν Ἔρμηλον, τ’ ἄλογα ποὺ φυλάει. Κ’ οἱ Πέρσες σὰν ἐδιάβησαν, τὸ κρούσταλλο χαλάθη· | |
1190 | σὰν τό ’πασι τοῦ Δάρειου, πολλὰ γὰρ ἐπικράθη. Κ’ ἐθαύμασεν ὁ Δάρειος ς’ Ἀλέξανδρου τὴν γνῶσιν, ποὺ τὸν ἐβάσταξε καρδιὰ ς’ ἀποκοτιὰ τὴν τόσην. Ἀλέξανδρος καὶ Ὅρμηλος ὀμπρὸς πάντα παγαίνουν, εἰς τὸ φουσάτο διάβηκαν καὶ πλιὰ δὲν ἀνιμένουν. | |
1195 | Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅλοι ν’ ἀρματωθοῦσι, καὶ ὕστερα νὰ κάμουσι ὅλοι νὰ μετρηθοῦσι· καὶ τὸ φουσάτο μέτρησαν κ’ ἦσαν οἱ μετρημένοι πέντε χιλιάδες κ’ εἴκοσι, ὅλοι ἀρματωμένοι. Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Δαρείου ἡ στρατεία | |
(1200) | εἶναι πολλὴ καὶ ἄμετρη, μὰ ἔχουσιν αἰτία· πιστεύω ἕνας ἀπὸ σᾶς, σὰν ἔχετε τὴν τάξη, χιλίους ἐκ τοῦ Δάρειου ἀνθρώπους νὰ πατάξη· πόσες μύγες τὸ λοιπονὶς σφήκα νὰ πολεμοῦσι, καὶ πόσα πρόβατα λοιπὸν τοῦ λύκου νὰ σταθοῦσι.» | |
1205 | Ἐτοῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος καὶ τὴ στρατιά του παίρνει, στὸν Στράγγαλον τὸν ποταμὸν τότες ἐκεῖ παγαίνει. Φουσάτο γὰρ τὸ πέρσικο κοντά τους ἀπλικεύει, καὶ τότες ὁ Ἀλέξανδρος ’κ τ’ ἁμάξι ἐκατέβη· καὶ τότε πάλι γλήγορα ἀνθρώπους τότε πέβει, | |
1210 | κ’ ἠφέραν τὸν Βουκέφαλον, πηδᾶ, καβαλικεύει. Καὶ σὰν ἐσμίκτησαν λοιπὸν αὐτεῖνες οἱ ὁμάδες, πολλὲς γυναῖκες γίνονται τότε ἐκεῖ χηράδες· ἐγίνετον κουδουνισμὸς εἰς τ’ ἄρματα καὶ κτύποι, καὶ τόσος πετσοκοπισμὸς τί ’τον μεγάλη λύπη. | |
1215 | Τὰ δύο μέρη ἔριχναν σαγίτες καὶ κονδάρια, ἐκεῖ ἐθανατώνονταν τά ’μορφα παλικάρια. Πολλοὶ Πέρσες ἀφανίστησαν ς’ ἐκείνη τὴ μαλία, | |
δὲν ἔχω στόμα νὰ τὸ πῶ, ’δὲ γλώσσα, ’δὲ μιλία. Βλέποντα γὰρ ὁ Δάρειος ’ξ Ἀλέξανδρον νικήθη, | 136 | |
1220 | ἐκεῖνος, λέγω, εἰς φυγὴν τότε γιαμιὰ κινήθη. Οἱ Μακεδόνες ἔτρεχαν τοὺς Πέρσες κ’ ἐσκοτῶναν μὲ τὸ δραπανοάμαξο, ὅθεν κι ἂν τοὺς ἐσῶναν. Ἔφτασε, λέγω, Δάρειος στὸν ποταμὸν Στραγγάλη, λοιπὸν αὐτὸς ἀπέρασε κι ὅσοι κι ἂν ἦσαν ἄλλοι· | |
1225 | μὰ τ’ ἄλλο μέρος τῶν Περσῶν, τὸ κρούσταλλο χαλάθη, κ’ ἐπνίγησαν οἱ ἄτυχοι κ’ ἐπῆγαν εἰς τὰ βάθη. Ὅσοι ἐμεῖναν ὄπισθεν οἱ Μακεδόνες σφάζουν, καὶ τὸ φουσάτο Δάρειου ὅλο τὸ ἐρημάζουν. Εἰς τὸ παλάτι Δάρειος ἦλθε καὶ τοῦτο λέγει, | |
1230 | τὸ ἔνδυμά του ἔριψε, φαρμακεμένα κλαίγει· καὶ ὁ νός του ὁ ταπεινὸς μέσα του ἐβρουχάτου, καὶ πρὸς τὴν τύχην πὄλαχε πολλὰ παραπονάτου· «Οὐαὶ ς’ ἐμένα,» ἔλεγε, «πλῆθος πολὺ ποὺ χάθη, ἐκ τὴν στρατεία π’ ὅριζα, πὄλεγα πόσο νά ’λθη· | |
1235 | καὶ βασιλέας ἄνθρωπος ἔρημος ν’ ἀπομένω. Λοιπὸν ἡ τύχης εἰς αὐτὸ μ’ εἶχε μεμετρημένο· καὶ πόσα ἔθνη πάταξα μὲ τὴ στρατιὰ ἀτός μου, καὶ τώρα βλέπω μὲ νικᾶ ἕνας μικρὸς ἐχθρός μου, ὁπού ’μουν σύνθρονος θεῶν κ’ ἦσαν βοήθειά μου, | |
1240 | τώρα αὐτοὶ μ’ ὀργίσθησαν κ’ ὑπᾶν ἀντίδικά μου. Ἀλήθεια τὸ μελλάμενο κανεὶς οὐδὲν τὸ ξεύρει, ποτέ μου δὲν τὸ ἔλπιζα ἐτοῦτο γιὰ νὰ μ’ εὕρη. Λοιπὸν ἡ τύχη τοὺς μικροὺς ψηλὰ τοὺς ἀνυψώνει, καὶ τοὺς μεγάλους ἐκ ψηλὰ κάτω τοὺς χαμηλώνει.» | |
1245 | Φάνη καλὸ τοῦ Δάρειου ἐκ τὴν ἀδυναμιά του, γραφὴ κάμνει ς’ Ἀλέξανδρον διὰ τὴν φαμελιά του. «Σ’ ἀφέντη τὸν Ἀλέξανδρον χαιρετισμὸν τοῦ πέβω, ἐγώ, δοῦλος σου Δάρειος, χάριν ’ξ ἐσὲν γυρεύω. Λοιπὸν κ’ ἐσύ ’σαι ἄνθρωπος καὶ μὴ ψηλοφρονήσης, | |
(1250) | μηδὲν θελήσης παντελῶς ἐμένα ν’ ἀφανίσης. Λοιπὸν ἐσὺ τὸ γρίκησες γιὰ Ξέρξην τὸν μεγάλον, ὁποὺ στὸν κόσμον τὸ λοιπὸν οὐκ ηὕρισκες γὰρ ἄλλον, ποὺ στὴν Ἑλλάδα διάβηκε αὐτὸς μὲ τὴ στρατιά του· ἐγρίκησες τὸ τί ἔπαθε διὰ τὴν ἀλαζονειά του· | |
1255 | τὰ πράματά του ἔχασε καὶ ὅλον τὸν λαόν του, κακὰ ὀπίσω γύρισε αὐτὸς μὲ τὸ στανιόν του. Ἐσὺ τὴ μάνα μὄπιασες, γυναίκα κι ἀδελφή μου, κ’ ἐμένα ξένον μ’ ἔκαμες, ἔξω ἀπὸ τὴν τιμή μου. Ἐλεμονήσου με λοιπόν, στεῖλε τὴ φαμελιά μου, | 137 |
1260 | τὴ μάνα, τὴ γυναίκα μου, νὰ ’λθοῦν στὴν κατοικιά μου. Ὑπόσχομαί σου τὸ λοιπὸν νὰ δείξω ποῦ ’ν χωσμένα τὰ πλούτη ὅλα τῶν Περσῶν, πού ’ναι στὴν γῆν βαλμένα, καὶ εὔχομαί σου ἐκ ψυχῆς νὰ ζῆς καὶ νὰ πατάξης τοὺς βασιλεῖς, ὁπού ’ν στὴν γῆν, καὶ νὰ τοὺς κατατάξης.» | |
1265 | Ἀλέξανδρος βλέπει τὴν γραφήν, καλὰ τὴν ἐγνωρίζει, τότε συνάσσει τὴ στρατιά, νὰ ’λθοῦν ὀμπρὸς ὁρίζει. Τότες γὰρ ἐμαζώχθησαν ὅλοι οἱ καβαλάροι, καὶ τὴν γραφὴν ἀνάγνωσε, βουλὴν διὰ νὰ πάρη. Καὶ εἶπεν ὁ Παρμένιος· «Ὡς διὰ τὸ χρυσάφι, | |
1270 | ἐγὼ δώσει τες ἤθελα, καθὼς αὐτεῖνος γράφει.» Ἐγέλασεν Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε τοῦ Παρμένη· «Θαυμάζω εἰς τὸν Δάρειον τὸ πὼς συγκατεβαίνει· καὶ δὲν τὸ ξεύρει Δάρειος ὅτι, ἂ μὲ νικήση, παίρνει τὴν φαμελία του δίχως καμία κρίση. | |
1275 | Παραπονεῖται Δάρειος, λέγει ἐκούρσεψά τον, μάλιστα τὸ ἐνάντιον, λέγει τὶ ἀδίκησά τον. Καὶ σώνει τον τὸν Δάρειον, ὅτ’ εἶχε ξένον τόπον, ὣς τώρα τὸν ἀφέντευε δίχως κανένα κόπον· τώρα παραλαμβάνει τον ἄλλος ποὺ παρθενίζει, | |
1280 | καὶ ἄλλον τόσον γὰρ καιρὸν αὐτὸς νὰ τὸν ὁρίζη.» Τοῦτα εἶπε Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε νὰ τὰ μηνήσουν, ’ς Δάρειον νὰ παγαίνουσι καὶ νὰ τοῦ τὰ μιλήσουν. Καὶ τὸν χειμών’ Ἀλέξανδρος τότ’ ἐκεῖ ἀπομένει, καὶ ἀναπαύτη ἡ στρατιά, ὁπού ’τον κοπιασμένη. | |
1285 | Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος παλάτια νὰ κάψουν, τοῦ Ξέρξου κεῖνα τὰ λαμπρὰ φωτία νὰ ἀνάψουν· καὶ πάλι ἐμετάνωσε κ’ εἶπε· «Κακὰ ἐποῖκα.» Καὶ τότε πάλι ὅρισε αὐτεῖνα καὶ τ’ ἀφῆκα. Ἐκ’ εἶδε τάφους βασιλιῶν, ὄμορφα γεναμένους, | |
1290 | εἰς τὲς λεκάνες τὲς χρυσὲς τοὺς εἴχασι θαμμένους. Πάλι ἐκεῖθεν ἔγνεψε κ’ εἶδε τὸν τάφον Κύρου, | |
ἤτονε δωδεκάπατος, κτισμένος γύρου γύρου. Ἀπάνω ἦτον τὸ κορμὶ μὲ τὴν χρυσὴν λεκάνη, καὶ τῆς λεκάνης ὀμορφιὰ ποῖος ν’ ἀναθιβάνη; | 138 | |
1295 | Εἶδε Ξέρξου βασιλιὰ ἐκείνου τὸ μνημούρι, ἦτον λαμπρὸ καὶ ὄμορφο ἐκεῖνο τὸ κιβούρι. Ἐκεῖ κοντὰ γὰρ ἤσανε Ἕλληνες κεκλεισμένοι. Ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νά ’νιαι λευθερωμένοι· καὶ ἔδωσέ τους χρήματα, τίποτες μὴ εἰποῦνε, | |
(1300) | λεύθεροι στὴν πατρίδα τους νὰ πᾶνε γιὰ νὰ δοῦνε. Καὶ πάλι Δάρειος ἤθελε διὰ νὰ πολεμήση, φουσάτο γὰρ ἐγύρευε τότες νὰ ’λθῆ νὰ ποίση. Γράφει καὶ Πώρῳ βασιλεῖ, φόρις νὰ τοῦ γρικήση, διὰ νὰ στείλη δύναμιν κι, ἂν τύχη, νὰ νικήση. | |
1305 | «Βασιλεὺς Δάρειος Πώρῳ πεφιλημένῳ, πρέπει σου νὰ μὲ λυπηθῆς, σὰν μ’ ἔχουν καμωμένο. Ἦλθε θηρίον ἄγριον κ’ ἐμένα τριγυρίζει, τὲς χῶρες μου ὁλόγυρα ὅλες τὲς ἀφανίζει. Ζητῶ τὴ φαμελία μου αὐτεῖνος νὰ μοῦ δώση, | |
1310 | αὐτεῖνος δὲν προσδέχεται νὰ μοῦ τὴν παραδώση· καὶ νὰ τοῦ δώσω ἔταξα πράμα πολὺ μεγάλο, κ’ ἐκεῖνος μὲ περηφανεῖ, παίζει μὲ δίχως ἄλλο. Κ’ ἐσὺ θυμήσου τὴ φιλιά, τὴν εἶχαν οἱ γονεῖς μας, λοιπὸν φουσάτο στεῖλε μας νὰ πᾶμε στοὺς ἐχθρούς μας. | |
1315 | Στὰς Καπηλίας τὸ λοιπὸν ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀποδώσουν, διότις ἔχουν τὴν τροφὴν ὡς διὰ νὰ τοὺς δώσουν· καὶ γὰρ ἂν καταβοδωθῶ ἐκείνους νὰ νικήσω, τῶν κουρσεμάτων τά ’μισυ νὰ ’λθῶ νὰ σοῦ χαρίσω· τὸν ἵππον τὸν Βουκέφαλον, κεῖνον τὸν τιμημένον, | |
1320 | νὰ σοῦ τὸν στείλω καὶ αὐτὸν μὲ ἅλυσες δεμένον. Ἂς ἔλθη γληγορώτερα ἐδῶ διὰ νὰ σώση, μὲ τοὺς ἐχθρούς μας τὸ λοιπὸν νὰ πάγη νὰ μαλώση.» Ὡς τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, πρὸς Δάρειον σπουδάζει, καὶ τὴ στρατιά του ἔκραξε, τότες τὴν ὀρδινιάζει. | |
1325 | Καὶ ὅρμησεν Ἀλέξανδρος κ’ ὑπάγει στὴν Μηδία. Ὁ Δάρειος ηὑρίσκετον κάτω στὴ Βατανία. Ἐκεῖθεν τότες ἔφυγε, πάγει στὰς Καπηλίας, καὶ τὸ φουσάτο Δάρειου πάγει τῆς ἀπωλείας. | |
Δάρειου ἦλθε εὔνουχος ς’ Ἀλέξανδρον καὶ λέγει, | 139 | |
1330 | εἶπε του γιὰ τὸν Δάρειον, τὸ πὼς αὐτεῖνος φεύγει. Ἀλέξανδρος ἐβιάζετον ὡς διὰ νὰ βοδώση, ἠθέλησε τὸν Δάρειον στὴ χώρα νὰ τὸν σώση. Ἰδὼν Βῆσσος ὀνόματι καὶ ὁ Ἀρνοβαρζάνης, εἴπασι γὰρ τοῦ Δάρειου· «Τὴν ἀφεντιά σου χάνεις· | |
1335 | καὶ θὲ νὰ σὲ σκοτώσωμε, νὰ χάσης τὴν ζωήν σου ἀπάνω τώρα τὸ λοιπὸν ποὺ χάνεις τὴν τιμήν σου, νὰ μᾶς τιμήση τὸ λοιπὸν αὐθέντης ὁποὺ μπαίνει, γιὰ σένα μεῖς νὰ γένωμεν ἀφέντες γεναμένοι.» Ἀπιλογήθη Δάρειος, εἰς αὔτους τότε λέγει, | |
1340 | ἐβούρκωσαν τὰ μάτια του κι ἀρχίζει γιὰ νὰ κλαίγη καὶ εἶπε τους· «Ἀφέντες μου, πού ’στε δοῦλοι δικοί μου, εἰπέτε τί σᾶς ἔκαμα καὶ χάνω τὴ ζωή μου· γνωρίσετε τὶ ὁ βασιλεὺς θέλει μὲ ἐζητήσει ’ς τοῦτα ποὺ λογαριάζετε γιὰ νὰ μὲ ξεδικήση.» | |
1345 | Καὶ ταῦτα εἶπε Δάρειος, κι αὐτοὶ δὲν τοῦ γρικοῦσι, κ’ οἱ δύο ξεσπαθώσασι τότε καὶ τοῦ βαροῦσι. Σκοτώνουν τὸν ἀφέντη τους ἐκεῖν’ οἱ ὀργισμένοι, εἰπέτε μου, τί κέρδισαν οἱ ’ναθεματισμένοι; Ἔδ’ ἀνομιὰ τὴν ἔκαμαν, μεγάλη ἀσωτία, | |
(1350) | νὰ σφάξουν τὸν αὐθέντη τους, δὲν εἶχαν ἁμαρτία; Καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ τό ’φαγαν ἐκεῖνο νὰ τοὺς πνίξη, καὶ νὰ τοὺς ἔλθη στὸ κορμὶ πολὺ κακὸ καὶ τήξη. Καὶ παγωμένον ηὕρασι τὸν Στράγγαλο ποτάμι, οἱ Μακεδόνες ἀπερνοῦν μ’ ὅλη τους τὴ δυνάμη. | |
1355 | Βῆσσος καὶ Ἀρβαζάνιος ἐκεῖθεν τότε πᾶσι. Δὲν ἔσωσεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς φθάση. Καὶ ηὕρηκεν Ἀλέξανδρος Δάρειον ματωμένον, ἐξαπλωμένον εἰς τὴν γῆν καὶ σπαθοκοπημένον· καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του εἰς τὸ κορμὶ κ’ ἐκρίθη | |
1360 | ἡ τύχης πῶς τὸν ἤφερε καὶ δυνατὰ λυπήθη. Εἶπε· «Ἀνάστα, Δάρειε, κ’ ἔχε τὴν αὐθεντιά σου, ἀντάμα μὲ τὸν τόπον σου καὶ μὲ τὴν ἐξουσά σου. Καὶ μνέω σου εἰς τοὺς θεούς, ἀλήθεια σὲ λέγω, λοιπὸν ὅλοι γρικοῦνε το, ἐτοῦτο ποὺ σοῦ μνέγω· | |
1365 | μὴ παραδώσης τὸ λοιπὸν ’ς θάνατον τὴ ζωή σου, λοιπὸν καλὰ γιὰ νὰ γενῆς καὶ νά ’χης τὴν τιμή σου. Εἰπὲς καὶ τίς σὲ φόνευσε κ’ ἐγὼ γιὰ νὰ ὁρίσω, ς’ ἐκείνους, ὁπού ς’ ἔσφαξαν, νὰ σὲ ἐξεκδικήσω.» Ἅπλωσε καὶ τὸ ῥοῦχο του τότες καὶ τὸν σκεπάζει, | 140 |
1370 | καὶ ἀποκρίθη Δάρειος ἔτσι καὶ λογαριάζει· «Ἐγνώρισε, Ἀλέξανδρε, θάνατος δὲν φροντίζει, βασιλέα δὲ ντρέπεται, πτωχὸν δὲν τὸν γυρίζει. Θανάτου τὸ ποτήριον πολλά ’ναι πρικαμένο. Λοιπὸν βλέπεις οἱ δοῦλοι μου πῶς μ’ ἔχουν καμωμένο. | |
1375 | Καὶ πρέπει του τοῦ καθενὸς θάνατον νὰ θυμᾶται, ὅταν στέκη στεκούμενος καὶ πέφτη καὶ κοιμᾶται. Θάνατος, βλέπεις, ἔρχεται κ’ ἐσὺ δὲν τὸν ἐγνώθεις, σὰν σύρη τὴ σαγίτα του, πάραυτα θανατώθης· κ’ ἐκείνου ἡ σαγίτα του ἔναι φαρμακεμένη, | |
1380 | καὶ ὅποιον γγίξη μετ’ αὐτήν, ψυχή του τότε βγαίνει. Λοιπὸν κ’ ἐσύ, Ἀλέξανδρε, μηδὲν ψηλοφρονήσης, διότις τύχης τό ’φερε ἐσὺ γιὰ νὰ μ’ ὁρίσης. Λοιπὸν κ’ ἐσὺ τὸ ἤξευρες, εἶχα στερρὰ δυνάμη, καὶ τώρα σείομαι, θωρεῖς, σὰ σειέται τὸ καλάμι. | |
1385 | Καὶ γὰρ ἡ τύχη τοὺς μικροὺς πολλάκις ἀνεβάζει, καὶ τοὺς μεγάλους ἐκ ψηλὰ κάτω τοὺς κατεβάζει. Μὲ χέρι σου, Ἀλέξανδρε, κάμε γιὰ νὰ μὲ θάψης, τάφον ὀρδίνιας’ ἔμορφον, μέσα νὰ μ’ ἀναπάψης. Ἂς γένη καὶ συγγένεια ς’ ἐμένα νά ’ν τιμή σου, | |
1390 | ἔπαρ’ τὴ θυγατέρα μου Ῥωξάνην γιὰ γυνή σου· καὶ ἔχε καὶ τὴν μάνα μου σὰν μάνα ἐδική σου, κ’ ἔχε καὶ τὴν γυναίκα μου σὰν νά ’τον ἀδελφή σου.» Καὶ τοῦτα εἶπε Δάρειος κ’ ἐδιάβη ἡ ζωή του καὶ μετὰ ταῦτα πλήρωσε, κ’ ἐβγῆκε ἡ ψυχή του. | |
1395 | Ἀλέξανδρος ἐπόνεσε καὶ τὸ οὐαὶ γὰρ λέγει, ἐπόνεσε τὸν Δάρειον κι ἀπὸ ψυχῆς τὸν κλαίγει. Καὶ ὅρισεν Ἀλέξανδρος ὅλοι ν’ ἀρματωθοῦσι καὶ ἀποπίσω καὶ ὀμπρὸς ὅλοι ν’ ἀκολουθοῦσι. Οἱ Πέρσες μπρὸς ὑπήγαιναν κ’ ἦσαν ἀρματωμένοι, | |
(1400) | κ’ οἱ Μακεδόνες ὄπισθεν, ὅλοι ξεσπαθωμένοι. Καὶ μὲ τὸ νεκροκρέβατον Λέξανδρος τὸν βασταίνει | |
μὲ ἄλλους τρεῖς στρατιῶτες του, στὸ μνῆμα τὸν παγαίνει. Κορμιὰ καὶ ἄλλων βασιλιῶν ἐκεῖ ’σανε θαμμένα, γράμματα εἶχε τὸ λοιπὸν μνῆμα τὸ κάθε ἕνα. | 141 | |
1405 | Καὶ κάμνουσι καὶ γράμματα στοῦ Δάρειου τὸν τάφο, κ’ ἐκεῖνο ὁποὺ λέγουσι κάτωθεν γὰρ τὸ γράφω· «Ἀφέντης Πέρσων Δάρειος ἔναι ἐδῶ θαμμένος, ὁποὺ τὸν ἐσκοτώσασι, κι ἂς ἒν συγχωρεμένος.» Γραφὴ ἔκαμε Ἀλέξανδρος, ’ς Πέρσας τὴν ἀναγνώνει, | |
1410 | νὰ ξεύρουσι τὸν ὁρισμόν, νά ’νιαι διαρμηνεμένοι· «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος, ’ξ Ἀμμώνου βασιλίας, ὁποὺ γεννήθη ’κ τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς τῆς Ὀλυμπίας, στοὺς Πέρσας βάνω ὁρισμὸν καὶ τώρα τοὺς ὁρίζω, τὸ θέλω γιὰ νὰ κάμουσι, τώρα τ’ ἀποφασίζω. | |
