TLG 1386 016 :: HISTORIA ALEXANDRI MAGNI :: Recensio φ

HISTORIA ALEXANDRI MAGNI Narr. Fict., vel Pseudo–Callisthenes
(Varia)

Cf. et ANONYMI HISTORICI in FGrH (1139 007)

Recensio φ

Source: Veloudis, G. (ed.), Ἡ φυλλάδα τοῦ μεγαλέξαντρου. Διήγησις Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος [Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη 39] Athens: Hermes, 1977: 5–117.

Citation: Section — (line)

1

(1t)

ΓΕΝΝΗΣΙΣ
2tΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ
3tΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
4tΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
5tΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ
6tΠΡΟΛΟΓΟΣ
7 Ἡ Μακεδονία εἶναι μία ἐπαρχία μεγάλη τῆς Εὐρώπης, ὁποὺ συνορεύει ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ βορέως μὲ τὴν Δαλματίαν, Σερβίαν, Βουλγαρίαν καὶ Θράκην, ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς μὲ τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος,
10ἀπὸ μεσημβρίας μὲ τὴν Ἤπειρον

2

καὶ Θεσσαλίαν καὶ ἀπὸ δύσιν μὲ τὸ Ἰόνιον Πέλαγος. Αὐτὴ ποτὲ καιρὸν ἔφθασεν εἰς ἄκρον βαθμὸν τῆς μεγαλειότητος διὰ πολλῶν βασιλέων ὁποὺ ἔλαβεν, καὶ μάλιστα διὰ Φιλίππου καὶ Ἀλεξάνδρου, πατρὸς καὶ υἱοῦ. Καὶ πρῶτον μὲν
5ἔλαβεν τὴν ἀρχὴν τῆς φήμης ἀπὸ τὸν Φίλιππον διὰ τοὺς πολλοὺς πολέμους ὁποὺ ἔκαμεν ἐναντίον τῶν Ὀλυνθίων καὶ ἄλλων δημοκρα‐ τιῶν τῆς Ἑλλάδος· ὁ ὁποῖος ἐβασίλευσεν εἰς τοὺς πέντε χιλιάδες καὶ ἑκατὸν τριάκοντα ἕξη χρόνους ἀπὸ κτίσεως κόσμου. Καὶ εἰς τὸν δέκατον ἕκτον χρόνον τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἔδωσεν εἰς τὸ φῶς
10ἡ Ὀλυμπιάς, ἡ γυνή του, τὸν μέγαν καὶ θαυμαστὸν Ἀλέξανδρον, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτον σπέρμα τοῦ αὐτοῦ Φιλίππου, ἀλλὰ ἦτον τοῦ Ἐκτε‐ ναβοῦ, βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, θαυμαστοῦ ἀστρονόμου καὶ μάγου, ὡς θέλετε τὸ ἀγροικήσει καταλεπτῶς εἰς τὴν ἀκόλουθον διήγησιν.

3

(1t)

Περὶ τοῦ βασιλέως Ἐκτεναβοῦ.
1Οὗτος ὁ θαυμαστὸς ἀστρονόμος καὶ βασιλεὺς Ἐκτεναβὸς ἐβα‐
σίλευεν εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον μὲ τὰ μαγικά του τεχνεύματα· ὁ ὁποῖος ἤξευρεν μὲ τὲς μαγεῖες του τὰ ὅσα ἤθελαν τοῦ συνέβη καὶ καμίαν φορὰν δὲν ἐξέβαινεν εἰς πόλεμον, ἀλλὰ ἐκάθονταν εἰς τὸ πα‐5
5λάτι του καὶ ἔκανε τὲς μαγεῖες του· καὶ ὅλοι ὅσοι ἐπήγαιναν κατα‐ πάνου του ἐγύριζαν κακῶς ἔχοντες εἰς τοὺς τόπους τους. Βλέποντας ὅλοι οἱ βασιλεῖς τὸ κακὸν ὁποὺ τοὺς ἔκανε, ἐσυμφώνησαν ὅλοι κοινῶς διὰ νὰ ἔλθουν καταπάνου του διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν· οἱ ὁποῖοι ἦτον ὁ Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίας, ὁ βασιλεὺς τῆς
10Λενθίας καὶ τῆς Ἰβερίας καὶ ἄλλοι πολλοί. Καὶ ἐσύναξαν τὰ φου‐ σάτα τους καὶ ἐκίνησαν καταπάνου του.

4

(1t)

Πῶς ἦλθεν ὁ στρατιώτης Βερβέρης εἰς τὸν
tἘκτεναβόν.
3 Ἕνας στρατιώτης τοῦ Ἐκτεναβοῦ ὀνόματι Βερβέρης, βλέποντας τὰ φουσάτα ὁποὺ ἔρχονταν καταπάνου τοῦ αὐτοῦ Ἐκτεναβοῦ, ἔ‐
5τρεξε πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπεν: Ἤξευρε, βασιλεῦ, ὅτι ἄπειρα φου‐ σάτα ἔρχουνται καταπάνου σου διὰ νὰ σὲ πολεμήσουν· καὶ κάμε τὴν κυβέρνησιν διὰ νὰ μὴν μᾶς ἀφανίσουν. Καὶ ὡς ἤκουσεν τοὺς λόγους ἐτούτους ὁ Ἐκτεναβός, εἶπεν τοῦ Βερβέρη γελώντας: Σύρε ἀναπαύσου, καὶ ἐγὼ μὲ ἕναν λόγον θέλω τοὺς κάμει ὅλους νὰ ἐπι‐
10στρέψουν εἰς τοὺς τόπους τους, χωρὶς νὰ μᾶς βλάψουν τίποτες. Καὶ ἐσηκώθη καὶ ἐσέβη εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ ἄρχισε διὰ νὰ κάμη τὴν τέχνην τῆς μαντείας. Καὶ εἶδεν πὼς χάνει τὸ βασίλειόν του καὶ πὼς θέλει νικηθῆ καὶ ἐζαλίσθη πολύ. Καὶ ἔκλαυσε πικρῶς καὶ εἶπεν: Ὦ κάστρον ὡραιότατον τῆς Αἰγύπτου, ὁποὺ σὲ ἐτίμησα μὲ

5

τόσα πλούτη καὶ τώρα σὲ στερίζομαι! Καὶ εὐθὺς ἐξούρισεν τὰ γένια του καὶ ἄλλαξε καὶ τὴν φορεσίαν του καὶ ἐπῆρε καὶ δηνάρια κοντά του, ὅσα ἐμπόρεσε, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἀγνώριστος.
5tΠῶς ἐπῆγαν οἱ ἄρχοντες εἰς τὸ παλάτι καὶ δὲν
6tηὗραν τὸν Ἐκτεναβόν.
7 Ἐπῆγαν τὸ ταχὺ οἱ ἄρχοντες τῆς Αἰγύπτου εἰς τὸ παλάτι κατὰ τὴν συνήθειαν, διὰ νὰ συμβουλευθοῦν μὲ τὸν βασιλέα τους διὰ τὰ
φουσάτα ὁποὺ ἔρχονταν, καὶ δὲν τὸν ηὗραν ἐκεῖ, μόνον ηὗραν μίαν6
10ἐπιστολήν, ὁποὺ ἔγραφεν τοιούτως: «Ἠγαπημένοι μου ἄρχοντες τῆς Αἰγύπτου καὶ λοιποί, σᾶς δίδω τὴν εἴδησιν πὼς ἐγώ, μὲ τὸ νὰ εἶδα ὁποὺ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀντισταθῶ εἰς τὰ φουσάτα ὁποὺ ἔρχονται κατα‐ πάνου μου, φεύγω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ μετὰ εἰκοσιτέσσαρους χρό‐ νους πάλιν θέλω γυρίσει· καὶ τώρα μισεύω γέ‐

6

ρων καὶ τότε θέλω γυρίσει νέος (καὶ ἐτοῦτο τὸ ἔλεγεν διὰ τὸν υἱόν του τὸν Ἀλέξανδρον) καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν βαρεθῆτε εἰς τὸ νὰ στήσετε ἕναν στύλον εἰς τὴν μέσην τῆς Αἰγύπτου καὶ νὰ μοῦ ζωγραφίσετε τὸ πρόσωπόν
5μου ἀπάνω καὶ νὰ βάλετε καὶ τὸ στεφάνι μου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ στύλου. Καὶ εἴ τις ἔλθη νὰ σταθῆ εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ στύλου καὶ πέση τὸ στεφάνι μου εἰς τὸ κεφάλι του ἀπάνω, θέλετε τὸν προσκυνήσει· ὅτι θέλει εἶναι υἱός μου ἐκεῖνος». Ὡσὰν εἶδαν αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν οἱ ἄρχοντες, τοὺς ἐκακοφάνη διὰ τὸν μισεμόν του καὶ παρευθὺς
10ἐπρόσταξαν καὶ ἔκαμαν τὸν στύλον κατὰ πῶς τοὺς ἐδιάταξεν καὶ ἔβαλαν καὶ τὸ στεφάνι του εἰς τὴν κορυφήν. Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς ἐδιάβη εἰς τὴν Μακεδονίαν, εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλίππων, ὀνομαζομένην εἰς τὸ παλαιὸν Πέλλα. Καὶ ἐκεῖ ἔκανε τοῦ λόγου του μάγον καὶ ἀστρο‐ νόμον περίφημον. Καὶ εἰς ὅσα τὸν ἐρωτοῦσαν, εἰς ὅλα ἀλήθευαν
15οἱ μαγεῖες του.

7

(1t)

Περὶ τῆς Ὀλυμπιάδος.
2 Ὁ δὲ βασιλεὺς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος εἶχε γυναίκα ὡραίαν ὀνόματι Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ἦτον κατὰ πολλὰ πικραμένη ὁποὺ δὲν ἔκανεν παιδίον καὶ ἦτον πάντα φοβισμένη μήπως καὶ τὴν ἀφήση
5ὁ Φίλιππος διὰ τὴν ἀτεκνίαν της. Ἐκεῖνες δὲ τὲς ἡμέρες ἐδιάβη ὁ Φίλιππος ἔξω διὰ νὰ πολεμήση μὲ τοὺς ἐχθρούς του, καὶ πρὶν νὰ μισεύση, ἔκραξεν τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ τῆς εἶπεν: Ἰδοὺ ἐγὼ ὁποὺ θέλω ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ὅσον καιρὸν εὑρίσκομαι ἐδῶ, κάμε ὅ,τι ἠμπορέσης διὰ νὰ εὕρω παιδὶ ἀπὸ λόγου μου, ὅντας νὰ
10στραφῶ ἀπὸ τὸν πόλεμον· εἰ δὲ μὴ καὶ δὲν εὕρω, πλέον τὰ μάτια μου δὲν θέλουν σὲ ματαϊδοῦν. Καὶ ὕστερον ἐμίσευσεν. Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα, ὡς ἀγροίκησε τὸν σκοπὸν τοῦ Φιλίππου, ἐσέβη εἰς λογισμὸν τί νὰ κάμη, καὶ ἐστέκετο συγχισμένη καὶ πικραμένη πολλά. Καὶ μία ἀπὸ τὲς σκλά‐

8

βες της, ὡσὰν τὴν εἶδεν πικραμένην, τῆς εἶπεν: Ἤξευρε,
βασίλισσα, πὼς ἐδῶ εἰς τὸ κάστρον ἦλθεν ἕνας ξένος ἄνθρωπος, μάγος καὶ ἀστρονόμος περίφημος, καὶ ὅ,τι εἰπῆ, ὅλα ἀληθεύουν καὶ ψεύματα δὲν λέγει· καὶ ἐκεῖνος ἠμπορεῖ νὰ κάμη τίποτες διὰ7
5νὰ γεννήσης παιδίον. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ἡ βασίλισσα τοὺς λόγους τῆς σκλάβας, εὐθὺς τῆς εἶπε: Σύρε ὀγλήγορα νὰ τὸν εὕρης νὰ μοῦ τὸν φέρης ἐδῶ νὰ τὸν ἰδῶ.
8tΠῶς ἦλθεν ὁ Ἐκτεναβὸς εἰς τὴν βασίλισσαν
9tτὴν Ὀλυμπιάδα.
10 Ἐπῆγεν γοῦν ἡ σκλάβα καὶ ἤφερε τὸν Ἐκτεναβὸν εἰς τὴν βασί‐ λισσαν, ἡ δὲ βασίλισσα τὸν ἐρώτησεν: Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ περί‐ φημος εἰς τὲς μαγεῖες ὁποὺ ἀκούω; Τῆς ἀποκρίθη ὁ Ἐκτεναβὸς καὶ τῆς εἶπεν: Ναί, ἐγὼ εἶμαι, κυρία μου. Καὶ ἂν ὁρίζης τίποτες, εἰπές μου τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἄφησέ με ἐμένα νὰ κάμω. Ἡ δὲ Ὀ‐

9

λυμπιάδα ἔβγαλεν ὅλους, ὅσοι καὶ ἂν ἦταν ἐκεῖ, καὶ ἐδιηγήθη τοῦ Ἐκτεναβοῦ καὶ τοῦ εἶπε πώς: Ὁ ἄνδρας μου βλέποντας πὼς δὲν κάνω παιδὶ μοῦ εἶπε πώς: Ἀνίσως καὶ δὲν εὕρω παιδὶ ἀπὸ λόγου μου, ὅταν γυρίσω
5ἀπὸ τὸ ταξίδι μου, πλέον δὲν θέλουν σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου. Καὶ διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ὅτι ἀνίσως καὶ ἠξεύρης τίποτες νὰ μοῦ κάμης διὰ νὰ κάμω παιδί, θέλεις τὸ κάμης μίαν ὥραν ὀμπροστύτερα, διατὶ σήμερον ἐδιάβη ὁ βασιλεὺς ἔξω, καὶ ἀνίσως καὶ πιασθῆ παιδίον εἰς ἐμέ, κἂν νὰ μὴν μοῦ τὸ εἰπῆ μπαστάρδον. Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς τῆς
10εἶπεν: Ἔχε θάρρος, βασίλισσά μου, καὶ ἐγὼ θέλω κάμει τὸν θεὸν τὸν Ἄμμωνα μὲ τὲς μαγεῖες μου νὰ ἔλθη νὰ μείνη μετ’ ἐσένα, διὰ νὰ κάμης παιδὶ ἀρσενικὸν καὶ νὰ λυθῆ ἡ πίκρα σου. Καὶ βράδυ θέλεις τὸν ἰδῆς εἰς τὸν ὕπνον σου αὐτὸν τὸν θεὸν τὸν Ἄμμωνα νὰ ἔλθη εἰς ἐσένα· ὁ ὁποῖος θέλει εἶναι ἡ ἀφορμὴ τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου.
15Καὶ ὡσὰν τὸν ἰδῆς, τίποτες μὴν φοβηθῆς·

10

ἀλλὰ κάμε ἐκεῖνο ὁποὺ θέλει σοῦ εἰπεῖ. Καὶ ἰδοὺ ὁποὺ ἐγὼ πηγαίνω διὰ νὰ κάμω τὲς τέχνες μου, διὰ νὰ τὸν κάμω νὰ ἔλθη. Καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του καὶ ἔκαμε τὲς μαγεῖες του, διὰ νὰ φανερωθῆ εἰς τὸν ὕπνον τῆς Ὀλυμπιάδος
5ὡσὰν ὁ θεὸς ὁ Ἄμμων.
6tΠῶς εἶδεν τὸ ὄνειρον ἡ Ὀλυμπιάς.
7 Τὸ βράδυ εἰς τὸν ὕπνον της ἡ Ὀλυμπιάδα εἶδεν πὼς νὰ ἦλθεν ὁ θεὸς ὁ Ἄμμων καὶ ἐσέβη εἰς τὸ παλάτιόν της καὶ τὴν ἀγκαλίασεν, καὶ ἔλαβεν μεγάλην θεραπείαν ἀπὸ αὐτόν. Καὶ εἶδε πὼς τὴν ἐπλάκω‐8
10σεν ἀπάνου εἰς ἕνα χρυσὸν κρεββάτι καὶ τῆς εἶπε: Σήμερον ἡ μήτρα σου νὰ λάβη παιδίον. Καὶ εὐθὺς ἐξύπνησεν ἡ Ὀλυμπιὰς καὶ κράζει τὸν Ἐκτεναβὸν καὶ τοῦ λέγει: Ἀπόψε εἶδα τὸν θεὸν ἐκεῖνον εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ ἐπιθυμῶ πολλὰ νὰ μείνω μὲ ἐκεῖνον. Ὁ δὲ Ἐκτε‐ ναβὸς τῆς εἶπεν: Σὰν τί λογῆς τὸν

11

εἶδες; Ἐκείνη δὲ τοῦ εἶπεν: Ὡσὰν ἕναν τράγον μεγαλοκέρατον, καὶ κάμε τὴν τέχνη σου διὰ νὰ μεταέλθη καὶ βράδυ. Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς τῆς εἶπεν: Ἂν θέλης νὰ λάβης τὸ ποθούμενόν σου, δός μου ἄδειαν νὰ μείνω βράδυ εἰς τὸ παλάτι
5σου, διὰ νὰ κάμω συντροφία τοῦ θεοῦ τοῦ Ἄμμωνος. Καὶ αὐτὴ τοῦ ἀπηλογήθη καὶ τοῦ εἶπεν: Σοῦ δίνω κάθε ἐλευθερίαν νὰ ἔχης, μόνον αὐτὸν τὸν θεὸν νὰ κάμης διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς συντροφία μου. Καὶ ὁ Ἐκτεναβὸς τῆς εἶπεν: Βράδυ θέλω σοῦ τὸν φέρει χωρὶς ἄλλο.
9tΠῶς ἐνέμπαιξεν ὁ Ἐκτεναβὸς τὴν Ὀλυμπιάδα.
10 Ὡσὰν ἐπῆρεν ὁ Ἐκτεναβὸς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄδειαν διὰ νὰ μείνη εἰς τὸ παλάτι της, ἐπῆγεν καὶ ἐπῆρε κέρατα μεγάλα καὶ ἕνα τομάρι τράγου καὶ ἔβαλεν τὰ κέρατα εἰς τὸ κεφάλι του καὶ ἐνδύθη καὶ τὸ δέρμα τοῦ τράγου καὶ ἔγινεν ὡσὰν ἐκεῖνος ὁ

12

θεὸς καὶ ἐπῆγεν τὸ βράδυ εἰς τὸ κρεββάτι τῆς Ὀλυμπιάδος καὶ ἔμεινεν μὲ αὐτὴν ὀλίγην ὥραν καὶ τῆς εἶπε: Βασίλισσα, τὸ παιδίον ὁποὺ θέλει γένει θέλει εἶναι ἀρσενικὸν καὶ νὰ ἔχη μεγάλες χάρες ἀπάνου του καὶ θέλει
5ὁρίσει ὅλην τὴν οἰκουμένην. Καὶ τότες ἐκατέβη ἀπὸ τὸ κρεββάτι καὶ ἐδιάβη εἰς τὴν κατοικίαν του. Καὶ τὸ ταχὺ ἐσηκώθη ἡ Ὀλυμπιὰς καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἐκτεναβὸν καὶ τοῦ εἶπεν: Ἀπόψε μὲ τὸν θεὸν ἔλαβα μεγάλην ἀγαλλίασιν, καὶ σὲ παρακαλῶ, κάμε τον νὰ ἔρχεται κάθε βράδυ εἰς ἐμένα. Καὶ ὁ Ἐκτεναβὸς τῆς εἶπεν: Δός μου τελείαν
10τὴν ἄδειαν, διὰ νὰ σοῦ τὸν φέρνω κάθε βράδυ. Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα τοῦ εἶπε: Πάλιν θέλεις νὰ σοῦ δώσω ἄδειαν; Ἐγὼ σοῦ εἶπα νὰ μὴν ἔχης κανένα ἐμπόδιον, καὶ κάνε ἐκεῖνο ὁποὺ ἠξεύρεις. Καὶ ὡσὰν ἐπῆρε τέτοιαν ἐλευθερίαν ὁ Ἐκτεναβός, ἦτον πάντα μὲ αὐτὴν καὶ ἔκανεν ἐκεῖνο ὁποὺ ἐπιθυμοῦσε. Καὶ ἀπερνώντας καμπόσος καιρός,
15ἐγγαστρώθη ἡ Ὀλυμπιὰς καὶ ἄρ‐

13

χισε νὰ ἀγροικᾶ τὸ παιδίον εἰς
τὴν κοιλιά της. Καὶ κράζει τὸν Ἐκτεναβὸν καὶ ἀρχίζει νὰ κλαίγη λέγοντας: Πῶς νὰ κάμω, ἀνίσως καὶ ἔλθη ὁ ἄνδρας μου καὶ μὲ εὕρη ἐγγαστρωμένην; Καὶ φοβοῦμαι νὰ μὴν μὲ φονεύση. Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς9
5τῆς εἶπε: Ἄφησε ἐμένα νὰ κάμω τὴν κυβέρνησιν διὰ αὐτὴν τὴν ὑπό‐ θεσιν.
7tΠῶς ἔκαμε μαγείας ὁ Ἐκτεναβὸς καὶ εἶδεν ὄνειρον
8tὁ Φίλιππος.
9Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἐκτεναβὸς καὶ ἐπῆρεν ἕνα πουλίον λεγόμενον κου‐
10κουβάγια καὶ ἔκαμε μὲ αὐτὸ τὲς μαγεῖες του, διὰ νὰ ἰδῆ ἐνύπνιον ὁ Φίλιππος διὰ τὴν ἐγγαστρία τῆς Ὀλυμπιάδος. Καὶ βλέπει ὁ Φίλιπ‐ πος εἰς τὸ ὄνειρόν του τὸν θεὸν τὸν Ἄμμωνα μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα ἀντάμα καὶ τῆς ἔλεγε: Ὀγλήγορα θέλεις κάμης παιδὶ ἀρσενικόν, τὸ ὁποῖον θέλει ὁρίσει ὅλην τὴν οἰκουμένην. Αὐτὰ βλέποντας ὁ Φί‐
15λιππος ἐτρόμαξε καὶ ἐξύπνησεν καὶ

14

ἔκραξεν ἕνα μάγον ὁποὺ εἶχε, πολλὰ προκομμένον, καὶ τοῦ ἐδιηγήθη τὸ ὄνειρον. Καὶ ὁ μάγος τοῦ ἀποκρίθη: Αὐτὸ τὸ ὄνειρον ὁποὺ εἶδες εἶναι ἀληθινόν, καὶ αὐτὸν ὁποὺ εἶδες εἰς τὸ σπίτι σου ἔχε τον διὰ θεόν σου, διατὶ οἱ θεοὶ ὀρέ‐
5χθηκαν τὴν ὀμορφίαν τῆς Ὀλυμπιάδος καὶ ἠθέλησαν νὰ κάμουν παιδὶ μὲ αὐτήν. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Φίλιππος, ἀπατήθη εἰς αὐτὰ τὰ λόγια. Καὶ εὐθὺς ἐμίσευσεν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ηὗρε τὴν Ὀλυμπιάδα πολλὰ πικραμένη καὶ αὐτὸς τὴν ἐπαρηγοροῦσε καὶ τῆς ἔλεγε: Ἂν οἱ θεοὶ ἠθέλησαν νὰ κάμουν αὐτὸ τὸ πράγμα, ἐμεῖς
10τί ἠμποροῦμεν νὰ κάμωμεν; Αὐτοὶ μᾶς ἐξουσιάζουν καὶ μᾶς κάνουν ὅ,τι θέλουν, καὶ μὴν ἔχης πλέον κακὴν καρδία διὰ αὐτό. Ὡς ἤκουσεν δὲ ἡ Ὀλυμπιάδα ποὺ τῆς εἶπεν ὁ Φίλιππος πὼς ἔμεινεν θεὸς μὲ αὐτήν, ὅλη ἀγαλλίασεν καὶ ἐχάρη. Ἀλλὰ ὁ Φίλιππος εἰς ὀλίγες ἡμέρες ἠθέλησε νὰ τὴν ἐξετάξη πῶς ἐσυνέβη αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις, διατὶ ἦτον
15εἰς ἀμφιβολίαν.

15

(1t)

Περὶ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Ἐκτεναβοῦ.
2 Καὶ καταλαμβάνοντάς το αὐτὸ ὁ Ἐκτεναβὸς εὐθὺς ἐμεταμορ‐ φώθη εἰς ἕνα ζῶον φοβερόν—τὸ κεφάλι του ὡσὰν ἀετοῦ, τὰ πτερά
του ὡσὰν τοῦ βασιλίσκου, οἱ πόδες του ὡσὰν τοῦ λέοντος καὶ ἡ10
5ὀρά του ὡσὰν τοῦ πάρδου—καὶ ἐφανερώθη εἰς τὴν μέσην ὁποὺ ἐκάθονταν ὁ Φίλιππος μὲ ὅλους του τοὺς ἄρχοντας καὶ μὲ τὴν Ὀλυμ‐ πιάδα καὶ ἐφώναξεν μεγάλως. Καὶ ἐπῆγε καὶ ἀγκαλίασε τὴν Ὀλυμ‐ πιάδα καὶ τὴν ἐφίλησεν. Καὶ σὰν τὴν ἀποφίλησεν, ἐμεταμορφώθη εἰς εἶδος γερακίου καὶ ἀπέταξεν. Ὁ δὲ Φίλιππος καὶ οἱ περιεστῶτες
10ἐτρόμαξαν ἀπὸ τὸν φόβον τους καὶ ἐρωτοῦσαν τί νὰ ἦτον ἐκεῖνο τὸ ζῶον. Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα ἀποκρίθη καὶ εἶπεν ὅτι αὐτὸς ἦτον ὁ θεὸς ὁ Ἄμμων. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Φίλιππος, ἐχάρη κατὰ πολλά, ποὺ θέλει νὰ κάμη παιδὶ μὲ τὴν χάριν τῶν θεῶν.

16

(1t)

Περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
tἀναθροφῆς του.
3 Ὁπόταν δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ γεννήση ἡ Ὀλυμπιάδα αὐτὸ τὸ θαυμαστὸν παιδίον, ἐκινδύνεψε πολύ. Καὶ ὡσὰν ἐγεννήθη τὸ παι‐
5δίον, ἔγιναν παρευθὺς βροντὲς καὶ ἄνεμος καὶ ἦλθε κοντά της μία ἀντάρα καὶ τὴν ἐπερικύκλωσεν. Καὶ ἐφοβήθησαν ἐκείνην τὴν ἡμέ‐ ραν μικροὶ μεγάλοι. Ὁ δὲ Φίλιππος ἐχάρη κατὰ πολλὰ καὶ ἔ‐ δωσεν ὀρδινιὰ εἰς ὅλες τὲς χῶρες του νὰ κάμουν μεγάλες χαρὲς ὅλοι διὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδίου του. Τὸ δὲ παιδίον ἀνετράφη καὶ
10ἐσύντυχε. Καὶ ὅταν ἦλθεν εἰς ἡλικίαν τεσσάρων χρονῶν, ἔκραξεν ὁ Φίλιππος τὸν μέγαν Ἀριστοτέλην, τὸν διδάσκαλον, καὶ τοῦ ἐπα‐ ρέδωσεν τὸν Ἀλέξανδρον διὰ νὰ τὸν μάθη τὰ γράμματα. Ὁ δὲ Ἀλέ‐ ξανδρος εἰς ὀλίγους χρόνους ἔμαθε γραμματικήν, ῥητορικήν, ποιη‐ τικὴν καὶ φιλοσοφίαν καὶ ἐπρόκοπτε καλά· τὰ δὲ ἄλλα παιδιὰ

17

τοῦ σχολείου τὸν ἐφθονοῦσαν καὶ τὸν ἐζήλευαν. Μίαν ἡμέραν λέγει τῆς μητρός του ὁ Ἀλέξανδρος: Μητέρα μου, ποθῶ νὰ μάθω τὴν ἀστρονομίαν τῶν Αἰγυπτίων, καὶ παράδωσέ με εἰς τὸν Ἐκτεναβόν,
5ὅτι ἔμαθα πὼς εἶναι πολλὰ ἄξιος εἰς τὰ ἀστρονομικὰ καὶ μαγικά. Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα ἔκραξε τὸν Ἐκτεναβὸν καὶ τοῦ ἐπαρέδωσεν τὸν Ἀλέξανδρον διὰ νὰ τὸν μάθη τὲς ἐπιστῆμες του. Καὶ τὸν ἐπῆρε ὁ Ἐκτεναβὸς καὶ τὸν ἐμάθαινε τὲς ἐπιστῆμες του. Καὶ ἀπὸ τὸ ταχὺ ἕως τὸ γεῦμα ἐπήγαινεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν Ἀριστοτέλην καὶ
10ἐμάθαινε, καὶ ἀπὸ τὸ γεῦμα ἕως τὸ βράδυ ἐπήγαινεν εἰς τὸν πονηρὸν Ἐκτεναβόν. Μίαν τῶν ἡμερῶν ἐσύναξε τὰ παιδία ὁ Ἀριστοτέλης
ὁποὺ εἶχεν εἰς τὸ σχολεῖον του, ὅλα συνομήλικα τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ τὰ ἔβαλεν εἰς δύο τάξες. Εἰς τὴν μίαν τάξιν ἔβαλε τὸν Ἀλέξαν‐ δρον πρωτοστάτορα, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ἔβαλε τὸν Πτολεμαῖον. Καὶ11
15τὰ ἀράδιασεν ὅλα κατὰ τάξιν καὶ τοὺς ἔδωσεν ἀπὸ ἕνα ξύλον εἰς τὸ χέρι ὁλουνῶν καὶ τὰ ἐπρόσταξεν νὰ πολεμήσουν

18

τὸ ἕνα μέρος μὲ τὸ ἄλλο. Καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐμπῆκε εἰς τὴν μέσην τους καὶ τὰ ἐκατατζάκισε καὶ τὰ ἐνίκησεν ὅλα καὶ τὰ ἤφερεν εἰς τὸ μέρος του. Καὶ ὡσὰν εἶδε τοῦτο ὁ Ἀριστοτέλης,
5ἐθαύμαξε καὶ εἶπεν: Ποταπὸς θέλει γένει ὁ Ἀλέξανδρος! Καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπεν: Ἀλέξανδρε, ἀνίσως καὶ γένης βασιλεὺς καὶ ὁρίσης τὸν κόσμον ὅλον, τί καλὸν θέλεις μοῦ κάμει; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀποκρίθη καὶ τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ἀνίσως καὶ γένη αὐτὸ ὁποὺ λὲς καὶ γένω αὐτοκράτωρ τοῦ κόσμου ὅλου,
10ἐσένα θέλω σὲ κάμει μέγαν ἄνθρωπον καὶ νὰ εἶσαι πάντα μετ’ ἐμένα. Καὶ ὁ Ἀριστοτέλης τοῦ εἶπε: Χαῖρε λοιπόν, Ἀλέξανδρε αὐτοκρά‐ τορ, ὅτι εἰς ἐσένα θέλει ἔλθει τὸ βασίλειον, νὰ ἐξουσιάσης ὅλον τὸν κόσμον.

19

(1t)

Πῶς ἐσυνέβη ὁ θάνατος τοῦ Ἐκτεναβοῦ.
2 Ἐπῆρεν ὁ Ἐκτεναβὸς τὸν Ἀλέξανδρον μίαν ἡμέραν καὶ τὸν ἀνέβασεν εἰς ἕνα πύργον διὰ νὰ τοῦ δείξη τοὺς πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἐκεῖ τὸν ἐρώτησεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τοῦ εἶπεν: Ἐσύ, ὁποὺ
5ἠξεύρεις τόσα, ἠξεύρεις καὶ πότε θέλεις ἀποθάνης; Καὶ ὁ Ἐκτεναβὸς τοῦ εἶπεν: Ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ υἱοῦ μου θέλω λάβει θάνατον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ υἱὸς νὰ φονεύση τὸν πατέρα; Καὶ εὐθὺς τὸν ἔριξε κάτω ἀπὸ τὸν πύργον λέγοντάς του: Ἀλησμόνησες, διδάσκαλε, τὴν τέχνην σου καὶ δὲν ἤξευρες πὼς θέλω
10σὲ φονεύσω ἐγώ. Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς ἐφώναξε καὶ εἶπε: Διατί μὲ ἐγ‐ κρέμισες, ὁποὺ εἶμαι ἐγὼ ὁ πατέρας σου καὶ ἐσὺ εἶσαι υἱός μου; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε: Πῶς εἶμαι ἐγὼ υἱός σου, ὁποὺ ὁ πατέ‐ ρας μου εἶναι ὁ Φίλιππος; Ὁ δὲ Ἐκτεναβὸς τοῦ ἐδιηγήθη τὰ

20

πάντα καὶ πὼς εἶναι τον ἀπὸ τὴν σποράν του καὶ ὄχι ἀπὸ τοῦ Φιλίππου. Καὶ σὰν τὰ ἀποεδιηγήθη, ἐξεψύχησεν. Σὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος πὼς αὐτὸς ἦτον ὁ πατέρας του, ἐλυπήθη κατὰ πολλὰ πὼς ἔγινε πατρο‐
5κτόνος, καὶ τὸν ἐπῆρε εἰς τὸν ὦμον του καὶ τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι
του καὶ τὸν ἔκλαυσεν ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ἔκραξε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: Ἀλήθεια, εἶναι αὐτὸς ὁ πατέρας μου, ὁποὺ τὸν εἶχες στὸ κρεββάτι καὶ σοῦ ἔλεγε πὼς ὁ θεὸς ὁ Ἄμμων ἔρχεται καὶ κοιμᾶται μετ’ ἐσένα, καὶ σὲ ἐγέλασε; Ἡ δὲ Ὀλυμπιάδα τοῦ ὁμο‐12
10λόγησεν τὴν κάθε ὑπόθεσιν, πὼς ἀπατήθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν μοιχείαν. Καὶ ὡσὰν ἐβεβαιώθη καλὰ ὁ Ἀλέξανδρος, οἰκονόμησεν καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλην τιμὴν ὡς διδάσκαλόν του. Ὁ δὲ Φίλιπ‐ πος ἀπὸ αὐτὰ καμίαν εἴδησιν δὲν εἶχεν.

21

(1t)

Περὶ τοῦ Βουκεφάλου.
2 Μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν ἤφεραν τοῦ Φιλίππου εἴδησιν πὼς εἰς τὴν λακίνιαν τῆς βασιλείας του ἐγεννήθη ἕνα ἄλογον πολλὰ εὔ‐ μορφον καὶ θαυμαστὸν μὲ ἕνα σημάδι εἰς τὸ ἕνα τὸ δεξιόν του χέρι
5εἰς εἶδος βοϊδοῦ κεφάλι μὲ κέρατα, καὶ αὐτὰ μεγάλα μίαν πήχην. Καὶ παρευθὺς ὁ βασιλεὺς ὅρισεν καὶ τοῦ τὸ ἤφεραν καὶ ἐθαύμασεν εἰς τὴν εὐμορφίαν του καὶ εἰς τὸ σημάδι ὁποὺ εἶχεν. Καὶ εἶπε καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς ἕνα σταῦλον ξεχωριστόν, καὶ κανεὶς δὲν ἐτολμοῦσεν νὰ τὸ καβαλλικεύση ἢ νὰ τοῦ σιμώση. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐπήγαινεν
10συχνὰ εἰς αὐτὸ καὶ τὸ ἐχάϊδευεν, καὶ ἐκεῖνο τὸν ἐχαίρονταν καὶ ἐχλι‐ μιτροῦσεν καὶ τοῦ ἔγλειφεν τὸ χέρι. Ὁ Φίλιππος εἶχεν συνήθειαν, ὅτι μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἔδινεν θέλημα καὶ ἔκαναν ἱπποδρό‐ μιον οἱ ἄρχοντές του καὶ οἱ πρῶτοι καβαλλαραῖοι του καὶ ἔτρεχαν τὰ ἄλογα, καὶ αὐτὸς ἐ‐

22

κάθονταν καὶ τοὺς ἐκοίταζεν. Ὁ δὲ Ἀλέ‐ ξανδρος ἐπῆγεν εἰς τὸν σταῦλον κρυφὰ καὶ ἐσέλλωσεν τὸν Βουκέ‐ φαλον καὶ τὸν ἐκαβαλλίκευσεν, ὥσπερ νὰ ἦτον μαθημένος καὶ ἐβγῆ‐ κεν καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἱπποδρόμιον. Καὶ ὅ,τι τὸν εἶδεν ὁ λαὸς καὶ
5ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔτρεχαν, τὸν ἐπροσκύνησαν ὡσὰν υἱὸν τοῦ βασιλέως ὁποὺ ἦτον. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐζήτησε τὸν Πτολεμαῖον διὰ νὰ τρέ‐ ξουν μαζί· καὶ οὕτως ἀφήθηκαν εἰς τὸ τρέξιμον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπέρασε τὸν Πτολεμαῖον ἕως ἑνοῦ τόξου βόλι. Καὶ ὅλοι τὸ ἐθαύ‐ μαξαν, διατὶ ὁ Πτολεμαῖος ἦτον ὁ πρῶτος εἰς τὸ τρέξιμον. Καὶ ἐχάρη
10ὁ Φίλιππος θαυμάζοντας διὰ τὴν καβάλλαν του καὶ διὰ τὸ τρέξιμον τὸ πολὺ ὁποὺ ἔκαμε καὶ εἶπεν: Ὦ οὐρανέ, ἥλιε καὶ σελήνη, σήμερον νὰ ἠξεύρετε ὅτι τὸ σπαθὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου μὲ τοὺς Μακεδόνας θέ‐ λουν συντρίψει τὰ σπαθία ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν
ὥραν ὁ Φίλιππος ἐπρόσταξε νὰ συμμαζώνουνται παιδία συνομήλικα13
15τοῦ Ἀλεξάνδρου, διὰ νὰ κάνουν ἄσκησιν

23

εἰς τὰ πολεμικὰ ὅπλα καὶ νὰ μαθαίνουν τὴν τάξιν τοῦ πολέμου. Καὶ ἐσυνάζονταν καθη‐ μερινῶς καὶ ἐτόξευαν. Καὶ ἐκτυποῦσαν κονταριὲς καὶ ἄλλα, καὶ πάντα ὁ Ἀλέξανδρος ἐνικοῦσεν εἰς ὅλα.
5tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐπῆγεν εἰς τοὺς
6tὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας.
7 Ὡς εἶδεν δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ὅλα τὰ παιδία ἔμειναν νικημένα ἀπὸ λόγου του, ἐβουλήθη διὰ νὰ πηγαίνη εἰς τὸν Μωρέα, εἰς τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ὁποὺ ἐσυνήθιζαν τότες διὰ νὰ κάνουν οἱ Ἕλ‐
10ληνες εἰς κάθε πέντε χρόνους. Καὶ ἐπήγαιναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς βασιλεῖς, ἡγεμόνες, ἄρχοντες καὶ κάθε λογῆς ἄνθρωποι εἰς ἐκείνους τοὺς ἀγῶνας· οἱ ὁποῖοι ἔκαναν κάθε λογῆς παιγνίδια: Ἄλλοι ἐπάλευαν γυμνοί, ἄλλοι ἔτρεχαν πεζοί, ἄλλοι καβαλλαραῖοι καὶ ἄλ‐ λοι εἰς ἁμάξια, ἄλλοι ἔριχναν τὸ λιθάρι καὶ ἄλλα διάφορα παιγνίδια.
15Καὶ ὅποιος ἐνικοῦσεν

24

ἐλάμβανεν μεγάλες τιμὲς καὶ τὸν εὐφήμιζαν παντοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἠθέλησεν διὰ νὰ πηγαίνη καὶ αὐτὸς ἐκεῖ, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν καὶ ἐκεῖ ἡ τέχνη του τὸν βοηθῆ· καὶ οὕτως ἔλαβεν θέλημα ἀπὸ τὸν πατέρα του διὰ νὰ πηγαίνη. Ὁ
5δὲ Φίλιππος ἔδωσεν ὀρδινίαν καὶ ἀρμάτωσεν ἕνα κάτεργον ὅλον περιχρυσωμένον, καὶ ἑτοίμασαν ὅλα τὰ χρειαζόμενα διὰ τὸ ταξίδι, καὶ ἔδωκεν καὶ πολλότατα ἀργύρια διὰ ἔξοδον. Καὶ οὕτως ἐμίσευσεν ἀντάμα μὲ τὸν Πτολεμαῖον. Καὶ μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἔφθασεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Γαστουνιοῦ, εἰς χώραν λεγομένην Πήσσα, εἰς τὴν
10ὁποίαν ἐγίνονταν οἱ ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες· ἐκεῖ δὲ ἦτον καὶ ἐκεῖνος ὁ ναὸς ὁ θαυμαστὸς τοῦ Ὀλυμπίου Διός. Καὶ πηγαινόμενος ἐκεῖ, ηὗρε τὸν υἱὸν τοῦ Δαρείου, Νικόλαον ὀνομαζόμενον, μὲ ἄλλα πολλὰ ἀρχοντόπουλα, ὁποὺ εἶχαν πηγαίνει ἐκεῖ διὰ τοὺς αὐτοὺς ἀγῶνας. Καὶ μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν ἐσυναντήθηκαν ὅ τε Ἀλέξανδρος μὲ
15τὸν Νικόλαον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐχαιρέτησεν

25

τὸν Νικόλαον, ὁ δὲ Νικόλαος, ὡς ὑπερήφανος ὁποὺ ἦτον, δὲν ἐκαταδέχθη τὸν χαι‐ ρετισμόν τους, καὶ εὐθὺς ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπεν: Καὶ ὄντως υἱὸς τοῦ ὑπερηφάνου Δαρείου, ὁποὺ ὀνομάζει τοῦ λόγου του θεόν, εἶσαι.
5Ὅμως τόσον ἐσὺ ὡσὰν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν πολλήν σας ὑπερηφάνειαν
γλήγορα θέλετε πέσει κάτω. Καὶ αὔριο σὲ ἔχω καλεσμένον εἰς τὸν ἀγώνα διὰ νὰ τρέξωμεν καὶ νὰ ἰδῆς πὼς θέλεις πέσει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν σου. Ὁ δὲ Νικόλαος τοῦ ὑποσχέθη ὅτι τὴν ἐρχο‐ μένην ἡμέραν νὰ ἔβγουν εἰς τὸν ἀγώνα.14
10tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος
11tἐνίκησεν τὸν Νικόλαον.
12 Τὴν δὲ ἐρχομένην ἡμέραν ἐβγῆκαν καὶ οἱ δύο καβαλλαραῖοι ὡσὰν δύο ἀετοὶ ἐπάνου εἰς τὰ ἄλογα καὶ ἄρχισαν διὰ νὰ τρέχουν. Καὶ εἰς τὸ πρῶτον τρέξιμον μὲ μίαν ἐπιτηδειότητα ὁ Ἀλέξανδρος
15ἔκαμε καὶ ἐσκόνταψε τὸ ἄλογον τοῦ Νικολάου, καὶ ἔπεσεν κά‐ του

26

νεκρός, μὲ τὸ νὰ τὸν ἐπλάκωσεν ἡ σέλλα. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος, βλέπων ὅτι ὁ Νικόλαος ἐσκοτώθη, ἐχάρη κατὰ πολλὰ πὼς ἐκέρδε‐ σεν. Τότε ὁ λαὸς εὐθὺς ἐστεφάνωσεν τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ ἐκηρύ‐ χθη παντοῦ τὸ ὄνομά του διὰ τὴν νίκην του. Καὶ τότες μὲ μεγάλην
5χαρὰν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ ἄνθρωποί του ἐμίσευσαν διὰ τὴν πα‐ τρίδα τους.
7tΠῶς ὁ Φίλιππος ἄφησεν τὴν Ὀλυμπιάδα.
8 Φθάνοντας δὲ ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Μακεδονίαν ἔμαθεν πὼς ὁ Φίλιππος ἄφησε τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐπανδρεύθη μὲ ἄλλην καὶ
10ἔκανεν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες τοὺς γάμους, καὶ τοῦ ἐκακοφάνη κατὰ πολλά. Καὶ ἐπῆγεν καὶ ἀνέβη εἰς τὸ παλάτι. Καὶ ὁ Φίλιππος τὸν ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς καὶ τὸν ἔβαλε κοντά του εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ἔκατζεν. Καὶ τῆς ὥρας ἦλθεν καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα εἰς τὸ μέσον τους καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον: Ἀλέξαν‐

27

δρε υἱέ μου, καὶ πῶς ὑποφέρεις νὰ βλέπης τὴν μητέρα σου ζωντανήν, καὶ ὁ πατέρας σου νὰ μὲ ἀφήση καὶ νὰ πάρη ἄλλην; Καὶ ὡς ἤκουσεν ἐτοῦτα ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν του καὶ ἐσηκώθη εὐθὺς καὶ ἐπῆ‐
5ρεν ἕνα σκαμνίον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐφόνευσε τρεῖς ἄρχοντες ἀπὸ ἐκεί‐ νους ὁποὺ εἶχαν κάμει αὐτὴν τὴν προξενίαν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔφυγαν καὶ ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ οὕτως ἐχάλασαν οἱ γάμοι. Ὁ δὲ Φίλιππος ἀπὸ τὴν πίκραν του τὴν πολλὴν καὶ ἀπὸ τὴν ἐντρο‐
πήν του ἔπεσεν εἰς ἀρρωστίαν.15
10tΠῶς ἦλθαν οἱ Κουμάνοι καταπάνου τοῦ Φιλίππου.
11 Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ Κουμάνοι ὅτι ἦτον ἄρρωστος ὁ Φίλιππος, ἐσηκώθησαν μὲ ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες στράτευμα καὶ ἦλθαν εἰς τὰ σύνορα τῆς Μακεδονίας. Καὶ ὡς τὸ ἔμαθεν ὁ Φίλιππος, ἔπεσεν εἰς μεγάλην λύπην. Καὶ ἔκραξεν τὸν Ἀλέξανδρον

28

καὶ τοῦ εἶπεν· Ἔπαρε, υἱέ μου, τὰ φουσάτα μας καὶ σύρε καταπάνω τῶν ἐχθρῶν μας· ὅτι ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον μας. Καὶ παρευθὺς ὁ Ἀλέξανδρος ἐσύναξε τὰ φουσάτα ὁποὺ ἦταν εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἕως τριάκον‐
5τα χιλιάδες, καὶ ἐπῆγεν εἰς συναπάντησιν τῶν ἐχθρῶν τους. Καὶ μανθάνοντας ὁ Ἀλέξανδρος πὼς ἦτον οἱ ἐχθροί τους ἐκεῖ σιμὰ τεντωμένοι, ἐπῆγεν διὰ νυκτὸς ἔξαφνα καὶ τοὺς ἐπλάκωσεν. Οἱ δὲ Κουμάνοι βλέποντας ἔξαφνα τὸ στράτευμα τῶν Μακεδόνων ὁπό‐ θεν δὲν τὸ ἀπαντέχαιναν, ἐτρόμαξαν καὶ ἐσέβηκαν εἰς λογισμοὺς
10τί νὰ κάμουν.
11tΝίκη Ἀλεξάνδρου.
12 Καὶ τὸ μεσονύκτιον ἔδωκαν οἱ Κουμάνοι εἰς φυγὴν μὲ ὅλον τὸ φουσάτον τους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐπῆγε κατόπι τους κυνηγών‐ τας τους. Καὶ ὅσον νὰ

29

ἔβγη ὁ ἥλιος, ἔσμιξαν τὰ φουσάτα ἀντά‐ μα καὶ ἔδωκαν τὸν πόλεμον. Καὶ ἐτζακίσθησαν οἱ Κουμάνοι ὡσὰν τὰ πρόβατα, ὅταν τὰ διώκουν λύκοι πολλοί· οὕτως ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἐδίωκε τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. Καὶ ἐσκοτώθησαν ἀπὸ
5τοὺς Κουμάνους σαράντα χιλιάδες λαὸς καὶ ἀπὸ τοὺς Μακεδόνας δύο χιλιάδες· καὶ ἐσκότωσε καὶ τὸν βασιλέα τους τὸν Ἁπλαμέση. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἦλθαν οἱ μεγιστάνοι καὶ οἱ στρατιῶται του ὅλοι, καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς: Ἴδετε, συντρόφοι μου καὶ ἠγαπημένοι μου φίλοι, πὼς μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
10εὐεργεσίαν ἐνικήσαμεν καὶ ἐσκοτώσαμεν τοὺς Κουμάνους. Καὶ ἐγύ‐ ρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ ἔλθη πρὸς τὸν βασιλέα Φίλιππον, καὶ ἔσυρ‐ νε ζωντανοὺς δέκα χιλιάδες. Καὶ πάλιν εἶπε πρὸς τοὺς Κουμάνους· Βλέπετε καὶ ἐσεῖς, ἄρχοντες Κουμάνοι, πὼς σᾶς ἐπαράδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὰ χέρια τῶν Μακεδόνων καὶ τὰ σπαθία σας ἐτζακίσθησαν
15καὶ τῶν Μα‐

30

κεδόνων τὰ σπαθία ἀκονίσθησαν ἀπὸ ἐσᾶς καὶ ἀπὸ
τὸν βασιλέα σας τὸν Ἁπλαμέση καὶ ἐσᾶς τοὺς ἄρχοντας καὶ αὐ‐ θεντάδες σᾶς ἐπιάσαμεν ζωντανούς. Καὶ ἐὰν θέλετε νὰ ἔχετε τὴν ζωήν σας καὶ τὸν τόπον σας, νὰ τὸν σμίξετε μὲ τὴν Μακεδονίαν,16
5νὰ εἶσθε ἐδικοί μου. Ὢ τῆς καλῆς ἐλεημοσύνης καὶ εὐσπλαχνίας Ἀλεξάνδρου! Πῶς τοὺς ἐκυβέρνησε τοὺς Κουμανίτας καὶ τοὺς ἐλυ‐ πήθη!
8tἈπόκρισις τῶν Κουμάνων.
9Οἱ δὲ Κουμάνοι, ὡς ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀπε‐
10κρίθησαν καὶ εἶπαν· Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σὲ ἐβοή‐ θησε καὶ ἐσκότωσες τὸν βασιλέα μας τὸν Ἁπλαμέση, καὶ ἡμεῖς ἐδικοί σου εἴμασθεν. Καὶ πέμψε μας αὐθέντην νὰ ἔχωμεν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντάς σου καὶ δῶσε καὶ ἡμᾶς συμπάθειον.

31

(1t)

Πῶς ἔστειλεν αὐθέντην ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τοὺς
tΚουμάνους.
3 Καὶ ἐπιστώθη ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους καὶ τοὺς ὅρκους ὁποὺ ἔκαμναν καὶ ἔκαμε βασιλέα τὸν ἐξάδελφόν του καὶ ἔδωκέν
5τους, ὁποὺ ἦτον πρῶτος κυνηγός. Καὶ ἐφιλοδώρησέ τους ὡς ἔπρεπε καὶ ἄφηκέν τους καὶ ἐπῆγαν ὀπίσω καὶ νὰ εἶναι δοῦλοι τοῦ Ἀλε‐ ξάνδρου.
8tΚατασκευὴ τοῦ Ἀναξάρχου διὰ τὴν Ὀλυμπιάδα.
9Ἀνάξαρχος, ὁ βασιλεὺς τῆς Πελαγονίας, ἤκουσε πὼς ὁ Ἀλέ‐
10ξανδρος λείπει μὲ τὰ φουσάτα εἰς τὴν Μακεδονίαν. Ἔκαμε μίαν πονηρίαν, ὡς θέλετε ἀκούσει: Ποτὲ καιρὸν ἤρχετον εἰς τὴν Περ‐ σίαν ὁ Ἀνάξαρχος ἀπὸ τὸ ταξίδιον καὶ ἐδιάβαινεν ἀπὸ τὴν Μακε‐ δονίαν. Καὶ ἐφίλευσέ τον ὁ Φίλιππος καὶ μὲ τιμὴν καὶ δῶρα

32

τὸν ἀπέστειλεν. Ὁ δὲ Ἀνάξαρχος εἶδε τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐτοξεύθη τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης εἰς τὴν καρδίαν του καὶ εἶχε τὴν ἀγάπην κεκρυμμένην. Ὢ τῆς ἀγνωσίας! Καὶ δὲν ἄκουσεν ὁ ἄθλιος τοῦ Σο‐
5λομῶντος τοὺς λόγους, ὁποὺ λέγουν· Ἄνθρωπε, ἂς εἶσαι εὐχαρι‐ στημένος καὶ ἀναπαυμένος εἰς τὴν ἀγάπην καὶ εὐμορφάδα τῆς γυ‐ ναικός σου, καθὼς σοῦ ἔτυχεν, καὶ μὴ εἰς ξένην γελασθῆς, ἵνα μὴ πάθης πλέον παρὰ ἐκεῖνα ὁποὺ πράξης, καὶ χάσης τὴν ζωήν σου καὶ τὸν πλοῦτον σου. Λοιπὸν ὁ Ἀνάξαρχος, ὁποὺ ἐπροείπαμεν,17
10ἐμάζωξε τὰ φουσάτα του, χιλιάδες δώδεκα, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ κά‐ στρον τοῦ Φιλίππου. Καὶ εἰσέβη μέσα καὶ εἶπε τοῦ Φιλίππου: Εἰς βοήθειάν σου ἦλθα, βασιλεῦ. Καὶ αὐτὸς ἐκοίταζε νὰ εὕρη ἄδειαν νὰ πάρη τὴν Ὀλυμπιάδα.

33

(1t)

Περὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου πὼς ἔρχεται.
2 Ἦλθον μαντατοφόροι ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν τοῦ Φι‐ λίππου πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἐσκότωσε τὸν βασιλέα τῶν Κουμάνων καὶ ἐπῆρε τὸν τόπον του καὶ ἐγύρισε καὶ ἔρχεται νικητὴς καὶ τρο‐
5παιοῦχος, ὡσὰν θέλει ἀτός του. Καὶ ἐξέβη ὁ Φίλιππος μὲ τὴν Ὀλυμπιάδα νὰ προϋπαντήσουν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ εἶδεν ὁ Ἀνάξ‐ αρχος τὴν Ὀλυμπιάδα ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ ἔδραξέ την καὶ ἔφυγε. Καὶ ὁ Φίλιππος εἶχεν ὀλίγον φουσάτο καὶ δὲν ἐδύνετο νὰ τὸν πιάση. Καὶ ἐλάβωσε καὶ τὸν Φίλιππον ὁ Ἀνάξαρχος.
10tΠῶς ἐσκότωσεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν Ἀνάξαρχον.
11 Παρευθὺς ἔφθασε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ηὗρε τὸν Φίλιππον, τὸν πατέρα του, ἀποδαρμένον ἀπὸ τὸ ἄλογον μὲ μία σπαθία εἰς τὸ κεφάλι,

34

καὶ ἦτον κομμένος πολλά. Καὶ προδιαβαίνοντας ὀλίγον ἐρωτᾶ διὰ τὴν μητέρα του. Καὶ ὡσὰν ἔμαθε τὴν πονηρίαν τοῦ Ἀναξ‐ άρχου, παρευθὺς ἐπῆρεν ὀκτακοσίους ἄνδρας διαλεκτοὺς καὶ φθά‐ νει τὸν Ἀνάξαρχον εἰς τὸν ποταμὸν τὸν λεγόμενον Μεστὸν καὶ
5πιάνει τον ζωντανὸν καὶ ἤφερέ τον εἰς τὸν Φίλιππον μὲ ὀλίγην ψυ‐ χήν. Καὶ εἶπε τοῦ πατρός του: Σηκώσου, πάτησε τὸν ἐχθρόν σου. Καὶ ἀνέστη ὁ Φίλιππος μὲ ὀλίγην ψυχὴν καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἀνάξαρ‐ χον· Δὲν ἐνθυμήθης, Ἀνάξαρχε, τὴν φιλίαν ὁποὺ σοῦ ἔκαμα καὶ τὰ δωρήματα ὁποὺ σοῦ ἔδωκα, ὅταν ἔρχοσουν εἰς τὴν Περσίαν;
10Ἀμὴ ἦλθες ἐδῶ μὲ πονηρίαν εἰς ἐμένα ὡς δαίμων καὶ μοῦ ὑστέρη‐
σες τὴν ζωήν μου; Ἀμὴ τὸ ποτήριον ὁποὺ ἐκέρασες νὰ τὸ γευθῆς καὶ ἐσύ· Καὶ ἐπάτησέ τον ὁ Φίλιππος εἰς τὸ κεφάλι καὶ ἔσυρε τὴν μαχαίρα του καὶ τὸν ἔσφαξε.18

35

(1t)

Εὐχὴ τοῦ Φιλίππου πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
2 Καὶ εἶπεν ὁ Φίλιππος: Ἡ πίκρα μου ὅλη ἐγύρισεν ὀλίγον εἰς χαράν. Καὶ εἶπε: Σύρε καὶ ἐσύ, ψυχή, μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου. Καὶ τότε εὐχήθη τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπεν: Ὕπαγε, υἱέ μου, εἰς τὰ
5κεφάλια τοῦ κόσμου νὰ σὲ προσκυνήσουν, καὶ τὸ χέρι τὸ ἐδικόν σου νὰ εἶναι ἐπάνωθεν ὅλου τοῦ κόσμου.
7tΘάνατος Φιλίππου.
8 Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Φίλιππος παρευθὺς ἐξεψύχησεν. Καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Μακεδονίας ἐστάθησαν καὶ εἶπαν πρὸς τὸν
10Ἀλέξανδρον: Πολλὰ τὰ ἔτη σου, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε. Καὶ ἡ Ὀλυμ‐ πιὰς ἔστεκε καὶ ἔκλαιε τὸν Φίλιππον βασιλικὰ καὶ τακτικά. Καὶ ἔβαλάν τον εἰς ὁλόχρυσον κρεββάτι καὶ ἤφεράν τον εἰς

36

τὸ κά‐ στρον μέσα μὲ θρῆνον μέγαν. Καὶ ἔθαψαν τὸν Φίλιππον, καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν μητέρα του τὴν γῆν, ὅθεν ἐγεννήθη.
4tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐπονομάσθη αὐτοκράτωρ.
5 Τότε ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου, ἐπονομάσθη αὐτο‐ κράτωρ καὶ ὅρισεν καὶ ἔγραψαν εἴδησες εἰς ὅλα τὰ κάστρη νὰ συνα‐ χθοῦν ὅλοι εἰς τοὺς Φιλίππους, Μακεδονῖται, Πελαγονῖται, Ἑλλα‐ δῖται. Καὶ ἐσυνάχθησαν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι.
9tΛόγοι Ἀλεξάνδρου.
10 Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος: Ὦ συντρόφοι καὶ ἠγαπημένοι μου ἀδελφοί, μεγιστάνοι, ἄρχοντες Μακεδόνιοι καὶ οἱ ἅπαντες, ἐγὼ τὴν σήμερον βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ τῆς αὐθεντίας εἶμαι καὶ ὁ πα‐ τέρας μου ἔστεψέ με βασιλέα. Καὶ ἂν ὁρίσετε, ἂς

37

ἀκούσωμεν τί
καὶ πῶς θέλομεν νὰ ποιήσωμεν.19
3tΛόγοι τῶν ἀρχόντων.
4Καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας πρῶτον ἐσηκώθη ὁ τῶν ἄλλων φρονι‐
5μώτερος, ὀνόματι Φιλόνης, καὶ εἶπεν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, οἱ νέοι ὅλοι πρέπει νὰ εἶναι εἰς τὸν βασιλέα κοντὰ καὶ οἱ γέροντες ἀπὸ τὴν βουλήν του νὰ μὴ λείπουν.
8tἈπόκρισις. Λόγοι Ἀλεξάνδρου.
9Ἀλέξανδρος εἶπε: Οἱ γέροντες εἶναι πολλὰ τιμημένοι, ἀμὴ
10εἶναι ὀλιγοχρόνιοι. Καὶ εὐθὺς ἐσηκώθη καὶ ὁ πρωτοστάτορας Λευ‐ κούσης καὶ εἶπε: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, ὁ σοφὸς Σολομὼν εἶπεν ὅτι τὸ βασίλειον μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στρατιὰν θέλει νὰ εἶναι καὶ ὁ βασιλεὺς θέλει νὰ ἔχη συμβούλους καλοὺς καὶ ἀξίους. Καὶ πρέπει καὶ ἐσὺ νὰ συμβουλεύης ὅλην σου

38

τὴν στρατιὰν νὰ ἔ‐ χουν μίαν ὁμόνοιαν. Καὶ πάλιν ἐστάθη ὁ μέγας Ἀντίοχος καὶ πρω‐ τοστάτορας καὶ εἶπε: Τοὺς γέροντας πρέπει, βασιλεῦ, νὰ στέκουν εἰς τὴν πολιτείαν μὲ τὸν βασιλέα καὶ νὰ μὴ λείπουν παντελῶς ἀπὸ
5τὸν βασιλέα κοντά· οἱ δὲ νέοι νὰ στρατεύωνται, ὅτι ἔχουν θάρρος εἰς τὴν νεότητά τους καὶ δύναμιν, καὶ ὅταν γηράσουν, νὰ εἶναι ἀνα‐ παυμένοι. Καὶ ἀναστὰς ὁ Ἀντιγὼν εἶπε: βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, πρέπει καὶ ἡμεῖς τώρα νὰ κινήσωμεν κατεπάνω τῶν βασιλέων τῶν γειτόνων
10μας ἔξαφνα, νὰ πιάσωσι τὴν ἀνάγκην τους καὶ νὰ ἀλησμονήσουν τὴν ἐδικήν μας, νὰ μὴν κάμουν δόλον πρὸς ἡμᾶς. Ἐτοῦτες τὲς τέσ‐ σαρες βουλὲς εἶπαν οἱ ἠγαπημένοι τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ὁ θησαυ‐ ροφύλακας ὁ Πτολεμαῖος εἶπεν: Ἐγὼ λέγω, βασιλεῦ, νὰ ἐξέλθωμεν μὲ τὰ φουσάτα μας μὲ ἄρματα λαμπρὰ καὶ νὰ γράψουν εἰς τὰ σκου‐
15τάρια τους σημάδι ἐδικόν σου, νὰ ἠξεύρουν τίνος στρατιὰ εἶναι καὶ

39

νὰ γνωρίσουν τίνος βασιλέως εἶναι καὶ νὰ μὴ καυχηθοῦν οἱ γείτονοί μας ὅτι καὶ ἡμεῖς ἀποθαίνομεν ὁμοῦ μὲ τὸν Φίλιππον.
3tΠῶς ἤρεσεν ἡ βουλὴ αὕτη τοῦ Ἀλεξάνδρου.
4Ἐτούτη ἡ βουλὴ ἄρεσε τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ὅρισεν εἰς ὅλον20
5του τὸ βασίλειον νὰ συναχθοῦν οἱ χαλκιάδες ὅλοι εἰς τοὺς Φιλίπ‐ πους. Καὶ ὅρισε νὰ δουλεύουν σουσάνια, ἤγουν σιδεροϋποκάμισα, καὶ περικεφαλαῖες καὶ εἰς τὰ σκουτάρια τους νὰ γράψουν κεφαλὴν λέοντος καὶ εἰς τὴν περικεφαλαίαν νὰ κάμουν βασιλίσκου κερατό‐ πουλα καὶ τῆς ἀσπίδος τὲς κορυφὲς νὰ εἶναι σμικτές. Καὶ ὅρισε
10τοὺς μαστόρους νὰ ἀρματώσουν τὴν ἡμέραν τετρακοσίους ἀνθρώ‐ πους χωρὶς τοὺς χρυσοπτερνιστεράτους. Καὶ ὅρισε νὰ κάμουν καὶ τῶν ἀλόγων ἀρμάτωσιν ἀπὸ τὸν κορκόδειλον καὶ νὰ τοὺς κάμνουν καὶ σουσάνια περιχρυσωμένα. Καὶ ἑτοιμάζετον ὁ Ἀλέξανδρος νὰ κινήση εἰς τὴν ἐκστρατείαν.