1415 | Ἐγὼ δὲν ἤθελα λοιπὸν τόσοι νὰ σκοτωθοῦσι, ἀγάπουν νά ’ταν ζωντανοὶ κ’ ἐκεῖνοι γιὰ νὰ ζοῦσι. Λοιπόν, ἀφοῦ ἐχάθησαν, δὲν ἔχω τί νὰ ποίσω, ἐπεὶ εἶμαι αὐθέντης σας, θέλω νὰ σᾶς ὁρίσω. Καὶ νὰ τιμᾶτε, λέγω σας, τοὺς ἄρχοντες, ποὺ βάνω, | |
1420 | νὰ στέκουν εἰς τὰ κάστρη μου, ἐτοῦτ’ ἀναθιβάνω. Ἄλλον αὐθέντη τὸ λοιπὸν μὴ βάνετε στὸν νοῦ σας, εἴμητα τὸν Ἀλέξανδρον, πὄναι διὰ τιμή σας· στὴν πρώτη σας συνήθεια πάλι ς’ αὐτείνην νά ’στε, θεοὺς νὰ ἑορτάζετε καὶ νὰ τοὺς ἐκτελάστε. | |
1425 | Εἴτι ἐκράτει πασαείς, πάλι ἂς τὸ μετέχη, καὶ ξὲ κανέναν ἔμποδον αὐτεῖνος νὰ μὴν ἔχη. Εἴτις ἐπῆρε ἄρματα, πού ’ναι τῆς αὐθεντίας, πάλι ἂς τὰ στρέψη ὄπισθεν νά ’νιαι τῆς βασιλείας. Νά ’ναι φτήνια στὸν τόπον μου, εἰρήνη καὶ ἀγάπη, | |
1430 | κανένας, λέγω, ἐξ ἐσᾶς ἄλλον νὰ μὴν ἐβλάπτη. Ὁρίζω σας τὸ λοιπονὲς νά ’στε διχῶς αἰτίες, Ἕλληνες δῶ νὰ ἔρχουνται νὰ κάμνουν πραματεῖες. Ὁρίζω γιὰ νὰ πάρουσι ἀπὸ τὰ κουρσιμιά μας, νὰ θυσιάσουν τοὺς θεούς, νά ’νιαι βοήθειά μας. | |
1435 | Ὁρίζω γιὰ νὰ πάρουσι ἐκ τὲς ἀρματωσίες οἱ στρατιῶτες τὸ λοιπὸν γιὰ νά ’νιαι στὲς μπασίες· καὶ πάσα στρατιώτης μου νά ’ναι φχαριστημένος, | |
χίλια δουκάτα τὸ λοιπὸν γιὰ νά ’ναι πληρωμένος. Εἴτις ἐκεῖνος ἔδειρε ἐχθρὸν μὲ τὸ κονδάρι, | 142 | |
1440 | χρυσὸ στεφάνι ἐξ ἐμὲν νά ’χη κ’ ἐκεῖνος χάρη· ζωνάρι νά ’χη γὰρ χρυσό, δύο γενὲς βαμμένες, καὶ δύο κοῦπες χάρισμα νά ’ν περιχρυσωμένες. Νὰ παίρνη πέρπυρα λοιπόν, νά ’ναι φχαριστημένος, διακόσια ὀγδοήκοντα στὸ χέρι πλερωμένος. | |
1445 | Καὶ εἴτις ἔχει πόθεση, ς’ ἐκεῖνον νὰ παγαίνη, νὰ λύεται ἡ πόθεσις κ’ εὐχαριστιὰ νὰ παίρνη. Κι ὅποιος δὲν κάμη ὁρισμόν, σὰν λέγει καὶ ὁρίζει, ἀφέντης ὁ Ἀλέξανδρος θέλει αὐτὸν μαστίζει.» Πάλι ὅρισεν Ἀλέξανδρος γιὰ νὰ διαλαλήσουν· | |
(1450) | πὀσκότωσαν τὸν Δάρειον νὰ ’λθοῦν νὰ τοῦ μιλήσουν, νὰ τοὺς ποιήση τὸ λοιπὸν ἄρχοντες εἰς τὸν τόπον, χῶρες γιὰ νὰ ὁρίζουσι διχῶς κανέναν κόπον· «Λοιπὸν ἂν ἔζη Δάρειος, μὰ κάλλια ποὺ ἐσφάη, διότις πάντα του μ’ ἐμὲν ἤθελε πολεμάει. | |
1455 | Καὶ εἴτις ἔναι τὸ λοιπόν, πάλι θὲ νὰ τ’ ἀρχίσω, ς’ ἐμένα νά ’λθη γλήγορα περίφουμον νὰ ποίσω.» Ὑπᾶσιν εἰς Ἀλέξανδρον Βῆσσος κι Ἀρνοβαρζάνης, κ’ εἴπασι τοῦ Ἀλέξανδρου· «Δίκαιον ἒν τὸ κάνεις. Ἡμεῖς τὸν ἐσκοτώσαμεν Δάρειον τὸν ἐχθρόν σου | |
1460 | καὶ πάλι τὸ δυνόμεσθεν ἡμεῖς τὸν ὁρισμόν σου.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, εἶπε διὰ νὰ ποίσουν, ἀπάνω ’ς τάφον Δάρειου νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν. Ἀπιλογήθησαν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ὀργισμένοι· «Τὴ διαλαλιὰ ἀκούσαμεν ὁπού ’τον γεναμένη. | |
1465 | Λοιπόν, ἀφέντη βασιλιά, τοὺς λόγους ς’ ἀφανίζεις; Τὴ διαλαλιὰ ὁπὄκαμες, βλέπομε, δὲν τὴν χρήζεις.» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Ἐσᾶς οὐδὲν ψηφοῦμε, γιὰ τούτους πού ’ν ὁλόγυρα, γιατ’ αὖτ’ ἀπιλογοῦμαι· ἐπεὶ δὲν ἦτον μπορετὸ ἀλλέως γιὰ νὰ ’λθῆτε, | |
1470 | τὸν λόγον μου σχημάτισα ἐσεῖς νὰ κομπωθῆτε· κ’ ἐκεῖνο ὁποὺ ὅρισα πάλι διὰ νὰ γένη, νὰ σᾶς κάμω περίφουμους ς’ ὅλην τὴν οἰκουμένη. Εἶπα νὰ σᾶς φουρκίσουσι γιὰ ν’ ἀκουστῆ μεγάλο τὸ ὄνομά σας τὸ λοιπὸν εἰς ἕνα καὶ εἰς ἄλλο.» | |
1475 | Καὶ τότες τοὺς ἐφούρκισε ἀπάνω εἰς τὸν τάφο, κ’ ἐγίνησαν περίφουμοι, δὲν ἔχω τί νὰ γράφω. Καὶ ἔκαμε Ἀλέξανδρος κριτάδες κεῖ καὶ στέκουν στὸν τόπον κεῖνον τῆς Περσᾶς, πλούσους πτωχοὺς νὰ κρένουν. Ἔκαμε ὁ Ἀλέξανδρος ἐτότε νὰ μηνήση | 143 |
1480 | μάνα Δαρείου μὲ γραφή, νὰ τὴν παρηγορήση· «Ἀλέξανδρος Ῥοδογυνή, Ῥωξάνη, ἀδελφές μου, Δάρειον δὲν ἐσκότωσα ἐγὼ μὲ τὲς στρατιές μου. Ἐκεῖνον τὸν ἐσκότωσαν ἄρχοντες ἐδικοί του· λοιπὸν δὲ μὴ μὲ μέμφεστεν ἐμὲν γιὰ τὴν θανή του. | |
1485 | Καὶ μὲ τὸ ῥοῦχο μου λοιπὸν ἐγὼ ἐσκέπασά τον, ἀκόμη ὅπου σύντυχε, ἐγὼ γὰρ ἔθαψά τον. Ἐμίλησα καὶ μετ’ αὐτόν, τό ’θελε εἶπε μού το, καὶ ἔθαψά τον ἔντιμα, ὡς πατέρας μου ὁπού ’το. Κ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔσφαξαν ὅρισα γιὰ νὰ ποίσουν, | |
1490 | στὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν νὰ πᾶν νὰ τοὺς φουρκίσουν. Καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ὅρισα αὐτὸν νὰ ὀνομάζουν ὡσὰν θεὸν ἐπίγειον, νὰ τόνε θυσιάζουν. Καὶ γιὰ γυναίκα εἶπε μου νὰ πάρω τὴν Ῥωξάνη, κι ἀτός του τὸ ἐμίλησε, πρὶν παρὰ ν’ ἀποθάνη. | |
1495 | Ὀρέγομαι καὶ ἀγαπῶ ἐγὼ γιὰ νὰ τὴν πάρω ὡσὰν γυναίκα μου αὐτήν, ἂς ἔχη αὐτὸ τὸ θάρρο. Λοιπὸν ἐσεῖς πρὸς τὸ παρὸν αὐτοῦ γιὰ νὰ σταθῆτε, γιὰ νὰ φθειαστοῦν τὰ πράματα, κι ἀπέκει δῶ νὰ ’λθῆτε.» Κ’ ἔγραψε τῆς μητέρας του ῥοῦχα γιὰ νὰ ’ρδινιάση | |
(1500) | γιὰ τὴν Ῥωξάνη νυμφικά, νὰ τοῦ τὰ ἑτοιμάση. Λοιπὸν αὐτὴ τὰ ’ρδίνιασε, ς’ Ἀλέξανδρον τὰ στέλνει. Τότ’ ἔρισε Ἀλέξανδρος, ὁ γάμος γιὰ νὰ γένη· καὶ τὴ Ῥωξάνη ἔκραξε κι αὐτὸς τὴν εὐλογήθη ὡσὰν γυναίκα του λοιπόν, μετ’ αὔτην ἐκοιμήθη. | |
1505 | Ἐκάμαν περιδιαβασμοὺς κ’ ἐκεῖνα ποὺ βοδῶσα, δὲν ἔχω χείλη νὰ τὰ πῶ, ’δὲ συντυχιά, ’δὲ γλώσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα ἔγραψεν εἰς τὸν Ἀριστοτέλη, μάλιστα τῆς μητέρας του, ς’ αὐτοὺς τοὺς δυὸ τὴν στέλλει· «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα, | |
1510 | λοιπὸν αὐτείνη χαιρετῶ μ’ ὅλη της τὴν ὁμάδα· | |
Ἀριστοτέλει τῷ ἐμῷ τιμίῳ διδασκάλῳ, ξαιρέτως κεῖνον χαιρετῶ περὶ κανέναν ἄλλο. Γιὰ τοῦ Δαρείου πόλεμον θέλω νὰ σᾶς μηνήσω, πὼς εἶχεν ἔθνη πάμπολλα, τώρα θὲ νὰ τ’ ἀρχίσω· | 144 | |
1515 | γρικώντας γὼ τὴν δύναμιν τὴν ἔχει αὐτὸς τὴν τόση, ἐμηχανεύθη τὸ λοιπὸν κ’ ἔκαμα γὼ μὲ γνώση. Τὰ παλικάρια μ’ ὅρισα αἶγες κ’ ἐκουβαλῆσαν, κεριὰ ’ναμμένα τὸ λοιπὸν στὰ κέρατα κολλῆσαν καὶ τότες τὲς ἀπόλυσα τὴ νύκτα καὶ ἐπῆγαν. | |
1520 | Ἐβλέποντα τὸν πληθυσμὸν ἐκεῖνοι τότ’ ἐφύγαν. Βλέποντα μεῖς κ’ ἐφύγανε, τότε σταυρώνομέ τους, στὴ μέση τοὺς ἐβάλαμε κ’ ἐκατακόβαμέ τους. Καὶ κάστρο τότες ὅρισα, τότες ἐκεῖ τὸ κάνουν, τὸ ὄνομά του τὸ λοιπὸν Αἶγες ἀναθιβάνουν. | |
1525 | Εἰς τὴν Σουρία τὸ λοιπόν, στὸν ποταμὸν Ἀφράτη, πόλη ὅρισα κ’ ἐκτίσασι καὶ ἐτελείωσά τη. Τὸ ὄνομά της τὸ λοιπὸν Ἀλεξανδρειὰ τὴν κράζουν, ἔτσι ἐκείνους ὅρισα γιὰ νὰ τὴν ὀνομάζουν. Τὸν Δάρειον ἐσκότωσαν αὐτεῖν’ οἱ ἐδικοί του, | |
1530 | ὅμως ἐγὼ τοῦ ἔκαμα τὴν ἐξεκδίκησή του. Ἀγάπουν το τὸ λοιπονὲ γιὰ νά ’ζειε γιὰ τώρα, γιὰ νὰ τὸν ὅριζα ἐγὼ στὴν ἐδική του χώρα. Λοιπὸν καλὰ τὸν ἔθαψα αὐτεῖνον ὡς πατήρ μου, ἀτός μου τὸν ἐσήκωσα ἐγὼ μὲ τὸ κορμί μου. | |
1535 | Καὶ τότες ἐσηκώθηκα κ’ ἐπῆγα στὴν Μηδία καὶ πάλι ἐκατέβηκα ς’ αὐτὴν τὴν Ἀρμενία. Τότε πάλι ἐδιάβηκα ς’ αὐτείνην τὴν Βερίαν, μέσα σὲ χώρα τῶν Περσῶν ἐπῆγα μὲ στρατείαν. Καὶ τότε πάλι ἐδιάβημαν εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους, | |
1540 | ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν μὲ βιὲς πολλὲς καὶ κόπους. Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι, κανεὶς οὐδὲν ὑπάγει ς’ αὐτείνην γὰρ τὴν ἔρημον, γιατ’ εἶν’ ἀνθρωποφάγοι. Ηὑρίσκονται κι ἄλλα θηριὰ καὶ εἶναι θυμωμένα, ποτὲ δὲν τά ’δε κανενεὶς τέτοια φαρμακωμένα. | |
1545 | Γρικώντα γὼ τὰ πράματα κι αὐτεῖνα γιὰ ν’ ἀκούσω, τὸν τόπον κεῖνον ἤθελα νὰ τὸν περιπατήσω. | |
Ὅρισα ’κ τοὺς ἐντόπιους κ’ ἐπήραμε ἀνθρώπους· τότες ἐπερπατούσαμε ’ξ ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους. Γκρεμνὸν μεγάλον ηὕραμε, ἐξ αὖτον περπατοῦμε, | 145 | |
(1550) | ἀγανακτήσαμε πολλὰ κάτω νὰ κατεβοῦμε. Ἐπερπατούσαμε λοιπὸν πλέο παρὰ βδομάδι, καὶ εἴδαμε κακὰ θεριὰ ὁπὄρχονταν ὁμάδι. Σὲ τόπον ἐδιέβημαν, δένδρ’ εἶδα ὡριωμένα, καὶ ὁ καρπός τους τὸ λοιπὸν ὡς μῆλα ἐσυφέρνα. | |
1555 | Ἀνθρώπους κεῖ ἐβλέπαμε κ’ ἐλέγαν τους Σφοντύλους, ἦσαν μεγάλοι τὸ λοιπὸν κ’ εἶχαν μακροὺς τραχήλους, μερία καὶ σαγόνια εἶχαν πολλὰ μεγάλα, ὡσὰν αὐτεῖνα μοῦ ποτὲ ἐγὼ οὐκ εἶδα ἄλλα. Καὶ ἤλθασιν ἀπάνου μας κ’ εἶχαν μεγάλο θράσο, | |
1560 | ὅρισα γιὰ νὰ φέρουσι κανέναν γιὰ νὰ πιάσω. Ἀπάνω τους ἐπήγαμε κι αὐτοὶ ἀντισταθῆκαν, κι ὀκ τοὺς δικούς μας ’ξήντα τρεῖς τότε ἐσκοτωθῆκαν. Ἀκόμη κι ἄλλους ἑκατὸν ἐκεῖνοι θανατώνουν ς’ ἐκεῖνο τ’ ἀνακάτωμα, ἐκεῖνοι ποὺ μαλώνουν. | |
1565 | Καὶ τετρακόσοι τράντα δυὸ ’ξ ἐκείνους σκοτωθῆκαν, ἐκ χεῖρας τῶν Μακεδονιῶν θάνατον ἐγευτῆκαν. Ἐκεῖνα γὰρ τὰ πωρικὰ ὁποὺ Σφοντύλοι τρῶσι, ’ξ ἐκεῖνα τρώγαμε κ’ ἐμεῖς ὡς γιὰ δική μας βρώση. Εἰς τόπον ἐκατέβημεν καὶ πᾶμε βοδωμένοι, | |
1570 | ἀνθρώπους κεῖ εὑρήκαμε, πολλά ’σαν ἀγριωμένοι. Ἤτονε γὰρ τὸ μάκρος τους ὡς τέσσαρα πηχάρια, ἤτονε καὶ τὸ πλάτος τους ὥσπερ εἰσὶ κονδάρια. Ἤσανε δυνατοὶ πολλὰ ς’ ἐμᾶς καὶ κατεβαίνουν, πολλοὺς ἐκ τοὺς στρατιῶτες μου αὐτεῖνοι θανατώνουν. | |
1575 | Καὶ ὅρισά τους τὸ λοιπὸν μὲ στιὰ ς’ αὐτοὺς κ’ ἐπῆγαν, καὶ τόμου εἶδαν τὴν ἱστιάν, τότες αὐτεῖνοι φύγαν. Ἀποταχιὰ ἐπήγαμε ς’ ἐκείνων τὰ κρεβάτια, θεριὰ ς’ αὐτεῖνα ηὕραμε κ’ εἴχασι τρία μάτια, τὸ μάκρος πῆχες τέσσαρες, δεμένα σὲ κολόνες· | |
1580 | μεγάλους ψύλλους ηὕραμε κ’ ἦσαν ὡσὰν χελῶνες. Καὶ μετὰ ταῦτα ἤλθαμε σὲ τόπον πού ’τον βρύση, καθίζουν στρατιῶτες μου ἐκ τὸ νερὸ νὰ πιοῦσι· στὴν βρύση τότ’ ἐκάθισε καθένας ξεγνοιασμένος, | |
ἄνθρωπος κεῖθεν ἀπερνᾶ κ’ ἤτονε μαλλιασμένος. | 146 | |
1585 | Καὶ ὅρισα κ’ ἐπιάσαν τον, ἄγρια μᾶς κοιτάζει· ποῖος αὐτεῖνον νὰ μὴ δῆ καὶ νὰ μηδὲν θαυμάζη; Ὅρισα δὲ νὰ γδύσουσι γυναίκα νὰ τοῦ πᾶσι, φόρις νὰ ἔλθη ’ς πεθυμιὰ καὶ νὰ τὴν ἀγκαλιάση· καὶ ἕνας ἐκ τοὺς στρατηγοὺς ἐκεῖ τοῦ τὴν ὑπάγει, | |
1590 | ἐκεῖνος τότ’ ἐχύμησε ἐκείνη γιὰ νὰ φάγη· ἄνθρωποι τότε ἔδραμον γυναίκα νὰ γλυτώνουν, κι αὐτεῖνος τότ’ ἐφώναξε, ἄλλοι ’κ τὸ δάσο βγαίνουν. Τότες πάλι ἐξέβησαν μέσα ’κ τὸν καλαμιώνα, ὡσὰν τὰ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ σὰν ἐκεινοὺς ἐβγαῖνα. | |
1595 | Εἰς τὸ καλάμι ὅρισα ἱστία γιὰ νὰ βάλουν, ἀπὸ τὴν κάψιν τῆς ἱστιᾶς δὲν ἦλθαν νὰ προβάλουν. Καὶ πάλι τότες τὴν φωτιὰ ἐμπρός τους τὴν ὑπῆγαν, καὶ τόμου εἶδαν τὴν φωτιά, τότες αὐτεῖνοι φύγαν. Καὶ πεντακόσους ἔπιασαν, τότες τοὺς ἐταυροῦσαν, | |
(1600) | φωνὴ δὲν εἴχανε ποσῶς, σὰν σκύλοι ἐβαβοῦσαν. Γλήγορα ἀπεθάνασι, ποσῶς δὲν ἐβαστάξαν, ἐκεῖ ποὺ τοὺς ἐσύρνασι τότες γιαμιὰ πλαντάξαν. Ἐτότες πάλι τὸ λοιπὸν ς’ ἕνα ποτάμι πᾶμε, ἐκεῖ γὰρ ἐπεζεύσαμε ὅλοι διὰ νὰ φᾶμε. | |
1605 | Ἐκεῖ ηὑρίσκονταν δενδρά, εἰς ὥρας ἓξ αὐξαίνουν, σὰν ἐπατοῦσαν οἱ ἑπτά, ἀρχίζαν νὰ λιγαίνουν. Καὶ δάκρυα ἐστάζασι, σὰν μόσχος ἐμυρίζα, τὸ δάκρυον κατέβαινε εἰς τοῦ δενδροῦ τὴ ῥίζα. Καὶ ὅρισά τους μὲ σπουδὴν τὰ δένδρα νὰ χαράσσουν, | |
1610 | διὰ νὰ στάζη τὸ λοιπόν, τὰ δάκρυα νὰ συνάσσουν. Κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ κόπτασι τὰ δένδρη ποὺ μυρίζαν, ἀόρατοι γὰρ ἄνθρωποι ἐκείνους ἐραβδίζαν. Οἱ ἄνθρωποι ἐρχόντησαν καὶ ἦσαν πληγωμένοι, καὶ πλέο δὲν τὰ γγίζασι αὐτεῖν’ οἱ ῥαβδισμένοι. | |
1615 | Τοὺς ῥαβδισμένους βλέπομε καὶ ὅλοι ἀποροῦμε, ἐκείνους ποὺ τοὺς δέρνουσι νὰ δοῦμε δὲν μποροῦμε. Φωνὴ γὰρ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς καὶ ἦτον ἀοράτος, τὰ δένδρη νὰ μὴν κόπτωμε οὐδὲ τὴ μυρωδιά τως. Ἐκεῖθεν ἀσηκώθημαν τότες κ’ ἐπερπατοῦμαν, | |
1620 | εἰς ποταμὸν ἐπήγαμε κ’ ἐπερικαρτεροῦμαν. | |
Μαῦρα λιθάρια βρίσκονταν στὸν ποταμὸν ἐκεῖνον, καὶ ὅποιος κεῖνος τά ’πιανε, μαύριζ’ ὡς Σαρακῆνον. Ἦσαν καὶ δράκοντες πολλοὶ ς’ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι, καὶ μουλωμένοι στέκασι μέσα εἰς τὸ καλάμι. | 147 | |
1625 | Εὑρήκαμε καὶ ψάρια, κανεὶς δὲν τὸ θυμήθη, μέσα ’ς νερὸ τὸ βάλαμε, τότες αὐτεῖνο ψήθη. Εἰς τὴν φωτιὰ τὰ βάλαμε καὶ ὅλοι ἐφυσοῦσαν, καὶ τὴν ἱστίαν τίποτες ποσῶς δὲν ἐγρικοῦσαν. Ἕνας στρατιώτης τὸ λοιπὸν ψάριν εἶχε ξυσμένο, | |
1630 | μέσα στὴν βρύσιν τό ’βαλε κ’ ηὑρέθηκε ψημένο. Λοιπὸν αὐτὸς ὁ στρατηγὸς ἔδειξε τοῦ καθένα καὶ τὰ ὀψάρια τὸ λοιπὸν σὰν αὖτον τὰ ἐψένα. Πάλι ς’ αὐτὸν τὸν ποταμὸν ὄρνεα εὑρεθῆκα, ὅποιος ἐκεῖνος τά ’πιανε καίγετον παραυτίκα. | |
1635 | Καὶ τὴ στρατεία ὅρισα αὐτεῖνα νὰ μὴ πιάσουν, μόνον νὰ τὰ ἀφήνουσι ὡς διὰ νὰ πετάσουν. Ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν κ’ ἐχάσαμε τὸν δρόμον, οἱ στρατιῶτες εἴχανε τότε μεγάλον τρόμον. Ἐλέγανέ μου τὸ λοιπὸν ὀπίσω νὰ στραφοῦμε, | |