40

(1t)

Πῶς ἔστειλεν ὁ Δάρειος ἐπιστολὴν εἰς τοὺς Μακεδονίους.
2 Ὁ Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίας, ἤκουσε πὼς ἀπέθανεν ὁ Φίλιππος ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπέστειλεν ἀποκρισάρην μὲ ἐπιστολὴν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἔγραφεν οὕτως: «Δάρειος ὁ βασιλεύς, ὁ
5ἴσος μὲ τοὺς θεοὺς τοὺς ἐπιγείους καὶ εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην βα‐ σιλεύς, ὁποὺ λάμπω ὡσὰν ὁ ἥλιος, εἰς τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν Μακεδονίαν. Ἔμαθα πὼς ὁ βασιλεὺς Φίλιππος ἀπέθανε καὶ ἄφηκε μικρὸν παιδίον εἰς τὸ βασίλειον καὶ δὲν εἶναι ἄξιον νὰ βασιλεύη μήτε ἀπὸ τὸν νοῦν μήτε ἀπὸ τοὺς χρόνους. Καὶ ἐγὼ τὸ ἐπικράνθη‐
10κα πολλὰ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Φιλίππου καὶ διὰ τὸ παιδίον, πὼς δὲν εἶναι ἄξιον νὰ κρατήση τὸ βασίλειον τοῦ πατρός του. Διὰ τοῦ‐ το ἐλεημονήθηκα καὶ ἔστειλά σας αὐθέντην καλὸν καὶ φρόνιμον τὸν ἠγαπημένον μου Κανταρκούση, νὰ ὁρίζη τὸν τόπον σας κα‐

41

λά. Καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶτε ἀντίτυπα ἐμένα, καὶ ὅταν ἔλθη καιρὸς τοῦ ταξιδίου, νὰ ἐλθῆτε μὲ τὸ στράτευμα ὅλον καὶ νὰ φέρετε καὶ λιζά‐ τον, ἤγουν χαράτζι, καὶ νὰ μοῦ στείλετε καὶ τὸ παιδίον τοῦ Φι‐
5λίππου ἐδῶ τὸ ὀγληγορώτερον μὲ ὅλα τὰ σημάδια τὰ βασιλικά, ὅτι ἐδῶ εἶναι καὶ ἄλλων βασιλέων παιδία, ὁποὺ μὲ δουλεύουν, ἕως σα‐ ράντα. Καὶ ἐὰν ἰδῶ τὸ παιδίον ὅτι γίνεται φρόνιμον, ὀλίγον καιρὸν τὸ θέλω κρατήσει καὶ πάλιν θέλω τὸ στείλει βασιλέα εἰς ἐσᾶς».
9tΠῶς ὁ Κανταρκούσης ἐπροσκύνησε τὸν Ἀλέξανδρον.
10 Ὁ Κανταρκούσης ἦλθεν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἤφερε τὴν χρυσοβουλλωμένην ἐπιστολήν. Καὶ οἱ ἄρχοντες ἐπῆγαν τον εἰς τὸν βοϊβόνδα τὸν Πτολεμαῖον, καὶ αὐτὸς τὸν ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρον εἰς τοὺς Φιλίππους πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.21

42

(1t)

Τέχνη Ἀντιόχου.
2 Καὶ ὁ Ἀντίοχος ὁ πρωτοστάτορας ἔβαλε εἰς τὸ κοντάρι τὴν περικεφαλαίαν τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἐσυναπάντησε τὸν Κανταρ‐ κούσην καὶ εἶπε του: Προσκύνησον τὸ κοντάρι τοῦ βασιλέως
5Ἀλεξάνδρου. Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Κανταρκούσης καὶ εἶπεν· Ἐὰν ἐγὼ προσκυνήσω τὸ κοντάρι τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐσεῖς ὑποκάτω εἰς τὸ χέρι τοῦ βασιλέως Δαρείου δὲν εἶστε. Ὁ Ἀντίοχος εἶπεν: Ἐὰν ἐσὺ δὲν προσκυνήσης τὸ κοντάρι τοῦ Ἀλεξάνδρου, χάνεις τὴν ζωήν σου. Καὶ ὡς ἤκουσε τοὺς λόγους τούτους, ἐφοβήθη καὶ ἐπροσκύ‐
10νησε τὸ κοντάρι τοῦ Ἀλεξάνδρου.
11tΠῶς ἐπροσκύνησε τὸν Ἀλέξανδρον.
12 Ἐπῆγαν τον εἰς τὸ παλάτι καὶ ἐπροσκύνησε καὶ τὸν Ἀλέξαν‐ δρον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐκάθετον εἰς τὸν θρόνον τὸν βασιλικόν. Καὶ ἦτον

43

ὁ θρόνος ἐγκοσμημένος μὲ χρυσάφι καὶ λιθάρια πολύ‐ τιμα. Καὶ προσκυνώντας τὸν Ἀλέξανδρον ἔδωκε τὴν ἐπιστολήν. Αὐτὸς ἔστεκε καὶ ἐθαύμαζε τὴν εὐμορφίαν τοῦ προσώπου τοῦ Ἀλε‐ ξάνδρου. Καὶ εἶχεν εἰς τὸ κεφάλι του στέμμα μέγα ἐγκοσμημένον
5μὲ ῥεβιθένον μαργαριτάρι καὶ μὲ τῆς μυρσίνης τὰ φύλλα πλεγμένον.
6tΠῶς ἀνάγνωσαν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Δαρείου.
7 Καὶ ἀνάγνωσαν τὴν ἐπιστολὴν Δαρείου. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τὰ λόγια ὁποὺ ἔγραφεν μέσα, ἐθυμώθη πολλὰ καὶ εἶ‐ πεν πρὸς τὸν ἀποκρισάρην: Δὲν πρέπει τὸν Δάρειον τὸν βασιλέα
10βλέποντας μὲ τὸ κεφάλι καὶ νὰ βουλεύεται μὲ τὰ ποδάρια. Δὲν εἶναι ἡ Μακεδονία τοιοῦτον κεφάλι, ὡσὰν τοῦ φαίνεται τοῦ Δαρείου. Καὶ τὴν αὐτὴν ὥραν ὅρισε ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔγραψαν ἄλλην ἐπι‐
στολήν· ἔγραφεν ἔτζι:22

44

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Δάρειον.
2 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν Μακεδόνων, ὁ υἱὸς τοῦ Φι‐ λίππου καὶ τῆς Ὀλυμπιάδος τῆς βασίλισσας, εἰς τὸν βασιλέα Δά‐ ρειον τῆς Περσίας. Τὴν ἐπιστολήν σου ἀναγνώσαμεν καὶ εὐχαρι‐
5στοῦμεν σε, ὁποὺ μᾶς ἐλεημονήθης καὶ ἔστειλές μας αὐθέντην κα‐ λὸν καὶ ὅρισες νὰ ἐλθοῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ σὲ δουλεύωμεν. Καὶ νή‐ πιον ὁποὺ νὰ θηλάζη γάλα τῆς μητρός του ἀνάξιον εἶναι νὰ σὲ δου‐ λεύη. Ἀμὴ καρτέρει με εἰς ὀλίγους χρόνους, καὶ ἐγὼ νὰ ἔλθω εἰς τὴν βασιλείαν σου μὲ τοὺς πρωτοκαβαλλαραίους τῆς Μακεδονίας,
10καὶ θέλεις μὲ ἰδεῖ τὸ τί παιδίον εἶμαι». Καὶ ἔστειλε τὸν Κανταρ‐ κούσην ὀπίσω μὲ τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἐχάρισέ του ἄρματα μακεδονι‐ κά, περικεφαλαίαν ὁποὺ ἔγραφεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ εἰπέ του: Ὅταν ἔλθω μὲ τὸ φουσάτον μου νὰ πολεμήσω, αὐτὰ τὰ ἄρματα νὰ

45

βαστᾶτε, νὰ μὴν σᾶς σκοτώσουν οἱ Μακεδονῖται.
tΠῶς ἐπῆγε ὁ Κανταρκούσης μὲ τὴν ἐπιστολὴν
3tτοῦ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Δάρειον.
4Ὁ ἀποκρισάρης ὑπῆγε καὶ ἔδωκε τὴν ἐπιστολὴν τῶ Δαρείω·
5καὶ ὁ Δάρειος ὅρισε καὶ ἀνάγνωσάν την καὶ ἐγέλασε πολλά. Καὶ ὁ Κανταρκούσης εἶπε πρὸς τὸν Δάρειον: Δὲν πρέπει τέτοια ἐπιστο‐ λὴ νὰ ἔλθη εἰς τὴν βασιλείαν σου καὶ νὰ γελᾶς. Ἀμὴ ἐγὼ εἶδα ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ὀλίγων χρονῶν εἶναι, ἀμὴ αἱ τάξεις του εἶναι πολ‐ λὰ εὔμορφες καὶ γεροντικές. Καὶ πρέπει ὁ ἄνθρωπος, ὁπόταν τὸν
10πονῆ τὸ δόντι, νὰ τὸ ἐβγάλη, διὰ νὰ μὴ κακοπαθήση. Ὁμοίως καὶ τὸ κυπαρίσσι, ὅταν εἶναι μικρόν, πρέπει νὰ ξεριζωθῆ· ἀμὴ ὅταν δυναμώση, ἂς μὴν πειράζεται τινάς. Οὕτω καὶ ἐσὺ προμήθευσον τώρα νὰ τὸν ἐξολοθρεύσης ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν· εἰ δὲ καὶ τὸν ἀφή‐

46

σης καὶ δυναμωθῆ, πλέον μὴν πειραχθῆς.
tΠῶς ὁ Δάρειος ἔστειλε δεύτερον ἀποκρισάρην εἰς
3tτὸν Ἀλέξανδρον.
4Ὁ δὲ Δάρειος ὁ βασιλεὺς τοῦ Κανταρκούση τὰ λόγια δὲν τὰ23
5ἐπίστευε, μόνον ἀπέστειλε τὸν ἠγαπημένον του Κλητευούσην εἰς τὸν Ἀλέξανδρον νὰ τὸν ἰδῆ καὶ νὰ τὸν ἐρευνήση τί γνῶσιν καὶ φρόνησιν ἔχει. Καὶ ἔστειλέ του μίαν γουργούραν ξύλινην καὶ μίαν βέργαν νὰ τὴν κτυπᾶ νὰ γυρίζη (τὸ ὁποῖον εἶναι παιγνίδιον παιδιά‐ ρικον) καὶ σεντούκια δύο εὔκαιρα καὶ σιναπόσπορον δύο σακκία
10γεμάτα καὶ ἐπιστολὴν καὶ ἔγραφε τοιαῦτα·
11tἘπιστολὴ Δαρείου.
12 «Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ τῆς Περσίας θεός, εἰς τὸ παιδίον μου τὸν Ἀλέξανδρον

47

χαίρειν. Ἂς μὴν σὲ φαίνεται οὕτως εἰς ἐμένα καὶ σοῦ ἐκακοφάνη, Ἀλέξανδρε, εἰς τὴν πρώτην μου ἐπιστολὴν πὼς σοῦ ἔγραφα νὰ μὲ δουλεύης, ὅτι διὰ γνῶσιν σου ἤθελεν εἶσται. Καὶ αὐτοῦ ὁποὺ σοῦ ἔστειλα ἕνα παιγνίδιον καὶ μίαν
5βίτζαν νὰ τὸ κτυπᾶς νὰ γυρίζη, νὰ παίζης μετ’ αὐτό, καὶ δύο σεντού‐ κια εὔκαιρα καὶ δύο σακκία σιναπόσπορον. Καὶ τὰ σεντούκια νὰ τὰ γεμίσης τριῶν χρονῶν δόσιμον καὶ τὸν σιναπόσπορον ἐὰν ἠμ‐ πορέσης νὰ τὸν μετρήσης, τόσον φουσάτον ἔχω. Καὶ στεῖλε μου χαράτζιον καὶ φουσάτον εἰς δούλευσίν μου, ὡσὰν τὸ ἔδιδε καὶ ὁ πατέ‐
10ρας σου· εἰ δὲ μή, δεμένον σὲ θέλουν φέρει ὀμπρός μου καὶ συμπά‐ θειον δὲν θέλεις ἔχει πλέον ἀπὸ ἐμένα». Ὁ Κλητευούσης ἤφερε τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἐπροσκύνησέ τον. Ἤφερεν καὶ τὰ σεντούκια καὶ τὸν σιναπό‐ σπορον καὶ τὴν ξύλινην γουργούραν καὶ τὰ ἔβαλεν ἔμπροσθέν του.
15Καὶ εἶδεν ὁ Κλητευούσης τὸ παλάτι καὶ ἐπάρθη ὁ νοῦς του. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀ‐

48

λέξανδρος καὶ ἀνάγνωσαν τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπεν: Ὁ παράφρων καὶ ὑπερήφανος Δάρειος ὡσὰν θεὸς ὀνομάζεται καὶ ὡς ἄνθρωπος θέλει πέσει κάτω ὁ ἄτυχος. Αὐτὸς ἕως τὸν οὐρανὸν ὑψώνεται, ἀμὴ ἕως τὸν ἅδην θέλει κατεβα‐
5σθῆ. Καὶ ἐσύντριψε τὰ σεντούκια καὶ τὸν σιναπόσπορον ἐμάσησε καὶ ὅρισε καὶ ἔγραψαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Δάρειον.
7tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Δάρειον.
8«Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων, εἰς τὸν Δάρειον τὸν
βασιλέα τῆς Περσίας χαίρειν. Τόσην τιμὴν καὶ αὔξησιν ἔκαμες24
10εἰς ἐμένα καὶ ἔστειλές μου γουργούραν νὰ παίζω μετ’ ἐκείνην! Πολ‐ λὰ ὑπερηφανεύεσαι, ἀμὴ ἕως τὸ ὕστερον θέλεις πέσει κάτω. Καλὸν σημεῖον μοῦ ἔστειλες, ὡς φαίνεται τὸ πράγμα· διατὶ, ὡσὰν γυρί‐ ζει ἡ γουργούρα, ἔτζι θέλω γυρίσει τὸν κόσμον ὅλον· καὶ θέλω τὸν πάρει καὶ εἰς ἐσένα θέ‐

49

λω ἔλθει· καὶ ὡσὰν ἐμάσησα τὸν σιναπό‐ σπορο καὶ τὸν ἔπτυσα, οὕτως καὶ τὰ φουσάτα σου θέλω τζακίσει καὶ χαλάσει μὲ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Σαβαώθ· καὶ τὰ σεντούκια τὰ ἐδέχθηκα ὡς μέγα δῶρον, ὡσὰν τὰ κάστρη ὁποὺ
5θέλω πάρει. Ἀμὴ λέγω, σώνει σου ἡ Ἀνατολὴ μὲ τὸ περσικὸν μέρος τὸ σκιαζάρικον νὰ ὁρίζης, καὶ ἀπὸ τὴν Δύσιν νὰ ἀπέχης». Καὶ ἔδω‐ κε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Κλητευούση καὶ ἔστειλέ τον ὀπίσω καὶ ἔδω‐ κέ του καὶ δῶρα νὰ ὑπάγη τοῦ Δαρείου, πιπέρι ἕνα μόδι, καὶ εἶπε: Εἶδες ἔμπροσθέν σου πῶς ἐμάσησα τὸν σιναπόσπορον καὶ ἔπτυσά
10τον; Ἔτζι ἔχει καὶ τὴν δύναμίν σας ἡ δύναμίς μου· ἡ δύναμίς μου ἐμένα εἶναι ὡσὰν τὸ πιπέρι, καὶ ἂς ἰδῆ ὁ αὐθέντης σου ὁ Δάρειος πόσα σπυρία σιναπόσπορος τυχαίνει εἰς ἕναν τόπον πιπέρεος· ἔτζι εἶναι καὶ τὰ φουσάτα μου, καὶ ἂς μὲ καρτερῆ. Καὶ ἐδιάβη ὁ ἀπο‐ κρισάρης εἰς τὸν Δάρειον.

50

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐσύναξε τὰ φουσάτα του.
2 Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ συναχθοῦν τὰ φουσάτα του ὅλα εἰς τοὺς Φιλίππους· καὶ ἐσυνάχθησαν ὅλα, καὶ εὕρηκεν πεντακόσιες χιλιάδες ἀρματωμένους. Καὶ ἄφηκε τὲς τριακόσιες χιλιάδες νὰ φυ‐
5λάγουν τὴν Μακεδονίαν καὶ μὲ λόγου του ἐπῆρε διακόσιες χιλιά‐ δες καὶ ἐκίνησε κατεπάνω τοῦ βασιλέως Θεσσαλονίκης Ἀρχιδο‐ νούση. Καὶ ὁ Ἀρχιδονούσης, ὡς ἤκουσε τὸν Ἀλέξανδρον πὼς ἔρχεται κατεπάνω του, ἐγροίκησε πὼς δὲν δύναται νὰ τὸν ἀντιστα‐ θῆ, καὶ ἔστειλε ἀποκρισάρην μὲ χρυσάφι πολὺ καὶ ἄλογα διαλεκτὰ
10τοῦ σταύλου ἑκατὸν καὶ ἁμάξι διὰ χρυσίου ἱστορημένον καὶ τὸν υἱόν του τὸν Πολυκαρτούσην.

51

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀρχιδονούση πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
2«Ἀρχιδονούσης, ὁ βασιλεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, πρὸς τὸν Ἀλέ‐
ξανδρον, τῆς Μακεδονίας τὸν βασιλέα, τὸν ἐνδοξότατον καὶ φρονι‐ μώτατον. Χαρὰν μεγάλην καὶ δῶρα καὶ συναπάντησιν μὲ πολὺ ῥι‐25
5ζικὸν στέλνω τῆς βασιλείας σου, τιμημένον λιζάτον, καὶ διὰ τιμήν σου τὸν υἱόν μου στέλνω τὸν Πολυκαρτούση νὰ δουλεύη τὴν βασι‐ λείαν σου καὶ μὲ δῶρα πολύτιμα, καθὼς εὑρίσκονται εἰς τὸ βασί‐ λειόν μας. Διατὶ σοῦ τὸ ἐχάρισεν ὁ Θεὸς νὰ γένης αὐτοκράτωρ τοῦ κόσμου ὁλουνοῦ. Καὶ ἐγὼ σὲ προσκυνῶ μὲ ὅλον μου τὸ βασίλειον,
10νὰ εἶμαι ὑποκάτω εἰς τὸν ὁρισμόν σου καὶ ὅ,τι ὁρίζεις ἀπὸ φουσά‐ τον καὶ λιζάτον νὰ στέλλω τῆς βασιλείας σου. Καὶ ἐὰν ἐστείλαμεν δῶρα ὀλίγα, δέξου τα διὰ πολλά. Καὶ ἐὰν ὁρίσης νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν βασιλείαν σου, νὰ ἔλθω μετὰ χαρᾶς».

52

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐδέχθη
tτὴν ἐπιστολὴν καὶ τὰ δῶρα.
3 Ὁ Ἀλέξανδρος ἐδέχθη τὴν ἐπιστολὴν καὶ τὰ δῶρα καὶ ὅρισε καὶ ἀνάγνωσάν την καὶ ἐχάρη χαρὰν μεγάλην καὶ εὐχαρίστησε
5πολλά. Καὶ ἐπίασε τὸν υἱόν του τὸν Πολυκαρτούση καὶ ἐφίλησέ τον ἐγκαρδιακὰ καὶ εἶπε τον: Διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ πατρός σου νὰ εἶσαι ἀδελφός μου ἐγκαρδιακός. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ γρά‐ ψουν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ ἔγραφε τὰ τοιαῦτα·
10tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου.
11 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῆς Μακεδονίας, εἰς τὸν βασιλέα τῆς Θεσσαλονίκης Ἀρχιδονούσην. Χαιρετοῦμεν σε καὶ εὐχαρι‐ στοῦμεν σε εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁποὺ μᾶς ἔστειλες· ὄχι διὰ τὰ δῶρα ὁποὺ μᾶς ἔστειλες καὶ τὸν υἱόν

53

σου, ἀμὴ διὰ τὰ γλυκά σου λόγια καὶ διὰ τὴν συναπάντησιν ὁποὺ μᾶς ἐπροδέχθης. Καὶ τὸ κεφάλι ὁποὺ προσκυνᾶ σπαθὶ ἀκονισμένον, τὸ σπαθὶ ἐκεῖνο δὲν τὸ κόπτει. Πλὴν δὲ ὁ υἱός σου ἂς εἶναι μετ’ ἐμένα ὡσὰν ἀδελφός μου, καὶ ἐσὺ
5κάθου εἰς τὸ βασίλειόν σου εἰρηνικὰ καὶ εὔχου μας. Καὶ τὸν κάθε χρόνον νὰ μᾶς δίδης ὀγδοήκοντα τάλαντα λιζάτον· καὶ δός μας τώρα
εἰς βοήθειαν δώδεκα χιλιάδες».26
8tΠῶς ὁ Ἀρχιδονούσης τοῦ ἔστειλε φουσάτον· καὶ
9tὁ Ἀλέξανδρος ἐδιάβη εἰς τὴν Ἀθήναν.
10 Καὶ εἶδεν ὁ Ἀρχιδονούσης τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἐπροσκύνησέ την. Καὶ παρευθὺς ἔστειλεν καὶ τὲς δώδεκα χιλιάδες τὸ φουσάτον εἰς βοήθειαν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀθήνα. Καὶ ἡ Ἀθήνα ἦτον κάστρον μέγα κατὰ πολλὰ καὶ ἦτον μὲ κάθε πράγμα στολισμένον,
15ὁποὺ δὲν

54

εὑρίσκετον εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εἶχε μέσα δώδε‐ κα ῥήτορας, ὁποὺ τὸ ἐκυβερνοῦσαν· ὁποῖοι δὲν εὑρίσκονταν φρο‐ νιμώτεροι εἰς ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ἦτον καὶ τὰ διδασκαλεῖα καὶ πᾶσα φρόνησις τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖ, καὶ ὅλον μὲ τὴν δικαιοσύ‐
5νην ἔκρεναν καὶ ἐκυβερνοῦσαν τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ φιλόσοφοι ὅτι ἔρχεται ὁ Ἀλέξανδρος κατεπάνω τους, ἐποίησαν σύναξιν καὶ ἐβουλεύθησαν τὸν Ἀλέξανδρον νὰ μὴ τὸν δεχθοῦν. Καὶ ἀνέστη Σοφονίας, ὁ φιλόσοφος τῶν φιλοσόφων, καὶ εἶπε: Δὲν μᾶς πρέπει ἡμᾶς νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ εἶπαν
10οἱ ἄλλοι: Διατί; Καὶ ὁ Σοφονίας εἶπε: Ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἀρχὴ ἐσκότωσε τοὺς Κομάνους καὶ τοὺς Ἀλαμάνους καὶ τὸν Ἀνάξαρ‐ χον τὸν βασιλέα καὶ ἐπῆρε τὸν τόπον του· καὶ ὁ Ἀρχιδονούσης, ὁ βασιλεὺς τῆς Θεσσαλονίκης, ἐπροσκύνησέ τον μὲ ἀγάπην, καὶ ἄφη‐ σέ τον εἰρηνικὸν εἰς τὸ βασίλειόν του. Λοιπὸν λέγω καὶ ἐγώ, καθὼς
15ἀγροικῶ, νὰ κάμωμεν ἀγάπην, νὰ μὴ χα‐

55

λάση τὸ κάστρον μας. Καὶ πάλιν ἀπεκρίθη Ἀντισθένης ὁ φιλόσοφος καὶ εἶπε: Ἀφοῦ ἐκτί‐ σθη ἡ Ἀθήνα, ἄλλος αὐθέντης δὲν τὴν ἐκυρίευσε. Καὶ ὁ Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίας, ἦλθε καὶ ἀπέκλεισε τὴν Ἀθήνα καὶ ἐπο‐
5λέμησέ την καὶ τίποτας δὲν ἐδυνήθη νὰ τῆς κάμη, μόνον εὔκαιρος ἐδιάβη καὶ ἐντροπιασμένος. Καὶ ἄλλος βασιλεὺς τῆς Περσίας, ὁ Ξέρξης, ἦλθε εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ δύναμιν πολλὴν καὶ ἐπολέμησέ την καὶ τίποτας δὲν ἔκαμε, μόνον νικημένος ἐδιάβη ἀπὸ τοὺς Ἀθη‐ ναίους· καὶ εἰς ἕνα ποτάμι τῆς Μακεδονίας ὀλίγον ἔλειψεν ὁποὺ
10δὲν ἐπνίγη καὶ αὐτὸς καὶ τὰ φουσάτα του. Καὶ δὲν πρέπει ἐμεῖς μὲ τέτοιαν δύναμιν ὁποὺ ἔχομεν νὰ προσκυνήσωμεν τὸν υἱὸν τοῦ Φι‐ λίππου. Ὁ Διογένης, ὁ φιλόσοφος ὁ ὑψηλότερος τῶν ἄλλων φιλοσό‐
φων, εἶπε: Ἐγὼ ἐδῶ καὶ τρεῖς χρόνους ἐπῆγα εἰς τὸ νησὶ τῆς Ὀλυμ‐27
15πιάδος καὶ εἶδα τὸν Ἀλέξανδρον, ὁποὺ ἦλθεν εἰς τὸ παιγνίδιον καὶ ἔκρουε κονταριὲς καὶ ἐ‐

56

γύρευε τὸ ῥιζικόν του καὶ ἔριξεν ἀτός του πρωτοκαβαλλαραίους καὶ αὐθεντόπουλα καὶ εὐφήμισάν τον ὅλοι οἱ αὐθεντάδες καὶ ἔβαλάν τον πρωτοκαβαλλάρην ἐπάνω εἰς ὅλους. Λοιπὸν ἐκεῖ εὑρέθη εἰς τὸ παιγνίδιον καὶ ὁ Οὐράνιος, ὁ φιλόσο‐
5φος τῆς Ὀλυμπιάδος, καὶ ὡς εἶδεν τὸν Ἀλέξανδρον, εἶπεν πρὸς τοὺς ἄρχοντας: Μέγα σημάδι βλέπω εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Φιλίππου, καὶ θέλει ὁρίσει τὸν κόσμον ὅλον. Καὶ ἐπροσκάλεσέ τον ὁ φιλό‐ σοφος νὰ τὸν βάλη εἰς τὸ κάστρον νὰ τὸν προσκυνήσουν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: Ὁπόταν ἔλθη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, θέλω σέβη.
10Καὶ τοῦτο μοῦ φαίνεται καὶ ἐμένα, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ σᾶς συμβουλεύω, τὸν Ἀλέξανδρον νὰ μὴν τὸν ἀντισταθοῦμεν εἰς πόλε‐ μον, ὅτι πολλὰ εἶναι δυνατὸς καὶ ἀνδρειωμένος· ἂν εἶναι καὶ νέος, ἀμὴ ἐπῆρε ὄνομα μέγα εἰς τὸν κόσμον καὶ ἔχει φουσάτα πολλὰ καὶ ἀνδρειωμένους. Καὶ κάλλιον μοῦ φαίνεται νὰ τὸν δεχθοῦμεν μὲ τι‐
15μὴν καὶ δῶρα· καὶ ὁ Ἀλέξανδρος θέλει μᾶς ἀφήσει ζακόνια καλὰ νὰ ἔχωμεν εἰς

57

τὸν τόπον μας καὶ ἀπ’ ἐδῶ θέλει σηκωθῆ νὰ πάγη εἰς τὴν Ῥώμην.
3tΠῶς δὲν ἤρεσε ἡ γνώμη τοῦ φιλοσόφου τῶν Ἀθηναίων,
4tκαὶ ὁ φιλόσοφος ἐπροσκύνησε.
5 Οἱ λόγοι τοῦ φιλοσόφου Διογένους δὲν ἄρεσαν τῶν Ἀθηναίων, μόνον ὀνείδισάν τον καὶ τὸν ὕβρισαν ἄτιμα λέγοντες: Εἰς κάθε ἄνθρωπον φρόνιμον καὶ μεγάλη λωλάδα εὑρίσκεται. Καὶ ὁ φιλό‐ σοφος ἐλυπήθη πολλά, πὼς τὸν ὕβρισαν εἰς τὸ μέσον τοῦ λαοῦ. Καὶ τὴν αὐτὴν ὥραν ἐξέβη ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἀλέ‐
10ξανδρον καὶ ἐπροσκύνησε καὶ ἔδειξέ του τὰς συμβουλὰς τῶν Ἀθη‐ ναίων καὶ τὰς γνώμας. Καὶ ὅρισε καὶ ἀρματώθη τὸ φουσάτον του δυνατὰ καὶ ἐκίνησεν εἰς πόλεμον τῶν Ἀθηναίων. Καὶ ἐτέντωσε κοντὰ εἰς τὴν Ἀθήναν καὶ ὅρισεν ἕναν ἄρχοντα μέγαν καὶ εὐγενι‐ κὸν ἀπὸ τὴν Ἀλαμανίαν ὀνόματι Ἀρφάδιον νὰ ὑπάγη μέσα εἰς τὴν
15Ἀθήναν ἀποκρισά‐

58

ρης. Καὶ γλώσσαν ἑλληνικὴν δὲν ἤξευρε νὰ συντύχη, καὶ μετὰ βίας ηὗραν οἱ Ἀθηναῖοι ἄνθρωπον νὰ εἰπῆ τὴν ἀπόκρισιν. Καὶ ὁ Ἀρφάδιος λέγει πρὸς τοὺς Ἀθηναίους: Ὁρίζει
ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος νὰ τοῦ δώσετε λιζάτον καὶ φουσάτον καὶ28
5νὰ τὸν προσκυνήσετε, νὰ ἔχετε ἀγάπην· εἰ δὲ καὶ τὸν ὁρισμὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου δὲν πιάσετε, τὸν τόπον σας ὅλον θέλει χαλάσει καὶ τὸ φουσάτον σας ὅλον θέλει κατακοπῆ ἀπὸ τὸ σπαθὶ τῶν Μακεδό‐ νων καὶ θέλετε ἔχει ἐσεῖς τὸ κρίμα. (Ὦ τῆς ἀγνωσίας τῶν Ἀθηναίων καὶ τῆς κακῆς συμβουλῆς!). Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες τῆς Ἀθή‐
10νας, ἀπεκρίθησαν γελῶντες τόσους χοντροὺς καὶ ὑπερηφάνους λό‐ γους καὶ εἶπαν πρὸς τὸν ἀποκρισάρην, ὁποὺ καὶ αὐτὸς ἐντρέπετο νὰ τοὺς ἀκούη: Σύρε εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἰπέ του: Ἡ Ἀθήνα δὲν τὸν προσκυνᾶ, καὶ νὰ τὸ ἠξεύρη ὅτι καὶ ἄλλοι καλύτεροι βασι‐ λεῖς ἀπὸ αὐτὸν ἦλθαν εἰς τὴν Ἀθήναν, καὶ δὲν τοὺς ἐπροσκύνησαν,
15ὅτι εἰς ὅλον τὸν κόσ‐

59

μον καλύτεροι φιλόσοφοι καὶ πρωτοκαβαλ‐ λαραῖοι δὲν εἶναι. Σώνει τον ἡ Μακεδονία νὰ βασιλεύη. Καὶ ἂς ἔβγη ἀπὸ τὸν τόπον μας, ὡσὰν δὲν θέλει. Καὶ εὐθὺς ἔκοψαν τὸν δραγουμάνον ἔμπροσθεν τοῦ ἀποκρισάρη, διὰ νὰ μὴν ἔλθη ἄλλος
5ἀποκρισάρης, καὶ ἐξέβαλαν τὸν ἀποκρισάρη ἔξω.
6tΠῶς ἐθυμώθη ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ τῶν Ἀθηναίων.
7 Καὶ ἦλθεν ὁ ἀποκρισάρης εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπε του ὅλους τοὺς λόγους τῶν Ἀθηναίων. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐθυμώθη κατὰ πολλά. Καὶ ὅρισε νὰ ἀρματωθῆ τὸ φουσάτον του,
10καὶ ἐβγῆκαν εἰς πόλεμον. Καὶ εἰς τέσσαρα μέρη τοῦ κάστρου ἔδω‐ καν πόλεμον. Καὶ οἱ Κομάνοι τῆς Ἀλαμανίας ἐτόξευαν μὲ σαγί‐ τες μέσα εἰς τὸ κάστρον ὡσὰν νέφος μελισσῶν, ὅσον δὲν ἐδύνον‐ ταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάστρου νὰ ἰδοῦν ἔξω. Καὶ ἐβαρέθησαν νὰ εἶ‐

60

ναι ἀποκλεισμένοι καὶ ἀνοίξαντες τὸ κάστρον ἐξέβησαν εἰς πόλεμον.
3tΝίκη τῶν Ἀθηναίων.
4Καὶ ἐσκότωσαν οἱ Ἀθηναῖοι ἀπὸ τοὺς Κομάνους δέκα χιλιάδες
5καὶ τρεῖς ἀπὸ τοὺς Μακεδονίους καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ἐσκοτώ‐ θηκαν μόνον δέκα ἄνδρες. Κι’ ἔριξαν στίαν ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ εἰς ὀλίγον νὰ καύσουν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ τοιαύτην ἀνδραγαθίαν ἔ‐
δειξαν οἱ Ἀθηναῖοι εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.29
9tΔιόρθωσις καὶ συμβουλὴ Ἀλεξάνδρου.
10 Καὶ ὅταν ἔφθασεν ἡ νύκτα, ἐπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν τόπον ὁποὺ ἦτον κονεμένος καὶ ἔβαλε τὸ φουσάτον του ὁλόγυρα καὶ αὐτὸς εἰσέβη εἰς τὴν τένταν του καὶ ὅρισεν καὶ ἦλθαν οἱ μεγιστάνοι καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν τί νὰ κάμουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους.

61

Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος: Ἄρχοντες εὐγενέστατοι καὶ ἀνδρειωμένοι, τὸ ὄνομά μας εἶναι εἰς τὸν κόσμον ὅλον θαυμαστὸν ὡς ἀνδρειωμένον καὶ καλόν, καὶ τώρα ἐκαταντήσαμεν καὶ ἐπέσαμεν εἰς τὸ κάστρον τῶν
5Ἀθηναίων ἀποκάτω καὶ ἐνικήθημεν καὶ τὸν τόπον τους δὲν τὸν ἐπήραμεν· καὶ τώρα τί ὁρίζετε νὰ κάμωμεν; Καὶ ἀποκρίθη ὁ φιλόσοφος ὁποὺ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ Διογένης, καὶ εἶπεν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, ἤξευρε ὅτι Ἀθήνα δὲν παίρνεται, ὅτι εἶναι μέσα λαὸς πολύς, ἕως δέκα χιλιάδες ἀνδρειωμέ‐
10νοι· ἀμὴ κάμε τίποτας τέχνην, μήπως τοὺς πλανέσης νὰ ἐξέβουν ἔξω εἰς πόλεμον, καὶ ἡμεῖς νὰ δώσωμεν εἰς φυγήν· καὶ αὐτοὶ θέλουν μᾶς διώξει. Καὶ ἀφοῦ ξεμακρύνωμεν ἀπὸ τὸ κάστρον, τότε νὰ γυρί‐ σωμεν ἐπάνω τους μὲ τὰ καλὰ ἄτια καὶ θέλομεν σκοτώσει καὶ αὐτοὺς καὶ θέλομεν πάρει καὶ τὸ κάστρον. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος
15τὴν τοιαύτην τέχνην, ὥσπερ οἱ Ἕλληνες κάποτες εἰς

62

τὴν Τρωάδα, ἐσηκώθη εὐθὺς μὲ ὅλα του τὰ φουσάτα καὶ φεύγει. Καὶ ἄφηκεν εἰς τὸ στρατόπεδόν του ἀγελάδια χίλια καὶ πρόβατα χιλιάδες τέσσαρες. Καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὴν καὶ ἄφηκεν ἐκεῖ εἰς τὴν τένταν του, καὶ
5ἔγραφεν οὕτως· «Ἄρχοντες Ἀθηναῖοι, ἐγὼ μὴν ἠξεύροντας τὴν δύναμιν τοῦ ἐδικοῦ σας θεοῦ, ἦλθα κατεπάνω σας μὲ τόσην δύναμιν ὁποὺ μὲ εἴδετε καὶ ἐσεῖς, καὶ ἐθυμώθη ὁ θεός σας ὁ Ἀπόλλων καὶ ἔδωκέ σας δύναμιν καὶ ἐσκοτώθη τὸ φουσάτον μου ἀπὸ ἐσᾶς. Καὶ ἰδοὺ ὁποὺ
10ἐξεβαίνω ἀπὸ τὸ κάστρον σας καὶ ἀπὸ τὸν τόπον σας καὶ ὑπάγω. Καὶ τὰ γελαδοπρόβατα ὁποὺ ἄφησα, νὰ τὰ θυσιάσετε εἰς τὸν θεόν σας τὸν Ἀπόλλωνα διὰ νὰ μὲ συμπαθήση». Καὶ οὕτως ἐξέβη ἀπὸ τὸ κάστρον μίλλια δώδεκα καὶ ἐκρύβη εἰς ἕναν λόγγον. Καὶ οἱ Ἀ‐ θηναῖοι ἐξέβηκαν ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν τόπον ὅπου
15ἦτον κονεμένος καὶ οἱ τέντες τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ηὗραν τὴν ἐπιστολὴν καὶ

63

ἀνέγνωσάν την καὶ εἶπαν: Ἀπὸ τὸν φόβον του ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου ἔφυγεν. Καὶ ἐξέβηκαν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅσοι καὶ ἂν
ἦσαν, καὶ ἄρχισαν νὰ διώκουν κατόπι. Καὶ ἕνας ἄρχων ὀνόματι Τιρόμαχος εἶδεν ὄνειρον καὶ ἦλθεν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ λέγει·30
5Ἄνδρες Ἀθηναῖοι καὶ αὐθεντάδες, σταθῆτε καὶ μὴ διώκετε τὸν Ἀ‐ λέξανδρον, ὅτι ἐτούτην τὴν νύκτα εἶδα ὄνειρον βαρύ. Εἶδα ὅτι τοῦ Ἀπόλλωνος ὁ ναὸς τοῦ θεοῦ ἔπεσε καὶ τοῦ κάστρου οἱ πύργοι ἐχά‐ λασαν καὶ οἱ πόρτες οἱ μαρμαρένιες ἔπεσαν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἰσέβη καβαλλάρης καὶ ἐπεριπάτει εἰς τὰς ῥούγας καὶ τὸ κάστρον
10ἐγέμισε σιτάρι δασύ, ὥριμον καὶ ἄγουρον, καὶ οἱ στρατιῶται τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸ ἐθέριζαν. Αὐτὸ τὸ ὄνειρον εἶδεν ὁ Τιρόμαχος καὶ τὸ εἶπεν, καὶ αὐτοὶ δὲν τὸν ἤκουσαν νὰ σταθοῦν, ἀμὴ ἐπῆγαν κατόπι τοῦ Ἀλεξάνδρου διώκοντες. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἐκαρτέρει εἰς τὸν λόγγον τῆς Κασταλίας καὶ ἐδιόρθωσε τὰ φουσάτα του εἰς
15τρία μερτικά, τὸ κάθε ἕνα κατὰ τὴν τά‐

64

ξιν του. Καὶ εἰς τὸν κάμπον τῆς Βοταλίας ἔσωσαν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ παρευθὺς ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐκτύπησαν τὰ ὄργανα καὶ τὲς τρουμπέτες. Καὶ ἐξέβησαν τὰ φουσάτα ἀπὸ τὸν λόγγον ὁποὺ
5ἦσαν κρυμμένα. Καὶ εἴδασιν οἱ Ἀθηναῖοι τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλεξάν‐ δρου καὶ ἐτρόμαξαν καὶ εἶπαν· Τί ἐπάθαμεν! Σήμερον οὐδὲ ἕνας θέλει γλυτώσει. Καὶ μὲ φόβον μέγαν ἐβγῆκαν εἰς τὸν πόλεμον.
8tΝίκη Ἀλεξάνδρου.
9Ἐκτύπησε πάραυτα ὁ Ἀλέξανδρος τὸ πρῶτον καὶ ἐτζάκισε τοὺς
10Ἀθηναίους. Καὶ ἔκοπταν καὶ ἔσφαζαν ὡσὰν καλοὶ γεωργοὶ εἰς χω‐ ράφι δασύ. Καὶ ἄλλοι ἔφευγαν καὶ ἔσμιγαν μὲ τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλε‐ ξάνδρου καὶ ἐσέβαιναν εἰς τὸ κάστρον τῆς Ἀθήνας. Ἰδὲς θλῖψις καὶ θρῆνος μέγας ὁποὺ ἐγίνη εἰς τὴν Ἀθήνα τὴν ἡμέραν ἐκείνην! Αἱ γυναῖκες ἐξέ‐

65

βαινον νὰ συναπαντήσουν τοὺς ἄνδρες τους καὶ ἐσκοτώνονταν καὶ αὐτές. Καὶ ἔτρεχαν οἱ αἱματοχυσίες εἰς τὲς ῥοῦγες ὡσὰν ποτάμι καὶ αἱ φωναὶ τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν ἀνέβαιναν ἕως εἰς τὸν οὐρανόν.
5tΠῶς ἐπαρακάλει ὁ Ἀλέξανδρος τὰ φουσάτα
6tνὰ μὴν κόπτουν τοὺς ἀνθρώπους.
7 Ἐκαβαλλίκευσε γοῦν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν Βουκέφαλον καὶ ἐπε‐ ριπάτει εἰς τὸ μέσον τοῦ κάστρου καὶ ἐπαρακάλει τὰ φουσάτα του νὰ μὴ κόπτουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ δὲν ἠμπόρει νὰ καταπραΰνη31
10τὸν θυμόν τους. Αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία ἔστεκαν κλαίοντες καὶ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Ἀλέξανδρον νὰ τοὺς ἐλεήση, νὰ παύση ἡ θραῦ‐ σις τοῦ κοπετοῦ. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἠμπόρειε νὰ τοὺς σταματήση ἀπὸ τὴν μανίαν τους. Καὶ ὅρισε καὶ ἔβαλαν στίαν καὶ ἐκατάκαυσε τὸ κάστρον. Καὶ αἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδία ἀνέ‐

66

βαινον εἰς τοὺς πύργους νὰ γλυτώσουν. Καὶ ἀπὸ τὴν πύραν τῆς φωτίας ἐγκρεμίζον‐ ταν κάτω ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ ἐσκοτώνονταν. Καὶ ἄλλοι ἔτρεχον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος διὰ νὰ γλυτώσουν, ἀμὴ καὶ ἐκεῖνος
5ἐκάη μὲ ὅλους τοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐγέλασε καὶ εἶπεν: Ἐὰν ἦταν οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων θεοὶ ἀληθινοί, ἤθελον ἀπαντηθῆ ἀπὸ τὴν φωτίαν νὰ μὴ καοῦν. Καὶ πάλιν ὁ Ἀλέξανδρος ἐλυπήθη τὸν λαὸν καὶ μὲ χαρὰν καὶ μὲ θλῖψιν ἔλεγε: Σήμερον τῶν Μακεδόνων τὰ ἄρματα ἠκονίσθησαν ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ἀθηναίων
10καὶ δὲν εἶναι τὸ πταίσιμον ἀπὸ ἐμένα, ἀμὴ ἀπὸ αὐτουνοὺς διὰ τὴν ἀγνωσίαν τους.
12tΓνωμικόν.
13 Καὶ τότε ὁ Διογένης ὁ φιλόσοφος εἶπεν αὐτὸ τὸ γνωμικόν: Ὁ ἄνθρωπος ἂν δὲν πάθη, δὲν μαθαίνει καλά. Λέγει ὁ λόγος, τζάκι‐

67

σε τὸ κεφάλι τοῦ ἐχθροῦ σου, καὶ τότε νὰ σὲ πείθεται καὶ νὰ σὲ φοβᾶται· ὅτι ἐγὼ τοὺς τὸ ἐπροεῖπα, καὶ αὐτοὶ τὸν λόγον μου δὲν ἤκουσαν.
4tΘρῆνος τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Θήβας.
5 Τότε ἡ Ἀθήνα καὶ ἡ Θήβα ἔκλαυσαν πικρῶς, ὁμοίως καὶ τὰ βασίλεια τῆς Δύσης, Σικελίας καὶ Λακεδαιμονίας ἔφριξαν καὶ εἰς φόβον μέγαν καὶ λογισμὸν ἔπεσαν.
8tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐδιάβη εἰς τὴν Ῥώμην
9tκαὶ τὸν ἐπροσκύνησαν.
10 Τότε ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ἐδιάβη εἰς τὴν Ῥώμην καὶ ἔγραψε τὰ φουσάτα του καὶ ηὗρε τετρακόσιες χιλιάδες ἀρματωμένους. Καὶ ὑπαγαίνοντας εἰς τὴν Ῥώμην ἐσυναπάντησάν τον οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ αὐθεντάδες τῆς Λακεδαιμονίας, τῆς32

68

Σικελίας καὶ τῆς Πούλιας, ὅλον τὸ Ῥιακόν, καὶ ἡ Γόλθη ὅλη. Καὶ ἦλθαν καὶ ἐσυναπάντησάν τον καὶ ἤφεράν του δῶρα πολύτιμα καὶ φουσάτον καὶ χαράτζιον χρόνων δώδεκα. Ἤφεράν του καὶ στέμμα βασιλικὸν μὲ πολύτιμα
5λιθάρια. Καὶ λοιπὸν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς Δύσης ἦλθαν καὶ ἐπροσκύ‐ νησάν τον, καὶ ὁλωνῶν τοὺς ἔδωκε τάξες καλές. Καὶ σιμώνοντας ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ῥώμην ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι ἔρχεται καὶ ἐμαζώχθησαν νὰ κάμουν συμβουλὴν τί νὰ κάμουν. Καὶ ἤκουσαν τὸν χαλασμὸν τῆς Ἀθήνας καὶ ἔπεσαν εἰς μεγάλην ἀπορίαν καὶ
10φόβον. Καὶ εἶπαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ῥήτορες: Ἂς τὸν δεχθοῦμεν τὸν Ἀλέξανδρον μὲ εἰρήνην, καὶ θέλομεν κάμει ὅ,τι θέλομεν μὲ αὐτὸν καὶ ὅ,τι ζητήσωμεν· μόνον νὰ τὸν δεχθοῦμεν καὶ ἂς τὸν συνα‐ παντήσωμεν μὲ δῶρα κατὰ τὸ πρέπον.

69

(1t)

Δέησις Ῥωμαίων πρὸς τὸν θεὸν τὸν Ἀπόλλωνα.
2 Καὶ ἐσυνάχθησαν ὅλοι καὶ ἐδιάβησαν εἰς τὸν θεὸν τὸν Ἀπόλ‐ λωνα νὰ τοὺς φανερώση τί νὰ κάμουν. Καὶ ἐφάνη ὁ Ἀπόλλων κατ’ ὄ‐ ναρ, ἤγουν εἰς τὸν ὕπνον τους, καὶ εἶπε τους: Νὰ ἠξεύρετε, ἄνδρες
5Ῥωμαῖοι, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι υἱός μου, διατὶ ἕναν καιρὸν εἶχα διάβη εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐκαρπογονήθη ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ νὰ τὸν προσκυνήσετε τιμικὰ καὶ μὲ δῶρα καλά. Καὶ ἐσυνάχθησαν οἱ ἄρχοντες διὰ νὰ συναπαντήσουν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἦτον ἡ συναπάντησις τῶν Ῥωμαίων εὔμορφη κατὰ πολλά.
10tΣυναπάντησις τῶν Ῥωμαίων.
11 Εἶχαν τέσσαρες χιλιάδες ἀρχοντόπουλα εὔμορφα καὶ κοράσια ὡραῖα δύο χιλιάδες—τὰ ἀρχοντόπουλα μὲ χρυσὰ στεφάνια εἰς τὰ κεφάλια

70

τους καὶ ἐκαβαλλίκευαν εὔμορφα ἄλογα, καὶ τὰ κοράσια ὁμοίως καὶ αὐτὰ εἰς ἄλογα καὶ σκεπασμένα μὲ χρυσὲς χορτίνες— καὶ σαράντα χιλιάδες ἄνδρες, ὅλοι μὲ δάφνην εἰς τὰ χέρια τους, ἐντετυλιγμένοι μὲ χρυσάφιον. Ἦσαν καὶ ἱερεῖς καὶ ἄρχοντες χίλιοι,
5ὅλοι μὲ λαμπάδες ἀναμμένες, καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ θεοῦ τῶν Ἑλλήνων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες, ὅλοι μὲ φανάρια ἀναμμένα. Καὶ οὕτως ἐξέβησαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἐπῆγαν δῶρα πολύτιμα καὶ βασιλικά. Καὶ ἐπῆγαν τὸ μέγα ἐπανώφορον τοῦ Σολο‐ μών, ὁποὺ τὸ εἶχε πάρει ὁ βασιλεὺς ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπὸ τὴν33
10Ἱερουσαλήμ, καὶ δώδεκα σταγόνια μὲ λιθαρόπουλα πολύτιμα, ὁποὺ τὰ εἶχε ὁ Σολομὼν εἰς τὴν Ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπῆγαν καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια πολύτιμα τρία, τὰ ὁποῖα ἔφεγγαν τὴν νύκτα ὡσὰν λαμπάδες, καὶ ὁλόγυρα εἰς τὸ στέμμα εἶχε δώδεκα λιθαρόπουλα, ὁποὺ ἦτον οἱ μῆνες

71

γραμ‐ μένοι. Ἐπῆγαν καὶ τὸ στέμμα τῆς βασίλισσας τῆς Σιβύλλας, τὸ ὁποῖον ἦτον μὲ τέχνην, ὁποὺ οὔτε ὀφθαλμὸς τὸ εἶδε, οὔτε αὐτία τὸ ἤκουσαν. Ἐπῆγαν καὶ ἄλογον ἄσπρον σκεπασμένον μὲ κροκόδειλον,
5καὶ ἡ σέλλα του μὲ πολύτιμα λιθαρόπουλα. Ἐπῆγαν καὶ ἄρματα βασιλικά, τοῦ Πριάμου, ὁποὺ τὰ εἶχαν πάρει ἀπὸ τὴν Τρωάδα, καὶ κοντάρια ἐλεφαντινὰ ἐγκοσμημένα. Καὶ ἤφεραν καὶ τὸ κοντάρι τοῦ βασιλέως Ταρκιανοῦ τῆς Ῥώμης, ὁποὺ ἦτον ἐνδεδυμένον μὲ τῆς ἀσπίδος τὸ τομάρι. Μὲ τέτοιας λογῆς συναπάντησιν ἐβγῆκαν
10εἰς τὸν Ἀλέξανδρον οἱ Ῥωμαῖοι.
11tΠῶς ἐσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ῥώμην.
12 Τότε ὁ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς ἔβαλεν τὰ φουσάτα του εἰς καλὴν καὶ εὔμορφην τάξιν, καὶ ἔρχονταν ἀρματωμένα καὶ λαμπρο‐ φορεμένα τιμικά. Καὶ τῆς Μακεδονίας τὸ φου‐

72

σάτον ἔστεκε κοντὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ αὐτὸς ἐκαβαλλίκευσε τὸν Βουκέφαλον καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν κεφαλήν του τὸ στέμμα τῆς βασίλισσας Αἰγύπτου τῆς Κλεοπάτρας, ὁποὺ εἶχε δώδεκα λιθαρόπουλα πολύτιμα. Καὶ
5ὅταν ἐζύγωσαν εἰς τὴν Ῥώμην εἰς συναπάντησιν τῶν ἀρχόντων, ὅρισε καὶ ἔσερναν τὰ ἄλογα ὅλα ἔμπροσθέν του. Καὶ ὅρισε καὶ ἐλα‐ λοῦσαν ἀπὸ τὲς δύο μερέες τὲς τρουμπέτες καὶ πᾶσα λογῆς ὄργανον καὶ ἐδιόρθωσε τὰ φουσάτα του εἰς δώδεκα μέρη, νὰ ἔρχεται κάθε μέρος εἰς τὴν τάξιν του.
10tΦήμη τῶν Ῥωμαίων.
11 Καὶ ἐζύγωσαν οἱ πρωτοκαβαλλαραῖοι τῆς Ῥώμης καὶ ἐπροσκύ‐ νησαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν ὅλοι μίαν φωνήν: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Ἀλεξάνδρου, τοῦ υἱοῦ τοῦ Φιλίππου καὶ τῆς Ὀλυμπιάδος τῆς βασίλισσας. Καὶ ἦλθαν τὰ κοράσια καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ εὐφή‐34
15μισάν τον καὶ ἐδιάβηκαν

73

παράμερα. Καὶ ἦλθαν καὶ τὰ ἀρχοντό‐ πουλα καὶ αὐτὰ ὁμοίως τὸν εὐφήμισαν καὶ ἐδιάβηκαν καὶ αὐτὰ κατὰ μέρος. Καὶ ἦλθαν οἱ γέροντες καὶ οἱ στρατιῶται ὅλοι καὶ ἐπροσκύ‐ νησάν τον καὶ οὕτως τὸν εὐφήμισαν καὶ ἐδιάβησαν καὶ αὐτοὶ εἰς
5ἕνα μέρος. Καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτοὺς ἦλθαν οἱ ἱερεῖς μετὰ λαμπάδων καὶ θυμιατῶν καὶ ἐθυμίασαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου.
8tΠῶς εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ῥώμην.
9Καὶ εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος ὁμοῦ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸ κάστρον τῆς
10Ῥώμης καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ μεγάλου θεοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Καὶ ἐπροσκύνησεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐδώρισε τοῦ Ἀλεξάνδρου ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων σμύρναν καὶ λίβανον, βασιλικὰ δωρήματα, καὶ ἔβγαλεν ἕνα βιβλίον καὶ ἔδωκέν το εἰς τὰ χέρια

74

τοῦ Ἀλεξάν‐ δρου. Καὶ ἔγραφεν οὕτως: «Χρησμός. Ἐν ἔτει πεντάκις χιλιοστῶ θέλει ἐξέβη τράγος μονόκερος καὶ θέλει διώξει τοὺς πάρδους τῆς Δύσεως ὅλης, ὁποὺ μάχονται εἷς μὲ τὸν ἄλλον, καὶ πρὸς τὸν Νότον
5θέλει ὑπάγει καὶ εἰς τὴν Ἀνατολήν, καὶ θέλει εὕρει τὸν κριὸν τὸν θαυμαστόν, ὁποὺ ἔχει τὰ κέρατα ἐξαπλωμένα—τὸ ἕνα κέρατον φθάνει ἕως τὸν Νότον, τὸ δὲ ἄλλο ἕως εἰς τὸν Βορέα. Καὶ θέλει κτυπήσει ὁ μονόκερος τράγος τὸν κριὸν τὸν θαυμαστὸν εἰς τὴν καρδίαν νὰ τὸν σφάξη, καὶ ἀπὸ τοῦτο θέλουν τρομάξει ὅλοι τῆς Ἀ‐
10νατολῆς οἱ βασιλεῖς καὶ γλῶσσες καὶ θέλουν τζακισθῆ τὰ σπαθία τῆς Περσίας ὅλης καὶ θέλει ἔλθει εἰς τὴν μεγάλην Ῥώμην καὶ θέλει ὀνομασθῆ ἄξιος βασιλεὺς τῆς οἰκουμένης ὅλης».