1640 | μηδὲν ὑπᾶμε παραμπρός, μήπως ἐκεῖ χαθοῦμε. Ἐγὼ τοὺς ὅρισα λοιπὸν ὀμπρὸς νὰ περπατοῦμε, τὸν τόπον νὰ ξανοίξωμε, τίποτες γιὰ νὰ δοῦμε. Θεριὰ ἑξάποδα λοιπὸν ς’ ἐμᾶς ἐκατεβῆκαν, οἱ στρατιῶτες τά ’διωχναν κι αὐτεῖνα κρυβηθῆκαν. | |
1645 | Ἤτονε καὶ τὸ μάκρος τους ὡς ἕξι γὰρ πηχάρια, καὶ ἄλλα ἀπαντήσαμε, πέντέ ’χαν γὰρ ποδάρια. Καὶ ἄλλα ἀπαντήσαμε, μὲ τρία μάτια ἦσαν, ’ξ ἐκεῖνα οἱ στρατιῶτες μου πολλὰ γὰρ ἀφανίσαν· καὶ ὅθεν μᾶς ἐβλέπασι, τρέχαν καὶ πιλαλοῦσι, | |
(1650) | καὶ πλέα δὲν ἀκαρτεροῦν ς’ ἐμᾶς ν’ ἀντισταθοῦσι. Ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν, θεριά ’δαμ’ ὡς πουλάρια, τὸ εἶδος τους ἐσύφερνε ὡσὰν ἀγριογαδούρια· τέσσαρα μάτια εἴχασιν ὁ καθεεὶς ἐξ αὔτους, ὡσὰν γαδάροι τὸ λοιπὸν ὀρθώνασι τ’ ἀφτιά τους. | |
1655 | Εἰς ἄλλον τόπον πήγαμε κ’ ἦσαν ἀνθρῶποι ἄλλοι· λοιπὸν στὸ στῆθος εἴχανε αὐτεῖνοι τὸ κεφάλι. Τότες τοὺς ἐκοιτάξαμε καὶ βλέπομε καθάρια | |
καὶ τὴν τροφὴν ποὺ ζούσασι, ἐτρώγασι τὰ ψάρια. Τόπος ἦτον θαλάσσιος, φῶκες ἦσαν μεγάλες, | 148 | |
1660 | ὡσὰν ἐκεῖνες τὸ λοιπὸν ποτὲ οὐκ εἶδα ἄλλες. Φίλοι μου μὲ παρακαλοῦν ὀπίσω νὰ γυρίσω, ἐγὼ δὲν ἤθελα ποσῶς αὐτείνους γιὰ ν’ ἀκούσω. Πάλι ἐκαταντήσαμε εἰς ἔρημον γὰρ τόπον κ’ ἤλθαμε ’ς περιθάλασσον μὲ βιὰ πολλὴ καὶ κόπον· | |
1665 | καὶ δὲν ἐβλέπαμε ἐκεῖ ὄρνια οὐδὲ θηρία, μόνον γὰρ γῆ καὶ οὐρανὸν ς’ ἐκείνην τὴν μερία. Ἡμέρες δέκα κάμαμε ἥλιον γὰρ νὰ δοῦμε, καὶ λίγο φῶς ἐβλέπαμε, μὲ δαῦτο περπατοῦμε. Κ’ εἰς θάλασσαν διέβημαν καὶ τότε πάλι ἐποῖκα, | |
1670 | καράβια βρήκαμε μικρά, ς’ αὐτεῖνα μέσα μπῆκα. Καὶ ἐξ ἐμᾶς ἐμπήκανε εἰς τὸ καράβι κεῖνο, κοντὰ ’ς νησὶν διέβημαν, ’κοῦμεν φωνὰς Ἑλλήνων. Καὶ τὴν φωνὴν ἀκούομε κ’ ἐκείνους ποὺ λαλοῦνε ποσῶς οἱ στρατιῶτες μου οὐδὲν μποροῦν νὰ δοῦνε. | |
1675 | Εἰς τὸ νησὶ ἠθέλαμε ἔξω διὰ νὰ βγοῦμε, καὶ πάλι ἐφοβήθημαν στὰ λόγια ὁποὺ ’κοῦμε. Τοὺς στρατιῶτες ὅρισα νὰ πᾶσι γιὰ νὰ δοῦσι, μέσα ὀλίγο στὸ νησί, νὰ δοῦν τὸ ποιοὶ λαλοῦσι. Οἱ στρατηγοὶ ἐγδύθηκαν κολύμπου γιὰ νὰ πᾶσι, | |
1680 | τότε καβοῦροι βγήκανε, ἁρπάσσουν νὰ τοὺς φᾶσι. Ἐπνίξανέ μου τὸ λοιπὸν στρατιῶτες γὰρ σαράντα, ὅλοι τους ἦσαν διαλεκτοί, πού ’σαν τῆς χρείας πάντα. Ἐτότες ἐφοβήθημαν, δυὸ μέρες περπατοῦμε, οὐδὲν μποροῦμαν γὰρ ποσῶς ἥλιον γιὰ νὰ ἰδοῦμε. | |
1685 | Μακάρων χώρα θέλησα νὰ τὴν ἰδῶ ἐκείνη, εἰς αὔτην τότ’ ἐπήγαινα μὲ τὴν ἐσπλαγχνοσύνη. Ἀγάπουν γὰρ οἱ ἄρχοντες ἐκείνη γιὰ νὰ δοῦσι, γιατί, ἐλέγαν οἱ σοφοί, αὐτεῖνοι πάντα ζοῦσι. Ὁ Καλλιστένης, φίλος μου, τότες μοῦ συβουλεύει, | |
1690 | μὲ πεντακόσους χίλιους στὸν τόπον κεῖ νὰ ’δεύη· ἄλλους σαράντα τὸ λοιπὸν ’κ τοὺς φίλους μου νὰ πάρη, ἐκεῖ γιὰ νὰ πηγαίνωμε, ς’ ἐκεῖνο γὰρ τὸ θάρρει. Ὄνους γὰρ μοῦ ἐνόησε νά ’ναι στὴν ἐξουσά μου, καὶ τὸ φουσάτο τὸ λοιπὸν μὴ λείπ’ ἀπὸ κοντά μου. | |
1695 | Ἐκεῖ ἐπερπατούσαμε καὶ ἤτονε σκοτάδι, εἴκοσι μέρες τὸ λοιπὸν μαῦρό ’τον σὰν τὸν Ἅδη. Καὶ πέντε ἄλλες πήγαμε, 〈’σ〉 σκοτάδι περπατοῦμαν, ἐκεῖ ποὺ περπατούσαμε τινὰν δὲν ἐθωροῦμαν. Σὲ βρύσιν ἐδιέβημαν, κ’ ἔλαμπε τὸ νερό της | 149 |
(1700) | ὡσὰν ἡμέρα φωτεινή, ἔτς’ ἔλαμπε τὸ φῶς της. Ἐκεῖ ὅπου πηγαίναμε, στὴ βρύση τότε πάγω, κι ὄρεξη τότε μὄκαμε ἐμένα γιὰ νὰ φάγω. Καὶ ὅρισα τὸν μάγερα προσφάγι νὰ ’ρδινιάση, καὶ παρευθὺς ὁ μάγειρος τάραχον τότ’ ἁρπάσσει. | |
1705 | Ἐδιάβηκε στὴ φωτεινὴ βρύση γιὰ νὰ τὸ πλύνη κ’ ἔφυγε ὀκ τὰ χέρια του, ὅλο ψαράκι γίνη. Αὐτὸς ὁ μάγειρος λοιπὸν ἐτότες ἐκομπώθη, οὐδὲν μοῦ εἶπε τίποτες γιὰ κεῖνο ποὺ ψυχώθη. Ἐκεῖθεν ἐδιάβημαν καὶ ὄρνεα πετοῦσαν, | |
1710 | καὶ εἶχαν ὄψη ἀνθρωπινή, ἑλληνικὰ λαλοῦσαν. Ἔλεγεν ἔτσι ἡ φωνή· ‘Λέξανδρε, τί διαβαίνεις στὴν γῆν ὁπού ’ναι οἱ θεοί, φουσάτο τί τὸ φέρνεις; Οὐδὲν μπορεῖς γιὰ νὰ ἰδῆς μακάρων γὰρ τὴ χώρα, οὐδὲ βαστᾶ σε ἡ ζωὴ νὰ πάγης διὰ τώρα. | |
1715 | Μηδὲν ἀκαρτερῆς λοιπόν, κάμε νὰ πᾶς ὀπίσω.‘ Γρικώντας τοῦτο γὰρ ἐγὼ δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω. Καὶ πάλι τότε λέγει μου· ‘Σύρε νὰ πολεμήσης τὸν Πῶρο γὰρ τὸν βασιλιά, ὡς γιὰ νὰ τὸν ὁρίσης.‘ Ὀμπρὸς ὑπᾶνε τὰ πουλιὰ εἰς τὴν ἐπίσκεψή μας, | |
1720 | κ’ εὐτεῖν’ ἀκολουθούσαμε καὶ ἦταν ὁδηγοί μας. Εἴκοσι πέντε τὸ λοιπὸν ἡμέρες περπατοῦμεν, ποὺ φῶς ἐκάμαμε λαμπρὸν ἐτότες γιὰ νὰ δοῦμεν. Καὶ εἴπασί μας τὰ πουλιά, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦμε, στὴ γῆ γιὰ νὰ πεζεύσωμε νὰ πάρωμ’ ὅ,τι βροῦμε. | |
1725 | Πολλοὶ ἐκ τοὺς στρατιῶτες μου ἀπὸ τὴν γῆν γὰρ παίρνουν, ἐκ τὸ σκοτάδι βγήκασι, τότε στὸ φῶς παγαίνουν. Εἰς τὸ σκοτάδι πασαεὶς ἐκεῖνο ποὺ ψηλάφει, ὡσὰν ἐβγήκασι στὸ φῶς, εὑρέθηκε χρυσάφι. Τότε ὁ μάγερος λοιπὸν αὐτεῖνο ἐθυμήθη, | |
1730 | ἐκεῖνο ποὺ ψυχώθηκε, τότες μοῦ τὸ ’ξηγήθη. Τότες ἐγὼ θυμώθηκα, εἶπα καὶ τὸν σκοτώνουν, | |
στὴν γῆ ἐκείνη ἀπέθανε, σκάφθουν νὰ τόνε χώνουν. Ἐσᾶς νὰ εὕρη μὲ ὑγειὰ γλήγορα ἡ γραφή μου, γιὰ νά ’στε πάντα τὸ λοιπὸν εἰς τὴν ἐπίσκεψή μου.» | 150 | |
1735 | Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν ἤθελε γιὰ νὰ ποίση μὲ Πῶρον γὰρ τὸν βασιλιὰ νὰ πὰ νὰ πολεμήση. Ὁ τόπος ἤτονε κακός, πετρώδης κ’ ἐγογγύζαν, οἱ Μακεδόνες ὅλοι τους τότε ἐμουρμουρίζαν. «Καὶ δὲν τὸν σώνει», λέγασι, «Δάρειον ὁπ’ ὁρίζει, | |
1740 | μὰ σύρνει μας στὴν ἐρημιά, θὲ νὰ μᾶς τυραννίζη. Ἂς ἒν ὁ Δάρειος αὐτὸς ἐγύρευέ μας τέλος, λοιπὸν ἐδώσαμέ του το εἰς τὴν καρδιά του βέλος. Δὲν σώνει ποὺ μᾶς ἔσυρνε ἐκεῖ στὴν ἐρημίαν, μὰ λὲ νὰ πολεμήσωμε τοῦ Πώρου βασιλείαν. | |
1745 | Καὶ πάλι τώρα σύρνει μας νὰ πὰ νὰ πολεμοῦμε, κορμία μας νὰ χάσωμε καὶ νὰ κακοπαθοῦμε. Ἂν ἔναι ὁ Ἀλέξανδρος ς’ αὐτεῖνον μανιωμένος, ἂς πολεμίζη μοναχός, ἁμά ’ναι ἀνδρειωμένος.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, τοὺς Μακεδόνας κράζει, | |
(1750) | ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ λοιπὸν σὲ δύο τοὺς μοιράζει. Καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες μου, ἄνδρες συμμαχισμένοι, εἰπέτε τί σᾶς ἔκαμα καὶ εἶστεν λυπημένοι. Καὶ λέγετέ μου τὸ λοιπὸν μόνος νὰ πολεμίζω; Καὶ τοῦτο ἔναι φανερόν, τὰ ἔθνη γὼ ’φανίζω. | |
1755 | Δὲν ἤμουν πάντα μπροστινὸς ὁπὄκαμνα τὴ μάχη; Πάντα μου σᾶς ἀνάγκαζα γιὰ νά ’στε πολεμάρχοι. Ἐγώ ’καμνα τὰς μηχανὰς σὰν ἕνα παλικάρι, καὶ δὲ μ’ ἐστείλετε ἐσεῖς ’ς Δάρειον ’ποκρισάρη; Θυμάστεν ποὺ δειλιάζετε σὲ πόλεμον νὰ βγῆτε; | |
1760 | Ὅλους ἐγὼ σᾶς ἔκαμνα διὰ νὰ πολεμῆτε. Θέλετε νὰ μισέψετε, τινὰς δὲ σᾶς κρατίζει, οὐδὲ μποδίζει σας κανείς, οὐδὲ σᾶς περιορίζει. Καὶ ταῦτα λέγω εἰς ἐσᾶς, στρατιὰ οὐδὲν φροντίζει, δίχως φροντίδα βασιλιῶς τίποτα δὲν ἐχρήζει.» | |
1765 | Ἐτοῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος, ὅλοι παρακαλοῦσι στὰ λόγια ποὺ συντύχασι νὰ τοὺς τὰ συμπαθήση.» Καὶ ὅλοι τὸν παρακαλοῦν νὰ παύση τὴν ὀργήν του καί, ὅ,τι ὁρίς’ Ἀλέξανδρος, νὰ εἶναι στὴν βουλήν του. | |
Εἰς ἕξι μέρες τὸ λοιπὸν στὰ ὄρη Ἴνδων σώνουν, | 151 | |
1770 | ἐκεῖ γὰρ ἀπεζεύσασι ὅλοι τους καὶ τεντώνουν. Ἀπὸ τοῦ Πώρου ἄνθρωπος εἰς τὸ φουσάτο μπαίνει, γραφὴν ἐβάστα τὸ λοιπόν, Λεξάνδρου τὴν παγαίνει· «Ὁ Πῶρος τοῦ Ἀλέξανδρου λέγει του πὼς ὁδεύεις καὶ περπατεῖς ὁλόγυρα τὲς χῶρες καὶ κουρσεύεις. | |
1775 | Ἐγρίκησα καὶ ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ πολεμήσης. Ἐπεὶ λογᾶσαι ἄνθρωπος, τί ἔχεις θεοῦ νὰ ποίσης; Καὶ παρὰ πάντας ἄνθρωπος πλεώτερος λογᾶσαι; Ἐγὼ ποὺ εἶμαι ἄκτιστος, κάμε νὰ μὲ φοβᾶσαι. Ὄχι ἀνθρώπους μοναχὰ γρικᾶς ἐγὼ τὶ ὁρίζω, | |
1780 | ἀμὴ ὁρίζω καὶ θεοὺς κ’ ἐδῶθεν τοὺς ξορίζω. Κι ὁ Διονύσιος θεὸς ἐδῶθεν ἔδωξά τον, μὲ τὴ δική μου δύναμιν μακρὰ ἐξόρισά τον. Οὐ μόνον συβουλεύω σε νὰ ’λθῆς νὰ πολεμήσης, μὰ μάλιστα ὁρίζω σε ὀπίσω νὰ γυρίσης· | |
1785 | γιατὶ ἔσφαξες τὸν Δάρειον, τίποτες δὲν ψηφοῦμε, ἄνανδρον γὰρ ἐσκότωσες, μὰ γὼ δὲ σὲ φοβοῦμαι. Λοιπὸν γύρισε γλήγορα, σύρε μὲ τὴν τιμή σου, τὴν δύναμίν σου τὸ λοιπὸν μέσα σου τὴν θυμήσου.» Σὰν ἀναγνῶσαν τὴν γραφήν, πασάνας ἐπικράθη. | |
1790 | Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε κ’ ἐστάθη καὶ εἶπε· «Στρατιῶτες μου, τοῦ Πώρου τὰ χαρτιά του μηδὲν φοβῆστε τίποτες εἰς τὴν ἀλαζονειά του. Καὶ δὲν θυμάστε Δάρειος πὄγραφε τόσα βάρη; Ἔτσι τὸ ἔχουν τὸ λοιπὸν νὰ γράφουν οἱ βαρβάροι. | |
1795 | Θέλουν νὰ μεγαλύνωνται αὐτοὶ τῇ διανοίᾳ καὶ ἐξ ὑστέρου πέφτουσι ’ς μεγάλη γὰρ πενία. Ὀλπίζω πρῶτον στοὺς θεούς, στὴν ἀνεξικακιά μας, δεύτερον στὴν ἀγάπην μας κ’ εἰς τὴν ὁμόνοιά μας, ὄχι τὸν Πῶρον μοναχὸν ἐμεῖς νὰ πολεμοῦμε, | |
(1800) | ἀμὴ καὶ ἄλλους βασιλεῖς νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε.» Καὶ ταῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος, ὅλοι καλοκαρδίσαν, διὰ νὰ πᾶσι ’ς πόλεμον ὅλοι τους ἀγαποῦσαν. Καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τοῦ Πώρου καὶ τὴν στέλλει, ἐκεῖ ἔγραφεν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει· | |
1805 | «Βασιλεὺς γὰρ Ἀλέξανδρος τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνει (γραφὴν μὲ γνῶσιν ἔκαμε, τιμὴν καὶ σωφροσύνη). Γίνωσκε, Πῶρο βασιλεῦ, ὅτ’ ἡ ἐπιστολή σου σὲ πόλεμον μ’ ἀνάγκασε, αὐτείνη ἡ γραφή σου. Καὶ λὲς ὅτ’ εἶσαι πλούσιος κι ὁρίζεις δίχως κόπον, | 152 |
1810 | ἐγὼ ηὑρίσκομαι πτωχὸς καὶ ἐνδεὴς γὰρ τόπων. Καὶ ἔχεις πολλά, λέγεις μου, καὶ εἶσαι ἀξιωμένος, νὰ πάρω θέλω ἀπὸ σὲν ἐγὼ ὁ στερημένος. Καὶ λέγεις μου τ’ εἶσαι θεός, καὶ τί ἔχω γιὰ νὰ ποίσω, μὰ γὼ θεὸν δὲν ἔρχομαι διὰ νὰ πολεμήσω, | |
1815 | μὰ ἔρχομαι εἰς ἄνθρωπον κ’ εἰς Πῶρον κομπωμένον, κ’ εἰς βασιλιὰ ἀλάζονα, μάλιστα κ’ ἐπηρμένον. Γιὰ κεῖνα, ὁπού ἔκαμα, λέγεις οὐδὲν ποιᾶσαι, γιὰ Δάρειον ποὺ σκότωσα τίποτα δὲν φοβᾶσαι. Τὰ λόγια σου τὰ εὔκαιρα λέγεις γιὰ νὰ φοβοῦμαι, | |
1820 | οὐδὲ στὸν νοῦ μου βάνω τα, οὐδὲν τὰ ἐθυμοῦμαι, μὰ ἔρχομαι ἀπάνου σου μὲ δυνατοῦ ῥαβδίου, θαρρῶ νὰ πάθης τὸ λοιπὸν τὰ ὅμοια Δαρείου.» Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε, στρατιά του τότες κράζει, καὶ ὅλα τὰ φουσάτα του εἰς πόλεμ’ ὀρδινιάζει. | |
1825 | Ὀρδίνιασαν καὶ τὰ θηριὰ αὐτὰ νὰ πολεμήσουν, λέφαντες κι ἄλλες γενεές, ς’ αὐτοὺς νὰ τ’ ἀπολύσουν. Τοῦ Πώρου ἐπλησίαζε φουσάτο του νὰ σώση, Ἀλέξανδρος θαυμάζεται τὴν δύναμιν τὴν τόση. Οὐχὶ γιὰ τὴ στρατεία του καὶ διὰ τὸν λαόν του, | |
1830 | οὐδὲν τὴν εἶχ’ Ἀλέξανδρος αὐτείνη στὸν σκοπόν του, μὸν τὰ θηριά, τοὺς λέφαντας, μ’ ἐκεῖνα ὁποὺ πάγει, ς’ ἐκεῖνα γὰρ Ἀλέξανδρος περίσσια ἐξεπλάγη. Ῥοῦχα τ’ ἀλλάσς’ Ἀλέξανδρος μ’ ὅλη τὴν ὄρεξή του ’ς Πώρου φουσάτο γιὰ νὰ μπῆ, νὰ δῆ τὴ δύναμή του. | |
1835 | Ὡσὰν ἐμπῆκε Ἀλέξανδρος στὴ μέση τοῦ φουσάτου, ἐκεῖ τότε τὸν ἔπιασαν τοῦ Πώρου ἡ στρατιά του. Ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον, θὲ νὰ τὸν ὑπαγαίνουν σὲ Πῶρον γὰρ τὸν βασιλιά, ὀμπρός του τόνε φέρνουν. Ὁ Πῶρος τὸν ἐρώτησε, λέγει του· «Πόθεν εἶσαι; | |
1840 | Εἰπές μου τὴν ἀλήθεια, τίποτες μὴ φοβῆσαι.» | |
Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Στρατιώτης του γὰρ εἶμαι, τ’ Ἀλέξανδρου π’ ἀκούετε, ἡ σὴ δύναμις φοβεῖ με.» Ὁ Πῶρος τότε εἶπε του· «Εἶδε με ὀφθαλμός σου, τὴν δύναμή μου τὸ λοιπὸν εἰπέ του τ’ ἀφεντός σου. | 153 | |
1845 | Τί θέλει γιὰ νὰ μάχεται Ἀλέξανδρος μ’ ἐμένα, τόσα φουσάτα τὸ λοιπὸν ὁπὄχω καμωμένα;» Ὁ Πῶρος σὰν ἐμίλησε Ἀλέξανδρον ἀφήνει, κι Ἀλέξανδρος ἐσκόπησε τὴ δύναμή του κείνη. Ἐδιάβη στὸ φουσάτο του, τέχνη κατασκευάζει, | |
(1850) | τεχνίτες εἶχε περισσούς, τότες τοὺς ὀρδινιάζει. Χυτοὺς ἀνθρώπους ἔκαμε, κάρβουνα τοὺς γεμίζει, καὶ τὸ φουσάτο σίμωσε τοῦ Πώρου καὶ συγγίζει. Ὁ Πῶρος γὰρ ἀπόλυσε τοὺς λέφας μὲ μανία, καὶ τούτους ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τους ς’ ὀρδινία. | |
1855 | Ὡς εἴδασι γὰρ τὰ θηριὰ ἐκείνους ὁποὺ στέκουν, νομίζουν τ’ εἶναι ἄνθρωποι, τὲς στῆλες περιπλέκουν. Καὶ τὰ φουσάτα σμίξασι πόλεμον γιὰ νὰ κρούξουν, καὶ τὰ θηριὰ οὐδὲν τρομοῦν κανένα γιὰ νὰ γγίξουν. Κ’ ἐκρούσανε τὸν πόλεμον καθένας κ’ ἐπολέμα, | |
1860 | ἐκ τὰ κορμιά τους ἔβλεπες ὁπὄτρεχε τὸ αἷμα. Ὁπὄναι ἄνδρας γὰρ καλός, μὲ τὸ κονδάρ’ ἀμπώθει· τ’ ἄλογο τοῦ Ἀλέξανδρου ἐκεῖ γὰρ ἐσκοτώθη. Εἴκοσι πέντε μέρες γὰρ ἐκεῖνοι πολεμοῦσαν, ἔξω στὸν κάμπον στέκασι καὶ πόλεμον βαροῦσαν. | |
1865 | Σὰν εἶδε ὁ Ἀλέξανδρος, φθέρνεται τὸ φουσάτο, κάμνουνε ἀνακάτωμα καὶ πᾶσι ἄνω κάτω, τοῦ Πώρου γὰρ ἐμήνησε γιὰ νὰ μονομαχήσουν, οἱ δυό τους τότες νὰ σταθοῦν ὡς γιὰ νὰ πολεμήσουν. Ὁ Πῶρος σὰν τὸ ἤκουσε μεγάλως τὸ ἐχάρη, | |
1870 | νὰ πολεμής’ Ἀλέξανδρον πάντα αὐτὸς ἐθάρρει· γιατ’ ἦτον μέγας στὸ κορμὶ κ’ εἶχε καὶ πολιτεία, Ἀλέξανδρος ηὑρίσκετον μικρὸς στὴν ἡλικία. Καὶ τότες ἀρματώθησαν οἱ δυὸ νὰ πολεμήσουν, στὴ μέση γὰρ ἐστάθησαν νὰ κονταροκτυπήσουν. | |
1875 | Ἐτότες ἀρχινήσασι, ἕνας τ’ ἀλλοῦ κτυποῦσι, σάλπιγγες, ἄλλα βούκινα τότες ἐκεῖ βαροῦσι. Ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε, θόρυβος γὰρ ἐγίνη, | |
τοῦ Πώρου γὰρ οἱ στρατηγοὶ μαλώνουσιν ἐκεῖνοι. Ὁ Πῶρος γὰρ ἐγύρισε νὰ δῆ τὴ στρατιά του, | 154 | |
1880 | Ἀλέξανδρος γὰρ κονδαριὰ ἔδωκε στὰ πλευρά του. Καὶ Πῶρον ἔτς’ ἐσκότωσε Λέξανδρος μὲ κονδάρι, ὁ Πῶρος δὲν τὸ ὄλπιζε, οὐδὲ ποσῶς τὸ θάρρει. μὰ ἔκρενε στὸν λογισμὸν πὼς θέλει τὸν νικήσει, μὰ τώρα ἐνικῆσαν τον, δὲν ἔχει τί νὰ ποίση. | |
1885 | Καὶ ὅταν πάθη ὁ λωλός, τότε γιαμιὰ φροντίζει, ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔρχεται, καθάρια τὸ γνωρίζει. Ἡ πρώτη γνώση τὸ λοιπὸν ἔναι ὁποὺ ὁρίζει, ἡ ξυστερνὴ μετάγνωση τίποτες δὲν ἀξίζει. Σὰν εἴδασι οἱ στρατηγοὶ τὸν Πῶρον ποὺ σκοτώθη, | |
1890 | ἀπὸ τὰ χέρι’ Ἀλέξανδρου τὸ πὼς ἐθανατώθη, καὶ πάλι τὰ στρατεύματα τοῦ Πώρου πολεμοῦσι, τοὺς Μακεδόνες τὸ λοιπὸν αὐτεῖνοι τοὺς βαροῦσι. Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Ἐσεῖς τί πολεμεῖτε; Ἀφέντη σας ἐχάσατε, σὲ ποιὸν τώρα θαρρεῖτε;» | |
1895 | Κι αὐτεῖνοι πιλογήθησαν· «Νὰ μὴ χμαλωτιστοῦμε, ἡμεῖς στοὺς στρατιῶτες σου σκλάβοι νὰ μὴ γενοῦμε.» Καὶ εἶπε τους Ἀλέξανδρος· «Κάθεστε ’ρηνεμένοι, ἀμέτε εἰς τὰ σπίτια σας ὅλοι λευθερωμένοι.» Ἀκούοντα οἱ στρατηγοὶ πλέο δὲν πολεμοῦσι, | |
(1900) | μὰ ἔρχουνται ς’ Ἀλέξανδρον, ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι. Τότε ὅρις’ Ἀλέξανδρος τὸν Πῶρον ν’ ἀναπάψουν, ς’ ἕνα κιβούρι ὄμορφο μέσα νὰ τόνε θάψουν. Τοῦ Πώρου γὰρ τὴν δύναμιν κι ὅλη τὴ στρατιά του ἐπῆρε την Ἀλέξανδρος, κ’ ἔναι στὸ θέλημά του. | |
1905 | Ἐμίσευσεν Ἀλέξανδρος, ἐκεῖ δὲν ἀνιμένει, στοὺς Ἐξηδάρκους πήγαινε διατ’ ἦσαν ὁρισμένοι. Καὶ δὲν ἐπήγαινε ς’ αὐτοὺς διὰ νὰ πολεμήση, διότις ἤσανε γυμνοί, δὲν ἔχει τί τοὺς ποίσει. Ἐκεῖνοι, λέγω, ἄνθρωποι ἦσαν σοφοὶ μεγάλοι, | |
1910 | εἰς τῆς σοφιᾶς τὸ μάθημα οὐδὲν ηὑρίσκοντ’ ἄλλοι. Δραχμάνες γὰρ τοὺς λέγουσι κ’ ἤτανε γυμνωμένοι, σοφίας γὰρ τὸ μάθημα πολλά ’νιαι προκομμένοι. Καλύβια εἶν τὰ σπίτια τους, σὲ σπήλαια κοιμοῦνται, νύκτα κ’ ἡμέρα τὸ λοιπὸν τὸν θάνατον φοβοῦνται. | |
1915 | Ὡσὰν ἐμάθαν τὸ λοιπὸν Ἀλέξανδρος ἐμπαίνει, γραφὴ τότε τοῦ στείλασι γιὰ νά ’νιαι φυλαμένοι· «Δραχμάνες γυμνοσοφισταὶ ς’ Ἀλέξανδρον μηνοῦμε, ἂ θέλης νά ’λθης εἰς ἐμᾶς, τίποτες δὲν ψηφοῦμε. Λοιπὸν τέλος σοῦ στέλνομε καὶ τοῦτο ἂ ς’ ἀρέση, | 155 |
1920 | τίποτες ἡ στρατεία σου ’ξ ἐμᾶς δὲ θὲ κερδαίσει. Ἡμεῖς γυμνοὶ βρισκόμεστεν κ’ ἔχομε στενωσία, ἄλλο δὲν ἔναι εἰς ἐμᾶς, εἴμητα γὰρ σοφία. Ἂν ἔλθ’ ἀγάπη εἰς ἐμᾶς κ’ ἐμεῖς γιὰ νὰ σταθοῦμε, ἔχομε ῥωταπόκρισες νὰ σᾶς ἀποκριθοῦμε.» | |
1925 | Λοιπὸν ἐδιάβ’ Ἀλέξανδρος εἰς αὔτους μὲ εἰρήνη καὶ ἔδειξέ τους τὸ λοιπὸν πολλὴν εὐσπλαγχνοσύνη. Ἀλέξανδρος τοὺς ἐρωτᾶ, σπήλαια εἶν ζωή τους· αὐτεῖνοι ἀποκρίθησαν, αὐτά ’νιαι κ’ ἡ θανή τους. Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ζωή ’ναι πληθυσμένοι | |
1930 | ἐκεῖνοι π’ ἀποθάνασι κ’ εἶναι στὴ γῆ βαλμένοι;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Δὲν εἶν ἀποθαμένοι, διότις πάντα ἡ ψυχὴ ἀθάνατος γὰρ μένει.» Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Θάνατος κυριεύει, ἢ ἡ ζωὴ καθολικὰ τὸν κόσμον ἀφεντεύει;» | |
1935 | Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζωή ’ναι ποὺ φροντίζει, αὐτείνη ἔναι τὸ λοιπὸν ὅλα ὁποὺ τὰ ’ρίζει.» Καὶ εἶπε ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο διαβαίνει, ποὺ πασαένας τὸ λοιπὸν θάνατον ἀνιμένει;» Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός· «Πλεώτερο ὁδεύει, | |
1940 | ὅνταν ἐβγαίνη ἥλιος παρ’ ὅντα βασιλεύη.» Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ’ναι πλεωτέρα, ἡ θάλασσα γὰρ ἢ ἡ γῆς, πὄναι στερεωτέρα;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Νερό ’ναι ἀποπάνω, ἡ γῆς ἔναι πλεώτερη, τοῦτο ς’ ἀναθιβάνω.» | |
1945 | Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὸ ζὸ πονηρεμένο ἀπάνω ς’ ὅλα τὸ λοιπὸν νά ’ν διδασκαλεμένο;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἄνθρωπος ἒν π’ ὁρίζει, εἴτι ἒν ἀπάνω εἰς τὴν γῆν αὐτὸς τὰ περιορίζει.» Εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος· «Πῶς τοῦτο ἐγρικᾶται;» | |
(1950) | Ἀπιλογήθη ὁ γυμνός, ἀτός του ἀνοᾶται. Καὶ εἶπε του· «Ἀλέξανδρε, τί πάγεις καὶ ταράσσεις, | |
καὶ ἄλλων ζώων τὴν τροφὴ ὑπᾶς καὶ τὴν ἁρπάσσεις;» Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λοιπὸν ποσῶς δὲν ἐθυμώθη, μᾶλλον, ’ξ ἐκεῖνο πού ’τονε, πλέο ἐταπεινώθη. | 156 | |
1955 | Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Τὸ τί ἔναι βασιλεία;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ἔναι πλεονεξία.» Καὶ πάλι τοὺς ἐρώτησε· «Ποιὰ ἔναι πλεωτέρα, ἡ νύξ, ὁπὄναι σκοτεινή, ἢ φωτεινὴ ἡμέρα;» Ἐκεῖνοι τ’ ἀποκρίθησαν· «Νὺξ ἔναι πλεωτέρα, | |
1960 | διότις σκότος τὸ παιδὶ ἔχει εἰς τὴν γαστέρα. Κι ἀπέκει ἔρχεται τὸ φῶς καὶ βλέπει τὴν ἡμέρα, τότε γνωρίζει τὸ λοιπὸν τοῦ κόσμου τὸν ἀέρα.» Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Τί πράμα δὲν γελᾶται;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Θεὸς δὲν ἀπατᾶται.» | |
1965 | Καὶ ἄλλο τοὺς ἐρώτησε· «Ποία ’ναι καλλιοτέρα, ἡ δεξιά, ὡσὰν ὑπά, ἢ ἡ ἀριστοτέρα;» Ἐκεῖνοι ἀποκρίθησαν· «Ζερβὴ ἒν χαριτωμένη, διότι καὶ ὁ ἥλιος ἀριστερὰ παγαίνει, καὶ ἡ γυναίκα τὸ βυζὶ τ’ ἀριστερό της πιάνει, | |
1970 | ὁποὺ τὸ δίδει τοῦ παιδιοῦ κι αὐτεῖνο τὸ βυζάνει· καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς, ὅπου καὶ ἂν σταθοῦσι, τὰ σκῆπτρα ὅλα βασιλειᾶς ἀριστερὰ κρατοῦσι.» Γρικώντας ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεῖ τοὺς συμμαζώνει, κ’ εἶπε τους, ὅ,τι θέλουσι καθένας, νὰ πληρώνη. | |
1974 | ———— | |
1975 | Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν· «Θάνατος ἔν ς’ ἐσένα, γιατὶ γυρεύεις τὸ λοιπὸν τὰ πράματα τὰ ξένα. Ὅλα τὰ θὲς ἀφήσει δῶ, τίποτες δὲν κερδαίνεις, ἄφες τοὺς στρατιῶτες σου, μηδὲν τοὺς παραδέρνης.» Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος· «Τοῦτα Θεὸς τὰ κάνει, | |
1980 | ὀξ ἕνα τόπον παίρνει τα, εἰς ἄλλον γὰρ τὰ βάνει. Εἰς τοὺς θεοὺς ηὑρίσκομαι καὶ εἶμαι οἰκονόμος, αὐτεῖνοι μὲ ὁρίζουσι, ς’ αὐτὰ οὐκ ἔναι νόμος. Οὐδὲ ἡ θάλασσα λοιπὸν αὐτείνη οὐδὲν σέται, μά, σὰν φυσήση ἄνεμος, ἀρχίζει καὶ βρουχιέται. | |
1985 | Λοιπὸν ἡ ἄνω πρόνοια ὅλα τοῦτα τὰ κάνει, ἄλλος κερδαίνει μὲ χαρὰ κι ἄλλος μὲ λύπη χάνει. | |
Σὰν οἰκονόμος τὸ λοιπὸν τὰ πράματα γὰρ παίρνει, ’ξ ἕναν αὐθέντην παίρνει τα κ’ εἰς ἄλλον γὰρ τὰ φέρνει.» Καὶ τοῦτα εἶπ’ Ἀλέξανδρος, ἀποχαιρέτησέ τους, | 157 | |
1990 | ἀπόκειθεν ἐμίσευσε τότες καὶ ἄφησέ τους. Ἔγραψε τότ’ ἐπιστολὴ εἰς τὸν διδάσκαλόν του, τ’ Ἀριστοτέλη τὸ λοιπόν, ἀπὸ τὸ μερτικόν του. «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τιμίῳ Ῥιστοτέλει, ὁ μαθητής ς’ Ἀλέξανδρος χαιρετισμὸν σοῦ στέλλει. | |
1995 | Νὰ γράψω ἐπεθύμησα ἐσένα τί ἐγίνη στὴν χώραν γὰρ τὴν Ἰνδικήν, ὁπὄκαμαν ἐκεῖνοι. Παίρνω καμπόσους ἐξ ἐμᾶς, ’ς κάτεργα μέσα μπαίνω, εἰς περιγιάλι τὸ λοιπὸν πάγω κ’ ἐκεῖ ἐβγαίνω. Ἐκεῖ ἀνθρώπους εἴδαμεν, ὁπὄτρωγαν τὰ ψάρια, | |
(2000) | τὰ πρόσωπά ’χαν ὄμορφα σὰν γυναικὸς καθάρια. Ἐτότες ἐκαθίσαμε ἐκεῖ ν’ ἀναπαυτοῦμε, τότες νησάκιν εἴδαμεν κι ὅλοι γι’ αὐτὸ ῥωτοῦμε. Καὶ εἴπασί μας· ‘Στὸ νησὶ τάφος ἒν γεναμένος, ὁλόγυρά ’ναι εὔμορφα χρυσοπαλαμισμένος.‘ | |
2005 | Ἠθέλησα εἰς τὸ νησὶ μέσα νὰ ταξιδέψω, τὸν τάφον κεῖνον τὸ λοιπὸν καλὰ νὰ τόνε γνέψω. Οἱ φίλοι μου δὲν μ’ ἄφηκαν μέσα γιὰ νὰ παγαίνω, εἴπασί μου γιὰ τὴ στρατιὰ πάντά ’ξω γιὰ νὰ μένω· νὰ πᾶνε μέσα ἐξ αὐτοὺς τότες μὲ συβουλεύουν, | |
2010 | νὰ βροῦνε μέσα στὸ νησὶ ἐκεῖνο ποὺ γυρεύουν. Κι ἂν κινδυνέψουν, μοῦ ’πασι, ὡς διὰ νὰ πιστέψω, ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία μου πάλι γιὰ νὰ ’πιστρέψω. Τὴν γῆν ἐκείνη, μοῦ ’πασι, ἔχω ἀφεντεμένη, ἂν ἔλθη θάνατος ς’ ἐμέν, χάνεται 〈ἡ〉 οἰκουμένη. | |
2015 | Ἐφάνη μου καλὴ βουλὴ φίλους μου γιὰ νὰ πέψουν, στὴν βάρκαν μέσα νά ’μπουσι κ’ εἰς τὸ νησὶ νὰ ’δέψουν. Ὡς μίαν ὥραν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα βλέπαμέ την, θεριὸν ἐβγῆκε ’κ τὸ νησὶ τότε καὶ βούλιαξέ την. Ἐπνίγησαν οἱ ἄνθρωποι ἐτότες παραυτίκα, | |
2020 | ἔκλαυσα καὶ τοὺς φίλους μου κ’ εἶχα μεγάλη πρίκα. Ἀπὸ τοὺς γυναικόμορφους εἶπα νὰ μοῦ πιάσουν, καὶ νὰ τοὺς σκοτώνουσι, εἰς ἄκρος νὰ χαλάσουν. Ἐπήγαιναν νὰ πιάσουσι κ’ ἔφευγε κ’ ἐσυντήρει, | |
ὀκτὼ ἡμέρες ἔκαμα ς’ ἐκεῖνο τὸ ’κρωτήρι. | 158 | |
2025 | Ἐλέφαντας ηὑρίσκαμεν κι ὅλοι καβαλικέψαν, στὴ χώρα γὰρ τὴν Ἰνδικὴν ἐπῆγαν κ’ ἐπεζέψαν. Ἔκρινα γοῦν στὸν λογισμὸν ὡς διὰ νὰ μὴν πάψω, εἴτι παράξενο ἰδῶ, ς’ ἐσένα νὰ τὸ γράψω. Νικώντας μεῖς τὸν Δάρειον ἐπερπατούσαμ’ ὅλοι, | |
2030 | κ’ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ πηγαίναμε, ὅθεν κι ἂ μᾶς ἐβόλει. Στὴν Ἰνδικὴν ἐδιάβημαν καὶ περικαρτεροῦμε, στὴν ἔρημον κινήσαμε τότες καὶ περπατοῦμε. Εἰς ἕνα τόπον εἴδαμε παλάτια γὰρ ὡραῖα, λεκάνες εἶδα ’λόχρυσες ς’ ἐκείνη τὴ μερέα. | |
2035 | Καὶ νά ’βανε ἡ καθεμιὰ ὡς μέτρα γὰρ πενήντα, πιστεύω δυὸ νὰ βάνασι ἕως τὰ ἐνενήντα. Εἶπαν μας οἱ ἐντόπιοι, κεῖθεν ποὺ διαβοῦμε, ὀφίδια βρίσκονται κακὰ κ’ εἶπαν μου νὰ φοβοῦμαι. Εἶπα το τῆς στρατείας μου, αὐτείνη νὰ τὸ γνώθη. | |
2040 | Τότες πάλι τὴν ὅρισα ἐκεῖ καὶ ἀρματώθη καὶ δέκα μέρες τὸ λοιπὸν τότες περιπατοῦμε, ’ς χώρά ’ρημ’ ἀπεζεύσαμε διὰ ν’ ἀναπαυτοῦμε. Ἐκείν’ ἡ χώρα τὸ λοιπὸν σὲ δυὸ ποτάμια στέκει, καὶ τὸ νερό ’τονε πικρό, ὁποὺ τὴν περιπλέκει. | |
2045 | Γδύνονται ’κ τοὺς στρατιῶτες μου, στὸν ποταμὸν ἐμπῆκαν, θηριὸ ἐξέβη εἰς αὐτούς, σαράντα ἐπνιγῆκαν. Ἐκεῖθεν τότ’ ἐξέβημαν ’κ τὴ δίψ’ ἀποθαμένοι, τὰ κάτουρά τους γιὰ νὰ πιοῦν ἦταν πολλὰ χρειασμένοι. Εἰς λίμνη καταντήσαμε, ὅλοι νερὸ γὰρ πίνουν, | |
(2050) | κι ὡς μέλι ἤτονε γλυκύ, λέγουν ἐκεῖ νὰ μείνουν. Στήλη ἀνθρώπου τὸ λοιπὸν ἐκεῖ ’τονε γραμμένη· ‘Μωσῆς ἐγώ ’βρα τὸ νερό, νὰ πιῆ ὁποὺ διαβαίνει.‘ Ἐφάγαμε κ’ ἐπίαμε κι ὅλοι ἐχορταστῆκαν, ἔπεσαν ὅλοι ξεγνοιαστοὶ ἐκεῖ κι ἀναπαυτῆκαν. | |
2055 | Καὶ ὥρᾳ τρίτῃ τῆς νυκτὸς ἀκούουν καὶ κτυποῦσι, τοῦ τόπου κείνου τὰ θηριὰ ἦλθαν νὰ ποτιστοῦσι. Ἦσαν σκορπίοι φοβεροί, πασάνας ἕναν πῆχαν, ἄσπροι καὶ μαῦροι, κόκκινοι, κεντριὰ μεγάλα εἶχαν. Εἴδαμε γὰρ καὶ λέοντες κ’ ἦσαν ὡσὰν ταυρία, | |
2060 | εἴδαμε ξενοχάραγα ἄλλα ἐκεῖ θηρία, | |
εἴδαμε ἀγριοχοίρια μεγάλα σὰν βουβάλια, ἐστέκασι τὰ δόντια τους ἔξω ὥσπερ διχάλια. Ἐκεῖ ἄνθρωποι βρίσκονταν κ’ εἴχασιν ἕξι χέρια, ἔσφαξαν οἱ στρατιῶτες μου πολλοὺς μετὰ μαχαίρια. | 159 | |
2065 | Πολλοὺς ὀκ τοὺς στρατιῶτες μου τ’ ἄγρια θηριὰ σκοτώνουν, καὶ τὸ φαρμάκι ἔριχναν αὐτοὺς καὶ θανατώνουν. Ὅρισα τὸ φουσάτο μου τότες καὶ ἀρματώθη, ἐκ τὰ θηρία τὰ κακὰ τότες γιαμιὰ λυτρώθη. Ὅρισα τότε κ’ ἔβαλαν ἱστία στὸ καλάμι, | |
2070 | τότες ἐκεῖθεν ἔφυγαν, δὲν εἶχαν πλιὸ δυνάμη. Θηρίον ἦλθε εἰς ἐμᾶς κ’ ἔμοιαζεν ὥσπερ λέφα, εἴκοσι πέντε σύντριψε ἀνθρώπους τότε κ’ ἔφα. Μαλώνουσι μὲ τὸ θηριὸ τότε τὰ παλικάρια καὶ τὸ θηριὸ σκοτώνουσι τότες μετὰ κονδάρια. | |
2075 | Τρακόσοι ἄνδρες τὸ λοιπὸν μὲ βίας τὸ ἐπῆραν, ἀπὸ τὴν στράταν τό ’βγαλαν, μὲ κόπον τὸ ἐσύραν. Ἐκεῖ ποὺ περπατούσαμε, φεγγάρι σκοτεινιάζει, εἰς ἄλλην λίμνην ἤλθαμε καὶ σὰν τὴν ἄλλην μοιάζει. Στὴν λίμνην κείνην εἴδαμε ἐτότες ἀλεποῦδες, | |
2080 | πῆχες ὀκτὼ τὸ μάκρος τους, χοντρὲς ὡσὰν ἀρκοῦδες. Καὶ εἴδαμε κορκόνδειλους μεγάλους σὰν βουβάλια, ἦσαν κι ἄλλοι μικρότεροι ὡσὰν ἀγριοδαμάλια. Καὶ νυκτερίδες εἴδαμε, δόντιά ’χαν σὰν σκυλία, μεγάλες ἦσαν σὰν γατιὰ κ’ εἴχασι καὶ μαλλία. | |