75

(1t)

Ἐξήγησις τοῦ βιβλίου.
2 Καὶ ἔδωκεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸ βιβλίον τῶν φιλοσόφων, καὶ ἀνά‐ γνωσαν τὴν ἐπιγραφὴν καὶ εἶπαν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, εἴδαμεν εἰς
τὴν ὅρασιν τοῦ προφήτου Δανιήλ, τὰ βασίλεια τῆς Δύσεως τὰ ὀνο‐35
5μάζει Πάρδους καὶ τοῦ Νότου τὰ ὀνομάζει Λέοντες καὶ τῆς Ἀνατολῆς Δίκερον Κριόν, ἤγουν τῶν Μήδων καὶ τῶν Φοινίκων, καὶ ὁ Τράγος ὁ Μονόκερος εἶναι τὸ βασίλειον τῶν Μακεδόνων. Καὶ ὡσὰν μᾶς φαίνεται ὅτι τὰ σπαθία τὰ ἀκονισμένα, ὁποὺ λέγει νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ῥώμην, ὅτι νὰ εἶσαι ἐσύ, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε.
10 Καὶ ὡς ἤκουσεν τοὺς λόγους τούτους ὁ Ἀλέξανδρος, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην καὶ εἶπεν: Ὡς θέλει ὁ Θεός, οὕτως θέλει γένει. Καὶ ἐχάρηκαν τὰ φουσάτα τῆς Μακεδονίας ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντας τῆς Ῥώμης. Καὶ ἦλθαν τὰ βασίλεια ὅλης τῆς Δύσεως καὶ ἐπρο‐

76

σκύνη‐ σάν τον καὶ δῶρα πολλὰ τοῦ ἤφεραν καὶ ἐπαρακάλεσάν τον νὰ τοὺς δώση καὶ νὰ τοὺς ἀφήση καλὰς τάξεις καὶ τὸν τόπον τους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐλυπήθη τους καὶ ἄφηκέν τους καλὲς τάξες, ὡσὰν
5ἤθελαν. Καὶ ἔδωκάν τον δώδεκα χρόνων χαράτζιον καὶ φουσάτον καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ ἐδιάβησαν. Καὶ ἄφηκεν αὐθέντην εἰς τὴν Ῥώμην κάποιον ἐγκαρδιακόν του φίλον Ταλαμεδόν.
8tΠαραγγελία Ἀλεξάνδρου.
9Καὶ ὅρισε νὰ τὸν πείθωνται οἱ βασιλεῖς ὅλοι τῆς Δύσεως. Καὶ
10πολὺ χρυσάφι καὶ φουσάτον ἐπῆρε ἀπ’ αὐτούς, καὶ ἐγύρισεν πρὸς τοῦ Νότου τὸ μέρος, καὶ ἐκεῖ εὑρῆκε βασίλεια πολλὰ καὶ δυνατά. Καὶ ἐπολέμησε καὶ ἐπῆρε κόσμον πολύν. Καὶ ἔφθασεν κοντὰ εἰς τὸν Ὠκεανὸν ποταμόν, ὁποὺ τρέχει ὁλόγυρα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἐκεῖ εἰσέβη εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους καὶ εὑρῆκε ζῶα θαυμα‐

77

στά· τὸ πρόσωπόν τους ἦτον ἀνθρώπινον καὶ ἦτον δικέφαλα καὶ ποδάρια ὡσὰν ἀσπίδα. Καὶ ἐπολέμησεν μὲ αὐτοὺς καὶ ἐνίκησέν τους· διότι τὰ ζῶα ἐκεῖνα ἄρματα δὲν εἶχαν καὶ ἔπεφταν ὀγλήγορα. Καὶ ἀπ’ αὐ‐
5τοὺς ἐδιάβη εἰς βουνὶ πετρωτόν, ὥσπερ σιδηρένιον, καὶ ἐβγῆκαν γυναῖκες κατεπάνω τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἐποίησαν πόλεμον μέγαν μὲ τὰ φουσάτα. Καὶ ἐσκοτώθησαν αὐτὴν τὴν ἡμέραν καὶ ὥραν στρα‐ τιῶται ἑκατόν. Αὐτὲς αἱ γυναῖκες εἶχαν πτερὰ ὡς ἀετοὶ καὶ νύχια ὡσὰν δρέπανον καὶ ἦτον δυνατὲς κατὰ πολλά. Καὶ ἐπετοῦσαν ἄνωθεν
10τοῦ φουσάτου καὶ ἐκτυποῦσαν τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰ πρόσωπα. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεινῶν τὰ καμώματα, εὐθὺς ὅρισεν καὶ ἔδωκαν φωτίαν εἰς τὰ καλάμια, ἐπειδὴ καὶ ὁ τόπος ἐκεῖνος ἦτον
καλαμώδης. Καὶ αὐτές, ὡσὰν ἐπετοῦσαν ἄνωθεν τῆς φωτίας, ἐκαίον‐ ταν αἱ πτεροῦγες τους καὶ ἔπεφταν κάτω καὶ ἔσφαζάν τες τὰ φουσάτα.36
15Καὶ ἐσκότωσαν ἀπ’ αὐτὲς

78

ἕως εἴκοσι χιλιάδες. Καὶ ἦλθεν ἕως τὸν Ὠκεανὸν ποταμόν. Καὶ πάλιν ἐστράφη εἰς τὸν κόσμον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἐγγλιτέραν, καὶ ὅρισε νὰ ἀναπαυθοῦν τὰ φουσάτα του.
4tΠῶς ὅρισε νὰ κάμουν κάτεργα χοντρά.
5 Καὶ ὅρισε τοὺς αὐθεντάδες τοῦ τόπου ἐκείνου νὰ τοῦ κάμουν κάτεργα χοντρά, ἕως δώδεκα χιλιάδες· τὸ κάθε κάτεργον νὰ παίρνη χιλίους ἀνθρώπους ἀρματωμένους καὶ τὴν τροφήν τους. Καὶ ὅρισε τὸ φουσάτον τὸ καβαλλάρικον νὰ ὑπάγη τὴν στερεὰν εἰς τὴν Μπαρ‐ μπαρίαν. Καὶ ἔβαλε τὸν Φιλόνην καὶ τὸν Πτολεμαῖον αὐθέντας ἐπάνω
10τοῦ φουσάτου καὶ ἐσυμφώνησαν νὰ ἀνταμωθοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ εἶπε τους: Ὁπόθεν διαβῆτε καὶ εὑρῆτε κάστρον, ἐπάρετέ του φουσάτον καὶ χαράτζιον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀτός του εἰσέβη εἰς τὴν Κόνιν καὶ ἔριξαν τὰ κάτεργα ὅλα εἰς τὴν θάλασσαν.

79

Καὶ ἄρχισεν ἄνεμος ἐπιτήδειος καὶ ἐδιάβαιναν πρὸς τὴν Ἀνατολήν. Καὶ ἔβαλε τὸν Ἀντίοχον αὐθέντην εἰς τρεῖς χιλιάδες κάτεργα καὶ εἰς ἄλλες τρεῖς τὸν Σελεύκιον καὶ εἰς ἄλλες τρεῖς τὸν Βυζάντιον καὶ
5εἰς ἄλλες τρεῖς εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος· καὶ ἐμοίρασέ τα εἰς τέσσαρα μέρη νὰ ὑπάγουν. Καὶ ἔπλευσαν τριάντα ἡμέρες καὶ τριάντα νύκτες καὶ ἔφθασεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Αἴγυπτον μὲ τὰ κάτεργα τὰ ἐδικά του, ἐκεῖ ὁποὺ τρέχει ὁ Χρυσορρόας ποταμός. Καὶ ὅρισε καὶ ἔκτισαν ἐκεῖ κάστρον καὶ ἐπονόμασάν το Ἀλεξάνδρειαν. Καὶ ὁ Σελεύκιος
10ὁ βοϊβόντας ἦλθε μὲ τὰ κάτεργα εἰς τὴν Κιλικίαν καὶ ἔκτισεν καὶ αὐτὸς κάστρον καὶ ἐπονόμασάν το Σελεύκειαν. Καὶ ὁ Ἀντίοχος, ὁ ὑψηλότατος καὶ μέγας βοϊβόντας, ἦλθε εἰς τὸ κάστρον τῆς Μαύρης Θάλασσας τῆς Θράκης καὶ ἐπονόμασάν το Ἀντιόχειαν. Βυζάντιος δέ, ὁ μέγας καπετάνιος, ἦλθεν εἰς τὸ στένωμα τῆς

80

θαλάσσης κάτωθεν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ Σκουταριοῦ καὶ ἔκτισε καὶ αὐτὸς κάστρον καὶ ἐπονόμασάν το εἰς τὸ ὄνομά του Βυζάντιον.
4tΠῶς ἦλθαν οἱ βοϊβοντάδες εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.
5Ὁ Ἀλέξανδρος ἦτον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ ἦτον πολλὰ
πικραμένος διὰ τοὺς βοϊβοντάδες του καὶ διὰ τὴν ἀρμάδαν του καὶ εἶχεν μεγάλον λογισμὸν διὰ τὴν ἀργότητά τους. Μίαν γοῦν τῶν ἡμε‐ ρῶν ὥραν μεσημερίου ἔφθασεν ὁ Ἀντίοχος μὲ ὅλην του τὴν ἀρμάδα, καὶ ὁμολόγει τοῦ Ἀλεξάνδρου πὼς ἔκτισε κάστρον εἰς τὴν Ἀντιό‐37
10χειαν, καὶ ἐχάρη πολλά. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν τὴν αὐτὴν ὥραν ἦλθεν ὁ Σελεύκιος καὶ ὁμολόγει πὼς ἔκτισε τὴν Σελεύκειαν, καὶ ἐχάρη καὶ εἰς αὐτὸ πολλά. Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ὁμοίως ἔφθασε καὶ ὁ μέγας καπετά‐ νιος

81

ὁ Βύζας, καὶ ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς ὅτι ἔκτισε κάστρον, τὸ Βυζάντιον, εἰς εὔμορφον τόπον. Καὶ ἐσυνάχθησαν ὅλοι ὁμοῦ καὶ ἐχάρη ὁ Ἀλέξανδρος μεγάλην χαράν. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἀνταμώθησαν ὅλοι ἔκτισαν ἄλλο κάστρον καὶ ἐπονόμασαν τὸ κάστρον ἐκεῖνο
5Μία Καρδία. Καὶ ἐκάθησαν ἐκεῖ μῆνας ἕξ, ἕως νὰ ἔλθη καὶ τὸ καβαλ‐ λάρικον φουσάτον.
7tΠῶς ἦλθαν μαντατοφόροι καὶ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ
8tτοῦ εἶπαν διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Πτολεμαίου καὶ Φιλόνου.
9Μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν ἔφθασαν μαντατοφόροι καὶ εἶπαν· Ἕως
10τὸ βράδυ ἔρχεται ὁ Πτολεμαῖος καὶ ὁ Φιλόνης. Καὶ τὴν αὐτὴν ἑσπέ‐ ραν ἔφθασαν καὶ ἐφίλησαν τὸ χέρι τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἄρχισαν νὰ λέγουν τὰ πάθη καὶ τοὺς πολέμους ὁποὺ ἔκαμαν εἰς τῆς Μπαρμπαρίας

82

τὰ μέρη καὶ εἰς τὰ βασίλεια τῆς Αἰθιοπίας, καὶ πῶς τοὺς ἐνίκησαν καὶ ἐπῆραν τοὺς βαρβάρους καὶ ἤφεράν τους εἰς τὸν βασιλέα τὸν Ἀλέ‐ ξανδρον δεμένους. Καὶ εὐθὺς ὁποὺ τοὺς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἔδωκέν τους ὅρκον φοβερόν. Καὶ αὐτοὶ ὄμωσάν του καὶ ἐγίνηκαν ὅλοι
5ἐδικοί του, ὅταν τοὺς γυρεύση, νὰ φθάσουν ὅλοι μὲ τὰ φουσάτα τους, καὶ ἀπόλυσέν τους. (Ὢ τῆς καλῆς προαιρέσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου). Καὶ ἔδωκέν τους καὶ δῶρα πολλὰ καὶ ἄλογα σελλοχαλινωμένα, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν τόπον τους, καὶ ὅρισεν νὰ τοῦ στείλουν χαράτζιον. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τὰ φουσάτα του καὶ ἐπῆγεν
10εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ ἐκεῖ ἔκτισεν κάστρον καὶ ἐπονόμασέν το Τρί‐ πολιν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τῆς Φρυγίας τὸ μέρος, εἰς τῆς Τρωάδος τὸν σύνορον. Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ἦλθε καὶ εἰς τὴν Τρωάδα καὶ εἰσέβη ἀπὸ τὸ μέρος ὁποὺ τὸ εἶχαν ῥίξει οἱ Ἕλληνες, ὅταν τὸ ἐπολεμοῦσαν χρόνους ἐννέα, καὶ

83

εἶχαν την χαλάσει διὰ μίας γυναικὸς ἔρωτα, ὀνόματι Ἑλένης, ἑνὸς βασιλέως
γυναίκα ἀπὸ τὸν Μωρέαν, τὸ ὄνομά του Μενέλαος. Ὁ βασιλεὺς Πρίαμος ἦτον ὁποὺ ἐβασίλευε τὴν Φρυγίαν καὶ Τρωάδα καὶ εἶχεν38
5υἱὸν τὸν Ἀλέξανδρον τὸν Πάριν. Καὶ ἐπῆγεν αὐτὸς ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Λακεδαιμονίαν, εἰς τὸν Μωρέαν, νὰ προσκυνήση τὸν Ἀπόλ‐ λωνα, τὸν φοβερὸν θεόν, καὶ ὡσὰν εἶδε τὴν ὡραιότητα καὶ εὐμορφάδα τῆς πανειδοῦς Ἑλένης, τὴν ἅρπαξεν εὐθὺς καὶ ἤφερέ την εἰς τὴν Τρωάδα. Καὶ ὁ πατέρας του ὁ Πρίαμος διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης
10τοῦ ἐκακοφάνη, ὁμοίως καὶ τῶν λοιπῶν Τρωαδιτῶν, καὶ δὲν τὸν ἐ‐ δέχθηκεν εὐχαριστημένα. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Μενέλαος διὰ τὴν ἁρ‐ παγὴν τῆς γυναικός του τῆς Ἑλένης, τοῦ ἐκακοφάνη καὶ ἐμάζωξε τοὺς βασιλεῖς ὅλους τῶν Ἑλλήνων εἰς βοήθειάν του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Τρωάδα καὶ ἐκούρσευσάν την καὶ ἐχάλασάν την. Τὸν καιρὸν
15ἐκεῖνον ὅλοι οἱ ἀνδρειωμένοι τῆς Τρωάδος ἐσκοτώ‐

84

θησαν, ὁμοίως καὶ τῶν Ἑλλήνων. Εἰς αὐτὸ ἐπαινέθη ἡ Ἑλένη λέγοντας μὲ τὸ νὰ μὴ θελήση νὰ γένη ἄλλου ἀνδρὸς γυνή. Καὶ εἶπε· Κάλλιον θάνατος μὲ τιμήν, παρὰ ζωὴ ἄτιμος. Καὶ ὡσὰν ἐπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος μέσα
5εἰς τὴν Τρωάδα καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν οἱ ἄρχοντες, ἔβγαλαν τὸ στεφάνι τῆς βασίλισσας ἐκείνης ἔμπροσθεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ ἔβαλέ το εἰς τὸ κεφάλι καὶ ἔλαμψεν ὥσπερ ὁ ἥλιος· τὸ ὁποῖον ἔφεγγεν τὴν νύκτα ὡσὰν τὸ φῶς ἀπὸ τὰς πολυτίμους πέτρας ὁποὺ εἶχεν. Καὶ ἔβγαλαν ἀπάνω κλίβανον, ὁποὺ τὸ ἔβαναν ἀπάνω εἰς τὰ
10ἄρματα· τὸ ὁποῖον ἦτον τοῦ ἀνδρειωμένου Ἕκτορος καὶ ἦτον ἐγ‐ κοσμημένον μὲ πολύτιμα λιθαρόπουλα, μὲ χρυσὸν μάργερον, τὸ δὲ σκέπασμά του ἦτον μὲ τῆς ἀσπίδος τὸ πετζὶ ἐγκοσμημένον. Καὶ ἤφεράν τον καὶ βιβλίον Ὁμήρου, ὁποὺ εἶχε γραμμένους ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοὺς πολέμους καὶ τὸν χαλασμὸν τῆς Τροίας ἕως εἰς τὸ τέλος.
15Καὶ ἄρχισε νὰ ἀναγνώθη τοὺς πολέμους τῶν ἀνδρειωμένων καὶ

85

ἐλυπήθη. Καὶ πάλιν ἐχάρη διὰ τὴν γραφὴν τῶν ἀνδρειωμένων καὶ εἶπεν: Ὤ, πόσοι ἀνδρειωμένοι ἐχάθηκαν διὰ μίαν μιαρὰν γυναίκα! Καὶ τότε ἐρώτησε τοὺς ἄρχοντας καὶ εἶπε: Ποῦ εἶναι τὰ μνήματα τῶν ἀνδρειωμένων; Καὶ ἐπῆγαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἔδειξάν του τὰ μνή‐
5ματα. Καὶ ἐπέζευσεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐθυμίασέ τα μὲ σμύρναν καὶ λίβανον. Καὶ ἐλυπήθη καὶ εἶπε: Ὦ ἀνδρειωμένοι μου· ἄμποτες, Ἀχιλλεῦ καὶ Ἕκτορ, καὶ νὰ σᾶς ἤθελα εὕρει ζωντανούς, ἤθελα σᾶς τιμήσει μὲ δῶρα πολλὰ καὶ ἤθελα χαρεῖ καὶ ἐγὼ τὸν κόσμον μετ’ ἐσᾶς. Ἀμὴ τώρα ὁποὺ σᾶς ηὗρα ἀπεθαμένους, τί νὰ σᾶς δωρήσω
10καὶ νὰ σᾶς τιμήσω; Δὲν εἶναι ἄλλη τιμὴ τῶν ἀποθαμένων παρὰ σμύρ‐
να καὶ λίβανον. Καὶ οἱ θεοὶ νὰ σᾶς συγχωρήσουν μὲ τὰς ἀνδραγαθίας ὁποὺ ἐκάμετε, καθὼς γράφει ὁ Ὅμηρος.39

86

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐβουλήθη νὰ ὑπάγη εἰς τὴν
tΜακεδονίαν.
3 Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἐσύναξε τὰ φουσάτα του ὅλα καὶ τοὺς βασιλεῖς ὁποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν Δύσιν μὲ τὸ σπαθί του καὶ ἔρχονταν
5εἰς τὴν Μακεδονίαν. Καὶ ἐπέρασαν τὴν θάλασσαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τῆς Μακεδονίας. Καὶ εἶχαν περάσει χρόνοι τρεῖς ὁποὺ ἔλειπεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ ταξίδι.
8tΠῶς ἔμαθεν ἡ Ὀλυμπιὰς ὅτι ἔρχεται ὁ Ἀλέξανδρος.
9Ἦλθαν μαντατοφόροι εἰς τὴν μητέρα του τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ
10εἶπαν της πὼς ἔρχεται ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ παρευθὺς ἐκαβαλλίκευσεν ἡ βασίλισσα καὶ ὁ διδάσκαλός του ὁ Ἀριστοτέλης μὲ ἄρχοντες καὶ μὲ λαὸν πολὺν καὶ ἐσυναπάντησάν τον

87

εἰς τὸ ποτάμι τῆς Κασ‐ σάνδρας καὶ ἐπροσκύνησάν τον μὲ τιμὴν μεγάλην καὶ δῶρα πολλὰ τοῦ ἤφεραν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθηκαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ κάστρον τοῦ Φιλίππου.
5tΠαραγγελία Ἀλεξάνδρου.
6 Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἔδωκε θέλημα εἰς τὰ φουσάτα του καὶ εἶπε: Σύρτε εἰς τὰ ὀσπίτια σας καὶ ἀναπαυθῆτε μῆνας ἕξ· καὶ θρέ‐ ψετε τὰ ἄλογά σας καὶ λαμπρύνετε τὰ ἄρματά σας· καὶ ὅταν ἔλθη ὁ ὁρισμός μου, νὰ κινήσετε εἰς τὸ ταξίδι. Καὶ ἐδιάβησαν ὅλοι καὶ
10ἀνεπαύθησαν. Καὶ ὅταν ἦλθαν οἱ ἓξ μῆνες, πάλιν ἤλθασιν ὅλοι καὶ ἐσυνάχθησαν τὰ φουσάτα καὶ εὑρέθηκαν ἀρματωμένοι ἄνδρες ἑκατὸν χιλιάδες, ὅλοι διαλεκτοί, τοὺς ὁποίους εἶχε σιδερωμένους διὰ νὰ εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἄφηκεν τὴν μητέρα του τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ τὸν διδάσκαλόν του τὸν Ἀριστοτέλην εἰς τὸν
15τόπον τῆς Μα‐

88

κεδονίας μὲ φουσάτα χιλιάδες πενήντα. Καὶ ἔβαλαν καὶ ἐφοροῦσαν ὅλοι οἱ Μακεδόνες μίαν φορεσίαν. Καὶ τὰ ἄρματά τους ὅλα μὲ τοῦ βασιλίσκου τὰ κερατόπουλα καὶ τὰ κοντάρια τους καὶ οἱ περικεφαλαῖες τους εἶχαν εἰς τὲς κορυφὲς λέοντας ἱστορι‐
5σμένους καὶ μὲ πτερὰ τῆς ἀσπίδος πλεγμένα ἀπὸ πετζὶ κροκοδείλου. Καὶ ὅρισε νὰ στένουν τὰς τέντας τους ὁλόγυρα τὴν ἐδικήν του, καὶ δὲν ἐτόλμα ἄλλος στρατιώτης νὰ ἀνταμωθῆ μὲ τοὺς Μακεδόνας. Ὅρισε καὶ ἐδιάλεξαν εὔμορφες γυναῖκες δύο χιλιάδες, νὰ περιπατοῦν μὲ τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλεξάνδρου πᾶσα μία κατὰ τὴν τάξιν της. Καὶ40
10ἔβαλε κάποιον ἑταιριάρχην ἐπάνω εἰς τὲς γυναῖκες νὰ τὲς ὁρίζη. Καὶ ὅταν ἤθελε ἔχει ὁ στρατιώτης ζήτησιν διὰ γυναίκα, ὑπήγαινεν εἰς τὸν ἑταιριάρχην καὶ ἔδιδεν ἕνα χρυσὸ φλωρὶ καὶ ἔπαιρνε τὴν γυ‐ ναίκα. Καὶ ὅσες νύκτες τὴν ἐκράτει, τόσα φλωρία ἔπαιρνεν ὁ ἑται‐ ριάρχης. Καὶ ὅλα τὰ φουσάτα τὰ εἶχε μὲ διόρθωσιν καὶ

89

τάξιν. Καὶ πάντοτε οἱ ἑκατὸν χιλιάδες τῶν Μακεδόνων ἦτον κοντά του καὶ πάντοτε εἶχαν πολλὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ μὲ αὐτοὺς ὁμίλει κάθε ἡμέραν καὶ ἀτός του ἐγίνετο μικρότερος παρὰ
5ὅλους. Καὶ διὰ τὴν τάξιν αὐτὴν ἐπονοῦσαν ὅλοι διὰ ταῦτον. Καὶ ὁ Πτολεμαῖος, ὁ μέγας βοϊβόντας καὶ πρωτοστάτορας, ἦ‐ τον ἐπάνω εἰς ὅλον τὸ φουσάτον καὶ ἦτον ἄνθρωπος ἠγαπημένος, ἀγαθὸς καὶ δίκαιος καὶ εἰς ὅλα του τὰ ποιήματα ἦτον ἐπιτήδειος. Καὶ ὅταν ἐσκοτώνονταν κανένας ἀπὸ τοὺς Μακεδονίτας, ἐδιάλεγεν
10ἄλλον καλύτερον καὶ ἔβανεν εἰς τὸν τόπον ἐκείνου, νὰ εἶναι πάντοτε ἀρματωμένοι ἑκατόν.
12tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐκίνησε διὰ τὴν Ἀνατολήν.
13 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐπῆρε τὰ φουσάτα του καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀνατολήν. Καὶ ὅσοι αὐθεντάδες τὸν ἐ‐

90

προσκυνοῦσαν μὲ τὸ θέλημά τους εἶχαν τιμὴν καὶ ἀγάπην ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον· καὶ ὅσοι τοῦ ἐναντιοῦνταν καὶ τὸν τόπον τους ἔπαιρνε καὶ ἐκούρσευε καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀποκεφάλιζε. Καὶ ἀκούοντάς τον τοιοῦτον ὅλος ὁ κόσμος
5τὸν ἐτρόμαζαν. Καὶ οἱ βασιλεῖς ὅλοι τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Παλαιστίνης τὸν ἔφριτταν. Καὶ τὸ βασίλειον τῆς Αἰγύπτου ἦτον τότες ὑποκάτω εἰς τὸν Δάρειον.
8tΛόγος εἰς τὸν Δάρειον περὶ Ἀλεξάνδρου.
9Καὶ ἔδραμαν ὅλοι εἰς τὸν Δάρειον καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ἦλθε ὁ
10Ἀλέξανδρος μὲ τὸ φουσάτον του εἰς τὴν Ἀσίαν. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Δάρειος, ἔστειλέ του εὐθὺς ἀποκρισάρην μὲ ἐπιστολήν, ὁποὺ ἔ‐
γραφεν οὕτως:41

91

(1t)

Ἐπιστολὴ Δαρείου πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
2«Δάρειος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ τοῦ κόσμου ὅλου ὑψη‐ λότερος, ὁ ἴσος μὲ τοὺς θεοὺς καὶ λαμπρότερος ἀπὸ τὸν ἥλιον, ὁποὺ ὁ ὁρισμός μου γίνεται εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἀπὸ ἀνατολὴν ἕως
5δύσιν, καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη. Κάποιος λόγος εἰσέβη εἰς τὰ αὐτία μου, υἱὲ τοῦ Φιλίππου, ὅτι ἔρχεσαι διὰ ἐτοῦτα τὰ μέρη καὶ ἐπερίλαβες τὴν Ἑλλάδα καὶ ἦλθες ἕως τὴν Ῥώμην. Καὶ ὅλα τὰ βασίλεια τῆς Δύ‐ σεως καὶ τοὺς αὐθεντάδες ἀνακάτωσες παντελῶς καὶ ἕως τὸν Ὠκεα‐ νὸν ποταμὸν ἦλθες. Καὶ τῆς Βαρβαρίας τὰ μέρη καὶ τῆς Αἰθιοπίας
10ἐπερίλαβες. Καὶ τώρα εἶναι εἰς τὸν ὁρισμόν σου, ὁποὺ ἔδιδαν χαρά‐ τζιον ἐμένα. Καὶ δὲν σοῦ σώνει τόσον μόνον, ἀμὴ ἦλθες καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν κοντὰ εἰς τὸν τόπον μου καὶ τοὺς ἐπάτησες μὲ τοὺς ἅρπαγες τοὺς Μα‐

92

κεδόνας, τοὺς δούλους μου καὶ ῥαγιάδες μου. Μὲ ἐδούλευεν ὁ πατέρας σου ὁ Φίλιππος καὶ μὲ ἤφερνε χαράτζιον κάθε χρόνον· καὶ ἐσὺ θέλεις νὰ πατήσης τὸν τόπον τὸν ἐδικόν μου. Ἀμὴ ἐὰν θε‐ λήσης νὰ ἔλθης νὰ μὲ προσκυνήσης ἐδῶ εἰς τὴν Περσίαν (τὸ ὁποῖον
5θαρρῶ πὼς ἔτζι θέλει γένει), θέλω σὲ ἀφήσει νὰ ἔχης τὸ πατρικόν σου βασίλειον. Ἀκόμη καὶ τὸ χαράτζιον ὁποὺ μοῦ ἤφερνεν ὁ πατέρας σου συμπαθῶ νὰ τὸ ἔχης καὶ αὐτὸ ἐλεημοσύνην. Καὶ ἐὰν δὲν στέρξης τοὺς λόγους μου, θέλω σηκωθῆ μὲ ὅλα μου τὰ φουσάτα καταπάνω σου καὶ δὲν θέλει σὲ χωρήσει ὁ κόσμος ὅλος ἀπὸ ἐμένα».
10tΠῶς ἐθυμώθη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἤθελε νὰ σκοτώση
11tτοὺς ἀποκρισαρίους.
12 Ἐπῆρεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Δαρείου καὶ ἐθυμώθη κατὰ πολλά. Καὶ ὅρισε νὰ κρεμάσουν τοὺς ἀποκρισαρίους καὶ ἐ‐ κεῖνοι

93

ἐφώναξαν φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπαν: Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, τί πταίομεν ἡμεῖς οἱ πτωχοί; Ὁρίζουν μας καὶ ἐρχόμεσθεν. Καὶ οἱ Μακεδόνες οἱ προεστοὶ ἐζύγωσαν καὶ αὐτοὶ καὶ εἶπαν: Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, δὲν πρέπει νὰ σκοτώσης τοὺς ἀποκρισαρίους. Καὶ ὁ
5Ἀλέξανδρος εἶπεν ὅτι: Ὁ Δάρειος δὲν τοὺς ἔστειλεν ὡσὰν εἰς βασι‐ λέα, ἀμὴ ὡς εἰς ἅρπαγας καὶ κλέπτας· ὅμως, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἂς εἶναι ἐλευθερωμένοι. Καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἀποκρισαρίους ὁ Ἀλέξανδρος: Ἐμένα νὰ μὴ μὲ κατηγορῆτε εἰς τοῦτο, ἀμὴ νὰ ἔχετε
τὴν ἔχθραν εἰς τὸν αὐθέντη σας· διατὶ ἐγὼ τὸν ἔχω διὰ βασιλέα καὶ42
10ἐκεῖνος μὲ ἔχει διὰ ἅρπαγον καὶ φονέα. Καὶ ὅταν σᾶς ἀπέστειλε μὲ τέτοιαν ἐπιστολήν, τότε σᾶς ἔκοψε τὰ κεφάλια. Ἀμὴ ἐγὼ ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς χαρίζω τὴν ζωήν σας. Καὶ ἐκεῖνοι ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξαν‐ δρον καὶ εἶπαν του: Ἐὰν σκοτώσης ἐμᾶς, τὸν Δάρειον τίποτας δὲν θέλεις βλάψει. Ἀμὴ διὰ τὴν ζωὴν ὁποὺ μᾶς ἐχάρι‐

94

σες ἡμεῖς θέ‐ λομεν νὰ εὐφημήσωμεν καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ ὄνομά σου ἔμπροσθεν εἰς τοὺς αὐθεντάδες ὅλους τῆς Περσίας καὶ εἰς τὸν Δάρειον. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους ἐτούτους, ὅρισε καὶ ἔ‐
5γραψαν ἐπιστολὴν καὶ ἔστειλέ την εἰς τὸν Δάρειον. Καὶ ἡ ἐπιστολὴ ἔγραφεν οὕτως:
7tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου εἰς τὸν Δάρειον.
8 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων μὲ τὴν χάριν τοῦ Ὑ‐ ψίστου, εἰς τὸν Δάρειον, τὸν βασιλέα τῆς Περσίας. Τὴν ἐπιστολήν
10σου ἔλαβα, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν γράφεις βασιλικά, καθὼς εἶναι τῆς τιμῆς σου, ἀμὴ γράφεις ἄπρεπα καὶ ὑπερήφανα, ὁποὺ δὲν σοῦ ἐτύ‐ χαινε. Γράφεις λοιπὸν πὼς ἐπῆρα τὰ βασίλεια τῆς Δύσης καὶ ἐχά‐ λασά τα. Καὶ διὰ τοῦτο νὰ ἠξεύρης πὼς κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ χα‐ μηλὰ ἀναβαίνει εἰς τὰ ὑψηλά. Καὶ νὰ ἠξεύ‐

95

ρης ὅτι ἀρχὴ ἐπῆρα τὴν Δύσιν καὶ τώρα ἔρχομαι εἰς τὴν Ἀνατολήν. Καὶ μὲ φοβερίζεις ὅτι δὲν εἶναι τινὰς νὰ σοῦ ἀντισταθῆ. Καὶ ἐγὼ ἔρχομαι μοναχὰ μὲ τοὺς Μακεδόνας, ὁποὺ τοὺς λέγεις ὅτι εἶναι κλέπτες καὶ ἅρπαγες.
5Καὶ μὴ θαρρῆς νὰ ἐξέβης μὲ τοὺς Πέρσας ἔμπροσθέν μου εἰς τὸν πό‐ λεμον καὶ νὰ μὴ χάσης τὴν ζωήν σου. Ἐμὲ μόνον προσκύνησε καὶ θέλεις ἔχης τὴν Περσίαν ὅλην».
8tΠῶς ὁ Δάρειος ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου.
9Ὡσὰν εἶδεν ὁ Δάρειος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐθυ‐
10μώθη κατὰ πολλὰ καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἀποκρισαρίους: Ἠξεύρετε πόσων χρόνων εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος τώρα καὶ τί γνῶσιν ἔχει καὶ πόσον φουσάτον ἔχει καταπόδι του; Καὶ οἱ ἀποκρισάριοι ἀπεκρί‐ θησαν καὶ εἶπαν: Θέλει εἶσται ἕως τριάκοντα χρόνων καὶ εἶναι εὔ‐ μορφος καὶ πολλὰ ἀνδρειωμένος καὶ

96

ἔχει καλὴν χάριν ἀπάνω του καὶ εἶναι εἰς τὸν λόγον του στερεὸς καὶ ἀληθινός. Τὴν φρόνησίν
του, ὦ βασιλεῦ, γνώρισέ την ἀπὸ τὴν ἐπιστολήν, τὸ δὲ φουσάτον ὁποὺ ἔχει εἶναι ἕως πεντακόσιες χιλιάδες. Καὶ ἐκεῖνο ὁποὺ εἴδαμεν43
5ὁμολογοῦμεν τῆς βασιλείας σου.
6tΠῶς ὁ Δάρειος ἐσύναξε τὰ φουσάτα του.
7 Ὁ Δάρειος ἐλογίαζε λέγοντας ὅτι αὐτὸ ὁποὺ λέγουν, ὅτι ἔχει βασιλικὰ σημάδια, φαίνεταί μου πὼς νὰ μὴν εἶναι ἀληθινά. Καὶ εὐθὺς ὅρισε νὰ συναχθοῦν ὅλα τὰ φουσάτα του εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Πυργο‐
10ποιΐας, ἐκεῖ ὁποὺ ὅρισεν ὁ Θεὸς καὶ ἐχώρισαν οἱ γλῶσσες τῆς οἰκου‐ μένης ὅλης. Καὶ ἔγραψε καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον νὰ μὴ παραδοθοῦν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον· ὅτι μὲ τὴν δύναμίν του ὀγλήγορα θέλει τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτόν. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἦλθε καὶ εἰσέ‐

97

βη εἰς τὸν τόπον τὸν ἰουδαϊ‐ κόν, εἰς τὸ σύνορον τῆς εὐγενικῆς Ἱερουσαλήμ. Καὶ εἰς τὴν Ἱερου‐ σαλὴμ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον αὐθέντης καὶ ἀρχιερεὺς ὁ προφήτης Ἱερεμίας.
5 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔγραψεν ἐπιστολὴν καὶ ἔστειλεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἔγραφεν οὕτως:
7tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
8 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων μὲ δύναμιν τοῦ Ὑψί‐ στου, εἰς τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁποὺ ὁμολογεῖτε
10ἕνα Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸν παντοκράτορα Θεὸν Σαβαώθ, πολλὰ σᾶς χαιρετῶ. Τὴν ὥραν ὁποὺ νὰ ἰδῆτε τὴν ἐπιστολήν μου, νὰ προσκυνήσετε καὶ νὰ ἐβγῆτε εἰς συναπάντησίν μου, καὶ ἐγὼ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ παντοκράτορος Σαβαὼθ νὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ μὴ ποιήσετε ἀλλέως, καὶ ἐγὼ
15θέλω

98

κάμει εἰς τὸν τόπον σας καλὲς νομές, ὡσὰν θέλετε». Καὶ ὡσὰν εἶδαν τὴν ἐπιστολὴν οἱ ἅπαντες τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπροσκύνησαν καὶ ἔγραψαν καὶ αὐτοὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀλέ‐ ξανδρον. Καὶ ἔγραφεν οὕτως:
5tἘπιστολὴ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
6«Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, τὴν ἐπιστολήν σου ἐδεχθήκαμεν καὶ ἐ‐
προσκυνήσαμέν σε. Ἤξευρε καὶ ἂς εἶναι γνωστὸν εἰς τὴν βασιλείαν σου ὅτι ἐμεῖς εἴμεσθεν προσκυνηταὶ καὶ λατρευταὶ τοῦ Θεοῦ Σα‐ βαώθ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν σκλαβίαν τῆς Αἰγύπτου. Καὶ44
10τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν ἐπεράσαμεν καὶ ἤλθαμεν καὶ ἐκατοική‐ σαμεν ἐδῶ. Καὶ τώρα διὰ τὲς ἁμαρτίες μας μᾶς ἔβαλε εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Δαρείου. Καὶ ἐὰν παραδοθῶμεν χωρὶς τὸ θέλημά του, ἔρχεται καὶ αἰχμαλωτίζει μας παντελῶς. Ἀμὴ σύρε ὀμπρὸς

99

εἰς τὸν Δά‐ ρειον καὶ ἂν αὐτὸν νικήσης, ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι σου καὶ ἔλα σέβα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ σὲ εὐφημήσωμεν ὡς βασιλέα τοῦ κόσμου ὅλου». Καὶ εἶδε τὴν ἐπιστολὴν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἀνάγνωσέ την
5καὶ ἔγραψεν ἄλλην, ἡ ὁποία ἔγραφεν οὕτως:
6tΔευτέρα ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου.
7 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς καὶ τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ δοῦλος, εἰς ὅλους τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐγὼ ἔλεγα νὰ μὴν εἶστε τέτοιοι ἄνθρωποι, νὰ ὑψηλοφρονῆτε τὸν Δάρειον, ἐπειδὴ προσκυνεῖτε τὸν παντοκρά‐
10τορα Θεὸν Σαβαώθ. Διατί νὰ εἶστε δοῦλοι τῶν εἰδωλολατρῶν ἀν‐ θρώπων καὶ νὰ μὴν εἶστε ἐδικοί μου, ὁποὺ προσκυνοῦμεν ἕνα Θεόν; Ἐγὼ εἰς τὸν Δάρειον τώρα δὲν ὑπάγω, μόνον ἔρχομαι αὐτοῦ εἰς ἐσᾶς, καὶ κάμετε ὡσὰν γροικᾶτε».

100

(1t)

Πῶς ὁ Ἱερεμίας ἔκαμε συμβούλιον.
2 Καὶ ὡσὰν εἶδε τὴν δευτέραν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου ὁ Ἱε‐ ρεμίας, εἶπεν: Ἄρχοντες τῆς Ἱερουσαλήμ, ἂς τὸν δεχθοῦμεν τὸν Ἀ‐ λέξανδρον νὰ ἔλθη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐγὼ εἶδα εἰς τὸν ὕπνον
5μου τὸν προφήτην Δανιὴλ καὶ εἶπε μου ὅτι αὐτὸς ὁποὺ ἔρχεται θέλει σᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Δαρείου. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος ἤρεσεν εἰς ὅλους τοὺς Ἱεροσολυμίτας.
8tὌνειρον Ἀλεξάνδρου.
9Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος πάλιν εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του τὸν προφήτην
10Ἱερεμίαν ἐνδεδυμένον τὴν ἱερατικὴν στολὴν καὶ τοῦ ἔλεγεν: Ἔλα, τέκνον μου Ἀλέξανδρε, καὶ σέβα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν Ἁ‐ γίαν Σιών, καὶ προσκύνησε τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Καὶ ἀπ’ ἐδῶ θέλεις ὑπάγει

101

εἰς τὸν Δάρειον καὶ θέλεις τὸν νικήσει
μὲ τὰ φουσάτα σου. Καὶ ἀνέστη ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ ἐκίνησε ἴσα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ προφήτης Ἱε‐ ρεμίας ὅτι ἔφθασεν ὁ Ἀλέξανδρος, ὅρισε καὶ ἐσυνάχθησαν ὅλοι,45
5μικροὶ μεγάλοι, διὰ νὰ ἐξέβουν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὁ προφήτης ἐνδύθη στολὴν ἀρχιερατικὴν καὶ χίλιοι ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι καὶ μὲ θυμιατὰ ἀργυρὰ καὶ χρυσὰ εἰς τὰ χέρια καὶ δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι μὲ κηρία καὶ λαμπάδες ἀναμμένες καὶ ἐσυναπάν‐ τησαν καὶ ἐπροσκύνησάν τον.
10 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ὡσὰν εἶδε τὸν προφήτην ὁποὺ ἤρχετον, εἶπεν: Ἄρχοντες, τέτοιας λογῆς τὸν εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου. Καὶ ἐπέζευσαν καὶ ἐπροσκύνησάν τον. Ὁ δὲ προφήτης τὸν ἐθυμίασε μὲ σμύρναν καὶ λίβανον ὡς ἄξιον βασιλέα. Καὶ ἐπίασέ τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἰσέβησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.

102

(1t)

Πῶς εἰσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ
tἐχάρισε δῶρα πολλά.
3 Τότε ὁ Ἀλέξανδρος εἰσέβη καὶ ἐπροσκύνησε τὴν Ἁγίαν Σιών. Καὶ ἔδειξάν του πῶς τὴν ἔκτισεν ὁ Σολομών, ὁ σοφὸς καὶ βασιλεύς.
5Καὶ αὐτὸς ἐρώτησέ τους: Ποίου θεοῦ εἶναι; Καὶ ὁ προφήτης τοῦ εἶπεν: Ἡμεῖς ἕνα Θεὸν προσκυνοῦμεν καὶ πιστεύομεν καὶ ὁμολογοῦ‐ μεν, ὁποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, εἶπεν: Ἐπ’ ἀληθείας, Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου δοῦλοι εἶστε καὶ πιστεύω καὶ ἐγὼ εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ τὸν προσκυνῶ. Καὶ χαρίζω σας καὶ
10τὰ δῶρα καὶ τὸ χαράτζιον ὁποὺ ἤθελα νὰ πάρω ἀπὸ ἐσᾶς. Καὶ ἄμποτες αὐτὸς ὁ Θεὸς νὰ εἶναι μετ’ ἐμένα καὶ νὰ μὲ βοηθῆ εἰς ὅ,τι καὶ ἂν ἤθελα ἐπιχειρισθῆ. Καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἐπῆρε τοὺς ἄρχοντες ὅλους καὶ δῶρα πολλὰ καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξαν‐ δρον. Καὶ

103

αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ τὰ πάρη καὶ εἶπεν: Ἃς εἶναι δω‐ ρήματα εἰς τὸν Θεὸν Σαβαώθ. Καὶ ἐξέβη ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐδιάβη εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἐσυνέβγαλέν τον ἕνα μεσημέρι καὶ εἶπε
5του ὅτι: Ὁ προφήτης Δανιὴλ ἐπροφήτευε πὼς θέλεις ἔλθει εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ προσκυνήσης τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
7tΠαραγγελία Ἱερεμίου.
8 Λέγω σου καὶ ἐγώ, Ἀλέξανδρε, νὰ τὸν προσκυνᾶς καὶ νὰ τὸν παρακαλῆς νυκτὸς καὶ ἡμέρας· καὶ αὐτὸς σοῦ θέλει γένει βοηθός,46
10νὰ ἀφανίσης τὴν δύναμιν τῶν Περσῶν. Καὶ αὐτοῦ ὁποὺ ὑπαγαίνεις εἰς τὴν Αἴγυπτον, θέλεις τὴν ἐπάρει. Καὶ τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας θέλεις σκοτώσει· καὶ εἰς ἀσθένειαν θέλεις πέσει· καὶ ὁ Θεὸς θέλει σὲ βοηθήσει καὶ θέλεις γένει ὅλου τοῦ κόσμου βασιλεύς· καὶ εἰς τὸν

104

Παράδεισον κοντὰ θέλεις ὑπάγει καὶ θέλεις εὕρει ἐκεῖ ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς ἕνα νησὶ φυλακωμένους, ὁποὺ εἶναι τὸ φαγί τους πωρικὰ καὶ τὸ ὄνομά τους εἶναι Μακάριοι· καὶ θέλουν σοῦ ὁμολο‐ γήσει διὰ τὴν ζωήν σου καὶ διὰ τὸν θάνατόν σου. Καὶ αὐτὰ ὅλα θέ‐
5λεις τὰ ἰδεῖ καὶ ἄλλα περισσότερα. Καὶ ἡ εὐχή μου ἔσται μετ’ ἐσένα. Καὶ πάλιν εἶπεν ὁ Ἱερεμίας ὁ προφήτης πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον: Ἔπαρε καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τίποτας καὶ μὴ μᾶς ἀφήσης παραπονεμένους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: Ὅ,τι ὁρίσης, νὰ κάμω. Καὶ ὁ προφήτης ἐπρόσταξε καὶ ἤφεράν του κάποια λιθαρόπουλα, ὁποὺ εἶχαν τὸ ὄ‐
10νομα τοῦ Θεοῦ Σαβαὼθ γραμμένον· καὶ αὐτὰ τὰ ἐβάστα ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἰς τὴν περικεφαλαίαν του, ὅταν ὑπήγαινεν εἰς τὸν πόλε‐ μον. Ἤφεράν του καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Γολιὰθ τοῦ Ἕλληνος καὶ τὴν περι‐ κεφαλαίαν τοῦ ἀνδρειωμένου Σαμψών, ὁποὺ ἦτον μὲ τῶν ὀφιδίων τὰ ὀνύχια κοσμημένη· καὶ τὸ κοντάριον, ὁποὺ εἶχε τὸ ξιφάρι διαμαν‐
15τένιον. Ἤφεράν του καὶ

105

τὸ ἐπανώφορον τοῦ βασιλέως Σαούλ, τὸ ὁποῖον δὲν τὸ ἐπέρνα σίδερον. Ἤφεράν του καὶ οἱ Ἑβραῖοι δωρή‐ ματα, ἄλογα χίλια τοῦ σταύλου καὶ καμήλια χίλια. Καὶ εὐφήμισάν τον καὶ ἐπροσκύνησάν τον ὡς ἄξιον βασιλέα. Καὶ αὐτοῦ τὸν εὐλό‐
5γησεν ὁ προφήτης Ἱερεμίας καὶ ἄφηκέν τον νὰ ὑπάγη.
6tΠῶς ὁ Ἀλέξανδρος ὑπῆγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον
7tκαὶ ἠσθένησε.
8 Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ οἱ Αἰγύ‐ πτιοι ἦλθαν κατεπάνω του νὰ πολεμήσουν καὶ πάλιν δὲν ἐτόλμη‐
10σαν καὶ ἐστράφησαν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔπεσε τριγύρου τὸ κά‐ στρον καὶ ἐπολέμησε δυνατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ δὲν ἠμπό‐ ρεσεν νὰ τὸ πάρη. Καὶ ἐκεῖ κοντὰ εἰς τὸ κάστρον ἦτον μία λί‐ μνη κατὰ πολλὰ κρύα. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡ‐ λίου ὑπῆγεν καὶ ἐκολύμ‐

106

βησε καὶ ἐπίασέ τον τὸ κρύον καὶ ἔπε‐
σεν εἰς ἀρρωστίαν.47
3tΠερὶ τοῦ φουσάτου καὶ τῶν Αἰγυπτίων.
4Καὶ τὰ φουσάτα ἔπεσαν εἰς πίκραν καὶ λογισμὸν καὶ φόβον.
5Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἔκαμαν μίαν πονηρίαν καὶ ἔγραψαν ἐπιστολὴν κρυφὰ καὶ ἔστειλαν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ἔγραφε ταῦτα: «Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, τὸν ἰατρόν σου τὸν Φίλιππον νὰ μὴ τὸν ἐμπιστευθῆς, ὅτι μὲ τὰ βότανά του θέλει σὲ θανατώσει, ὅτι δὲν εἶναι πιστὸς εἰς τοῦ λόγου σου».
10 Καὶ πρὸς τὸν ἰατρὸν ἔγραψαν ἄλλην ἐπιστολὴν καὶ ἔγραφάν του τὰ τοιαῦτα πάλιν καὶ αὐτουνοῦ: «Ἐὰν ἐσύ, ἰατρέ, μὲ τὰ βότανά σου θανατώσης τὸν Ἀλέξανδρον, ἡμεῖς νὰ σὲ κάμωμεν αὐθέντην καὶ νὰ ὀνομασθῆς μέγας εἰς τὸν βασιλέα τὸν Δάρειον». Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Φίλιππος τὴν ἐπιστολὴν τῶν Αἰγυπτίων, εὐθὺς ἔσχι‐

107

σέ την γε‐ λώντας. Καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὴν πρὸς αὐτοὺς οὕτως: «Ὅτι ἐγὼ ἐὰν ἤθελον βασίλειον, ὁ αὐθέντης μου εἶχε νὰ μοῦ δώση καλύτερον ἀπὸ τὸ ἐδικόν σας. Ἐσεῖς εἶστε κλέπται, γάϊδαροι καὶ ἀνέγροικοι ὡσὰν
5τὰ ζῶα, ἀμὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου μία τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι του δὲν τὴν ἀξίζουν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς. Καὶ ἐσεῖς τὴν πανουργίαν ὁποὺ πολεμᾶτε νὰ κάμετε ὀγλήγορα τὴν εὑρίσκετε εἰς τὸ κεφάλι σας. Ἀμὴ νὰ τὸ ἠξεύρετε πὼς ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ὑγιὴς καὶ τίποτας δὲν ἔχει». Καὶ ὡσὰν εἶδαν τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Φιλίππου οἱ Αἰγύ‐
10πτιοι, ἐφοβήθησαν· διότι εἶχαν στείλει πρωτύτερα ἄλλην ἐπιστολὴν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἔγραφεν πώς: «Τὸν Φίλιππον νὰ μὴ τὸν ἐμπιστευθῆς, νὰ μὴ σὲ θανατώση μὲ τὰ βότανά του».

108

(1t)

Πῶς ὁ Φίλιππος ἤφερε τὰ βότανα τοῦ Ἀλεξάνδρου.
2 Καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν ἤφερεν ὁ Φίλιππος τὰ βότανα νὰ τὰ δώση τοῦ Ἀλεξάνδρου νὰ πίη, νὰ ὑγιάνη. Καὶ ἐσηκώθη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐπῆρε τὸ ποτήρι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἰατροῦ καὶ κράζοντας εἶπε:
5Τάχα ἐτοῦτο τὸ ποτήριον διὰ ὑγείαν μου νὰ εἶναι; Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Φίλιππος, ἐγύρισε καὶ ἐπῆρε τὸ ποτήρι καὶ ἔπιε τὸ μισόν. Ἔπειτα τὸ ἔδωκε τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ ἀφοῦ ἔπιεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἔδωκε τὴν ἐπιστολὴν τῶν Αἰγυπτίων τοῦ Φιλίππου, καὶ ἀναγνώθοντάς την ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ κλαίοντας εἶπε: Ἐὰν ἤθελα χαλάσει τὴν
10βασιλείαν σου, τίνος βασιλέως ἤθελα γένει ἰατρός, ὁποὺ ὁ θάνατός
σου ἤθελε ταράξει τὸν κόσμον ὅλον; Καὶ τότε ἔβγαλε καὶ ὁ Φίλιπ‐ πος τὴν ἐπιστολὴν σχισμένην τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἔδειξέ την τοῦ Ἀλεξάνδρου λέ‐48

109

γοντας: Οἱ Αἰγύπτιοι μὲ πανουργίαν ἔγραψαν εἰς τὴν βασιλείαν σου καὶ εἰς ἐμένα· ἀμὴ νὰ δώση ὁ Θεὸς νὰ τὸ εὕρουν ὀγλήγορα εἰς τὸ κεφάλι τους· ἀμὴ ἐγὼ ἐμπιστευμένος εἶμαι καὶ ἐδι‐ κός σου, ὡσὰν ὁ Θεὸς τὸ ἠξεύρει.
5tἈπόκρισις Ἀλεξάνδρου.
6 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν: Ἀλήθειαν λέγεις, Φίλιππε. Ἰατρὸς δὲν χάνει τὸν βασιλέα, διατὶ μεγάλην ἀνεμπιστοσύνην θέλει νὰ ἔχη εἰς αὐτόν. Καὶ ἐκοιμήθη ὁ Ἀλέξανδρος αὐτὴν τὴν ἡμέραν ὅλην καὶ πρὸς τὸ βράδυ ἐσηκώθη καὶ ὅρισε καὶ ἤφεραν ἔμπροσθέν του
10τοὺς Μακεδόνας καὶ ἐδείπνησε μὲ αὐτούς. Καὶ πάλιν ἐκοιμήθη ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἀνεπαύθη.

110

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐπολέμησε τὴν Αἴγυπτον καὶ
tτὴν ἐπῆρε.
3 Καὶ τὸ πρωῒ ὅρισε καὶ ἀρματώθηκαν τὰ φουσάτα. Καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ὁλόγυρα τὸ κάστρον καὶ ἔριχναν ὅλοι λιθάρια μέσα
5εἰς τὸ κάστρον καὶ σαΐττες πολλές· τόσον ὁποὺ δὲν ἐδύνονταν ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦτον μέσα νὰ βλέπουν ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρον. Καὶ οἱ Αἰγύπτιοι τότε ἐβόησαν φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπαν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, συμ‐ πατριῶτα, υἱὲ τοῦ Νεκτεναβοῦ βασιλέως, κάμε ἔλεος εἰς ἐμᾶς. Καὶ ὡς ἤκουσεν, ὅρισε καὶ ἔπαυσεν ὁ πόλεμος. Καὶ αὐτὸς ἐσέβη εἰς τὸ
10κάστρον καὶ ὅλοι τὸν ἐπροσκύνησαν, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ ἐρώ‐ τησέν τους καὶ εἶπε τους: Νὰ μοῦ δείξετε πῶς μὲ εἴπατε ὅτι εἶμαι υἱὸς τοῦ Νεκτεναβοῦ, τοῦ ἐδικοῦ σας βασιλέως· εἰπέτε μου τὴν ἀλή‐ θειαν ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ ὁμολογοῦν τὴν ἀ‐

111

λήθειαν ἀπὸ τὴν ἀρχήν, καθὼς τοὺς ἄφηκε τὴν ἐπιστολὴν ὁ Νεκτεναβός, ὅταν ἐδιάβη ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον· καὶ ἔγραφεν οὕτως:
4tἘπιστολὴ ὁποὺ εἶχεν ἀφήσει ὁ Νεκτεναβὸς εἰς
5tτοὺς Αἰγυπτίους.
6«Ἐγὼ δὲν δύναμαι νὰ ἀντισταθῶ τὸν Δάρειον καὶ ὑπάγω ἀπὸ
ἐσᾶς καὶ θέλω ἔλθει ἕως τριάντα χρόνων. Καὶ νὰ κτίσετε στύλον εἰς τὴν μέσην τοῦ κάστρου καὶ νὰ ἱστορίσετε τὸ πρόσωπόν μου εἰς τὸν στύλον καὶ νὰ βάλετε καὶ τὸ στεφάνι μου ἐπάνωθεν τῆς ἱστορίας.49
10Καὶ εἴ τις ἔλθη καὶ σταθῆ εἰς τὸν στύλον ὑποκάτω καὶ πέση τὸ στε‐ φάνι μου εἰς τὴν κεφαλήν του, αὐτὸν νὰ προσκυνήσετε· ὅτι αὐτὸς εἶναι υἱός μου». Καὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴν γραφὴν ἐγνωρίσαμεν ὅτι εἶσαι αὐθέντης ἐδικός μας. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς ἤκουσε τοὺς λόγους τούτους, ἐπῆγεν
15εἰς τὸν στύλον

112

ὑποκάτω καὶ εὐθὺς ἔπεσε τὸ στεφάνι εἰς τὴν κε‐ φαλήν του. Καὶ εἶδαν ὅλοι οἱ μεγιστάνοι τῆς Αἰγύπτου ἐκεῖνο τὸ παράδοξον καὶ ἐθαύμασαν. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ κάμουν εἰς τὴν Αἴγυπτον στύλους τέσσαρους ὑψηλούς. Καὶ τὸν ἔκαμαν
5τὸν ἕναν περιχρυσωμένον καὶ ὑψηλότερον· καὶ ἱστόρισε τὸν ἑαυτόν του μὲ καθαρὸν μάλαμα· καὶ εἰς τὸν δεύτερον τὸν Πτολεμαῖον· καὶ εἰς τὸν τρίτον τὸν Ἀντίοχον· καὶ εἰς τὸν τέταρτον τὸν Φιλόνην· καὶ τὸν ἐδικόν του τὸν ἔκαμε καὶ ἔβλεπεν μέσα εἰς τὸ κάστρον.
9tΠῶς ἦλθεν ὁ Δάρειος εἰς τὸν Εὐφράτην ποταμόν.
10 Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ χαλάσουν τὸ κάστρον. Καὶ ἔ‐ καμεν τὸν Φίλιππον αὐθέντην πάσης γῆς Αἰγύπτου. Καὶ ηὗρε πολλὰ βλησίδια καὶ ὅλα τὰ ἐμοίρασεν εἰς τὰ στρατεύματά του. Καὶ ὁ Δά‐ ρειος ἦλθε μὲ τὰ στρατεύματά του εἰς τὸν Εὐφράτην πο‐

113

ταμὸν καὶ ἔστειλε καταπατητάδες εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἡ βίγλα τοὺς ἐπίασε καὶ ἤφερέν τους εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ εἶπαν του ὅτι: Ἔρχεται ὁ Δάρειος μὲ φουσάτα πολλὰ κατεπάνω σου. Καὶ πάραυτα ἔφθασαν
5μαντατοφόροι εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπαν ὅτι ἔφθασεν ὁ Δάρειος καὶ ἐπίασε τὸν Εὐφράτην ποταμόν. Καὶ ὡς ἤκουσεν, ὅρισε καὶ ἔ‐ γραψαν τὰ φουσάτα του· καὶ ηὗρεν καβαλλαραίους ἑξακόσιες χι‐ λιάδες καὶ πεζοὺς ἑκατόν. Καὶ ὁ Δάρειος εἶχε χίλιες χιλιάδες καβαλ‐ λαραίους καὶ ἄλλους τόσους πεζούς. Καὶ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἐτυράν‐
10νησεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς καταπατητάδες τοῦ Δαρείου. Καὶ ὁμολό‐ γησαν τὴν ἀλήθειαν, πὼς ὁ Δάρειος ἔχει πολλὰ στρατεύματα. Καὶ τότε ἀργὰ ἀνέβη εἰς ὑψηλὸν βουνὶ καὶ ὅρισε νὰ ἀνάψουν πολλὲς φω‐ τίες. Καὶ εἶδαν οἱ ἄνθρωποι τὸ πλῆθος τῶν φωτιῶν καὶ ἐθαύμασαν. Καὶ τὸ ταχὺ ἄφησε τοὺς καταπατητάδες καὶ εἶπε τους νὰ εἰποῦν
15τοῦ Δαρείου ὅτι: Πρέπει βασιλεὺς μὲ

114

τὸν βασιλέα νὰ πολεμήσω‐
μεν οἱ δύο ὁμοῦ· ἐσεῖς δὲ εἰς τὸν πόλεμον νὰ μὴν ἔλθετε, ὅτι ἔχουν συνήθειαν οἱ Μακεδονῖται καὶ δὲν ἀφήνουν ἄνθρωπον ζωντανόν. Καὶ ὅρισε καὶ ἐφιλοδώρησάν τους ἄρματα μακεδονικὰ καὶ εἶπε50
5τους: Ἐὰν ἔλθετε εἰς τὸν πόλεμον, μὲ ταῦτα τὰ ἄρματα νὰ εἶστε ἐν‐ δεδυμένοι, διὰ νὰ μὴ σᾶς σκοτώσουν οἱ Μακεδονῖται. Καὶ νὰ εἰ‐ πῆτε τοῦ Δαρείου τὰ ὅσα εἴδετε. Καὶ ἄφησέ τους καὶ ὑπῆγαν. Καὶ ἐπῆγαν οἱ καταπατητάδες εἰς τὸν Δάρειον καὶ ὁμολόγησαν ὅ,τι καὶ ἂν εἶδαν μὲ τὰ ὀμμάτια τους καὶ ἐπαινοῦσαν τὸν Ἀλέξαν‐
10δρον πολλά. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Δάρειος, ἐθυμώθη καὶ ὅρισε νὰ κό‐ ψουν τοὺς καταπατητάδες, διὰ νὰ μὴ διηγοῦνται καὶ ἀκούση τὸ στράτευμα τῶν Περσῶν καὶ φοβηθῆ. Καὶ εὐθὺς ἐπρόσταξε νὰ ἑτοι‐ μασθοῦν διὰ νὰ κινήσουν εἰς τὸν πόλεμον.