2085 | Ἐκεῖθεν τότε βγήκαμε, πᾶμε ἀλλοῦ νὰ δοῦμε, καὶ τρεῖς ἡμέρες τὸ λοιπὸν τότε περιπατοῦμε. Ὡσὰν ἐπήγαμε ὀμπρὸς στὴν στράταν γὰρ τὴν ἄλλη, ἀνεμοζάλη γίνετον κ’ ἦτον πολλὰ μεγάλη· καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τὴν γῆν τότες τοὺς ἀνασπάει, | |
2090 | ἀντάμα μὲ τὰ ἄλογα κι ἀλλοῦθεν τοὺς ὑπάει. Ἔπαυσε τότε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ῥοπὴ ἐκείνη, εἰς ἄλλον τόπον πήγαμε, ὁπού ’τονε γαλήνη. Οἱ ἐντόπιοι μᾶς ὁδηγοῦν κ’ ἐπήγαμε μὲ κόπον, μὲ βία γὰρ ἐσώσαμε στῆς Ἰνδικῆς τὸν τόπον. | |
2095 | Κ’ ἤλθασι ὀκ τοὺς Ἰνδικοὺς ὀμπρός μου νὰ σταθοῦσι κ’ εἴπασι· ‘Δῶ ηὑρίσκονται δένδρα ὁποὺ λαλοῦσι.‘ Ὡσὰν τ’ ἀκούσαμε λοιπόν, τότ’ ἀπορήσαμ’ ὅλοι, | |
κ’ ἐδείξανέ μας τὰ δενδρὰ μέσα εἰς περιβόλι. Στὸ περιβόλι κεῖνο γὰρ κ’ εἰς τῆς μεριᾶς ἐκείνης | 160 | |
(2100) | ναὸς μεγάλος ἤτονε ἡλίου καὶ σελήνης. Ἦσαν μεγάλα δυὸ δενδρὰ κ’ ἦσαν τὰ δύο ἴσια, ἐφαίνετόν σου κ’ ἤσανε τὰ δύο κυπαρίσσια· τὸ ἕνα λέγαν ἥλιον καὶ τ’ ἄλλο γὰρ σελήνη, ὡραῖα ἦσαν ς’ ὀφθαλμόν, εἶχαν κι ὀμορφοσύνη. | |
2105 | Κ’ εἴπασι οἱ ἐντόπιοι πὼς τὰ δενδρὰ μιλοῦσι, σὰν ἀνατέλλη ἥλιος, τρεῖς γὰρ φορὲς λαλοῦσι. Μιλοῦν καὶ ἄλλες τρεῖς φορές, σὰν πὰ νὰ βασιλεύση, καὶ ὅ,τι λέγουν τὰ δενδρὰ πασάνας νὰ πιστεύση. Παίρνω δέκα ’κ τοὺς φίλους μου νὰ πὰ νὰ προσκυνήσω, | |
2110 | νὰ σέβω μέσα στὸν ναόν, τὰ δένδρη νὰ γρικήσω. Δὲν ἄφηκαν οἱ ἱερεῖς νὰ μποῦμ’ ἀρματωμένοι, ἐμπήκαμε ξαρμάτωτοι, ὅλοι συμμαζωμένοι. Καὶ βασιλεύει ἥλιος, τὰ δένδρη γὰρ λαλοῦσι, καὶ ἡ φωνή τους ἰνδική, δὲν ξεύρω τί μιλοῦσι. | |
2115 | Ὁ δραγουμάνος πού ’χαμε, αὐτὸς τότ’ ἐφοβήθη, κ’ ἐκεῖνο πού ’παν τὰ δενδρὰ οὐδὲ μᾶς τὸ ξηγήθη. Ἐπῆρα τον εἰς μοναξά, ἐτάξα του καὶ χάρη, ἐκ τοὺς δικούς μου, εἶπε μου, θάνατον θέλω πάρει. Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ, δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω, | |
2120 | πάλι ἐμπῆκα στὸν ναὸν τὰ δένδρη γιὰ ν’ ἀκούσω. Ὡσὰν ἐβγῆκε ἥλιος, τὰ δένδρη ἐμιλοῦσαν, ἑλληνικὴ φωνή ’τονε ἐκείνη ὁπ’ ἀρχίσαν καὶ εἴπασί μου· ‘Βασιλεῦ, εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ἐκεῖ θὲς λάβει θάνατον μ’ ἀπάτην γὰρ δολίαν· | |
2125 | δὲν θὲς κερδίσει γὰρ ἐσὺ τὴν χώραν τῶν γονιῶν σου, μηδὲ τὴ μάνα σου λοιπὸν δὲν βλέπεις μ’ ὀφθαλμόν σου.‘ Ὡσὰν τὸ ἤκουσα ἐγώ, καρδιά μου τότ’ ἐτρώθη, ς’ ἐκεῖνο πού ’παν τὰ δενδρὰ κ’ εἰς τό ’μελλε νὰ μὄρθη. Ἐτότες γὰρ οἱ φίλοι μου, Φίλιππος καὶ Παρμένης, | |
2130 | αὐτεῖνοι μὲ παρακαλοῦν, λέγουν μου· ‘Δῶ μὴ μένης.‘ Ἐγὼ δὲν ἤθελα λοιπὸν ἐκείνους νὰ γρικήσω, τὸν ὄρθρον ἀκαρτέρουνε τὰ δένδρη γιὰ ν’ ἀκούσω. Καὶ σὰν ἐβγῆκε ἥλιος, τὰ δένδρη ἐμιλῆσαν· ‘Οἱ χρόνοι σου πληρώθησαν‘, εἶπαν καὶ δὲν ἀργῆσαν. | |
2135 | Ὡσὰν τὸ ἤκουσα λοιπόν, δὲν εἶχα τί νὰ ποίσω, εἶπα γιὰ νὰ μισέψωμε, ἐκεῖ νὰ μὴν ἀργήσω. Ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου κ’ ἐπῆγα στὴν Περσίδα, καὶ Σεραμίδος τὰ ψηλὰ παλάτια τότες εἶδα. Ἤσανε ὄμορφα πολλά, λαμπρὰ στὴ θεωρία, | 161 |
2140 | ’ξ ἐκεῖνα γὰρ ἐμόρφιζε ἐκείνη ἡ μερία.» Ταῦτά ’γραφε Ἀλέξανδρος, ’ς Μακεδονιὰ τὰ στέλλει, εἰς τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ, τὸν μέγ’ Ἀριστοτέλη. Ἦλθαν, ὡς τὸ προείπαμε, ’ς Περσίδα ’ρδινιασμένοι, καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶτες του, ἦταν ἀρματωμένοι. | |
2145 | Ἐκεῖ γὰρ ἐβασίλευε γυναίκα ’ραιωμένη, Κανδάκης μὲ τὸ ὄνομα, πολλά ’τον ἀκουσμένη. Εἰς αὔτην ὁ Ἀλέξανδρος ἐπιστολὴ τῆς στέλλει, ἐκ’ ἔγραφε Ἀλέξανδρος ἐκεῖνα ὁποὺ θέλει. «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος, Κανδάκης τιμημένη, | |
(2150) | ὅλη ἡ φαμελία σου ἂς ἒν χαιρετισμένη. Ἐπῆγα εἰς τὴν Αἴγυπτον κ’ εἶπαν μου περιορίζεις, χρόνους πολλοὺς τὴν Αἴγυπτον ἐσὺ γὰρ τὴν ὁρίζεις. Γύρισες γὰρ στὸ σπίτι σου ἀπ’ ὁρισμὸν Ἀμμῶνος, αὐτὸς ’ξουσία μὄδωσε ἐγὼ νὰ ’ρίζω μόνος· | |
2155 | λοιπὸν ὁρίζω σε ἐγὼ νά ’λθης ’ς προσκύνησή μου, νά ’σαι στὴν δουλοσύνη μου κ’ εἰς τὴν ὑπακοή μου. Ἐγρίκησα στὸν τόπον σου εἶναι ὡριωμένα πράματα εὔμορφα πολλά, καὶ φέρ’ ἐδῶ γιὰ μένα. Καὶ ἂ δὲν θέλης τὸ λοιπόν, ἐγὼ γιὰ νὰ ς’ ὁρίσω, | |
2160 | ἤξευρε γὰρ ἀπάνου σου πόλεμον θὲ νὰ ποίσω.» Τότες ς’ αὐτείνη τό ’στειλε αὐτεῖνο τὸ πιτάκι. Ἐτότες τὸ ἀνάγνωσε αὐτείνη ἡ Κανδάκη καὶ ἔστειλε ς’ Ἀλέξανδρον ἐπιστολὴ ἐκείνη μὲ τὴ μεγάλη σιωπὴ καὶ μὲ τὴν δουλοσύνη· | |
2165 | «Κανδάκης ἡ βασίλισσα Λεξάνδρῳ τιμημένῳ, τὸ ὄνομά σου ἒν καλὸ στὸν κόσμον γρικημένο. Καὶ τὴν γραφή σου λάβαμε, τὸ γράφεις προσκυνοῦμε, νὰ ς’ ἔχωμε αὐθέντη μας θέλομε κι ἀγαποῦμε. Παρακαλοῦμε τὸ λοιπὸν ὅλοι τὴν αὐθεντιά σου | |
2170 | μηδὲν ἐλθῆς ἀπάνου μας ποσῶς μὲ τὴ στρατιά σου. | |
Ἡμεῖς τώρα σοῦ τάσσομε πάντα νὰ σὲ τελοῦμε· ς’ ἐμᾶς ἂν ἔλθης στανικῶς, ὅλοι μας πολεμοῦμε. Φουσάτα ἔχομε πολλά, εἶναι κυβερνημένα, ἔχομε δὲ καὶ χρήματα κ’ εἶναι συμμαζωμένα. | 162 | |
2175 | ’Κατὸ πίθους ὁλόγομους ἔκαμα νὰ σοῦ στείλω, νά ’μαι στὴ δουλοσύνη σου καὶ νὰ σὲ κάμω φίλο. Πεντακόσια ἀγένεια παιδία νὰ σοῦ πέψω, ψαττάκους γὰρ διακόσιους γιὰ νὰ σὲ κανισκέψω. Καὶ δέκ’ ἀρμάθια πέβω σου τρύπιο μαργαριτάρι, | |
2180 | ’κατὸ λίτρες ἀτρύπητο, καὶ ὅσο θὲς λογάρι. Γλωσσόκομα ’λεφάντινα βδομήντα νά ’χης πάντα, κι ἀπὸ τοὺς πάρδους πέβω σου ἀπ’ αὐτεινοὺς σαράντα. Ἀνθρωποφάγους πέβω σου ὀκτὼ μετὰ κλουβία, ἀπὸ τοὺς σκύλους τοὺς χοντρούς, ὁπού ’νιαι σὰν ταυρία, | |
2185 | καὶ ἑκατὸν μαχούμενα ταυρία γιὰ τὴν μάχη, νὰ πολεμοῦνε τὸ λοιπὸν ὅποιον καὶ ἂ λάχη. Διακόσια ’λεφάντινα δόντια νὰ προβοδήσω, νὰ σοῦ τὰ στείλω γλήγορα καὶ νὰ μηδὲν ἀργήσω. Εἰς τοῦ Ἀμμῶνος τὸν ναὸν στεφάνι θὲ νὰ πέψω, | |
2190 | ’κατὸν λιτρῶν τὸ βάρος του, νὰ τόνε κανισκέψω, ὁλόχρυσο νὰ βρίσκεται μὲ τὸ μαργαριτάρι· ὅποιον θέλεις στεῖλε μου νὰ ’λθῆ νὰ τὸ ἐπάρη. Καὶ πάλ’ ἡ βασιλεία σου, εἴτι κι ἂ μᾶς ὁρίση, στὴν δουλοσύνη σού ’μαστεν κ’ εἰς τὴν δική σου κρίση.» | |
2195 | Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος ἔπεψε νὰ τὸ δώση, κ’ εἰς ἄλλα ἔθνη πήγαινε αὐτὸς νὰ τὰ δουλώση. Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον ἠθέλησε νὰ ποίση, κρυφὰ ζωγράφον ἔστειλε γιὰ νὰ τὸν ζωγραφίση. Καὶ ὁ ζωγράφος τὸ λοιπὸν τὸ ἦθος στόρησέ το, | |
(2200) | Κανδάκης γὰρ τὸ ἤφερε καὶ κατεφίλησέ το. Σὲ μέρες περαζόμενες ἐδιάβη ὁ Κανδάλης, ὁ τῆς Κανδάκης ὁ υἱός, βασίλισσης μεγάλης, εἰς Ἀμαζόνες μὲ σπουδὴ μὲ πᾶσαν τὴν στρατιά του, ἔσυρνε τὴν γυναίκα του κι ὅλη τὴν φαμελιά του. | |
2205 | Πηγαίνοντας τὸν ξάφνισαν τῶν Βερβικῶν τὸ ἔθνος κ’ ἐπῆραν τὴν στρατεία του, κ’ ἔφυγ’ ἐκεῖνος μόνος. Τότε αὐτεῖνον ἔπιασαν τ’ Ἀλέξανδρου στρατιά του, | |
σὲ Πτολεμαῖον τὸν ὑπᾶν αὐτεῖνον ὀμπροστά του. Ὁ Πτολεμαῖος ἐρωτᾶ πόθεν ἒν ὁ Κανδάλης· | 163 | |
2210 | «Κανδάκης εἶμαι ὁ υἱός, βασίλισσης μεγάλης· καὶ ὡς ἐπήγαινα λοιπὸν ἐγὼ στὲς Ἀμαζόνες, οἱ Βερβικοὶ μ’ ἐπιάσασι μ’ ὅλες μου τὲς κατόνες, ἐπῆραν τὴν γυναίκα μου καὶ ὅλη τὴ στρατιά μου καὶ πάγω εἰς τὸ σπίτι μου διχῶς τὴν φαμελιά μου | |
2215 | νὰ πῶ τῆς μάνας μου λοιπὸν φουσάτο γιὰ νὰ ποίσω, νὰ πάγω γὰρ στοὺς Βερβικοὺς ὡς γιὰ νὰ πολεμήσω. Καὶ τώρα γὰρ μὲ ἔπιασε στρατιὰ ἡ ἐδική σου· τὸ ’ρίζεις, κάμε εἰς ἐμὲ μὲ ὅλη τὴ βουλή σου.» Ὁ Πτολεμαῖος διέβηκε, Λεξάντρου τ’ ἀναφέρνει, | |
2220 | τὸ ἔνδυμά τ’ Ἀλέξανδρος τότες τοῦ τὸ φοραίνει· «Κάθισε εἰς τὸν θρόνον μου ἐσὺ διατ’ ἐμένα, καὶ τώρα σὺ τὴν βασιλειά, σὰν θέλεις την, κυβέρνα.» Ὁ Πτολεμαῖος ἔκατσε τόσες εἰς τὸ σκαμνί του καὶ τότε πάλι γλήγορα κράζει τὸν δουλευτή του. | |
2225 | Εἶπε· «Κράξε μ’ Ἀντίγονα φίλον μου νὰ μιλήσω, εἰς τούτην τὴν ὑπόθεση γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσω.» Σὰν ἦλθε ὁ Ἀλέξανδρος, ῥωτάει τὸν Κανδάλη, ὁ Πτολεμαῖος εἶπε του νὰ τ’ ἀναφέρη πάλι. Καὶ εἶπε τὴν ὑπόθεσιν ς’ ἐκεῖνον γὰρ τὸν τόπον· | |
2230 | Ἀλέξανδρος ἐγρίκησε καταλεπτῶς τὸν τρόπον. Ἐσύντυχε τ’ Ἀλέξανδρου ὁ Πτολεμαῖος πάλι· «Συβούλευσέ μ’ Ἀντίγονε, γι’ αὐτεῖνον τὸν Κανδάλη.» Καὶ ἀπεκρίθ’ Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε του· «Γιὰ νὰ ποίσης, ὦ βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, πρέπει νὰ τοῦ βοθήσης, | |
2235 | νὰ τοῦ γλυτώσης τὸ λοιπὸν αὐτείνου τὴ γυνή του, νὰ πάγη γὰρ χαιράμενος ’ς Κανδάκη τὴ μητρί του, γιατὶ πολλὰ χαρίσματα σὄπεψε ἡ Κανδάκη, καὶ πρέπει νὰ τὰ θυμηθῆς τώρα εἰς τὴν ἀνάγκη.» Οἱ στρατιῶται βλέποντα τὸν Πτολεμαῖον ’ς κρίση | |
2240 | εἴπασιν· «Ὁ Ἀλέξανδρος τίβοτες θὲ νὰ ποίση.» Ἐτότες ἐσηκώθησαν, ἐκεῖθεν ἐμισεῦσαν, ἀντίπερα στοὺς Βέρβικους ἐπῆγαν κ’ ἐπεζεῦσαν. Καὶ εἶπε ὁ Ἀντίγονος· «Ἐδῶ γιὰ νὰ σταθοῦμε, τὴν νύκτα γὰρ τοὺς Βερβικοὺς νὰ πὰ νὰ τοὺς εὑροῦμε, | |
2245 | γιατὶ ἂν τὸ μάθ’ ὁ τύραννος θέλει τὸ θανατώσει, τὸ γύναιο τοῦ φίλου μας στὴ γῆ τὸ θέλει χώσει. Μ’ ἂς βάλωμε στὰ σπίτια τους ἱστία γὰρ μεγάλη κ’ ἐκεῖνοι φέρει θέλουσι γυναίκα τοῦ Κανδάλη.» Λοιπὸν τὴν νύκτα πήγασι ς’ αὐτοὺς φωτιὰ κ’ ἔβαλαν, | 164 |
(2250) | κ’ ἐφώναξαν οἱ Βέρβικοι τί ’τονε ὁποὺ σφάλαν. Ἐκέλευσεν Ἀλέξανδρος νὰ κράζη ἡ στρατεία· «Κανδάλης ἒν ὁ βασιλεὺς ποὺ κάνει τὴ φωτία. Ἢ φέρτε τὴ γυναίκα του ἢ τώρα θὲ νὰ ποίση τὴν χώρα σας καὶ τὸν λαὸν νὰ κάψη, νὰ μπυρίση.» | |
2255 | Ὡς τ’ ἄκουσαν, ἐδράμασι τότε μὲ βιὰ μεγάλη, καὶ τὴ γυναίκα ἤφεραν στὰ χέρια τοῦ Κανδάλη. Σὰν εἶδε τὴ γυναίκα του περίσσια τὸ ἐχάρη, νὰ τὴν ἰδ’ ἔτσι γλήγορα ποτέ του δὲν τὸ θάρρει. Ἔδραμε στὸν Ἀντίγονα μετὰ τιμῆς μεγάλης, | |
2260 | στὰ χείλη τὸν ἐφίλησε αὐτεῖνος ὁ Κανδάλης. Εἶπε νὰ πὰ στὴ μάνα του νὰ κάμη νὰ τοῦ ποίση, χαρίσματα βασιλικὰ ἐκείνου νὰ χαρίση. Ἀπιλογήθ’ Ἀλέξανδρος καὶ εἶπε τοῦ Κανδάλη· «Ἂν ἔβλεπα τὴ χώρα σου εἶχα χαρὰ μεγάλη. | |
2265 | Μὰ σύρε στὸν Ἀλέξανδρον ἐμένα νὰ ζητήσης, νὰ πᾶμε εἰς τὴν χώρα σου, νὰ μὲ φιλοτιμήσης.» Κανδάλης τοῦ Ἀλέξανδρου ἐζήτησέ του χάρη, ν’ ἀφήκη τὸν Ἀντίγονα σπίτι του νὰ τὸν πάρη. Ἀλέξανδρος τοῦ Πτολεμιοῦ εἶπε του νὰ τὸν στείλη, | |
2270 | οἱ δύο νὰ παγαίνουσι μὲ τὸν Κανδάλη ὡς φίλοι. Ὁ Πτολεμαῖος εἶπε του· «Πληρώνω τὴ βουλή σου, ἔπαρε τὸν Ἀντίγονα καὶ σύρε στὴ μητρί σου. Καὶ πάλι στεῖλε μού τονε καλὰ μὲ τὴ βουλή σου, ὡσὰν ἐγὼ σοῦ γλύτωσα ἐσένα τὴ γυνή σου.» | |
2275 | Ὁ δὲ Κανδάλης εἶπε του· «Τοῦτον παραλαμβάνω ὡσὰν ἐσέν, Ἀλέξανδρε, τοῦτο ς’ ἀναθιβάνω.» Στὴ στράτα ὅπου πήγαιναν Ἀλέξανδρος κοιτάζει, ἐκεῖνα τὰ ψηλὰ βουνὰ περίσσια τὰ θαυμάζει. Εἴχασι καὶ πολλὰ δενδρὰ καὶ ὄμορφα μυρίζαν, | |
2280 | αὐτεῖνα, λέγω, τὰ δενδρὰ στὰ γνέφη γὰρ ἐγγίζαν. | |
Καὶ ὥσπερ κίτρα ’σαν χοντρὰ τὰ μῆλα καὶ λεμόνια, καὶ εἶδε καὶ καρύδια μεγάλα σὰν πεπόνια. Εἶδε καὶ πίθακους πολλούς, μεγάλους σὰν ἀρνία, θηριὰ δὲ ξενοχάραγα ς’ ἐκεῖνα τὰ βουνία. | 165 | |
2285 | Κανδάλης τοῦ Ἀντίγονου εἶπε του πὼς λογοῦνται τὰ ὧδε οἰκητήρια, οἶκοι θεῶν καλοῦνται. Εἰς τὰ παλάτια σώσασι στὴ χώρα κ’ ὑπαγαίνουν, ἡ μάνα του κ’ οἱ ἀδελφοὶ τόνε συναπανταίνουν. Ἅπλωσαν καὶ τὰ χέρια τους γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσουν, | |
2290 | κι αὐτὸς ἀπιλογήθηκε αὐτεῖνον γιὰ ν’ ἀφήσουν. Εἶπε τους· «Τὸν Ἀντίγονα πρῶτα τὸν χαιρετᾶτε, καὶ χαιρετᾶτε καὶ ἐμὲν κ’ ὑστέρου ἐρωτᾶτε.» Ἀντίγονον χαιρέτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι, κ’ ὕστερα χαιρετήσασι αὐτεῖνον τὸν Κανδάλη. | |
2295 | Ὁ δὲ Κανδάλης εἶπε της· «Γλυκύτατη μητρί μου, Ἀντίγονος ἦτον ἡ βουλὴ νὰ πάρω τὴ γυνή μου, διότις ἐσυβούλευσε Ἀλέξανδρον νὰ ποίση τὴ νύκτα γὰρ τοὺς Βέρβικους νὰ κάψη, νὰ μπυρίση.» Ἐκεῖνοι σὰν τὸ ἤκουσαν, εἶχαν χαρὰ μεγάλη, | |
(2300) | ἐπῆραν τὸν Ἀλέξανδρον ὁμοῦ μὲ τὸν Κανδάλη. Ἡ δὲ Κανδάκης ὅρισε ἐκεῖνοι γιὰ νὰ ποίσουν, στὴν τάβλαν νὰ περάσουσι κι ἀλλήλως νὰ καθίσουν. Ἐκάμαν τοῦ Ἀλέξανδρου τότε τιμὴ μεγάλη καὶ ὅλοι τους χαιρόντησαν πὼς εἶδαν τὸν Κανδάλη. | |
2305 | Ἀπῆτις ἐξημέρωσε ἐβγῆκε στολισμένη, Κανδάκης ἡ βασίλισσα, βασιλικὰ ντυμένη. Φοβερὴ ἤτονε πολλά, βασιλικὸ τὸ βλέμμα, καὶ ὅσοι κι ἂν τὴν ἤβλεπαν, ὀμπρός της ὅλοι τρέμα. Ἔδοξε τοῦ Ἀλέξανδρου, βλέπει τὴν ὀμορφάδα, | |
2310 | ἐκείνην τὴ μητέρα του, λαμπρὰ Ὀλυμπιάδα. Ἐπῆρε τὸν Ἀλέξανδρον ἐκείνη ἀπὸ τὸ χέρι κ’ ἐτράβα τον μετὰ χαρᾶς στὸ σπίτι νὰ τὸν φέρη. Ἀπῆτις ἀποσώσασι εἰς τὸ λαμπρὸ παλάτι, Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον ’κ τὸ χέρι τὸν ἐκράτει | |