115

(1t)

Πῶς ἔστειλε τὸν Μίγαντα κατὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
tσυμβουλὴ τῶν ἀρχόντων.
3 Οἱ αὐθεντάδες τῆς Περσίας εἶπαν: Δὲν εἶναι πρέπον, βασιλεῦ, νὰ πολεμήσης ἐσὺ μὲ τὸν Ἀλέξανδρον· διότι εἶναι ἕνας ἅρπαγος
5καὶ μικρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὁποὺ ἔχεις ὑποκάτω εἰς τὴν βασιλείαν σου. Καὶ ὁ Δάρειος ὅρισε νὰ κράξουν τὸν μέγαν βοϊβόντα τὸν Μίγαντα καὶ εἶπε του: Ἔπαρε ἀπὸ τοὺς Πέρσας ἑξα‐ κόσιες χιλιάδες στρατίαν καὶ σύρε. Καὶ ὅπου εὕρης τὸν Ἀλέξανδρον, νὰ μοῦ τὸν φέρης ἐδῶ δεμένον· εἰ δὲ καὶ κάμη νὰ φύγη, νὰ τὸν κυνη‐
10γήσης καταπόδι εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔπαρε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Μήδους διακόσιες χιλιάδες καὶ ἀπὸ τοὺς Αἰθίοπας διακόσιες χι‐ λιάδες καὶ πεζοὺς τοξότας ἑκατὸν χιλιάδες καὶ σύρε εἰς τὸ ἐδικόν μου ῥιζικόν. Καὶ ἐπῆρεν ὁ Μίγας τὰ φουσάτα, καθὼς τὸν ἐπρόσταξεν ὁ Δάρειος, καὶ

116

ἀπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμόν. Καὶ εἶδον τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἑτοιμάσθηκαν νὰ πολεμήσουν.
3tὉμιλία Ἀλεξάνδρου, ὅταν εἶδε τὸν Μίγαν.
4Καὶ ὡς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸ φουσάτον τοῦ Μίγαντος, ὅρισε
5καὶ ἐκαβαλλίκευσαν ὅλοι καὶ ἐλάλησε φωνῆ μεγάλη πρὸς τὸ στρά‐ τευμά του καὶ εἶπεν: Ὦ θαυμαστοὶ καὶ ἀνδρειωμένοι Μακεδόνιοι καὶ Παμφλαγόνες καὶ Λακεδαιμόνιοι, ἀκούσατε ὅλοι. Ἡ σκέπη τοῦ μεγάλου Θεοῦ Σαβαώθ, ὁποὺ μᾶς ἐβοήθησεν καὶ ἐπήραμεν τὴν Ῥώ‐
μην καὶ ὅλα τὰ νησία, τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἕως51
10τὸν μέγαν βασιλέα Δάρειον ἤλθαμεν· καὶ ἐὰν αὐτὸν νικήσωμεν, φήμην μεγάλην θέλομεν λάβει· εἰ δὲ νικήση μας, εἰς ὅλον τὸν κό‐ σμον θέλει μᾶς κυνηγήσει. Ἀμὴ κάλλιον εἶναι εἰς ἡμᾶς τὴν σήμερον ἡμέραν νὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι εἰς τὸν

117

πόλεμον, παρὰ νὰ φύγωμεν ἀπὸ τοὺς Πέρσας.
3tΓνωμικόν.
4Καὶ τῶν φρονίμων ἀνθρώπων καὶ ἀνδρειωμένων κάλλιον εἶναι
5θάνατος τιμημένος παρὰ ζωὴ ἄχρηστος. Ἀμὴ νὰ τὸ ἠξεύρετε ὅτι θέλομεν τοὺς τζακίσει ὀγλήγορα, ὅτι ὁ βασιλεὺς δὲν εἶναι μὲ αὐτούς, καὶ κάθε στράτευμα χωρὶς τὸν βασιλέα εἶναι ἀποκεφαλισμένον. Καὶ ἡμᾶς ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωκε, ὅπου καὶ ἂν ἐπήγαμεν, ἐνικήσαμεν. Ἀμὴ τώρα παρακαλῶ σας, ἀπὸ τοὺς πολέμους ὁποὺ ἐπολεμήσαμεν ἕως
10τώρα, ὡς δυνόμεσθεν, ἂς ἀγωνισθοῦμεν· ὅτι τὸ φουσάτον ὁποὺ ὑ‐ πάγει πρόθυμον εἰς τὸν πόλεμον εἶναι ἀνδρειωμένον. Καὶ ἔτζι νὰ κάμετε καὶ ἐσεῖς, διὰ νὰ φανῆτε ἀνδρειωμένοι. Καὶ παρευθὺς ἐκαβαλ‐ λίκευσεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔβαλε τὴν περικεφαλαίαν εἰς τὴν κε‐ φαλήν του καὶ ἐδιαμοίρασε τὰ φουσάτα του εἰς τρία

118

μέρη. Καὶ ἐκίνησαν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀτός του ἤρχετο ὄπισθεν μὲ τὴν τάξιν του. Καὶ ἀπέστειλε τὸν Ἀντίοχον καὶ τὸν Πτολεμαῖον εἰς δύο τά‐ ξεις. Καὶ πάραυτα ἐπῆγαν κατὰ τῶν Περσῶν καὶ ἐκτύπησαν μὲ τὰ
5κοντάρια καὶ τὰ ἐτζάκισαν. Καὶ ἔβγαλαν τὰ σπαθία καὶ ἐκτυπή‐ θηκαν κατὰ πρόσωπον καὶ οἱ Πέρσαι δὲν ἐδυνήθηκαν νὰ βαστάξουν τὰ ἀκονισμένα σπαθία τῶν Μακεδόνων καὶ ἔδωκαν ὀπίσω καὶ ἔ‐ φυγαν εἰς τὸν τόπον τους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος κυνηγώντας τοὺς Πέρ‐ σας ἦλθεν ἕως εἰς τὸ κονάκι τοῦ Δαρείου.
10tΠῶς ἔφυγεν ὁ Δάρειος.
11 Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Δάρειος τὸ στράτευμά του τζακισμένον, ἐκα‐ βαλλίκευσεν εἰς ἕνα ἄλογον ὀγλήγορον καὶ ἔφυγεν. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐ δρος ὅρισε καὶ ἔθαψαν ὅσους καὶ ἂν ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τὸ στράτευμα τοῦ Δαρείου καὶ ὅσους ἐπίασε ζωντανοὺς τοὺς

119

ἀπόλυσε. Καὶ ἐπαράγγειλέ τους νὰ εἰποῦν τοῦ Δαρείου τὰ τοιαῦτα λόγια, ὅτι: Κάλλιον σοῦ εἶναι, βασιλεῦ Δάρειε, νὰ αὐθεντεύης τὴν Περσίαν
καὶ νὰ δίδης χαράτζιον, παρὰ νὰ κάμης ἄλλον πόλεμον μὲ τοὺς Μα‐52
5κεδονίτας· διότι σοῦ ἐσκότωσαν τὸν ἀνδρειωμένον Μίγαντα καὶ θέ‐ λουν σκοτώσει καὶ ἐσένα. Καὶ ἐσηκώθη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἐχάλασαν τὰ γεφύρια ὅλα τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ὁ Δάρειος εὐθὺς ἔγραψεν ἐπιστολὲς εἰς ὅλον του τὸ βασίλειον νὰ συναχθοῦν εἰς τὴν Βαβυλώνα. Καὶ ἐμαζώχθησαν
10ὅλοι καὶ ἔγραψαν τὸ φουσάτον καὶ εὑρέθηκαν δύο φορὲς χίλιες χιλιάδες. Καὶ ἐκίνησαν κατεπάνω τοῦ Ἀλεξάνδρου.

120

(1t)

Πῶς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸ φουσάτον τοῦ Δαρείου καὶ
tἐφοβήθη.
3 Ὁ Ἀλέξανδρος, ὡς εἶδε τὰ στρατεύματα τοῦ Δαρείου τόσον πολλά, ἐπῆρε μέγαν φόβον εἰς τὴν καρδίαν του καὶ δὲν ὁμολόγησε
5τινός. Ἀμὴ ἐπεριπάτει μέσα εἰς τὸ φουσάτον καὶ ἔλεγεν: Ὦ ἀνδρειω‐ μένοι μου Μακεδονῖται καὶ Λακεδαιμονῖται, πᾶς ἄνθρωπος ὁποὺ νὰ φεύγη, γλήγορα τὸν πιάνουν καὶ ἀπὸ τῶν λεόντων τὴν φωνὴν πολλὰ ζῶα ψοφοῦν. Ἔτζι καὶ αὐτοί, μόνον νὰ ἀκούσουν ὅτι ὑπά‐ γομεν κατεπάνω τους, ἀπὸ τὸν φόβον τους ἀποθαίνουν. Καὶ ἡμεῖς
10τώρα ἀρχίσαμεν νὰ τοὺς κυνηγοῦμεν καὶ νὰ τοὺς σκοτώνωμεν· ὅτι αὐτὸ ἔγινε συνήθεια νὰ φεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς καὶ νὰ νικῶνται. Ἀλήθεια, καὶ ὁ Δάρειος πολὺ στράτευμα ἤφερε, ἀμὴ τὸ ἐδικόν μας εἶναι καλο‐ ρίζικον καὶ πάντοτε νικᾶ. Ἀρχὴ καὶ πρῶτον ἐσκοτώσαμεν τὸν μέ‐

121

γαν πρωτοστάτορα Μίγαντα καὶ τὸν Δάρειον αὐτὸν θέλομεν σκο‐ τώσει. Καὶ τώρα θέλω σᾶς ἰδεῖ τί ἀνδρείαν ἔχετε καὶ τὴν θέλετε δείξει. Αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐκίνησεν μὲ χίλιες χιλιάδες στρατόν, ὅλοι ἀρματωμένοι.
5tὉρισμὸς Ἀλεξάνδρου.
6 Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐδιαλάλησε εἰς ὅλον του τὸ φου‐ σάτον ὅτι εἴ τις πεζεύση πρὶν νὰ τελειώση ὁ πόλεμος, νὰ δέρνεται ὡσὰν ἄπιστος καὶ νὰ θανατώνεται ὡς ἀποστάτης καὶ ἃς ἔχη αὐτὸς τὸ κρίμα.
10tὌνειρον Ἀλεξάνδρου.
11Αὐτὴν τὴν ὥραν ἐκοιμήθη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ εἶδεν εἰς τὸν ὕ‐
πνον του τὸν προφήτην Ἱερεμίαν καὶ εἶπε του: Σύρε, τέκνον μου Ἀλέξανδρε, κατεπάνω τοῦ Δαρείου καὶ μὴν ἔχης ἔ‐53

122

γνοιαν, ὅτι ἔχεις βοηθὸν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Καὶ βάστα εἰς τὸ κεφάλι σου τὸ λιθαρόπουλον ὁποὺ σοῦ ἔδωκα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἔχε πάντοτε τὸν νοῦν σου νὰ ἐπικαλῆς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ
5καὶ τῆς γῆς Σαβαώθ, καὶ θέλεις νικήσει τὸ φουσάτον του ὅλον, ὅσον καὶ ἂν ἔρχεται. Καὶ ἀνέστη ἀπὸ τὸν ὕπνον ὁ Ἀλέξανδρος μὲ χαρὰν μεγάλην. Καὶ τὴν αὐγὴν ἐκίνησεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν πό‐ λεμον καὶ ὅρισε νὰ λαλήσουν τὰ ὄργανα ἀπὸ τὰ δύο μέρη. Καὶ τὰ φουσάτα του τὰ ἐμοίρασεν εἰς τρία μέρη. Καὶ ὁ Δάρειος, ὡσὰν εἶδε
10τὸν Ἀλέξανδρον, τὰ ἔκαμε καὶ αὐτὸς εἰς τρία μέρη.
11tΠῶς ἐπολέμησαν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Δάρειος.
12 Καὶ ἐκτύπησαν τὰ στρατεύματα μὲ τὰ κοντάρια καὶ μὲ τὰ σπα‐ θία καὶ ἦτον ὁ κτύπος τῶν κονταριῶν καὶ τῶν σπαθίων καὶ ὁ χρε‐

123

μετισμὸς τῶν ἀλόγων τόσος, ὁποὺ ἠκούετο εἰς πολὺν τόπον. Καὶ τόσον κόψιμον καὶ αἱματοχυσία ἔγινεν αὐτὴν τὴν ἡμέραν, ἀπὸ τὸ ταχὺ ἕως τὸ βράδυ, ὁποὺ ἐτρόμαξε καὶ ἡ γῆ τόσον, ὁποὺ τὸ αἷμα ἔτρεχεν ὡσὰν ποταμός.
5tΦυγὴ τῶν Περσῶν.
6 Καὶ οἱ Πέρσαι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ βαστάξουν τὸν πόλεμον καὶ ἔδωκαν νὰ φύγουν εἰς τὸν τόπον τους. Καὶ οἱ Μακεδονῖται τοὺς ἐδίωχναν τρία ἡμερόνυκτα. Καὶ ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τοὺς Πέρσας ἑκατὸν τέσσαρες χιλιάδες καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου πέντε χιλιάδες.
10Καὶ ἐπίασαν ζωντανοὺς διακόσιες χιλιάδες καὶ ἤφεράν τους εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ εἶπε τους: Πλέον εἰς τὸν πόλεμον νὰ μὴν ἐλθῆτε, ἂν θέλετε νὰ ἔχετε τὴν ζωήν σας. Καὶ ὅρισε καὶ ἀπόλυσάν τους.

124

(1t)

Περὶ τῆς φυγῆς τοῦ Δαρείου.
2 Ὁ δὲ Δάρειος ὁ βασιλεὺς ἔφυγε μὲ ἑκατὸν στρατιώτας, ὀγλή‐ γορους καβαλλαραίους, καὶ ἐσέβη εἰς τὸ κάστρον τῆς Περσίας. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔφθασεν εἰς τὸ κάστρον τῆς Βαβυλωνίας. Οἱ
5δὲ Βαβυλώνιοι ἐξέβησαν εἰς πόλεμον καὶ δὲν τὸν ἄφησαν νὰ τεντώση
εἰς τὸ κάστρον· ὅτι ἡ Βαβυλώνα ἦτον κατὰ πολλὰ μεγάλον κάστρον. Καὶ ἔτρεχεν ὁ Εὐφράτης ποταμὸς ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ κάστρου καὶ ἐξέβαινεν καὶ ἔτρεχεν ὁλόγυρα τὴν Βαβυλώνα. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐπῆγε καὶ ἐτέντωσε ἀπάνω τοῦ κάστρου.54
10tΠῶς ἐπῆρεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν Βαβυλώνα.
11 Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔσκαψαν αὐλάκια μέσα ἀπὸ τὸ φουσάτον· καὶ τὰ ἔκαμεν πολλὰ βα‐

125

θέα καὶ πλατέα, ὅσον νὰ σέβη τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ἦσαν ἑτοιμασμένοι. Οἱ δὲ Βαβυλώνιοι εἶχαν μίαν βραδέαν ἑορτὴν μεγάλην τοῦ θεοῦ τους τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐπῆγαν μὲ τὲς γυναῖκες καὶ τὰ παιδία τους
5νὰ προσκυνήσουν εἰς τὸν ναόν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος αὐτὴν τὴν νύκτα ἐγύρισε τὸν ποταμὸν εἰς τὰ αὐλάκια καὶ ὀλιγόστευσε τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ἐσέβη μὲ τὸ φουσάτον του εἰς τὴν Βαβυλώνα καὶ ὅρισε καὶ ἔβαλαν στίαν ὁλόγυρα τῆς Βαβυλῶνος. Καὶ ὡς εἶδαν οἱ Βαβυ‐ λώνιοι τὴν πονηρίαν τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐπροσκύνησάν τον καὶ ἐβόη‐
10σαν φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπαν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, ἐλέησέ μας διὰ τὸν θεὸν καὶ μὴν μᾶς ὀργισθῆς. Εὐθέως ὡς ἤκουσεν, τοὺς ἐλυπήθη καὶ ἔστειλε καὶ ἔσβησε τὴν φωτίαν καὶ ἔπαυσεν ἡ καῦσις.

126

(1t)

Πῶς εὐφήμισαν οἱ Βαβυλώνιοι τὸν Ἀλέξανδρον.
2 Τότες οἱ Βαβυλώνιοι εἶπαν τὴν πρέπουσαν φήμην τοῦ βασιλέως: Πολλὰ τὰ ἔτη σου, βασιλεῦ τῆς οἰκουμένης ὅλης. Καὶ ἤφεράν του δῶρα πολλὰ καὶ ἐξέβαλαν καὶ τὸ χρυσάφι τοῦ Δαρείου, τάλαντα δύο
5χιλιάδες, καὶ ἄλογα τοῦ σταύλου χίλια καὶ λέοντες ἑκατὸν μὲ ἅλυσες ἀργυρὲς καὶ πάρδους τοῦ κυνηγίου χιλίους καὶ ἄτια ἀραπικὰ πεντακό‐ σια κατὰ πολλὰ ὀγλήγορα καὶ κλοντήρια χρυσὰ δύο χιλιάδες, ὁ‐ μοίως καὶ κοῦπες χίλιες καὶ ἄλογα ἀρματωμένα χιλιάδες τρεῖς μὲ τῶν ὀψαρίων τὰ πετζία, ὁποὺ δὲν τὰ περνᾶ σίδερον. Ἤφεράν του
10καὶ τὸ ἐπανωφόρι τοῦ Ξέρξου, τοῦ βασιλέως τῆς Περσίας, ὁποὺ ἦτον μὲ τῶν ὀφιδίων τὰ ὀνύχια ἐγκοσμημένον καὶ μὲ πολύτιμα λι‐ θαρόπουλα. Ἤφεράν του καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σοσόνχου τοῦ βασιλέως, ὁποὺ ἔγινεν καὶ αὐτὸς τοῦ κόσμου ὅλου

127

βασιλεύς. Ἤφεράν του καὶ τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως Δαρείου, ὁποὺ ἦτον καμωμένη ἀπὸ ζαφείρια, πράγμα πολύτιμον· καὶ ὅταν ἔτρωγεν ἐπάνω εἰς αὐτήν, ποτὲ κακὴν καρδίαν δὲν εἶχε. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐστάθη εἰς τὴν
5Βαβυλώνα ἡμέρας τριάκοντα.55
6tΠῶς ἐλυπήθη ὁ Δάρειος κατὰ πολλά.
7 Καὶ ὁ Δάρειος, ὡσὰν ἤκουσεν ὅτι ἐπῆρεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν Βαβυλώνα, ἐπικράνθη πολλὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του λέγοντας: Ὤ, τί ἔπαθα ἐγὼ ὁ ἄθλιος! Καὶ πῶς τὸν ἐμαυτόν μου ὕψωσα ἕως τὸν
10οὐρανόν! Καὶ ἐπιγείους ἀνθρώπους δὲν ἐκαταδεχόμουν νὰ συντύχω καὶ τώρα ἔπεσα κάτω ὡσὰν ἀχαμνότερος τοῦ κόσμου ὅλου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐπερίλαβε τὸ βασίλειον μου ὅλον. Ἀμὴ καλὰ λέγει ὁ λόγος: Ὅποιος ἄνθρωπος παίρνει μὲ ἀδικίαν ὕστερον πληρώνει μὲ ἔλλειψιν καὶ στενοχωρίαν καὶ μὲ δάκρυα. Καὶ ὁ

128

Σολομὼν εἶπεν: Ὅπου εἰς τὴν ἀρχὴν χαρὰ γίνεται, ὕστερον γίνεται θλῖψις καὶ στενοχωρία. Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι θλίβεται ὁ Δάρειος, εἶπαν παρηγορώντας τον:
5tΠαρηγορία τοῦ Δαρείου.
6 Ὦ θαυμαστὲ βασιλεῦ καὶ ἐνδοξότατε, ἐσὺ ἠξεύρεις πόσον χα‐ ράτζιον ἤρχονταν ἀπὸ τὸν Φίλιππον καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς ὅλους. Καὶ μὴ πικραίνεσαι, ὅτι τὸ καράβι τὸ μεγάλον, ὅταν τὸ πολεμᾶ πολὺς ἄνεμος δυνατά, κινδυνεύει ἕως νὰ ὑπάγη εἰς τὸν λιμένα. Ἔτζι
10εἶναι καὶ τὸ βασίλειον τὸ μέγα. Ὅμως ἐχθὲς ἐνίκησεν αὐτός, αὔριον θέλομεν νικήσει ἡμεῖς αὐτόν, ὅτι οἱ Πέρσαι πολλὴν δύναμιν καὶ καβάλλαν ἔχουν.

129

(1t)

Πῶς ἕνα ἀρχοντόπουλον ἔβαλε βουλὴν νὰ σκοτώση
tτὸν Ἀλέξανδρον.
3 Καὶ εὐθὺς ἐξέβη ἕνα ἀρχοντόπουλον ὀνόματι Ἄβυσσος, ἠγαπη‐ μένον τοῦ Δαρείου, καὶ εἶπεν: Ὑψηλότατε βασιλεῦ, πᾶς ἄνθρωπος
5πρέπει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν στενοχωρίαν τοῦ αὐθεντός του. Καὶ ἐγὼ βλέποντας ἐτούτην τὴν ἀνάγκην ἐπαρακινήθηκα νὰ χάσω τὴν ζωήν μου διὰ τὴν ἀγάπην σου· νὰ πηγαίνω νὰ φονεύσω τὸν Ἀλέ‐ ξανδρον διὰ νὰ ἐλευθερώσω τὸ βασίλειόν σου.
9tἈπόκρισις Δαρείου.
10 Ὁ δὲ Δάρειος τοῦ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Ἠγαπημένε μου Ἄβυσσε, ἐὰν ἐσὺ φονεύσης τὸν Ἀλέξανδρον, ὅλην τὴν Περσίαν τὴν ἐλευθε‐ ρώνεις. Καὶ ὁ θάνατος ὁ ἐδικός σου θέλει εἶναι ζωὴ ὅλης τῆς Περσίας καὶ θέ‐56

130

λει μείνει τὸ ὄνομά σου ὡσὰν νὰ ἤσουν ζωντανὸς καὶ καλύ‐ τερα καὶ τὸ βασίλειόν μου ἀπὸ τὸ χέρι σου θέλει μοῦ γένει δοσμένον καὶ θέλει ἀκουσθῆ ἡ φήμη σου εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
4tΠῶς ὑπῆγεν ὁ Ἄβυσσος.
5 Καὶ παρευθὺς ὑπῆγεν ὁ Ἄβυσσος καὶ ἐσέλλωσε τὸ ἄλογόν του. Καὶ ἀρματώθη καλὰ καὶ ἐκαβαλλίκευσε καὶ ἔβαλεν ἐπάνω κλίβανον, σημάδι τῆς Μακεδονίας, καὶ ἐπῆγε καὶ ἐσμίχθη μὲ τὸ στράτευμα τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀρματωμένος εἶχε καβαλλικεύ‐ σει καὶ ἔγραφε τὸν στρατόν. Καὶ ὁ Ἄβυσσος ἦλθε κοντὰ εἰς τὸν
10Ἀλέξανδρον καὶ ἔσυρε τὸ σπαθὶ καὶ ἦλθε νὰ τὸν κτυπήση εἰς τὰ ὀμμάτια. Καὶ δὲν τὸν ἐπίτυχεν, μόνον ἔδωκεν εἰς τὴν περικεφαλαίαν καὶ ἔκοψε τὴν κορυφήν της καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ ἐξούρισέ το ὡσὰν ξυράφι. Ἐγνώρισεν εὐθὺς ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι δὲν ἦτον παν‐ ουργία ἀπὸ

131

τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐδικούς του καὶ εἶπε: Δὲν μοῦ τὸ ἔδωκε χέρι μακεδονικόν, ἀμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνάνδρους Πέρσας εἶναι. Καὶ εὐθὺς ἅρπαξαν τὸν Ἄβυσσον καὶ ἐπῆραν του τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ ἐξαρμάτωσάν τον καὶ ἤφεράν τον εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.
5Καὶ εἶπεν του ὁ Ἀλέξανδρος: Πόθεν εἶσαι, ἄνθρωπε; Καὶ τὸ ὄνομά σου πῶς σοῦ τὸ λέγουν; Καὶ αὐτὸς εἶπε: Τὸ ὄνομά μου λέγεται Ἄ‐ βυσσος καὶ εἶμαι ἀπὸ τὴν Περσίαν, πρῶτον ἀρχοντόπουλον τοῦ Δαρείου. Καὶ διὰ τὴν ἀγάπην του ἦλθα νὰ σὲ φονεύσω καὶ νὰ χαθῶ καὶ ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὥραν, διὰ νὰ ἐλευθερωθῆ ὁ αὐθέντης μου καὶ
10ὅλη ἡ Περσία ἀπὸ τὸ ἐδικόν σου φουσάτο. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸν εἶπε: Ὦ ἄτυχε Ἄβυσσε, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ αὐθεντός σου ἔκαμες τέτοιαν δουλείαν; Ἐγὼ τώρα ἤθελα εἶμαι χαμένος ἀπὸ τὸ χέρι σου· καὶ πῶς λέγεις νὰ μείνης πλέον ζωντανός; Καὶ ὁ Ἄβυσσος εἶπεν: Ἐγὼ ἤθελα νὰ κάμω τὸ θέλημα τοῦ αὐθεντός μου διὰ νὰ χαρῆ, καὶ
15διὰ λό‐

132

γου μου, ὡς ἤθελαν οἱ θεοί, ἤθελε γένει. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν: Ἄνθρωπον ὁποὺ φυλάγει ὁ Θεός, ἀνθρώπου χέρι δὲν δύναται νὰ τὸν βλάψη ἢ νὰ τὸν σκοτώση· ἀμὴ ἐσὺ σήμερον νὰ εἶσαι χαμένος. Καὶ ὁ Ἄβυσσος ἀπεκρίθη καὶ εἶπε:
5Εἰς τὸ χέρι τῆς βασιλείας σου εἶμαι, καὶ κάμε ὅπως ὁρίζεις. Καὶ ὁ
Ἀλέξανδρος εἶπεν: Ἐπειδὴ διὰ τὸν αὐθέντην σου ἔβαλες τὴν ζωήν σου εἰς θάνατον καὶ ἔκαμες τοιαύτην δουλείαν ὁποὺ δὲν τὴν ἔκαμεν ἄνθρωπος, χαρίζω σου τὴν ζωὴν καὶ σύρε εἰς τὸν Δάρειον τὸν βασι‐ λέα καὶ εἰπέ του: Ἄνθρωπον ὁποὺ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἀνθρώπου57
10χέρι δὲν δύνεται νὰ τὸν σκοτώση. Καὶ ἂς γυρίση τὴν καρδίαν του τὴν ὑψηλόφρονα καὶ ἂς προσκυνήση καὶ ἂς μοῦ φέρη χαράτζιον καὶ φουσάτον καὶ ἂς κάθεται εἰς τὴν Περσίαν καὶ ἂς βασιλεύη. Καὶ ὁ Ἄβυσσος ἐπροσκύνησε καὶ ἐδιάβη εἰς τὸν Δάρειον καὶ ὁμολόγησεν ὅσα ἔκαμεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Τότε ὁ

133

Δάρειος ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπεν: Ἐσύ, Ἄβυσσε, ἐπλήρωσες εἴ τι μοῦ ἔταξες· ἀμὴ εἴ τι θέλουν οἱ θεοί, ἐκεῖνο γίνεται. Καὶ ὁ Ἄβυσσος εἶπε: Νὰ ἠξεύρης, βασιλεῦ, ὅτι ἐγὼ τὴν καρδίαν σου ἔκαμά την μὲ τὸ σπαθί
5μου καὶ ἐθανατώθηκα διὰ ἀγάπην σου. Καὶ ἄλλην ζωὴν δὲν ἔχω νὰ δώσω πλέον διὰ λόγου σου. Καὶ προσκυνῶ τὴν βασιλείαν σου καὶ ὑπάγω νὰ δουλεύσω ἐκεῖνον ὁποὺ μοῦ ἐχάρισε τὴν ζωήν μου. Καὶ ἑτοιμάζετο νὰ κινήση νὰ ὑπάγη.
9tΓνωμικόν.
10 Καὶ ὁ Δάρειος ἐλυπήθη καὶ εἶπε: Τοῦ καλορίζικου ἀνθρώπου καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βοηθοῦν καὶ τοῦ κακορίζικου καὶ οἱ ἄρχοντές του ἀφήνουν τον καὶ φεύγουν. Καὶ ὅποιος ἄνθρωπος ὑψώνεται πολλὰ ὀγλήγορα πέφτει κάτω. Καὶ ὁ Ἄβυσσος ἐκίνησε πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ τοῦ ἐπαράγγειλεν ὁ Δάρειος νὰ τοῦ εἰπῆ
15οὕτως:

134

«Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, μὴν ὑψώνεσαι τόσον πολλά, ὅτι ὁποὺ ὑψώνεται πολλὰ ὀγλήγορα πίπτει κάτω. Καὶ ὁ Σόσονχος ὁ βασιλεὺς ἦτον ὅλου τοῦ κόσμου βασιλεὺς καὶ ἐκίνησεν νὰ ὑπάγη εἰς τὸν Παράδεισον ἀπὸ τὴν ὕψωσίν του καὶ οἱ θεοὶ ἄφησαν ἐκεί‐
5νους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ἐσκότωσαν ἀντάμα μὲ τὰ φουσάτα του. Καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίας Ξέρξης ἀπὸ τὴν ὑπερηφανίαν του τὴν πολλὴν ἐσκοτώθη ἀπὸ τοῦ Δαφναίονος τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐχάθη. Ὁμοίως καὶ ἐγὼ ὑψώθηκα καὶ τώρα παιδεύομαι ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μου. Καὶ ἐσύ, Ἀλέξανδρε, μὴν ὑψώνεσαι τόσον πολλὰ καὶ ὕστερον
10πέσης κάτω. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ ἔχωμεν ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν, σώνει σου ὁ τόπος ὅλος τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ πατρικόν σου καὶ ἀναπαύου· εἰ δὲ καὶ δὲν σοῦ ἀρέση τοῦτο, ἡμεῖς κάλλιον ἔχο‐ μεν νὰ ἀποθάνωμεν ὁμοῦ μὲ τὸ βασίλειόν μας, παρὰ νὰ σὲ προσκυνή‐ σωμεν. Διότι βασιλεὺς δὲν προσκυνᾶ ἄλλον βασιλέα· καὶ

135

ὅταν σκοτωθῆ ὁ ἕνας, εἰρηνεύει ὁ ἄλλος. Καὶ ἐὰν δὲν σοῦ ἀρέση κα‐ θὼς σοῦ παραγγέλλω, ἂς εἶσαι ἕτοιμος διὰ πενήντα ἡμέρας νὰ πολεμήσωμεν μὲ τοὺς Πέρσας ὁποὺ μοῦ ἀνέμειναν, τοὺς ἀσα‐
58
5λεύτους καὶ ἀνδρειωμένους. Καὶ ἐσένα μὲ τὰ φουσάτα σου θέλο‐ μεν ἀφανίσει, ἢ ἡμεῖς ὅλοι, καθὼς εὑρισκόμεσθεν, νὰ χαθοῦμεν παντελῶς, καὶ οἱ θεοὶ τὸ δίκαιον εἰς τὸ χέρι τους τὸ ἔχουν καὶ ὅπου ὁρίσουν θέλουν τὸ δώσει». Καὶ ἐδιάβη ὁ Ἄβυσσος εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.
10tΠῶς ἐπῆγεν ὁ Ἄβυσσος εἰς τὸν Ἀλέξανδρον.
11 Καὶ ὡσὰν ὑπῆγεν ὁ Ἄβυσσος εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, ὅ,τι εἶπεν ὁ Δάρειος, ὅλα τὰ ἀνήγγειλε τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὡσὰν τὰ ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε: Τὸ βασίλειον εἶναι πολλὰ γλυκὸν καὶ διὰ τὸ ὁποῖον πρέπει κάθε βασιλεὺς νὰ μάχεται
15καθὼς ἠμπορεῖ.

136

Καὶ κατὰ τὲς ἀπόκρισες ὁποὺ μοῦ κάνει ὁ Δάρειος εἶναι πολλὰ ἀδύνατον νὰ εἰρηνεύσωμεν· ὅμως ὁ Θεὸς ἂς δώση τὴν εἰρήνην.
4tὌνειρον ὁποὺ εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος.
5 Αὐτὴν τὴν νύκτα εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ὄνειρον ὅτι ἦλθεν ὁ προφήτης Ἱερεμίας καὶ ἦτον ἐνδεδυμένος ἀρχιερατικὴν στολήν, ὡσὰν τὸν εἶδεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ εἶπε του: Ὀγλήγορα ὕπαγε εἰς τὸν Δάρειον ἀποκρισάρης καὶ καταπάτησέ τον, ὁμοίως καὶ τὰ στρα‐ τεύματα τῆς Ἰνδίας, ὁποὺ ἔρχουνται κατεπάνω σου· καὶ ἐὰν σὲ γνω‐
10ρίσουν, ὁ Θεὸς θέλει σὲ φυλάξει. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐξύπνησε καὶ ὅρισε καὶ ἦλθεν ὁ Πτολεμαῖος καὶ ὁ Φιλόνης καὶ ὁ Ἀντίοχος καὶ εἶπε τους τὸ ὄνειρον. Καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγη καὶ ἐπαράγγειλέ τους τὰ τοιαῦτα: Ἐὰν μοῦ πέση κίνδυνος καὶ χαθῶ, ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου
15νὰ τὰ μοιράσετε ἀνάμεσόν σας· καὶ τὸ

137

σκαμνὶ τῆς Μακεδονίας νὰ τὸ φυλάξετε καλά, νὰ στέκεται εἰς τὸ ὄνομά μου. Καὶ αὐτοὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ὑπάγη καὶ ἐγένετο θρῆνος πολύς. Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπεν: Ἐὰν ὁ Θεὸς θέλη νὰ χαθῶ, ὅλου τοῦ κόσμου τὰ χέρια δὲν
5δύνονται νὰ μὲ γλυτώσουν· καὶ ἐὰν ὁ Θεὸς μὲ φυλάξη, ὅλα τῆς Περ‐
σίας τὰ χέρια δὲν δύνονται νὰ μὲ σκοτώσουν.59
7tΠῶς ὑπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος ἀποκρισάρης εἰς τὸν Δάρειον.
8 Καὶ ἐκίνησεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ ὑπάγη ἀποκρισάρης εἰς τὸν Δάρειον. Καὶ ἐνδύθηκε περσικὴν φορεσίαν· καὶ εἰς τὸ κεφάλι του
10ἔβαλεν χαλμούτζαν μὲ χρυσομάργαρον καὶ μὲ λιθαρόπουλα ἐγκο‐ σμημένον καὶ ἐπάνω εἰς τὴν φορεσίαν του ἔβαλε τάμπαριν φοινι‐ κιώτικον, καὶ αὐτὸ μὲ τῆς ἀσπίδας τὰ κερατόπουλα καὶ μὲ χρυσὲς φόλες μεγάλες. Καὶ ὁ Δάρειος ἤκουσεν ὁποὺ

138

ἔρχεται ἀποκρισά‐ ρης, ἐποίησε σύναξιν μεγάλην καὶ θαυμαστὴν διὰ νὰ φανῆ θαυμαστὸς βασιλεύς. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐσέβη εἰς τὸ παλάτι τοῦ Δαρείου καὶ ἔδωκε τὴν ἐπιστολὴν καὶ εἶπεν: Ὁ αὐθέντης μου, ὁ βασιλεὺς Ἀλέ‐
5ξανδρος, πολλὰ χαιρετᾶ τὴν βασιλείαν σου· καὶ εἶπε μου νὰ ἀνα‐ γνώσουν τὴν ἐπιστολὴν καὶ νὰ μοῦ δώσης τὴν ἀπόκρισιν. Καὶ ὁ Δάρειος ἐκάθονταν εἰς ἕναν θρόνον ὑψηλὸν βήματα τέσσαρα. Καὶ τριγύρω του ἦσαν ὡσὰν ἀγγελικὰ πρόσωπα, καμωμένα μὲ λαμπάδες, καὶ τὸ παλάτιον ὅλον περιχρυσωμένον καὶ ἐστολισμένον
10ὡραιότατα. Καὶ ἦσαν καὶ τέσσαρες στύλοι εἰς τὴν μέσην τοῦ πα‐ λατίου καὶ εἶχαν τέσσαρα λιθάρια καὶ ἔφεγγαν τὴν νύκτα ὡσὰν λαμπάδες εἰς ὅλον τὸ παλάτιον. Καὶ οἱ ἄρχοντες ἔστεκαν καὶ ἐθαύ‐ μαζαν τὴν ὡραιότητα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὴν φορεσίαν ὁποὺ ἐφόρει. Καὶ ἐπρόσταξεν ὁ Δάρειος νὰ ἀναγνώσουν τὴν ἐπιστολὴν
15τοῦ Ἀ‐

139

λεξάνδρου μεγαλοφώνως. Καὶ ἔγραφεν οὕτως·
tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου.
3 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ τοῦ κόσμου ὅλου αὐτοκράτωρ μὲ δύναμιν τῆς ἄνω προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἠξεύρεις καλά,
5βασιλεῦ Δάρειε, ὁποὺ ἔπαιρνες ἀπὸ τὸν πατέρα μου χαράτζιον· ἐ‐ κεῖνος πρὶν νὰ ἀποθάνη μὲ ἔστεψε βασιλέα, καὶ ἐσὺ μὲ ἀτίμησες ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνην σου καὶ ἀπὸ τὴν κακήν σου γνώμην καὶ ἠθέλησες διὰ νὰ στείλης ἄλλον νὰ αὐθεντεύη εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐμένα νὰ μὲ ἐβγάλης ἀπὸ τὸν πατρικόν μου θρόνον. Καὶ ὅρισες
10ἀκόμη νὰ μὲ φέρουν εἰς τὴν αὐλήν σου διὰ κάποιον παιδίον νὰ σὲ δουλεύω, καὶ ἐγὼ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἰδοὺ ὁποὺ ἦλθα εἰς ἐσένα ἄνδρας. Καὶ ὡς καθὼς ἤθελες νὰ μὲ ἀδικήσης ἐσύ, νὰ μὲ ἐβγάλης ἀπὸ τὸν πατρικόν μου θρόνον, ἐγὼ δὲν σὲ ἐβγάνω· ἀμὴ κάθου καὶ

140

αὐθέντευε τὴν Περσίαν καὶ δίδε μου χαράτζιον καὶ μὴν εἶσαι κακό‐ βουλος καὶ γύρισε τὸ κεφάλι σου καὶ πέσε προσκύνησέ με· εἰ δὲ μή, κανεὶς δὲν ἤθελε γλυτώσει ἀπὸ τοὺς στρατιώτας σου ὁμοίως καὶ ἐσὺ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Μακεδόνων, ὡσὰν μοῦ φαίνεται νὰ γένη.60
5Καὶ ἃς εἶσαι ἕτοιμος διὰ δεκαπέντε ἡμέρες μὲ ὅλα τὰ φουσάτα σου εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Ἀρμενίας νὰ πολεμήσωμεν, ὅτι ἐγὼ ἔρχομαι κατεπάνω σου ἀνδρειωμένα καὶ ὄχι ὡσὰν παιδί, κατὰ πῶς ἐστοχά‐ ζοσουν ἐσύ, διὰ νὰ σὲ δουλεύσω». Αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν ἤκουσεν ὁ Δάρειος καὶ εἶπεν ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ἄρχοντας· Ἀπανδεχαίνετε,
10ἄρχοντες, τὴν τόσην ὕψωσιν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν καὶ καύχησιν; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔστεκεν ἔμπροσθεν εἰς τὸν Δάρειον καὶ ἀποκρίθη καὶ εἶπεν: Ἡ Μακεδονία πρέπει τὴν σήμερον νὰ ὑψώνεται διὰ τὸν ἄξιον βασιλέα ὁποὺ ἔχει καὶ διὰ τοὺς ἀνδρείους καὶ φρονί‐ μους στρατιώτας. Καὶ ἐκεῖ ἕνας μέ‐

141

γας ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Πέρ‐ σας τοῦ εἶπεν: Διατί συντυχαίνεις ἔτζι τοῦ βασιλέως; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Μέγαν αὐθέντην ἔχω καὶ αὐτόβουλός του ἀποκρισάρης εἶμαι καὶ συντυχαίνω ἀντὶς τοῦ αὐθεντός μου. Καὶ ἐπαραμέρισεν ὁ
5Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸν τόπον ὁποὺ ἔστεκε καὶ εἶπε· Δότε μου ἄλλην ἐπιστολὴν νὰ ὑπάγω. Καὶ ὁ Δάρειος εἶπε πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον: Ἂς εἶσαι ἕτοιμος βράδυ εἰς τὸν δεῖπνον, ἕως νὰ γράψωμεν τὴν ἐπι‐ στολήν. Καὶ ἐκάθησεν ὁ Δάρειος εἰς τὸν δεῖπνον μὲ ὅλους τοὺς βα‐ σιλεῖς καὶ αὐθεντάδες ὁποὺ εἶχε. Καὶ τὸν Ἀλέξανδρον τὸν ἐκάθισε
10εἰς τὸν τόπον τῶν ἀποκρισαρίων ἀντίκρυς του. Καὶ ἤφεραν τὸ φαγητὸν καὶ ἐδειπνοῦσαν. Καὶ κερνώντας τὸν Δάρειον ἐκέρασε καὶ τὸν Ἀ‐ λέξανδρον. Καὶ ὡσὰν ἔπιε τὸ κρασί, τὸ ἀσημένιον ποτήριον τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν κόρφον του καὶ ὁ κερνάτορας τὸ ὁμολόγησε τοῦ Δα‐ ρείου καὶ ὁ Δάρειος τοῦ εἶπε: Κέρασε μὲ ἄλλο ποτήριον. Καὶ ἐκέρασε
15μὲ ἄλλο ποτήριον καὶ πάλιν

142

δεύτερον ἐκέρασε τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ αὐτὸς ὁμοίως ὡς καὶ πρῶτον ἔβαλέ το εἰς τὸν κόρφον του. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς αὐθεντάδες τοῦ εἶπε: Διατί τὸ κάνεις αὐτὸ εἰς τὴν βα‐ σιλικὴν τράπεζαν, ὦ ἄνθρωπε; Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος εἶπε ὅτι: Ὁ αὐ‐
5θέντης μου ἔχει τέτοιαν συνήθειαν, ὅτι ὅποιος ξένος καθήση εἰς τὴν τράπεζάν του, πρῶτον καὶ δεύτερον ποτήριον ὁποὺ νὰ πίη, τοῦ τὸ χαρίζει. Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ἄρχοντες τὴν τόσην του ἀποκοτίαν. Τότε ὁ Κανταρκούσης (τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ποτὲ ὁ Δάρειος νὰ αὐθεντεύση τὴν Μακεδονίαν, ὅταν ἀπέθανεν ὁ Φίλιππος) ἐσηκώθη
10ἀπὸ τὴν τράπεζαν καὶ παγαίνει καὶ λέγει εἰς τὸ αὐτὶ τοῦ Δαρείου·
Νὰ ἠξεύρης, βασιλεῦ, αὐτὸς ὁ ἀποκρισάρης εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ ἐγίνη τὸ θέλημά σου, καθὼς ἤθελες. Καὶ ἐχάρη ὁ Δάρειος χαρὰν μεγάλην καὶ εἶπεν: Ἐὰν εἶναι ὁ λόγος σου ἀληθινός, τὴν σήμερον ἡμέραν ἐξαναγενήθηκα τοῦ κόσμου ὅλου βασιλεὺς καὶ ἴσως ἐγύ‐61
15ρισεν ἡ τύχη μου πά‐

143

λιν εἰς ἐμένα· ἀμὴ δὲν τὸ πιστεύω νὰ κρεμα‐ σθοῦν τοῦ κόσμου ὅλα τὰ κεφάλια εἰς μίαν τρίχα. Ὁ Κανταρκούσης εἶπε: Τὸ κεφάλι μου νὰ κόψης, ἐὰν δὲν εἶναι αὐτός. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐ δρος, ὡσὰν εἶδεν ὅτι ἐσυμβουλεύονταν, ἐννόησε καὶ πρὶν νὰ τὸν
5πιάσουν, ἔβαλε τὸ χέρι του εἰς τὴν περικεφαλαίαν καὶ ἔβγαλε τὸ δακτύλιόν του, ὁποὺ τὸ εἶχε πάρει εἰς τὴν Τρωάδα τῆς βασίλισσας τῆς Κλεοπάτρας, ὁποὺ εἶχε λιθαρόπουλο πονηρόν, καὶ ἔβαλέ το εἰς τὸ δάκτυλόν του. Καὶ ὁ Δάρειος, ὡσὰν τοῦ εἶπε ὁ Κανταρκούσης τοὺς λόγους τούτους, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην καὶ εἶπε τοῦ ἀποκρισάρη:
10Ὦ ἄνθρωπε, πολλοὶ μοῦ λέγουν ὅτι ὁμοιάζεις τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: Ὦ βασιλεῦ Δάρειε, ἐγὼ διατὶ παρομοιάζω τὸν αὐθέντην μου τὸν Ἀλέξανδρον, εἶμαι πολλὰ ἠγα‐ πημένος του καὶ ἔχω περισσοτέραν τιμὴν ἀπὸ ὅλους· καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι λανθάνονται καὶ μὲ προσκυνοῦν φαίνοντάς τους ὅτι

144

ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Δάρειος τοὺς λόγους τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἔπεσεν εἰς μέγαν λογισμὸν τί νὰ κάμη νὰ μὴν ἐντροπια‐ σθῆ ὕστερα. Καὶ ἀπὸ τὴν πίκραν του ἀνέμπρωξε τὴν τράπεζαν μὲ
5τὸ ποδάρι του καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὸν δεῖπνον καὶ ἐπῆρε τὰ φανάρια καὶ τὲς λαμπάδες καὶ ἐσέβη εἰς τὸ παλάτι νὰ συμβουλευθῆ. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέμεινεν εἰς τὴν τράπεζαν μὲ μερικοὺς ἄρχοντας εἰς τὸ σκοτάδι.
9tΠῶς ἔφυγεν ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δαρείου.
10 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔνδυσε τὴν φορεσίαν του καὶ ἔστρωσέ την καὶ τὴν περικεφαλαίαν του τὴν ἔβαλε ὡσὰν προσκέφαλον, τάχα πὼς θέλει νὰ κοιμηθῆ. Καὶ ἀφορμὴ ἐκαμώθη πὼς ὑπάγει ἔξω πρὸς χρείαν ὕδατος, καὶ παρευθὺς ἐξέβη καὶ ἔδραμεν εἰς τὴν πόρταν τοῦ παλατίου καὶ ἐβγάνει

145

τὸ ἕνα ποτήριον ἀπὸ τὸν κόρφον του καὶ εἶπε τοῦ πορτάρη: Κράτει αὐτὸ τὸ ποτήριον τοῦ βασιλέως καὶ ἄνοιξε, ὅτι ἔστειλέ με νὰ ὀρδινιάσω τὰς βίγλας τοῦ φουσάτου. Καὶ πάραυτα τοῦ ἄνοιξε. Καὶ ἔδραμεν εἰς τὴν ἄλλην πόρταν τοῦ κάστρου καὶ ἔβγα‐
5λε τὸ ἄλλο ποτήριον καὶ εἶπε τοῦ πορτάρη: Κράτει αὐτὸ τὸ ποτήριον
τοῦ βασιλέως καὶ ἄνοιξε ὀγλήγορα, ὅτι μὲ ἔστειλε νὰ κράξω τοὺς βοϊβοντάδες νὰ ἔλθουν μέσα εἰς τὴν βουλὴν τοῦ βασιλέως. Καὶ ἄνοι‐ ξέ του παρευθύς. Καὶ ὑπῆγε τρέχοντας εἰς τὸν τόπον ὁποὺ εἶχε τὸ ἄλογόν του καὶ ἐκαβαλλίκευσε καὶ ἔφυγεν ὅσον ἐδυνήθη. Καὶ ἔφθασεν62
10εἰς τὸ ποτάμι τῆς Ἀρμενίας καὶ ηὗρε το παγωμένον καὶ ἀπέρασε. Καὶ ηὗρε καὶ τὸν Ἀντίοχον καὶ τὸν Φιλόνην καὶ τὸν Πτολεμαῖον, ὁποὺ ἐκαρτεροῦσαν μὲ διάφορον φουσάτον. Καὶ ἄρχισε νὰ διηγηθῆ των πῶς τοῦ ἐπανέβη ἡ γνωριμία εἰς τὸν Δάρειον.

146

(1t)

Συμβουλὴ Δαρείου.
2 Ὁ Δάρειος ὑπῆγεν εἰς τὸ παλάτι καὶ ἔκραξε τοὺς δώδεκα συμ‐ βούλους του καὶ εἶπε τους: Ὁ ἀποκρισάρης αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀλέξαν‐ δρος· καὶ τί λέγετε νὰ κάμωμεν; Καὶ αὐτοὶ εἶπαν· Ἐὰν εἶναι αὐτὸς
5ὁ λόγος ἀληθινός, ἐλεημονήθησαν οἱ θεοὶ τῆς Περσίας καὶ ἐσένα καὶ ἡμᾶς. Καὶ ὁ Δάρειος ἐπρόσταξε τὸν Κανταρκούση νὰ ὑπάγουν νὰ πιάσουν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἄναψαν λαμπάδες καὶ ἐπῆγαν νὰ τὸν εὕρουν καὶ δὲν τὸν ηὗραν. Καὶ ἐρώτησαν, καὶ τινὰς δὲν τὸν εἶδε, μόνον τὴν φορεσίαν του εὑρῆκαν καὶ εἶπαν: Ἐτούτην τὴν ὥραν
10ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἔδωκέ μας τὰ δύο ἀργυρὰ ποτήρια τοῦ βα‐ σιλέως καὶ εἶπε μας: Ἀνοίξατε ὀγλήγορα, ὅτι μὲ ἔστειλεν ὁ βασι‐ λεὺς νὰ διορθώσω τὲς βίγλες καλύτερα καὶ νὰ κράξω καὶ τοὺς βοϊ‐ βοντάδες εἰς τὴν βουλὴν τοῦ βασιλέως. Τότε ὁ Κανταρκούσης

147

καὶ ὁ Κρίσης ὁ βασιλεύς, ὡσὰν εἶδαν τὴν πονηρίαν τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐπῆραν τριακοσίους ἀνθρώπους καβαλλαραίους καὶ ἔδραμαν κατό‐ πιν. Καὶ ἕως τὸ ἔβγαλμα τοῦ ἡλίου ἦλθαν εἰς τὸ ποτάμι καὶ εἶδαν τὸν Ἀλέξανδρον ἀπερασμένον μὲ τοὺς ἐδικούς του καὶ ἔπεσαν εἰς
5λογισμὸν μέγαν καὶ ἐντροπὴν καὶ φόβον.
6tἈπόκρισις Ἀλεξάνδρου.
7 Ἀπεκρίθη ὁ Ἀλέξανδρος καὶ λέγει τους: Τί γυρεύετε ἄνθρωποι; Ἄνεμον διώχνετε; Καὶ τὸν ἄνεμον τινὰς δὲν τὸν φθάνει. Ἐσεῖς βλέπετε μὲ τὰ ὀμμάτιά σας ὅτι τῶν Μακεδόνων τὰ ἄλογα δὲν τὰ
10κρατοῦν οὐδὲ βουνὰ οὐδὲ ποτάμια. Τί ἀκολουθεῖτε; Ἀμὴ σύρτε νὰ εἰπῆτε τοῦ βασιλέως Δαρείου: Τὴν τιμὴν ὁποὺ μᾶς ἔκαμεν, εὐχαρι‐ στοῦμεν τον, ἀμὴ ὄχι ἕως τὸ τέλος. Καὶ ἂς εἶναι ἕτοιμος εἰς τὸ πο‐ τάμι διὰ πόλεμον. Καὶ αὐτοὶ ἐδιάβησαν ὀπίσω. Καὶ τὸ

148

ποτάμι ἦτον τέτοιας λογῆς: κάθε νύκτα ἐπάγωνε καὶ τὴν ἡμέραν ἀνέλυε.
63
3tΛύπη Δαρείου.
4Ὁ Δάρειος, ὡς ἤκουσε τὴν τέχνην τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἔκλαυσε
5καὶ εἶπε· Ἴδετε, ἄρχοντες, πόσον τέχνασμα μᾶς ἔκαμεν ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου; Τὸν τόπον μας ὅλον ἐπῆρε καὶ τὸ βασίλειόν μας ὅλον τὸ ἐκαταπάτησε καὶ τὸ ἐπερίλαβε, καὶ ἡμεῖς τώρα τί νὰ γένωμεν; Καὶ ὅρισε νὰ γράψουν χαρτὶ παραπονετικὸν εἰς τὸν Πῶρον, τὸν βα‐ σιλέα τῆς Ἰνδίας. Καὶ ἔγραψεν οὕτως·
10tἘπιστολὴ Δαρείου εἰς τὸν Πῶρον.
11 «Εἰς τὸν βασιλέα τὸν ὑψηλότατον παρὰ ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, ὁποὺ εἶσαι κύριος τῶν αὐθεντάδων τῆς οἰκουμένης καὶ ἐπίγειος θεὸς τῆς Ἰνδίας, ἡ δεξιά σου εἶναι στε‐

149

ρεὰ εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς. Ἐγὼ ὁ Δάρειος τῆς Περσίας, ὁ ἐλεεινὸς καὶ κακό‐ τυχος, τὴν σήμερον γράφω καὶ προσκυνῶ τὴν βασιλείαν σου. Ἠ‐ ξεύρεις το καλὰ πὼς ἤμουν αὐθέντης ἐπάνω εἰς τριάντα ἓξ βασιλεῖς,
5καὶ τώρα ἐσηκώθη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀχαμνοτέρους ἀνθρώπους, ὁ Ἀ‐ λέξανδρος, καὶ ἐπῆρε τὸ βασίλειόν μου ὅλον καὶ ἐπῆρε τὴν Δύσιν ὅλην καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Βαβυλώνα, καὶ ἔμιξέν τας μὲ τὴν Δύσιν, καὶ οἱ Πέρσαι ἐφοβήθησαν καὶ δὲν ἠμπό‐ ρεσαν νὰ τοὺς ἀντισταθοῦν. Δύο φορὲς ἐπολεμήσαμεν καὶ τὰς δύο
10μᾶς ἐνίκησαν. Καὶ παρακαλῶ τὴν βασιλείαν σου νὰ μοῦ δώσης βοήθειαν νὰ πολεμήσωμεν ἀκόμη τρίτον, ἢ νὰ τὸν σκοτώσωμεν ἢ νὰ σκοτωθοῦμεν ἡμεῖς παντελῶς».

150

(1t)

Πῶς ἐλυπήθη ὁ Πῶρος καὶ ἔστειλε βοήθειαν τοῦ Δαρείου.
2 Ὁ Πῶρος ὁ βασιλεὺς εἶδε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Δαρείου καὶ ἔ‐ σεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε· Ποτὲ δὲν εὑρίσκεται χαρὰ νὰ μὴν ἀνακατωθῆ καὶ θλῖψις. Ὁ Δάρειος ἐγίνετο ἴσος μὲ τοὺς θεοὺς καὶ
5ἐπονομάζετο ἐπίγειος θεὸς καὶ τώρα διώκεται ἀπὸ τοὺς Μακεδόνας, ὁποὺ ὁ Φίλιππος ἦτον δοῦλος του. Καὶ ἐθαύμασε καὶ ἔκραξεν ἕναν ἄρχοντα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντάς του καὶ εἶπε του: Ἔπαρε τέσσαρες
φορὲς χίλιες χιλιάδες στρατὸν καὶ σύρε εἰς βοήθειαν τοῦ Δαρείου. Καὶ τὸν Ἀλέξανδρον νὰ μὴ τὸν σκοτώσετε, μόνον φέρετέ μου τον64
10ζωντανὸν νὰ τὸν ἰδῶ τί ἄνθρωπος εἶναι· ὅτι πολλοὶ μοῦ τὸν λέγουν φρόνιμον καὶ ἐπιτήδειον καὶ ἀνδρειωμένον. Καὶ ἐκίνησαν τὰ φου‐ σάτα τῆς Ἰνδίας εἰς βοήθειαν τοῦ Δαρείου. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Δά‐ ρειος ὅτι ἦλθαν τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας,

151

ἐσύναξε καὶ αὐτὸς τὰ φουσάτα του τῆς Περσίας καὶ ἔγραψέ τα καὶ ηὗρε τα χίλιες χιλιάδες. Καὶ ἐκίνησεν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ἔστειλεν ὁ Δάρειος νὰ καταπα‐ τήσουν τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ὡσὰν εἶ‐
5δε τοὺς καταπατητάδες, ἐπρόσταξε καὶ τοὺς ἀνέβασαν εἰς ἔναν τόπον ὑψηλὸν καὶ ὅρισε καὶ ἀρματώθηκαν τὰ φουσάτα του καὶ ἐκαβαλλί‐ κευσαν καὶ ἔκαναν τάγματα τάγματα. Καὶ εἶδαν τὸ στράτευμα τοῦ Ἀλεξάνδρου οἱ καταπατητάδες καὶ ἐθαύμασαν. Καὶ ἐπρόσταξεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ τοὺς δώσουν ἄρματα μακεδονικὰ καὶ εἶπε τους:
10Ἰδοὺ χαρίζω σας τὴν ζωήν, καὶ σύρτε εἰς τὸν αὐθέντην σας. Καὶ ἂν ἐλθῆτε εἰς τὸν πόλεμον, βαστᾶτε αὐτὰ τὰ ἄρματα, νὰ μὴ σᾶς σκοτώ‐ σουν οἱ Μακεδονῖται. Καὶ ἄφηκέν τους καὶ ἐπῆγαν. Καὶ ἐρώτησάν τους οἱ ἄρχοντες τῆς Ἰνδίας διὰ τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ αὐτοὶ εἶπαν: Ἡμεῖς καθὼς εἴδαμεν, ἔτζι μαρτυροῦμεν. Εἴδαμεν φου‐
15σάτα πολλὰ καὶ ἀνδρειωμένα καὶ ἔρ‐

152

χονταν μὲ δύναμιν καὶ ἀφοβίαν. Καὶ τὰ ἄλογά τους εἶναι πολλὰ διαλεκτὰ καὶ δυνατὰ καὶ εἶναι ὅλα βαρβάτα. Καὶ ὡσὰν ἤκουσαν τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας, ἐδειλίασαν καὶ ὡσὰν ἐγγαρεμένοι ἤρχονταν εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ ὁ Δάρειος
5ὀργίσθη τοὺς καταπατητάδες καὶ ὅρισε καὶ ἔκοψαν τὲς γλῶσσες των, διὰ νὰ μὴν ἐπαινοῦν τὸν Ἀλέξανδρον.
7tΠόλεμος Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν Περσῶν.
8 Καὶ μόνον ὅτι ἐσμίχθησαν τὰ φουσάτα καὶ ἐκτυπήθησαν μὲ τὰ κοντάρια, ἔσυρεν ἄνεμος καὶ ἐσηκώθη ὁ κονιορτὸς τόσον, ὁποὺ
10ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε. Καὶ ἀκούονταν ὁ κτύπος τῶν κονταρίων καὶ τῶν σκουταρίων εἰς πολὺν τόπον. Καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν δὲν ἐγνωρί‐ ζετο τίς εἶναι Πέρσης ἢ Ἴνδης ἢ Μακεδών. Καὶ ἔσυρναν τὰ σπαθία τους οἱ Μακεδόνες ὡσὰν οἱ καλοὶ θερισταὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ θέ‐

153

ρους εἰς δασέα χωράφια καὶ ἐκατάσφαξαν πολλοὺς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Καὶ ὡσὰν ἐνύκτωσεν, ἐφοβήθησαν οἱ Ἰνδοὶ καὶ οἱ Πέρσαι καὶ ἄρχισαν νὰ φύγουν. Καὶ τὴν αὐγὴν πάλιν ἦλθαν εἰς τὸν πόλεμον.
Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ἐγύρισαν οἱ Ἴνδαι, δὲν ἠμπόρεσε65
5νὰ βαστάξη, μόνον εἰσέβη εἰς τὸ στράτευμα τῆς Ἰνδίας μὲ τὸ τάγμα του, ἑκατὸν χιλιάδες, ὁποὺ ἦσαν ὅλοι διαλεκτοί, καὶ ἔκαμε μεγάλους φόνους καὶ πολλούς. Καὶ οἱ Ἴνδαι, ὡσὰν εἶδαν τὸν Ἀλέξανδρον, ἔδωκαν νὰ φεύγουν.
9tΦυγὴ τῶν Ἰνδῶν.
10 Καὶ ὡσὰν εἶδαν οἱ Πέρσαι τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας πὼς φεύγουν, ἄρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ φεύγουν, μὲ τὸ νὰ μὴν δύνωνται νὰ πολεμοῦν. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Δάρειος πὼς φεύγουν τὰ φουσάτα του, ἐξέχασε καὶ ἔγινεν ἐκστατικὸς καὶ ἄρχισε καὶ αὐτὸς νὰ φεύγη ὁ ἄθλιος. Καὶ φεύ‐

154

γοντας ἔλεγε: Ὦ ἐγὼ ὁ ἄγνωστος Δάρειος, ὁποὺ ὑψωνό‐ μουν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ τώρα οὐδὲ εἰς τὴν γῆν δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ζήσω καὶ νὰ σταθῶ. Καὶ οἱ Πέρσαι ὅλοι ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ κάστρον τῆς Περσίας.
5tΘάνατος Δαρείου.
6 Καὶ τότε δύο ἠγαπημένοι τοῦ Δαρείου, ὁ Κανταρκούσης καὶ ὁ Ἀριοβαρζάνης, ἔδραμαν καὶ ἐκτύπησαν τὸν Δάρειον ἐκεῖ ὁποὺ ἔ‐ φευγε, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλην, καὶ ἐπλήγωσάν τον. Καὶ τὸν ἐκατέβασαν ἀπὸ τὸ ἄλογον καὶ ἔριξάν τον
10κάτω καὶ ἔγδυσαν τὴν φορεσιάν του καὶ ἐπῆραν την. Καὶ ὁ Δάρειος ἀπέμεινε γυμνὸς καὶ μὲ ὀλίγην ψυχήν. Καὶ μανθάνοντας ὁ Ἀλέξαν‐ δρος τὸν σκοτωμὸν τοῦ Δαρείου ἔστειλεν εὐθὺς μερικοὺς στρατιώ‐ τας καὶ εἶπεν τους: Σύρτε καὶ εἰπέτε τῶν Περσῶν νὰ μὴ φεύγουν, ὅτι ὁ Δάρειος ἐσκοτώθηκε· εἰ δὲ καὶ φεύγουν, τὴν σή‐

155

μερον θέλουν ἀποθάνει ὅλοι ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Μακεδόνων. Ἔστειλε καὶ τὸν Φι‐ λόνην εἰς τὸ φουσάτον τῆς Ἰνδίας νὰ πάρη τὰ ἄλογά τους καὶ αὐτου‐ νοὺς νὰ τοὺς ἀφήση νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν αὐθέντην τους τὸν Πῶρον.
5Καὶ ὑπῆγεν ὁ Φιλόνης καὶ εἶπε τὸν ὁρισμὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου εἰς τοὺς Ἰνδούς. Καὶ πάραυτα ὅλοι ἐπέζευσαν ἀπὸ τὰ ἄλογά τους καὶ ἐπροσκύνησάν τον καὶ παρέδωκαν τὰ φλάμπουρα καὶ τὰ ἄλογά τους καὶ τὰ ἄρματά τους ὅλα καὶ ἐπῆραν συμπάθειον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν αὐθέντην τους τὸν Πῶρον γυμνοί. Καὶ ἐπαράγγειλέ τους ὁ Φιλόνης
10νὰ εἰποῦν τοῦ βασιλέως Πώρου νὰ κάθεται εἰς τὸ βασίλειόν του
νὰ φυλάγη τὸν τόπον του καὶ ἀλλουνοῦ δύναμιν νὰ μὴν δίδη· καὶ νὰ ἠξεύρη πώς: Ἐγώ, ὁ Φιλόνης, μὲ θέλημα τοῦ αὐθεντός μου τοῦ Ἀ‐ λεξάνδρου εἶμαι αὐθέντης ὅλης τῆς Περσίας. Καὶ οἱ Πέρσαι ἐξε‐ χωρίσθηκαν ἀπὸ τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Φι‐66
15λόνην καὶ ἦλθαν εἰς μίξιν μὲ τὰ φουσάτα τῆς

156

Μακεδονίας. Καὶ ἐχάρηκαν χαρὰν μεγάλην, πὼς ἠξιώθηκαν νὰ δουλεύουν τὸν Ἀλέ‐ ξανδρον.
4tΠῶς ηὗρεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν Δάρειον λαβωμένον.
5 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔρχονταν μὲ τὸ στράτευμά του εἰς τὸν κάμπον τῆς Περσίας. Καὶ ἐκεῖ ηὗρε τὸν Δάρειον, ὁποὺ ἐκείτετο εἰς τὸν κο‐ νιορτόν. Καὶ εἶπεν ὁ Δάρειος μὲ ὀλίγην ψυχήν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, πέζευσε ὀγλήγορα καὶ ἔλα νὰ ἀκούσης ἀπὸ τὸ στόμα μου ἕναν λόγον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε καὶ εἶδε τον καὶ εἶπε του: Τίς εἶσαι ἐσύ,
10ὦ ἄνθρωπε; Καὶ ὁ Δάρειος ἀπεκρίθη: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δάρειος. Ὁ τρο‐ χὸς τοῦ χρόνου μὲ ὕψωσεν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ῥιζικόν μου μὲ ἐκατέβασεν ἕως εἰς τὸν ἅδην. Καὶ ἐσύ, Ἀλέξανδρε, ἀτός σου μὲ εἶδες μὲ τὰ ὀμμάτιά σου, ὅταν ἦλθες ἀποκρισάρης. Καὶ ἐνθυμήσου τὸν θάνατόν σου καὶ μὴ μὲ ἀφήσης εἰς τὸν

157

κονιορτὸν νὰ ἀποθάνω, ὅτι δὲν εἶσαι ἀνελεήμων ὡσὰν οἱ Πέρσαι. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους τοῦ Δαρείου, ἐλυπήθη καὶ ἐδάκρυσε. Καὶ ἐπέζευσε καὶ ἔβγαλε τὸ ἐπανωφόρι του καὶ ἐσκέπασέ τον. Καὶ ὅρισε
5τοὺς Μακεδόνας νὰ κάμουν ἕνα ἀλογόμαξον ἀργυρόχρυσον καὶ νὰ τὸν βάλουν ἐπάνω. Καὶ ἕως νὰ φέρουν τὸ ἀλογόμαξον, ἔβαλάν τον εἰς ξύλα. Καὶ ἐβάστα ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν, ἕως ἕνα τοξόβολον, καὶ εἶπεν: Ἐγὼ βασιλικὴν τιμὴν σοῦ ἔκαμα, ἂν καὶ ἤσουν καὶ ἐχθρός μου· ὅμως δός μου τὴν εὐχήν σου. Καὶ ἔβαλέ τον
10εἰς τὸ ἁμάξι καὶ ἐπῆγε τον εἰς τὸ κάστρον.

158

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαρείου.
2 Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐνδύθη φορεσίαν πολύτιμον καὶ ἔβαλεν εἰς τὸ κεφάλι του τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος, τοῦ βασιλέως Ἱερου‐ σαλήμ, καὶ ἐδιάβη εἰς τὸ κάστρον τῆς Περσίας καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸ
5παλάτι τοῦ Δαρείου καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸν θρόνον του· ὁ ὁποῖος θρό‐ νος ἦτον ἐγκοσμημένος μὲ πολύτιμα λιθαρόπουλα· ἦτον ὑψηλὸς
βήματα τέσσαρα. Καὶ ἦλθαν οἱ Περσαῖοι οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ λοιποὶ καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ τὸν ἐπο‐ λυχρόνισαν.67

159

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὴν Ῥοξάνδρα εἰς γυναίκα.
2 Καὶ ὁ Δάρειος ἦτον σιμὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἤφεραν τὴν θυγατέρα του τὴν Ῥοξάνδρα καὶ ἐπῆρεν την ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἔδωκέν την τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ εἶπε: Δέξου, Ἀλέξανδρε,
5τὴν σπλαγχνικήν μου θυγατέρα Ῥοξάνδραν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐση‐ κώθη ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ ἐπῆρε την ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐκάθησε μὲ ταύτην εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαρείου. Καὶ ἔβγαλε τὸ στέμμα ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸ κεφάλι τῆς Ῥοξάνδρας. Καὶ ἡ Ῥοξάνδρα ἔβγαλε τὸ δακτυλίδι της ἀπὸ τὸ δάκτυλόν της καὶ τὸ ἔ‐
10βαλεν εἰς τὸ χέρι τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος: Ἰδές, βασιλεῦ Δάρειε, πῶς ἡ θυγατέρα σου θέλει βασιλεύσει τὸν κόσμον ὅλον μετ’ ἐμένα καὶ γύ‐

160

ρισε τὴν πικραμένην σου καρδίαν εἰς χα‐ ράν. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Δάρειος τὴν θυγατέρα του μὲ τὸ στέμμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐχάρη καὶ τοὺς εὐχήθη καὶ εἶπεν: Οἱ αὐθεντάδες καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νὰ σὲ προσκυνήσουν, Ἀλέξανδρε, καὶ νὰ βα‐
5σιλεύσης ὅλην τὴν οἰκουμένην. Καὶ ἐπῆρε καὶ τὴν γυναίκα του ὁ Δάρειος καὶ παρέδωκέ την τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ εἶπε: Δέξου τὴν γυναίκα μου ἀντίτυπα τῆς μητρός σου τῆς Ὀλυμπιάδος, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε. Καὶ ἐπαρήγγειλεν ὁ Δάρειος καὶ εἶπε: Ἀγάπα, Ἀλέ‐ ξανδρε, τοὺς Πέρσας, ὅτι εἶναι κατὰ πολλὰ ἐμπιστευμένοι εἰς τὸν
10αὐθέντην τους· καὶ τοὺς φονιάδες μου νὰ τοὺς φονεύσης καθὼς πρέπει. Καὶ μὲ τοὺς λόγους τούτους ἐξεψύχησε.

161

(1t)

Πῶς ἔθαψε τὸν Δάρειον καὶ ἐκρέμασε τοὺς φονεῖς.
2 Τότε ὁ Ἀλέξανδρος μὲ ὅλους τοὺς αὐθεντάδες καὶ ὅλον τὸ φου‐ σάτον ἔθαψε τὸν Δάρειον μὲ τιμὴν πολλήν. Καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἐδια‐ λάλησαν ὅτι ὅποιος ἐσκότωσε τὸν Δάρειον νὰ ἔλθη νὰ τοῦ δώση
5ὅ,τι ἀξία θελήση. Καὶ ἦλθαν οἱ φονεῖς τοῦ Δαρείου καὶ εἶπε τους: Διατί ἐφονεύσεταν τὸν βασιλέα σας; Καὶ αὐτοὶ ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν: Ὁ θάνατος αὐτοῦ σὲ ἔκαμε βασιλέα τῆς Περσίας. Καὶ ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος τοὺς εἶπε: Τὸν αὐθέντην σας τὸν φυσικόν, ὁποὺ σᾶς ἀνά‐
θρεψε καὶ σᾶς ἐτίμησε, τὸν ἐσκοτώσατε· ἀμὴ ἐμένα τὸν ξένον τί68
10μοῦ θέλετε κάμει; Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐκρέμασάν τους ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ Δαρείου.

162

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐστεφανώθη τὴν Ῥοξάνδρα.
2 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐπῆρεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχον‐ τας καὶ ἐσέβη εἰς τὸ παλάτι καὶ ἐστεφανώθη τὴν Ῥοξάνδρα κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ καιροῦ ἐκείνου· ἡ ὁποία ἦτον εὔμορφη κατὰ
5πολλά, ὁποὺ εἰς ὅλον τὸν κόσμον δὲν εὑρίσκετο οὐδὲ θέλει εὑρεθῆ, ὁμοίως καὶ εἰς τὴν φρονιμάδα. Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τοὺς γάμους, ἐπρόσταξεν καὶ ἄλλαξαν τὰ φορέματα τὰ φουσάτα· οἱ Πέρσαι ἔ‐ βαλαν μακεδονικὰ καὶ οἱ Μακεδόνες ἔβαλαν περσικά. Καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ παλάτι τὸ βασιλικόν. Καὶ ἐπρόσταξε νὰ λογαριάσουν τὸν βίον
10τοῦ Δαρείου. Καὶ εὑρῆκαν δώδεκα στέρνες ὅλον χρυσάφι ἁγνὸν καὶ εἴκοσι ὀσπίτια γεμάτα ἀσήμι καὶ δώδεκα πύργους φλωρία· καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν λογαριασμὸν εἰς τὸ μέτρον πόσα εἶναι. Καὶ εὑρῆκαν καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἄλογα

163

τοῦ σταύλου θρεμμένα καὶ τριακόσιες χιλιάδες στρατιωτικά. Εὑρῆκαν πετρίτες καὶ γρύπες τοῦ κυνηγίου χιλίους καὶ λέοντας τοῦ κυνηγίου μαθημένους πεντα‐ κοσίους. Καὶ αὐτοῦ εἰς τὸν κάμπον τῆς Περσίας ἔγραψε τὰ φουσάτα
5του ὅλα καὶ εὑρῆκε τα τέσσαρες φορὲς χίλιες χιλιάδες καβαλλα‐ ραίους. Καὶ ἔκαμεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Περσίαν χαίροντας καὶ κυνηγώντας χρόνον ἕναν. Καὶ ὡσὰν ἔφθασεν ὁ χρόνος, ἐκίνησε μὲ τὰ φουσάτα του κατεπάνω τοῦ βασιλέως τῆς Λυδίας, τὸν Κρίσην. Καὶ ὁ Κρίσης αὐτὸς δὲν ἐκαταδέχθη νὰ προσκυνήση τὸν Ἀλέξαν‐
10δρον. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, μικροί τε καὶ μεγάλοι, ἐσυμβουλεύθηκαν καὶ ἐπίασάν τον καὶ ἔδεσάν τον καὶ ἤφεράν τον εἰς τὸν Ἀλέξανδρον δεμένον. Καὶ ἤφεράν του τόσον χρυσίον, ὁποὺ δὲν ἐφάνη εἰς ὅλον τὸν κόσμον· καὶ ὅλον τὸ ἐμοίρασεν εἰς τὸ φουσάτο του. Καὶ ἀπ’ αὐ‐ τοῦ ἐκίνησε δεξιὰν μερέαν καὶ ὅλες τὲς γλῶσσες ἐπερίλαβε καὶ ἕως
15τὴν ἄκρην τοῦ κόσμου ἔφθασε.

164

(1t)

Πῶς εὑρῆκεν ἀνθρώπους ἀγρίους ὥσπερ ζῶα.
2 Καὶ εὑρῆκεν ἀνθρώπους ἀγρίους ὥσπερ ζῶα ἀγριοπρόσωπα, ἀνθρωπόμορφα. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας δεκαπέντε καὶ
ηὗρεν ἔρημον τόπον. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ γυναῖκες ἀγρίες καὶ ὑψηλὲς69
5ὀργυίες τρεῖς καὶ εἶχαν πλάτες ὡσὰν βουβαλίων καὶ τὰ μαλλιά τους ἔλαμπαν ὡσὰν ἄστρα. Καὶ ἦλθαν εἰς τὸ φουσάτον καὶ ἐσκότωσαν πολλούς, ὥστε νὰ φθάση ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ ἐσκότωσαν καὶ πολλὲς γυναῖκες. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησαν ἡμέρας πενήντα καὶ ἦλθαν εἰς ἕναν τόπον ὁποὺ εἶχεν σπήλαια μεγάλα καὶ ἐκατοικοῦσαν μύρ‐
10μηγκες, ὁποὺ ἔπαιρναν εἰς τὸ χάος τοῦ σπηλαίου ἕνα ἄλογον. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔβαλαν χοντροκάλαμον στεγνὸν εἰς τὰ σπήλαια καὶ ἔβαλαν φωτίαν καὶ ἐκάησαν πολλοί. Καὶ ἀπὸ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας

165

ὀκτὼ καὶ ἦλθεν εἰς ποτάμι πλατὺ ἕως ἥμισυ ἡμέραν περιπάτημα. Καὶ ἦλθε του λογισμὸς μέγας πῶς νὰ τὸ περάση. Καὶ ὅρισε καὶ ἔκαμαν μονόξυλα καὶ διὰ ἑξήντα ἡμέρας ἀπέρασεν ὅλον τὸ φουσάτον. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασεν, εὑρῆκεν ἀνθρώπους μίαν
5πήχην, ὁποὺ λέγονται Πυθικοί· καὶ ἦλθαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἤφεράν του μέλι καὶ φοινίκια πολλά.
7tΠῶς ἔκτισεν ὁ Ἀλέξανδρος κάστρον καὶ ἔκαμεν βασιλέα.
8 Καὶ ἔκτισεν ὁ Ἀλέξανδρος ἐκεῖ κάστρον καὶ ἄφηκεν ἀπ’ αὐτου‐ νοὺς ἕναν βασιλέα καὶ ἑρμήνευσέ τους νὰ πορεύωνται ἀνθρωπινὰ
10καὶ νὰ πιστεύουν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη καὶ μετὰ βίας ἐξέβησαν ἑκατὸν ἡμέραι ἀπὸ τὸν τόπον τῶν Πυθικῶν. Καὶ τόσον μέλι καὶ φοινίκια ἔβγαλαν, ὅτι

166

ἕναν χρόνον ἔσωσε τὸ φουσάτον. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἦλθεν εἰς ἕναν κάμπον πλατύν, καὶ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ κάμπου ἦτον λίμνη κρύα, ὥσπερ τοῦ χειμῶνος τὸν πάγον, καὶ τὸ νερόν της ἦτο γλυκὺ ὡσὰν ζάχαριν.
5tΠερὶ τοῦ στύλου τοῦ Σοσόνχου.
6 Καὶ ηὗρεν ἐκεῖ ἕναν στύλον· καὶ εἶχε τὸ πρόσωπον ἱστορι‐ σμένον μὲ χρυσάφι καὶ γράμματα γλυπτά· καὶ ἔλεγαν οὕτως: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σόσονχος, ὁ ποτὲ βασιλεὺς ὁλουνοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ ὑψώ‐ θηκα πολλὰ καὶ ἠθέλησα νὰ εὕρω τὴν ἄκραν τῆς γῆς. Καὶ ἦλθα
10καὶ ἔπεσα εἰς ἐτοῦτον τὸν κάμπον μὲ τὰ φουσάτα μου. Καὶ ἔστειλαν οἱ θεοὶ τοὺς ἀγρίους ἀνθρώπους καὶ ἐσκότωσαν καὶ ἐμένα καὶ τοὺς ἀνθρώπους μου ὅλους. Καὶ εἴ τις ἔλθη ἕως ἐδῶ, πλέον ὀμπρὸς νὰ μὴν ὑπάγη, ὅτι τίποτας καλὸν δὲν θέλει ἰδεῖ. Καὶ ἦτον ὁ κάμπος γεμάτος κεφαλὲς καὶ κόκκαλα ἀνθρώπινα. Καὶ

167

ἀνέγνωσε τὰ γράμ‐ ματα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔβγαλε τὸ ἐπανωφόρι του καὶ τὰ ἐσκέπασε. Καὶ ἔβαλε καὶ τὸ στέμμα του ἐπάνω, διὰ νὰ μὴν ἰδῆ ἄλλος τὰ γράμ‐ ματα καὶ φοβηθῆ τὸ φουσάτον. Καὶ οἱ μεγιστάνοι τὸν ἐρωτοῦσαν
70
5τί γράφουν τὰ γράμματα εἰς τὸν στύλον αὐτόν, καὶ αὐτὸς τοὺς ἔλεγε: Γράφουν ὅτι εἶναι ἔμπροσθέν μας εὔμορφος τόπος καὶ ἄλλα πολλὰ καλά. Καὶ ἔκαμέ τους μὲ τὸν λόγον αὐτὸν νὰ ὑπάγουν ὀμπρός. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας δύο καὶ ἦλθεν εἰς ἕνα βουνὸ ὑψηλόν. Καὶ εἶδεν ἀσχήμους ἀνθρώπους καὶ ὑψηλοὺς ὀργυίες δύο· καὶ τὸ
10κορμί τους ἦτον ὅλον μαλλιαρόν· καὶ ἔβλεπαν πρὸς τὸ φουσάτον ἄγρια καὶ δὲν ἔφευγαν. Καὶ εἶπαν το τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ἐπῆγεν ἀτός του νὰ τοὺς ἰδῆ, καὶ αὐτοὶ ἐπηδοῦσαν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ χωρὶς φόβον ἐκοίταζαν τὸ φουσάτον. Καὶ εἶδε τους ὁ Ἀλέξαν‐ δρος καὶ ἐτρόμαξε καὶ εἶπε μὲ τὸν νοῦν του: Ἐτοῦτοι εἶναι οἱ ἄγριοι
15ἄνθρωποι ὁποὺ ἐφόνευσαν τὸν

168

Σόσονχον τὸν βασιλέα μὲ τὸ φου‐ σάτον του. Καὶ ὅρισε νὰ ἀρματωθοῦν τὰ φουσάτα καὶ ἔκαμε νὰ τοὺς ἀκαρτερέσουν ἔμπροσθεν. Καὶ ἐπῆραν καὶ μίαν γυναίκα καὶ ἔβαλάν την κοντὰ εἰς τοὺς ἀγρίους ἀνθρώπους, νὰ ἰδοῦν τί θέλουν τὴν κάμει.
5Καὶ ἐξέβη ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀγρίους ἀνθρώπους καὶ ἐπίασε τὴν γυναίκα καὶ ἄρχισε νὰ τὴν τρώγη. Καὶ ἡ γυναίκα ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἔδραμαν. καὶ ἐγλύτωσάν την καὶ ἐκεῖνον τὸν ἐσκότωσαν μὲ τὰ κοντάρια. Καὶ ἀπὸ τὸν πόνον του ἐφώναξε πολλὰ καὶ δυνατὰ καὶ ἤκουσαν ὅλοι οἱ ἄγριοι ἄνθρωποι καὶ ἔφθασαν κατεπάνω τοῦ φουσάτου πλῆ‐
10θος πολύ. Καὶ ἄρματα δὲν εἶχαν, μόνον μὲ ξύλα καὶ λιθάρια ἐπολε‐ μοῦσαν. Καὶ ἐδίωξαν τὰ φουσάτα τοῦ Ἀλεξάνδρου ἕως τοῦ Σοσόν‐ χου τὸν στύλον. Καὶ ἐκεῖ ἔφθασεν ὁ Ἀντίοχος μὲ τὸ φουσάτον του καὶ τοὺς ἤφερεν εἰς τὸν κάμπον διώχνοντας καὶ σφάζοντας. Ἐπία‐ σεν ἕνα ζωντανὸν καὶ ἤφεράν τον εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, δέκα χρο‐
15νῶν παιδί· καὶ

169

ἦτον ὑψηλότερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ φου‐ σάτου δύο πῆχες. Καὶ ἐσκότωσαν ἀπὸ τοὺς ἀγρίους ἀνθρώπους μυ‐ ριάδες ἑκατόν. Καὶ οἱ ἄγριοι ἄνθρωποι εἶχαν συνήθειαν, ὅποιον ἐξαιματώνασιν τὸν ἔτρωγαν ἄλλοι. Καὶ τῆ ἐπαύριον εὑρῆκεν ὁ Ἀ‐
5λέξανδρος ἀπὸ τὸ φουσάτον του δύο χιλιάδες σκοτωμένους. Καὶ ἐσυνάχθησαν οἱ μεγιστάνοι καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Μακεδονίας καὶ εἶπαν τοῦ Ἀλεξάνδρου: Σώνει μας ὁ θάνατος ὁποὺ ἐλάβαμεν ἀπὸ τοὺς ἀγρίους ἀνθρώπους καὶ μὴν θέλης νὰ χαθοῦμεν ὅλοι ἐδῶ εἰς τὴν ἄκραν τῆς γῆς, ὁποὺ μᾶς ἤφερες, νὰ δώσωμεν κακὸν θάνατον
10εἰς ἐτοῦτον τὸν ξένον τόπον ἀμνημόνευτοι. Καὶ τὸ στράτευμα πλέον δὲν δύναται νὰ σὲ ἀκολουθᾶ, διατὶ φοβᾶται. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους τούτους, ἐλυπήθη πολλὰ καὶ εἶπε πρὸς τὸ φουσάτον του·71

170

(1t)

Λόγοι Ἀλεξάνδρου πρὸς τοὺς Μακεδόνας.
2 Ὦ ἠγαπημένοι μου καὶ ἀνδρειωμένοι μου Μακεδόνες, ἀκόμη ἂς ἔχω τὴν βοήθειάν σας, ὅτι ὀλίγον εἶναι ἀκόμη νὰ φθάσωμεν τὴν ἄκραν τῆς γῆς· καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ὀγλήγορα πηγαίνομεν
5εἰς τὸν τόπον μας νὰ ἀναπαυθοῦμεν. Καὶ ἐξέβησαν ἀπὸ τοὺς ἀγρί‐ ους ἀνθρώπους καὶ ἐδιάβησαν εἰς ἄλλον τόπον εὔμορφον μὲ πωρικὰ πολλὰ καὶ διάφορα καὶ ηὗραν καὶ δύο στύλους ἀπὸ ἁγνὸν μάλαμα ἐγκοσμημένους· καὶ εἰς τὸν πρῶτον στύλον ἦτον ἱστορισμένον τὸ πρόσωπον τοῦ Ἡρακλέους καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἦτον τῆς Σεβίρας
10τῆς βασίλισσας. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὰ πρόσωπα ἱστορι‐ σμένα, ἔκλαυσε πολλὰ καὶ εἶπε: Ὦ Ἡράκλη βασιλεῦ καὶ Σεβίρα βασίλισσα, ὁποὺ ἦστε εἰς τὸν κόσμον ὡραιότατοι καὶ ὀνομαστοί, καὶ ἤλθετε εἰς τὸν ξένον κό‐

171

σμον, καὶ ἀποθάνετε. Καὶ ηὗρεν ἀσήμι καὶ μάλαμα εἰς τὲς στῆλες τοῦ Ἡρακλέους πολὺ καὶ ὅλον τὸ ἐμοί‐ ρασε εἰς τὸ φουσάτον του. Καὶ ἔκαμεν ἐκεῖ ἡμέρας ἕξ. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη μὲ τὰ φουσάτα του καὶ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας δέκα. Καὶ
5ἐκεῖ εὑρῆκεν ἀνθρώπους παράξενους μὲ χέρια ἓξ καὶ ποδάρια ἕξ. Καὶ ἦλθαν νὰ πολεμήσουν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἐσκότωσαν ἐξ αὐτῶν πολλοὺς καὶ ἐπίασε καὶ ζωντανοὺς πολλοὺς καὶ ἤθελε νὰ τοὺς ἐβγάλη εἰς τὸν κόσμον διὰ θαῦμα. Καὶ διὰ νὰ μὴν ἠξεύρη τί εἶναι τὸ φαγητόν τους, ἀπόθαναν ὅλοι ἀπὸ τὴν πείναν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ
10ἐδιάβη ἡμέρας δέκα καὶ ἦλθεν εἰς ἕνα τόπον ὅπου ἦτον οἱ Σκυλοκέ‐ φαλοι. Καὶ τὸ κορμί τους ἦτον ἀνθρωπινὸν καὶ τὸ κεφάλι τους ἦτον σκύλινον καὶ ἡ φωνή τους ἀνθρωπινή· καὶ ἐπεριπατοῦσαν ὡσὰν σκυ‐ λία. Καὶ ἐσκότωσεν ὁ Ἀλέξανδρος πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους. Καὶ μετὰ βίας ἐδιάβη διὰ δέκα ἡμέρας ἀπὸ τὸν τόπον τους καὶ ἐπῆγεν εἰς ἕναν
15τόπον κοντὰ εἰς τὴν θάλασ‐

172

σαν. Καὶ ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν ἐκεῖ. Καὶ ἐκεῖ ἐψόφησεν ἑνὸς στρατιώτου τὸ ἄλογον, καὶ ἔσυράν το κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἐξέβη μία καραβίδα καὶ τὸ ἔφαγεν. Καὶ ἔμαθαν καὶ οἱ ἄλλες καὶ ἐξέβησαν
5μίαν νύκτα καὶ ἐπῆραν ἄλογα πολλὰ καὶ ἀνθρώπους καὶ ἐσέβασάν
τους εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐχάλασαν πολὺ φουσάτον. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη καὶ ἐδιάβη εἰς ἄλλον τόπον κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ηὗρε πωρικὰ πολλὰ κάθε λογῆς. Καὶ ἐστάθη εἰς αὐτὸν τὸν τόπον διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν τὰ φουσάτα του.72
10tΠερὶ τοῦ νησίου τῶν Μακάρων.
11 Καὶ εἶδεν ἕνα νησὶ μέσα εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπρόσταξε τοὺς μαστόρους καὶ ἔκαμαν μονόξυλα καὶ ἐσέβησαν εἰς τὸ νησί. Καὶ ἦλθαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησίου καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν καὶ εὐφήμισάν τον καὶ εἶπαν: Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ Ἀλεξάνδρου, βασι‐

173

λέως ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ τί ἤθελες πρὸς ἡμᾶς, Ἀλέξανδρε, ὁποὺ εἴμεσθεν ὅλοι γυμνοὶ καθὼς μᾶς βλέπεις; Καὶ τί νὰ πάρης ἀπὸ ἐμᾶς; Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐ δρος εἶπε τους: Τίποτες ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω, μόνον νὰ ἰδῶ τὸν τόπον
5ἦλθα ἐδῶ. Θέλω νὰ μοῦ δείξετε πῶς ἠξεύρετε τὸ ὄνομά μου, ὁποὺ ποτὲ δὲν μὲ εἴδατε, καὶ πῶς συντυχαίνετε εὔμορφα ῥωμαϊκά, ὁποὺ εἶστε ἐδῶ εἰς τὸν ξένον τόπον. Καὶ αὐτοὶ ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν· Ἡμεῖς ἀπὸ πολλοὺς χρόνους τὸ ἠξεύρομεν πὼς ἤθελες νὰ ἔλθης ἐδῶ νὰ μᾶς ἰδῆς καὶ νὰ σὲ ἰδοῦμεν. Ἐπειδὴ ὁ βασιλεὺς Ἡράκλης
10μὲ τὴν Σεβίραν τὴν βασίλισσαν, ὁποὺ ἦτον βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἔκριναν μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην, καὶ ὕστερα, ἀφοῦ ἄρχισαν νὰ κάμουν οἱ Ἕλληνες τὰς ἀσελγείας καὶ τὰς παρα‐ νομίας, εἶδε τὴν ἀκαθαρσίαν τους καὶ ἔκαμε κάτεργα χοντρὰ πεντα‐ κόσια καὶ ἐσύναξεν ὅλους τοὺς φρονίμους καὶ διαλεκτοὺς ἀπὸ τὸ
15βασίλειόν του καὶ ἐσέβη εἰς τὰ κάτερ‐

174

γα καὶ ἐξέβη ἀπὸ τὸν παρά‐ νομον τόπον καὶ κόσμον μὲ ὅλους τοὺς φρονίμους καὶ ἦλθε καὶ ἐκα‐ τάντησεν αὐτοῦ ὁποὺ εἶδες τοὺς στύλους. Καὶ ἔζησαν χρόνους πολ‐ λοὺς καὶ καλοὺς καὶ ἀπόθαναν καὶ οἱ δύο· καὶ ἱστόρισάν τους εἰς
5τοὺς στύλους ὁποὺ εἶδες. Καὶ ὁ Ἡράκλης ὁ βασιλεὺς ἐπροφήτευσε καὶ εἶπε μας τὸ ὄνομά σου καὶ πὼς θέλεις ἔλθει ἐδῶ. Καὶ εἰς τὸν θά‐ νατόν του ἔκαψε τὰ καράβια ὅλα, διὰ νὰ μὴ γυρίσωμεν ὀπίσω εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον. Καὶ ἡμεῖς ἀρχίσαμεν νὰ κάνωμεν τὰς παρα‐ νομίας, ὡσὰν ἤμασθεν μαθημένοι τὸν πρῶτον καιρόν, καὶ εἶδεν ὁ
10Θεὸς τὰς παρανομίας μας καὶ ὀργίσθηκέ μας καὶ ἔστειλε τοὺς ἀγρί‐ ους ἀνθρώπους καὶ ἐσκότωσάν μας. Καὶ ὅσοι ἐγλυτώσαμεν εἰσέ‐ βημεν εἰς τὸ νησὶ τοῦτο καὶ ζοῦμεν μὲ τὰ πωρικὰ ταῦτα καὶ μὲ γραμ‐ ματικὴν σοφίαν. Καὶ ἔπαρε, Ἀλέξανδρε, ἀπὸ ἐδῶ σοφοὺς διαλεκτούς,
ὅτι θέλεις ὑπάγει εἰς τόπους ἀγρίους καὶ θέλεις ξεχάσει καὶ δὲν73
15θέλεις ἠξεύρει τί νὰ κάμης. Καὶ

175

ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους ἐκείνους, ἐθαύμασε καὶ εἶπε: Παρὰ χρυσάφι καὶ ἀσήμι τι‐ μιώτερα εἶναι τὰ γράμματα. Διότι ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος εἰς δύσκολον τόπον γλυτώνει χίλιες χιλιάδες ἀνθρώπους καὶ ὁ μωρὸς χάνει ἄλλες
5τόσες. Καὶ ἐρώτησε τοὺς σοφοὺς καὶ εἶπεν: Ἔχομεν πόλεμον ὀμ‐ πρός; Καὶ αὐτοὶ ἀπεκρίθησαν: Ἀπὸ ἐδῶ καὶ ὀμπρὸς πόλεμον δὲν ἔχομεν. Ἀμὴ ἐκεῖ ὁποὺ τρέχει ὁ Ὠκεανὸς ποταμὸς εἶναι τὰ νησία τῶν Μακάρων· καὶ εἶναι ἄνθρωποι ὁποὺ ζοῦν εἰρηνικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς τους εἶναι νυκτὸς καὶ ἡμέρας πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ὁ
10Ἀλέξανδρος τοὺς εἶπε: Καὶ πόθεν ἐσυνάχθησαν αὐτοί; Καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν: ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα εἶχαν ἐντολὴν διὰ τὸ ξύλον ὁποὺ ἦτον μέσα εἰς τὸν Παράδεισον νὰ μὴ φάγουν, καὶ αὐτοὶ ἐπαρήκουσαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγαν καὶ ἐξορίσθηκαν ἀπὸ τὸν Παρά‐ δεισον. Καὶ ἦλθον εἰς τὸν τόπον αὐτὸν καὶ ἔκαμαν χρόνους ἑκατὸν
15καὶ πάντοτε τὸ βλέμμα τους τὸ

176

εἶχαν πρὸς τὸν Παράδεισον καὶ ἔκλαιαν πικρά. Καὶ ἐγέννησαν δύο υἱούς, τὸν Κάϊν καὶ τὸν Ἄβελ. Καὶ ἐφθόνησεν ὁ διάβολος καὶ ἔβαλε τὸν Κάϊν καὶ ἐσκότωσε τὸν Ἄβελ, τὸν ἀδελφόν του. Καὶ ἐθρηνοῦσαν πολλὰ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα
5διὰ τὸν φόνον τοῦ Ἄβελ. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πολὺν καὶ ἀπαρηγό‐ ρητον θρῆνον καὶ ἔστειλεν ἄγγελον καὶ εἶπε: Διατί κάνετε τόσον θρῆνον; Καὶ ἐβαρέθη ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐσᾶς. Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν τὸν ἔπλασεν καὶ πάλιν εἰς τὴν γῆν τὸν ἀπέστειλεν. Καὶ ὅλοι ἐκεῖ σε‐ βαίνουν, ὅσοι ἐγεννήθησαν καὶ γεννηθοῦν. Καὶ ὁ Θεὸς σᾶς θέλει
10δώσει ἄλλον υἱόν, τὸν Σήθ, ἀντὶς τοῦ Ἄβελ. Καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξεβῆτε ἀπὸ τὸν τόπον τοῦτον καὶ σύρτε νὰ κατοικήσετε εἰς ὅλην τὴν οἰκου‐ μένην καὶ ἀφοῦ τελειωθοῦν πέντε χιλιάδες καὶ πεντακόσιοι χρόνοι, πάραυτα πάλιν θέλετε ἰδεῖν τὸν Παράδεισον. Καὶ τοὺς ἑρμήνευσε καὶ ἔθαψαν τὸν Ἄβελ. Καὶ μετὰ καιρὸν ἐγεννήθη ὁ Σὴθ καὶ

177

ἀνετρά‐ φη καὶ ἐτεκνοποίησεν εἰς τὸ νησὶ αὐτὸ τῶν Μακάρων. Καὶ εἶναι αὐ‐ τοὶ οἱ Μάκαρες ἀπὸ τὴν γενεὰν τοῦ Σήθ. Καὶ εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος πρὸς τοὺς σοφούς: Πόθεν νὰ ὑπάγωμεν ἐκεῖ; Καὶ ἐκεῖνοι ἔδειξάν του.
5Καὶ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας ἓξ καὶ ἦλθεν εἰς ἕνα βουνὶ ὑψηλὸν καὶ ἀνέβη ἐπάνω καὶ εἶδε τὸ νησὶ τῶν Μακάρων. Καὶ ὅρισε καὶ ἐποίη‐ σαν στύλον καὶ ἱστόρισαν τὸν Ἀλέξανδρον· καὶ ἐκράτει σπαθὶ εἰς τὸ χέρι του καὶ ἔδειχνε τὸ νησὶ τῶν Μακάρων. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐση‐ κώθη καὶ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας ἓξ καὶ ἦλθεν εἰς ἄλλον βουνὶ ὑψηλὸν
10πολλά. Καὶ εἰς τὸ γέρμα τοῦ βουνοῦ ηὗρεν ἄνθρωπον δεμένον μὲ ἅλυσον· καὶ ἦτον ὑψηλὸς ὀργυιὲς εἴκοσι καὶ πλατὺς ὀργυιὲς δέκα καὶ ἀκούετο ὁ κλαυθμός του τριῶν ἡμερῶν δρόμον. Καὶ ὡσὰν τὸν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τὰ φουσάτα του, ἔφριξαν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἦλθεν εἰς ἄλλο βουνὶ ὑψηλότερον καὶ ηὗρε μίαν γυναίκα δεμένην καὶ αὐτὴν74
15μὲ ἅλυσον. Καὶ ἦτον καὶ

178

αὐτὴ ὑψηλὴ ὀργυιὲς εἴκοσι καὶ πλατεῖα ὀργυιὲς δέκα. Καὶ ἦτον ἕνας ὄφις τυλιγμένος εἰς τὰ ποδάρια της καὶ τὴν κεφαλήν του τὴν εἶχε εἰς τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε νὰ συντύχη. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας ὀκτώ. Καὶ ηὗρεν
5λίμνες πολλὲς καὶ μεγάλες καὶ ἤκουσεν ἀναστεναγμοὺς πικροὺς καὶ πολλοὺς καὶ δὲν ἐγροίκα πόθεν ἔρχονται. Καὶ εἶχαν οἱ λίμνες ἐκεῖ‐ νες ὀφίδια πολλά. Καὶ ἐφάνη τοῦ Ἀλεξάνδρου ὅτι εἶναι ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁποὺ κολάζονται. Καὶ ὀλίγον ἐδιάβη καὶ ηὗρε τὸν Ὠκεανὸν ποταμὸν καὶ εἶδε τὸ νησὶ τῶν Μακάρων καὶ ἐτέντωσεν
10εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ἦτον τὸ νησὶ μακρὰν ἀπὸ τὴν γῆν μίλλια εἴκοσι. Καὶ ὅρισε τοὺς μαστόρους καὶ ἔκαμαν κάτεργα καὶ ἐσέβη εἰς τὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀντίοχον καὶ μὲ τὸν Πτολεμαῖον. Καὶ εἶχε τὸ νησὶ ἐκεῖνο πωρικὰ πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα, τὰ ὁποῖα ἄλλα ἀνθοῦσαν καὶ ἄλλα ἔφθιναν. Καὶ ἦτον

179

τὸ νησὶ ἱστορισμένον μὲ τὴν ξυλοκαρπίαν—τὰ ὁποῖα δὲν τὰ εἶδεν ὀφθαλμὸς ἀνθρώπου—καὶ ὁ καρπὸς ἐκείτετο εἰς τὴν γῆν πολύς. Καὶ εἰς τοὺς κλώνους τῶν δέν‐ δρων ἐκάθονταν πουλία περισσὰ πολλὲς λογὲς καὶ ἐλαλοῦσαν εὔ‐
5μορφα καὶ ὁ κελαδισμός των ἦτον χαρᾶς καὶ λύπης ἀνταμωμένος. Καὶ εἰς τὲς ῥίζες τῶν δένδρων ἔτρεχαν κρύες βρύσες καὶ τὸ νερό τους ἦτον γλυκὺ ὡσὰν ζάχαρη. Καὶ ἐσυναπάντησεν ἕναν ἀπὸ τοὺς Μακά‐ ρους ὁ Ἀλέξανδρος καὶ εἶπεν: Ἂς εἶναι εἰρήνη εἰς ἡμᾶς, ἀδελφέ. Καὶ ἐκεῖνος τὸν ἀπεκρίθη: Εἰς ὅλους ἂς εἶναι εἰρήνη, βασιλεῦ Ἀλέ‐
10ξανδρε. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος πάλιν ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε νὰ συντύ‐ χουν. Καὶ ἐκεῖνος πάλιν εἶπεν: Ὕπαγε ἔμπροσθεν εἰς τοὺς προεστούς μας, ὁποὺ σὲ ἀπαντεχαίνουν καὶ θέλουν σὲ ὑπάγει εἰς τὸν βασιλέα μας τὸν Εὐαήνθην καὶ αὐτὸς σοῦ θέλει ὁμολογήσει περὶ τῆς ψυχῆς σου καὶ τῆς ζωῆς σου καὶ τοῦ θανάτου σου. Καὶ ἐξέβησαν πολλοὶ
15ἄνθρωποι εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε‐

180

ξάνδρου καὶ ὅλοι εἰς τὸ στόμα τὸν ἐφιλοῦσαν καὶ τοῦ ὁμολογοῦσαν τὰ ὅσα θέλουν τοῦ συνέβη. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐθαύμασε μὲ τὸν νοῦν του καὶ ἔλεγε: Τάχα ἄν‐ θρωποι νὰ εἶναι ἐτοῦτοι ἢ ἄγγελοι; Καὶ ἐπῆγαν τον εἰς τὸν βασιλέα
5τὸν Εὐαήνθην. Καὶ ὁ βασιλεὺς Εὐαήνθης ἐκάθετο ὑποκάτω εἰς ἕνα
δένδρον κάρπιμον καὶ ὑποκάτω τοῦ δένδρου ἔτρεχε βρύσις· καὶ τὸ στρῶμα καὶ τὸ σκέπασμά του ἦτον ἀπὸ τὰ φύλλα τοῦ δένδρου. Καὶ ὡσὰν εἶδε τὸν Ἀλέξανδρον, ἔσεισε τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε: Διατί ἦλθες πρὸς ἡμᾶς, Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, ἀπὸ τὸν μάταιον καὶ ἁμαρ‐75
10τωλὸν κόσμον; Καὶ ἐπίασέ τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐκάθισέ τον κοντά του καὶ εἶπε: Χαῖρε, Ἀλέξανδρε, ὁλουνῶν ἡ κεφαλή. Ὅταν θέλης πάρει τὸν κόσμον ὅλον, θέλεις ἀκολουθήσει τὸν Ἀντάνην. Ὡς ἤ‐ κουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐθλίβη ἐκ ψυχῆς καὶ εἶπε του: Διατί μοῦ εἶπες τέτοιον λόγον; Ὁ Εὐαήνθης εἶπε: Τοῦ μεγάλου καὶ φρονίμου
15ἀνθρώπου δὲν πρέπει νὰ

181

τοῦ ὁμολογοῦν τὴν ἐξήγησιν τοῦ λόγου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν: Ὁρίζεις νὰ φέρουν φαγητὰ ἀπὸ τοῦ τόπου μας, ὁποὺ ἔχομεν; Καὶ ὁ Εὐαήνθης εἶπεν: Ἂς φέρουν. Καὶ ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος εἶπε τοῦ Ἀντιόχου νὰ φέρουν ψωμὶ καθαρὸν καὶ κρασί.
5Καὶ ἤφερε καὶ εἶδε τα ὁ Εὐαήνθης καὶ δὲν τὰ ἐδέχθη. Ἀμὴ εἶπεν: Ἡμεῖς τέτοιαν τροφὴν δὲν τρώγομεν. Ἀμὴ τὸ φαγητόν μας εἶναι ἀπὸ τὸ ξύλον ὁποὺ θεωρεῖς ἐπάνω μου, τὸ πιοτόν μας εἶναι ἀπὸ τὴν βρύσιν ὁποὺ βλέπεις ἔμπροσθέν μου καὶ ἡ φορεσία μας εἶναι ἀπὸ τὰ φύλλα τοῦ δένδρου καὶ ὁ νοῦς μας εἶναι εἰς προσευχὴν νυκτὸς
10καὶ ἡμέρας πρὸς τὸν παντοκράτορα Σαβαώθ. Καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πολλὴ εἰς τὸν τόπον ἐτοῦτον, καὶ ὅταν ἔλθη τὸ τέλος μας, ὑπάγομεν εἰς καλύτερον τόπον. Καὶ κόλασιν ποτὲ δὲν ἔχομεν, μόνον χαρὰν ἀείποτε. Καὶ ὑμνοῦμεν καὶ ψάλλομεν τὸν Θεόν. Καὶ ἐσύ, Ἀλέξανδρε, εἶσαι ὁ πρῶτος ὁποὺ ἦλθες ἐδῶ εἰς ἐμᾶς ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον·
15ὁποὺ ἐδῶ ἀπὸ ἐσᾶς καμία

182

ψυχὴ δὲν εὑρίσκεται. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐ δρος εἶπεν: Ὅσα μοῦ εἶπες, ὅλα καλὰ καὶ εὔμορφα εἶναι. Ἀκόμη δεῖξε μου πῶς εἶναι ἡ γέννησίς σας, ὁποὺ γυναῖκες δὲν ἔχετε ἐδῶ. Ὁ Εὐαήνθης εἶπε: Καὶ εἰς ἐμᾶς εἶναι γυναῖκες, ἀμὴ δὲν εἶναι ἐδῶ,
5μόνον εἶναι εἰς ἄλλο νησί, ἒξ ἡμέρας παρεμπρός. Καὶ κάθε χρόνον ὑπάγομεν μίαν φορὰν ὡσὰν τὰ ζῶα καὶ κάμνομεν ἀντάμα μὲ τὲς γυναῖκες τριάντα ἡμέρας. Καὶ ὡσὰν γεννηθῆ τὸ παιδίον, εἰ μὲν καὶ εἶναι ἀρσενικόν, μετὰ ἕνα χρόνον τὸ λαμβάνει ὁ πατήρ του καὶ φέρ‐ νει το εἰς ἡμᾶς· εἰ δὲ καὶ εἶναι θηλυκόν, στέκεται μὲ τὴν μητέρα του
10ἕως νὰ ὑπανδρευθῆ. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος λέγει: Ἐὰν ὁρίσης, νὰ ἤθελα ἰδεῖ καὶ ἐγὼ τὸ νησὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Εὐαήνθης εἶπε: Τὸ νησὶ θέλεις τὸ ἰδῆς, ἀμὴ μέσα τίποτας δὲν θέλεις ἰδεῖ. Καὶ εἰς τὸ κτίσμα τὸ χαλ‐ κοῦν θέλεις ὑπάγης, ἀμὴ μέσα μὴ βουληθῆς νὰ κοιτάξης, ὅτι πλέον ζωὴν δὲν ἔχεις. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἐπίστευσε τοὺς

183

λόγους
του καὶ ἐδιάβη εἰς τὸ νησὶ καὶ τίποτες δὲν εἶδε μέσα. Καὶ ἐδιάβη καὶ εἰς τὸ κτίσμα τὸ χαλκοῦν καὶ τὸ ἐπεριπάτησεν ὁλόγυρα καὶ δὲν ἐτόλμησε νὰ τηρήση μέσα· εἰς τὸ ὁποῖον μόνον ὁ Θεὸς ἠξεύρει76
5τί ἦτον μέσα καὶ οὐχὶ ἄνθρωπος. Καὶ ὡσὰν δὲν εἶδεν τίποτες ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος, ἐγύρισε πάλιν εἰς τοὺς Μάκαρας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέα Εὐαήνθην καὶ εἶπε του: Δεῖξε μας, βασιλεῦ φρονιμώτατε, ἀπ’ ἐδῶ καὶ ὀμπρὸς τί εἶναι; Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπεν: Εἰς ἐκεῖνο τὸ βουνί, ὁποὺ βλέπεις πὼς εἶναι στολισμένον μὲ ξυλοκαρπίαν πανεύμορφον,
10ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος ὁποὺ λέγεται Ἐδέμ, ὅπου ὁ Θεὸς ἀτός του ἐφύ‐ τευσε τὸν Παράδεισον· καὶ αὐτοῦ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ ἔβαλέ τους νὰ φυλάγουν τὸν Παράδεισον καὶ ἐφθόνησεν ὁ διά‐ βολος καὶ ἑρμήνευσέ τους καὶ ἔφαγαν ἀπὸ τὸ ξύλον τὸ ἐμποδισμένον ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐξορίσθησαν ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐
15δρος εἶπε: Εἶναι ἠμπορετὸν νὰ ὑπάγω νὰ ἰδῶ καὶ

184

ἐγώ; Καὶ ὁ Εὐα‐ ήνθης εἶπε: Ἀδύνατον εἶναι νὰ ὑπάγη ἡ ψυχὴ ἀντάμα μὲ τὸ κορμὶ εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ μάλιστα ὁποὺ αὐτὸ τὸ βουνὶ εἶναι ὑψηλὸν καὶ μέγα καὶ ἔχει χαλκωματένιον κτίσμα ὁλόγυρα καὶ ἄνωθεν τοῦ
5κτίσματος στέκονται ἄγγελοι ἑξαπτέρυγοι καὶ ἔχουν ἄρματα πύρινα καὶ δὲν δύνεται τινὰς νὰ ἰδῆ μέσα· ἀμὴ σύρε, Ἀλέξανδρε, ὁπόθεν ἦλθες.
8tΠῶς ἐβγῆκεν ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Μακάρων.
9Καὶ ὅντας ἐμίσευσεν ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Μακάρων,
10ἦλθαν ὅλοι καὶ ἐφίλησάν τον καὶ μὲ πολλὴν τιμὴν τὸν ἐσυνέβγαλαν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε τους: Ἐὰν δὲν ἤθελα λυπηθῆ τοὺς Μακε‐ δόνας νὰ μὴ χαθοῦν εἰς τὴν ξενιτείαν, ἤθελα ἀπομείνει ἐδῶ μετ’ ἐ‐ σᾶς καὶ ἤθελα ζῆ ἀγγελικὴν ζωήν. Καὶ ὁ

185

Εὐαήνθης τὸν εἶπε: Σύρε, Ἀλέξανδρε, εἰς εἰρήνην ἀπὸ ἡμᾶς καὶ θέλεις πάρει ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ ὕστερον θέλεις εἰσέλθει εἰς τὴν μητέραν σου τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν ἀνάστασιν ὅλοι ἀντάμα θέλομεν εὑρεθῆ καὶ κάθε εἷς
5καθὼς κάμη θέλει εὕρει. Καὶ ἐξέβη ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Μακάρων καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ φουσάτα του καὶ ἐσύναξέ τους ὅλους καὶ ὅσα εἶδεν ὅλα τοὺς τὰ ὁμολόγησεν.
8tΠερὶ τῶν τόπων τοῦ σκότους.
9Μισεύοντας δὲ ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Μακάρων ἐπεριπατοῦσαν ἡ‐77
10μέρες δέκα. Καὶ ηὗραν ἕναν κάμπον πλατὺν καὶ μέγαν καὶ εἰς τὴν μέσην του ἦτον ἕνα χάος βαθὺ καὶ πλατύ, ὁποὺ ἐκρατοῦσεν ἀπὸ μίαν ἄκραν ἕως τὴν ἄλλην, καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀπεράσουν. Καὶ ἐπρόσ‐ ταξεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔκαμαν ἕνα γεφύρι πολλὰ μεγάλον καὶ ἐδιάβηκεν μὲ τὰ φουσάτα του, εἰς τὴν μέσην δὲ τοῦ γεφυρίου ἔγρα‐
15ψεν

186

τὰ παρόντα γράμματα: «Διὰ προσταγῆς Ἀλεξάνδρου τοῦ βα‐ σιλέως ἐκτίσθη τὸ παρόν, καὶ ἐδιάβη μὲ τὰ φουσάτα του, ὅντας ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς τῶν Μακάρων». Ὕστερον δὲ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεριπατοῦσαν ἡμέρες τέσσαρες καὶ ἦλ‐
5θαν εἰς τὴν σκοτεινὴν γῆν. Καὶ ἐκεῖ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἤ‐ φεραν φοράδες ὁποὺ εἶχαν πουλάρια μικρά. Καὶ ἄφηκαν τὰ πουλάρια ἔξω καὶ ἐσέβησαν εἰς τὸ σκότος καὶ ἐπεριπάτησαν ἕως εἴκοσι τέσ‐ σαρες ὧρες. Καὶ ἐκεῖ ἐδιαλάλησαν εἰς ὅλον τὸ φουσάτον ὅτι πᾶς εἷς νὰ πεζεύση νὰ πάρη ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ἐκείνης. Καὶ ὅσοι
10ἐπῆραν, ὅταν ἐξέβησαν ἔξω, εἶδαν τὸ χῶμα καὶ ἦτον ὅλον χρυσάφι. Καὶ ἐπικράνθηκαν, πὼς δὲν ἐπῆραν περισσόν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπε‐ ριπάτησεν ἡμέρας τέσσαρας. Καὶ ἐσυναπάντησεν ὁ Ἀλέξανδρος δύο πουλία ἀνθρωποπρόσωπα, κατὰ πολλὰ εὔμορφα, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐμίλησαν μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν καὶ εἶπαν: Ἀλέξανδρε, διατί πει‐
15ράζεις τὸν Θεόν;

187

Καὶ θέλει σὲ ὀργισθῆ εἰς τὸν ἔρημον τόπον νὰ χαθῆς καὶ ἐσὺ καὶ τὸ φουσάτον σου ὅλον. Μόνον κάμε ἐτοῦτο ὁποὺ σοῦ λέγομεν καὶ γύρισε ὀπίσω δεξιὰ καὶ σύρε πάλιν νὰ ἀκολουθή‐ σης τοὺς συνηθισμένους σου πολέμους, ὅτι καρτερεῖ σε καὶ ὁ βα‐
5σιλεὺς τῆς Ἰνδίας νὰ πολεμήσετε. Καὶ ἐγύρισε δεξιὰ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας ὀκτώ. Καὶ φθάνοντας εἰς μίαν λίμνην ἐτέντωσε νὰ ἀναπαυθῆ. Καὶ οἱ μάγειροι ἄρχισαν διὰ νὰ μαγειρεύ‐ σουν καὶ ἐπῆραν καὶ ἔβαλαν στεγνὰ ὀψάρια πολλὰ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἄφηκάν τα ὀλίγον νὰ βραχοῦν· καὶ αὐτὰ ἀνέζησαν καὶ ἔφυγαν
10εἰς τὴν λίμνην. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος πὼς ἀνέζησαν τὰ ὀψάρια, ἐθαύ‐ μασε καὶ ἐξεπλάγη. Καὶ ὅρισε καὶ ἐκολύμβησαν ὅλα τὰ φουσάτα του μὲ τὰ ἄλογά τους μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐδυναμώθησαν ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολύν. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας δύο καὶ
15ἦλθεν εἰς ἄλλην λί‐

188

μνην, ὁποὺ εἶχε τὸ νερὸν γλυκὺ ὡσὰν ζάχαρη. Καὶ ἐσέβη ὁ Ἀλέξανδρος νὰ κολυμβήση καὶ ἦλθεν ἐπάνω του ἕνα ὀψάρι μέγα. Καὶ αὐτὸς ἔφυγεν ἔξω καὶ τὸ ὀψάριον κυνηγώντας
τον ἐξέβη ἔξω. Καὶ αὐτὸς τὸ ἐκαβαλλίκευσε καὶ ἐσκότωσέ το. Καὶ78
5εἶπε καὶ ἔσχισάν το καὶ εὑρῆκεν μέσα του ἕνα λιθάρι πολύτιμον· καὶ ἦτον ὡσὰν χηνάριον αὐγὸ καὶ ἔλαμπεν ὥσπερ τὸν ἥλιον. Καὶ ὅρισε καὶ ἔβαλάν το εἰς τὸ φλάμπουρόν του καὶ ἐβαστοῦσαν το εἰς τὸν Ἀλέξανδρον ὀμπροστὰ ὡσὰν φανάρι. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς ἄλλην λίμνην καὶ ἔπεσαν νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ ὅταν ἐβραδίασεν,
10ἐξέβησαν ἀπὸ ἐκείνην τὴν λίμνην γυναῖκες καὶ ἔλεγαν τραγούδια πολλὰ εὔμορφα, εἰς τόσον ὁποὺ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαίρνετο. Καὶ ὡς ὁμοιάζει, ἐκεῖνες ἦτον αἱ ἀναράϊδες, ὁποὺ λέγουν τὴν σήμε‐ ρον. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησαν ἡμέρας ἓξ καὶ ἦλθον εἰς ἕναν τόπον ὁποὺ ἦτον λόγγος μέγας. Καὶ ἐκεῖ ἐξέβησαν ἀλογάνθρωποι
15πολ‐

189

λοὶ κατεπάνω τοῦ φουσάτου, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν μέσην καὶ ἀπάνω ἦτον ἄνθρωποι, ἀπὸ δὲ τὴν μέσην καὶ κάτω ἦτον ἄλογα. Καὶ ἦτον ὅλοι τοξότες καὶ τὸ ξιφάρι τῆς σαΐττας ἦτον ἀπὸ λίθον ἀδαμάντινον. Καὶ σίδερον δὲν εἶχαν παντελῶς καὶ ἦτον πολλὰ ὀγλή‐
5γοροι ὡσὰν πετούμενα. Καὶ ὡς τοὺς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος, εἶπε τῶν Μακεδόνων: Ἂς κάμωμεν μίαν πονηρίαν, νὰ πιάσωμεν ἀπ’ αὐτοὺς νὰ τοὺς πάρωμεν εἰς τὴν Μακεδονίαν διὰ θαῦμα. Καὶ ἐπρόσταξε νὰ κάμουν λάκκους, νὰ τοὺς σκεπάσουν μὲ καλάμι χοντρό. Καὶ ἀπέ‐ στειλεν ἀνθρώπους νὰ τοὺς παρακινήσουν εἰς πόλεμον, καὶ αὐτοὶ
10μὴν ἠξεύροντες τὴν πονηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἔπεσαν εἰς τοὺς λάκ‐ κους. Καὶ ἐσκότωσαν δώδεκα χιλιάδες καὶ ἐπῆραν καὶ ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἡμέρωσαν ἄλλες ἓξ χιλιάδες. Καὶ ἠθέλησαν νὰ τοὺς ἐβγά‐ λουν εἰς τὸν κόσμον. Καὶ τόσον ἦτον ὀγλήγοροι, ὅτι δὲν τοὺς ἐγλύ‐ τωνε τίποτας. Καὶ ὅπου καὶ ἂν ἐτόξευαν, δὲν ἀστοχοῦσαν.