2315 | καὶ ἔδειξέ του φαντασιά, ἕνά ’μορφο κλινάρι, ἄλλο δὲν ἦτον εἰς αὐτὸ μόνο μαργαριτάρι· ὁλόγυρά του ἤτονε πολύτιμο λιθάρι | |
μὲ στρώματα ὁλόχρυσα κ’ εἶχε μεγάλη χάρη. Δείχνει του καὶ τραπέζια μὲ τὸ μαργαριτάρι, | 166 | |
2320 | ὁλόγυρά τους ἤτονε ἀσήκωτο λογάρι. Στὲς δύο ἄκρες ἤτονε μετὰ τῶν δρακοντίων καὶ εἰς τὴ μέση ἤτονε μετὰ τῶν λεφαντείων. Εἶδε ναοὺς πολυτελεῖς, ὄμορφοι στὰ θεμέλια, εἶδε καὶ περιβόητα πανώρια περιβόλια. | |
2325 | Εἶδε τα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅλα τὰ στοχάστη, ἀπὲ τὴν τόσην ἐμορφιὰ περίσσια ἐθαυμάστη. Κανδάλης τὴ μητέρα του πολλὰ ἐπαρακάλει νὰ δώση τοῦ Ἀντίγονου χάρη πολλὰ μεγάλη. Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον παίρνει τον ἐν τῷ ἅμα, | |
2330 | καὶ πράματα τοῦ ἔδειξε ὁπού ’τον μέγα θάμα. Εἶδε κοιτῶνας εὔμορφους, λιθάρια ὅσα θέλει, ὡσὰν τὸν ἥλιον ἔλαμπαν, ποὺ φέγγει κι ἀνατέλλει. Εἶδε καὶ σπίτι, πού ’τονε μὲ τέχνη καμωμένο, ἀπάνω λέγω σὲ τροχοὺς ἦτον ἀποθεμένο. | |
2335 | Εἴκοσι λέφες τό ’συρναν, ὁπού ’θελε νὰ πάγη, ἀπάν’ ἀφέντης ἔστεκε, χώρια του πολεμάγει. Εἶπε της ὁ Ἀλέξανδρος· «Καλά ’ναι καμωμένα, πασάνας τὸ θαυμάζεται, πῶς εἶν’ μαστορεμένα. Μὰ τοῦτα λέγω τά ’καμαν Ἕλληνες διδασκάλοι, | |
2340 | γιατ’ αὖτο εἶναι ὄμορφα κ’ ἔχουν καὶ τόσα κάλλη.» Κανδάκης ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε ἐν τῷ ἅμα· «Ἀλήθεια λές, Ἀλέξανδρε, Ἕλληνες τοῦτα κάμα.» Ἀπιλογήθη κ’ εἶπε της· «Ἀλέξανδρος δὲν εἶμαι, Ἀντίγονον μὲ κράζουσι καὶ δοῦλος του λογοῦμαι.» | |
2345 | Ἀπιλογήθη κ’ εἶπε του· «Τὰ λόγια μὴν τὰ χάνης, ὦ βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, ἐπεὶ ἐσὺ τυχάνεις.» Ἐπαίρνει τὸν Ἀλέξανδρον κ’ ἐμπαίνει στὸν κοιτώνα, ἐγύρισε καὶ τὄδειξε τὴν ἐδική του ’κόνα καὶ νὰ γνωρίση, ἔλεγε, τὴν ὄψιν τὴ δική του. | |
(2350) | Ἐκεῖνος ἐκ τὸν φόβον του ἔτρεμε τὸ κορμί του. «Τί ’τον ς’ ἐσέν, Ἀλέξανδρε, τώρα καὶ ἐλαθάστης, μέσα στὸ σπίτι σέβηκες κ’ ἐκ γυναικὸς ἐπιάστης; Τί ’τον ς’ ἐσέν, Ἀλέξανδρε, τόση ἀποκοτία, ὁπού ’λθες καὶ ς’ ἐπιάσασι διχῶς πολέμου αἰτία; | |
2355 | Ποὺ βασιλεῖς τὸ τρέμασι τ’ ὄνομα τὸ δικό σου, καὶ τώρα ποῦ σὲ ἤφερε τὸ δόλιο ῥιζικό σου; Τοῦ φίλου ὁποὺ λέγουσι μιὰ δυὸ κατὰ τὴν ὥρα καὶ τρίτο πάντα τὄρχεται κ’ ἔναι κακή του μέρα. Μὰ πρέπει σύ, Ἀλέξανδρε, ἐτοῦτο νὰ μετρήσης | 167 |
2360 | μία καὶ δύο καὶ πολλές, ἐτοῦτο νὰ μὴ ποίσης.» Ἀλέξανδρος ἠθέλησε τότες διὰ νὰ ποίση, νὰ σφάξη τὴν βασίλισσα νὰ μὴν τὸ μολογήση. Ἡ δὲ Κανδάκης εἶπε του· «Καλή ’τον ἡ βουλή σου γιὰ νά ’λθης εἰς τὸ σπίτι μας ἐσὺ μὲ τὸ κορμί σου. | |
2365 | Καὶ μὴ φοβᾶσαι τίποτες, φυλάγω το στὸν νοῦ μου, ὡσὰν ἐσὺ ποὺ γλύτωσες γυναίκα τοῦ παιδιοῦ μου, γιατὶ ἂν τὸ μάθη ὁ μικρὸς υἱὸς ὁ ἐδικός μου, χωρίζει σού την τὴν ζωὴν ἐκ τουτουνοῦ τοῦ κόσμου, διότις ἡ γυναίκα του, τοῦ Πώρου θυγατέρα, | |
2370 | κλαίγει γιὰ τὸν πατέρα της νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα. Λοιπὸν ἐγώ, Ἀλέξανδρε, θέλω νὰ σὲ φυλάξω, καὶ τίποτες κακὸ ς’ ἐσὲν δὲν θέλω νὰ κοιτάξω.» Κανδάκης καὶ Ἀλέξανδρος ἔξω κ’ οἱ δυὸ ἐβγῆκα καὶ μέσα του Ἀλέξανδρος εἶχε μεγάλη πρίκα. | |
2375 | Κανδάκης τότε σύντυχε υἱοῦ της τοῦ Κανδάλη νὰ δώση τοῦ Ἀντίγονου χάρη πολὺ μεγάλη. Εἶπε τῆς θυγατέρας της Ἁρπίσης νὰ ποιήση, αὐτεῖνον τὸν Ἀντίγονον καλὰ νὰ κανισκίση· «Διότις ὁ Ἀλέξανδρος μᾶς ἔκαμε φιλία, | |
2380 | κ’ ἐγλύτωσε τὴ νύφη μας ’ξ ἐκεῖνα τὰ σκυλία.» Υἱός της ὁ μικρότερος τότε γιαμιὰ γρικήθη, εἰς αὔτην τὴν μητέρα του τότες ἀπιλογήθη· «Ἀλήθεια λές, ἡ μάνα μου, χάρη ἔκαμε μεγάλη ποὺ τὴ γυναίκα γλύτωσε ’δελφοῦ μου τοῦ Κανδάλη. | |
2385 | Μὰ τοῦτο λέγω, νύφη σου πολλὰ παραπονᾶται πὄσφαξε τὸν πατέρα της, αὐτὸν πολλὰ λυπᾶται. Καὶ θέλει τὸν Ἀντίγονον γιὰ νὰ τόνε σκοτώση, ἐκεῖνον τὸν πατέρα της νὰ τὸν ἐξεκδικήση.» Ἡ δὲ Κανδάκης εἶπε του αὐτὸ νὰ μὴν τὸ κάμη, | |
2390 | διότις ὁ Ἀλέξανδρος ἔχει πολλὴ δυνάμη· «Νὰ σφάξης τὸν Ἀντίγονον, ἐτοῦτο ἂ ς’ ἀρέση, καὶ ἒν καλὰ Ἀλέξανδρος, πές μου, τί θὲς κερδαίσει;» Κανδάλης ἀπεκρίθηκε κ’ εἶπε διὰ νὰ ποίση, | |
στανιὸ τῆς νύφης κι ἀδελφοῦ ὀπίσω νὰ γυρίση· | 168 | |
2395 | «Καὶ νὰ τοῦ κάμω συντροφιὰ καὶ νὰ τὸν συντροφέψω, καὶ μὲ κανίσκι ὄμορφο ς’ Ἀλέξανδρον νὰ πέψω.» Μαλώνουσι οἱ δυ’ ἀδελφοὶ καὶ θέλουσι νὰ ποίσουν γι’ αὐτεῖνον τὸν Ἀντίγονον αὐτοὶ νὰ πολεμήσουν. Κανδάκης τοῦ Ἀλέξανδρου εἶπε του νὰ βοδώση | |
(2400) | ἐκείνους μὲ τὴν γνώση του γιὰ νὰ τοὺς ἡμερώση. Εἶπε του· «Μὲ τὴν γνώση σου μέρωσε τὰ παιδιά μου, θωρῶ τους ποὺ μαλώνουσι καὶ λακταρεῖ 〈ἡ〉 καρδιά μου.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, ς’ ἐκείνους ὑπαγαίνει κ’ εἰς τὸν μικρότερον υἱὸν ἔτσι τοῦ συντυχαίνει. | |
2405 | Λέγει του· «Εἰς Ἀλέξανδρον ἐσύ ’σαι κακιωμένος καὶ περισσὰ ὀργίζεσαι κ’ εἶσαι ῥαθυμισμένος. Ἐγώ ’μαι δοῦλος ἐκεινοῦ κ’ ἔχει πολλοὺς π’ ὁρίζει, καὶ ἀπὸ μένα τίποτες ἐκεῖνος δὲν τὸ χρήζει. Γιὰ πέτε τί μοῦ τάσσετε κ’ οἱ δυὸ συνηβαστῆτε, | |
2410 | νὰ σᾶς τὸν φέρω ἐδεπὰ γιὰ νὰ ξεκδικηθῆτε. Καὶ ἂ θελήση καὶ τινὰς ἐμένα νὰ φονέψη, τὸ αἷμα μου Ἀλέξανδρος αὐτὸς τὸ θὲ γυρέψει. Ἐσεῖς γὰρ ἐγρικήσετε πὄχει καταστημένους τόσους ἀφέντες βασιλεῖς, κάτου στὴ γῆ βαλμένους. | |
2415 | Μόνον ἐσεῖς ἀφῆτε με ἐμένα νὰ παγαίνω καὶ μὲ δική μου πιβουλὴ ἐδῶ σᾶς τόνε φέρνω. Κ’ εἰς τὸν ἐχθρόν σας καὶ οἱ δυὸ τότε ξεκδικηθῆτε, ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς ἔφταισα ἐσεῖς ἐμὲν ἀφῆτε.» Αὐτεῖνοι σὰν τὸν ἤκουσαν, αὐτεῖνον δὲν γυρεύουν, | |
2420 | ἀφήκασι τὰ μαλωτὰ τότε κ’ οἱ δυὸ ’ρηνεύουν. Κανδάκης τὸν Ἀλέξανδρον κράζει σὲ μοναξία, πολλὰ γὰρ τὴν ἐχάρηκε ἐκείνου τὴν ἀξία. Καὶ εἶπε τοῦ Ἀλέξανδρου· «Ἀγάπουν νά ’σουν γιός μου, ἐβλέπομε τὴ γνώση σου, κύριος εἶσαι κόσμου.» | |
2425 | Κανδάκης τοῦτα εἶπε του, βγάνει καὶ τοῦ χαρίζει στέφανον πολυδάμαντον, ποὺ λάμπει καὶ φωτίζει, καὶ δίδει του καὶ θώρακα, χλαμύδα χρυσωμένη, καὶ στρατιῶτες τὄδωσε ὀπίσω νὰ παγαίνη. Κ’ ἐπερπατοῦσαν ὅλοι τους μετὰ χαρᾶς μεγάλης, | |
2430 | στὸν τόπον κεῖνον ἔσωσε ποὺ τοῦ ’πε ὁ Κανδάλης. | |
Εἶδε εἰδώλων φαντασιὰ καὶ ἀστραπὲς καὶ ἄλλα, εἰς αὖτα ὁ Ἀλέξανδρος ἐδείλιασε μεγάλα ὅμως ἐστάθ’ Ἀλέξανδρος νὰ δῆ τί θέλει γένει, ἀνθρώπους εἶδε καὶ φωτιὰ ’κ τὰ μάτια τους ἐβγαίνει | 169 | |
2435 | καὶ ἕνας ἦλθε εἰς αὐτὸν τότε καὶ χαιρετᾶ τον· «Ξέρεις τὸ ποῖος εἶμ’ ἐγώ;» λέγει κι ἀνερωτᾶ τον. «Ἐγώ ’μαι κεῖνος ὁ παλιός, ὁ Χούσης ὁ κρατάρχης, ὡσὰν ἐσένα φτύχησα κ’ εἶχα ἐκεῖνα τά ’ρχεις. Ἔχεις ἀθάνατ’ ὄνομα, ὁποὺ σοῦ θέλει μείνει, | |
2440 | γιατὶ ἔκτισες Λεξάνδρεια, τὴν χώρα γὰρ ἐκείνη.» Ἐρώτησεν Ἀλέξανδρος τὸ πόσον θέλει ζήσει. Ἀπιλογήθη κ’ εἶπε του, κάλλιο νὰ μὴν τ’ ἀκούση· «Καλύτερό ’ναι εἰς ἐσὲν μὴ μάθης τὴ θανή σου, διότις πάντα βάσανα θέλει ἔχει τὸ κορμί σου. | |
2445 | Τοῦτο τὸ γίνωσκε καλά, πὼς ἔκτισες τὴν πόλη, π’ αὐτείνη τὴν ἐχρειάζετον ἡ οἰκουμένη ὅλη. Καὶ τοῦτο γνώρις’ ἀπὸ μὲν ὡς γιὰ τὴν τελευτή σου, ὀλίγη ἔναι καὶ κοντὴ ἐσένα ἡ ζωή σου. Σ’ Ἀλεξανδρεία θὲς θαπτῆ, ὁπὄναι τ’ ὄνομά σου, | |
(2450) | καὶ πλέο μὴ μὲ ἐρωτᾶς, πήγαινε τὴ δουλειά σου.» Τὴν στράτα πῆρ’ Ἀλέξανδρος καὶ περπατεῖ καὶ πάγει, καὶ πλέο κεῖνον τὸν Χουσὴ οὐδὲν τὸν ἐρωτάγει. Καὶ οἱ σατράπαι τό ’μαθαν κι ὅλοι οἱ ἀρχηγοί του, ὅλοι τους τότε ἤλθασι στὴν συναπάντησή του. | |
2455 | Καὶ τότε πάλ’ Ἀλέξανδρος παίρνει τοὺς Μακεδόνες κ’ εἰς τὰ Καυκάκια πήγαινε, ς’ ἔθνος στὶς Ἀμαζόνες. Ἐπιστολὴ Ἀλέξανδρος γράφει καὶ ς’ αὖτες στέλλει καὶ ἔγραψέ τους τὸ λοιπὸν ἐκεῖνα, ὅσα θέλει· «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος, γυναῖκες Ἀμαζόνες, | |
2460 | δύναμιν ἐγρικήσετε, πὄχουν οἱ Μακεδόνες. Ἠκούσατε τὸν Δάρειον, ποὺ πῆρα μὲ μαλέα, καὶ Πῶρον κεῖνον τὸν φρικτόν, τὸν μέγαν βασιλέα. Ἄλλους ἑτέρους βασιλεῖς ἐγὼ ἐδούλωσά τους, νὰ μ’ ἔχουσι ἀφέντη τους ἐγὼ γὰρ ἔποισά τους. | |
2465 | Καὶ τέλος νὰ μοῦ δίδουσι, πάντα νὰ μὲ τελοῦνε, πάντα τὸ τέλος εἰς ἐμὲ αὐτεῖνοι νὰ χρωστοῦνε. | |
Καὶ ἔρχομαι ἀπάνου σας σὰν φίλος γιὰ νὰ ποίσω, ς’ ἐσᾶς δὲν θέλω τὸ λοιπὸν πόλεμον γιὰ ν’ ἀρχίσω.» Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι ἐκεῖνα τὰ γραμμένα, | 170 | |
2470 | τὰ ἔγραψεν Ἀλέξανδρος καὶ τά ’χε μηνημένα. Καὶ πάλ’ ἐκεῖνες ἔγραψαν ἐπιστολὴ νὰ στείλουν, ς’ αὐτεῖνον τὸν Ἀλέξανδρον καὶ νὰ τοῦ παραγγείλουν· «Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές, ’ξ ἐμᾶς τὲς ἀντρειωμένες, π’ ὁ κόσμος ὅλος στ’ ἄρματα μᾶς ἔχει γρικημένες, | |
2475 | βασιλέως Ἀλέξανδρου ὅλες ἐμεῖς μηνοῦμε, νὰ μὴν ἐλθῆς στὸν τόπον μας ἐσὲν παρακαλοῦμε. Ὁ τόπος ἔναι γὰρ κακὸς καὶ θὲς κακοπαθήσει, κι ὀλπίζομε καὶ ἄπρακτος ὀπίσω θὲς γυρίσει. Τὸ πῶς εἴμαστεν στ’ ἄρματα, ξεύρει μας 〈ἡ〉 οἰκουμένη, | |
2480 | ὁποὺ στρατιώτης κανενεὶς δὲν μᾶς συναπανταίνει. Σὲ δυὸ ποτάμια στέκομεν κ’ ἔχομε τὴν θροφή μας καὶ δὲν γυρίζει κανενεὶς γιὰ χρόνο τὸ νησί μας· καὶ τὸ νησὶ ὁλόγυρα γυρίζει τὸ ποτάμι καὶ κανενεὶς οὐδὲ μπορεῖ τίποτες νὰ μᾶς κάμη. | |
2485 | Διακόσιες χιλιάδες βρίσκονται γυναῖκες ἀνδρειωμένες, ἄλλες βδομήντα τὸ λοιπὸν κ’ εἶναι παραβαλμένες. Οἱ ἄνδρες, ὁποὺ ἔχομε, μ’ ἐμᾶς δὲν κατοικοῦνε, μ’ ἀντίπερα στὸν ποταμὸν τὰ ζῶα μας τηροῦνε. Σὲ πάσα χρόνους γὰρ ἑπτὰ ς’ ἐμᾶς αὐτοὶ περνοῦνε, | |
2490 | καὶ ὅσες θέλουν ἐξ ἐμᾶς μ’ αὐτοὺς παιδιὰ γεννοῦνε· καὶ ἕνα χρόνον μετὰ μᾶς αὐτεῖνοι κατοικοῦσι, πάλι περνοῦν τὸν ποταμόν, τὰ ζῶα γὰρ τηροῦσι. Ἂν ἔλθη πόλεμος ς’ ἐμᾶς ἢ δυνατὸ φουσάτο, περνοῦμ’ ἐμεῖς τὸν ποταμὸν κι ἀντιμαχόμεσθά το. | |
2495 | Ἔρχουνται καὶ οἱ ἄνδρες μας καὶ μᾶς ἀκολουθοῦσι, φυλάσσουν τὰς κατούνας μας καὶ μᾶς ὑπηρετοῦσι. Καὶ δυνατὲς στὸν πόλεμον εἴμαστεν παρὰ φύση, ἔθνος οὐδὲν ηὑρίσκεται ἐμᾶς νὰ μᾶς νικήση. Καὶ ὅποια λαβωθῆ ’ξ ἐμᾶς, λέγομε τοῦτο πάλι, | |
(2500) | ἀπὸ τὲς ἄλλες τὸ λοιπὸν ἔχει τιμὴ μεγάλη. Ὅποια ποθάνη ’ς πόλεμον, ἡμεῖς τὴν ἀνυμνοῦμε, καὶ ὡς θεὰ περσότερο ὅλες τὴν εὐφημοῦμε. | |
Καὶ ὅποια πάλε ἐξ ἐμᾶς, ὁποὺ ν’ ἀνδραγαθήση καὶ εἰς τὸν ἄπιστον λαὸν νὰ κόψη, ν’ ἀφανίση, | 171 | |
2505 | νὰ κάμη εἰς τὴ μέση τους ἀνδραγαθὲς μεγάλες, ἔχει ζωὴ ἐκ τὸ κοινό, πολλὴ τιμὴ ’κ τὲς ἄλλες. Ἐμεῖς γυναῖκες εἴμασθεν καί, ἂ μᾶς πολεμήσης, τ’ ὁποῖο δὲν τ’ ὀλπίζομε ἐμᾶς γιὰ νὰ νικήσης· γυναῖκες εἴμαστεν ἐμεῖς, δὲν ἒν πολλὰ μεγάλο | |
2510 | γυναῖκες γιὰ νὰ πολεμᾶς, νὰ πάρης δίχως ἄλλο. Κ’ ἐμεῖς ἂ σὲ νικήσωμε, ἔναι κατηγοριά σου καὶ τοῦτο συβουλέψου το μ’ ὅλην τὴν συντροφιά σου. Ἂν ἒν καὶ τοῦτ’, Ἀλέξανδρε, κ’ ἔχεις πολλὴ τὴ γνώση, ἂ θέλης νά ’λθης εἰς ἐμᾶς, τὸ θέλεις μετανώσει. | |
2515 | Λέγομε τοῦτο εἰς ἐσέν, ἐμεῖς νὰ σὲ τελοῦμε, τὸ θέλεις νὰ πληρώνωμε γράψε καὶ προβοδοῦμε. Καὶ γράψε μας ἀπόκριση ’ς τοῦτα τὰ γεγραμμένα, διότις τὰ φουσάτα μας στέκουν ’κονομημένα.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, τότε γιαμιὰ γελάει, | |
2520 | εἶπε νὰ κάμουσι γραφὴ εἰς αὖτες γιὰ νὰ πάη· «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος, γυναῖκες Ἀμαζόνες, ἐσεῖς ὁποὺ λογίζεστεν κ’ εἶστεν ἀντρειωμένες. Ὅλον τὸν κόσμον κέρδαισα ἐγὼ μὲ τὴ βουλή μου, ἐσᾶς ἐγὼ νὰ φοβηθῶ ἔναι πολλὴ 〈ν〉τροπή μου. | |
2525 | Μ’ ἐσᾶς δὲν καταδέχομαι πόλεμον γιὰ ν’ ἀρχίσω, μόνον μὲ λόγον μοναχὰ θέλω νὰ σᾶς φοβίσω. Ἀμαζόνες γὰρ στείλετε γιὰ νά ’λθουν εἰς ἐμένα χίλιες πεντακόσιες μ’ ἄλογα διαλεμένα, καθὲν χρόνον ν’ ἀλλάσσωνται, σὲ τοῦτο νὰ γρικᾶτε, | |
2530 | τότες νὰ ἔρχουνται αὐτοῦ κι ἄλλες νὰ προβοδᾶτε. Καὶ πράματα ποὺ βρίσκονται ς’ αὐτείνη τὴ μερέα, ἐδῶ ἐξ αὖτα στέλνετε, κι ἂς εἶναι γὰρ ὡραῖα. Λοιπὸν ἂ δὲν θελήσετε ἐγὼ νὰ σᾶς ὁρίσω, μὲ τὴ στρατιά μου νά ’λθ’ αὐτοῦ, καμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω.» | |
2535 | Οἱ Ἀμαζόνες εἴδασι Λέξανδρος τί μηνάει, γραφὴ τότες ἐκάμασι ς’ αὐτὸν γιὰ νὰ ὑπάη· «Ἐξ Ἀμαζόνες τὲς φρικτές, ἐμᾶς τὶς ἀνδρειωμένες, στὸν βασιλὴ Ἀλέξανδρον εἴμαστεν δουλωμένες. | |
Καὶ δίδομέ σου ἐξουσιά, μᾶλλον παρακαλοῦμε | 172 | |
2540 | νὰ ἔλθης εἰς τὴν χώρα μας, θέλομε κι ἀγαποῦμε. Ἐτάξαμε νὰ δίδωμε, τὸν χρόνον νὰ πληροῦμε, χρυσάφι κηντηνάρια ’κατὸ νὰ σὲ τελοῦμε. Καὶ Ἀμαζόνες πέβομε ἀπὸ τὲς διαλεμένες χίλιες πεντακόσιες κ’ εἶναι πολλὰ ’νδρειωμένες. | |