190

Καὶ τοὺς ἔδωκεν ὁλωνῶν ἄρματα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τοὺς ἑτοίμαζεν, διὰ νὰ τοὺς ἔχη βοηθοὺς εἰς τοὺς ἐρχομένους πολέμους. Ὁπόταν δὲ ἐξέβησαν εἰς τὸν κόσμον, κατὰ τύχην ἐφύσησεν ἄνεμος κρύος
5καὶ ἀπόθαναν ὅλοι. Μετὰ δὲ ἑξήντα ἡμέρας ἦλθαν εἰς τὴν Ἡλιού‐ πολιν καὶ ἐσέβηκαν εἰς ἕνα ναὸν καὶ ἐπροσκύνησαν· εἰς τὸν ὁποῖον εὑρῆκεν ὁ Ἀλέξανδρος γράμματα ὁποὺ ἔδειχναν τὸν θάνατόν του καὶ ἐλυπήθη πολλά. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθησαν καὶ ἐπεριπάτησαν ἡμέρας δέκα. Καὶ ηὗραν ἀνθρώπους μονοπόδαρους καὶ εἶχαν οὐρὰν
10ὡσὰν πρόβατα. Καὶ ἐπίασαν πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἤφεράν τους εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἐρώτησε λέγων: Πῶς εἶστε αὐτοῦ; Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: Ἀλέξανδρε βασιλεῦ, ἐλεημονήσου καὶ ἄφες μας, ὅτι διὰ ἀδυναμίαν μας ἤλθαμεν ἐδῶ καὶ ἐκρύφθημεν.
Καὶ ἀκούοντας ταῦτα τὰ λόγια ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἄφησε διὰ νὰ79
15πηγαίνουν. Καὶ ἐπηδοῦσαν ἀπὸ λιθάρι εἰς λιθάρι καὶ ἄρχισαν νὰ πε‐

191

ριγελοῦν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἔλεγαν: Ὁ Ἀλέξανδρος ὅλον τὸν κόσμον ἐπῆρε τον μὲ τὴν φρονιμάδα του καὶ ἡμεῖς τὸν ἐγελά‐ σαμεν καὶ μᾶς ἄφηκεν, ὁποὺ τὸ κρέας μας εἶναι νοστιμώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ πετούμενα καὶ τετράποδα καὶ τὸ κουφάρι μας γέμει πολύτιμα.
5λιθαρόπουλα καὶ χοντρὸ μαργαριτάρι καὶ τὸ πετζί μας σίδερον δὲν τὸ ἀπερνᾶ. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐγέλασεν καὶ εἶπε: Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν γλώσσαν του χάνει τὸ κεφάλι του. Καὶ εὐθὺς ὅρισε καὶ ἀρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλλαραῖοι μὲ λαγω‐ νικὰ καὶ πάρδους καὶ ζαγάρια. Καὶ ἐτριγύρισαν ὅλον τὸ βουνὶ καὶ
10ἀπόλυσαν τὰ ζαγάρια καὶ τοὺς πάρδους καὶ τὰ λαγωνικὰ καὶ ἐπία‐ σάν τους καὶ τοὺς ἤφεραν ὅλους εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὅρισε καὶ ἔσφαξάν τους. Καὶ τοὺς ἔγδαραν καὶ ἐστέγνωσαν τὰ πετζία τους καὶ εὑρῆκαν εἰς τὸ σκάφος τους πλοῦτον ἀναρίθμητον ἀπὸ πολύτιμα λιθαρόπουλα καὶ μαργαριτάρι. Καὶ ὅρισε τοὺς Πέρσας καὶ ἔ‐

192

φαγαν τὸ κρέας τους. Καὶ ἔλεγαν ὅτι νὰ ἦτον νοστιμώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ πετεινὰ καὶ τετράποδα. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐπεριπάτησεν ἡμέρας ἓξ καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σύνορον τῆς Ἰνδίας καὶ ἐξέβη εἰς τὸν κόσμον. Εἶχε
5δὲ μῆνας ἓξ ἀφοῦ εἶδεν τὰ γράμματα εἰς τὴν Ἡλιούπολιν ὁποὺ ἔδειχναν διὰ τὸν θάνατόν του, καὶ πάντοτε ἦτον λυπημένος. Καὶ ἐκεῖ ἐθυμήθη τοὺς μονοποδάρους καὶ ἐγέλασε. Καὶ εἶδαν οἱ Μακε‐ δόνες καὶ ἐχάρησαν καὶ ἐγέλασαν καὶ αὐτοί. Καὶ τὴν πίκραν ὁποὺ εἶχεν ὁ Ἀλέξανδρος δὲν τὴν ἤξευραν. Ἔμαθεν δὲ ὁ Πῶρος, ὁ βα‐
10σιλεὺς τῆς Ἰνδίας, ὅτι ἦλθεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ σύνορόν του καὶ τοῦ ἔγραψεν ἐπιστολὴν τοιαύτην:

193

(1t)

Ἐπιστολὴ Πώρου πρὸς Ἀλέξανδρον.
2 «Ὁ Πῶρος, ὁ μέγας βασιλεὺς τῆς Ἰνδίας, ὁποὺ λάμπει ὡσὰν θεός, εἰς τὸν Ἀλέξανδρον τὸν βασιλέα. Ἤκουσα διὰ λόγου σου ὅτι τὸν βασιλέα Δάρειον ἐσκότωσες. Καὶ ὑψώθης πολλὰ καὶ ἀπὸ
5τὴν ἀγνωσίαν σου τώρα ἦλθες καὶ εἰς ἐμένα διὰ νὰ χαθῆς. Καὶ δὲν θέλεις τὸ πάθει ἀλλέως. Ἐσὺ καλὰ τὸ ἠξεύρεις ὅτι ἐγώ, ὡσὰν θυ‐ μωθῶ, ὅλη ἡ γῆς μὲ τρομάζει καὶ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ βασίλεια νὰ συναχθοῦν, δὲν δύνουνται νὰ μὲ ἀντισταθοῦν. Καὶ ἐσὺ τί γνώμην ἔχεις; Καὶ τί ἄνθρωπος εἶσαι, ὁποὺ ἦλθες ἐδῶ νὰ πολεμήσης μετ’ ἐ‐
10μένα διὰ νὰ χαθῆς; Ἀμή, ὡς ἀγροικῶ, ἐβαρέθης τὴν ζωήν σου καὶ διὰ τοῦτο ἦλθες. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ ἔχης τὴν ζωήν σου καὶ νὰ σὲ συμπαθήσω, στεῖλε μου χαράτζιον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον ὁποὺ ἐ‐ πῆρες καὶ σύ‐80

194

ρε εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ βασίλευε· εἰ δὲ μή, δὲν θέλεις μοῦ γλυτώσει ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ μήτε ἡ Μακεδονία σὲ θέλει κρύψει, μήτε ἄλλος τόπος». Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἐπι‐ στολήν, ἐγέλασεν καὶ ἔγραψε ἄλλην ἐπιστολὴν εἰς τὸν Πῶρον,
5οὕτως:
6tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς Πῶρον.
7 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὄχι μὲ τὸ ἐδικόν μου θέλημα, ἀμὴ μὲ τοῦ παντοκράτορος Σαβαώθ, ὁποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας Πῶρον, ὁποὺ λέγει πὼς
10λάμπει ὡσὰν ὁ ἥλιος καὶ γίνεται θεὸς ἐπίγειος, ὁ οὐτιδανός, ὁ γάϊ‐ δαρος, ὁ τρελός, ὁ ἄτυχος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου ὅλου. Γράφεις μου λοιπὸν ὅτι ἐσκότωσα τὸ Δάρειον καὶ ὑψώθηκα πολλά. Καὶ αὐτὸς τέτοιας λογῆς ἐθεοποιεῖτο εἰς ὅλην τὴν Περσίαν, ὡσὰν

195

καὶ ἐσένα τώρα εἰς τὴν Ἰνδίαν, καὶ ἐγὼ τὸν ἐσκότωσα μὲ τὴν δύναμιν τοῦ παντο‐ κράτορος Σαβαώθ. Τοῦ ὁποίου τοῦ ἔστειλες καὶ ἐσὺ βοήθειαν, ἀμὴ δὲν ἐδυνήθης νὰ τοῦ βοηθήσης, ὡς ἀδύνατος. Καὶ ἔχω ἐλπίδες πὼς
5καὶ ἐσένα θέλω σκοτώσει καὶ τοὺς θεούς σου θέλω τοὺς κατασυντρί‐ ψει. Καὶ ἔρχομαι ἀπάνω σου ὡσὰν εἰς ἕνα ἄτυχον ἄνθρωπον καὶ ὄχι εἰς βασιλέα· ὅτι ἐσὺ Θεὸν ἀόρατον δὲν πιστεύεις, ἀμὴ λέγεις ὅτι εἶσαι ἀτός σου θεός, τρελὲ καὶ ἄγνωστε. Καὶ ὅσον ἐπαινᾶσαι ὅτι ἔχεις φουσάτον πολύ, τόσον ἐγὼ ἔχω δύναμιν νὰ σὲ νικήσω.
10Καὶ ἂν δώση ὁ Θεὸς καὶ πιάσω σε ζωντανόν, κακὸν θάνατον θέλεις δώσει καὶ θέλεις ὑπάγει μὲ τοὺς θεούς σου ἀντάμα νὰ κολάζεσαι εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ἅδου».

196

(1t)

Λόγοι τοῦ Πώρου πρὸς τοὺς μεγιστάνους του.
2 Ὡς εἶδεν δὲ ὁ Πῶρος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου, εἶπεν εἰς τοὺς μεγιστάνους του: Ἰδέτε ὁποὺ ὁ Ἀλέξανδρος μᾶς φοβερίζει, ὁποὺ ἐμένα τινὰς εἰς ὅλην τὴν γῆν δὲν μοῦ ἀπεκρίθη λόγον ποτέ.
5Ἀμὴ τὸ ὀγληγορώτερον νὰ συναχθοῦν ὅλα μου τὰ φουσάτα. Ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς ἄλλους βασιλεῖς τῆς Ἰνδίας στείλετε γράμματα νὰ ἔλ‐ θουν ὅλοι. Καὶ ὡσὰν ἦλθον, ἔγραψεν τὰ φουσάτα του ὅλα καὶ εὑ‐
ρῆκε τα πενήντα φορὲς χίλιες χιλιάδες καὶ λέοντες ὁποὺ ἦσαν μα‐ θημένοι τοῦ πολέμου δέκα χιλιάδες καὶ ἐλέφαντες τοῦ πολέμου μα‐81
10θημένους ἑκατὸν χιλιάδες. Καὶ ἔφθασεν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος μὲ ὅλα του τὰ φουσάτα. Καὶ ὡσὰν εἶδαν τὸ πλῆθος τοῦ φουσάτου οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Μακεδόνες, ἐφοβήθησαν καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ παραδώ‐ σουν τὸν Ἀλέξαν‐

197

δρον καὶ αὐτοὶ νὰ γλυτώσουν τὴν ζωήν τους. Καὶ ὁ Πτολεμαῖος τὸ ἔμαθε καὶ τὸ εἶπε τοῦ Ἀλεξάνδρου.
3tΣύναξις τοῦ φουσάτου τοῦ Ἀλεξάνδρου.
4Καὶ ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ὅρισε καὶ ἐσυμμαζώχθησαν
5τὰ φουσάτα του ὅλα ἔμπροσθέν του καὶ εἶπε: Ὦ ἠγαπημένοι μου Μακεδόνες καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς γενεὲς ὑψηλότεροι, τὸν κόσμον ὅλον ἐπήραμεν καὶ τὴν οἰκουμένην ἐπεριλάβαμεν καὶ τὴν σήμερον ἐφο‐ βηθήκατε ἀπὸ τοὺς ἀνάνδρους Ἰνδούς. Καὶ ἐὰν ἐγὼ ἐξέβηκα ἀπὸ τὴν καρδίαν σας καὶ ἡ ἀγάπη σας ἔφυγεν ἀπὸ ἐμένα καὶ δὲν θέλετε
10νὰ πολεμήσετε, ἐτούτην τὴν ἡμέραν ἀτοί σας μὲ τὰ χέρια σας μὲ ἐσκοτώσετε. Καὶ ἐὰν ἠξεύρετε ὅτι θέλετε εὐχαριστηθῆ καλύτερα μὲ τὸν Πῶρον τὸν βασιλέα, ἐγὼ ἀτός μου ὑπάγω νὰ παραδοθῶ εἰς τὰς χεῖρας του. Ἀμὴ νὰ τὸ ἠξεύρετε ὅτι, ἐὰν πάθω ἐγὼ τίποτας κακόν, ἀπὸ ἐσᾶς οὐδένας

198

θέλει ἰδεῖ τὴν Μακεδονίαν ἢ νὰ ζήση πλέον. Ἐμένα σώνει με τρεῖς πῆχες γῆς νὰ πέσω, ἀμὴ ἐσεῖς κακὴν ζωὴν θέλετε περάσει ἐδῶ εἰς τὸν ξένον τόπον μὲ δούλευσιν καὶ σκλαβίαν. Καὶ ἀλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποὺ παραδίδουν τὸν αὐθέντην τους,
5καθὼς ἐσεῖς ἐβουλήθητε νὰ μὲ παραδώσετε. Μὰ ὕστερον καὶ ἐσεῖς κακὸν θάνατον θέλετε δώσει. Ἐγὼ ἀτός μου ὑπάγω νὰ πολεμήσω μὲ τὸν Πῶρον, βασιλεὺς μὲ βασιλέα. Καὶ τὰ φουσάτα μας ἂς στέ‐ κωνται εἰς τὸν τόπον τους καί, ἂν δώση ὁ Θεὸς καὶ τὸν σκοτώσω, θέλει φανῆ ὅτι ἐγὼ μοναχὸς ἐπῆρα τὸν κόσμον ὅλον καὶ οὐχὶ μὲ
10τὴν δύναμίν σας· εἰ δὲ καὶ σκοτώση αὐτὸς ἐμένα, ἐσεῖς κακὸν θά‐ νατον θέλετε δώσει ἐδῶ εἰς τὸν ξένον τόπον.

199

(1t)

Ἀπόκρισις τοῦ φουσάτου πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
2 Ὡς ἤκουσαν δὲ οἱ Μακεδόνιοι τοῦ Ἀλεξάνδρου τὰ λόγια, ἐτα‐ ράχθησαν σφόδρα καὶ εἶπαν: Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, κάλλιον ἔχομεν νὰ ἀποθάνωμεν ἡμεῖς ὅλοι σήμερον, παρὰ νὰ πάθης ἐσὺ τίποτες.
5Ἡ ἐπιβουλὴ αὕτη δὲν εἶναι ἀπὸ ἡμᾶς, μόνον ἀπὸ τοὺς Πέρσας, ὅτι
αὐτοὶ ἐφοβήθησαν ὡς γυναικώδεις ὁποὺ εἶναι. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ἀπὸ τοὺς Πέρσας ἦτον ἡ ἐπιβουλή, ἐθυμώθη καὶ ὀργίσθηκέ τους καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἔνδυσάν τους γυναίκεια ῥοῦχα καὶ ἐτύλιξε τὰ κεφάλια τους μὲ κόκκινα μαντίλια (τὰ ὁποῖα φοροῦσιν82
10ἕως τὴν σήμερον οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Ἀγαρηνοί). Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος νὰ ἀρματωθοῦν τὰ φουσάτα του καὶ εὑρῆκεν ἕξη φορὲς χίλιες χιλιάδες. Καὶ ἔγραψεν εἰς τὴν Περσίαν,

200

εἰς τὸν Φιλόνην καὶ τὸν Σέλευκον, οὕτως:
3tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου.
4«Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων, εἰς τοὺς ἠγαπημένους
5μου Φιλόνην καὶ Σέλευκον. Ἂς ἠξεύρετε πὼς ὅλον τὸν κόσμον εἴδαμεν καὶ ἐγυρίσαμεν ὑγιεῖς καὶ ἤλθαμεν εἰς τὴν Ἰνδίαν καὶ θέλο‐ μεν νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὸν Πῶρον. Καὶ τὴν ὥραν ὁποὺ νὰ ἰδῆτε τὴν γραφήν μου, νὰ φθάσετε τὸ ὀγληγορώτερον μὲ ὅλα τῆς Δύσεως τὰ φουσάτα εἰς τὴν Ἰνδίαν». Καὶ ὡσὰν ἔστειλε τὴν γραφήν, ἐκίνη‐
10σεν εἰς τὸν πόλεμον.

201

(1t)

Κατασκευὴ Πώρου καὶ Ἀλεξάνδρου.
2 Καὶ ὅταν ἐπλησίασαν τὰ δύο φουσάτα κοντά, ὁ Πῶρος ἀπόλυσε δέκα χιλιάδες λέοντας ἐπάνω εἰς τὸ φουσάτον τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔβαλεν ὀμπρὸς εἰς τοὺς λέοντας τέσσαρες χιλιάδες
5βουβάλια καὶ βοΐδια ἀμάθητα. Καὶ ἐσμίχθησαν οἱ λέοντες μὲ τὰ βουβάλια καὶ βοΐδια καὶ ἐπνίγονταν. Τὰ δὲ φουσάτα του ὁ Ἀλέξαν‐ δρος τὰ ἔβαλεν εἰς τρεῖς τάξες· ὁμοίως καὶ ὁ Πῶρος τὰ ἔβαλε καὶ αὐτὸς εἰς τρεῖς τάξεις. Καὶ ἄρχισαν καὶ ἐκτυποῦσαν τὰ ὄργανα καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη καὶ ἦλθαν καὶ ἀνταμώθησαν τὰ δύο φουσάτα καὶ
10ἐκτυπήθησαν ἀπὸ τὸ ταχὺ ἕως τὸ γέρμα τοῦ ἡλίου καὶ τότε ἐχωρί‐ σθησαν. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τοῦ Πώρου τὸ φουσάτον διακόσιες χιλιάδες καὶ ἀπὸ τοῦ

202

Ἀλεξάνδρου χι‐ λιάδες ἑξήμιση. Καὶ ἐπρόσταξεν ὁ Πῶρος καὶ ἦλθαν οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ πρῶτοι ὅλοι διὰ νὰ κάμουν συμβούλιον καὶ εἶπε τους: Πλῆθος πολὺ ἐσκοτώθησαν ἀπὸ ἡμᾶς τώρα ὁποὺ ἐπολεμήσαμεν μὲ τοὺς
5Μακεδόνες· καὶ τί πρέπει νὰ κάμωμεν; Καὶ οἱ ἄρχοντες ἀπεκρίθησαν: Ὑψηλότατε βασιλεῦ, ἀνθρώπους εἰς τὸν πόλεμον νὰ μὴν μεταστεί‐
λης, μόνον τοὺς μεγάλους ἐλέφαντας ἂς ἑτοιμάσουν διὰ νὰ ὑπάγουν.83
8tΠῶς ἔστειλεν ὁ Πῶρος τοὺς ἐλέφαντες εἰς τὸν πόλεμον.
9Καὶ εὐθὺς ἀπόλυσεν ὁ Πῶρος ἑκατὸν χιλιάδες ἐλέφαντας καὶ
10ἔκαμεν ὡσὰν πύργον ἐπάνω τους καὶ ἔστεκαν ἐπάνω εἰς κάθε ἐλέ‐ φαντα ἀπὸ εἴκοσι ἀρματωμένοι. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἤρχετο κατὰ πρόσωπον τῶν ἐλεφάντων καὶ ἐπρόσταξε κάθε καβαλλάρη νὰ βάλη κουδούνια εἰς τὸ ἄλογόν του. Καὶ εἶχε καὶ πεζοὺς ἀρματω‐

203

μένους διακόσιες χιλιάδες καὶ τοὺς ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὰ ποδάρια τῶν ἐλεφάντων. Καὶ ἐσμίχθη τὸ πεζὸν φουσάτον τοῦ Ἀλεξάνδρου μὲ τοὺς ἐλέφαντας καὶ ἄρχισαν νὰ κόπτουν τὰ ποδάρια τῶν ἐλεφάντων.
5Καὶ ὡσὰν ἤκουσαν καὶ τὰ κουδούνια οἱ ἐλέφαντες, ὁποὺ ἦτον εἰς τὰ ἄλογα, ἐσκιάχθηκαν καὶ ἔδωκαν νὰ φύγουν ὀπίσω. Καὶ τότε ἐσκότωσεν ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ φουσάτον τοῦ Πώρου χιλιάδες τριάντα καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου μόνον χιλιάδες δώδεκα. Καὶ τότε ὁ Πῶρος ἐπέρασε τὸν Ἀλφειὸν ποταμὸν μὲ τὰ καράβια καὶ ἐτέντω‐
10σεν εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ποταμοῦ. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινεν ἀπὸ τὴν ἄλλην ἄκραν καὶ ἔβλεπεν ἕνας τὸν ἄλλον.

204

(1t)

Περὶ τοῦ Φιλόνη καὶ τοῦ Σελεύκου πῶς ἦλθαν εἰς
tτὸν Ἀλέξανδρον.
3 Καὶ ἐπάνω εἰς ἕξη ἡμέρας ἔφθασεν ὁ Φιλόνης καὶ Σέλευκος εἰς τὸν Ἀλέξανδρον μὲ τῆς Δύσεως ὅλης τὰ φουσάτα, τὰ ὁποῖα ἦτον
5πλῆθος ἀναρίθμητον, ὅλα ἀρματωμένα. Καὶ ἤφεραν καὶ ἑκατὸν χιλιάδες ἄλογα τοῦ σταύλου καὶ τριάντα χιλιάδες καμήλια φορτωμένα χρυσάφι διὰ ἔξοδον. Καὶ ἐστάθη ὁ Φιλόνης καὶ ὁ Σέλευκος καὶ εἶ‐ παν: «Ὦ ἠγαπημένε αὐθέντη καὶ τοῦ κόσμου ὅλου βασιλεῦ, δὲν πρέπει νὰ στέκης ἀντίκρυ τοῦ βασιλέως τῆς Ἰνδίας νὰ τὸν βλέπης,
10ἀμὴ σύρε κατεπάνω του καὶ μὴν ἀργῆς, ὅτι ὁ Πῶρος ἔχει φουσάτα πολλὰ παρὰ ἡμᾶς. Καὶ βλέποντάς μας θέλουν δυναμωθῆ, ἐὰν δὲν ὑπάγωμεν ἐπάνω τους μὲ τὸ ἀναπαυμένον φουσάτον νὰ τοὺς βαρέ‐ σωμεν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: Τοῦ Πώρου τὸ

205

φουσάτον εἶναι πολὺ καὶ τὸ ποτάμι εἶναι ἀπέραντον· καὶ πῶς θέλομεν κάμει; Καὶ ὁ Φιλόνης εἶπεν: Ἡ δεξιὰ τῶν Μακεδόνων εἶναι ἀσάλευτη καὶ τὰ ἄ‐ λογά τους δὲν τὰ κρατεῖ ποτάμι· μόνον στεῖλε με μὲ τὸ ῥιζικόν σου,
5ὅτι τὸ ἐδικόν σου ῥιζικὸν μήτε βουνὰ μήτε λόγγοι μήτε μεγάλα
ποτάμια τὸ κρατοῦν. Καὶ δὲν πρέπει ἐσένα νὰ πολεμήσης μὲ τὸν Πῶρον, ὅτι ἐσὺ εἶσαι τῆς οἰκουμένης ὅλης βασιλεύς, ἀμὴ νὰ πολε‐ μήσω ἐγώ, ὁποὺ εἶμαι μὲ τὸ ἐδικόν σου ῥιζικὸν αὐθέντης τῆς Περσίας καὶ αὐτὸς εἶναι τῆς Ἰνδίας καὶ εἴμεσθεν παρόμοιοι. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐84
10δρος εἶπεν: Ὡσὰν ἀγροικᾶς, κάμε. Καὶ ἔδωκέ του χίλιες χιλιάδες φουσάτον καὶ εἶχε καὶ αὐτὸς ἄλλες τόσες καὶ ἐπῆρε καὶ πεζοὺς διακόσιες χιλιάδες. Καὶ ὅρισεν ὁ Φιλόνης καὶ ἐπῆραν οἱ καβαλ‐ λαραῖοι τοὺς πεζοὺς ὀπισωκάπουλα μὲ τὸ σπαθί τους μόνον καὶ μὲ τὸ κοντάρι. Καὶ ὅταν τὸ φουσάτον τοῦ Πώρου ἐγεύοντο, τότε ὁ
15Φιλόνης ἐπέρνα τὸ ποτάμι. Καὶ ἐπέ‐

206

ρασεν εὔκολα. Καὶ ὅταν ἀπέ‐ ρασαν, ἔριξαν τοὺς πεζοὺς ἀπὸ τὰ ἄλογα.
3tΠόλεμος τοῦ Φιλόνη.
4Καὶ ἐκτύπησεν ὁ Φιλόνης τὸ φουσάτον τοῦ Πώρου καὶ τόσον
5κόψιμον ἔκαμαν οἱ καβαλλαραῖοι καὶ οἱ πεζοί, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος ἔφριξε. Καὶ εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἀνδραγαθίαν τοῦ Φιλόνη καὶ ἐθαύμασεν. Καὶ ὅρισε καὶ ἀρματώθη τὸ φουσάτον του καὶ ἔκαμαν ὡσὰν τὸν Φιλόνην. Καὶ ἐπολέμησαν τὰ φουσάτα τῆς Ἰνδίας πολλὰ ἀνδρειωμένα καὶ ὕστερον ἐνικήθησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φεύγουν. Καὶ
10ὁ Ἀλέξανδρος μὲ τὸ φουσάτον του τοὺς ἐκυνηγοῦσεν καὶ ὅσους ἔφθανε τοὺς ἐσκότωνε καὶ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ἐπίανεν ζωντανούς. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τοῦ Πώρου τὸ φουσά‐ τον χίλιες χιλιάδες καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου χιλιάδες τρεῖς καὶ ὀκτακόσιοι.

207

(1t)

Θρῆνος τοῦ Πώρου.
2 Καὶ ὁ Πῶρος, ἐκεῖ ὁποὺ ἔφευγεν, ἔλεγεν: Ὤ, ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος! Οἱ μεγάλοι καὶ ὑψηλοὶ αὐθεντάδες ἔπεσαν καὶ οἱ ἀδύνατοι ἐδυναμώ‐ θησαν καὶ ἐζώσθηκαν τὴν δύναμιν τῆς Περσίας καὶ ἐθανάτωσαν τὰ
5φουσάτα μου. Ὁ Ἀλφειὸς ποταμὸς ὁ μέγας δὲν τοὺς ἐκράτησε, καὶ τί ἄλλο νὰ τοὺς κρατήση; Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἦλθεν εἰς τὸ κονάκι τοῦ Πώρου καὶ ἔστειλε τὰ φουσάτα του καὶ ἐκούρσευσαν τὸν τό‐ πον τῆς Ἰνδίας. Ὁ δὲ Πῶρος ὁ βασιλεὺς ἐπῆγε καὶ ἐσέβη εἰς τὸ κάστρον τῆς Ἡλιούπολης καὶ ἔγραψεν εἰς τοὺς βασιλεῖς ὅλους
10ὁποὺ ἦτον ὁλόγυρα εἰς τοῦ Βορέως τὰ μέρη. Καὶ ἔστειλεν ἐπιστο‐
λὲς οὕτως:85

208

(1t)

Ἐπιστολὴ Πώρου πρὸς τοὺς βασιλεῖς τοῦ Βορέως.
2«Θέλετε ἠξεύρει, ἠγαπημένοι μου βασιλεῖς καὶ ἀδελφοί μου, ὅτι τὴν οἰκουμένην ὅλην ἐπερίλαβεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τὸν Δάρειον τὸν βασιλέα ἐσκότωσε. Καὶ τρεῖς φορὲς ἐπολεμήσαμεν καὶ ὅλον
5μου τὸ πλῆθος καὶ τὴν δύναμίν μου ἐσκότωσε καὶ τὸν Ἀλφειὸν ποταμὸν ἐπέρασεν μὲ τὰ φουσάτα του καὶ τὸν τόπον μου κουρσεύει καὶ χαλᾶ. Καὶ παρακαλῶ σας, θέλετε ἔλθει εἰς βοήθειάν μου, ὅτι ἐὰν μὲ χαλάση, ἐσεῖς νὰ τὸν ἀντισταθῆτε δὲν δύνεσθε». Καὶ ὡσὰν ἤκουσαν οἱ βασιλεῖς τοῦ Πώρου τὲς ἐπιστολές, ὅλοι ἐσυνάχθησαν
10διὰ νὰ τοῦ βοηθήσουν. Καὶ ἤφεραν φουσάτα ἕξη φορὲς χίλιες χι‐ λιάδες. Καὶ ἦτον τοῦ Πώρου δύο φορὲς χίλιες χιλιάδες καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἦτον δέκα φορὲς χίλιες χιλιάδες. Καὶ ἑτοιμάσθηκαν νὰ πολεμήσουν. Καὶ ὅταν ἐσυνάχθη‐

209

καν τὰ δύο φουσάτα ἀντίκρυς, ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε τοῦ Φιλόνη: Σύρε καταπάτησε τὸ φουσάτον τοῦ Πώρου καὶ ἰδὲ πόσον εἶναι. Καὶ ὁ Φιλόνης εἶπε: Πῶς νὰ τὸ καταπα‐ τήσω; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος λέγει του: Σύρε ἀποκρισάρης μὲ τὴν ἐπι‐
5στολήν μου. Καὶ ὅρισε καὶ ἔγραψαν τὴν ἐπιστολὴν οὕτως:
6tἘπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Πῶρον.
7 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς καὶ αὐθέντης τῶν βασιλέων, εἰς τὸν βασιλέα Πῶρον, πολλὰ χαιρετῶ σε. Νὰ τὸ ἠξεύρης καλὰ ὅτι προσκυ‐ νημένον κεφάλι ἀκονισμένον σπαθὶ δὲν τὸ κόπτει. Καὶ ἐὰν ἀγαπᾶς
10καὶ θέλης τὴν ζωήν σου, δός μοι χαράτζιον καὶ δῶρα καὶ ἔχε τὸ βασίλειόν σου ὅλον καὶ αὐθέντευε. Καὶ μὴν ὑπερηφανεύεσαι τόσον πολλά, ὅτι ὅποιος πολὺ ὑψώνεται ὀγλήγορα πίπτει κάτω. Ἀμὴ ὡσὰν βλέπω, ἐσὺ ἔχεις ἔχθρητα τῶν στρατιωτῶν τῆς Ἰνδίας καὶ θέλεις

210

νὰ τοὺς χάσης ὅλους. Ἀμὴ ἐγώ, ἐπειδὴ θέλω καὶ ἀγαπῶ τὴν ζωὴν τῶν Μακεδόνων, νὰ πολεμήσωμεν οἱ δύο μας σήμερον καὶ ὄχι τὰ φουσάτα μας νὰ σφάζωνται. Καὶ εἴ τις σκοτώση τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὰ φουσάτα ὅλα καὶ νὰ βασιλεύη εἰς ὅλην τὴν γῆν· εἰ δὲ
5καὶ δὲν σοῦ βαστᾶ ἡ ψυχή σου νὰ πολεμήσης, δός μοι δῶρα καὶ χα‐ ράτζιον καὶ κάθου ἀναπαυμένος. Καὶ στεῖλε μου ἀπόκρισιν ποῖον θέλεις ἀπὸ τὰ δύο». Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Πῶρος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου,
ὅρισε διὰ νὰ τὴν ἀναγνώσουν δυνατά. Καὶ ὡσὰν τὴν ἀνέγνωσαν,86
10εἶπεν ὅτι: Καὶ ἐγὼ ποθῶ διὰ νὰ πολεμήσω ἀτός μου μὲ αὐτὸν καὶ τὰ φουσάτα μας ἂς στέκωνται παράμερα. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὅλον τὸ φουσάτον τῆς Ἰνδίας, ἐχάρη. Καὶ ὁ Πῶρος κενοδοξώντας εἶπε πρὸς τὸν Φιλόνην: Ἐσὺ εἶσαι ὁ Φιλόνης, ὁ αὐθέντης τῆς Περσίας καὶ ἀντίτυπος τοῦ Δαρείου; Καὶ ὁ Φιλόνης εἶπεν: Βέβαια, ἐγὼ εἶμαι ὁ
15αὐθέντης τῆς Περ‐

211

σίας καὶ ὁ πλέον ἠγαπημένος τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὁ Πῶρος σείοντας τὸ κεφάλι εἶπεν: Ἀπὸ τὴν σήμερον ἐσεῖς αὐθεντίαν δὲν θέλετε ἔχει πλέον· ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος θέλει πάρει θάνατον ἀπὸ τὰ χέρια μου. Καὶ ὕπαγε πές του ὅτι τὸν ἀκαρτερῶ
5εἰς τὸν κάμπο διὰ νὰ πολεμήσωμεν οἱ δύο ὁμοῦ, καθὼς ποθεῖ. Καὶ ἐπῆγεν ὁ Φιλόνης εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶπεν τὴν γνώμην τοῦ Πώρου. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν οὕτως, εὐθὺς ἀρματώθη καὶ ἐκαβαλλί‐ κευσε καὶ ἐξέβη εἰς τὸν κάμπον καὶ ἐρώτησε τὸν Φιλόνην: Πῶς νὰ ἐγροίκησες τὴν ἀνδρείαν τοῦ Πώρου; Καὶ ὁ Φιλόνης τοῦ λέγει:
10Τὸ κορμί του εἶναι μέγα καὶ χοντρόν, ἀμὴ τὸ κρέας του εἶναι σάπιον· καὶ ἔχε θάρρος, ὅτι τὸ πρῶτον ὁποὺ νὰ τὸν φθάσης, σκοτώνεις τον. Καὶ παρευθὺς ἐπῆρε τὸ κοντάρι του καὶ ἤρχετο εἰς τὸν Πῶρον. Καὶ ὁ Πῶρος ἐξέβη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὡσὰν εἶδεν ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτρεξαν τὰ ἄλογά τους καὶ ἐκτυπήθησαν μὲ τὰ κον‐
15τάρια καὶ ἐτζακίσθηκαν καὶ τὰ

212

δύο. Ἔπειτα ἔσυραν τὰ σπαθία τους. Καὶ τότε εἰς τοῦ Πώρου τὸ φουσάτον ἐγίνετο θόρυβος καὶ ἀνα‐ κάτωσις. Καὶ ὁ Πῶρος ἐγύρισε διὰ νὰ ἰδῆ πρὸς τὸ φουσάτον του καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐκτύπησε τὸ ἄλογόν του δυνατὰ πρὸς τὸν Πῶρον
5καὶ ἔδωκέ του δεξιὰ καὶ ἔσφαξέ τον. Καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸ ἄλο‐ γον, τὸ Βουκέφαλον, ἐπίασε τὸ ἄλογον τοῦ Πώρου ἀπὸ τὸ ἀντικέ‐ φαλον καὶ ἔριξέ το κάτω. Καὶ ἔσωσεν ὁ Πῶρος εἰς τὴν γῆν καὶ ἐξε‐ ψύχησε. Καὶ ὡσὰν εἶδεν τὸν θάνατον τοῦ Πώρου τῆς Ἰνδίας τὸ φου‐ σάτον, ἔδωκαν νὰ φεύγουν. Καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸ ἐκυνήγησαν καὶ
10ἐσκότωσαν ἀπὸ αὐτὸ τρεῖς χιλιάδες καὶ ἐπίασαν καὶ ζωντανοὺς πολ‐ λούς. Καὶ τὸ λείψανον τοῦ Πώρου τὸ ἔβαλεν εἰς χρυσὸν κρεββάτι καὶ ἐπῆγε το εἰς τὴν Ἡλιούπολιν. Καὶ ἔβαλαν ἐπάνω του πολύτιμον ἀπανωφόρι καὶ στέμμα πολύτιμον. Καὶ ἡ βασίλισσα ἡ Κλυταιμνή‐ στρα ἀπέλυσε τὰ μαλλιά της ἕως τὴν γῆν καὶ τὸ πολύτιμόν της φό‐
15ρεμα ἔσκισεν καὶ μὲ δέκα χιλιάδες

213

ἀρχόντισσες τῆς Ἰνδίας ἦλθε καὶ ἐσυναπάντησε τὸ λείψανον τοῦ Πώρου μὲ κλαυθμὸν καὶ ὀδυρμὸν καὶ μὲ θλῖψιν μεγάλην. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε τὸν Πῶρον εἰς τὸ
χρυσὸν κρεββάτι μὲ πολύτιμα ῥοῦχα σκεπασμένον καὶ μὲ τιμὴν με‐87
5γάλην τὸν ἔθαψεν. Καὶ ἐστάθη εἰς αὐτὸν τὸν κάμπον δώδεκα ἡμέρας. Ἔπειτα εἰσέβη εἰς τὴν Ἡλιούπολιν, εἰς τοῦ Πώρου τὸ βασίλειον, καὶ εἶδε τόσον παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται νοῦς ἀν‐ θρώπου νὰ τὰ συλλογισθῆ. Ἦτον τὸ παλάτιόν του μέγα καὶ μακρὺ δοξόβολα τέσσαρα. Ὁ τοῖχος ἦτον χρυσός, τὸ σκέπασμα ἦτον ἀρ‐
10γυρόν, τῆς κλίνης οἱ στύλοι ἦτον ὅλοι χρυσοὶ καὶ ἐγκοσμημένοι μὲ πολύτιμα λιθαρόπουλα καὶ μὲ χοντρὸν μαργαριτάρι. Καὶ εἶχεν ἱστορισμένους εἰς τὸ παλάτι τοὺς πολέμους τῶν βασιλέων ὁλωνῶν καὶ εἶχε τοὺς δώδεκα μῆνας εἰς πρόσωπα ἀνθρώπινα εὔμορφα, κατὰ τάξιν κάθε ἕνας. Καὶ ἔστεκαν ὁλόγυρα τοῦ παλατίου μανουάλια ἑ‐
15κατὸν καὶ ἦτον ὁλόχρυσα καὶ πάντοτε ἦσαν ἀναμ‐

214

μένα, νύκτα καὶ ἡμέραν. Καὶ ἤφεραν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἑκατὸν χιλιάδες ἄτια ἀρμα‐ τωμένα μὲ σκεπάσματα ἀπὸ σύρμα καὶ δέκα χιλιάδες λέοντες, ὁποὺ ἐκυνήγα ὁ Πῶρος, καὶ εἴκοσι χιλιάδες πάρδους τοῦ κυνηγίου καὶ τὸ
5στέμμα τοῦ Πώρου τὸ πολύτιμον ἀπὸ λιθαρόπουλα τοῦ ἀματίκου καὶ ἄλλα πολλὰ πράγματα ἄξια. Καὶ ἐστάθη ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος χρόνον ἕνα διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν τὰ φουσάτα του ἀπὸ τοὺς πολέμους ὁποὺ ἔκαμαν. Καὶ ὡσὰν ἀναπαύθηκαν καλὰ τὰ φουσάτα του καὶ ἐτελείωσεν
10ὁ χρόνος, ἐσηκώθη ἀπὸ αὐτοῦ. Καὶ ἠθέλησε διὰ νὰ πηγαίνη εἰς τὲς Ἀμαζόνες, τὲς γυναῖκες ὁποὺ ἔχουν τὸ βασίλειον μοναχὲς χωρὶς βα‐ σιλέα. Καὶ ἦλθε κοντὰ εἰς τὰ σύνορά τους καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλεν εἰς αὐτὲς ἐπιστολήν. Καὶ ἔγραψεν οὕτως:

215

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὲς Ἀμαζόνες.
1 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ ὅλου τοῦ κόσμου, εἰς τὲς γυναῖκες τὲς Ἀμαζόνες χαίρειν. Ἠκούσατε πὼς τὸν Δάρειον, τὸν βασιλέα τῆς Περσίας, ἀφάνισα, ὁμοίως καὶ τὸν φρικτὸν Πῶρον τῆς Ἰνδίας καὶ πολλοὺς βασιλεῖς ὁποὺ ἐδούλωσα καὶ τοὺς ἔκαμα
5διὰ νὰ μὲ ἔχουν ὅλοι αὐθέντην τους καὶ νὰ μοῦ δίδουν ὅλοι χαράτζιον. Καὶ ἐβουλήθηκα νὰ ἔλθω καὶ εἰς ἐλόγου σας, ὄχι διὰ νὰ σᾶς πολε‐ μήσω, ἀλλὰ διὰ νὰ σᾶς ἰδῶ, ὅτι ἀπὸ πολλοὺς ἀκούω τὴν ἀνδρείαν σας καὶ τὴν καλήν σας κυβέρνησιν ὁποὺ ἔχετε. Καὶ ἂς εἶστε ἕτοιμες διὰ νὰ μὲ δεχθῆτε καθὼς πρέπει». Καὶ αἱ Ἀμαζόνες, ὡσὰν εἶδαν
10ἐκεῖνα ὁποὺ τοὺς ἔγραφεν ὁ Ἀλέξανδρος, εὐθὺς τοῦ ἔγραψαν καὶ
αὐτὲς ἐπιστολὴν καὶ τὴν ἔστειλαν.88

216

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀμαζόνων πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
2 «Ἐκ τὲς Ἀμαζόνες τὲς φρικτὲς καὶ ἀνδρειωμένες εἰς τὰ ἄρματα, ὁποὺ ὁ κόσμος ὅλος ἔχει γροικημένον τὸ ὄνομά μας, εἰς τὸν βασι‐ λέα Ἀλέξανδρον. Μηνοῦμεν ὅλες μας καὶ παρακαλοῦμεν τὴν βασι‐
5λείαν σου ὅτι νὰ μὴν ἔλθης εἰς τοὺς τόπους μας. Διατὶ ὁ τόπος μας εἶναι πολλὰ κακὸς καὶ θέλεις κακοπαθήσει καὶ ἐλπίζομεν πὼς θέλεις γυρίσει ἄπρακτος. Διατὶ στεκόμεσθεν ἀνάμεσα δύο ποταμῶν καὶ τὸ νησί μας τόσον εἶναι μέγα, ὁποὺ ἕναν χρόνον δὲν τὸ γυρίζει τινάς. Καὶ εἰς τὸ νησί μας ἄνδρας δὲν κατοικᾶ, μὰ ἀντίπερα εἰς τὸν ποτα‐
10μὸν στέκουν ὅλοι καὶ φυλάγουν τὰ ζῶα μας. Καὶ εἰς κάθε πέντε χρόνους ἔρχονται εἰς ἡμᾶς καὶ ὅποια θέλει διὰ νὰ γεννήση παιδία, παίρνει ἀπὸ ἕναν εἰς τὸ σπίτι της καὶ κάνουν ἀντάμα ἕως ἕναν χρό‐ νον. Καὶ ὡσὰν τελειώση ὁ χρόνος,

217

πάλιν πηγαίνουν διὰ νὰ φυ‐ λάγουν τὰ ζῶα. Καὶ ὁπόταν ἔλθη πόλεμος, εἰς ἐμᾶς, εὐθὺς ἀπερνοῦ‐ μεν τὸν ποταμὸν καὶ ἀντάμα ἐρχόμεσθεν. Καὶ τότες μᾶς ἀκολουθοῦν καὶ οἱ ἄνδρες μας διὰ νὰ μᾶς φυλάγουν τὲς τέντες μας καὶ νὰ μᾶς
5ὑπηρετοῦν. Καὶ εἴμεσθεν παρὰ φύσιν δυνατὲς εἰς τὸν πόλεμον καὶ εἰς τὰ ἄρματα. Καὶ κανένα ἔθνος δὲν εὑρίσκεται νὰ μᾶς νικήση, διατὶ ἐβγάζομεν στράτευμα διαλεκτὸν παράνου ἀπὸ ὀκτακόσιες χι‐ λιάδες. Λέγομεν ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι ὅποια λαβωθῆ εἰς τὸν πόλεμον λαμβάνει μεγάλην τιμὴν ἀπὸ τὲς ἄλλες καὶ ὅποια σκοτωθῆ τὴν
10ὑμνοῦμεν ὡσὰν θεὸν καὶ ὅποια ἤθελε κάμει ἀνδραγαθίες μεγάλες εἰς τὰ ξένα τὰ φουσάτα ἔχει μεγάλες τιμὲς καὶ δῶρα ἄπειρα. Καὶ ἐὰν ἔκαμες βουλὴν διὰ νὰ μᾶς πολεμήσης καὶ μᾶς νικήσης, καμίαν ἐντροπὴν δὲν θέλομεν ἔχει· διατὶ εἴμεσθεν γυναῖκες καὶ παράξενον δὲν θέλει εἶναι· εἰ δὲ καὶ σὲ νικήσωμεν, λογιάζομεν πὼς θέλεις λάβει
15μεγάλην κατηγο‐

218

ρίαν καὶ ἐντροπὴν ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, πὼς ἐνι‐ κήθης ἀπὸ γυναῖκες. Καὶ αὐτὸ ὁποὺ σοῦ γράφομεν θέλεις τὸ στο‐ χασθῆ καλὰ μὲ ὅλους τοὺς συντρόφους σου διὰ νὰ μὴν τὸ μετανοή‐ σης. Ὅμως ἡμεῖς δὲν φαινόμεσθεν τόσον ἐνάντιες. Καὶ γράψε μας
5ὅ,τι θέλεις διὰ νὰ σοῦ στείλωμεν, χωρὶς νὰ κάμης τὸν κόπον ἐδῶ. Καὶ δός μας τὴν ἀπόκρισιν εἰς ἐτοῦτα ὁποὺ σοῦ γράφομεν· διατὶ τὰ φουσάτα μας στέκουνται ἑτοιμασμένα». Καὶ ὡσὰν ἀνάγνωσεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἐπιστολήν, ἐγέλασε πολλὰ καὶ ἔγραψε ἄλλην καὶ
ἔστειλε πρὸς αὐτές.89

219

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὲς Ἀμαζόνες.
2 «Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος καὶ αὐτοκράτωρ ὅλου τοῦ κόσμου, εἰς τὲς γυναῖκες τὲς Ἀμαζόνες, ὁποὺ λογιάζετε νὰ εἶσθεν ἀνδρειωμέ‐ νες, χαίρειν. Ἐγὼ ἐκέρδεσα ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὴν ἐδικήν μου
5βουλὴν καὶ νὰ φοβηθῶ ἐσᾶς εἶναι ἐντροπή μου μεγάλη. Ἀλλὰ μετ’ ἐ‐ σᾶς νὰ κάμω πόλεμον ἐγὼ δὲν τὸ καταδέχομαι. Μόνον μὲ λόγον ἠθέλησα νὰ σᾶς φοβερίσω. Καὶ σᾶς λέγω ὅτι νὰ μοῦ στείλετε χαρά‐ τζιον καὶ χίλιες πεντακόσιες Ἀμαζόνες ἀπὸ λόγου σας, τὲς πλέον εὐμορφότερες, μὲ ἄλλα τόσα ἄλογα διαλεγμένα καὶ κάθε χρόνον νὰ
10ἀλλάσσουνται. Ἀκόμη νὰ μοῦ στείλετε ἀπὸ τὰ πράγματα ὁποὺ εὑρίσκονται εἰς αὐτὸν τὸν τόπον, νὰ εἶναι εὔμορφα καὶ ἄξια. Καὶ ἂν δὲν θελήσετε νὰ μοῦ ὑποσχεθῆτε, θέλω ἔλθει αὐτοῦ μὲ ὅλα μου τὰ φουσάτα καὶ καμίαν δὲν θέλω ἀφήσει

220

ἀπὸ ἐσᾶς ζωντανήν». Καὶ ὡσὰν εἶδαν οἱ Ἀμαζόνες αὐτὰ ὁποὺ ἐμηνοῦσεν ὁ Ἀλέξανδρος, τοῦ ἔγραψαν ἄλλην ἐπιστολὴν καὶ τοῦ ἔστειλαν·
4tἘπιστολὴ Ἀμαζόνων πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
5 «Ἐκ τὲς Ἀμαζόνες, τὲς φρικτὲς καὶ ἀνδρειωμένες, εἰς τὸν περί‐ φημον βασιλέα Ἀλέξανδρον. Μηνοῦμεν καὶ λέγομεν ὅτι σοῦ ὑπο‐ ταζόμεσθεν καὶ τοῦ δίδομεν τὴν ἐξουσίαν, ὅτι ἂν θελήσης νὰ ἔλθης εἰς τὴν χώραν μας, εἴμεσθεν ἕτοιμες διὰ νὰ σὲ δεχθοῦμεν· τὸ ὁποῖον μάλιστα τὸ ποθοῦμεν διὰ νὰ σὲ ἰδοῦμεν. Καὶ ἀποφασίσαμεν διὰ νὰ
10σοῦ δίδωμεν κάθε χρόνον ἀπὸ ἑκατὸν κεντηνάρια χρυσάφι καὶ σοῦ πέβομεν καὶ Ἀμαζόνες διαλεκτὲς χίλιες πεντακόσιες, οἱ ὁποῖες εἶναι κατὰ πολλὰ ἀνδρεῖες. Καὶ τοὺς ἐδώσαμεν νόμον, ὅτι ὅποια ἤθελε μοιχευθῆ νὰ λαμβάνη μεγάλην ἐντροπὴν ἀπὸ τὲς ἄλλες καὶ νὰ

221

τὴν ἔχωμεν ὡσὰν ἀσεβῆ. Καὶ ὅταν πληρωθῆ ὁ χρόνος, θέ‐ λομεν στείλει ἄλλες αὐτοῦ, καὶ αὐτὲς νὰ γυρίσουν εἰς τοῦ λόγου μας. Καὶ πάντα εἴμεσθεν ἕτοιμες εἰς ἐκεῖνο ὁποὺ νὰ μᾶς ὁρίσης νὰ σὲ ὑπακούσωμεν». Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὴν καλήν τους
5γνώμην, δὲν ἠθέλησεν νὰ πηγαίνη εἰς τὴν χώραν τους, ἀλλὰ ἐγύρισε. Καὶ ἀπ’ αὐτοῦ ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Βόμητρον, τὸν βασιλέα τῆς Οὐρμελίας. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Βόμητρος ὅτι ὑπάγει ὁ Ἀλέξαν‐ δρος κατεπάνω του, ἐσύναξε τὰ φουσάτα καὶ εὑρῆκε τα ὀκτακόσιες χιλιάδες ἀρματωμένους. Καὶ ἐσηκώθη κατεπάνω τοῦ Ἀλεξάνδρου
10καὶ ἔστειλε καταπατητάδες νὰ πιάσουν τὴν βίγλαν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔστειλε τὸν Σέλευκον μὲ χιλίους ἀρματωμένους. Καὶ ἐκρύφθηκαν εἰς ἕνα τόπον. Καὶ ὁ Βόμητρος ἤρχετο ἐπάνω εἰς τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ ὁ Σέλευκος τὸν ἐκτύπησεν ἔξαφνα καὶ ἐτζάκισέ του ὅλον τὸ φουσάτον καὶ αὐτὸν τὸν ἐπίασε ζωντανὸν καὶ90
15ἤφερέ

222

τον εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἐπρόσταξεν νὰ τὸν κόψουν μὲ ὅλα τὰ φουσάτα του.
3tΠερὶ τῶν μιαρῶν ἀνθρώπων.
4Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐσηκώθη καὶ εἰσῆλθεν εἰς ἕνα τόπον πετρώδη,
5εἰς τὸν ὁποῖον ἐκατοικοῦσαν ἄνθρωποι μιαροί, δεκαεπτὰ φυλές. Καὶ κάθε φυλὴ ὁμιλοῦσε τὴν γλώσσαν της καὶ ὀνομάζονταν αἱ Μιαραὶ Γλῶσσαι· τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα εἶναι τοιαῦτα: Γότθοι, Μαγγόθοι, Ἀνάγες, Ἀγῶκοι, Ἐξαύθειοι, Ἀνθρωποφάγοι, Κυνοκέφαλοι, Φάρ‐ δειοι, Ἀλενέοι, Φυσονίκαιοι, Ἀσίνεοι, Δραραῖοι, Δεφαρεῖς, Φυτη‐
10ναῖοι, Θελματαῖοι, Μαρμύθαιοι καὶ Ἀγριμανθέοι. Καὶ ὡσὰν εἶδαν τὸν Ἀλέξανδρον, ἔφυγαν εἰς τοῦ Βορέως τὰ μέρη. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἐδίωξε ἕως τοῦ Βορέως τὰ βουνὰ τὰ μεγάλα. Καὶ αὐτοῦ ηὗρε τόπον καλόν, ὅτι τὰ βουνὰ ἐκεῖνα εἶχαν ὁλόγυρα σπήλαια καὶ εἶχαν μόνον μίαν

223

ἐμπασίαν. Καὶ ἐσέβησαν μέσα αἱ γλῶσσαι ἐκεῖναι. Καὶ εἰς ἐκείνην τὴν ἐμπασίαν ἐπίασεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ τοὺς κτυ‐ πήση καὶ νὰ τοὺς κλείση μέσα καὶ πλέον εἰς τὴν οἰκουμένην νὰ μὴν ἐβγοῦν.
5 Καὶ ἐπρόσταξε καὶ ἔκαμε θύραν χάλκινην, μεγάλην καὶ ὑψηλήν, καὶ ἄλειψέ την μὲ συακίνθην. Ὁ συακίνθης τέτοιας λογῆς εἶναι, ὅτι οὔτε σίδηρος τὸν πελεκᾶ, οὔτε στία τὸν καίει. Ἔκαμαν καὶ πύργον ὑψηλόν. Καὶ τόσον μαστόροι ἦσαν, ὁποὺ ἔκαμαν ἕνα ὄργανον θαυ‐ μαστὸν ἐπάνω τῆς κορυφῆς τοῦ πύργου καὶ ὅταν ἐκτύπα ὁ ἄνεμος,
10ἐλάλει ἐτοῦτον τὸν λόγον: Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς. Καὶ ἐκεῖνοι ὁποὺ ἦσαν μέσα ἀκούοντες τὴν φωνὴν δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ ἔβγουν νὰ ἔλθουν εἰς τὴν θύραν. Καὶ εἶναι ἐκεῖ κλεισμένοι ἕως τὴν σήμε‐ ρον.

224

(1t)

Πῶς ἐπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ βασίλειον
tτῆς θαυμαστῆς Κανδάκης.
3 Καὶ ἐσηκώθη πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἦλθεν εἰς τὴν γῆν τῶν Ἀμαστριδῶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτον αὐθέντης ὁ Κονταυλού‐91
5σης, ὁ υἱὸς τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας. Αὐτὴ ἡ Κανδάκη, ἡ θαυμαστὴ καὶ περιβόητος διὰ τὴν ἀνδρείαν της καὶ τιμὴν καὶ πλοῦ‐ τον ὁποὺ εἶχε, ἦτον συμπενθερὰ μὲ τὸν Πῶρον τὸν βασιλέα. Καὶ εἶχε δύο υἱούς, τὸν Κονταυλούση καὶ τὸν Δορυφόρον. Καὶ ὁ Δορυ‐ φόρος εἶχε εἰς γυναίκα τὴν θυγατέρα τοῦ Πώρου. Ἔμαθεν ὅμως ἡ
10Κανδάκη πὼς ἦλθεν εἰς τὰ σύνορά της ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἔστειλεν ἕνα ζωγράφον ἐπιτήδειον καὶ ἐπῆγε κρυφὰ εἰς τὸ φουσάτον τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὸν ἐζωγράφισε πολλὰ ἐπιτήδεια καὶ ἤφερε τὴν εἰκόνα εἰς τὴν βασίλισσαν. Καὶ αὐτή, ὡσὰν εἶδε τὴν ὡραιότητά του, ἐθαύμα‐

225

σεν καὶ ἐπῆρε την καὶ τὴν ἔβαλεν εἰς τὴν κάμαράν της καὶ τὴν ἐφύλαγε. Διατὶ ἤκουσε πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἀτός του κατα‐ πατεῖ τὰ βασίλεια καὶ γίνεται ἀποκρισάρης. Καὶ ἀκαρτεροῦσε πότε νὰ ἔλθη καὶ εἰς αὐτὴν διὰ νὰ τὸν πιάση. Ὁ Κονταυλούσης, ὡς εἶδε
5τὸν Ἀλέξανδρον πὼς ἦλθε μέσα εἰς τὸν τόπον του, ἐφοβήθη. Καὶ ἐπῆρεν τοὺς στρατιώτας του καὶ τὴν γυναίκα του καὶ τὴν θυγατέρα του καὶ ὅλα τὰ πράγματά του καὶ ἔφυγεν, διὰ νὰ πηγαίνη εἰς τὴν μη‐ τέραν του τὴν Κανδάκην νὰ φυλαχθῆ. Καὶ εἰς τὴν στράταν ὁποὺ ἐπήγαινε, τὸν ἐκαρτέρεσεν ὁ βασιλεὺς τῶν Οὐλαρίων Εὐαγρίθης (ὁ
10ὁποῖος τὸν εἶχεν ἔχθρα) καὶ τὸν ἐπολέμησεν καὶ τὸν ἐτζάκισεν καὶ τοῦ ἐπῆρεν τὴν γυναίκα του καὶ τὴν θυγατέρα του καὶ ὅλον τὸ πράγμα του. Καὶ αὐτὸς μετὰ βίας ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας του. Καὶ φεύ‐ γοντας πρὸς τὴν μητέρα του τὴν Κανδάκην ἔπεσεν εἰς τὴν βίγλαν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ἐπίασέν τον καὶ τὸν

226

ἐρώτησε: Ποῖος εἶσαι καὶ πόθεν ἔρχεσαι; Καὶ αὐτὸς ὁμολόγησέ τους τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν. Καὶ ἤφεράν τον εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ αὐτός, ὡς ἤκουσε πὼς ἐπία‐ σε τὸν Κονταυλούσην, ἔβαλε τὸν Ἀντίοχον καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸν
5θρόνον τὸν βασιλικόν· καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐπαράστεκεν ὡς ὁ Ἀντίο‐ χος. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν φέρουν ἔμπροσθέν του. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀτός του ἐδιάβη καὶ ἤφερέ τον πρὸς τὸν Ἀντίοχον καὶ ἐπροσκύνησέ τον. Καὶ ὁ Ἀντίοχος ἄρχισε καὶ τὸν ἠρώτα κατα‐ λεπτῶς: Πόθεν ἔρχεσαι; Καὶ πόθεν ἔφευγες καὶ ἔπεσες εἰς τὰ χέρια
10τὰ ἐδικά μας; Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη νομίζοντας πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ εἶπεν: Ἀπὸ τὸν ἐδικόν σου φόβον ἔφευγα, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε. Καὶ ἐξεβαίνοντας ἀπὸ τὸν τόπον τῶν Ἀμαστριδῶν ἔφευγα πρὸς τὴν μητέρα μου τὴν Κανδάκην νὰ γλυτώσω. Καὶ ἐση‐
κώθη ὁ Εὐαγρίθης, τῆς Οὐλουρίας ὁ βασιλεύς, καὶ ἐπάτησέ με καὶ92
15ἐπῆρε τὴν γυναίκα μου καὶ τὴν θυ‐

227

γατέρα μου καὶ τὰ ὑπάρχοντά μου ὅλα καὶ μοναχὰ ἐγὼ ἐγλύτωσα. Καὶ φεύγοντας ἔπεσα εἰς τὴν βί‐ γλαν τῆς βασιλείας σου καὶ ἔπαθα ὡσὰν ἐκεῖνον τὸν μύθον ὁποὺ λέγουν ὅτι: Ποτὲ ἕνας ἄνθρωπος ἔφευγε ἀπὸ τὸν λέοντα νὰ μὴν τὸν
5φάγη. Καὶ εὑρῆκε δένδρον ὑψηλὸν καὶ ἀνέβη ἐπάνω. Καὶ ὁ λέων ἐστάθη εἰς τὴν ῥίζαν τοῦ δένδρου. Καὶ τὸ δένδρον εἶχεν εἰς τὴν ἄκραν λίμνην. Καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ λέοντος νὰ μὴ τὸν βλέπη, ἐπήδησεν ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ δένδρου. Καὶ εἶδεν ὄφιν μέγαν καὶ ἤρχετο ἐπάνω καὶ ἐτρόμαξε. Καὶ ἐστράφη νὰ ἰδῆ εἰς τὴν λίμνην
10καὶ εἶδεν εἰς τὴν ἄκραν τῆς λίμνης κροκόδειλον καὶ ἔχασκε πότε νὰ κατέβη κάτω νὰ τὸν καταπίη. Καὶ εἶπε μὲ τὸν λογισμόν του· Τί νὰ κάμω ὁ ἄτυχος; Ἐὰν κατέβω εἰς τὴν γῆν, ὁ λέων μὲ θέλει κατα‐ φάγει ζωντανόν. Ἐὰν σταθῶ εἰς τὸ δένδρον, ὁ ὄφις μὲ θέλει κατα‐ πίει ἀπὸ ὀλίγον ὀλίγον. Ἀμὴ κάλλιον νὰ πηδήσω εἰς τὴν λί‐

228

μνην καὶ ἃς μὲ καταπίη ὁ κροκόδειλος διὰ μίαν, παρὰ νὰ βασανίζωμαι ζωντανός. Καὶ τότε ἐπήδησεν εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐφαγώθη ἀπὸ τὸν κροκόδειλον.
5 Τοιουτοτρόπως ἔπαθα καὶ ἐγώ, βασιλεῦ Ἀλέξανδρε: Ἀπὸ τὸ φουσάτον σου ἔφευγα καὶ πάλιν εἰς τὰ χέρια σου ἔπεσα. Ὁ δὲ Ἀντίο‐ χος τοῦ εἶπε: Τῶν ἀτύχων ἀνθρώπων πολλὰ κίνδυνα τοὺς ἔρχονται. Διατί, ὅταν ἔμαθες ὅτι ἦλθα ἐδῶ, νὰ μὴν ἔλθης, καθὼς ἔπρεπε; Ἀμὴ ἔφυγες καὶ καλὰ ἔπαθες. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἔπεσες εἰς τὰ χέρια μου,
10διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ ἐγὼ θέλω νὰ σοῦ ἐλευθε‐ ρώσω τὴν γυναίκα σου καὶ τὴν θυγατέρα σου καὶ ὅλα σου τὰ ὑπάρ‐ χοντα καὶ μὲ τιμὴν σὲ θέλω στείλει εἰς τὴν μητέρα σου. Καὶ λέγει ὁ Ἀντίοχος πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον φανερά: Ἔπαρε, Ἀντίοχε, τὸν Κονταυλούση καὶ σύρε εἰς τὸν βασιλέα τῆς Οὐλουρίας τὸν Εὐα‐
15γρίθην. Καὶ ἂν σοῦ δώση μετὰ εἰρήνης τὰ πράγματα τοῦ

229

Κονταυ‐ λούση, κάμετε ὅρκον καὶ ἂς ἔλθη καὶ αὐτὸς μετ’ ἐσᾶς ἀντάμα ἐδῶ καὶ νὰ μὴν ἔχη φόβον· εἰ δὲ κενοδοξήση τίποτας, τὸν τόπον του ὅλον νὰ τὸν κουρσεύσης καὶ αὐτὸν δεμένον νὰ μοῦ τὸν φέρης ἐδῶ. Καὶ
5τότε νὰ στείλω εἰς τὴν Κανδάκην ἀποστειλάτορα μὲ τὸν Κονταυλούση ἀντάμα. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Κονταυλούσης τοιαῦτα λόγια, ἐχάρη πολλὰ καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Ἀντίοχον ὡς βασιλέα καὶ εἶπεν: Ὑψη‐ λότατε βασιλεῦ, διὰ νὰ συμπαθῆς τοὺς δυστυχεῖς, σὲ ὕψωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἐγίνης τοῦ κόσμου ὅλου βασιλεύς. Καὶ ἐπροσκύνησε καὶ ὁ
10Ἀλέξανδρος τὸν Ἀντίοχον ὡς βασιλέα. Καὶ ἐπῆρε τὸν Κονταυ‐ λούση καὶ ὀκτακόσιες χιλιάδες φουσάτον διαλεκτὸν καὶ ὑπῆγεν ἐπάνω εἰς τὸν Εὐαγρίθη. Καὶ εἰς τὴν στράταν εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ Κονταυλούση: Ἐὰν ἐβγάλω τὴν γυναίκα σου καὶ τὴν θυγατέρα σου καὶ τὸν βίον σου ὅλον νὰ σοῦ τὸν δώσω, τί καλὸν μοῦ ἤθελες93
15κάμει; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Ὅλος ὁ βίος ἂς εἶναι ἐδικός

230

σου. Καὶ ὅταν γυρίσωμεν εἰς τὸν βασιλέα νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ σὲ στείλη ἀποστειλάτορα εἰς τὴν μητέρα μου τὴν Κανδάκην. Καὶ θέ‐ λεις πάρει πολλὰ πράγματα ἀπὸ ἡμᾶς καὶ θέλεις γένει τρίτος υἱὸς
5τῆς μητρός μου· ὅτι ἐγὼ ἔχω καὶ ἄλλον ἀδελφὸν ὀνόματι Δορυφόρον. Καὶ θέλομεν γένει τρεῖς ἀδελφοὶ ἐγκάρδιοι. Ἦλθε γοῦν μὲ τὰ φου‐ σάτα εἰς τὸν Εὐαγρίθην. Καὶ ἐδιαμοίρασεν τὰ φουσάτα εἰς τρία τά‐ γματα καὶ ἔστειλε διακόσιες χιλιάδες νὰ κουρσεύσουν τὸν τόπον τοῦ Εὐαγρίθη καὶ τριακόσιες χιλιάδες ἔκρυψεν εἰς τὸν λόγγον καὶ
10ἄλλες τριακόσιες χιλιάδες ἔστειλε εἰς τὸ κάστρον τοῦ Εὐαγρίθη. Καὶ ἐπίασαν ἕναν ἄνθρωπον καλὸν ἀπὸ τὸ κάστρον καὶ τοῦ ἔδωκαν τὴν ἐπιστολὴν ὁποὺ ἔγραφεν οὕτως:

231

(1t)

Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Εὐαγρίθην.
2 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης αὐθέντης, εἰς τὸν Εὐαγρίθην, τῆς Οὐλουρίας τὸν βασιλέα. Τὴν ἀνομίαν σου καὶ τὴν ὑψηλοφροσύνην σου ἔμαθα καὶ ἐσιχά‐
5θηκα. Καὶ αὐτοῦ ὁποὺ σοῦ στέλλω τὸν Ἀντίοχον, νὰ τοῦ δώσης χαράτζιον καὶ δῶρα νὰ μοῦ φέρη. Καὶ τὴν γυναίκα καὶ θυγατέρα τοῦ Κονταυλούση καὶ τὰ πράγματά του ὅλα νὰ τὰ στρέψης· εἰ δὲ καὶ δὲν μοῦ ἀκούσης, κακὸν θάνατον θέλεις πάρει». Καὶ ὁ Εὐαγρί‐ θης ἀπέστειλε καταπατητάδες εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶδαν τὸ
10φουσάτον ὀλίγον καὶ τὸ εἶπαν τοῦ Εὐαγρίθου. Καὶ ὡς ἤκουσεν πὼς εἶναι ὀλίγον, ἐβγῆκε νὰ πολεμήση. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἔβγαλε τὸ ἄλλο φουσάτον ἀπὸ τὸν λόγγον καὶ ἔκοψαν ὅλον τὸ φουσάτον τοῦ Εὐαγρίθη. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐσφάγη ἀτός του καὶ ἐξεψύχησεν αὐτὴν τὴν ὥραν. Ὁ δὲ Ἀ‐

232

λέξανδρος ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρον καὶ ἐπῆρε το μὲ τὸν πόλεμον. Καὶ ἐπῆρε τὴν γυναίκα καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ Κονταυλούση καὶ τὰ πράγματά του ὅλα. Καὶ ἦλθεν εἰς τὸν Ἀντίοχον, ὁποὺ ἐκάθετο εἰς τὸν θρόνον τοῦ Ἀλεξάν‐
5δρου, καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὡς βασιλέα. Καὶ ὁ Ἀντίοχος ἐρώτησε
τὸν Κονταυλούση καὶ εἶπε του: Ὅσα σοῦ ἐπῆρεν ὁ Εὐαγρίθης ὅλα ἐπῆρε τα; Καὶ αὐτὸς εἶπε: Μὲ τὴν δύναμίν σου, κράτιστε βασιλεῦ, ἐπῆρε τα, καὶ περισσότερα. Ἀμὴ παρακαλῶ σε πολλὰ νὰ μοῦ δώσης τὸν Ἀντίοχον νὰ ἔλθη εἰς τὴν μητέρα μου ἀποκρισάρης μετ’ ἐμένα,94
10ὅτι τὸν εἶδα πολλὰ ἀνδρειωμένον καὶ φρόνιμον εἰς τὸ φουσάτον. Καὶ ὁ Ἀντίοχος ἐπρόσταξε νὰ ὑπάγη ὁ Ἀλέξανδρος ἀποκρισάρης εἰς τὴν Κανδάκην. Καὶ ἐπροσκύνησαν καὶ οἱ δύο καὶ ἐδιάβησαν πρὸς τὴν βασίλισσαν. Πηγαίνοντες τὴν στράταν καὶ συνομιλῶντες εἶ‐

233

πεν ὁ Κονταυλούσης: Εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην φρονιμώτερον ἄνθρωπον καὶ ἀνδρειωμένον δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ ἰδῶ. Καὶ μὲ ὅλον τὸ δίκαιον βα‐ σιλεύει ὁ Ἀλέξανδρος ὅλην τὴν οἰκουμένην, διατὶ ἔχει τοιούτους
5ἀνθρώπους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, διὰ νὰ τὸν δοκιμάση, νὰ ἰδῆ τί καρδίαν ἔχει πρὸς αὐτόν, τοῦ ἀποκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν: Πίστευσόν με, ἀδελφὲ Κονταυλούση, ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι εἰς τὸν Ἀλέξαν‐ δρον καλύτεροι ἀπὸ ἐμένα. Ἀρχὴ εἶναι ὁ Φιλόνης καὶ γεροντότερος, εἶναι ὁ Φίλιππος, ὁ Σέλευκος, ὁ Πτολεμαῖος, ὁ Ἀντίγονος καὶ μετὰ
10τούτους εἶμαι καὶ ἐγώ, ὁ Ἀντίοχος. Καὶ ὁ Κονταυλούσης εἶπε· Εἶδα τους καὶ αὐτούς, ἀμὴ κάλλιον ἔχω ἐσένα παρὰ ἐκείνους ὅλους. Ἐπ’ ἀληθείας ἄξιος εἶσαι ἐσὺ νὰ εἶσαι εἰς ὅλον τὸν κόσμον βασι‐ λεύς. Καὶ τόσην ἀγάπην ἐπῆρα διατ’ ἐσένα, αὐθέντη Ἀντίοχε, ὁποὺ τὴν ζωήν μου ἤθελα χάσει διὰ τὴν ἀγάπην σου.

234

(1t)

Πῶς ἐσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς ἕνα σπήλαιον καὶ εὑρῆκε
tτοὺς θεοὺς τῶν Ἑλλήνων καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ
3tτοὺς ἐσύντυχεν.
4Καὶ ἐκεῖ διαβαίνοντας ἦλθεν εἰς ἕνα σπήλαιον μέγα. Καὶ εἶπεν
5ὁ Κονταυλούσης πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον: Ἠγαπημένε Ἀντίοχε, ἐδῶ εἰς τοῦτο τὸ σπήλαιον λέγουν ὅτι εἶναι οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων μέσα ζωντανοί. Καὶ εἴ τις ἐμπῆ μέσα, βλέπει παράδοξα καὶ θαυμαστὰ πράγματα. Ἀμὴ ὅσοι ἐσέβησαν ἔχασαν τὸν νοῦν τους καὶ ἐγίνηκαν ἐξεστηκοί. Ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ λέγει: Τέτοιαν ἀγάπην ἔχεις εἰς
10ἐμένα καὶ μὲ ἀναγκάζεις νὰ σέβω νὰ χάσω τὸν νοῦν μου; Ὁ Κονταυ‐ λούσης εἶπεν: Ἐγὼ δὲν εἶπα διὰ τὸ ἐδικόν σου κακόν. Ἀμὴ ἐὰν σέβης, τίποτες κακὸν δὲν θέλεις πάθει. Διότι ὁ νοῦς ὁ ἐδικός σου εἶναι πολὺς καὶ στερεὸς καὶ ἡ τύχη τοῦ αὐθεντός σου

235

εἶναι πολλὰ μεγάλη. Καὶ τοῦ καλορίζικου ἀνθρώπου καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ δαίμονες
τοῦ βοηθοῦν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ λέγει: Δεῖξε μου τὸν δρόμον νὰ σέβω μέσα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ ἔδειξέ του τὸν δρόμον. Καὶ πιά‐95
5νοντάς τον ἀπὸ τὸν σφόνδυλον δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ὑπάγη, ἀμὴ τοῦ ἔλε‐ γεν: Ἐκεῖ εἶναι φόβος καὶ στοιχεῖα πολλά. Καὶ ἐὰν σὲ εὕρη τίποτες κακόν, ἐγὼ τί γένομαι διὰ τὴν ἀγάπην σου; Καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου τὰ ὀμμάτια δὲν θέλω τὰ ἰδεῖ πλέον, ὅτι πολλὰ μὲ ἀγαπᾶ. Καὶ ὁ Ἀλέξαν‐ δρος τοῦ εἶπε: Ἀνάμεινε καμπόσον νὰ σέβω εἰς τὴν τύχην τοῦ Ἀ‐
10λεξάνδρου καὶ ὁ Θεὸς μὲ θέλει βοηθήσει. Καὶ οὕτως ἐσέβη μέσα ἀρματωμένος καὶ εἶδε παράξενα πράγματα. Καὶ ἦλθαν πολλὰ ὡσὰν πρόσωπα σκιαζάρικα καὶ ἐσυναπάντησάν τον. Καὶ αὐτὸς παρακα‐ λώντας τὸν παντοκράτορα Θεὸν χωρὶς κανέναν φόβον ἐπεριπάτει ἐκεῖ. Καὶ ἐγνώρισε τὸν Κρόνον καὶ τὸν Ἑρμῆν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν θεοὶ
15τῶν

236

Ἑλλήνων, καὶ ἦτον μὲ ἅλυσον δεμένοι. Καὶ ἐρώτησε διὰ τοὺς ἄλλους τοὺς πολλοὺς τοὺς δεμένους καὶ εἶπε: Τί εἶναι αὐτοὶ οἱ δεμένοι; Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας δεμένος βασιλεὺς καὶ εἶπε: Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, αὐτοὶ ὅλοι ὁποὺ βλέπεις βασιλεῖς ἦσαν καὶ αὐτοί,
5αὐθεντάδες εἰς ὅλην τὴν γῆν, ὡσὰν καὶ ἐσὺ τὴν σήμερον, καὶ διὰ τὴν ὑπερηφανίαν τους καὶ τὴν ἄμετρον ὕψωσιν, ὁποὺ ἐγίνονταν ἴσοι μὲ τὸν Θεόν, τοὺς ὀργίσθηκεν ὁ Θεὸς καὶ ἔστειλέ τους ἐδῶ εἰς τὸ σπήλαιον νὰ κολάζωνται ἀντάμα μὲ τὴν ψυχήν· καὶ πάλιν νὰ τοὺς ῥίξη εἰς τὸν τάρταρον νὰ κολάζωνται αἰωνίως. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος
10τὸν ἠρώτησεν: Ἀμὴ αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα τί εἶναι; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀνελεήμονες βασιλεῖς, ὁποὺ ἔκαμαν πολλὰ κακὰ καὶ ἐπίστευαν εἰς αὐτουνοὺς ὁποὺ εἶναι δεμένοι μὲ τὴν ἅλυσον καὶ τοὺς εἶχαν διὰ θεοὺς εἰς τὸν καιρόν τους ὁποὺ ἐζοῦσαν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε: Φαίνεταί μου, ὦ ἄνθρωπε, κά‐

237

που σὲ εἶδα. Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: Ἐὰν ὑπῆγες εἰς τοὺς ἀγρίους ἀνθρώ‐ πους, εἶδες τὸ πρόσωπόν μου γραμμένον εἰς τὸν στύλον. Καὶ ὁ Ἀ‐ λέξανδρος εἶπε· Καὶ πῶς λέγεται τὸ ὄνομά σου; Καὶ αὐτὸς εἶπεν:
5Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σόνσοχος ὁ βασιλεύς, ὁποὺ ποτὲ καιρὸν ἐπῆρα ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ ἀπὸ τὴν ἔπαρσίν μου ἐπῆγα εἰς τὴν ἄκρην τῆς γῆς καὶ ἠθέλησα νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Παράδεισον καὶ οἱ ἄγριοι ἄνθρωποι ἐξέβησαν κατεπάνω μου καὶ μὲ ἐθανάτωσαν μὲ ὅλον μου τὸ φουσάτον. Καὶ ἦλθαν οἱ δαίμονες καὶ μὲ ἤφεραν ἐδῶ δεμένον καὶ κολάζομαι
10ἀπὸ τὴν ἀγνωσίαν μου. Καὶ φυλάγου καὶ ἐσύ, Ἀλέξανδρε, νὰ μὴν ὑψωθῆς πολλὰ καὶ σὲ φέρουν ἐδῶ δεμένον. Καὶ ἐδιάβη ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν μέσην τους καὶ πηγαίνοντας ηὗρε τὸν πενθερόν του τὸν Δά‐
ρειον, τὸν βασιλέα τῆς Περσίας. Καὶ εἶδεν τον ὁ Δάρειος καὶ ἔκλαυσε καὶ ἀναστενάζοντας ἐλάλησε καὶ εἶπεν: Ὦ φρονιμώτατε Ἀλέξανδρε,96
15καὶ ἐσὺ ἐφυλακώ‐

238

θης μετ’ ἐμᾶς; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπεκρίθη: Δὲν ἦλθα νὰ εἶμαι μετ’ ἐσᾶς, μόνον εἶχα στράταν καὶ ἦλθα νὰ σᾶς ἰδῶ. Καὶ ὁ Δάρειος εἶπε: Φρονιμώτατε Ἀλέξανδρε, ἐπειδὴ εἶσαι μὲ τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἔχεις τον βοηθόν, θέλεις μά‐
5θει καὶ ἄλλο ὁποὺ δὲν ἠξεύρεις. Ἔλα κοντά μου νὰ σοῦ εἰπῶ. Καὶ ἐπῆγε κοντά του καὶ λέγει του: Αὐτοῦ ὁποὺ ὑπάγεις εἰς τὴν βασί‐ λισσαν τὴν Κανδάκην, ἔχει τὸ πρόσωπόν σου ἱστορισμένον καὶ θέλει σὲ γνωρίσει. Ἀμὴ σύρε καὶ μὴν ἀργῆς ἐκεῖ, ὅτι ὁ Θεὸς ὁποὺ παρακαλεῖς θέλει σὲ ἐβγάλει ἀπὸ τὰ χέρια της. Καὶ πάλιν ἐδάκρυσεν
10ὁ Δάρειος καὶ εἶπεν: Υἱέ μου Ἀλέξανδρε, τὸ βασίλειον τῆς Περσίας πῶς στέκεται; Καὶ τὴν γλυκυτάτην μου θυγατέρα Ῥοξάνδραν πῶς τὴν ἔχεις; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν: Ἡ θυγατέρα σου βασιλεύει τὸν κόσμον ὅλον τὴν σήμερον μετ’ ἐμένα. Καὶ ὁ Δάρειος τοῦ εἶπε· Σύρε παρεμπρὸς νὰ ἰδῆς καὶ τὸν Πῶρον, τὸν βασιλέα

239

τῆς Ἰνδίας. Καὶ βλέποντάς τον εἶπε: Μεγαλώτατε Πῶρε, μίαν φορὰν ὀνομάζο‐ σουν θεὸς ἐπίγειος καὶ τώρα κολάζεσαι ὡς ἄτυχος ἄνθρωπος; Καὶ ὁ Πῶρος εἶπεν: Ὅσοι βασιλεύσουν τὸν κόσμον μὲ ὑψηλοφροσύνην
5τέτοιας λογῆς τιμωρῶνται. Καὶ φυλάγου καὶ ἐσὺ νὰ μὴν ὑψηλο‐ φρονήσης καὶ σὲ φέρουν ἐδῶ δεμένον οἱ δαίμονες. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν: Βέβαια, ὅποιος κάμει ἔτζι, ἔτζι λαμβάνει. Καὶ παρευθὺς ἐξέβη ἀπὸ τὸ χάος τοῦ σπηλαίου καὶ εὑρῆκε τὸν Κονταυλούση ὁποὺ ἔκλαιε καὶ ὀδύρετο εἰς τὴν ἄργητα τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ ὅταν τὸν εἶδεν,
10ἔδραμεν καὶ ἐφίλησέ τον καὶ εἶπε: Τί ἦτον ἡ ἄργητά σου, αὐθέντη Ἀντίοχε, καὶ μὲ ἐτρόμαξες τόσον, ὁποὺ ἐλόγιασα ὅτι ἐχάθης; Ἀμὴ ἀληθινὰ εἶδα τὴν σήμερον τὸ ῥιζικὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὁποὺ ἐβγῆ‐ κες ὑγιὴς ἀπὸ τὸ σπήλαιον. Παρακαλῶ σε, δεῖξε μου καὶ ἐμένα τί εἶδες ἐκεῖ μέσα νὰ τὸ διηγοῦμαι καὶ ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον. Καὶ τοῦ
15ἐδιηγήθη καταλεπτῶς ὅσα

240

εἶδε καὶ ἤκουσε. Καὶ ἐθαύμασε ἀκούον‐ τας τὰ λόγια τοῦ Ἀλεξάνδρου. Καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸν δρόμον ἐθαύμασεν ὁ Ἀλέξανδρος τὰ πωρικὰ εἰς τὰ βουνὰ ὁποὺ ἐδιάβαι‐ ναν: Αἱ ἐλαῖαι ἦτον χοντρὲς ὡσὰν κίτρα, τὰ καρύδια ὡσὰν πεπόνια,
5τὰ ἀπίδια ὡσὰν κολοκύνθια μεγάλα, ὁμοίως καὶ τὰ μῆλα, τὰ δὲ λε‐ μόνια ὡσὰν ταγάρια, καὶ ἄλλα πολλὰ παράξενα. Καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ βασίλειον τῆς Κανδάκης. Καὶ ἡ βασίλισσα ἡ Κανδάκη, ὡς ἤ‐ κουσεν ὅτι ζῆ ὁ υἱός της καὶ ἔρχεται, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην. Διότι
ἤκουσε πὼς ἐχάθη ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ εἶχε μεγάλην λύπην.97
10Καὶ ὅταν εἶδε πὼς ἔρχεται, ἐπῆγε καὶ ἐσυναπάντησέ τον μακρι‐ νά.

241

(1t)

Πῶς ἡ Κανδάκη ἐσυναπάντησε τὸν υἱόν της καὶ
tτὸν Ἀλέξανδρον.
3 Καὶ ὅταν εἶδεν ὁ Κονταυλούσης τὴν μητέρα του, ἐπέζευσε καὶ ἐπῆρε τὸν Ἀλέξανδρον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε: Δέξου, μητέρα μου,
5τὸν ἀδελφόν μου τὸν Ἀντίοχον, τὸν βοϊβόνδα τοῦ Ἀλεξάνδρου· πρῶτα χαιρέτησε αὐτὸν καὶ ἔπειτα ἐμένα. Καὶ αὐτὴ ἐφίλησε καὶ τοὺς δύο καὶ ἐχάρη χαρὰν μεγάλην. Καὶ ἄρχισε νὰ ἐρωτᾶ τὸν υἱόν της πῶς ἔπαθε. Καὶ αὐτὸς τῆς ἐδιηγήθη τὰ ὅσα κίνδυνα ἔπαθε καὶ εἶπε τῆς μητρός του: Ἐτοῦτος ὁ βοϊβόνδας τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐχάρισε
10τὴν ζωήν μου. Καὶ ὅσα κίνδυνα μὲ ηὗραν ὅλα αὐτὰ μοῦ τὰ ἐδιπλα‐ σίασεν εἰς χαράν. Καὶ τὴν γυναίκα μου καὶ τὴν θυγατέρα μου καὶ τὰ πράγματά μου, ὅλα ὅσα μοῦ ἐπῆρεν ὁ Εὐαγρίθης, ὅλα μοῦ τὰ ἔβγα‐ λεν διπλά. Καὶ δέξου τον καὶ αὐτόν, μητέρα μου, ὡς τρίτον σου

242

υἱόν. Καὶ ὣς ἤκουσεν τοὺς λόγους τοῦ υἱοῦ της, ἀγκαλίασεν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν ἐφίλησε καὶ γλυκὰ τοῦ ἐσύντυχεν. Τοῦ εἶπεν: Καλῶς μᾶς ἦλθες, τοῦ μεγάλου βασιλέως Ἀλεξάνδρου βοϊβόνδα Ἀντίοχε. Καὶ ἐθαύμαζεν ἡ βασίλισσα τὴν εὐμορφίαν του καὶ ἔλεγε·
5Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ σὲ ἔχω τρίτον μου υἱόν, ὁποὺ ἔκαμες τοῦ υἱοῦ μου καὶ ἀδελφοῦ σου τόσον μέγα καλόν. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐση‐ κώθη ὡς ἀποκρισάρης καὶ ἐπροσκύνησέ την καὶ ἄρχισε νὰ τῆς συντυχαίνη. Καὶ ἡ βασίλισσα ἐστοχάσθη τὰ σημάδια τοῦ προσώπου του καὶ ἔλεγεν εἰς τὸν νοῦν της: Τάχα νὰ εἶναι ἐτοῦτος ὁ Ἀλέξανδρος
10ὁ Μακεδών; Καὶ ἐγκαλίαζέ τον καὶ ἐφίλει τον γλυκεῖα καὶ λέγει του· Ἀντίοχε, ἔλα νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸ παλάτιόν μας, νὰ ἰδῆς τὸν πλοῦτον τὸν ἐδικόν μας καὶ νὰ πάρης εἴ τι σοῦ ἀρέση· καὶ νὰ γράψω καὶ ἐπι‐ στολὴν νὰ ὑπάγης εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἐπῆρε τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐσέβη εἰς τὸ πα‐

243

λάτι καὶ ἔδειξέ του θαύματα πάμπολλα καὶ πα‐ ράδοξα πράγματα, μαργαριτάρια καὶ πολύτιμα λιθάρια ἀναρίθμητα καὶ χρυσάφι πολύ. Καὶ ἐγύρισέ τον εἰς ὅλον τὸ παλάτι καὶ ἐσέβη εἰς τὴν κάμαράν της καὶ εἶπε του: Ἔπαρε ἀπὸ ὅσα εἶδες εἴ τι σοῦ
5ἀρέση, ἠγαπημένε υἱέ μου Ἀλέξανδρε.98
6tΓνώρισις Ἀλεξάνδρου.
7 Καὶ αὐτὸς εἶπεν: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀντίοχος καὶ ἐμπιστευμένος δοῦλος τοῦ Ἀλεξάνδρου. Διατί μὲ λέγεις Ἀλέξανδρον; Καὶ ἡ βασί‐ λισσα τοῦ λέγει: Ἐγὼ ἐσένα Ἀλέξανδρον σὲ γνωρίζω. Καὶ ἔχεις
10ἀλλαγμένον τὸ ὄνομά σου, ἀμὴ ἐσὺ εἶσαι ὁ ἴδιος. Καὶ ἐὰν δὲν πι‐ στεύης, ἰδὲ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς ἱστορίας ἐπάνω τῆς κεφαλῆς σου καὶ ἰδὲ τίνος πρόσωπον ὁμοιάζει. Καὶ ἐτήρησεν ὁ Ἀλέξανδρος ἐπάνω εἰς τὴν εἰκόνα ὅλα τὰ σημάδια τοῦ προσώπου του καὶ εἶπε: Μὰ τὴν ἀλήθειαν,

244

τὸ ἴδιον εἶναι γραμμένον. Ἀμὴ ἐγὼ διατὶ ὁμοιάζω πολλὰ τὸν Ἀλέξανδρον, διὰ τοῦτο μὲ ἀγαπᾶ πολλά. Καὶ πολλοὶ αὐθεντάδες μὲ προσκυνοῦν νομίζοντες ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ ἡ βα‐ σίλισσα εἶπεν: Ἐπ’ ἀληθείας, ἐσὺ εἶσαι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ
5ἐγὼ τὴν σήμερον ἐγίνηκα βασίλισσα τοῦ κόσμου ὅλου, ὅτι τὸν αὐ‐ θέντην καὶ βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὅλης κρατῶ εἰς τὸ χέρι μου. Καὶ νὰ ἠξεύρης, Ἀλέξανδρε, ὡσὰν ἤθελα, ἔτζι ἔπεσες εἰς τὸ χέρι μου καὶ γλυτωμὸν δὲν ἔχεις πλέον. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοιαῦτα, ἄρχισε νὰ παραλλάξη τὸ πρόσωπόν του λογὲς λογές. Καὶ
10ἄρχισαν νὰ κτυποῦν τὰ ὀδόντια του, ὡσὰν ἐκεῖνον ὁποὺ τὸν πιάνει τὸ κρύο, καὶ ἔβλεπεν ἄνω καὶ κάτω. Καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ τὴν σκοτώση μέσα εἰς τὴν κάμαράν της καὶ νὰ ἔβγη ἔξω νὰ καβαλλι‐ κεύση νὰ φύγη, ἢ νὰ γλυτώση ἢ νὰ ἀποθάνη, παρὰ νὰ ἐντροπιασθῆ, νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα εἰς

245

τὸ σπίτι ὡσὰν γυναίκα. Καὶ ἡ βασί‐ λισσα εἶδε τὸ πρόσωπόν του πὼς ἀλλάζει καὶ ἐφοβήθη. Ἐπῆγε πρὸς τὴν θύραν νὰ ἐξέβη ἔξω. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὴν ἐπίασεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε: Δὲν ἐβγαίνεις ἐσὺ ἔξω, μόνον ἐδῶ νὰ δώσης κακὸν
5θάνατον. Καὶ νὰ ἔβγω ἔξω νὰ φονεύσω καὶ τὸν υἱόν σου καὶ νὰ ἀπο‐ θάνω τιμημένος εἰς τὸ σπαθί μου. Καὶ ἡ βασίλισσα ἀκούοντας τοὺς λόγους τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐζύγωσεν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ πιάνον‐ τάς τον καὶ φιλώντας τον γλυκὰ εἶπε του: Υἱέ μου Ἀλέξανδρε καὶ βασιλεῦ τοῦ κόσμου ὅλου, μὴ βάνης εἰς τὸν νοῦν σου τίποτας νὰ
10πάθης κακὸν ἀπὸ ἐμένα, ὅτι ἐγὼ μήτε τοῦ υἱοῦ μου μήτε ἀλλουνοῦ ὁμολογῶ τὴν ὑπόθεσιν. Μόνον μὲ τιμὴν πολλὴν καὶ μὲ δῶρα πολλὰ θέλω σὲ ἀποστείλει εἰς τὸ φουσάτον σου· ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὲς ἄγνωστες γυναῖκες, νὰ θανατώσω ἕνα τέτοιον βασιλέα καὶ φοβερὸν ἄνθρωπον· ἀλλὰ νὰ σὲ φυλάξω καὶ νὰ σὲ τιμήσω καὶ νὰ

246

σὲ ἔχω
πάντοτε διὰ υἱόν μου. Καὶ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁποὺ νὰ θέλη νὰ γένη φονέας ὁλουνοῦ τοῦ κόσμου; Ἀπὸ τὸ κεφάλι τὸ ἐδικόν σου εἰρηνεύει ὅλος ὁ κόσμος την σήμερον καὶ τίς δύναται νὰ κόψη τοῦ κόσμου99
5ὅλου τὰ κεφάλια; Ἔτζι σοῦ φαίνεται ὅτι εἶμαι ἄγνωστη, ὡσὰν αἱ ἄγνωσται γυναῖκες, καὶ ἐφοβήθης ὅτι θέλω σὲ θανατώσει; Ὁ ἐδικός σου θάνατος ἤθελε ταράξει ὅλους τοὺς βασιλεῖς καὶ αὐθεντάδες ἀπὸ ἀνατολὴν ἕως δύσιν. Ὁ κόσμος ὅλος δὲν ἀξίζει μίαν τρίχαν τῆς κεφαλῆς σου. Ἀγάπουν νὰ σὲ εἶχα υἱόν, Ἀλέξανδρε, καὶ μετ’ ἐσένα
10νὰ ἤθελα ὀνομασθῆ τοῦ κόσμου ὅλου βασίλισσα. Ἤξευρε ἀκόμη, Ἀλέξανδρε, ὅτι ὡσὰν ἐγκαρδιακή σου μητέρα θέλω σὲ ὀνειδίσει καὶ μὴ τὸ πικρανθῆς. Λέγω καὶ παραγγέλλω σου, ἀπὸ τὴν σήμερον πλέον καταπατητὴς καὶ ἀποκρισάρης νὰ μὴ γένης· διότι δὲν πρέπει τῆς βασιλείας σου τὸ κεφάλι νὰ κρέμεται εἰς μίαν τρίχα, νὰ χαθῆς
15ἄτιμα. Καὶ ἄκουσον

247

ὅρκον φοβερόν: Ἀπὸ τώρα καὶ πλέον νὰ μὴν ἔχης καμίας λογῆς φόβον, μόνον νὰ εἶσαι χαρούμενος.
3tΠαρηγορία τοῦ Ἀλεξάνδρου.
4Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους τῆς βασίλισσας,
5ἐθεραπεύθη ἡ καρδία του. Καὶ ἐπροσκύνησέ την καὶ εἶπε της: Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ σὲ ἔχω ἀντίτυπα τῆς μητρός μου τῆς Ὀλυμπιάδος. Καὶ ἡ βασίλισσα τὸν ἐγκαλίασε καὶ τὸν ἐφίλησε καὶ ἐπῆρε τον ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐξέβησαν ἔξω. Καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν ἔφθασεν καὶ ὁ υἱός της ὁ Δορυφόρος τζακισμένος ἀπὸ τὴν βίγλαν τοῦ Ἀλεξάνδρου.
10Καὶ μετὰ βίας ἐγλύτωσεν αὐτός, ἀμὴ τὸ φουσάτον του ὅλον εἶχε χα‐ θῆ. Καὶ ἔμαθεν ὅτι ὁ Ἀντίοχος ἦλθεν ἀποκρισάρης εἰς τὴν μητέρα του καὶ ἤρχετο μὲ θυμὸν νὰ τὸν σκοτώση. Καὶ ἡ μητέρα του, ἡ βα‐ σίλισσα, ἔμαθε τὸν σκοπόν του, ἔτρεξε καὶ ἐσυναπάντησε τὸν υἱόν της τὸν

248

Δορυφόρον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ παλατίου καὶ εἶπε του: Δὲν πρέπει νὰ κάμης τέτοιαν δουλείαν, υἱέ μου, διότι ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἀδελφόν σου τὸν ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸν μέγαν κίνδυνον καὶ τὴν γυ‐ ναίκα του καὶ τὴν θυγατέρα του καὶ ὅλα του τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν
5αἰχμαλωσίαν καὶ ἔστειλέ τους εἰς ἐμᾶς ζωντανοὺς μὲ τὸν ἠγαπημέ‐ νον του ἀποκρισάρην. Καὶ πρέπει νὰ τὸν ἔχωμεν φίλον καὶ αὐθέντην καὶ ἀπὸ ὅσον ἔχομεν νὰ τοῦ χαρίσωμεν πολλὰ καὶ νὰ τὸν τιμήσωμεν, ὁποὺ μᾶς ἔκαμε τόσην καλωσύνην. Καὶ θέλεις νὰ σκοτώσης τὸν ἠγαπημένον του Ἀντίοχον; Ἀμὴ τοῦτο μὴ τὸ κάμης, υἱέ μου. Κάλ‐
10λιόν μας εἶναι νὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι μας, παρὰ νὰ χαθῆ ὁ ἀποκρι‐ σάρης τοῦ Ἀλεξάνδρου, εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας. ὁ Δορυφόρος εἶπε: Ἄφησόν με, μητέρα μου, νὰ σκοτώσω ἕνα ἄνθρωπον τοῦ Ἀλεξάν‐ δρου, ὁποὺ αὐτὸς πολλὲς χιλιάδες λαὸν μοῦ ἐσκότωσεν, ἀκόμη καὶ τὸν πενθερόν μου Πῶρον, τὸν βασιλέα τῆς Ἰνδίας, καὶ ὁποὺ ἡ100

249

γυ‐ ναίκα μου κλαίει μερόνυκτον διὰ τὸν θάνατόν του· καὶ πίστευσόν με ὅτι ὁ Ἀντίοχος πλέον ζωὴν δὲν ἔχει. Ἀκούοντας ἐτούτους τοὺς λόγους ἡ γυναίκα τοῦ Κονταυλούση ἔδραμε καὶ εἶπε τοῦ Κονταυ‐
5λούση: Ἤξευρε ὅτι τὸν ἠγαπημένον σου Ἀντίοχον θέλει νὰ τὸν φο‐ νεύση ὁ ἀδελφός σου ὁ Δορυφόρος. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Κονταυλού‐ σης, ἔδραμεν εἰς τὸ παλάτι τῆς μητρός του καὶ ηὗρε τὸν Δορυφόρον, ὁποὺ εἶχε τὸ σπαθὶ γυμνόν, καὶ ἡ μάνα του τὸν ἐκράτει ἀπὸ τὴν μέ‐ σην καὶ ἐπάλευε νὰ μὴ κόψη τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὅταν ἔφθασεν
10ὁ Κονταυλούσης, ἐπῆρε τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ ἐβουλήθη νὰ βαρέση τὸν ἀδελφόν του καὶ τὸν ὀνείδισεν κατὰ πολλά. Τότε ἡ βασίλισσα ἐσέβη εἰς τὸ παλάτι καὶ ἔβγαλε τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ὡσὰν τὸν εἶδεν ὁ Δορυφόρος, ἐχύθη ἐπάνω του μὲ τὸ μπουνιάλιον νὰ τὸν βαρέση. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐξεσπάθωσε καὶ εἶπεν: Ἤξευρε,
15Δορυφόρε, ὅτι ὁ θάνατός μου εἶναι θάνατός σου καὶ ὅλου τοῦ

250

γέ‐ νους σου· ὅτι τῶν Μακεδόνων ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὡσὰν τὸν ἐδικόν σας. Καὶ ἂν σκοτώσετε ἐμένα, ὀλίγην ζημίαν θέλετε κάμει τοῦ Ἀ‐ λεξάνδρου· ἀμὴ ὅταν μὲ γυρεύση, δὲν ἠξεύρω ποῦ θέλετε κρυφθῆ.
5Πολλὰ καλὰ ἠξεύρετε πόσους βασιλεῖς καὶ αὐθεντάδες ἔχει ἕως τὴν σήμερον εἰς τὴν γῆν χωμένους. Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἤξευρεν ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἀλέξανδρος πὼς ἡ βασίλισσα ἡ Κανδάκη σκοτώνει τοὺς ἀπο‐ κρισαραίους, δὲν μὲ ἤθελε στείλει, μόνον ἀτός του ἤρχετο μὲ τὸ φουσάτον του. Καὶ ἡ Κανδάκη ἐτήρησε πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ
10γελώντας εἶπεν: Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος εἰ τὴν καρδίαν του κρύβει τὸν λογισμόν του καὶ τὸν φόβον καὶ μὲ τὴν ἐπιτηδείαν του γλώσσαν λαλεῖ. Ὁ Δορυφόρος ἀκούοντας τοὺς λόγους τούτους ἐφοβήθη. Καὶ ἡ Κανδάκη μὲ τὸν Κονταυλούση ἔβαλαν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Δορυφόρον καὶ ἐφιλήθηκαν καὶ ἐπίασαν ἀγάπην καὶ φιλίαν μεγά‐
15λην. Καὶ ἐφιλοδώρησεν τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἡ

251

Κανδάκη ἡ βασίλισσα ἔδωκε τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸ στεφάνι της τὸ μεγάλον κρυφά, ὁποὺ ἦτον ἐγκοσμημένον μὲ πολυτίμητα λιθαρόπουλα καὶ μαργα‐ ριτάρια, καὶ εἶπε του: Δῶσε το ἀπὸ λόγου μου εἰς τὴν γυναίκα σου
5καὶ θυγατέρα μου Ῥοξάνδραν. Ἀκόμη τοῦ ἔδωκε καὶ τὸ δακτυλίδι
της, ὁποὺ τὸ εἶχε καμωμένον μὲ τέχνην ἀπὸ τέσσαρα λιθαρόπουλα μὲ τὸν μαγνήτην κλεισμένον. Ἔδωκέ του καὶ ἄρματα ἀπὸ σίδερον τοῦ ὑακίνθου· καὶ οἱ πίκες τους ἦτον μὲ τῆς ἀσπίδος τὸ πετζὶ κολλη‐ μένες. Ἔδωκέ του καὶ ἄλογον ἄσπρον ἀρματωμένον ἀράπικον καὶ101
10ἡ σέλλα του ἦτον χρυσή. Ἐχάρισέ του καὶ περικεφαλαίαν θαυμαστὴν ὡσὰν ἀετὸν καμωμένην. Καὶ εἰς τὸ ποδάρι τοῦ ἀετοῦ ἦτον γραμμένα τοιαῦτα γράμματα: «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, αὐτο‐ κράτωρ, καῖσαρ μέγας καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσης».

252

(1t)

Λόγοι Κανδάκης.
2 Καὶ λέγει του ἡ Κανδάκη τοῦ Ἀλεξάνδρου λόγια νουθετικά· Τινός, υἱέ μου, καταπατητὴς νὰ μὴ γένης ποτὲ καὶ νὰ μὴν πιστευθῆς τινὰ καὶ κακοπέσης ἀπὸ τὴν σήμερον. Καὶ ἔδωκέ του δόσιμον δέκα
5χρόνων καὶ αὐτὸς δὲν ἤθελεν. Ἀμὴ ἔλεγεν: Ἐγὼ θέλω παρακαλέσει τὸν Ἀλέξανδρον καὶ θέλει σᾶς τὸ χαρίσει. Καὶ ἡ βασίλισσα τοῦ εἶπε κρυφά: Ἐὰν τὸ ἀφήσης, θέλουν σὲ γνωρίσει· μόνον ἔπαρέ το καὶ ἔχε πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην. Καὶ ἐπίασε καὶ ἐφίλησέ τον καὶ ἔκλαυσε πικρῶς καὶ εἶπε: Ἐχαίρομουν, Ἀλέξανδρε, νὰ σὲ εἶχα υἱόν μου, νὰ
10ἐβασίλευα τὸν κόσμον ὅλον μετ’ ἐσένα. Καὶ ἐξέβαλέ τον μὲ τιμὴν μεγάλην καὶ μὲ τοὺς δύο υἱούς της ἀντάμα. Καὶ τὸν ἐπῆγαν ἕως τὸ κονάκι. Καὶ οἱ βίγλες του ἀκαρτεροῦσαν. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, ἐπέ‐ ζευσαν καὶ ἐπροσκύνησάν τον. Καὶ τότε ὁ Ἀλέξανδρος

253

ἐγύρισε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Κονταυλούση καὶ τὸν Δορυφόρον: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ ἐκεῖνοι, ὡσὰν ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀπέμειναν ὡσὰν νεκροὶ καὶ εἶπαν: Ἐπειδὴ εἶσαι ὁ
5Ἀλέξανδρος, ἡμεῖς εἴμεσθεν ἀποθαμένοι. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε· Μὴν ἔχετε φόβον, ὅτι διὰ τὴν τιμὴν ὁποὺ μοῦ ἔκαμεν ἡ μητέρα σας καὶ τὴν ἀγάπην ὁποὺ ἔδειξε εἰς ἐμένα, ἐγὼ δὲν τὴν ἀλησμονῶ. Καὶ ἐσᾶς ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ σᾶς ἔχω ἐγκαρδιακοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἐ‐ δωκέ τους δῶρα πολλὰ καὶ μὲ τιμὴν τοὺς ἀπέστειλεν ὀπίσω εἰς τὴν
10μητέρα τους.

254

(1t)

Λόγοι τῶν φίλων.
2 Καὶ ὁ Πτολεμαῖος καὶ ὁ Φιλόνης καὶ ὁ Ἀντίοχος ἄρχισαν νὰ λέγουν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον τοιαῦτα λόγια: Βασιλεῦ Ἀλέξανδρε, διατί ἀτός σου βάνεις τὴν ζωήν σου νὰ χαθῆς; Καὶ θέλεις νὰ ἀνακα‐
5τώσης τὸν κόσμον ὅλον καὶ βάνεις τὸ κεφάλι σου τοῦ χαμοῦ, νὰ ἀποθάνης ἄδικα, καὶ ἡμᾶς ὅλους νὰ μᾶς ἀφήσης εἰς τὸν ξένον τόπον νὰ χαθῶμεν. Ἀμὴ παρακαλοῦμεν τὴν βασιλείαν σου ἐτοῦτο πλέον νὰ μὴν τὸ κάμης. Ἡμεῖς ὅλον τὸν κόσμον ἐπήραμεν καὶ πλέον ἄλ‐ λος τόπος δὲν ἀπόμεινεν. Καὶ πρόσταξε, ἂν ὁρίσης, νὰ ὑπάγωμεν102
10εἰς τὴν Περσίαν. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοιαῦτα λόγια, ἐπρόσταξε νὰ σηκωθῆ τὸ φουσάτον του διὰ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν Περσίαν.

255

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἐμπῆκεν εἰς τὴν θάλασσαν.
2 Καὶ περιπατώντας διὰ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν Περσίαν, ἔφθασαν εἰς μίαν παραθαλασσίαν. Καὶ ἐβουλήθη ὁ Ἀλέξανδρος νὰ ἔμπη μέσα εἰς τὴν θάλασσαν διὰ νὰ ἰδῆ τί εἶναι εἰς τὸν πάτον της. Καὶ
5εὐθὺς ἐπρόσταξεν τὸν Ἀντίοχον νὰ πηγαίνη εἰς ἕνα κάστρον ὁποὺ ἦταν ἐκεῖ σιμά, διὰ νὰ εἰπῆ νὰ φτειάσουν μίαν κασέλλαν ἀπὸ κρυ‐ στάλλι καὶ νὰ τοῦ τὴν φέρη. Καὶ ἐπῆγεν ὁ Ἀντίοχος καὶ τὴν ἤφερε. Καὶ τὴν ἐπῆρεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐμπῆκεν εἰς ἕνα καράβι μαζὶ μὲ μερικοὺς μεγιστάνους καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης.
10Καὶ ἐκεῖ ἐμπῆκεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν κρυσταλλένια κασέλλα καὶ ἐπρόσταξεν νὰ τὸν ἀπολύσουν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν μὲ σχοι‐ νία. Καὶ τοὺς εἶπεν: Ὁπόταν ταράξω τὰ σχοινία, νὰ μὲ τραβήσετε ἔξω. Καὶ οὕτως τὸν ἀπόλυσαν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐπῆ‐

256

γεν εἰς τὸν πάτον. Καὶ ἐκεῖ εἶδεν ἕνα ὀψάριον μέγα καὶ μακρὺ ὁποὺ ἀπερνοῦσε, καὶ ἐστάθη καὶ τὸ ἐκοίταξεν. Καὶ ἀπέρασαν εἰκοσιτέσ‐ σαρες ὧρες καὶ ἀκόμη ἡ ὀρά του δὲν εἶχεν φανῆ. Καὶ ἐθαύμαξεν
5εἰς αὐτό. Εἶδεν πολέμους ὁποὺ ἔκαναν τὰ ὀψάρια ἀναμεταξύ τους καὶ ἐκτυποῦνταν ὅλον μὲ τὲς ὀρές τους, καὶ εἶπεν· Ἰδὲς ὁποὺ ὡς καὶ τὰ ὀψάρια πολεμοῦν ἀνάμεσόν τους ὡσὰν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν ἦλθεν ἕνα ψάρι μέγα ὥσπερ ἕνα μεγάλον βουβάλι καὶ ἐκτύπησεν τὴν κασέλλα καὶ ἐτάραξε. Καὶ ὡσὰν εἶδαν ἐκεῖνοι
10ὁποὺ ἦταν εἰς τὸ καράβι ὅτι ἐταράχθησαν τὰ σχοινία, τὸν ἐτράβη‐ σαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Καὶ ἐκακοφάνη πολλὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου ὁποὺ δὲν τὸν ἄφησαν νὰ ἀποϊδῆ τὸν πόλεμον τῶν ὀψαρίων, καὶ τοὺς ὀνείδισεν. Καὶ ἐπρόσταξεν νὰ κάμουν πανιὰ διὰ νὰ πηγαίνουν εἰς τὸ φουσάτον. Κι’ ὁπόταν ἐβγῆκεν ἔξω, ἐδιηγήθη ὁλουνῶν ἐκεῖνα
15ὁποὺ εἶδεν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν.103

257

(1t)

Πῶς ἐπῆγεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Περσίαν.
2 Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἐσηκώθη μὲ ὅλον του τὸ φουσάτον καὶ ἦλθεν καὶ ἐμπῆκεν εἰς τὴν Περσίαν. Καὶ τὸν ἐδέχθη ἡ Ῥοξάνδρα μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ χαρές. Καὶ ἐκεῖ ἔκαμεν ὁ Ἀλέξανδρος μεγάλες φιλίες τῶν
5φουσάτων του καὶ πολλὲς δωρεὲς τοὺς ἔδωκεν. Καὶ ἔκαμεν ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος μὲ τὴν Ῥοξάνδραν χρόνον ἕνα μὲ μεγάλες χαρές. Καὶ μετὰ τὸν χρόνον ἐσηκώθη μὲ ὅλην του τὴν φαμιλίαν καὶ τὸ φουσάτον νὰ ὑπάγη εἰς τὴν Βαβυλώνα.