2545 | Ὅποια γαμηθῆ ἐξ αὐτὲς τὸν νόμον γιὰ νὰ σφάλη, σὰν ἀσεβὴν τὴν ἔχομε, νά ’χη ντροπὴ μεγάλη. Ὅταν ὁ χρόνος πληρωθῆ, λέγομε νὰ στραφοῦσι, προβόδησέ μας τὲς ἐδῶ καὶ ἄλλες γιὰ νὰ ’λθοῦσι. Ἡμεῖς γὰρ σοῦ ἐγράψαμε τοῦτο γιὰ νὰ γρικήσης, | |
(2550) | πειθόμεθα, ἀκούομε κεῖνο ποὺ μᾶς ὁρίσης.» Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, εἰς αὖτες ὑπαγαίνει, καὶ ἔγραψε ἐπιστολὴ τῆς μάνας του καὶ στέλνει· «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος μητρί μου Ὀλυμπιάδα, τοὺς συγγενεῖς μας χαιρετῶ μ’ ὅλη σου τὴν ὁμάδα. | |
2555 | Στὲς Ἀμαζόνες ξέβηκα μ’ ὅλη μου τὴ δυνάμη, εἰς τὸν Πριάνην ὅρμησα, ς’ ἐκεῖνο τὸ ποτάμι. Καὶ εἶδα τόπον ἄγριον ς’ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη, σκότος ἐγίνετον πολὺ μέσα τὸ μεσημέρι. Ἡμέρες ὀγδοήκοντα βρέχει βροχὴ μεγάλη | |
2560 | καὶ τὴ στρατιά μου ηὕρηκε τότες μεγάλη ζάλη. Τὰ ῥοῦχα τους ἐπέσασι ἐκ τὴν βροχὴν ἐκείνη, εἰς αὔτους τότε, λέγω σου, πολὺ κακὸ ἐγίνη. Ἐγίνονταν πολλὲς βροντὲς καὶ ἀστραπὲς μεγάλες, ὡσὰν ἐκεῖνες, λέγω σου, ποτὲ δὲν ἤκους’ ἄλλες. | |
2565 | Κάψά ’καμε ὡς ἔπαψε τότες βροχὴ ἐκείνη, ὁποὺ κανένας ἐξ ἐμᾶς δὲν ἠμπορεῖ πομείνει. Τὸν ποταμὸν περάσαμε μετὰ πολλοῦ γὰρ κόπου, κανίσκι μοῦ ἠφέρασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου. Πεντακοσίους ἤφεραν τότε ς’ ἐμὲν λεφάδες, | |
2570 | ἁμάξια μετ’ ἄρματα ὡς ’ξήντα χιλιάδες. Τότες ἐκεῖνα λάβαμε μ’ ὅλην τὴν ὀρδινία, ὅρισα κ’ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία. ’Κατὸ χιλιάδες τὸ λοιπὸν ἐπῆρα διαλεμένους ἀντάμα, λέγω, μετ’ ἐμέ, ὀμορφαρματωμένους. | |
2575 | Καὶ ὅρισα νὰ πάγωμε στὲς στῆλες Ἡρακλέως, εἶπα τους κ’ ἐκινήσαμε καὶ δὲν ἐγίνη ἀλλέως. Ἡ μία ἤτονε χρυσὴ καὶ ἤτονε στημένη, ἡ ἄλλη ἦτον ἀργυρὴ καὶ καλογεναμένη. Πῆχες δέκα τὸ μάκρος τους καὶ τρεῖς ἀκόμη ἦσα, | 173 |
2580 | καὶ δυὸ πῆχες τὸ πλάτος τους, ἦσαν κ’ οἱ δύο ἴσα. Καὶ ὅρισα καὶ εἶπα τους τὴ στήλη νὰ τρυπήσουν, νὰ δῶ ἂν ἔναι κούφια, καὶ πάλι νὰ σφαλίσουν. Κ’ εἶδα την μὲ τὰ μάτια μου κ’ ἦτον καλὰ γεμάτη, καὶ τότε πάλι ὅρισα ἐγὼ κ’ ἐσφάλισά τη. | |
2585 | Καὶ λίτρες πεντακόσιες ἐβάλαμε στὸ φθειάσμα, ἐτότες πάλι ὅρισα, μισεύομε τὸ ἅμα. Σ’ ἔρημον τόπον πήγαμε, κρεμνοί ’τανε μεγάλοι, ὁποὺ πιστεύω τὶ ποτὲ νὰ μὴν τοὺς εἶδαν ἄλλοι. Καὶ τότες πάλι γίνετον σκότος πολὺ μεγάλο, | |
2590 | ποὺ δὲν ἐγνώριζε τινὰς ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἐτότες ἐγυρίσαμε, ’πτὰ μέρες περπατοῦμε, στὸν ποταμὸν Θερίζοντα ὅρισα νὰ σταθοῦμε. Τὲς Ἀμαζόνες ηὕραμε κεῖνες τὲς ὡριωμένες, εἴχασιν ἄρματα καλά, πολλά ’ταν ἀνδρειωμένες. | |
2595 | Σίδερο γὰρ καὶ χάλκωμα αὐτεῖνες γὰρ οὐκ ἔχουν, πολὺ ἀσημοχρύσαφο, βίον πολὺν γὰρ ἔχουν. Ἦλθαν κ’ ἐπροσκυνήσανε αὐτὲς οἱ Ἀμαζόνες, χίλιες πεντακόσιες μοῦ ’φεραν ἀνδρειωμένες. Τὲς ἄλλες τὲς ἐπήρασι, πού ’χαν ἀποσταλμένες, | |
(2600) | καὶ τέλος μοῦ ἠφέρασι, πού ’σαν παραδομένες. Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ποταμὸς εἶχε πολλὰ θηρία. Ἐκεῖθεν τότε μίσευσα ἐγὼ μὲ τὴ στρατεία. Πολὺν καιρὸν πηγαίναμε ὅλοι συμμαζωμένοι, στὴν Ἐρυθρὰν τὴν Θάλασσαν ὅλοι μας κοπιασμένοι. | |
2605 | Ὅλοι μας ἀναπαύτημαν ἐκ τὸν περίσσιον κόπον. Ἐκεῖ τότες ηὑρίσκαμεν πολλὰ στενὸν γὰρ τόπον. Εἰς τὴν δεξία γὰρ μεριὰ ἦτον βουνὶ μεγάλο, ἀριστερά ’τον θάλασσα, οὐκ ἤβλεπες γὰρ ἄλλο. Θυσία τότες ἔκαμα ἐγὼ καὶ θυσιάζω, | |
2610 | τὸν Ποσειδῶνα τὸν θεὸν περίσσια τον δοξάζω. Τότες τὸν ἐθυσίασα ἐγὼ εἰς τὴν μονή του, | |
ἔσφαξα δέκα ἄλογα μόνον εἰς τὴν τιμή του. Ἐκ τὸν Ἀντλοῦν τὸν ποταμὸν ἐπήγαμε παράνου καὶ οὔτε γῆν ἐβλέπαμε οὐδ’ οὐρανὸν ἀπάνου. | 174 | |
2615 | Ἤσανε καὶ κακὰ θηριὰ κ’ εἶχαν κακὰ τὰ ἤθη, ἦσαν καὶ σκυλοκέφαλοι, στόμά ’χαν εἰς τὰ στήθη. Καὶ ἄλλα ἔθνη ἤτανε, τοὺς λέγουν Τρωγλοδύτας, καὶ κατοικοῦν στὰ σπήλαια κ’ εἶχαν μακρὰς τὰς μύτας. Σὲ περιγιάλι εἴμεσθεν κ’ ἕνα νησὶ τηροῦμε, | |
2620 | εἰς τὸ νησὶ ἐπλεύσαμε ὅλοι μας γιὰ νὰ δοῦμε. Καὶ μέσα, λέγω, στὸ νησὶ ἦτον Ἡλίου πόλη, καὶ δέκα μίλια γύριζε ἡ γῆς τῆς πόλης ὅλη. Καὶ δεκατέσσαροί ’τανε πύργοι ἐκεῖ κτισμένοι, εὐτρεπισμένοι ὄμορφα καὶ ὁλοχρυσωμένοι. | |
2625 | Καλλωπισμένοι ἤτανε μετὰ τῶν σμαραγδίων καὶ πάλ’ ἦταν ὁλόγυρα μ’ ἔμορφων λιθαρίων. Εἶδα ναὸν ὁλόχρυσον, Σμάδρον αὐτεῖνον λέγαν, θυσιὲς πολλὲς τοῦ ἔκαμναν, ζῶα πολλὰ ἐκαῖγαν. Ἦτον ὀμίχλη περισσή, λέγω, στὸν τόπον κεῖνον, | |
2630 | καὶ ἱερέα εἴχασι μαῦρον ὡς Σαρακῆνον. Τὸν Ἥλιον ἐθυσίαζα μὲ τὴν ταπεινοσύνη κ’ ἐκεῖθεν ἐμισέψαμε ἐμεῖς μὲ καλοσύνη. Ἐκεῖθεν ποὺ μισέψαμε, τρεῖς μέρες περπατοῦμε, σκότος ηὑρήκαμε πολὺ κ’ εἶπα γιὰ νὰ στραφοῦμε. | |
2635 | Πολλὰ κακοπαθήσαμε, δὲν εἶχα τὸ τί κάμει, μὲ βιὰ ὅλοι ἐσώσαμε στοῦ Ντούναβη ποτάμι. ’Σ παλάτια Κύρου πήγαμε, πολλά ’ταν ὡριωμένα, ἤσανε γὰρ ὁλόγυρα κι ἀπάνω χρυσωμένα. Ἐκ’ εἶδα σπίτι γὰρ μακρύ, ς’ ἐκεῖνα γὰρ τὰ μέρη, | |
2640 | μέσα στὸ σπίτι τὸ μακρὺ φωλεύει περιστέρι. Ἀνθρωπινὰ συντύχαινε, ὅποιος κι ἂν ἤθελ’ ἔρθει, τί ἐπάθαινε τοῦ ἔλεγε καὶ τί τοῦ θέλει ἔρθει. Καὶ οἱ μεγάλοι βασιλεῖς ς’ ἐκεῖνο ἐπηγαῖνα, τί πάθαναν τοὺς ἔλεγε κι ἀλήθευε καθένα. | |
2645 | Λεκάνη ἤτονε χρυσή, ὄμορφα γεναμένη, ἑξήντα μέτρα ἔβανε κ’ ἦτον ἐκεῖ σταμένη. Ἔσφαξα δὲ καὶ βόδια, θυσία τότες κάνω, | |
καὶ τὴ λεκάνη τὴ χρυσὴ γεμίζω ὡς ἀπάνω. Καὶ ὅλοι τους ἐπίνασι, μικροί τε καὶ μεγάλοι, | 175 | |
(2650) | κάμνομε καὶ τραπέζια κ’ ἦτον χαρὰ μεγάλη. Ἦταν ἐκεῖ σκαλιὰ ὀκτὼ κι ἀπάνω ἦτον δένδρον, καὶ ἀετὸς ἐκάθετον ς’ ἐκεῖνον γὰρ τὸν κένδρον. Ὁ ἀετὸς καὶ τὸ δενδρὸν ὅλό ’τονε χρυσάφι, εἶδα γὰρ πράματα πολλὰ τὰ δὲν μπορῶ σὲ γράφει. | |
2655 | Ἐτότες ἐμισεύσαμε μ’ ὅλην τὴν ὀρδινία, ἤλθαμε κ’ ἐγυρίσαμε εἰς τὴν Βαβυλωνία. Ἐκεῖ παιδὶ γεννήθηκε κ’ εἶχε τοιοῦτο εἴδει· ’κ τὴ μές’ ἀπάνω ἄνθρωπος καὶ κάτω ἦτον φίδι. Ἐκείνη ποὺ τὸ γέννησε φέρνει το στὸ παλάτι, | |
2660 | ἤφερε κ’ ἔδειξέ μού το, στὰ χέρια της τὸ κράτει. Κρυφὰ μοῦ τό ’φερε ἐκεῖ, εἶδα το γὰρ πῶς κάνει, εἰς αὖτο, λέγω, θάμασμα ἐμένα μοῦ ἐφάνη. Ὅρισα δὲ νὰ ἔλθουσι μάγοι καὶ ἀστρονόμοι, νὰ δῶ ’ς τοῦτο τί λέγουσι, τοῦ καθενὸς τὴν γνώμη. | |
2665 | Ἐτότες ἐμαζώκτησαν κ’ οἱ μάγοι κάμνουν κρίση, τ’ ἄγρια ἔθνη, μοῦ ’πασι, ἐγὼ τὰ θέλω ’ρίσει. Εἷς ἀστρονόμος ὕστερα ἦλθε ς’ ἐμᾶς κι ἀρχίζει, καὶ τὸ σημεῖον ἔβλεψε, τὰ ῥοῦχα του ξεσκίζει. Βάνει μεγάλη τὴ φωνὴ καὶ κλαίγει καὶ τρομάσσει, | |
2670 | καὶ ἔλεγέ μας βασιλειὰ γλήγορα θὲ χαλάσει. Κ’ ἐγὼ ὡσὰν τὸ ἤκουσα, μεγάλως ἐφοβήθη, τοῦ ἀστρονόμου τὸ λοιπὸν ἔτσι τ’ ἀπιλογήθη. Καὶ εἶπα του τὸ λοιπονὲ αὐτὸ νὰ καθαρίση καὶ τὸ σημεῖο τί δηλοῖ πασάνας νὰ γρικήση. | |
2675 | Ὁ μάγος ἀποκρίθηκε· ‘Τ’ ἀπάνου τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνος, λέγω, εἶς’ ἐσύ, εἰσὲ τοιούτου τρόπου· τὸ κάτω, λέγω, τοῦ φιδιοῦ ἔναι ἡ ἐξουσά σου, κ’ ἐκεῖνοι ὁποὺ παίρνουσι ’ξ ἐσὲν τὴ ἀφεντιά σου.‘ Ἐξ ἐμοῦ τοῦ γράψαντος Λεξάνδρου τοῦ υἱοῦ σου, | |
2680 | νὰ ς’ εὕρη ἡ γραφὴ καλὰ μὲ ὅλους τοῦ σπιτιοῦ σου.» Τοῦ Ἀλεξάνδρου θάνατος τοιούτως γὰρ ἐγίνη, ὁντὰ τὸν ἐφαρμάκεψαν οἱ φίλοι του ἐκεῖνοι. Ὅταν αὐτὸς ἐξέβηκε ἐκ τὴν Μακεδονία, φίλον του ἄφηκε ἐκεῖ νὰ ’ρίζη μ’ ὀρδινία, | |
2685 | τὸ ὄνομα Ἀντίπατρον, τὴ χώρα νὰ γυρίζη. Ἄφηκε καὶ τὴν μάνα του ἐκείνη γιὰ νὰ ’ρίζη. Ὀλυμπιάδα ἔγραφεν ς’ Ἀλέξανδρον καὶ πέβει τὸ πὼς αὐτὴ Ἀντίπατρον οὐδὲν τὸν ἀφεντεύει. Καὶ πάλι ὁ Ἀντίπατρος ς’ Ἀλέξανδρον ἐμήνει, | 176 |
2690 | τὸ θέλημά της κάμνει το καὶ ὅ,τι θέλει κείνη· «Αὐτὴ ς’ ἐμὲν μανιώνεται καὶ ἔχει κακοσύνη, μὰ γὼ κάνω στὴ χώρα σου πολλὴν δικαιοσύνη.» Ἀλέξανδρος γὰρ ἄφηκε τὸ πράμα κ’ ἐδιέβη, ς’ Ἀντίπατρον δὲν ἔγραψε, μηδὲ ’ς μητέρα πέβει. | |
2695 | Ὀλυμπιάδα ἔγραφε, ς’ Ἀλέξανδρον ἐμήνει νὰ βγάλη τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴν ἐκείνη. Ἀλέξανδρος τῆς ἔγραψε αὐτείνης τότε πάλι, αὐτεῖνον τὸν Ἀντίπατρον ἐκ τὴν τιμὴ νὰ βγάλη. Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀντίπατρος, ἐγύρευε νὰ ποίση | |
(2700) | μέθοδον τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίση. Φαρμάκι κάμνει ἰσχυρόν, ’ς πυξόμηλον τὸ βάνει καὶ τοῦ υἱοῦ του τό ’δωκε Κασσάνδρου ν’ ἀθιβάνη. Εἶχε δὲ ὁ Ἀντίπατρος τὸν ἕτερον υἱόν του δοσμένον τοῦ Ἀλέξανδρου ὡς ἄνθρωπον δικόν του. | |
2705 | Ἀντίπατρος παράγγειλε Κασσάνδρου τοῦ υἱοῦ του νὰ δώση τὸ φαρμάκιον Ἰούλη τ’ ἀδελφοῦ του. Τότες ἀποχαιρέτησε Κασσάνδρος καὶ μισεύει, στὰ μέρη τῆς Βαβυλωνιᾶς ἐκεῖθεν γὰρ ὁδεύει. Ἐκ’ ηὕρηκε τ’ ἀδέλφι του, Ἰούλιον τὸν λέσι, | |
2710 | γι’ Ἀλέξανδρον τοῦ μίλησε γιὰ νὰ τὸν ἀπολέση. Τότες Κασσάνδρος ἔβγαλε, δείχνει του τὸ φαρμάκι, σὰν εἴχασι τὴν ὀρδινιά, δίνει του καὶ πιτάκι. Ἤτονε ὁ Ἰούλιος ἐξ αὖτον λυπημένος, ’κ τὰ χέρια τοῦ Ἀλέξανδρου ἤτονε ῥαβδισμένος, | |
2715 | διότι τοῦ ἐκτύπησε ἀπάνω στὸ κεφάλι, μὲ τὸ ῥαβδὶ τοῦ βάρεσε μία ῥαβδιὰ μεγάλη. Ἦτον κι ἄλλος λυπούμενος, Μήδην γὰρ τὸν ἐκράζαν, ἐβουλευτῆκαν καὶ οἱ δυὸ τότες κ’ ἐλογαριάζαν. Ἦσαν καὶ ἄλλοι στὴν βουλὴ κ’ ἠθέλησαν νὰ ποίσουν, | |
2720 | ἐτότες τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουν. Αὐτεῖνα ἂς τ’ ἀφήσωμε, ὡς γιὰ νὰ μὴν ἀργήσω, | |
καὶ διὰ τὸν Ἀλέξανδρον θέλω γιὰ ν’ ἀρχινήσω. Ἀλέξανδρος καλεστικὴ ἐτότες ὀρδινιάζει, τοὺς ἄρχοντες ἐκάλεσε, τότες ἐκεῖ τοὺς κράζει, | 177 | |
2725 | τοὺς πρώτους τῶν στρατιωτῶν κι ὅλους τοὺς ἀνδρειωμένους, καὶ τοὺς σατράπας τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς ἐκλελεγμένους. Ὅλοι τους τότε χαίρονταν ς’ ἐκεῖνο τὸ τραπέζι, πασάνας ἀπὸ τὴν χαρὰν ἀρχίνησε νὰ παίζη. Καὶ τότε πάλι Ἀλέξανδρος ἐσέβη στὸ κελί του | |
2730 | κ’ ἔπεσε στὸ κρεβάτι του νὰ πάρη τὴ βουλή του. Εἶχε δὲ εἰς Ἀλέξανδρον Μήδιος παρρησία, ἐδιέβη καὶ τὸν ἔκραξε νά ’λθη στὴν κουρτεσία. Καὶ εἶπε του· «Ὦ δέσποτα, θέλουν γιὰ νὰ σὲ δοῦνε οἱ φίλοι σου οἱ γνήσιοι μ’ ἐσένα νὰ χαροῦνε.» | |
2735 | Σὰν τ’ ἄκουσεν Ἀλέξανδρος, ἔξω γιαμιὰ ἐβγαίνει, τὸ θέλημά τους ἔκαμε εἰς αὔτους καὶ παγαίνει. Ἐκ’ ηὕρηκε τὸν Πέρδικα εἰς τὸ τραπέζι κεῖνο, τὸν Ποθανά, τὸν Λεονάν, ὅλοι ἐπίναν οἶνο· τὸν Σπευστική, τὸν Λεονάν, Λυσίμαχον καὶ ἄλλοι, | |
2740 | τὸν Φίλιππον καὶ Ὀλκιά, κ’ εἶχαν χαρὰ μεγάλη. Κορβόμη καὶ τὸν Εὐγενή, Νέαγρον κ’ Ἑρακλείδη, εἶχαν καὶ τὸν Ἀριστονά, ἄρχισαν καὶ τραγούδι. Εἴχανε κ’ εἰς τὴν μέση τους τότε τὸν Πτολεμαῖον, Κασσάνδρον μὲ τὸ ὄνομα καὶ Φιλονὰ τὸν νέον. | |
2745 | Μόνον οἱ πέντε ἐξ αὐτοὺς δὲν ἦσαν αἰτιασμένοι, ς’ ἐκεῖνον τὸ συβούλιον δὲν ἤσανε βαλμένοι. Πέρδιξ οὐκ ἦτον στὴν βουλήν, οὐδὲ ὁ Πτολεμαῖος, οὐδ’ Ὄλβιος, Λυσίμαχος, οὐ Φιλονὰς ὁ νέος. Ἄλλοι οἱ ἀποδέλοιποι εἶχαν βουλὴ σταμένη | |
(2750) | γιὰ νὰ τὸν φαρμακίσουσι, γιὰ φθόνον γοἱ ὀργισμένοι. Ἔκαμαν ὅρκους φοβεροὺς νὰ μὴν ἀλληλογήσουν, ἐκεῖνο, ὁποὺ εἴπασι, ὅλοι τους νὰ τὸ ποίσουν. Τώρα οὖν ἂς γυρίσωμε εἰς τὴν ἐπιβουλία, ποὺ θέλησαν νὰ κάμουσι, κείνη τὴν ἀσωτία. | |
2755 | Ὅλοι τους ἦσαν σὲ βουλή, τ’ ὁποῖον καὶ τὸ ποῖκαν, καὶ τόμου ἦλθ’ Ἀλέξανδρος, ὅλοι προσηκωθῆκαν. Εἶχε δὲ ὁ Ἰούλιος φαρμάκι στὸ ποτήρι, κ’ ἐκέρασε τ’ Ἀλέξανδρου κι ἀπέκει ἐσυντήρει. | |
Ὡσὰν αὐτὸς τὸ ἔπιε, ὥρα διάβη μεγάλη, | 178 | |
2760 | ὁλόγυρα ἐγύριζε κ’ ἐπίνασι καὶ ἄλλοι. Ἐφώναξε· «Ὦ φίλοι μου, τί ἔναι ποὺ μὲ πειράζει, ὁπού ’λθε στὸ συκώτι μου, σαγίτα καὶ μὲ σφάζει;» Καὶ πλέο δὲν ἠμπόρεσε αὐτὸς γιὰ ν’ ἀπομείνη κ’ εἶπε τους γιὰ νὰ κάθωνται στὴν εὐθυμίαν κείνη. | |
2765 | Ἐκεῖνος ἐσηκώθηκε καὶ στὸ κελί του μπαίνει, μὴ νὰ τὸν πάψη ὁ καημός, ὁποὺ τόνε μαραίνει. Πτερὸ ζητᾶ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη, μὴ νὰ ξεράση, ἔλεγε, ὀκ τὴν χολὴν νὰ βγάλη. Καὶ τὸ πτερὸ Ἰούλιος φαρμάκι ’λείφει πάλι, | |
2770 | τ’ Ἀλέξανδρου τὸ ἔδωσε στὸ στόμα νὰ τὸ βάλη. Καὶ τὸ πτερὸ Ἀλέξανδρος στὸ στόμα του τ’ ἀμπώνει, τότες πάλι χειρότερα ἐπιάσαν τον οἱ πόνοι. Τὴν νύκτα ὅλην ἄυπνος διαβάζει ὁ καημένος, δὲν τό ’ξευρε ὁ ταπεινὸς ὅτ’ ἒν φαρμακωμένος. | |
2775 | Τὴν νύκτα ὅλους ἔβγαλε μέσα ἐκ τὸ κελί του, μέσα τινὰν δὲν ἄφηκε, βγάνει καὶ τὴ γυνή του. Καὶ τότες ἐσηκώθηκε κρυφὰ διὰ νὰ ποίση, γιὰ νὰ πνιγῆ στὸν ποταμὸν καὶ κάτω νὰ βουλήση, διότις ἐκεῖ ἔρχετον Εὐφράτης τὸ ποτάμι, | |
2780 | εἰς Βαβυλῶνα ἔρχετον μὲ τὴν πολλὴν δυνάμη. Εἶδε τον ἡ γυναίκα του, τρέχει καὶ τόνε πιάνει, ἐπαίρνει τον ’κ τὸν ποταμόν, στὸ σπίτι τόνε βάνει. Εἶπε της· «Ὦ γυναίκα μου, κακό ’καμες μεγάλο, ἂν εἶχα πάγει ἄφαντος, θεὸν μὲ εἶχαν ἄλλο.» | |
2785 | Καὶ εἶπε της· «Πρὸς τὸ παρὸν μηδὲν τ’ ὁμολογήσης, εἰσὲ κανέναν ἄνθρωπον ποτὲ μὴν τὸ μιλήσης.» Ἀποταχὺ Ἀλέξανδρος ’ρίζει τὸ στρατορίκι, ὅλοι νὰ ἔλθουν ἐμπροστὰ νὰ κάμη διαθήκη. Καὶ τότες ἐμαζώκτηκε ὅλο του τὸ φουσάτο, | |
2790 | ἐκάμναν ἀνακάτωμα τότες ἀπάνω κάτω. Καὶ εἴπασι τοῦ φύλακα, πὀφύλαγε τὸ δῶμα· «Δεῖξε μας τὸν ἀφέντη μας, τεδὲ νὰ κάμωμ’ αἷμα.» Κ’ ἐσέβη μέσα Πέρδικας τ’ Ἀλέξανδρου καὶ λέγει· «Δέσποτα, μακεδονικὸ ἔξω φουσάτο κλαίγει | |
2795 | καὶ ὅλοι θέλουν νὰ σὲ δοῦν, ὁπού ’ναι πονεμένοι, ταδὲ βάνουνται στ’ ἄρματα, κανεὶς δὲν ἀπομένει.» Τότ’ ὅρισεν Ἀλέξανδρος τὴν κλίνην νὰ βαστάξουν, στὴ μέση νὰ τὸν βάλουσι, ὅλοι νὰ τὸν κοιτάξουν. Καὶ ἦλθε τὸ φουσάτο του, ὅλο μὲν τὸν κοιτάζει, | 179 |
(2800) | πασάνας ἐκ τὸν πόνον του ἀρχίζει καὶ φωνάζει. Εἰς θάνατον τὸν ἔβλεπαν καὶ ὅλοι ἐφωνάζαν, ἔκλαιγαν καὶ ὀδύρονταν καὶ βαρυναστενάζαν. Καὶ ἕνας λέγει ἐξ αὐτούς, πολλά ’τονε θλιμμένος, ἦτον ’διώτης εἰς τὸν νοῦν κ’ ἔκλαιγεν ὁ καημένος. | |
2805 | Σ’ Ἀλέξανδρον ἐσίμωσε κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν κλίνην, ἔκλαιε καὶ ὀδύρετο τὴν ἐδική τ’ ὀδύνην. Ἐφώναξε· «Ὦ βασιλεῦ, ς’ ἐμᾶς τ’ ἔναι ποὺ κάνεις; Ἀφήνεις μας γὰρ ἔρημους καὶ θέλεις ν’ ἀποθάνης. Γιὰ τοῦτο μᾶς ἐξέβαλες ἐκ τὴν Μακεδονία, | |
2810 | νὰ μᾶς ἀφήσης ὀρφανοὺς εἰς τὴν Βαβυλωνία; Κρεῖττον ἡμεῖς συζώντανοι στὴν γῆν νὰ κατεβοῦμε παρ’ εἰς ἐσέν, Ἀλέξανδρε, τὸν θάνατον νὰ δοῦμε.» Πάλι τὸ μακεδονικὸ φουσάτο τότε λέγει, βάνει μεγάλη τὴ φωνή, ἀρχίζει γιὰ νὰ κλαίγη. | |
2815 | Κ’ ἐδάκρυσε κι Ἀλέξανδρος κ’ εἶπε τους γιὰ νὰ ποίσουν, παρακαλεῖ τους θλιβερὰ γιὰ νὰ παραμερίσουν. Ὅρισε πάλι Ἀλέξανδρος γραμματικὸν καὶ κράζουν, καὶ διαθήκην ἔκαμε, στὴν μέση τὴν διαβάζουν· «Βασιλεὺς ὁ Ἀλέξανδρος καὶ κοσμοκράτωρ μόνος, | |
2820 | Ὀλυμπιάδας ὁ υἱὸς καὶ τοῦ θεοῦ Ἀμμῶνος. Ἐπεὶ βλέπω ὁ θάνατος θέλει νὰ μὲ χωρίση, ποὺ πασαένας ἐξ αὐτὸν δὲν ἠμπορεῖ νὰ γλύση, πρῶτον ἀφήνω τὸ λοιπὸν ς’ ὅλην τὴν οἰκουμένη, ἀγάπην καὶ συχώρησιν κι ἂς εἶν συμπαθημένοι· | |
2825 | καὶ διὰ νὰ μὴν γίνεται στοὺς ἀρχηγούς μου μάχη, πασάνας ἐκ τὸν τόπον μου τὸ μερτικό του νά ’χη. Ἀφήνω στὴν πατρίδα μου, εἰς τὴν Μακεδονία, Ἰδαῖος νά ’ναι ἀρχηγός, νὰ ’ρίζη μ’ ὀρδινία. Ἂν κάμη ἡ γυναίκα μου, ὁπὄναι γγαστρωμένη, | |
2830 | παιδί, νὰ ἔχη θέλημα καὶ βασιλεὺς νὰ γένη. Ἂν ἒν καὶ γένη θηλυκὸ ἐκεῖνο τὸ παιδάρι, | |
ἂς κάμουσι Μακεδονοὶ ἄνδρα διὰ νὰ πάρη. Καὶ ἂς τὸ βάλουν στὸ σκαμνί, ἐκεῖνος νὰ καθίση, αὐτεῖνος τὴν Μακεδονιὰ ὡσὰν ἐμὲ νὰ ’ρίση, | 180 | |
2835 | ἀπὸ τὸν τόπον π’ ὅρισα αὐτεῖνος νὰ μετέχη· Λεονὰ νὰ τὸ βάλετε, τὸ ὄνομα νὰ ἔχη, ἂς πάρη καὶ γυναίκα του αὐτὴν τὴν Λεονίκην, τοῦ Νιγιάδου ἀδελφήν, νὰ ἔχη πάντα νίκην. Ἀφήνω γὰρ τοῦ Εὐγενῆ, πού ’χα γραμματικό μου, | |
2840 | νά ’ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς μὲ θέλημα δικό μου. Καὶ νὰ ὁρίζη τὸ λοιπὸν αὐτὴν τὴν Παμφαΐα μ’ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ τὴν Καππαδοκία. Ἀφήνω τοῦ Ἀντίγονου ὅλην τὴν Παφυλία καὶ τὴν Φραγκία, σὰν ὑπά, ὅλην τὴν Ἰταλία. | |
2845 | Καὶ τοῦ Κασσάνδρ’ ἀφήνω του νὰ ἔχη βημερία, νά ’ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς ς’ ὅλην τὴν Καστορία. Τὴν χώρα ὁποὺ βρίσκεται ἀνάντια στὸ ποτάμι ἀφήνω τὸν Ἀντίπατρον ς’ ἐκείνηνε νὰ κάμη. Ἀφήνω γὰρ τὴν Ἐλυκιά, ἐκεῖθεν σὰν γυρίζει, | |
(2850) | ὁ Φιλονὰς μὲ τ’ ὄνομα, αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίζη. Ἀφήνω γὰρ τοῦ Πύθωνα νὰ ’ρίζη τὴν Συρία μ’ ὅλα της τὰ περίγυρα καὶ Μεσοποταμία. Ἀφήνω γὰρ τὸν Σέλευκον, πὄχει πολλὴν ἁγνεία, νά ’ναι ἀφέντης κύριος εἰς τὴν Βαβυλωνία. | |
2855 | Ἀφήνω τοῦ Φηνίνιου νὰ ’ρίζη στὴν Συρία, νά ’χη καὶ τὴν Κοίλη Συριὰ μὲ τὴν εὐημερία. Αἴγυπτον, Ἀλεξάνδρεια τὸν Πτολεμαῖον ’φήνω, νά ’ναι αὐθέντης καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ τὲς παριδίνω. Ἀπάνω ’κ τὴν Βαβυλωνιὰ χώρα τὴ βοδωμένη, | |
2860 | ς’ αὐτὴν νὰ ’ρίζη Πέρδικας, ἀφέντης γιὰ νὰ γένη, ἕως κάτω στὰ Βάκτηρα νὰ ’ρίζη μὲ βουλή του· ἂς πάρη καὶ γυναίκα μου Ῥωξάνην γιὰ γυνή του, γιατὶ πολλὰ ἐκόπιασε Πέρδικας γιατ’ ἐμένα καὶ πάντα στὴν ἀνάγκη μου αὐτεῖνος μ’ ἐκυβέρνα. | |
2865 | Ἀφήνω ἀφέντες τέσσαρους, αὐτοὺς νὰ τοὺς τιμήσουν, καὶ ὅ,τι θέλουν τὸ λοιπόν, αὐτεῖνοι ἂς τὸ ποίσουν. Δημήτριος καὶ Σέλευχος νά ’ναι μ’ ἐμπιστοσύνη, ὁ Φίλιππος, ὁ Πτολεμιὸς ἂς κάμνουν δικιοσύνη. | |
Ὁρίζω γιὰ νὰ κάμετε λεκάνη χρυσωμένη | 181 | |
2870 | διακόσια κηντηνάρια κι ἂς ἔναι γεναμένη· ὅταν θελήση ἡ ψυχὴ νὰ βγῆ ἐκ τὸ κορμάκι μέσα γιὰ νὰ μὲ θάψετε εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι. ’Κ τοὺς Μακεδόνας βρίσκονται γέροι ἀχαμνισμένοι, πασάνας εἰς τὸ σπίτι του μὲ χρῆμα νὰ παγαίνη. | |
2875 | Νὰ τοὺς εὐχαριστήσετε νὰ μὴν παραπονοῦνται, νὰ πᾶσι εἰς τὰ σπίτια τους, πάντα νὰ μὲ θυμοῦνται. Εἰς τὰς Ἀθήνας στείλετε χαρίσματα ’ριωμένα, στείλετε καὶ βασιλικὰ ῥοῦχα κι ἂς εἶν βαμμένα. Καὶ εἰς τὸ Ἄργος στείλετε νὰ πᾶσι τ’ ἄρματά μου, | |
2880 | ’ς κεῖνον τὸν τόπον ἀγαπῶ νὰ πᾶν μὲ θέλημά μου. Καὶ μέσα νὰ τὰ βάλετε ’ς ναὸν τοῦ Ἡρακλέως, καὶ νὰ μηδὲν θελήσετε νὰ κάμετε ἀλλέως. Καὶ στάμενα νὰ στείλετε πενήντα κηντηνάρια, ἀκόμα, λέγω, κ’ ἑκατὸ νὰ πᾶν ἐκεῖ καθάρια. | |
2885 | Εἰς τὸν ναὸν Ἀπόλλωνος, πὄνι ἀδελφοσύνη, δόντια νὰ πᾶν λεφάντινα νά ’χουν ὀμορφοσύνη. Πέψετε κοῦπες ἑκατό, λέγω σας μ’ ὁρισμόν μου, στείλετε καὶ δερμάτια νά ’ναι ’ς μνημόσυνόν μου. Καὶ εἰς τὸ κάστρο Μελητί, ποὺ λέγουν μελανώδη, | |
2890 | ἂς ἀποστείλουν ἐδεκεῖ φλουρία ἕνα μόδι. Ὅσα νησία βρίσκονται νά ’χουν καθαροσύνη, αὐτὰ ποὺ ’ρίζει τὸ λοιπὸν τῆς Ῥόδου τὸ κουμούνι. Καὶ τὴν Νηδίαν, ὁποὺ ἒν στὸ Νήδον στὸ ποτάμι, ἀφήνω την τοῦ Πυθωνᾶ νά ’χη ς’ αὐτὴν νὰ κάμη. | |
2895 | Ἀφήνω ἀφέντη, λέγω σας, αὐτεῖνον τὸν Ταξίδη, ’ς Παρανησάδας τὸ λοιπὸν νὰ παίρνη καὶ νὰ δίδη. Ἀφήνω τοῦ Σερβέντιου ς’ αὐτὴν τὴν Ῥαχωσία μ’ ὅλα της τὰ περίγυρα κι αὐτὴν τὴν Γερασία. Εἰς δὲ τὴν χώραν τὴν καλὴν ὁποὺ τὴν λὲν Συρίνη, | |
(2900) | ἀφήνω την τοῦ Φίλιππου νὰ ’ρίζη μὲ εἰρήνη. Ἀφήνω ἀφέντη Κυρχανιὰ αὐτὸν τὸν Πανταφέρνη νά ’ναι ἀφέντης εἰς αὐτούς, ὅλους νὰ τοὺς εὐφραίνη. Ἀφήνω γὰρ τὸν Πέκιστα ἀφέντη στὴν Περσία ὁλόγυρα, ὡσὰν ὑπά, μ’ ὅλη της τὴν μπασία. | |
2905 | Καὶ τοῦτο παραγγέλλω σας, στὴν χώραν τὴ Σουσάνη | |
Κοῦρον ἀφήνω ἀρχηγὸν νά ’χη ς’ αὐτὴ νὰ κάνη.» Καὶ τόμου τὴν ἀνάγνωσαν κείνη τὴν διαθήκη, τότ’ ἔκλαψαν οἱ ἄρχοντες, ὅλο τὸ στρατορίκι. Καὶ τότε πάλι εἴδασιν ἄστρο ποὺ κατεβαίνει, | 182 | |
2910 | ’κ τὸν οὐρανὸν ἐπρόβαλε, στὴν θάλασσα παγαίνει. Καὶ ἀετὸς ἀκολουθᾶ ἐκεῖνο τὸ ἀστέρι, κ’ ἐπερπατοῦσαν καὶ τὰ δυὸ στῆς θάλασσας τὰ μέρη. Τόμου ἐδιάβη ὁ ἀστὴρ ἀπάνω στὴ μονή του, τότε καὶ τοῦ Ἀλέξανδρου ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του. | |
2915 | Ἐκεῖνος ὁπὀδούλευε τ’ ἄλογο τὸ μεγάλο μέσα στὸν στάβλον σέβηκε, λέγει του δίχως ἄλλο. Εἶπε του· «Ὦ Βουκέφαλε, ἐς’ ἔχεις τὴ ζωή σου, μ’ ἀπόθανεν ἀφέντης σου, ὁπού ’τον ἡ τιμή σου.» Τότε πολλὰ χλιμίτηξε, βρουχᾶται ὥσπερ λέω, | |
2920 | μέσα στὸν στάβλον πλάνταξε ἔτσι, ὡσὰν σᾶς λέω. Καὶ ὅλοι ἐθαυμάσασι στὸ ζὸ τὸ φιλημένο, γι’ ἀγάπη τοῦ ἀφέντη του ποὺ βρέθη πλαντασμένο. Πάντα μὲ τὸν ἀφέντη του σὰν ἔβγαινε στὴν μάχη, τοὺς βαρβάρους ἐσύντριβε, ὅσοι τοῦ θέλαν λάχει. | |
2925 | Τοὺς μὲν ἐκτύπα στοῖς ποσί, τοὺς δὲ στὸ στῆθος πάλι, μ’ ἐκεῖνο γίνη νικητὴς κ’ ἐτρέμαν τον οἱ ἄλλοι. Ταφιασταὶ μυρίσαντες Λεξάνδρου τὸ κορμάκι καὶ μέσα τὸ ἐβάλασι εἰς τὸ χρυσὸ λαρνάκι. Οἱ Μακεδόνες ἤθελαν νὰ πάρουν τὸ κορμί του, | |
2930 | ἀντάμα νὰ τὸν βάλουσι ’ς Φίλιππον τὸν πατήρ του. Οἱ Πέρσες πάλι λέγασι ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν θάψουν, ὁπού ’ν καὶ ἄλλοι βασιλεῖς γιὰ νὰ τὸν ἀναπάψουν. Ἐτότες ἐμαλώνασι τὸ ποιὸς νὰ τὸν ἐπάρη, νὰ τό ’χουν εἰς τὸν τόπον τους διὰ μεγάλη χάρη. | |
2935 | Καὶ ἦλθε ὁρισμὸς ς’ αὐτοὺς παρὰ θεοῦ ἡδέως, γιὰ νὰ θαπτῆ στὴν Αἴγυπτον, νὰ μὴ γενῆ ἀλλέως. Ὁ Πτολεμιὸς μὲ ἕτερους παίρνει τον καὶ παγαίνει Ἀλέξανδρον εἰς Αἴγυπτον, σὰν εἶν παραγγελμένοι. Ὁ ἱερεὺς δὲν ἄφηκε γιὰ νὰ τὸν ἀναπάψουν | |
2940 | Ἀλέξανδρον εἰς Αἴγυπτον, ὡς γιὰ νὰ τόνε θάψουν. | |
Σ’ Ἀλεξανδρειὰ τὸν παίρνουσι καὶ βάνουν τον στ’ ἁμάξι, ἐκεῖ γὰρ τὸν ἐθάψασι ὡσὰν τὸ θέλ’ ἡ τάξη. Ἔζησε δὲ Ἀλέξανδρος χρόνους τριάντα τρίους, τὸν θάνατον γὰρ ἔλαβε αὐτὸς ἐκ τοὺς ἰδίους. | 183 | |
epi,t | (ΕΠΙΛΟΓΟΣ) | |
epi1 | Ἐτοῦτο τὸ βιβλόπουλον στὴ Βενετιὰ τυπώθη. | |
epi2 | Ἐκεῖνος ποὺ τὸ τύπωσε μεγάλα γὰρ ἐπόθει | |
epi3 | νά ’βρη τὰ κατορθώματα καὶ πράξεις τ’ Ἀλεξάνδρου | |
epi4 | καὶ πῶς ἐθανατώθηκε ’κ τὰ χέρια τοῦ Κασσάνδρου· | |
epi5 | νὰ εὕρη κι ἀθιβόλαιον νά ’ναι διορθωμένο | |
epi6 | εἰσὲ σκοπὸν καὶ ἔννοια καὶ ὀρθογεγραμμένο. | |
epi7 | Λοιπό ’λαχε καὶ ηὗρε το κ’ εἶχε τὸ ἐναντίο | |
epi8 | ἀπ’ ὅλα ὅσα εἴπαμε, καὶ νὰ εἰπῶ τὸ ποῖο· | |
epi9 | σφαλτὸ καὶ ἀδιόρθωτο καὶ κακογεγραμμένο, | |
epi10 | κι ἀπὸ τὴν παλαιότητα ἦτον διεφθαρμένο. | |
epi11 | Ἐκεῖνος ὁποὺ τό ’βαλε εἰς στίχον καὶ εἰς ῥίμα | |
epi12 | ηὑρίσκεται στὴν Ζάκυνθον κ’ ἔκαμε μέγα κρίμα | |
epi13 | ποὺ δὲ μᾶς εὐεργέτησε τὸ ἐδικό του γράμμα· | |
epi14 | τὸ νὰ τὸ μάθη ὄλπιζα, στέλνει το ἐν τῷ ἅμα, | |
epi15 | ἐπεὶ ἐγὼ τοῦ μήνησα κ’ ἐπαρακάλεσά τον | |
epi16 | γιὰ νὰ τὸ στείλη τὸ λοιπὸν ἐγὼ δεήθηκά τον· | |
epi17 | πλευσίματά ’ρχονται πολλὰ ἐδῶ στὴν Βενετία, | |
epi18 | τὸ πὼς οὐδὲν τὸ ἔστειλε οὐκ οἶδα τὴν αἰτία. | |
epi19 | Ἡμεῖς, τὸ ἠμπορέσαμε, ἐκάμαμε μὲ κόπον, | |
epi20 | κι ἂν ἒν σφαλμένο τίποτες εἰσὲ κανέναν τόπον, | |
epi21 | σὲ ῥίμα ἢ εἰς ἔννοιαν ἢ εἰς κανέναν τρόπον, | |
epi22 | τὸ σφάλλειν ἔναι τῶν βροτῶν καὶ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων. | |
epi23 | Λάβετε γὰρ κ’ ἐπάρετε τούτην τὴν ἱστορία | |
epi24 | νὰ δῆτε κατορθώματα, Λεξάνδρου τὴν παιδεία· | |
epi25 | ἀνδρεία γὰρ ἐκέκτητο κι αὐτὴν τὴν σωφροσύνη, | |
epi26 | ἰδέτ’ ἂν ἦτον σώφρονας κ’ εἶχε δικαιοσύνη. | |
epi27 | Γυναίκα γὰρ τοῦ Δάρειου εἶχε ’χμαλωτισμένη, | |
epi28 | μ’ ἐκείνην δὲν ἐμοίχευσε, σὰν τό ’χουν μιασμένοι, | |
epi29 | πού ’τον εἰς τὴν νεότητα καὶ εἶχε ἐξουσία, | |
epi30 | τὸ συνειδὸς τὸν ἔλεγχε κ’ ἔφυγε ἀνομία. | |
epi31 | Αὐτεῖνο γὼ διάβασα, γραμμένο γὰρ τὸ εἶδα | |
epi32 | εἰσὲ βιβλίον ἔμορφον στὸν στορικὸν Σουΐδα· | 184 |
epi33 | Εὐνοῦχος τῆς βασίλισσας ἔφυγε εἰς Δαρεῖον, | |
epi34 | κ’ ἐρώτησέ τον Δάρειος γιὰ τῶν αὐτοῦ παιδίων, | |
epi35 | ἂν ζῆ καὶ ἡ μητέρα του κι αὐτείνη ἡ γυνή του, | |
epi36 | καὶ ἀπὸ κεῖνον ἔμαθε τ’ ἀγάπα ἡ ψυχή του. | |
epi37 | Λέγει του· «Οἱ κυράδες μου βασίλισσες καλοῦνται, | |
epi38 | καὶ ἀπὲ τὸν Ἀλέξανδρον πολλὰ εὐχαριστοῦνται. | |
epi39 | Κυρά μου ἡ βασίλισσα ἔναι μὲ τὴν τιμή της, | |
epi40 | τινὰς οὐδὲν τὴν ἔγγιξε αὐτὴν εἰς τὸ κορμί της.» | |
epi41 | Σὰν τ’ ἄκουσεν ὁ Δάρειος, στὸν οὐρανὸν κοιτάζει, | |
epi42 | τὰς χεῖρας του ἀσήκωσε καὶ τὸν θεὸν δοξάζει· | |
epi43 | «Εὐχαριστῶ σου,» εἶπε, «Ζεῦ, ἐσὲν τὴ βασιλεία, | |
epi44 | ὁπὄδωσες καὶ τῶν φθαρτῶν ταύτην τὴν ἐξουσία | |
epi45 | καὶ βασιλεύουν ἐπὶ γῆς μὲ θέλημα δικό σου. | |
epi46 | Σὺ βασιλειὰ μοῦ ἔδωσες, κι ἂν ἔναι ὁρισμός σου, | |
epi47 | αὐτείνη φύλαξον ἐμοί, εἰ δὲ καὶ οὐ θελήσης, | |
epi48 | τὸ κράτος, τὸ βασίλειον θέλεις νὰ μοῦ στερήσης, | |
epi49 | παρακαλῶ ς’ Ἀλέξανδρου αὐτεῖνο νὰ χαρίσης | |
epi50 | καὶ ἄλλα περισσότερα βασίλεια νὰ δωρίσης.» | |
epi51 | Ἰδέτε τί κατόρθωμα ἔναι ἡ σωφροσύνη, | |
epi52 | γιὰ τὸν ἐχθρὸν παρακαλεῖ καὶ πέφτει ’ς δουλοσύνη. | |
epi53 | Ἐτετυπώθη τὸ λοιπόν, ἔλαβε γὰρ καὶ τέλος | |
epi54 | ἐτούτη ἡ ἱστόρια καὶ τὸ ὡραῖον μέλος, | |
epi55 | ἔτει μετὰ τὴν λύτρωσιν ἀνθρώπων γὰρ τὴν νέα, | |
epi56 | χίλια πεντακόσια δὶς δέκα καὶ ἐννέα, | |
epi57 | στὰς δεκαπέντε τοῦ μηνός, λέγω τοῦ Σεπτεμβρίου, | |
epi58 | κόπος καὶ δεξιότητι Ζήνου τοῦ Δημητρίου. | 185 |