258

(1t)

Πῶς εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸν ὕπνον του τὸν προφήτην
tἹερεμίαν, καὶ εἶπε τὸν θάνατόν του.
3 Καὶ πηγαινάμενος εἰς τὴν Βαβυλώνα, εἰς τὸ πρῶτον κονάκι, εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν προφήτην Ἱερεμίαν εἰς τὸν ὕπνον του,
5καὶ τοῦ εἶπεν: Ἑτοιμάσου, Ἀλέξανδρε, νὰ ἔλθης εἰς τὸν ἑτοιμασμέ‐ νον σου τόπον, διατὶ ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς σου. Καὶ ἀπὸ φίλους σου θέλει λάβεις θάνατον, νὰ στραφῆς εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθης. Καὶ σύρε εἰς τὴν Βαβυλώνα νὰ διορθώσης τὸ βασίλειόν σου καὶ τὰ φουσάτα σου. Καὶ ὡσὰν ἐτελείωσεν τοὺς
10λόγους τούτους ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἔγινεν ἄφαντος. Καὶ ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος αὐτὴν τὴν ὥραν ἐξύπνησε καὶ ἔγινεν ἐξεστηκὼς καὶ ἔχασε τὸν νοῦν του ἐκεῖ εἰς τὸ στρῶμα ἀπὸ τὸ ὅραμα ὁποὺ εἶδε. Καὶ ἐσά‐ λευ‐

259

σεν ἡ καρδία του καὶ ἄρχισε καὶ ἔκλαιε καὶ ἀναστέναζε καὶ ὀδύρετο. Καὶ ἀπέρασε τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπαρηγόρητος μὲ μεγάλην πίκραν. Καὶ ὅταν ἔγινεν ἡ ἡμέρα, πάλιν ἐκαβαλλίκευσε καὶ ἐκίνη‐ σεν. Καὶ ἦτον εἰς ὅλην τὴν στράταν ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος ὁποὺ
5ἔχει ἀπόφασιν νὰ λάβη θάνατον. Οὕτως ἤρχετο καὶ ἐνθυμούμενος τὸν θάνατον ἦτον πάντοτε λυπημένος. Καὶ ἔφθασεν εἰς ἕναν κάμπον θαυμαστόν, ὁποὺ λέγεται Αὐσίτιδα, ἐκεῖ ὁποὺ ἔζησεν ὁ δίκαιος Ἰώβ. Καὶ ὅρισεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐτέντωσε τὸ φουσάτον του ὅλον εἰς τὸν κάμπον.
10 Καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ μεγιστάνοι βλέποντες τὸν Ἀλέξανδρον ἔτζι πικραμένον ἠθέλησαν νὰ τὸν καλοκαρδίσουν καὶ νὰ γυρίσουν τὴν καρδίαν του εἰς χαράν. Καὶ ἔβαλαν τὸ φουσάτον καὶ ἀρματώθη καὶ τὸ ἀνέβασαν εἰς ἕνα ὑψηλὸν βουνί, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν μέσην τοῦ κάμπου, καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν νὰ εἰποῦν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐ‐
15τοῦτα:104

260

Ὑψηλότατε βασιλεῦ, διατί τόσην θλῖψιν καὶ κακὴν καρδίαν ἔχεις μέσα εἰς τὸ σκάφος σου; Ἰδὲς πόσοι ἄνθρωποι εἶναι ὁποὺ σὲ ἀκολουθοῦν, καὶ εἶσαι ὁλουνῶν αὐθέντης καὶ ὅλου τοῦ κόσμου βα‐ σιλεύς. Καὶ πρέπει νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ χαίρεται καὶ ὁ λαὸς ἀντάμα
5μὲ ἐσένα. Καὶ ἐχάρη ὀλίγον ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὰ παιγνίδια ὁποὺ ἔκανεν τὸ φουσάτον του. Καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κάμπον καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Βαβυλώνα.
8tΠῶς ἔκαμεν ὁ Ἀλέξανδρος φιλίες καὶ πῶς ἤφερε λιζάτον
9tκαὶ πῶς ἦλθεν καὶ ὁ διδάσκαλός του.
10 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔκαμεν ὁ Ἀλέξανδρος φιλίες πολλὲς εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ αὐθεντάδες ὁποὺ ἦτον μαζί του καὶ εἰς ὅλα τὰ φουσάτα του. Καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἦλθαν ἀπὸ τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως καὶ ἀπὸ τοῦ Βο‐

261

ρέως τὰ μέρη καὶ τοῦ Νότου καὶ ἀπὸ τὰ νησία τῆς θαλάσσης ὅλοι οἱ αὐθεντάδες καὶ ἤφεραν πολλῶν χρόνων χαράτζιον καὶ δῶρα πολλὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Καὶ ἦλθεν καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ διδάσκαλός του, ἀπὸ τὴν μητέ‐
5ρα του τὴν Ὀλυμπιάδα. Καὶ ὅταν τὸν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐχάρη καὶ ἐφίλησέ τον, καὶ ἔσβεσεν εὐθὺς ἡ πίκρα ἀπὸ τὴν καρδίαν του, καὶ εἶπε: Καλῶς μᾶς ἦλθες, πολύτιμον κεφάλι, ὁποὺ λάμπεις ὡσὰν ὁ ἥλιος ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ οἱ διδάσκαλοι ὅλοι τῆς Αἰγύπτου ἐθαύμασαν εἰς τὰ ποιήματά σου. Εἰπέ μας, ἠγαπημένε
10διδάσκαλε, πῶς εἶναι ἡ Δύσις; Πῶς εὑρίσκεται ὁ κόσμος ἐκεῖνος; Καὶ τῆς Μακεδονίας τὸ βασίλειον πῶς ἀναπαύεται; Καὶ πῶς εἶναι ἡ μητέρα μου ἡ Ὀλυμπιάδα, ἡ βασίλισσα; Καὶ πῶς ἀκούεται εἰς τὸν κόσμον ἐκεῖνον διὰ ἐμένα, ὁποὺ ἐπῆγα εἰς τὴν ἄκραν τοῦ κόσμου καὶ κοντὰ εἰς τὸν Παράδεισον ἔφθασα; Καὶ διὰ τοὺς Μακάρους
15ὁποὺ μοῦ ἔλε‐

262

γες εἰς τὰ βιβλία σου, τοὺς φρονίμους· ἐσέβηκα εἰς τὸ νησί τους ἀτός μου, καὶ εἶπε μου ὁ Εὐαήνθης, ὁ βασιλεὺς τῶν Μακάρων, ὅτι οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων δὲν εἶναι ἐκεῖ αἱ ψυχαί τους, ἀμὴ εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ἅδου κολάζονται. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ
5Ἀριστοτέλης ὅσα ἔλεγεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐξέστη καὶ ἔφριξε καὶ εἶπεν: Εὐχαριστῶ τοὺς θεούς, ὁποὺ ἤκουσα τὰ γλυκά σου λόγια καὶ εἶδα τὸ ὡραιότατόν σου πρόσωπον, μεγαλώτατε βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁποὺ ὅλη ἡ οἰκουμένη χαίρεται καὶ εἰρηνεύει διὰ μέσου
σου. Καὶ ἡ μητέρα σου χαίρεται ἀκούοντας τὲς ἀνδραγαθίες σου105
10καὶ τὴν ὑγείαν σου καὶ βασιλεύει εἰρηνικὰ εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἔχει μεγάλον πόνον εἰς τὴν καρδίαν της διὰ νὰ σὲ ἰδῆ ἀντάμα μὲ τὴν νύμφην της τὴν Ῥοξάνδραν, νὰ παρηγορηθῆ ἡ καρδία της. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος διὰ τὸν πόνον τῆς μητρός του, ἔκλαυσε πικρά. Καὶ ἐπῆρε τὸν Ἀριστοτέλην ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐπῆγε
15καὶ ἐκάθησαν εἰς

263

τὸ γεῦμα. Καὶ οἱ αὐθεντάδες καὶ οἱ μεγιστάνοι ὅλοι ἦλθαν καὶ ἐκάθησαν μὲ τὴν τάξιν τους. Καὶ τὸν Ἀριστοτέλην, τὸν διδάσκαλόν του, καὶ τὸν Λαοπετούση, τὸν υἱὸν τοῦ Πολυκρα‐ τούση, ὁποὺ τὸν ἠγάπα πολλά, τοὺς ἔβαλεν εἰς τὴν βασιλικὴν τρά‐
5πεζαν. Καὶ ὅταν ἐτελείωσεν τὸ γεῦμα, ἐσηκώθη ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἤφερε δῶρα πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
7tΤί δῶρα ἤφερεν ὁ Ἀριστοτέλης ἀπὸ τὴν Ὀλυμπιάδα.
8 Ἔστειλεν ἡ Ὀλυμπιάδα, ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου, στέμμα μέγα πολύτιμον τῆς βασίλισσας Ῥοξάνδρας καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου
10ἄλλο στέμμα φοβερὸν καὶ δύο ἀπανωφόρια, τὸ ἕνα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὸ ἄλλο τῆς Ῥοξάνδρας, μὲ χρυσομάργαρον· καὶ δύο ἄτια ἄσπρα χρυσοσελλωμένα καὶ ἄλλα ἑκατὸν ἄλογα διαλεκτά· καὶ δακτυλίδια δύο ἐγκοσμημένα μὲ ἀτίμητες

264

πέτρες καὶ ἐπιστολήν, ὁποὺ ἔγρα‐ φε ταῦτα:
3tἘπιστολὴ Ὀλυμπιάδος πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον.
4«Ἐκ τῆς Ὀλυμπιάδος τῆς βασίλισσας, εἰς τὸν γλυκύτατόν μου
5υἱὸν Ἀλέξανδρον χαίρειν. Ἂς ἠξεύρης, υἱέ μου Ἀλέξανδρε, ὅτι ἀφόντις ἐχωρίσθηκα ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἡ καρδία μου δὲν ἐχάρη ποτέ· ἀμὴ πάντοτε εἶναι θλιμμένη. Καὶ μήτε τὸ βασίλειον, μήτε ἡ αὐθεντία μὲ εὐφραίνει, μὲ τὸ νὰ λείπης ἀπὸ κοντά μου καὶ δὲν σὲ βλέπω. Καὶ παρακαλῶ τὴν βασιλείαν σου,
10ἢ κοπίασε καὶ ἔλα ἐδῶ ἢ ὅρισε νὰ ἔλθω ἐγὼ αὐτοῦ· ὅτι ἐθλίφθηκεν ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸν πόνον σου. Καὶ ἂν δὲν σὲ ἰδῶ, θέλω ἀποθάνει ἀπὸ τὸν πόνο μου». Καὶ ἀνεγίνωσκε τὴν ἐπιστολὴν ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐκάθετο εἰς ἕναν θρόνον, ὁποὺ εἶχε βήματα δώ‐ δε‐

265

κα, ἐγκοσμημένος· ὁ ὁποῖος ἦτον τοῦ Πώρου, τοῦ βασιλέως τῆς Ἰνδίας. Καὶ ἀκούοντας τὴν ἐπιστολὴν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ φίλοι του ἔκλαιαν, μικροὶ μεγάλοι. Καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἔκλεψεν
ἕνας ἄνθρωπος ἕνα κανάτι χρυσὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ τὸ εἶπαν106
5τοῦ Ἀλεξάνδρου, καὶ αὐτὸς εἶπεν: Ὅπου καὶ ἂν φανῆ τὸ κανάτι καὶ εἴ τις τὸν ἰδῆ, θέλει εἰπεῖ ὅτι τὸ κανάτι εἶναι τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ὄχι ἐκείνου ὁποὺ τὸ βαστᾶ. Καὶ ἐζύγωσεν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ εἶπε τοῦ Ἀλεξάνδρου: Θαυμάζω εἰς τὲς ἀνδραγαθίες καὶ δουλεῖες ὁποὺ ἔκαμες, ὁποὺ εἰς ὅλον τὸν κόσμον ἄλλον καιρὸν δὲν ἐγίνηκαν
10οὐδὲ θέλουν γένει. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε· Τρία καλὰ πράγματα ἦσαν μετ’ ἐμένα ἀντάμα: Πρῶτον καλὸν χαιρέτημα· δεύτερον νὰ λέγω ἀλήθειαν καὶ ἀπὸ τὸν λόγον μου νὰ μὴν ἐβγαίνω· καὶ τρίτον ἡ κρίσις μου νὰ εἶναι δικαία εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ νὰ πι‐

266

στεύω καὶ τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
3tΛόγοι Ἀλεξάνδρου.
4Καὶ ἄρχισεν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ δείχνη τοῦ Ἀριστοτέλους ὅσα
5ἔκαμεν εἰς τὸν κόσμον καὶ πόσους βασιλεῖς ἐσκότωσε. Καὶ ἀκούον‐ τας ὁ Ἀριστοτέλης ἔφριξε καὶ ἐθαύμασε. Καὶ πάλιν ἠρώτησε τὸν Ἀλέξανδρον: Τὸ μάλαμα καὶ τὸν πλοῦτον ὁποὺ ἐπῆρες ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, ποῦ τὸν ἔχεις; Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐτήρησε πρὸς τοὺς αὐθεντάδες ὁποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ εἶπε του: Οἱ ἠγαπημένοι μου συν‐
10τρόφοι καὶ ὁ λαὸς εἶναι τὸ μάλαμα καὶ ὁ πλοῦτος μου. Καὶ ὁ Ἀρι‐ στοτέλης εἶπεν: Ἰδές, αὐθέντη Ἀλέξανδρε, καὶ ἐνθυμήσου νὰ κάμης παιδίον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε: Δὲν σᾶς ἀφήνω ἐγὼ παιδίον εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἀμὴ θέλω σᾶς ἀφήσει τιμὴν μεγάλην καὶ δόξαν καὶ εἰς τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου νὰ εἶστε πρῶ‐

267

τοι. Καὶ ὡσὰν ἀπο‐ θάνω, νὰ μὲ ἐνθυμᾶσθε εἰς ὅλην τὴν ζωήν σας εἰς τὰ καλὰ ὁποὺ σᾶς ἔκαμα. Καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ἕνα Πέρσην γέροντα μεγιστάνον, ὁποὺ ἔβαφε τὰ γένια του μὲ βαφὴ διὰ νὰ φαί‐
5νεται νέος, καὶ λέγει του: Ὦ ἠγαπημένε μου Μελυκράσυρε, εἰπές μου αὐτοῦ ἂν ἔκανεν τίποτες καλὸν ἡ βαφή· καὶ ἂν δυναμώνουν τὰ γένια σου, ἂς τὰ ἔβαφες· ἀμὴ νὰ χάνης τὴν βαφὴν ἔτζι ἀνωφέλευτα; Καὶ μάλιστα δὲν φοβᾶσαι μήπως ἀποθάνης ἔξαφνα καὶ τότες, ἠ‐ ξεύροντας πὼς ἤσουν γέρων, ἀπόθανες νέος, καὶ θέλουν σὲ γελά‐
10σουν πολλοί; Καὶ λέγοντας ταῦτα ὁ Ἀλέξανδρος ἐγέλασε πολύ. Ἦτον ἐκεῖ καὶ ἄλλος ἕνας ἄνθρωπος, μέγας εἰς τὸ κορμί, ὀνόματι Ἀλέξανδρος, σκιαζάρης κατὰ πολλά, καὶ εἰς κάθε πόλεμον ἔφευγε. Καὶ εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος: Ὦ ἄνθρωπε, ἐντροπὴ εἶναι νὰ ἔχης
τέτοιον ὄνομα καὶ νὰ φεύγης ἀπὸ τὸν πόλεμον. Ἢ μιμήσου τὸν Ἀ‐107
15λέξανδρον ἢ ἄλλαξε τὸ ὄνομά σου. Καὶ ἀ‐

268

κούοντες οἱ ἄρχοντες ἐγέλασαν καὶ διὰ αὐτὸν πολλά. Καὶ τὴν αὐτὴν ἡμέραν ἤφεραν τοῦ Ἀλεξάνδρου τρεῖς χιλιάδες κλέπτες, ὁποὺ ἐχαλοῦσαν τὸν κόσμον, καὶ εἶπαν τοῦ Ἀλεξάνδρου: Ὅρισε νὰ τοὺς κρεμάσουν. Καὶ ἀπεκρί‐
5θη ὁ Ἀλέξανδρος: Ἀφοῦ εἶδαν τὸ πρόσωπόν μου, δὲν χάνεται τινὰς ἀπὸ αὐτούς. Τῶν κριτάδων ἐδόθη νὰ χαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τῶν βασιλέων ἐδόθη νὰ τοὺς ἐλεημονοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθοῦν. Καὶ ὅρισε νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν, καὶ ἔκαμέ τους ἐδικούς του κυν‐ ηγούς. Καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἤφεράν τον ἕναν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν
10Ἰνδίαν, καὶ ἔλεγεν ὅτι τέτοιος τοξότης εἶναι, ὁποὺ ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ δακτυλιδίου διαβαίνει τὴν σαΐτταν. Καὶ εἶπε του ὁ Ἀλέξανδρος νὰ τοξήση, καὶ αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ πιάση τὸ δοξάρι. Καὶ ὀργίσθη κατ’ αὐτοῦ καὶ ὅρισε νὰ τὸν κρεμάσουν. Καὶ παγαίνοντας εἶπαν του· Διατί ἀπὸ μίαν τοξίαν χάνεις τὴν ζωήν σου; Καὶ αὐτὸς εἶπεν: Ἔχω

269

δέκα ἡμέρας ὁποὺ δὲν ἐπίασα τὸ δοξάρι, καὶ διὰ τοῦτο ἐσκιάχθηκα ὀμπρὸς εἰς τὸν βασιλέα νὰ μὴν ἀστοχήσω καὶ χάσω τὴν τιμήν μου. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, τὸν ἐλευθέρωσε καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν τὸν ἀξίωσε. Καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος
5πτωχὸς σιμὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ λέγει του: Βασιλεῦ ὑψηλότατε, θυγατέραν ἔχω μονογενῆ καὶ τίποτας δὲν ἔχω νὰ τὴν ὑπανδρεύσω. Καὶ βοήθησέ με, εἴ τι ὁρίσης. Καὶ ὅρισε καὶ ἔδωκέ του χίλια τάλαντα. Καὶ εἶπεν ὁ πτωχός: Πολλὰ μοῦ ἔδωκες, βασιλεῦ. Καὶ αὐτὸς εἶπε: Τῶν βασιλέων τὰ δῶρα πάντοτε πολλὰ πρέπει νὰ εἶναι.

270

(1t)

Πῶς ἐφιλοδώρησε καὶ ἐτίμησε τὸν διδάσκαλόν του
tτὸν Ἀριστοτέλην.
3 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐκάλεσε τὸν διδάσκαλόν του τὸν Ἀριστοτέλην καὶ ἐφιλοδώρησέ τον· καὶ τοῦ ἔδωκε τὸ στέμμα τοῦ Πώρου τοῦ βα‐
5σιλέως καὶ τὸ ἐπανωφόρι του καὶ δέκα χιλιάδες τάλαντα χρυσὰ καὶ τριάκοντα μόδια μαργαριτάρι καὶ τὸν ἔκαμε βασιλοπάτορα εἰς ὅλους τοὺς βασιλεῖς. Καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἔδωκέν του καὶ ἐπιστολὴν πρὸς τὴν μητέρα του τὴν Ὀλυμπιά‐ δα, τῆς ὁποίας ἔγραφεν τὰ ὅσα ἐπεριπάτησεν καὶ τὰ ὅσα εἶδεν.
10Καὶ τῆς ἔστειλε καὶ δῶρα ἄμετρα. Καὶ ἐδιάβη ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὴν Μακεδονίαν, ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἔμεινεν εἰς τὴν Βαβυλώνα
μὲ τὴν Ῥοξάνδραν καὶ μὲ ὅλα του τὰ φουσάτα διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν μερικὸν καιρόν. Καὶ ἀλησμόνησε τὴν λύπην τοῦ108

271

θανάτου καὶ ἦτον ὅλος χαρὰν νύκτα καὶ ἡμέραν μῆνας τρεῖς. Καὶ εἰς αὐτὸν τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐχαίρετο, ἦλθεν ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶπε τοῦ Ἀλεξάν‐ δρου: Ἐγὼ ἐκυνηγοῦσα εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ποταμοῦ τοῦ Τίγρη καὶ
5εὑρῆκα χρυσάφι πολύ. Καὶ ἂν ὁρίζης, ἔλα νὰ τὸ ἰδῆς. Καὶ ὁ Ἀλέ‐ ξανδρος γελώντας εἶπε: Τὸ χρυσάφι ὅλον εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ μοῦ τὸ δώση ἐμένα, μοῦ τὸ ἔδιδεν. Μόνον ἐσένα εἶναι, καὶ σύρε νὰ τὸ πάρης. Ἐγώ, τοῦ ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, ὅσον ἤθελα τὸ ἐπῆρα, καὶ ὅσον ἀπόμεινεν ἔπαρέ το ἡ βασιλεία σου,
10διότι εἶναι πλῆθος πολύ. Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἐκαβαλλί‐ κευσεν καὶ ἐπῆγεν νὰ τὸ ἰδῆ. Καὶ ὡσὰν τὸ εἶδεν, ἐθαύμαξε εἰς τὴν ποσότητα ὁποὺ ἦτον. Καὶ ἐπρόσταξε τὰ φουσάτα του νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τὸ μοιράσουν.

272

(1t)

Αἰτία τῆς φαρμακώσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου.
2 Μίαν τῶν ἡμερῶν ἦλθαν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον δύο ἀδελφοὶ νὰ τὸν περικαλέσουν νὰ τοὺς δώση θέλημα διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ ἰδοῦν τὴν μητέρα τους. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἠγάπα πολλά, ὅτι τοὺς
5εἶχε παιδιόθεν κοντά του καὶ τοὺς εἶχεν ἀναθρέψει, καὶ δὲν τοὺς ἄφηνεν νὰ ἔβγουν ἀπὸ λόγου του· οἱ ὁποῖοι εἶχαν χρόνους πολλοὺς ὁποὺ δὲν εἶδαν τὴν μητέρα τους καὶ ἐκείνη πάντας τοὺς ἐμηνοῦσεν νὰ ὑπάγουν νὰ τοὺς ἰδῆ. Καὶ αὐτοί, μὲ τὸ νὰ μὴν τοὺς ἄφηνεν ὁ Ἀ‐ λέξανδρος, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀναχωρήσουν. Καὶ βλέποντας ἡ
10μητέρα τους ὅτι, μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Ἀλέξανδρος, δὲν ὑπήγαιναν νὰ τοὺς ἰδῆ, ἐσοφίσθη ἡ πονηρὰ καὶ ἔκαμεν ἕνα ἔργον πολλὰ σκλη‐ ρὸν καὶ ἀπάνθρωπον. Καὶ ἐποίησεν γλύκισμα φαρμακωμένον ἡ κα‐ τηραμένη καὶ τὸ

273

ἔβαλεν μέσα εἰς ἕνα ἀγγεῖον καὶ τὸ ἔστειλεν εἰς τοὺς υἱούς της μὲ μίαν ἐπιστολήν, ὁποὺ ἔγραφε τὰ τοιαῦτα.
3tἘπιστολὴ τῆς μιαρᾶς γυναικὸς πρὸς τοὺς υἱούς της.
4«Εἰς τοὺς γλυκυτάτους μου υἱοὺς Λευκαδούση καὶ Βρυονούση,
5ἀπὸ τὴν ἠγαπημένην σας μητέρα χαίρειν. Ἠξεύρετε, παμφίλτατά μου τέκνα, πὼς πολλὲς φορὲς σᾶς ἔγραψα νὰ ἐλθῆτε νὰ σᾶς ἰδῶ, καὶ ἐ‐ σεῖς λέγετε ὅτι, μὲ τὸ νὰ σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Ἀλέξανδρος, δὲν ἠμπορεῖτε νὰ χωρισθῆτε ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τώρα σᾶς δίδω ὅρκον εἰς τὸ γάλα
ὁποὺ ἐβυζάσετε, νὰ ἐλθῆτε νὰ σᾶς ἰδῶ. Καὶ ἂν δὲν σᾶς ἀφήνη ὁ109
10Ἀλέξανδρος, θέλετε τοῦ δώσει ἀπὸ τὸ γλύκισμα ὁποὺ σᾶς στέλλω νὰ φάγη, καὶ αὐτὴν τὴν ὥραν ὁποὺ νὰ τὸ φάγη, θέλει σᾶς ἀφήσει νὰ ἐλθῆτε». Καὶ ὡς εἶδαν τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἀνάγνωσάν την, ὁ Λευ‐ καδούσης ὀνείδισεν τὴν μητέρα.

274

Καὶ ὁ Βρυονούσης ἐπῆρε τὸ γλύκισμα καὶ τὸ ἐφύλαγεν. Καὶ ὁ Λευκαδούσης τοῦ εἶπε: Ῥίξε το εἰς τὴν ὀργὴν νὰ πηγαίνη, ὅτι καλὸν δὲν θέλεις κάμης. Καὶ ὁ Λευ‐ καδούσης ἦτον παραστάτορας τῶν ἀλόγων τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ὁ
5Βρυονούσης ἦτον κερνάτορας, ὁποὺ ἐκίρνα μὲ τὸ χέρι του τὸν Ἀ‐ λέξανδρον. Καὶ ἀφόντις ἔλαβεν τὴν ἐπιστολὴν τῆς μητρός του, τοῦ ἐσέβη ὁ πονηρὸς διάβολος καὶ ἐγύρευεν καιρὸν ἁρμόδιον διὰ νὰ τὸν φαρμακώση. Καὶ μάλιστα ὁποὺ ὀλίγον καιρὸν πρωτύτερα τὸν εἶχε κτυπήσει ὁ Ἀλέξανδρος μὲ ἕνα ξύλον εἰς τὸ κεφάλι διὰ
10μίαν κούπαν ὁποὺ ἐτζάκισεν πολύτιμον, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν ἐκερνοῦ‐ σεν. Ἦτον ἀκόμη καὶ ἄλλος ἕνας λυπημένος ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον ὀνόματι Μήδης. Καὶ ἐσυμβουλεύθηκαν καὶ οἱ δύο μαζὶ διὰ νὰ τὸν φαρμακώσουν. Ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπαρακινήθηκαν καὶ ἄλλοι του πολλοὶ φίλοι ἡγεμόνες. Καὶ ὁμοφώνησαν ὅλοι κοινῶς κάνοντας
15ὅρκον φοβερὸν πὼς νὰ μὴν ἀλλαλογήσουν ἀπὸ ἐκεῖνο

275

ὁποὺ εἶ‐ παν. Εἰς αὐτὴν δὲ τὴν συμβουλὴν ἔλειπαν μόνον πέντε φίλοι του, ὁ Περδίκκας, ὁ Πτολεμαῖος, ὁ Ὄλβιος, ὁ Λυσίμαχος καὶ ὁ Φιλό‐ νης· τοὺς ὁποίους δὲν τοὺς ἔβαλαν ἠξεύροντάς τους πὼς ἦτον πολλὰ
5πιστοὶ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον. Οἱ δὲ λοιποὶ ὅλοι ἦτον οἱ κατηραμένοι. Καὶ ἀκαρτεροῦσαν νὰ εὕρουν καιρὸν ἐπιτήδειον νὰ τελειώσουν τὸ ἔργον τους. Καὶ ἡ αἰτία ὁποὺ ἐπαρακινήθηκαν ὅλοι αὐτοὶ οἱ φίλοι του εἰς τὸ νὰ τὸν φαρμακώσουν, ἦτον ἐτούτη: Αὐτοὶ οἱ κατη‐ ραμένοι ἐσυμβουλεύθηκαν καὶ εἶπαν οὕτως, ὅτι: Ἕως ὁποὺ ζῆ ὁ
10Ἀλέξανδρος, ἐμεῖς ἡγεμόνες δὲν γινόμεσθεν καὶ ἔτζι θέλομεν χαθῆ, χωρὶς νὰ εὕρωμεν ποτὲ ἀνάπαυσιν. Μόνον ἂς τὸν φαρμακώσωμεν, καὶ ὡσὰν ἀγροικήση πὼς θέλει ἀποθάνει, θέλει μᾶς μοιράσει τὰ βασίλεια νὰ τὰ ἐξουσιάζωμεν ἐμεῖς. Καὶ ἔτζι θέλομεν ἀναπαυθῆ. Καὶ τέτοια ἔγινεν ἡ συμβουλὴ διὰ τὸν θάνατον ἑνοῦ τοιούτου θαυ‐
15μαστοῦ βασιλέως: νὰ θανατωθῆ ὄχι ἀπὸ ξένους ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἰδί‐ ους του

276

φίλους. Καὶ τέτοιοι φίλοι εὑρίσκονται τὴν σήμερον πολ‐ λοί, ὁποὺ ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ δείχνουν κάθε λογῆς ἀγάπην καὶ τὸν τιμοῦν καὶ τὸν γλυκοχαιρετοῦν, καὶ ὀπίσω του τὸν κατηγο‐ ροῦν, ὅσον ἠμπορέσουν, καὶ τὸν κατατρέχουν καὶ τὸν προδίδουν
5καὶ τὸν ζημιώνουν καί, τὸ περισσότερον, ὁποὺ πάσχουν διὰ νὰ τὸν ἀτιμήσουν. Καὶ οἱ τοιοῦτοι φίλοι ὁμοιάζουν τὸν προδότην Ἰούδαν καὶ μὲ αὐτὸν θέλουν συνταχθῆ. Ἀλλὰ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ προκεί‐ μενον, διὰ νὰ ἰδοῦμεν τὴν ἐπιβουλίαν ὁποὺ ἠθέλησαν νὰ ἀποτελέ‐ σουν.110

277

(1t)

Πῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἔκαμε φιλίες τῶν μεγιστάνων καὶ
tτῶν φίλων του ὅλων καὶ περὶ τῆς φαρμακώσεώς του.
3 Μίαν γοῦν τῶν ἡμερῶν ἔκαμεν ὁ Ἀλέξανδρος φιλίαν μεγάλην καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἡγεμόνας τοὺς φίλους του καὶ τοὺς πρωτο‐
5καβαλλαραίους καὶ τοὺς πρώτους τῶν φουσάτων καὶ ὅλους τοὺς ἀν‐ δρειωμένους στρατιώτας. Καὶ ἐσυνάχθηκαν ὅλοι καὶ ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἄρχισαν νὰ χαίρουνται μεγάλως καὶ νὰ εὐφραί‐ νουνται καὶ νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χαιρετοῦν τὸν Ἀλέξανδρον. Ὁ‐ μοίως καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἐχαίρετο βλέποντάς τους ὁποὺ ἔκαναν
10τόσες χαρές, καὶ τοὺς εἶπε: Φίλοι μου ἡγεμόνες, λοιπὸν σήμερον θέλω νὰ χαρῆτε περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον καιρόν. Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἀναμέρισε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν κάμαράν του καὶ ἐκάθησεν ἐπά‐ νου εἰς τὸ κρεββάτι του

278

καὶ ἐστοχάζονταν μὲ τί τρόπον νὰ τιμήση τοὺς φίλους του περισσότερον. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ κατηραμένοι τότες ἔκαμαν νόημα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου διὰ νὰ τὸν φαρμακώσουν. Καὶ εἶπαν τοῦ Βρυονούση νὰ ἑτοιμάση τὸ φαρμάκι διὰ νὰ τοῦ τὸ δώση νὰ τὸ
5πίη μὲ τὸ κρασί, ὅντας νὰ τὸν χαιρετήσουν. Καὶ ἔστειλαν τὸν Μή‐ δην νὰ εἰπῆ τοῦ Ἀλεξάνδρου νὰ ἐβγῆ ἔξω. Καὶ ἐδιάβη ὁ Μήδης καὶ εἶπεν: Τὸν βασιλέα μου, ἔξω σὲ θέλουν οἱ φίλοι σου οἱ γνήσιοι διὰ νὰ σὲ ἰδοῦν, νὰ συγχαροῦν μαζί σου. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εὐθὺς ἐβγῆκεν καὶ ἐπῆγεν καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ συγχαρῆ.
10Τότες οἱ κατηραμένοι οἱ φίλοι του τὸν ἐχαιρέτησαν διὰ νὰ πίη, κάνοντας καὶ νόημα τοῦ Βρυονούση νὰ τοῦ δώση τὸ φαρμάκι. Ὁ δὲ Βρυονούσης, ἕτοιμος ὢν εἰς τὴν κακίαν, τὸ ἔβαλεν εἰς τὸ ποτήρι μὲ τὸ κρασὶ καὶ τὸν ἐκέρασε. Καὶ τὸ ἐπῆρεν. Καὶ ὡσὰν τὸ ἔπιεν, ἀπέρασεν πολλὴ ὥρα ἕως ὁποὺ νὰ τὸν πιάση. Καὶ πρὶν τὸν πιάση,
15εἶχε σηκωθῆ καὶ

279

ἐρχότουν ὁλόγυρα εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἐχαι‐ ρότουν ὁποὺ ἔπιναν οἱ ἄλλοι, καὶ τοὺς ἐπαρακινοῦσεν διὰ νὰ κά‐ νουσι χαρές. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἐστέκετο, τὸν ἄρχισαν οἱ πόνοι νὰ τοῦ περιπλέκουν τὴν καρδίαν. Καὶ ἄρχισεν νὰ λέγη: Ὦ φίλοι μου, τί
5εἶναι ἐτοῦτο τὸ κακὸν ὁποὺ ἦλθεν εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ μοῦ ἐπε‐ ρίπλεξε τὰ ἐντόσθια καὶ ὡσὰν σπαθὶ δίστομον μοῦ περνᾶ τὴν καρ‐ δίαν; Δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ βαστάξω καὶ πηγαίνω εἰς τὴν κάμαράν μου. Καὶ ἐσεῖς χαρῆτε ἕως ὁποὺ νὰ μοῦ διαβῆ, καὶ θέλω γυρίσει. Καὶ πηγαινόμενος εἰς τὴν κάμαράν του ἔστειλε καὶ ἔκραξε τὸν111
10Φίλιππον, τὸν ἰατρόν του. Καὶ ὡσὰν τὸν εἶδεν ὁ Φίλιππος, ἐγνώρι‐ σεν εὐθὺς πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἦτον φαρμακωμένος. Καὶ τοῦ ἔδωσεν ἕνα βότανον, καὶ ἐξέρασεν. Καὶ εἶδεν πὼς τὸ φαρμάκι τοῦ ἐδόθη μὲ τὸ κρασί, καὶ τοῦ εἶπεν: Βασιλεῦ, ἐκεῖνος ὁποὺ σὲ ἐκερνοῦσεν, σὲ ἐφαρμάκωσεν. Καὶ εὐθὺς ἔδωσεν ὀρδινίαν καὶ ἔπιασαν τὸν Βρυο‐
15νούση καὶ τὸν ἔδεσαν. Καὶ ὡσὰν

280

ἤκουσεν ὁ Λευκαδούσης πὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἐφαρμακώθη ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του, δὲν ἐβάσταξεν πλέον νὰ ἰδῆ τὸν θάνατον τοῦ ἀφεντός του, ἀλλὰ ἀκούμπησεν εἰς τὸ σπαθί του καὶ ἐσφάγη. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος, ὡσὰν ἀπείκασεν πὼς
5ἦτον φαρμακωμένος, ἀναστέναξεν βαθέως καὶ ἔκλαυσε καὶ εἶπεν τοῦ Φιλίππου: Φίλιππε, κάμε ἐκεῖνο ὁποὺ ἠμπορεῖς, καὶ δεῖξον τὴν δύναμιν τῆς ἰατρικῆς σου διὰ νὰ μὲ γλυτώσης ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ νὰ σοῦ γένω δοῦλος, καὶ ἐσὺ νὰ γένης βασιλέας. Καὶ ὁ Φίλιπ‐ πος τοῦ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν: Βασιλέα μου, τίποτες δὲν δύνομαι νὰ
10σὲ βοηθήσω· ὅτι τὸ φαρμάκι ἦτον πολλὰ δεινὸν καὶ σοῦ ἐκυρίευσεν ὅλον τὸ κορμί. Καὶ ἄλλο δὲν ἠμπορῶ νὰ σοῦ κάμω, πάρεξ νὰ κάμω νὰ ζήσης τρεῖς ἡμέρες, διὰ νὰ διορθώσης τὰ βασίλεια καὶ νὰ κάμης τὴν διαθήκην σου.

281

(1t)

Θρῆνος Ἀλεξάνδρου.
2 Ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τὰ λόγια τοῦ ἰατροῦ, ἔσεισε τὸ κεφάλι καὶ εἶπεν: Ὦ πλάνε καὶ μάταιε κόσμε καὶ ἄτυχή μου δόξα, ὁποὺ ὀλίγον καιρὸν ἐφάνης καὶ τώρα χάνεσαι. Κάθε ἀνθρώπου ἡ τύχη
5εἰς ὀλίγον καιρὸν φαίνεται καλὴ καὶ τιμημένη καὶ εἰς μίαν ὥραν χάνεται. Καλὰ λέγει ἡ παροιμία: Ποτὲ χαρὰ δὲν εἶναι, ἂν δὲν σμίξη καὶ λύπη. Οὐδὲ εἰς τὴν γῆν εἶναι δόξα μεγάλη ὁποὺ νὰ μὴν πέση γλήγορα κάτω. Ὦ γῆ, ὦ ἥλιε, ὄρη, βουνὰ καὶ κάμποι, κλαύσετέ με σήμερον, ὁποὺ ὀλίγον καιρὸν ἐφάνηκα εἰς τὸν κόσμον μὲ δόξαν
10καὶ τιμὴν καὶ χαρὰν καὶ τώρα σεβαίνω εἰς τὴν γῆν, ὡσὰν κάθε ἄν‐ θρωπος. Ὦ μητέρα μου γῆ, ὁποὺ μὲ παίρνεις, πῶς εἰς τὴν ἀρχὴν γένεσαι καλή, ἔπειτα ἔξαφνα ἁρπάζεις εἰς τοῦ λόγου σου τοὺς ἀν‐
θρώπους; Ὦ ἠγαπημένοι μου καὶ ἀνδρειωμένοι μου Μακεδόνες, πῶς νὰ ἦ‐112

282

ταν δυνατὸν νὰ μὲ ἁρπάζετε ἀπὸ τὸν θάνατον; Πασχίσετε νὰ μὲ γλυτώσετε, νὰ μὴν ὑστερηθῶ τὴν γλυκυτάτην μου ζωήν, καὶ νὰ σᾶς γένω δοῦλος, καὶ ἐσεῖς νὰ ὁρίζετε τὸ βασίλειόν μου. Καὶ ὡς ἤκουσαν οἱ Μακεδόνες τὰ λόγια τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἔκλαυσαν μεγά‐
5λως. Καὶ θόρυβος πολὺς ἐγένετο καὶ ἀνακάτωσις εἰς ὅλους τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τὰ κλάματα καὶ ἀπὸ τὲς φωνές, καὶ ἐγύρευαν νὰ πη‐ γαίνουν νὰ τὸν ἰδοῦν ὅλοι. Καὶ ὡσὰν ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος, ἔδωκε θέλημα διὰ νὰ πηγαίνουν νὰ τὸν ἰδοῦν. Καὶ βλέποντάς τον, τόσον περισσότερον ἐπλήθαιναν τὰ κλάματα καὶ οἱ φωνὲς καὶ οἱ ὀδυρμοί.
10Τότε ὁ Φίλιππος, ὁ ἰατρός, ἔσχισεν ἕνα μουλάρι ζωντανὸν καὶ ἔβαλε τὸν Ἀλέξανδρον μέσα, ἕως ὁποὺ νὰ διορθώση τὰ βασίλειά του καὶ νὰ κάμη τὴν διαθήκην του. Καὶ ἐπρόσταξεν καὶ ἤφεραν τὸν γραμμα‐ τικόν του καὶ τὴν ἔγραψεν καὶ ὕστερα τὴν ἀνέγνωσεν παρρησία ὁλουνῶν.

283

(1t)

Διαθήκη τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου.
2 «Ἀλέξανδρος, ὁ βασιλεὺς καὶ αὐτοκράτωρ ὅλου τοῦ κόσμου, υἱὸς τοῦ θαυμαστοῦ Φιλίππου καὶ Ὀλυμπιάδος. Ἐπειδὴ καὶ βλέπω πὼς ὁ θάνατος μὲ ἐπεριτριγύρισεν καὶ θέλει νὰ μὲ χωρίση ἀπὸ τὴν
5γλυκυτάτην μου ζωήν—ὁποὺ κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτὸν δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποφύγη· ὁ ὁποῖος δὲν φοβᾶται βασιλέα, δὲν ἐντρέπεται ἄρχοντα, δὲν λυπεῖται νέον, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἔχει ὅμοια—καὶ διὰ τοῦτο γρά‐ φω καὶ ἀφήνω πρῶτον: εἰς ὅλους μου τοὺς φίλους καὶ ἐχθροὺς ἀγά‐ πην καὶ συγχώρησιν καὶ συμπάθειον εἰς ὅσα μοῦ ἔκαμαν ἢ τοὺς
10ἔκαμα· καὶ δεύτερον: διὰ νὰ μὴν γένη εἰς τοὺς ἡγεμόνας μου καὶ ἀρχηγοὺς σύγχυσις καὶ ἀμάχη, διατάζω καὶ ἀφήνω τὸ βασίλειον τῆς Μακεδονίας νὰ τὸ ἐξουσιάζη ὁ ἠγαπημένος μου

284

Περδίκκας καὶ τὴν μητέρα μου τὴν Ὀλυμπιάδα νὰ τὴν ἔχη ὡσὰν μητέρα, καὶ αὐτὴ νὰ τὸν ἔχη ὡς υἱόν. Καὶ τὴν ἠγαπημένην μου γυναίκα Ῥοξάν‐ δραν νὰ τὴν ἐπάρη νὰ τὴν φέρη καὶ αὐτὴν εἰς τὴν Μακεδονίαν, νὰ
5σταθοῦν ἀντάμα μὲ τὴν μητέρα μου. Καὶ ἀνίσως καὶ γεννήση, ὁποὺ εἶναι ἐγγαστρωμένη, καὶ κάμη ἀρσενικόν, νὰ τοῦ ἐβγάλετε εἰς τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρον καὶ νὰ ἔχη τὴν ἐξουσίαν διὰ νὰ γένη βασιλεύς· εἰ δὲ καὶ γεννηθῆ θηλυκόν, ἂς ἔχουν τὴν φροντίδα διὰ νὰ τὸ πανδρέ‐ ψουν. Προσέτι ἀφήνω τοῦ Πτολεμαίου ὅλην τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν
10Ἀλεξάνδρειαν· Σελεύκου τὴν Περσίαν καὶ Βαβυλώνα· Ἀντιγόνου τὴν Κιλικίαν· Φίλωνος τὴν Μηδίαν· Πύθωνος τὴν Φρυγίαν καὶ Λυ‐ δίαν· Μελεάγρου τὴν Παφλαγονίαν· Εὐμενίου τὴν Καππαδοκίαν· Κασσάνδρου τὴν Λυκίαν καὶ Ἑλλήσποντον· Λυσιμάχου τὴν Θράκην· Ἀντιπάτρου τὴν Ποντικήν· Ὀξυάρτου τὴν Βακτριανήν· Φιλίππου113

285

τὴν Δραγαΐνην· Ἀντιόχου τὴν Ἰνδίαν· Φραταφέρνου τὴν Παρθίαν καὶ τὴν Ὑρκανίαν· τὴν δὲ Περσίαν καὶ Μεσοποταμίαν ἀφήνω τοῦ Ὀβλίου. Καὶ εἰς αὐτουνοὺς τοὺς τόπους ὁποὺ σᾶς ἀφήνω, σᾶς πα‐ ραγγέλλω νὰ φυλάξετε τὴν δικαιοσύνην καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς νὰ
5δείχνετε ἀγάπην καὶ συμπάθειαν καὶ νὰ μὴν πλεονεκτήσετε καὶ κά‐ μετε ἀδικίες· ὅτι μέλλετε νὰ ἀποθάνετε καὶ τίποτες δὲν θέλετε κερ‐ δέσει, ὡσὰν καὶ ἐγὼ τὴν σήμερον. Ἀφήνω ἀκόμη ἑκατὸν μόδια φλωρία νὰ τὰ μοιράσετε εἰς πτωχοὺς καὶ χῆρες καὶ ὀρφανά. Καὶ ὅποιος στρατιώτης εἶναι πτωχὸς καὶ γέροντας καὶ θέλει νὰ πάγη
10εἰς τὸν τόπον του, θέλετε τοῦ δώσετε χρήματα καὶ νὰ τὸν εὐχαρι‐ στήσετε, διὰ νὰ πηγαίνη εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὲ θυμᾶται. Προστάσσω ἀκόμη καὶ ἐτοῦτο: Ὁπόταν ἔβγη ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμί μου καὶ μὲ ἀφήση γυμνόν, νὰ φτειάσετε ἕνα σεντούκι ὁλόχρυσον καὶ νὰ

286

μὲ βάλετε μέσα. (Ὦ οὐρανέ, ἐμένα ὁποὺ δὲν μὲ ἐχώρειεν ὁ κόσμος ὅλος, τώρα μὲ χωρεῖ μία κασέλλα τρεῖς πῆχες!). Καὶ ὡσὰν βάλετε μέσα τὸ κορμί μου, νὰ τὸ πηγαίνετε εἰς τὴν πόλιν τὴν Ἀλεξάνδρειαν
5ὁποὺ ἔκτισα». Καὶ ὁπόταν τὴν ἀποανάγνωσαν τὴν διαθήκην του, πάλιν ἄρχισεν ὅλον τὸ στρατόπεδον καὶ ἔκλαιαν καὶ ἐκόπτονταν μεγάλως διὰ τὸν χωρισμόν του.
8tΘάνατος Ἀλεξάνδρου.
9Καὶ ὡσὰν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι ἦτον εἰς τὴν ὑστερνὴν ὥραν
10τοῦ θανάτου, ἔκραξεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας καὶ προεστοὺς τῶν φου‐ σάτων καὶ τοὺς ἐφίλησεν ἀπὸ ἕναν—ἕναν καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε λέ‐ γοντας: Ἠγαπημένοι μου αὐθέντες, ἡγεμόνες, πρωτοκαβαλλαραῖοι καὶ λοιποὶ Μακεδόνες, ἠξεύρετε καλὰ ὁποὺ ἐγυρίσαμεν ὅλην τὴν οἰκου‐ μένην καὶ κοντὰ εἰς τὸν Παράδεισον

287

ἐπήγαμεν καὶ εἰς τὴν ἄκραν τῆς γῆς. Ἀκόμη καὶ εἰς τὴν θάλασσαν ἐμπήκαμεν καὶ ὅλα τὰ εἴδα‐ μεν καὶ τὰ ἀριθμήσαμεν καὶ ἐκάμναμεν πράγματα ὥσπερ νὰ ἤμα‐ σθεν ἀθάνατοι, χωρὶς νὰ στοχασθοῦμεν τὸν θάνατον. Καὶ ἰδοὺ τώρα
5ὁποὺ ἀποθνήσκω καὶ τίποτες ἀπὸ ὅσα ἔκαμα δὲν παίρνω μαζί μου.
Καὶ ὑπάγω εἰς τὸν ἅδην, ἐκεῖ ὁποὺ εἶναι ὅλοι οἱ ἀποθαμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχήν. Καὶ ἐσᾶς σᾶς ἀφήνω ὑγείαν, ἀγάπην, ὁμόνοιαν καὶ δι‐ καιοσύνην διὰ νὰ κρίνετε τὸν κόσμον. Καὶ ἄλλον Ἀλέξανδρον δὲν θέλετε μεταϊδεῖ μὲ τὰ ὀμμάτια σας. Καὶ σᾶς περικαλῶ, φέρετέ μου114
10καὶ τὸ ἄλογόν μου, τὸν Βουκέφαλον, νὰ τὸ ἀποχαιρετήσω καὶ αὐτό. Καὶ παρευθὺς τὸ ἤφεραν. Καὶ αὐτό, ὡσὰν εἶδεν τὸν αὐθέντη του τὸν Ἀλέξανδρον ὁποὺ ἀπόθνησκε, ἄρχισε νὰ δακρύση ὡσὰν ἄν‐ θρωπος καὶ νὰ ἀναστενάξη καὶ νὰ χλιμιτρᾶ φοβερά. Καὶ ἐπῆγεν κοντὰ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν ἐκαταφίλει καὶ δὲν ἐτόλμα

288

κανεὶς νὰ τὸ πιάση. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ τοῦ εἶπε θλιβερά: Ὦ ἠγαπημένον μου ἄλογον, ἀπὸ τὴν σήμερον ἄλλος Ἀλέξανδρος δὲν θέλει σὲ καβαλλικεύσει. Καὶ ἐκεῖ ἐστέκετο ὁ Βρυονούσης, ὁ φονέας, δεμένος. Καὶ λέγει του ὁ Ἀλέξανδρος:
5Δὲν ἠξεύρεις πόσον καλὸν σοῦ ἔκαμα, ὁποὺ σὲ ἀνάθρεψα καὶ σὲ ἐτίμησα; Διὰ τί κακὸν μοῦ ἔδωσες τὸ φαρμάκι καὶ ἔχασες τὸν ἀ‐ δελφόν σου καὶ τοῦ λόγου σου καὶ ἐμένα, τὸν βασιλέα τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ δὲν μὲ ἐλυπήθης; Ἀμὴ τὸ ποτήρι ὁποὺ μὲ ἐκέρασες, νὰ τὸ πίης καὶ ἐσύ, πρὶν ἀποθάνω. Καὶ ὡς ἀγροίκησεν ὁ Βουκέφαλος
10τὸν φονέα, εὐθὺς ἀπήδησεν ἀπάνου του καὶ τὸν ἐπίασεν μὲ τὰ ὀδόντια καὶ τὸν ἐτίναξε καὶ μὲ τὰ ποδάρια τὸν ἐκαταπάτησεν καὶ τὸν ἔκαμε κομμάτια. Καὶ ἐπρόσταξεν ὁ Πτολεμαῖος καὶ τὸν ἔκοψαν καὶ τὸν ἔριψαν τῶν σκυλίων· τὸ δὲ ἄλογον τὸ ἐπῆγαν εἰς τὸν σταῦλον του. Καὶ ἐκείνην τὴν ὥραν εἶδαν ἕναν ἀξάρα ὁποὺ ἐκατέβαινεν ἀ‐

289

πὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπήγαινεν εἰς τῆς θάλασσας τὰ μέρη, καὶ ἕνας ἀε‐ τὸς ὁποὺ τὸν ἀκολουθοῦσεν. Καὶ ὁπόταν ἔφθασεν εἰς τὴν θάλασσαν, εὐθὺς ἐξεψύχησεν ὁ ἀνδρειωμένος καὶ δικαιοκρίτης Ἀλέξανδρος.
5Καὶ ἔγινεν ἐκείνην τὴν ἡμέραν θρῆνος μέγας καὶ κλαυθμὸς πολὺς ἀπὸ ὅλον του τὸ φουσάτον, ὁποὺ ποτὲ εἰς ὅλον τὸν κόσμον δὲν ἔ‐ γινεν παρόμοιος. Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖνος ὁποὺ ἐδούλευεν τὸν Βουκέ‐ φαλον μέσα εἰς τὸν σταῦλον καὶ τοῦ λέγει: Ὦ Βουκέφαλε, ἐσὺ ζῆς, μὰ ὁ ἀφέντης σου, ὁποὺ σὲ ἐκαβαλλίκευεν, ἀπέθανε, καὶ ἔχασες
10τὴν τιμήν σου. Καὶ τὸ ἄλογον, ὥσπερ νοητόν, ἀγροίκησεν ἐκεῖνα ὁποὺ τοῦ εἶπεν. Καὶ εὐθὺς ἐχλιμίτριξεν καὶ ἔβρυξεν ὥσπερ λέων καὶ τῆς ὥρας ἔσκασεν ἐκεῖ μέσα εἰς τὸν σταῦλον. Καὶ ὅλοι ἐθαύμαξαν εἰς ἐκεῖνο τὸ ζῶον τὸ ἠγαπημένον, ὁποὺ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ αὐθεντός
του ἔσκασε καὶ αὐτό.115

290

(1t)

Θρῆνος Ῥοξάνδρας καὶ θάνατός της.
2 Ἡ δὲ Ῥοξάνδρα, ἡ γυναίκα του, ἐπαράστεκε κοντὰ εἰς τὸ λεί‐ ψανον τοῦ ἠγαπημένου της ἀνδρός—ξεσχισμένα τὰ πολύτιμά της φορέματα καὶ ἀπολυμένα τὰ μαλλία τῆς κεφαλῆς της—καὶ τὸν
5ἔκλαιε θλιβερὰ καὶ τοῦ ἔλεγεν ὡσὰν νὰ ἦτον ζωντανός: Ἠγαπημένε μου Ἀλέξανδρε, τί εἶναι ἐτοῦτον τὸ κακὸν ὁποὺ μοῦ ἔκαμες τῆς τα‐ λαίπωρης καὶ ἐλεεινῆς καὶ μὲ ἄφησες μοναχήν, τὴν ἀθλίαν; Καὶ ποῖον ἔχω πλέον νὰ εἰπῶ τὰ μυστήρια τῆς καρδίας μου; Καὶ τίς δύ‐ νεται νὰ ὑπομένη τὸν χωρισμόν σου; Ὦ οὐρανὲ καὶ γῆ, ἥλιε, σελήνη,
10βουνά, κάμποι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόντισσες, νέοι καὶ γέροντες καὶ πᾶσα ἡλικία, κλαύσετέ με σήμερον, ὁποὺ ἐστερήθηκα ἕναν τοιοῦ‐ τον βασιλέα, καὶ κάμετέ μου συνοδείαν τῆς ξένης, ὅτι τὸ σκάφος μου ἐγέμισεν πικρία. Καὶ ἐγύρισεν πρὸς τοὺς ἄρχον‐

291

τας καὶ εἶπεν: Ἄρχοντες, σᾶς παρακαλῶ νὰ ἐξεβῆτε ὀλίγον ἔξω, μήπως καὶ συνέλθη ἡ καρδία μου. Καὶ ἐξέβηκαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἔμεινεν ἡ Ῥοξάνδρα μοναχή. Καὶ ἐπῆγε καὶ ἐφίλησεν τὸν Ἀλέξανδρον τρεῖς φορὲς καὶ
5εἶπεν: Ἐγὼ πλέον δὲν δύνομαι νὰ ὑπομένω τὸν θάνατόν σου, ἠγα‐ πημένε μου Ἀλέξανδρε, καὶ κάλλιον ἔχω νὰ ἀποθάνω σήμερον μετ’ ἐ‐ σένα, παρὰ νὰ ζῶ χωρὶς νὰ σὲ βλέπω βασιλέα μου. Καὶ ἐβγάνει τὸ παραμάχαιρον τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀπὸ τὴν ζώνην του καὶ ἀκούμπη‐ σέ το εἰς τὴν καρδίαν της καὶ ἐσφάγη καὶ ἐξεψύχησεν τὴν ὥραν
10ἐκείνην.

292

(1t)

Πῶς ἐπῆγαν τὰ σώματα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
tτῆς Ῥοξάνδρας εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.
3 Ὁπόταν δὲ ἦλθον οἱ ἄρχοντες μέσα, ηὗραν τὴν Ῥοξάνδραν ἐσφα‐ γμένην καὶ ἐλυπήθηκαν καὶ διὰ ἐκεῖνο πολλά. Τότες ὅρισαν ὁ Πτο‐
5λεμαῖος καὶ ὁ Φιλόνης καὶ ἔκαμαν δύο σεντούκια χρυσὰ καὶ ἔβαλαν τὰ δύο σώματα μέσα. Καὶ ἔκαμαν ἕνα ἁμάξι ὁλόχρυσον καὶ τὰ ἔβα‐ λαν μέσα καὶ τὰ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, εἰς τὴν πόλιν ὁποὺ ἔκτισεν ὁ Ἀλέξανδρος. Καὶ ἔκαμαν δύο στύλους ὑψηλοὺς καὶ ἔβα‐ λαν τὰ σώματα μὲ τὰ σεντούκια τὰ χρυσὰ ἀπάνω εἰς τοὺς στύλους
10καὶ τὰ ἀποχαιρέτησαν οἱ ἄρχοντες μὲ κλαυθμὸν καὶ ὀδυρμόν. Καὶ ὕστερον ἐχωρίσθηκαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες καὶ ἐπῆγαν κάθε εἷς εἰς τὸ βασίλειόν του, καθὼς τοὺς τὰ ἐδιόρισεν ὁ Ἀλέξαν‐

293

δρος εἰς τὴν διαθήκην του. Ἀπόθανεν δὲ ὁ Ἀλέξανδρος εἰς ἡλικίαν χρό‐ νων τριάκοντα τριῶν. Καὶ ἐβασίλευσεν μόνον χρόνους δέκα ὀκτώ. Ὁ ὁποῖος εἶχεν ὅλες τὲς χάρες ἀπάνωθέν του, τὴν ἀνδρείαν, τὴν ὡ‐
116
5ραιότητα, τὴν σωφροσύνην, τὴν ἐλεημοσύνην, καὶ τὸ ἄδικον δὲν τὸ ἀγαποῦσε. Ἰδοὺ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου ἕνα τοιοῦτον παράδειγμα, ὦ ἄνθρωπε. Στοχάσου εἰς τὸν θάνατον τοῦ Ἀλεξάνδρου τὴν ἀνθρω‐ πότητα, ὁποὺ ἡ ζωὴ ἐτούτη εἶναι ὥσπερ τὸ λουλούδι τοῦ λιβαδιοῦ,
10ὁποὺ ἢ τὸ δρεπάνι τὸ κόπτει ἢ ὁ ἥλιος τὸ ξηραίνει καὶ τὸ φθείρει καὶ εἰς ὀλίγον διάστημα χάνεται. Οὕτως εἶναι καὶ ἡ ζωή μας, ὁποὺ σήμερον εἴμεσθεν εἰς τὸν κόσμον μὲ πλούτη, μὲ δόξες καὶ τιμές, καὶ αὔριον εἴμεσθεν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου θανατωμένοι. Τί τὸν ὠφέλεσαν τὸν Ἀλέξανδρον οἱ τόσες ἀνδραγαθίες ὁποὺ ἔκαμεν
15καὶ οἱ τόσοι τόποι ὁποὺ ἐκέρδισεν καὶ τὰ ἄπειρα πλούτη ὁποὺ ἔλα‐ βεν; Ὅντας

294

ἦλθεν ὁ θάνατος, ὅλα τὰ ἀλησμόνησεν, ὅλα τὰ ἄφησε καὶ πλέον δὲν τὰ ἐστοχάζονταν, μὲ τὸ νὰ εἶδεν πὼς δὲν ἦτον ἀρκετὸς νὰ ἀποφύγη ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ πικροῦ θανάτου. Καὶ ἔκλινε τὴν κε‐ φαλήν του ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἐπροσκύνησαν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς
5γῆς. Τὸν ἐχώρεσεν ἕνας μικρὸς τάφος, ἐκεῖνον ὁποὺ δὲν τὸν ἐχω‐ ροῦσεν ὁ κόσμος ὅλος, διὰ νὰ εὐχαριστήση τὴν γνώμην του. Τοι‐ οῦτος εἶναι ὁ θάνατος. Δὲν κάμνει καμίαν διαφορὰν ἀπὸ βασιλέα εἰς ὑπήκοον, ἀπὸ πλούσιον εἰς πτωχόν, ἀπὸ νέον εἰς γέροντα, ἀλλὰ ὅλους ὅμοια τοὺς ἔχει καὶ κανέναν δὲν ἐντρέπεται οὔτε φοβᾶται.
10Καὶ τίποτες ἐκείνην τὴν ὥραν δὲν θέλομεν πάρει κοντά μας ἀπὸ ὅσα καὶ ἂν ἀποκτήσαμεν εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον, ἀλλὰ μόνον ἡ ψυχή μας θέλει πάρει κοντά της τὰ ὅσα ἀποκτᾶ, τόσον καλά, ὡσὰν καὶ κακά. Καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴν μόνον πρέπει νὰ ἐγνοιαζώμεσθεν, αὐτὴν νὰ στολίζωμεν μὲ καλὰ καὶ χριστιανικὰ ἔργα, μὲ

295

φόβον Θεοῦ, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ συμπάθειαν πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Καὶ διὰ αὐτὰ θέλομεν λάβει πλουσίαν τὴν ἀνταπόδοσιν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ἀπὸ δὲ τὰ σωματικά, ἂς μὴν ἐλπίζωμεν κανένα ὄφελος
5ἀπὸ αὐτά, διατὶ ὅλα εἶναι μάταια. Κατὰ τὸν Σολομῶντα: Ματαιότης
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.117